γράφει ο Γιώργος Κορδομενίδης
[ Ο Μισέλ Φάις, υπεύθυνος για το «Ανοιχτό βιβλίο», το σαββατιάτικο ένθετο της Εφημερίδας των Συντακτών, μου ζήτησε ένα κείμενο για τον Δ. Ν. Μαρωνίτη.
Από απροσεξία μου, του έστειλα το (ατελές) προσχέδιο του κειμένου και όχι το τελικό, το οποίο δημοσιεύω εδώ. ]
Η εργατικότητά του ήταν απαράμιλλη. Μαθήματα – εξετάσεις – διόρθωση γραπτών, κατά περιόδους διοικητικά καθήκοντα (κοσμήτορας, πρόεδρος Τμήματος), η τακτική (από το 1971) στήλη του στο Βήμα και εκτάκτως εκτενείς επιφυλλίδες, διαλέξεις, ομιλίες σε συνέδρια, μεταφράσεις έργων του αρχαίου δράματος και αργότερα των ομηρικών επών (με στιβαρά Επιλεγόμενα για κάθε ραψωδία), το στήσιμο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας… Αλλά και διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων , πολλών βιβλίων. Τα είχε διαβάσει και μιλούσε γι’ αυτά προτού ακόμη εμείς μάθουμε πως εκδόθηκαν!
Παρά ταύτα (ή κοντά σ’ αυτά), ήταν φανατικός της συναναστροφής με φίλους. Όταν δεν πήγαινε σινεμά (πάρα πολύ συχνά) ή στο θέατρο, η συνάντηση της «παρέας Μαρωνίτη» ήταν επιβεβλημένη. Στον «Ανάπηρο» επί της Αλεξ. Σβώλου, σ’ ένα ουζερί στην Κων. Μελενίκου, στο «Τίφανυ’ς» της Ικτίνου, για σουτζουκάκια στο «Άριστον» της Δημ. Γούναρη, στο «Vivere» της Ζεύξιδος… Μερικές φορές η βραδιά συνεχιζόταν σε κάποιο μπαράκι. Την παρέα αποτελούσαν (τουλάχιστον από το 1989 και μετά, οπότε έγινα μέλος της) η Νατάσα Πεπονή, ο Άρης Στυλιανού, ο Νικήτας Μυλόπουλος, ο Λάμπρος Πόλκας και ο υπογραφόμενος ― όχι πάντα σε… απαρτία· αραιότερα, η Νίκη Μουντζούρογλου, ο Σάκης Σερέφας, ο Βασίλης Αμανατίδης, η Σοφία Νικολαΐδου και κατά περίσταση κάποιος εμβόλιμος.
Επέλεγε συνήθως ο ίδιος τόπο και ώρα συνάντησης, τηλεφωνώντας νωρίς το απόγευμα και ορίζοντας την… ημερήσια διάταξη. Γιατί η “έξοδος” με τον Μαρωνίτη δεν ήταν μια “απλή” συνάντηση φίλων γύρω από ένα τραπέζι (άλλωστε, μαζί του τίποτε δεν ήταν απλό): κάθε φορά υπήρχε συγκεκριμένη ατζέντα με θέματα που “έπρεπε” να συζητηθούν: το σχήμα «κείμενα ή συγγραφείς», που επανερχόταν συχνά: έλεγε από μνήμης―με τη χαρακτηριστική, βραχνή φωνή του― μερικούς στίχους και περίμενε να ακούσει τα σχόλιά μας, κρατώντας κρυφό το όνομα του ποιητή· οι ζωτικές ψευδαισθήσεις· λέξεις/όροι από την Οδύσσεια κυρίως: νόστος, νέκυια, φιλότητα, νείκος…· συχνά πυκνά, “δίπολα” λέξεων, αντιθετικών ή συμπληρωματικών: πολιτική και πολιτισμός, βιολογική και πνευματική ωριμότητα, γήρας και γέρας, προφορικός και γραπτός λόγος (ο ίδιος είχε πετύχει σχεδόν να ταυτίζονται) και άλλα πολλά, που ανιχνεύονται εκ των υστέρων στα κυριακάτικα μονόστηλά του στο Βήμα.
Η μέθοδός του («σωκρατική» τη χαρακτήρισε κάποτε η Πεπονή) ήταν η εξής: έθετε το προς συζήτηση θέμα με σύντομη εισαγωγή, ζητούσε από τον καθένα να σχολιάσει/τοποθετηθεί, έκανε μια μικρή ανακεφαλαίωση ή και τροποποίηση του θέματος, για δεύτερο (ή και τρίτο, και τέταρτο) γύρο σχολίων, μέχρις ότου οδηγήσει ―με επιδεξιότητα μαιευτήρα― τη συζήτηση σε ουσιαστικά συμπεράσματα.
Η διαδικασία αυτή δεν ήταν πάντοτε ευχάριστη· όταν η συζήτηση παρεξέκλινε του θέματος ή του ... οδικού άξονα που ο ίδιος είχε στο μυαλό του, επανέφερε τον... ατακτούντα στον ορθό δρόμο, ενίοτε με τρόπο περιπαικτικό ή και δηκτικό (εδώ δεν συντάσσεται κάποια “αγιογραφία” ― άλλωστε, ούτε ο ίδιος θα ήθελε κάτι τέτοιο).
Με αυτά και μ’ εκείνα πάντως, ό,τι θα μπορούσε να είναι μια συνηθισμένη, ανέμελη συναναστροφή γινόταν ένα μοναδικό κι ανεπανάληπτο “ιδιαίτερο μάθημα” σκέψης και γλώσσας.
Αν και κάποτε κάποτε γινόταν εξομολογητικός, απέφευγε συστηματικά την αυτοβιογράφηση, και μάλιστα την ευθύγραμμη. Η μνήμη έχει συγκρατήσει μερικές σκόρπιες αναφορές στους καπνεργάτες γονείς, στην περιοχή της πόλης όπου μεγάλωσε, τη δήλωση «εγώ είμαι λαϊκόριζος», την τρυφερή μνεία της αδελφής του Μαρίκας... Ποτέ δεν μίλησε στην παρέα για όσα υπέστη επί δικτατορίας, ούτε καν για τη «Μαύρη γαλήνη» (κείμενο που έγραψε πάνω σε χαρτοπετσέτες μέσα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όταν εξασφάλισε ένα μολύβι), που την ανακάλυψα τυχαία στο περιοδικό «Η Συνέχεια», όταν κάποτε μου χάρισε μία πλήρη σειρά τευχών.
Μόνο μία φορά τον άκουσα να
αναφέρεται στη δικτατορία: στη διάρκεια ενός συμποσίου για τον «πολιτικό
Σεφέρη» στην αίθουσα τελετών του παλαιού κτιρίου της Φιλοσοφικής Α.Π.Θ., ο
Χριστιανόπουλος μίλησε αρνητικά για τη στάση καθηγητών της σχολής επί χούντας,
οπότε ο Μ. φώναξε «κύριε Χριστιανόπουλε, είμαι κι εγώ παρών» και αποχώρησε
οργισμένος.
ΥΓ. 1. Σπανιότερα συνέτρωγε τα
μεσημέρια με έναν ή δύο το πολύ φίλους. Αλλά έφευγε βιαστικός όταν πλησίαζε η
ώρα για «Τόλμη και γοητεία»!