της Μαρίας Στασινοπούλου
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
πηγή: https://www.efsyn.gr [Εφημερίδα των Συντακτών / Ανοιχτό Βιβλίο], 8 Αυγούστου 2020
Ενα κείμενο που σε αδράχνει γοητευτικά από την πρώτη
στιγμή είναι η νουβέλα Γυμνός του Χρήστου Χρηστίδη – υποδειγματική
τυποτεχνικά έκδοση του Εντευκτηρίου. Πρόκειται για μια επώδυνη
περιδιάβαση σε χώρα «αχαρτογράφητη»· για μία άλλη κάθοδο στον Αδη, στο
μεταίχμιο της ύπαρξης και της ανυπαρξίας: «το σάβανο από το σπάργανο
απέχει μια ανάσα».
Ξεκινώ από τον
χωρίς άρθρο τίτλο, Γυμνός, που γενικεύει την ιδιότητα, δεν μιλά δηλαδή
για έναν συγκεκριμένο γυμνό. Ενστικτωδώς, το μυαλό μου πήγε στον Ιώβ –
όχι άστοχα, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια: «Αυτός γυμνός εξήλθον εκ
κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί∙ ο Κύριος έδωκεν, ο
Κύριος αφείλετο»∙ (σε ελεύθερη μετάφραση: «Γυμνός απ’ την κοιλιά βγήκα
της μάνας μου, γυμνός και θα γυρίσω πίσω στη μάνα γη. Ο Κύριος όλα τα
’δωσε, ο Κύριος και τα πήρε πίσω»).1
Ας
ακολουθήσουμε τον μίτο της αφήγησης. Ενα παράξενο ζευγάρι, ο πρόσφατα
χειρουργημένος με μερική αφαίρεση εντέρου ηλικιωμένος ασθενής (που
επιπλέον υποφέρει και από άσθμα), στο καροτσάκι, και ο συνοδός του,
επιβάτες αεροπλάνου, βρίσκονται, εξαιτίας της αναγκαστικής προσγείωσής
του, σε μια πόλη-χώρα περίεργη, εφιαλτική, και παγιδεύονται σ’ έναν
παράλογο λαβύρινθο. Μία πόλη σαν στημένο, από κάποιον παρανοϊκό
σκηνοθέτη, σκηνικό, όπου έχουν νεκρώσει τα πάντα, άλλοτε από γενική
απεργία και άλλοτε από καραντίνα, και όπου κανείς δεν ενδιαφέρεται για
κανέναν. Δεν υπάρχει έλεγχος, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις, δεν υπάρχει
τίποτα. Μια γενική ανατροπή του χώρου και του χρόνου, στην
πραγματικότητα και στη φαντασία. Μια δυστοπική επικράτεια, μια πόλη όπου
κυριαρχεί από τη μια η ανεξέλεγκτη ελευθερία και από την άλλη η άρνηση
παντοδύναμη. Σιγά σιγά φαίνεται να επιστρέφουν όλα στην κατάφαση. Η
απροσδιοριστία του δραματικού χωροχρόνου κύριο γνώρισμα στο θέατρο του
παραλόγου.
Στην
περιπλάνησή τους, για να βρουν κατάλυμα ή φαγητό, οι δυο ταξιδιώτες
συναντούν διάφορα μη συνηθισμένα πρόσωπα-απομεινάρια στην πόλη του
αφανισμού και διαλέγονται μαζί τους. Τα πρόσωπα αυτά μνημονεύονται με
κάποια ιδιότητα προσδιοριστική, όπως: «Ο γέρος με την γκρίζα στολή και
τα ρόδινα μάτια», «η γριά με τα παγωμένα δάκρυα», «ο άνδρας με τις
πολύχρωμες σκιές», «ο θεόρατος αστυνομικός με τα πουλιά» κ.ά.
Σε
κάθε άνθρωπο που συναντούν, ή στα διάφορα σημεία όπου βρίσκονται οι δυο
άνδρες, ο ανάπηρος κάνει συνειρμικές αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα
της προηγούμενης ζωής του, τα οποία και αφηγείται. Ετσι, θυμάται, για
παράδειγμα: έναν αλμπίνο συμμαθητή του∙ τον παχύσαρκο ιερωμένο θείο του
με τα παραδείσια πτηνά∙ τον ψυχίατρο στον οποίο τον πήγαιναν οι γονείς
του∙ τον αδύναμο εαυτό του παιδί∙ τον ενήλικο εαυτό του τρόφιμο των
νοσοκομείων, βυθισμένον στη μελαγχολία. «Αυτή η κοιλάδα είναι βάλτος
αναμνήσεων και νοσταλγίας», λέει.
Ολα
συμβαίνουν σ’ ένα κίτρινο θαμπό φως, σε κίτρινη ομίχλη, με κίτρινες
σκιές, συχνά με την υπόκρουση της βροχής ή την ταραχή του κατακλυσμού,
σε κλίμα που ανακαλεί αδιέξοδα του Κάφκα ή ασύμβατα του Μπέκετ. Παντού
καιροφυλακτεί το κενό, ένα κάποιο κενό, άβυσσος κάποτε, όπου ο αδύναμος
άνθρωπος βολοδέρνει ανάμεσα στο παράλογο και στο ακατανόητο.
Ενα
τραύμα, μια ενοχή κινεί τον διχασμένο σε δυο πρόσωπα άνθρωπο: τον
ανάπηρο και αυτόν που σέρνει το καροτσάκι. Στο τελευταίο κεφάλαιο οι
ρόλοι ταυτίζονται και αποκαλύπτεται το διχαστικό παιχνίδι, τους όρους
του οποίου υπαγορεύει ο χρόνος και η υπαρξιακή αγωνία. Κομβικό πρόσωπο
στην αφήγηση η τρίχρονη δίδυμη αδελφή του ανάπηρου, η Τάτα, που
αυτοπυροβολήθηκε –μπορεί και όχι– και η μεταξύ τους ύποπτη σχέση. Το
μυστικό καλά κρατεί.
Με το κατακτημένο εξαρχής
ύφος του, ο Χρηστίδης χρησιμοποιεί δεξιοτεχνικά τη γλώσσα για τη γλώσσα
αλλά και τη γλώσσα για την αφήγηση. Ευγένεια γραφής ακόμη και όταν
κάνει πιπεράτες περιγραφές. Φράσεις περίτεχνες και απροσδόκητες: «οι
έωλες προσδοκίες», «ο χρόνος που τραυλίζει». Λεπτομέρειες εντυπωσιακές
στην περιγραφή της φύσης, των προσώπων, των χώρων, ακόμη και των
ημιπολύτιμων λίθων. Μιλά για τα ρούχα των ηρώων του, σαν να είναι
ενδυματολόγος, και για το εσωτερικό των σπιτιών, σαν να είναι
σκηνογράφος. Τα τζάμια και οι καθρέφτες, που επιστρέφουν είδωλα,
αγαπημένη καταφυγή του συγγραφέα.
[κλικάρετε πάνω στην εικόνα, για να μεγαλώσει]
Οπως και στο
πρώτο του βιβλίο, Ο αναποδογεννημένος, το θέμα του Χρηστίδη είναι ο
χρόνος, η φθορά και ο θάνατος. Σπουδή θανάτου έχουμε κι εδώ.
Ενθυμούμενος μία γραμματέα στη δουλειά του, ο ανάπηρος λέει: «Η
μελαγχολία τη δυνάστευε. Ακόμη και στους πιο βαθείς οργασμούς της, δεν
είχε τη χαρά της κορύφωσης αλλά τη θλίψη του τέλους» γι’ αυτό κατέφευγε
σε ποικίλα χάπια, «χάπια για τον πόνο, χάπια για τον φόβο, χάπια για την
απελπισία, χάπια για να κατευνάσουν τον τρόμο της για το τέλος των
πραγμάτων. Τη φόβιζε το τέλος, το οποιοδήποτε τέλος».