Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αθήνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αθήνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

13.8.16

Η απολογία των city-boys



του Τάκη Σπετσιώτη

πηγή: Facebook


Ανθρώπους της πόλης σαν κι εμάς τους βρίσκει απρόθυμους να μετακινηθούνε το καλοκαίρι. Τα μακρινά ταξίδια τούς φέρνουν άγχος, η καθημερινή ρουτίνα έντεκα-εντεκάμισυ μηνών (για την οποία κάποιες φορές τον χρόνο, κουρασμένοι,γκρινιάζουν κιόλας) μοιάζει πολύτιμη ακόμη κι όταν ο υδράργυρος, η συνήθεια, ή οι προτροπές των γύρω τους τούς καλούν ―εκεί, κοντά στα μέσα του Δεκαπενταύγουστου―, χωρίς άλλη αναβολή, επιτέλους, για καμιά δεκαπενταριά-είκοσι μέρες κι εκείνοι να ξεσηκωθούνε: «Καλά, μη μου πεις ότι θα κάτσεις να ψηθείς, μ’ αυτούς τους καύσωνες! Τι city boy και πρασινάλογα μου τσαμπουνάς, σαράντα υπό σκιάν θα φτάσει, και με την τρύπα του όζοντος ακόμη χειρότερα, τι θα μείνεις μόνος να κάνεις, μου λες, στο Θησείο;». 


Απρόθυμες ξεκλειδώνονται κάποιες διπλοαμπαρωμένες βαλίτσες, κουρασμένα τα βήματα, άκεφα μέχρι τα πρακτορεία ταξιδίων για ένα εισιτήριο για τα κοντινά νησιά. Ανθρώπους σαν κι εμάς τους αποθαρρύνουν τα μακρινότερα ταξίδια. Το όνειρο για κάποια απόμακρη΄Ιμβρο, Λήμνο ή Τένεδο παραμένει όνειρο, αφήνοντας την πραγματικότητα να το εκλογικεύσει κατά τη δική της αντίληψη· η εκλογίκευση άλλωστε είναι μια τέχνη άνευ της οποίας παραθεριστές σαν και μας δεν θα ’χαν επιβιώσει: «Ωραίο και το Καστελόριζο και τα Κουφονήσια, κι οι Παξοί, δεν λέω, αλλά, βρε παιδί μου, μακριά... Δεν έχουμε κλείσει και δωμάτιο, πατείς με πατώ σε θα γίνεται μες στον Αύγουστο… Άσε, άλλη φορά… Καλύτερα εδώ κοντά... Ο Αργοσαρωνικός ποτέ δεν πεθαίνει...».

Ανθρώπους σαν κι εμάς, με λίγα μπαγκάζια και λίγα βιβλία για την παραλία, τους βρίσκει επιφυλακτικούς η εγκατάλειψη της πόλης και των συνηθειών της, σκυθρωπούς η ανάγκη της μετακίνησης που για τον μεγαλύτερο αριθμό κόσμου γίνεται ―αυτούς τους δυο ελληνικούς θερινούς μήνες― έως και μανιώδης. Το καραβάκι διασχίζει ήδη το πέλαγος, κι αυτοί χαμένοι στις δικές τους σκέψεις ονειρεύονται με τον Προυστ: «Ε! Λοιπόν, τι θα ’λεγε η εκκλησία του Μπαλμπέκ αν ήξερε πως ξεκινάνε μ’ αυτό το θλιμμένο ύφος για να την επισκεφτούν; Αυτός είναι ο καταγοητευμένος ταξιδιώτης για τον οποίο μιλά ο Ράσκιν; Άλλωστε εγώ θα ξέρω αν στάθηκες στο ύψος των περιστάσεων, ακόμα κι από μακριά θα εξακολουθώ να βρίσκομαι κοντά στο λυκάκι μου. Αύριο κιόλας θα ’χεις γράμμα της μαμάς».

5.8.16

Η Ακρόπολη και η μικρή Άρτεμη [Ιστορίες του καλοκαιριού ΧΙΙ]



γράφει η Έφη Αντωνίου*


Κάθε φορά που ανεβαίνω στην Ακρόπολη γαληνεύω.
Καθώς ανεβαίνεις το μονοπάτι προς την Ακρόπολη, αφήνεις τους θορύβους της πολύβουης πολιτείας, τους ανθρώπους που κινούνται σε φρενώδεις ρυθμούς, κορναρίσματα, ήχους, φωνές, απελευθερώνεσαι από αυτόν τον χώρο, μεταβαίνεις σε έναν άλλο, ήρεμο, γαλήνιο, με μια ενέργεια καταπραυντική.
Και το τοπίο, κοιτώντας το από ψηλά, απόκοσμο, όμορφο, με κίτρινες, γκρι και αραιά και πού πράσινες πινελιές να διαγράφουν τη νέα Αθήνα.
Ε, αυτήν την αίσθηση, είπα να τη μεταδώσω και στην Άρτεμη. Να την ανεβάσω ψηλά στην Ακρόπολη, να δει την ιστορία των προγόνων της, να θαυμάσει τον ναό της Αθηνάς και το φως του ήλιου ανάμεσα στις κολόνες.
Ήταν Ιούλιος, είχε αφόρητη ζέστη, και τα τζιτζίκια τερέτιζαν ανάμεσα στα πεύκα.
Η μικρή ήταν χαρούμενη και ευδιάθετη, με όμορφο φορεματάκι και γαλάζια κορδέλα στα μαλλιά: «Ναι, και εγώ πάντα ήθελα να έρθω στην Ακρόπολη, αλλά δε μας έφεραν ακόμη από το σχολείο».
Ανεβαίναμε και προπορευόταν ή χάζευε, πότε σταματούσε να δει ένα μυρμηγκάκι, πότε να κάτσει σε ένα παγκάκι και να με περιμένει, πότε να βλέπει τους τουρίστες. Μόλις φτάσαμε στην είσοδο, ήρθε δίπλα μου, με έπιασε από το χέρι, έδωσε τα εισιτήρια στη φύλακα και αμέσως μετά, πάλι με μια ανεκδιήγητη ευθυμία, μου ξέφυγε και άρχισε να ανεβαίνει προς την Ακρόπολη. Φτάσαμε ψηλά στον ναό και άρχισα να της μιλάω για την ιστορία του, να της δείχνω τις μετόπες, να της μιλάω για την ανάγλυφη ζωφόρο κάνοντας τη ξενάγηση από την είσοδο του ναού, προς τα δεξιά, τη βόρειο πλευρά και προς τα αριστερά.
Όλο αυτό το διάστημα, το παιδί γελούσε αλλά δεν έλεγε τίποτα.
Ώσπου, καθώς στρίψαμε στη δυτική πλευρά, τη σκιερή, το παιδί εντόπισε κάτι λακούβες γεμάτες με νεράκι από τη χτεσινή νεροποντή. Η Άρτεμη έσκυψε στην αρχή και άρχισε να τις χαζεύει. Τόση μεγάλη περιέργεια της προκάλεσαν! Και επιτόπου, ξεκίνησε ένα αυτοσχέδιο είδος παιχνιδιού, κάτι σαν κουτσό, έτσι ώστε να μην πατήσει πάνω στις λακούβες και άρχιζε να παίζει τουλάχιστον για δεκαπέντε λεπτά. Όταν, τέλος, κάτι πουλάκια πλησίασαν για να ξεδιψάσουν στις λακούβες, σταμάτησε το παιχνίδι, τα άφησε, τα είδε να πίνουν νερό και μετά αποφάσισε πως έπρεπε να φύγουμε.
Κατηφορίσαμε τον λόφο και η βόλτα μας τελείωσε με καφέ και παγωτό σε μια από τις τουριστικές καφετέριες του Θησείου.

* [ H Έφη Αντωνίου παρακολούθησε ένα από τα σεμινάρια που έκανα ως συνεργάτης του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, με αντικείμενο τη διόρθωση και την επιμέλεια κειμένων. Αν θυμάμαι σωστά, είναι φιλόλογος και διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση. ― Γιώργος Κορδομενίδης ]


28.1.15

Γιώργος Κορδομενίδης: Intercity 57, 27 Ιαν. 2015



Στη Θεσσαλονίκη είχε έναν τυπικό «καιρό Θεσσαλονίκης». Εκνευριστικό ψιλόβροχο, σκοτεινός ουρανός, πολλή κίνηση στους δρόμους. 

Μόλις ανέβηκα και τακτοποίησα τα πράγματά μου (το φωτογραφικό τριπόδι κάτω από τα καθίσματα ― μόνο να μην το ξεχάσω εκεί), ένας άγνωστος αριθμός στο κινητό, μια άγνωστη φωνή στο τηλέφωνο, με γύρισε σχεδόν 40 χρόνια πίσω. Ένας συσστρατιώτης είχε διαβάσει το κείμενό μου «Πρωτοχρονιά στην υπερυψωμένη» και έψαξε, βρήκε τον αριθμό μου (!) και πήρε να μου πει μια καλημέρα. Το επώνυμό του δεν μου έλεγε τίποτε. Αλλά ήξερε ―και θυμόταν― ονόματα άλλων συσστρατιωτών και φίλων (όπως του «Γερμανού» Μιχάλη Βάνη ― καλή του ώρα όπου και να βρίσκεται), θυμόταν ποια πυροβολαρχία διοικούσα (!)... 

Στο απέναντι κάθισμα, ένας αντιπαθητικός μεσήλικας, στα χρόνια μου πάνω-κάτω (αλλά πώς γίνεται και οι πιο πολλοί συνομήλικοι στα μάτια μου φαντάζουν ... γέροι;) είχε απλώσει επεκτατικά τα πόδια του, σαν να μου έλεγε «άλλαξε θέση, εγώ κάθισα πρώτος». Του έκανα τη χάρη και μετακόμισα σε ένα άλλο, εντελώς άδειο κουπέ. Ωραία ήταν, μέχρι που ανέβηκε (από την Κατερίνη;) μια νέα κοπέλα, κάτι είπα, άρχισε να κελαϊδάει κοινοτοπίες για την πολιτική κατάσταση στηριγμένες στις βλακείες που λένε τα κανάλια, ούτε εκεί μπορούσα να μείνω, επέστρεψα στην αρχική μου θέση. 

Ταξίδεψα βασανιζόμενος από έναν επίμονο βήχα (πρέπει να κόψω επειγόντως το κάπνισμα!). Ο βήχας δεν με άφησε ούτε να κοιμηθώ, εκτός από λίγο ίσως. Κατάφερα να δω μια ωραία ταινία: The Skeleton Twins. Μόνον αυτήν, σε ένα ταξίδι πεντέμισι ωρών. Γιατί, ναι, αυτή τη φορά το τραίνο έφτασε στην Αθήνα ακριβώς στην ώρα του. 

Καθώς πλησιάζαμε στην πόλη, ένας τρυφερός ήλιος στη δύση του μου θύμισε τη διαφορά κλίματος και ατμόσφαιρας μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας.


30.12.14

Μιχάλης Δέλτα: Παραμονή Πρωτοχρονιάς 2011



Η νύχτα ήταν από τις πιο παγωμένες ολόκληρης της χρονιάς. Βρέθηκα στους δρόμους ανεβαίνοντας την πεζοδρομημένη Ερμού προς Σύνταγμα, χωρίς να έχω ακριβώς κάποιον προορισμό. Αισθανόμουν τόσο πλήρης από το ξημέρωμα της μέρας, που αποφάσισα να μη δω κανέναν, ούτε να καλέσω στο τηλέφωνο για ευχές. Θα μιλούσαμε την επόμενη μέρα, δεν άντεχα τον καθωσπρεπισμό των υποχρεωτικών κινήσεων. Βάδιζα με ηρεμία, αργά, εισπνέοντας αχόρταγα τον παγωμένο αέρα και το ότι μου επέτρεπα να απομονωθώ. Οι παραμονές μια ζωή με γέμιζαν με ψεύτικες ελπίδες. Πόσο βασανιστικές ήταν στο βάθος του χρόνου,καθαρό δείγμα δειλίας, αυτό ήταν όλες εκείνες οι προσδοκίες και οι προσευχές στ' αστέρια τα μεσάνυχτα της αλλαγής του χρόνου. Αφού το Φως τους έφτανε καθυστερημένα στα μάτια μου,ενώ τα άστρα ήταν ήδη σβησμένα χιλιάδες ώρες πριν. Δεν έβλεπα τίποτα άλλο παρά μονάχα μια φλασιά από κάτι που είχε χάσει τη λάμψη του ή που είχε πέσει στο μαύρο κενό. Φτάνοντας στο Μοναστηράκι χάζεψα κάτι πιτσιρίκια, αγόρια και κορίτσια, που χαχάνιζαν καπνίζοντας και τραγουδούσαν στ' αλβανικά. Νομίζω πως έτσι αντιδρούσαν στο ψοφόκρυο. Ξαφνικά, πήρε το μάτι μου έξω από το μετρό στην οδό Αθηνάς κάποιους που ήταν ξαπλωμένοι στον χώρο γύρω από την είσοδο. Ένα ρίγος με διαπέρασε και, δίχως καμιά σκέψη, τους πλησίασα ζεσταίνοντας τα χέρια μου με το χνώτο μου. Δύο άνδρες ήταν δίπλα δίπλα ξαπλωμένοι με την πλάτη στον τοίχο. Ο ένας γύρω στα σαράντα και ο άλλος αρκετά μεγαλύτερος. Πιο μέσα στη στοά του μετρό υπήρχαν άλλοι δύο που κοιμόντουσαν φορώντας πολλά ρούχα μαζί με σκουφιά και γάντια. Πήγα κοντά στον ηλικιωμένο που κάπνιζε ασταμάτητα. «Καλησπέρα,τι κάνεις εδώ με τέτοιο κρύο;» τον ρώτησα με φυσικότητα. Με κοίταξε μέσα στα μάτια βαθιά: «Εδώ μένω. Κι αυτοί δίπλα μου το ίδιο.» «Γιατί δεν πάτε στον κλειστό χώρο που προσφέρει ο Δήμος Αθηναίων για τους άστεγους; Θα πεθάνετε εδώ έξω με τέτοιο χιονιά» αποκρίθηκα κάπως έντονα. Τραβάει μια καλή τζούρα, κλείνει τα μάτια του και χαμογελώντας λέει: «Εγώ προτιμώ να πεθάνω εδώ έξω παρά να πάω εκεί μέσα στην κόλαση, βρωμάει ο τόπος... άσε τους ναρκομανείς, που σε κλέβουνε όταν κοιμάσαι!» Τους κοιτάζω με αμηχανία. «Θέλετε να σας πάρω κάτι να φάτε;» ρωτάω γεμάτος θλίψη. Πετάγεται ο νεότερος, « Όχι, μας έχουν φέρει πολλά φαγώσιμα απόψε... να, κοίτα! Αν μπορείς μόνο φέρε μας κάτι ζεστό...». Πήγα σε ένα τοστάδικο που βρισκόταν απέναντι και διανυκτέρευε. Αγόρασα σάντουιτς και μαύρο καυτό τσάι για τέσσερα άτομα. Όση ώρα περίμενα, πάλευε μέσα μου μια χαρά. Επιστρέφοντας, τους μοίρασα το τσάι σαν Άγιος βασίλης. Όλοι τους είχαν την ίδια αντίδραση, ένα βλέμμα απέραντης ευγνωμοσύνης, λες και τους είχα κάνει το ακριβότερο δώρο, λες και τους είχα μόλις σώσει τη ζωή. Πόσες ευχές μου έδωσαν... πόσο ήθελα να βάλω τα κλάματα ακούγοντάς τες. Με πόνεσε το κεφάλι μου από τη χαμηλή θερμοκρασία. Τους χαιρέτησα διά χειραψίας ενώ αντευχηθήκαμε να έχουμε μια καλή χρονιά, με «Υγεία,αγάπη και ειρήνη». Έτσι, μηχανικά επαναλάμβανα ή συμπλήρωνα αυτές τις λέξεις που με τόση ευκολία ξεστόμιζα, σχεδόν βλαστημούσα μπροστά στα πονεμένα τους βλέμματα. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Δεν ήμουν ο ίδιος άνθρωπος. Ψιθύριζα ασταμάτητα τις λέξεις, προσθέτοντας κι άλλες «..αγάπη,υγεία... ειρήνη.. αγάπη... γαλήνη... εμπιστοσύνη... θάνατος..», λες και τις άκουγα για πρώτη φορά. Σταμάτησα μόλις μπήκα στο ασανσέρ του σπιτιού, ενώ το βλέμμα μου έπεσε επάνω στον καθρέφτη.
«Φέτος δε θα ευχηθώ τίποτα για μένα».

Ο Μιχάλης Δέλτα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Γραφιστική και ασχολήθηκε με τη μουσική από μικρή ηλικία. Δίσκοι του έχουν κυκλοφορήσει σε Γαλλία, Βέλγιο, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο αποσπώντας τις καλύτερες κριτικές από τον ευρωπαϊκό μουσικό τύπο.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος των Στέρεο Νόβα, ένα όνομα που ήδη έχει βρει τη θέση του στις σελίδες της ιστορίας της νεότερης ελληνικής σκηνής. Οι Στέρεο Νόβα στάθηκαν μοναδική έμπνευση για τις κατοπινές προσπάθειες της ντόπιας electronica και μέχρι σήμερα οι δίσκοι τους στέκονται σημεία αναφοράς σε ένα κοινό που ανανεώνεται συνεχώς ηλικιακά.
Κειμενά του δημοσιεύτηκαν στο free press Lifo με την οποία είναι και συνεργάτης.
Έχει γράψει μουσική για θεατρικές παραστάσεις της Άντζελας Μπρούσκου «Οι Δούλες» και «Μήδεια», του Κωστή Καπελώνη το «Ροσμερσχολμ», για την ταινία «Οι αριθμημένοι» του Τάσου Ψαρρά , την «Αληθινή ζωή» και την πολυσυζητημένη  «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο με διακρίσεις στο Βερολίνο, Παρίσι, Σικάγο, Νέα Υόρκη, Ισραήλ.
Περισσότερα για τον Μιχάλη Δέλντα εδώ: http://mikaeldelta.net/







https://www.facebook.com/video.php?v=844512888915557&set=vb.145927825440737&type=2&theater