Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Jan Henrik Swahn. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Jan Henrik Swahn. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22.5.14

Το βάρος της ύπαρξης



του Χρίστου Κυθρεώτη

πηγή: www.efsyn.gr

Γιαν Χένρικ Σβαν
«Τα μηχανάκια του Μανόλη»
Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη
Επιμέλεια: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2013, 
174 σελ.




Γεννημένος το 1959 στην πόλη Λουντ της Σουηδίας, ο συγγραφέας Γιαν Χένρικ Σβαν διατηρεί μια ιδιαίτερη σχέση με τη χώρα μας, έχοντας μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Ελληνες ποιητές και πεζογράφους (ανάμεσά τους τον Νίκο Γκάτσο και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη), ενώ δύο από τα μυθιστορήματά του εκτυλίσσονται στην Ελλάδα, σε ένα απροσδιόριστο νησί του Αιγαίου. Πρόκειται για τη Δράκαινα (2005) και Τα μηχανάκια του Μανόλη, βιβλίο που εκδόθηκε το 2008 στην πατρίδα του συγγραφέα και κυκλοφόρησε τον 2013 στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου (174 σελ.), σε ανάγλυφη μετάφραση της Μαρίας Φραγκούλη, εμπλουτισμένο με το πληρέστατο επίμετρο της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ.
 Με τα έργα αυτά, ο Σουηδός πεζογράφος, με όπλο την ουσιαστικότερη εμπειρία που έχει αποκομίσει ο ίδιος από την επαφή του με την Ελλάδα και την ελληνική λογοτεχνία, υπερβαίνει την απλοϊκή εντύπωση που ενδεχομένως διατηρεί σε έναν βαθμό ο μέσος Σουηδός (ή ακόμα και ο Ελληνας) αναγνώστης για τη ζωή στα γραφικά χωριουδάκια των ελληνικών νησιών, και, χρησιμοποιώντας εικόνες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το περιεχόμενο μιας καρτ ποστάλ, τις μεταπλάθει σε ένα μεγαλειώδες σκηνικό ανθρώπινων χαρακτήρων.
Στα Μηχανάκια του Μανόλη, ο κεντρικός ήρωας είναι ο χτίστης-μπογιατζής του χωριού και έχει περάσει όλη του τη ζωή στη διαδρομή ανάμεσα στο σπίτι του, το «στέκι του Γιάννη» και το «καλύβι», ένα κτίσμα ιδιοκτησίας του με εξαίσια θέα που προσφέρεται για τουριστική εκμετάλλευση. Για τις διαδρομές αυτές είχε εξαρχής προτιμήσει να χρησιμοποιεί μηχανάκι, αντί του παραδοσιακότερου μέσου μεταφοράς, του γαϊδουριού. Η έναρξη της αφήγησης τοποθετείται στην τελευταία φάση της ζωής του Μανόλη, όπου ο ήρωας έχει στην κατοχή του το πέμπτο κατά σειρά μηχανάκι του και διέρχεται μία επίπονη περίοδο πένθους εξαιτίας του θανάτου του γιου του σε τροχαίο δυστύχημα.
Το γεγονός ότι το δυστύχημα συνέβη με ένα αυτοκίνητο το οποίο ο ίδιος ο Μανόλης είχε αγοράσει στον γιο του (κατόπιν προτροπής της γυναίκας του, για την οποία αρχικά προοριζόταν) δίνει στην ιστορία μια διάσταση τραγωδίας, στην πραγματικότητα όμως η πλοκή του βιβλίου εξαντλείται εκεί, μιας και ο συγγραφέας επιλέγει να ορίσει ως άξονα της αφήγησης όχι τόσο την ιστορία του κεντρικού ήρωα, όσο τη λεπτομερή και ανάγλυφη σκιαγράφηση της ίδιας του της φιγούρας, καθώς και της καθημερινότητας του πένθους του.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, περνούν με αλλεπάλληλα φλας μπακ λεπτομέρειες από τη ζωή του Μανόλη, στιγμιότυπα από τη σχέση του με τη γυναίκα, τον γιο του και τα υπόλοιπα πρόσωπα της καθημερινότητάς του, καθώς και φευγαλέες φιγούρες τουριστών και επισκεπτών του χωριού.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα στο κομψοτέχνημα του Σβαν είναι ο δεξιοτεχνικός τρόπος με τον οποίο καταλύεται η διάκριση ανάμεσα στα έμψυχα και τα άψυχα. Τα μηχανάκια δεν αντιδιαστέλλονται στα γαϊδούρια ως μέσα μεταφοράς αλλά αντίθετα εμφανίζονται ως μια απλή μετεξέλιξή τους –ο Μανόλης συχνά οδηγείται από αυτά, αντί να τα οδηγεί– και ο συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί παρά ελάχιστες ευθείες αναφορές στα συναισθήματα ή τις σκέψεις του ήρωα, επιλέγοντας να αποδώσει το πένθος του πολύ υποβλητικότερα, αφομοιώνοντας τη φιγούρα του ήρωα στο σκηνικό του χωριού.
Η αφρόντιστη γενειάδα, η σωματική αδυναμία και η φθίνουσα ζωτικότητα του Μανόλη εναλλάσσονται και αντιστοιχίζονται αριστοτεχνικά με τις εικόνες ένδειας και ερήμωσης του χωριού, με αποτέλεσμα ο ήρωας να προσαρτάται στο σκηνικό ως αναπόσπαστο μέρος του, ενώ το ίδιο το σκηνικό αποκτά κατά τόπους την υπόσταση ενός ανθρώπινου χαρακτήρα. Στο τέλος, ο Μανόλης, στις αλλεπάλληλες διαδρομές του, μοιάζει να μην έχει πού να αποθέσει τον εαυτό του –μεταφέρει την ίδια του την ύπαρξη σαν βάρος, ενώ η πλήρης παραίτησή του εμφανίζεται ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του ίδιου μηχανισμού που οδηγεί έναν ολόκληρο κόσμο –το χωριό, τον κόσμο του Μανόλη– στον αφανισμό.