του Τέλη Πολυχρονιάδη
Μόλις
είχα φτάσει σ’ αυτή την πόλη την άπονη τη σκληρή τη φωτεινή, μ’ έναν ουρανό γίγαντα
πολλά βαρύ που δεν σήκωνε σύννεφα στο κεφάλι του, μόλις είχα προσγειωθεί με τον κώλο πάνω σε
σπασμένα γυαλάκια και φόρτωνα θυμό και θυμούς, τι γύρευα εδώ, η ζωή με
ξεφόρτωνε απ’ την καρότσα της ρουτίνας σε νέα εδάφη, τόσο κοντά, τόσο μακριά
απ’ το σπίτι μου και την ηρεμία μου. Από τη χειμέρια νάρκη της καθημερινότητας…
Ένας καλός φίλος με μάζεψε σπίτι του, με γέμισε φροντίδες κι αναμνήσεις, είχα
βρει ένα καινούριο κουκούλι… Κι άλλοι φίλοι, λίγοι, ζούσαν σ’ αυτόν τον τόπο,
όμως εκείνη που με στήριξε, με έσωσε, ήταν μια γριά αδέσποτη σκυλίτσα, έμενε στον
δρόμο που περνούσα κάθε μέρα, κάθε βράδυ, την έβλεπα στο ίδιο μέρος, κάτω από
το ίδιο μπαλκόνι, στον δρόμο μας, στη διαδρομή, ήταν οχτώ χρόνια εκεί (είπε μια
μέρα η γειτόνισσα), μας υιοθέτησε και εδώ τη βγάζει, πρωί βράδυ μεσημέρι
απόγευμα εκεί την έβγαζε, εκτός κι αν είχε ήλιο παραπάνω, οπότε σηκωνόταν βαριά
βαριά απ’ τα κιλά κι από τα χρόνια και πήγαινε κι έπιανε μια καλή θέση στον
ήλιο. Ήρθε ένας χειμώνας πότε απαλός και πότε άγριος, σκληρός. Άρχισα να της
κουβαλάω φαγώσιμα, να την πιάσω φίλη· όποτε πέρναγα της πήγαινα κάτι, τη
χάιδευα, της έλεγα λίγα λόγια να με αναγνωρίζει: στην αρχή φοβόταν, ήταν
φοβισμένη από κάτι, όπως όλα αυτά τα ζωντανά που τα ’ριξε η ζωή στον δρόμο,
μετά με συνήθισε, πάντως ποτέ δεν έτρωγε μπροστά μου, άφηνα το φαί κι έφευγα…
Πάνω- κάτω (γιατί είχε και μια ανηφόρα του Γολγοθά λέμε), διαδρομές από το σπίτι
του φίλου μέχρι το δικό μου, δρομολόγιο συνήθως βραδινό για φαΐ κρασί παρέα, στον γυρισμό
χαιρετούσα, της έλεγα δυο λόγια, οι μέρες κρύωσαν πολύ, έλεγα θα κρυώνει, πήγα
πήρα ένα πατάκι το ’βαλα εκεί που ξάπλωνε η γριούλα μας, άρχισαν κι άλλοι να
φέρνουν κάτι, μια παλιά κουβέρτα, μια
κουρελού, πότε τα άλλαζαν, τα έπλεναν, τα ξανάφερναν… ήρθε ένα βράδυ χιονιάς
και χιόνι, πήρα απ’ το σπίτι ένα ζεστό πατάκι και της το πήγα, πήγα να τη
σκεπάσω ο άσχετος και τρόμαξε, μάλλον θύμωσε, ρε σεις μου τα πρήξατε με τα
πατάκια σας και τα χαδάκια σας!
Τη λυπόμουνα και μαζί λυπόμουνα τον εαυτό μου αδέσποτο σ’ αυτή την πόλη, της πρωτευούσης σημασίας, που με έδερνε και δερνόμουνα κι ας είχα τον φίλο τον κολλητό, τον γείτονα… Πάνω-κάτω πέρασε ο καιρός, πέρασαν οι μήνες, το μυαλό έβαλε πορεία στο σώμα, συνήλθε, τα χάδια χάδια, η σκυλίτσα στο πόστο της, ήταν η φιλενάδα μου, πότε πότε γαύγιζε κάποιον ή κάτι με δυσκολία, βραχνά βραχνά, κι ώσπου μια μέρα δεν τη βρήκα στο μέρος της.
Δεν
ανησύχησα, θα πήγε, είπα, καμιά βόλτα, ξαναπέρασα, τίποτα, δεν την ξανάδα την
αγαπούλα μου, θα πήγε σε άλλη γειτονιά είπα, μας βαρέθηκε … δεν έμαθα ποτέ τι
έγινε, μάλλον ήρθε η ώρα της, δεν βρήκα κάποιον να ρωτήσω…
Προχτές
πήρα μια φωτογραφία της κι ένα κερί από αυτά που βάζουν στους τάφους και πήγα
το ακούμπησα εκεί στο μέρος της κι άναψα το κεράκι να κάνω το μνημόσυνο…
Το
κερί έμεινε να καίει για δυο μέρες, κανείς δεν το ακούμπησε, όλοι μαζί
πενθούσαμε, μετά κάποιος τα μάζεψε…
Έχε
γεια, σκυλίτσα μου χωρίς όνομα, πάντα θα σε θυμάμαι, έχε γεια!