[ Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Χρήστου Αγγελάκου Ψεύτικοι δίδυμοι, που κυκλοφορείται στις 6 Νοεμβρίου 2017 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. ]
Βρέχει εδώ κι έξι
μέρες, δεν ξέρω αν βρέχει έξω ή μέσα στο κεφάλι μου. Χτες μου φέρανε ένα
καινούργιο βιβλίο, είδα τις σελίδες του μουσκεμένες. Οι άλλοι λένε, δεν σου
φτουράνε τα βιβλία εδώ μέσα, τα περισσότερα τα τελειώνω την ίδια μέρα, άλλα την
επομένη, τα πιο χοντρά στη βδομάδα πάνω. Από πέρυσι, ο κύριος Παυλάτος μού
κουβαλάει βιβλία απ’ το σπίτι του, περίμενε να διαβάσω πρώτα τα δανεικά από τη
βιβλιοθήκη της φυλακής. Τις προάλλες μου είπε, αύριο θα σου φέρω το Έγκλημα και τιμωρία. Με είδε που προχώρησα
αυτά τα δύο χρόνια, ούτε κι εγώ ξέρω πόσα έχω διαβάσει. Θα κάτσω μια μέρα να
μετρήσω τους τίτλους, τους σημειώνω σ’ ένα μπλοκ, ακόμη θυμάμαι τον πρώτο μου, Λαχνός υπ’ αριθμόν 9672. Μακάρι να είχα
από πριν έναν κύριο Παυλάτο στη ζωή μου, μακάρι να τον είχες κι εσύ, θα ήμαστε
διαφορετικοί τώρα, χειρότεροι ή καλύτεροι δεν ξέρω – πάντως διαφορετικοί. Καμιά
φορά κάνω πλάκα και τον ρωτάω, μου φέρατε τη δόση μου, έχω εθιστεί στο
διάβασμα, και δεν είναι και τόσο πλάκα δηλαδή, με πιάνει ώρες ώρες μια αγωνία
πως θα εξαφανιστεί ο κύριος Παυλάτος, όπως εξαφανίστηκες κι εσύ, θα πάψει να
μου φέρνει βιβλία, και θα κοπεί μαχαίρι η εξάρτησή μου, και θα ’χω πόνους στα
κόκαλα και στο σώμα, και οι πόνοι θα είναι φριχτοί. Όπως την πάτησε κι ο
Γιωργής, που του κόψανε την ντρόγκα ξαφνικά, και τον έβλεπα να χτυπιέται στο
διπλανό κρεβάτι, να λυγίζει το σώμα του από τους σπασμούς. Έβαζε τις φωνές, ερχόταν ο νοσοκόμος και του ’δινε κι άλλα χάπια, κι ο
Γιωργής ηρεμούσε, αλλά ίδιος δεν ξανάγινε ποτέ. Έτσι νομίζω πως θα καταντήσω κι εγώ άμα μου στερήσουνε το διάβασμα, εσύ
θα σκέφτεσαι τι μαλακίες σου λέω τώρα, αλλά μου έχει γίνει κάτι σαν ψύχωση, κι
ο Γιωργής είναι άλλος πια απ’ όταν γύρισε από το Αιγινήτειο, δεν ξεμυτίζει απ’
το κρεβάτι του, με κοιτάζει να γυρίζω τις σελίδες και δεν βγάζει άχνα, ενώ πριν
όλο και κάτι έλεγε. Μια φορά τον έπιασε η φλυαρία και μου είπε τα πάντα με το
νι και με το σίγμα, πώς μπήκε στη φάση, πώς άρχισε τις φούντες και τα τριπάκια
και τις σνιφιές, μέχρι που έγινε βαποράκι για τη δόση του, κι άρχισε να
σουτάρει στις φλέβες, έφτασε στα δεκαπέντε του και τις είχε ρημάξει μία μία.
Φλυαρία κανονική, και μου ’πε και πώς τον συλλάβανε, με πόσα τζι ήτανε
φορτωμένος, και που τον πήγανε στο τμήμα. Τον γδύσανε και του ανοίξανε τον
κώλο, και η τηλεόραση εκείνη την ώρα έπαιζε τον θάνατο του Μάικλ Τζάκσον, και ο
Γιωργής είπε πως έσπασε μια λάμπα στο κεφάλι του. Άκουσε ένα τσαφ και η λάμπα
του μυαλού του έσβησε, κι από τότε βλέπει τα χρώματα όπως κι εμείς, αλλά τα
βλέπει πιο πένθιμα, πιο μουντά και πιο σκούρα. [...]