Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γυμνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γυμνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10.8.20

Ο φόβος του τέλους, του οποιουδήποτε τέλους



της Μαρίας Στασινοπούλου
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

πηγή: https://www.efsyn.gr  [Εφημερίδα των Συντακτών / Ανοιχτό Βιβλίο], 8 Αυγούστου 2020

Ενα κείμενο που σε αδράχνει γοητευτικά από την πρώτη στιγμή είναι η νουβέλα Γυμνός του Χρήστου Χρηστίδη – υποδειγματική τυποτεχνικά έκδοση του Εντευκτηρίου. Πρόκειται για μια επώδυνη περιδιάβαση σε χώρα «αχαρτογράφητη»· για μία άλλη κάθοδο στον Αδη, στο μεταίχμιο της ύπαρξης και της ανυπαρξίας: «το σάβανο από το σπάργανο απέχει μια ανάσα».

Ξεκινώ από τον χωρίς άρθρο τίτλο, Γυμνός, που γενικεύει την ιδιότητα, δεν μιλά δηλαδή για έναν συγκεκριμένο γυμνό. Ενστικτωδώς, το μυαλό μου πήγε στον Ιώβ – όχι άστοχα, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια: «Αυτός γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί∙ ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο»∙ (σε ελεύθερη μετάφραση: «Γυμνός απ’ την κοιλιά βγήκα της μάνας μου, γυμνός και θα γυρίσω πίσω στη μάνα γη. Ο Κύριος όλα τα ’δωσε, ο Κύριος και τα πήρε πίσω»).1

Ας ακολουθήσουμε τον μίτο της αφήγησης. Ενα παράξενο ζευγάρι, ο πρόσφατα χειρουργημένος με μερική αφαίρεση εντέρου ηλικιωμένος ασθενής (που επιπλέον υποφέρει και από άσθμα), στο καροτσάκι, και ο συνοδός του, επιβάτες αεροπλάνου, βρίσκονται, εξαιτίας της αναγκαστικής προσγείωσής του, σε μια πόλη-χώρα περίεργη, εφιαλτική, και παγιδεύονται σ’ έναν παράλογο λαβύρινθο. Μία πόλη σαν στημένο, από κάποιον παρανοϊκό σκηνοθέτη, σκηνικό, όπου έχουν νεκρώσει τα πάντα, άλλοτε από γενική απεργία και άλλοτε από καραντίνα, και όπου κανείς δεν ενδιαφέρεται για κανέναν. Δεν υπάρχει έλεγχος, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις, δεν υπάρχει τίποτα. Μια γενική ανατροπή του χώρου και του χρόνου, στην πραγματικότητα και στη φαντασία. Μια δυστοπική επικράτεια, μια πόλη όπου κυριαρχεί από τη μια η ανεξέλεγκτη ελευθερία και από την άλλη η άρνηση παντοδύναμη. Σιγά σιγά φαίνεται να επιστρέφουν όλα στην κατάφαση. Η απροσδιοριστία του δραματικού χωροχρόνου κύριο γνώρισμα στο θέατρο του παραλόγου.

Στην περιπλάνησή τους, για να βρουν κατάλυμα ή φαγητό, οι δυο ταξιδιώτες συναντούν διάφορα μη συνηθισμένα πρόσωπα-απομεινάρια στην πόλη του αφανισμού και διαλέγονται μαζί τους. Τα πρόσωπα αυτά μνημονεύονται με κάποια ιδιότητα προσδιοριστική, όπως: «Ο γέρος με την γκρίζα στολή και τα ρόδινα μάτια», «η γριά με τα παγωμένα δάκρυα», «ο άνδρας με τις πολύχρωμες σκιές», «ο θεόρατος αστυνομικός με τα πουλιά» κ.ά.

Σε κάθε άνθρωπο που συναντούν, ή στα διάφορα σημεία όπου βρίσκονται οι δυο άνδρες, ο ανάπηρος κάνει συνειρμικές αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα της προηγούμενης ζωής του, τα οποία και αφηγείται. Ετσι, θυμάται, για παράδειγμα: έναν αλμπίνο συμμαθητή του∙ τον παχύσαρκο ιερωμένο θείο του με τα παραδείσια πτηνά∙ τον ψυχίατρο στον οποίο τον πήγαιναν οι γονείς του∙ τον αδύναμο εαυτό του παιδί∙ τον ενήλικο εαυτό του τρόφιμο των νοσοκομείων, βυθισμένον στη μελαγχολία. «Αυτή η κοιλάδα είναι βάλτος αναμνήσεων και νοσταλγίας», λέει.



Ολα συμβαίνουν σ’ ένα κίτρινο θαμπό φως, σε κίτρινη ομίχλη, με κίτρινες σκιές, συχνά με την υπόκρουση της βροχής ή την ταραχή του κατακλυσμού, σε κλίμα που ανακαλεί αδιέξοδα του Κάφκα ή ασύμβατα του Μπέκετ. Παντού καιροφυλακτεί το κενό, ένα κάποιο κενό, άβυσσος κάποτε, όπου ο αδύναμος άνθρωπος βολοδέρνει ανάμεσα στο παράλογο και στο ακατανόητο.

Ενα τραύμα, μια ενοχή κινεί τον διχασμένο σε δυο πρόσωπα άνθρωπο: τον ανάπηρο και αυτόν που σέρνει το καροτσάκι. Στο τελευταίο κεφάλαιο οι ρόλοι ταυτίζονται και αποκαλύπτεται το διχαστικό παιχνίδι, τους όρους του οποίου υπαγορεύει ο χρόνος και η υπαρξιακή αγωνία. Κομβικό πρόσωπο στην αφήγηση η τρίχρονη δίδυμη αδελφή του ανάπηρου, η Τάτα, που αυτοπυροβολήθηκε –μπορεί και όχι– και η μεταξύ τους ύποπτη σχέση. Το μυστικό καλά κρατεί.

Με το κατακτημένο εξαρχής ύφος του, ο Χρηστίδης χρησιμοποιεί δεξιοτεχνικά τη γλώσσα για τη γλώσσα αλλά και τη γλώσσα για την αφήγηση. Ευγένεια γραφής ακόμη και όταν κάνει πιπεράτες περιγραφές. Φράσεις περίτεχνες και απροσδόκητες: «οι έωλες προσδοκίες», «ο χρόνος που τραυλίζει». Λεπτομέρειες εντυπωσιακές στην περιγραφή της φύσης, των προσώπων, των χώρων, ακόμη και των ημιπολύτιμων λίθων. Μιλά για τα ρούχα των ηρώων του, σαν να είναι ενδυματολόγος, και για το εσωτερικό των σπιτιών, σαν να είναι σκηνογράφος. Τα τζάμια και οι καθρέφτες, που επιστρέφουν είδωλα, αγαπημένη καταφυγή του συγγραφέα.


[κλικάρετε πάνω στην εικόνα, για να μεγαλώσει]


Οπως και στο πρώτο του βιβλίο, Ο αναποδογεννημένος, το θέμα του Χρηστίδη είναι ο χρόνος, η φθορά και ο θάνατος. Σπουδή θανάτου έχουμε κι εδώ. Ενθυμούμενος μία γραμματέα στη δουλειά του, ο ανάπηρος λέει: «Η μελαγχολία τη δυνάστευε. Ακόμη και στους πιο βαθείς οργασμούς της, δεν είχε τη χαρά της κορύφωσης αλλά τη θλίψη του τέλους» γι’ αυτό κατέφευγε σε ποικίλα χάπια, «χάπια για τον πόνο, χάπια για τον φόβο, χάπια για την απελπισία, χάπια για να κατευνάσουν τον τρόμο της για το τέλος των πραγμάτων. Τη φόβιζε το τέλος, το οποιοδήποτε τέλος».
1. Παλαιά Διαθήκη, Ιώβ, Κεφ. Α', 21-22.


30.6.20

Από το ενθάδε στο επέκεινα



της Λίνας Πανταλέων

πηγή: Καθημερινή (28.6.2020)


Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η


«Δυστυχώς, για όλους υπάρ­χει σπίτι σε αυτήν την πό­λη». Δύο άνδρες βρίσκο­νται παρατημένοι, εξαιτίας μιας αναποδιάς, σε μια αδιανόητη χώρα. Ο ένας, μεσήλικας, εξοργίζεται με την απρόσμενη εξορία, ενώ ο άλλος, βαριά άρρωστος, ψυχομαχεί σε ένα αναπηρικό καρότσι. Περιδιαβαίνοντας στην πόλη συνομι­λούν με περίεργους τύπους, που επιτείνουν τον οικιστικό παραλο­γισμό. Έρημες λεωφόροι, τσιμεντένια κτίρια, αφώτιστες είσοδοι πολυκατοικιών, βουβά παράθυ­ρα, όλα κενά από σημάνσεις, βυ­θισμένα σε ωχρή ομίχλη. Το πιο παράξενο είναι πως οι γηγενείς ή οι μέτοικοι της ζοφερής πολιτείας επιμένουν πως οι δύο ξένοι έχουν και αυτοί σπίτι στην πόλη.
Ύστερα από τον αξιοπρόσεκτο Αναποδογεννημένο (Εκδόσεις Εντευκτη­ρίου, 2016), ο Χρήστος Χρηστίδης επανεμφανίζεται με μία ιλαρή περιήγηση σε μια νεκρόπολη. Οι συνδηλώσεις του θανάτου είναι διάσπαρτες στην αφήγηση, ενώ τα διαλογικά μέρη υπονοούν ότι οι δύο ξένοι πορεύονται προς την τελευταία τους κατοικία. Άκρως αλλόκοτοι οι αυτόκλητοι νεκροπομποί. Ένας τούς πληροφορεί πως έχουν φτάσει σε τερματικό σταθμό απ’ όπου δεν γίνονται πλέον αναχωρήσεις. Άλλος τους προειδοποιεί πως θα ήταν καλύ­τερο να μη βρουν το σπίτι τους. Ένας άλλος τους λέει απερίφρα­στα: «Εδώ, είμα­στε όλοι νεκροί!», προσθέτοντας στη δυσοίωνη δή­λωση: «Το σπίτι σας είναι ο τάφος σας». Ένα κορι­τσάκι που παίζει με ένα περίστρο­φο, υποδηλώνοντας έτσι την αι­τία του θανάτου του, λέει στους δύο άνδρες πως εκεί όλοι μένουν μόνοι και κανένας δεν φεύγει. «Δεν υπάρχει μετά». «Γιατί έμεινε μό­νο το πριν».

Σε αυτό το «πριν» περιηγούνται οι δύο άνδρες, που στην ουσία εί­ναι ένας, διχοτομημένος ανάμεσα στο ενθάδε και στο επέκεινα. Πιο κοντά στο τέλος, ο ηλικιωμένος ανακαλύπτει στις ιστορίες των κα­τοίκων δικές του μνήμες, αλγεινά στιγμιότυπα, που αχνοφέγγουν στα έγκατα του νου. Ο ετοιμοθάνατος καταλαβαίνει πως η γεύση του χώματος είναι διαφορετική από στόμα σε στόμα. Εκείνος ο άλλος κόσμος, όπου περιπλανιό­ταν, επιζούσε μέσα του. Ηταν μία κοιλάδα νοσταλγίας. Οι συνειρμοί, που αναρριπίζουν στη συνείδησή του οι παράφρονες συνομιλίες, αποτελούν τα πιο συγκινητικά κομ­μάτια του βιβλί­ου. Ο Χρηστίδης συλλογίζεται πως «ο φόβος του θα­νάτου γεννά λυ­τρωτικό γέλιο». Επίλογος των σπαρταριστών διαλόγων είναι ο ρόγχος του ηλικι­ωμένου, απ' όπου αναβλύζουν εικόνες άγριας οδύνης. Συναρπάζει, λόγου χάριν, η ιστορία της γυναίκας που έπασχε από μελαγχολία για το τέλος των πραγμάτων. Ο ηλικιωμένος θυ­μόταν τα αναφιλητά της και την ακατάπαυστη προσπάθειά του να την παρηγορεί, λέγοντάς της ιστορίες δίχως τελείες.
Η παρενδυσία του μακάβριου σε ασύδοτη κωμικότητα θυμίζει την αιρετική γραφή του Σάκη Σερέφα. Μέσα από την περιπλάνηση του δισυπόστατου ήρωα σε μία γι­γάντια οστεοθήκη, ο Χρηστίδης ακολουθεί μια ανάστροφη πορεία, από το εκεί στο κάποτε. Έτσι, από τον νεκροθάλαμο καταλήγει στο λίκνο, γιατί «το σάβανο από το σπάργανο απέχει μια ανάσα». Ο άρρωστος άνδρας ανακαλύπτει στην τελευταία του κατοικία το πρώτο του σπίτι, το παιδικό του δωμάτιο. Εκεί μέσα τον παραμο­νεύει το πρωταρχικό τραύμα, το οποίο η μνήμη, λίγο προτού γί­νει λήθη, περιθάλπει, διαμοιράζοντάς το σε αστείες εξιστορή­σεις τεθνεώτων, κατοίκων μιας αμέριμνης χώρας.


[ πατήστε με τον κέρσορα πάνω στην εικόνα, για να μεγαλώσει ]

Εντυπωσιάζει η απλότητα με την οποία ο Χρηστίδης χτίζει ένα δαιδαλώδες πολεοδομικό συγκρό­τημα θανάτου. Τίποτα δεν δείχνει εξεζητημένο. Ούτε η κωμωδία ού­τε το δράμα. Η γραφή δεν αδη­μονεί για το ξάφνιασμα. Ο ήρωας κατευθύνεται στον τάφο του ακούγοντας τους νεκρούς να γε­λούν. Εκεί πέρα τελειώνουν όλα, «οι απαντήσεις, οι ερωτήσεις, οι λέξεις, ακόμα και οι σιωπές». Η αφήγηση απαλλάσσεται βαθμιαία από χαρά και λύπη, για να εκπνεύσει στην τελευταία σελίδα σε ένα αμετανόητο ερωτηματικό.

Χρήστος Χρηστίδης
Γυμνός: Νουβέλα
Θεσσαλονίκη
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2020
154 σελ.

12.6.20

Χρήστος Χρηστίδης: Γυμνός



Μόλις κυκλοφορήθηκε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου

Χρήστος Χρηστίδης
Γυμνός: Νουβέλα
Θεσσαλονίκη
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2020
160 σ.
ISBN 978-960-7568-63-2
Τιμή: 11,00 (περιλαμβάνεται ΦΠΑ)

Μετά την αναγκαστική προσγείωση του αεροπλάνου τους, δύο επιβάτες βρίσκονται σε μια αχαρτογράφητη χώρα και εκεί τους ρουφάει, σχεδόν τους καταπίνει, μια αλλόκοτη, λαβυρινθώδης, φασματική πόλη, όπου συναντούν πρόσωπα άγνωστα αλλά και ταυτόχρονα οικεία.
Μία νουβέλα που διασταυρώνει παραμιλητό με στιχομυθία, φάρσα με ζόφο, ασθματικό με μακροπερίοδο λόγο, καθώς η αγωνία της πλοκής διολισθαίνει στην αγωνία της ύπαρξης.


Ο Χρήστος Χρηστίδης γεννήθηκε το 1953 και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής Αθηνών, σκηνοθεσία κινηματογράφου στη Σχολή Σταυράκου. Το 2016 εξέδωσε το αφήγημα Αναποδογεννημένος.


Διαβάστε τις πρώτες σελίδες του Γυμνού εδώ: https://issuu.com/christos_christidis/docs/gymnos-apospasma

Διαβάστε κριτικές για τον Αναποδογεννημένο εδώ: https://issuu.com/christos_christidis/docs/anapodogennimenos-kritikes







26.3.20

Έγκλειστη πόλη


εικόνα: Φίλιππος Φωτιάδης


γράφει ο Χρήστος Χρηστίδης

Ο ήλιος αποχωρεί από τη δύση,
το σκοτάδι ξεθωριάζει το 
περίγραμμα της πόλης,
οι διαβάτες αποσύρονται πίσω από
τις κουίντες στα διαμερίσματά τους·
οι σκιές με τα παιδικά καρότσια
τα χοντροπάπουτσα δίχως κορδόνια
οι γκρίζες λιγδιασμένες ρίζες
που φυτρώνουν αντί για μαλλιά στο κεφάλι τους
ξεπροβάλλουν στο παλκοσένικο 
σαν μολυβένια στρατιωτάκια που
μαγνητίζονται από κάδους απορριμμάτων.
Σκύβουν μέσα τους και μονολογούν.
Άκουσέ τους για λίγο·
καταριούνται και βρίζουν:
πουτάνα την αδικία 
γαμημένη την πείνα 
κερατά τον πρωθυπουργό,
Άρχοντα τον Χάρο.

Ο Χρήστος Χρηστίδης γεννήθηκε το 1953 και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής Αθηνών και σκηνοθεσία κινηματογράφου στη Σχολή Σταυράκου. 

Το 2016, εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, Αναποδογεννημένος, από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου· μία επινοημένη βιογραφία θρυμματισμένη σε εβδομήντα οκτώ μικροϊστορίες της μίας σελίδας. 

Από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου θα κυκλοφορήσει προσεχώς και το δεύτερο βιβλίο του, Γυμνός: Νουβέλα.