γράφει ο Τέλλος Φίλης
Την ώρα που περίμενα να πάρω τα τελευταία χρήματα από το μηχάνημα, άξαφνα το μάτι μου έπεσε στη στάση την αμήχανη της αναμονής του νέου που περίμενε την ολοκλήρωση της δικής του συναλλαγής κι όλο το σφρίγος, η νεανική ορμή κι η δύναμη απ' τα νιάτα του με τύφλωσαν, έτσι όπως καθόμουν μόνος κι άπραγος, σε θέση αναμονής κι εγώ ― μα πιο απελπισμένος Σε ποιες απολαύσεις, σε τι παρέες της νυκτός, με ποιά άλλα κορμιά ετούτη η γάμπα θα συνομιλούσε, μετά από δω… … κι όλη σιωπή της ηλικίας μου με σκέπασε καταμεσής του κεντρικού του δρόμου