γράφει η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
Από τις πρώτες μέρες του γενικού αναγκαστικού εγκλεισμού, λόγω της επιδημίας, άρχισαν ν’ ακούγονται καθαρότερα οι φωνές των πουλιών. Μέχρι τότε, οι νότες τους έφταναν συγκεχυμένες στ’ αυτιά της· ταξίδευαν πάνω σε ένα χαλί γεμάτο από τους θορύβους που άφηναν, περνώντας κάτω από το μπαλκόνι της, οι εξατμίσεις των μηχανοκίνητων. Τώρα τελευταία πέρναγε, αραιά και που, κανένα μηχανάκι. Ανέβαινε αργά, με κόπο, στην ανηφόρα και, ανάμεσα στις ανάσες του, άφηνε το ξάφνιασμα των πουλιών να φτάνει ξεκάθαρο στ’ αυτιά της. Όμως, πουλιά δεν έβλεπε και δεν μπορούσε να εντοπίσει από πού προερχόταν το κελάηδημα, αφού ο ήχος του διαχεόταν στις εσοχές των κτιρίων που χάραζαν τα όρια των γύρω δρόμων. Γι’ αυτό στηνόταν στη γωνιά του μπαλκονιού, έκλεινε τα μάτια και, με τα χέρια απλωμένα, σαν τον δερβίση που προετοιμάζει την επαιτεία του, άρχιζε να περιστρέφεται, αργά στην αρχή και έπειτα πιο γρήγορα, μέχρι που ζαλιζόταν και γλιστρούσε στο κρύο μωσαϊκό, υποκλινόμενη στους νόμους της φύσης. Στο κάτω κάτω, δεν είχε σημασία η πηγή αυτής τής τόσο σημαντικής απόλαυσης αλλά η παράτασή της.
Ουσιαστικά, αυτή η κελαηδιστή ευδαιμονία δεν κράτησε πολύ. Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας εγκλεισμού, ο χρόνος σταμάτησε και μία παράξενη σιωπή σκέπασε τη γύρω περιοχή. Όσες περιστροφές και αν έκανε γύρω από τον άξονά της, τα πουλιά δεν άρχιζαν να κελαηδούν. Κι όταν σταματούσε να γυρίζει, ένας μικρός βόμβος έμενε στ’ αυτιά της για κάμποσα δευτερόλεπτα, μέχρι που τον κατάπινε και χανόταν στις λάχνες των εντέρων της σαν εξουδετερωμένος ιός. Ώσπου να καταφέρει να σηκωθεί, αναρωτιόταν πού κρύβονταν τόσα πουλιά... Αναρωτιόταν ψύχραιμα, από απόσταση, με την αδιαφορία ενός εξωτερικού παρατηρητή που έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου, σαν να μην συμμετείχε τόσες φορές σ’ αυτήν τη συναυλία, σαν να μην υπήρξαν κάποτε αυτά τα πουλιά, σαν να μην κελάηδησαν ποτέ, σαν να τα φαντάστηκε.
Στην προσπάθειά της να κλαδέψει όλα αυτά τα «σαν» για να καρποφορήσει η ανάμνηση εκείνου του τραγουδιού, που μαλάκωνε την ψυχή της, τής φάνηκε πως άκουσε ήχο νερού να περνάει κελαρυστά από τα ανοίγματα των αυτιών της. Προσπάθησε να τον μιμηθεί, όμως το τραγούδι αντιδρούσε σαν ξεχασμένο. Οι τελευταίες νότες του κρέμονταν ακόμα από το ταβάνι του μπαλκονιού. «Ακόμα», αυτή η μικρή λεξούλα μπορούσε να κρύβει τόσες ελπίδες· ελπίδες ζωής, μέχρι να σκάσουν μία μία, σαν τις διάφανες φυσαλίδες τού αφρού που διώχνουν τα χέρια όταν τρίβονται με το σαπούνι. Σαπούνι πράσινο, λευκό, κίτρινο, οποιοδήποτε σαπούνι δίχως ίχνος χρώματος και ευωδιάς, σαπούνι φαρμακευτικό, σαπούνι απολύμανσης, το σαπούνι της ζωής της από δω και πέρα.
Όσο ο καιρός περνούσε άχρονος, άφηνε τον εαυτό της να επαναλαμβάνει, με θρησκευτική ευλάβεια, τις ίδιες κινήσεις. Ξέπλενε τα χέρια της, τα σκούπιζε σφιχτά με πετσέτες, που τις άλλαζε συχνά για να μη γίνονται εστία μικροβίων, και τα άλειφε με τη διάφανη γέλη της αποστείρωσης, τρίβοντάς την πάνω τους μέχρι η σάρκα τους να ξεράσει ό,τι περιττό. Ύστερα, τα τίναζε στον αέρα και τέλος, με διαδοχικές κατακόρυφες κινήσεις, χτύπαγε τις παλάμες της πάνω στα ρούχα της, όπως ένα νήπιο βουτάει το χέρι του σε ζελέ φράουλας και ζωγραφίζει ταμπονάροντας τον ξερό τοίχο.
Η μυρουδιά του αντισηπτικού τής θύμιζε εκείνα τα αλουμινένια φακελάκια που έρχονταν κατά καιρούς με τα δέματα του θείου από την Αμερική. Η μάνα της, νομίζοντας πως ήταν ροφήματα, άδειαζε το περιεχόμενό τους σε νερό και, όταν αυτό έλιωνε, τής το έδινε να το πιει, για να πάρει δύναμη. Εκείνη όμως, ας ήτανε μικρή, ήξερε ότι το έκανε για να μην πάνε χαμένα. Το ζελέ των φρούτων ήταν ακόμα άγνωστο και η γεύση του, που έμοιαζε με φάρμακο, την έκανε ν’ αναρωτιέται για τα γούστα των Αμερικάνων. Φυσικά, αντιδρούσε, άφηνε τη σκόνη να κατακάθεται μέχρι να γίνει γέλη μαλακή και ύστερα, αφού έχυνε το νερό, την έπαιρνε με τη χούφτα της και πασάλειβε τους τοίχους στον δρόμο μέχρι το σχολείο.
Την ίδια μυρουδιά ανάδιναν και τώρα τα χέρια της, καθώς τα κούναγε για να στεγνώσουν και να απαλλαγεί από το οινόπνευμα τού απολυμαντικού, που της έκαιγε το δέρμα. Από τότε που η επιδημία πλημμύρισε τον τόπο, έπλεε σε άγνωστα, βαθιά νερά, όπως και όλος ο κόσμος. Τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Ό,τι είχε δικό της χώραγε μέσα σ’ αυτό το σπίτι, που την αγκάλιαζε εφαρμοστά σαν καβούκι χελώνας. Ένα καβούκι που την προστάτευε σαν ασπόνδυλο και δεν την άφηνε να παραδοθεί στον εισβολέα. Αν κατέθετε τα όπλα θα γινόταν το “κιβούρι” που θα δήλωνε το τετελεσμένο. Από κείνη λοιπόν τη μέρα, που σταμάτησε ο χρόνος και άρχισαν να πεθαίνουν οι άνθρωποι σαν τα κοτόπουλα, απομονώθηκε στο καβούκι της κι έπαψε να μοιράζεται τον εαυτό της. Τώρα έπρεπε να βρει τρόπους να τον αντιμετωπίσει και να γεμίσει τα κενά που άφησαν πίσω τους οι μέριμνες. Τόσα χρόνια ήθελε ν’ απαλλαγεί από αυτές και, όταν εξαφανίστηκαν από μόνες τους, δεν ήξερε τι να κάνει τον χρόνο που της περίσσευε.
Παρότι ο χρόνος έμενε ακίνητος, τίποτα δεν ήταν σταθερό και σίγουρο. Μέσα σ’ αυτήν την αμηχανία, ο εαυτός της άρχισε να γίνεται απρόβλεπτος και ενοχλητικός, γι’ αυτό έβρισκε δικαιολογίες για να τον αποφεύγει. Έπλενε όσα σερβίτσια πιάτων και ποτηριών είχε και απορούσε τι τα ήθελε τόσα πολλά, αφού ήταν σχεδόν αχρησιμοποίητα, και από δω και πέρα δεν θα τα χρειαζόταν. Κατέβαζε τα ρούχα από τις ντουλάπες και τις καθάριζε. Άδειαζε τα συρτάρια κι έπλενε τα ασπρόρουχα. Όταν βαρέθηκε, άρχισε να ψάχνει στα κανάλια για κάτι πιο ενδιαφέρον, εκτός φυσικά από τα δελτία ειδήσεων, που την έσπρωχναν στην κατάθλιψη. Στάθηκε αρκετά στις εκπομπές μαγειρικής και σημείωσε πολλές συνταγές για καλεσμένους που δεν θα έρχονταν ποτέ. Κι αφού τις βαρέθηκε κι αυτές, δεν βρήκε κάτι καλύτερο και εκνευρίστηκε με τις γελοιότητες που έδειχναν τα κανάλια, προσπαθώντας να κερδίσουν το ενδιαφέρον των τηλεθεατών. Ας έβαζαν, τουλάχιστον, κανένα πρόγραμμα γυμναστικής για να καίνε οι ενδιαφερόμενοι όσα μάσαγαν προσπαθώντας να εκτονώνουν το άγχος τους· θα ήταν καλύτερα.
Τελευταία, ο ήλιος έδειχνε συχνότερα το πρόσωπό του, όμως εκείνη τη μέρα μπαινόβγαινε στα σύννεφα εκνευριστικά. Πήρε ένα βιβλίο στην τύχη και βγήκε στο μπαλκόνι. Η αβάσταχτη σιγή που επικρατούσε της τρύπαγε τα τύμπανα. Κάθισε σε μια πολυθρόνα και προσπάθησε να διαβάσει. Στα απέναντι μπαλκόνια ο κόσμος παρέμενε αμίλητος. Κάποια παιδιά με τα τάμπλετ στα χέρια, αμίλητα κι αυτά, την κοίταξαν για λίγα δευτερόλεπτα με άδεια βλέμματα. Ή ήταν συνηθισμένα σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής ή δεν είχαν ακόμα αντιληφθεί την έλλειψη που προκαλούν η στέρηση και ο φόβος, σκέφτηκε. Τότε κατέθεσε τα όπλα, άφησε το βιβλίο να γλιστρήσει από τα χέρια της, βυθίστηκε στον εαυτό της και κολύμπησε μέσα του.
Η ηλιαχτίδα που πέρασε ανάμεσα από τα βλέφαρά της, την έφερε πίσω στην πραγματικότητα. Στο μωσαϊκό το παλιό αναγνωστικό ήταν ανοιγμένο στο κεφάλαιο της άνοιξης. «Ήρθαν τα χελιδόνια» έγραφε ο τίτλος. Ένας γνώριμος ήχος την έκανε να σηκώσει τα μάτια ψηλά· δύο χελιδόνια έχτιζαν τη φωλιά τους στο γείσο του μπαλκονιού.
Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας.
Σπούδασε σκηνογραφία-ενδυματολογία.
Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα.
Είναι τελειόφοιτη του Μεταπτυχιακού Τμήματος Δημιουργικής Γραφής
του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της συγγραφής.
Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Το 2017 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου η συλλογή διηγημάτων της Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες.
Είναι υπό έκδοση, πάλι από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου, το δεύτερο βιβλίο της.