της Βενετίας Αποστολίδου
πηγή: http://www.oanagnostis.gr
Τα βραβεία βιβλίου των καταστημάτων Public ανέτρεψαν τα αναμενόμενα. Όποιος ενδιαφέρεται για θέματα ανάγνωσης, διάκρισης και γενικότερα πολιτισμού θα αναγνωρίσει ότι τα βραβεία αυτά τροφοδοτούν τη συζήτηση που διεξάγεται εδώ και καιρό για το γούστο του μεγάλου κοινού, για την παραλογοτεχνία, για τη σημασία και το κύρος των βραβείων, με νέα στοιχεία που μας αναγκάζουν να τα ξανασκεφτούμε και να τα θέσουμε με άλλους όρους. Σε ό,τι με αφορά και με δεδομένο ότι έγραψα σχετικά σε τούτη δω τη στήλη όταν η διαδικασία ψηφοφορίας ήταν ακόμη σε εξέλιξη, αισθάνομαι την ανάγκη να καταθέσω μερικές ακόμη σκέψεις και υποθέσεις.
Ενώ λοιπόν όλοι αναμέναμε ότι οι ογδόντα και πλέον χιλιάδες ψηφοφόροι θα βραβεύσουν βιβλία από το χωράφι της κοινώς ονομαζόμενης παραλογοτεχνίας, ήδη από την ανάδειξη των πρώτων δέκα σε κάθε κατηγορία φάνηκε πως είχαν εισχωρήσει στη μικρή λίστα και βιβλία «υπεράνω πάσης υποψίας» έως και απαιτητικά δοκίμια· και πάλι όμως, εξακολουθούσαμε να πιστεύουμε πως δεν θα υπερισχύσουν αυτά, διότι έχει σφηνωθεί στο μυαλό μας ότι όπου μεγάλο κοινό και μαζική ψηφοφορία ίσον κακή ποιότητα. Μας περίμενε η απόλυτη διάψευση: τα βιβλία που βραβεύτηκαν στις κατηγορίες του μυθιστορήματος, του δοκιμίου, της ποίησης (δεν σχολιάζω εδώ τα βραβεία παιδικού και εφηβικού βιβλίου διότι δεν τα έχω διαβάσει) είναι βιβλία εξαιρετικά, βιβλία που άφησαν το αποτύπωμά τους στη νεοελληνική λογοτεχνία τη χρονιά που πέρασε, το καθένα για τους δικούς του λόγους: η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της Άλκης Ζέη αναβιώνει μια ολόκληρη εποχή και συνομιλεί δημιουργικά με το αγαπημένο πεζογραφικό της έργο, η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αλέξανδρου ΄Ισαρη μας δίνει την ευκαιρία να εκτιμήσουμε το υποβλητικό κλίμα της ποίησης ενός συγγραφέα που είναι ταυτοχρόνως σημαντικός μεταφραστής και αξιοπρόσεκτος πεζογράφος ενώ, τέλος, η έκδοση των γραμμάτων της Μάτσης Χατζηλαζάρου προς τον Ανδρέα Εμπειρίκο σε επιμέλεια Χρήστου Δανιήλ, φέρνει στο φως, εκτός από μια συναρπαστική ερωτική σχέση, ενδιαφέρουσες πτυχές της προσωπικότητας δύο μεγάλων μας ποιητών. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει ακόμη, αν και δεν πρόκειται για βραβεία κοινού, η βράβευση, από τους βιβλιοπώλες των καταστημάτων Public, του σπαρακτικά εξομολογητικού βιβλίου του Αύγουστου Κορτώ ενώ δίκαια έλαβαν βραβεία από επιτροπή (αλήθεια ποιοι την αποτελούσαν;) οι εκδόσεις Πατάκη και Κίχλη.
Ίσως μετά τα αποτελέσματα να γίνεται κατανοητή και η λειτουργικότητα της κατηγορίας «Μεγάλες συγκινήσεις», η οποία μας είχε προκαλέσει απορία για τη χρησιμότητά της, καθώς μπορούσε εκεί ο αναγνώστης να ψηφίσει οποιοδήποτε βιβλίο από όλες τις άλλες κατηγορίες. Στην κατηγορία αυτή βραβεύτηκε ένα μυθιστόρημα της Καίτης Οικονόμου το οποίο ανήκει σ΄ εκείνη τη μεγάλη ομάδα των ευπώλητων μυθιστορημάτων που απευθύνονται σε ένα ορισμένο γυναικείο κοινό. Οι «μεγάλες συγκινήσεις» έδωσαν την ευκαιρία στους ψηφοφόρους να ψηφίσουν ακόμη ένα βιβλίο από οποιαδήποτε κατηγορία και με αυτό τον τρόπο να αποφασίσουν οι ίδιοι ποια επιλογή τους θα καταχωρίσουν στα διακριτά λογοτεχνικά είδη και ποια σ’ αυτή την ευρύχωρη και, εκ των προτέρων, συναισθηματικά φορτισμένη κατηγορία. Το αποτέλεσμα, όπως το καταλαβαίνω εγώ, δικαιώνει την ύπαρξη της κατηγορίας διότι αυτή λειτούργησε ως δικλείδα ασφαλείας, ως βαλβίδα αποσυμπίεσης: οι αναγνώστες είναι σαν να τοποθετούν σε αυτή την κατηγορία βιβλία που τους συγκίνησαν (και γιατί όχι;) φυλάγοντας για τις «κανονικές» κατηγορίες τα βιβλία που θεωρούν αξιόλογα. Προφανώς αυτές είναι υποθέσεις. Τα ηλεκτρονικά αρχεία της διαδικασίας της ψηφοφορίας αποτελούν ένα υλικό το οποίο, αν ερευνούνταν, θα αποκάλυπτε πολλά για την ανάγνωση και τις επιλογές του κοινού.
Το σπουδαιότερο ζήτημα όμως το άφησα για το τέλος. Τι μαθαίνουμε από όλη αυτή τη διαδικασία; Πρώτα πρώτα πρέπει να πάρω πίσω την άποψη που διατύπωσα στο προηγούμενο σημείωμά μου ότι τέτοιες διαδικασίες ψηφοφορίας θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από ένα αξιόπιστο σύστημα μέτρησης των πωλήσεων των βιβλίων. Η αγορά ενός βιβλίου δεν συνεπάγεται ότι το βιβλίο αυτό μας αρέσει και ότι το επιλέγουμε όταν θα χρειαστεί να ψηφίσουμε. Η ψηφοφορία και μάλιστα η ηλεκτρονική, κατόπιν περιήγησης σε όλα τα υποψήφια βιβλία, είναι μια πράξη συνειδητή που προϋποθέτει κάποιο βαθμό (ανα)στοχασμού μετά το τέλος της ανάγνωσης. Το γεγονός ότι η ψηφοφορία ήταν ηλεκτρονική προϋπέθετε επίσης και κάποιο βαθμό ψηφιακού γραμματισμού αλλά και χρόνου που αποφασίζει κανείς να διαθέσει γι αυτή τη δουλειά, άρα, εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι στη διαδικασία ενεπλάκησαν συνειδητοί αναγνώστες που είχαν τη βούληση να δείξουν τις προτιμήσεις τους. Εκτίμησαν πιθανώς και το γεγονός ότι δεν υπήρχε επιτροπή προεπιλογής και πειραματίστηκαν. Περιμένουμε με περιέργεια την επόμενη χρονιά για να δούμε αν και κατά πόσον οι υποθέσεις αυτές θα επιβεβαιωθούν ή θα αποδειχθούν απλώς μάταιες προσπάθειες να εξηγήσουν το τυχαίο.