του Τάκη Σπετσιώτη
πηγή: Facebook
Ανθρώπους της πόλης σαν κι εμάς τους βρίσκει απρόθυμους να μετακινηθούνε το καλοκαίρι. Τα μακρινά ταξίδια τούς φέρνουν άγχος, η καθημερινή ρουτίνα έντεκα-εντεκάμισυ μηνών (για την οποία κάποιες φορές τον χρόνο, κουρασμένοι,γκρινιάζουν κιόλας) μοιάζει πολύτιμη ακόμη κι όταν ο υδράργυρος, η συνήθεια, ή οι προτροπές των γύρω τους τούς καλούν ―εκεί, κοντά στα μέσα του Δεκαπενταύγουστου―, χωρίς άλλη αναβολή, επιτέλους, για καμιά δεκαπενταριά-είκοσι μέρες κι εκείνοι να ξεσηκωθούνε: «Καλά, μη μου πεις ότι θα κάτσεις να ψηθείς, μ’ αυτούς τους καύσωνες! Τι city boy και πρασινάλογα μου τσαμπουνάς, σαράντα υπό σκιάν θα φτάσει, και με την τρύπα του όζοντος ακόμη χειρότερα, τι θα μείνεις μόνος να κάνεις, μου λες, στο Θησείο;».
Απρόθυμες ξεκλειδώνονται κάποιες διπλοαμπαρωμένες βαλίτσες, κουρασμένα τα βήματα, άκεφα μέχρι τα πρακτορεία ταξιδίων για ένα εισιτήριο για τα κοντινά νησιά. Ανθρώπους σαν κι εμάς τους αποθαρρύνουν τα μακρινότερα ταξίδια. Το όνειρο για κάποια απόμακρη΄Ιμβρο, Λήμνο ή Τένεδο παραμένει όνειρο, αφήνοντας την πραγματικότητα να το εκλογικεύσει κατά τη δική της αντίληψη· η εκλογίκευση άλλωστε είναι μια τέχνη άνευ της οποίας παραθεριστές σαν και μας δεν θα ’χαν επιβιώσει: «Ωραίο και το Καστελόριζο και τα Κουφονήσια, κι οι Παξοί, δεν λέω, αλλά, βρε παιδί μου, μακριά... Δεν έχουμε κλείσει και δωμάτιο, πατείς με πατώ σε θα γίνεται μες στον Αύγουστο… Άσε, άλλη φορά… Καλύτερα εδώ κοντά... Ο Αργοσαρωνικός ποτέ δεν πεθαίνει...».
Ανθρώπους σαν κι εμάς, με λίγα μπαγκάζια και λίγα βιβλία για την παραλία, τους βρίσκει επιφυλακτικούς η εγκατάλειψη της πόλης και των συνηθειών της, σκυθρωπούς η ανάγκη της μετακίνησης που για τον μεγαλύτερο αριθμό κόσμου γίνεται ―αυτούς τους δυο ελληνικούς θερινούς μήνες― έως και μανιώδης. Το καραβάκι διασχίζει ήδη το πέλαγος, κι αυτοί χαμένοι στις δικές τους σκέψεις ονειρεύονται με τον Προυστ: «Ε! Λοιπόν, τι θα ’λεγε η εκκλησία του Μπαλμπέκ αν ήξερε πως ξεκινάνε μ’ αυτό το θλιμμένο ύφος για να την επισκεφτούν; Αυτός είναι ο καταγοητευμένος ταξιδιώτης για τον οποίο μιλά ο Ράσκιν; Άλλωστε εγώ θα ξέρω αν στάθηκες στο ύψος των περιστάσεων, ακόμα κι από μακριά θα εξακολουθώ να βρίσκομαι κοντά στο λυκάκι μου. Αύριο κιόλας θα ’χεις γράμμα της μαμάς».