Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διακοπές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διακοπές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

28.8.16

Ο φίλος που δεν έρχεται



του Διονύση Μαρίνου

πηγή: Facebook

Τον περιμέναμε να επιστρέψει στην Αθήνα στις 16 Αυγούστου. «Θα κάτσω στο νησί μέχρι της Παναγίας και μετά θα πιάσω δουλειά», μας είπε στο τηλέφωνο. Πήγαμε στο λιμάνι να τον παραλάβουμε, αλλά αυτός ήταν άφαντος. Δικαιολογήθηκε ότι τον πήρε ο ύπνος στην παραλία. Ήταν γνωστός για την αφηρημάδα του. Μας είπε ότι έβγαλε εισιτήριο για την επόμενη ημέρα, αλλά ούτε τότε ήρθε. Κλειδώθηκε λέει στο μπάνιο του δωματίου του και δεν μπορούσε να ανοίξει. Γελάσαμε με τη ψυχή μας. Όμως το πράγμα παρατράβηξε. Τη στιγμή που όλη η Ελλάδα έβραζε εκείνος επικαλέστηκε ισχυρούς ανέμους που δεν επέτρεπαν σε κανένα καράβι να δέσει στο νησί. Τον ενημερώσαμε ότι το αφεντικό του ήταν έξαλλο, ότι η γυναίκα του είχε αρχίσει να ανησυχεί και ότι κι εμάς μας είχε λείψει. Δίχως άλλο, μας πληροφόρησε, θα επέστρεφε στις 20 Αυγούστου. Εις μάτην. Το καράβι ήρθε στον Πειραιά, αλλά αυτός δεν ήταν μέσα. Το τελευταίο μήνυμά του στο κινητό μου έλεγε: «Φίλε, δεν ξέρω τι συμβαίνει. Το νησί έχει φύγει. Πλέουμε στα ανοιχτά δίχως κατεύθυνση». Προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του, αλλά ο τηλεφωνητής του πότε μου απευθυνόταν στα τουρκικά, πότε στα ιταλικά και πότε στα πορτογαλικά. Χθες, 25 Αυγούστου, έστειλε νέο μήνυμα: «Όλα καλά, το νησί πηγαίνει με σταθερή πορεία προς Αφρική. Μόλις δέσουμε θα κατέβω και θα πάρω το πρώτο αεροπλάνο για Αθήνα. Φιλιά σε όλους».


Ο Διονύσης Μαρίνος γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα, 
όπου συνεχίζει και διαμένει. 
Τα τελευταία 15 χρόνια εργάζεται ως δημοσιογράφος. 

Εδώ και έξι χρόνια εργάζεται ως αρχισυντάκτης 
στην καθημερινή αθλητική εφημερίδα "Goalnews" 
και είναι παραγωγός εκπομπών στο αθλητικό ραδιόφωνο "Sentra 103,3". 
Κατά περιόδους έχει εργαστεί σε τηλεοπτικούς σταθμούς, 
περιοδικά και γραφεία Τύπου. 

Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία· τελευταίο: Αναμνέζα (2014).

13.8.16

Η απολογία των city-boys



του Τάκη Σπετσιώτη

πηγή: Facebook


Ανθρώπους της πόλης σαν κι εμάς τους βρίσκει απρόθυμους να μετακινηθούνε το καλοκαίρι. Τα μακρινά ταξίδια τούς φέρνουν άγχος, η καθημερινή ρουτίνα έντεκα-εντεκάμισυ μηνών (για την οποία κάποιες φορές τον χρόνο, κουρασμένοι,γκρινιάζουν κιόλας) μοιάζει πολύτιμη ακόμη κι όταν ο υδράργυρος, η συνήθεια, ή οι προτροπές των γύρω τους τούς καλούν ―εκεί, κοντά στα μέσα του Δεκαπενταύγουστου―, χωρίς άλλη αναβολή, επιτέλους, για καμιά δεκαπενταριά-είκοσι μέρες κι εκείνοι να ξεσηκωθούνε: «Καλά, μη μου πεις ότι θα κάτσεις να ψηθείς, μ’ αυτούς τους καύσωνες! Τι city boy και πρασινάλογα μου τσαμπουνάς, σαράντα υπό σκιάν θα φτάσει, και με την τρύπα του όζοντος ακόμη χειρότερα, τι θα μείνεις μόνος να κάνεις, μου λες, στο Θησείο;». 


Απρόθυμες ξεκλειδώνονται κάποιες διπλοαμπαρωμένες βαλίτσες, κουρασμένα τα βήματα, άκεφα μέχρι τα πρακτορεία ταξιδίων για ένα εισιτήριο για τα κοντινά νησιά. Ανθρώπους σαν κι εμάς τους αποθαρρύνουν τα μακρινότερα ταξίδια. Το όνειρο για κάποια απόμακρη΄Ιμβρο, Λήμνο ή Τένεδο παραμένει όνειρο, αφήνοντας την πραγματικότητα να το εκλογικεύσει κατά τη δική της αντίληψη· η εκλογίκευση άλλωστε είναι μια τέχνη άνευ της οποίας παραθεριστές σαν και μας δεν θα ’χαν επιβιώσει: «Ωραίο και το Καστελόριζο και τα Κουφονήσια, κι οι Παξοί, δεν λέω, αλλά, βρε παιδί μου, μακριά... Δεν έχουμε κλείσει και δωμάτιο, πατείς με πατώ σε θα γίνεται μες στον Αύγουστο… Άσε, άλλη φορά… Καλύτερα εδώ κοντά... Ο Αργοσαρωνικός ποτέ δεν πεθαίνει...».

Ανθρώπους σαν κι εμάς, με λίγα μπαγκάζια και λίγα βιβλία για την παραλία, τους βρίσκει επιφυλακτικούς η εγκατάλειψη της πόλης και των συνηθειών της, σκυθρωπούς η ανάγκη της μετακίνησης που για τον μεγαλύτερο αριθμό κόσμου γίνεται ―αυτούς τους δυο ελληνικούς θερινούς μήνες― έως και μανιώδης. Το καραβάκι διασχίζει ήδη το πέλαγος, κι αυτοί χαμένοι στις δικές τους σκέψεις ονειρεύονται με τον Προυστ: «Ε! Λοιπόν, τι θα ’λεγε η εκκλησία του Μπαλμπέκ αν ήξερε πως ξεκινάνε μ’ αυτό το θλιμμένο ύφος για να την επισκεφτούν; Αυτός είναι ο καταγοητευμένος ταξιδιώτης για τον οποίο μιλά ο Ράσκιν; Άλλωστε εγώ θα ξέρω αν στάθηκες στο ύψος των περιστάσεων, ακόμα κι από μακριά θα εξακολουθώ να βρίσκομαι κοντά στο λυκάκι μου. Αύριο κιόλας θα ’χεις γράμμα της μαμάς».