31.3.20

Άχρονοι καιροί




γράφει η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου


Από τις πρώτες μέρες του γενικού αναγκαστικού εγκλεισμού, λόγω της επιδημίας, άρχισαν ν’ ακούγονται καθαρότερα οι φωνές των πουλιών. Μέχρι τότε, οι νότες τους έφταναν συγκεχυμένες στ’ αυτιά της· ταξίδευαν πάνω σε ένα χαλί γεμάτο από τους θορύβους που άφηναν, περνώντας κάτω από το μπαλκόνι της, οι εξατμίσεις των μηχανοκίνητων. Τώρα τελευταία πέρναγε, αραιά και που, κανένα μηχανάκι. Ανέβαινε αργά, με κόπο, στην ανηφόρα και, ανάμεσα στις ανάσες του, άφηνε το ξάφνιασμα των πουλιών να φτάνει ξεκάθαρο στ’ αυτιά της. Όμως, πουλιά δεν έβλεπε και δεν μπορούσε να εντοπίσει από πού προερχόταν το κελάηδημα, αφού ο ήχος του διαχεόταν στις εσοχές των κτιρίων που χάραζαν τα όρια των γύρω δρόμων. Γι’ αυτό στηνόταν στη γωνιά του μπαλκονιού, έκλεινε τα μάτια και, με τα χέρια απλωμένα, σαν τον δερβίση που προετοιμάζει την επαιτεία του, άρχιζε να περιστρέφεται, αργά στην αρχή και έπειτα πιο γρήγορα, μέχρι που ζαλιζόταν και γλιστρούσε στο κρύο μωσαϊκό, υποκλινόμενη στους νόμους της φύσης. Στο κάτω κάτω, δεν είχε σημασία η πηγή αυτής τής τόσο σημαντικής απόλαυσης αλλά η παράτασή της.   

Ουσιαστικά, αυτή η κελαηδιστή ευδαιμονία δεν κράτησε πολύ. Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας εγκλεισμού, ο χρόνος σταμάτησε και μία παράξενη σιωπή σκέπασε τη γύρω περιοχή. Όσες περιστροφές και αν έκανε γύρω από τον άξονά της, τα πουλιά δεν άρχιζαν να κελαηδούν. Κι όταν σταματούσε να γυρίζει, ένας μικρός βόμβος έμενε στ’ αυτιά της για κάμποσα δευτερόλεπτα, μέχρι που τον κατάπινε και χανόταν στις λάχνες των εντέρων της σαν εξουδετερωμένος ιός. Ώσπου να καταφέρει να σηκωθεί, αναρωτιόταν πού κρύβονταν τόσα πουλιά... Αναρωτιόταν ψύχραιμα, από απόσταση, με την αδιαφορία ενός εξωτερικού παρατηρητή που έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου, σαν να μην συμμετείχε τόσες φορές σ’ αυτήν τη συναυλία, σαν να μην υπήρξαν κάποτε αυτά τα πουλιά, σαν να μην κελάηδησαν ποτέ, σαν να τα φαντάστηκε.

Στην προσπάθειά της να κλαδέψει όλα αυτά τα «σαν» για να καρποφορήσει η ανάμνηση εκείνου του τραγουδιού, που μαλάκωνε την ψυχή της, τής φάνηκε πως άκουσε ήχο νερού να περνάει κελαρυστά από τα ανοίγματα των αυτιών της. Προσπάθησε να τον μιμηθεί, όμως το τραγούδι αντιδρούσε σαν ξεχασμένο. Οι τελευταίες νότες του κρέμονταν ακόμα από το ταβάνι του μπαλκονιού. «Ακόμα», αυτή η μικρή λεξούλα μπορούσε να κρύβει τόσες ελπίδες· ελπίδες ζωής, μέχρι να σκάσουν μία μία, σαν τις διάφανες φυσαλίδες τού αφρού που διώχνουν τα χέρια όταν τρίβονται με το σαπούνι. Σαπούνι πράσινο, λευκό, κίτρινο, οποιοδήποτε σαπούνι δίχως ίχνος χρώματος και ευωδιάς, σαπούνι φαρμακευτικό, σαπούνι απολύμανσης, το σαπούνι της ζωής της από δω και πέρα.
Όσο ο καιρός περνούσε άχρονος, άφηνε τον εαυτό της να επαναλαμβάνει, με θρησκευτική ευλάβεια, τις ίδιες κινήσεις. Ξέπλενε τα χέρια της, τα σκούπιζε σφιχτά με πετσέτες, που τις άλλαζε συχνά για να μη γίνονται εστία μικροβίων, και τα άλειφε με τη διάφανη γέλη της αποστείρωσης, τρίβοντάς την πάνω τους μέχρι η σάρκα τους να ξεράσει ό,τι περιττό. Ύστερα, τα τίναζε στον αέρα και τέλος, με διαδοχικές κατακόρυφες κινήσεις, χτύπαγε τις παλάμες της πάνω στα ρούχα της, όπως ένα νήπιο βουτάει το χέρι του σε ζελέ φράουλας και ζωγραφίζει ταμπονάροντας τον ξερό τοίχο.
Η μυρουδιά του αντισηπτικού τής θύμιζε εκείνα τα αλουμινένια φακελάκια που έρχονταν κατά καιρούς με τα δέματα του θείου από την Αμερική. Η μάνα της, νομίζοντας πως ήταν ροφήματα, άδειαζε το περιεχόμενό τους σε νερό και, όταν αυτό έλιωνε, τής το έδινε να το πιει, για να πάρει δύναμη. Εκείνη όμως, ας ήτανε μικρή, ήξερε ότι το έκανε για να μην πάνε χαμένα. Το ζελέ των φρούτων ήταν ακόμα άγνωστο και η γεύση του, που έμοιαζε με φάρμακο, την έκανε ν’ αναρωτιέται για τα γούστα των Αμερικάνων. Φυσικά, αντιδρούσε, άφηνε τη σκόνη να κατακάθεται μέχρι να γίνει γέλη μαλακή και ύστερα, αφού έχυνε το νερό, την έπαιρνε με τη χούφτα της και πασάλειβε τους τοίχους στον δρόμο μέχρι το σχολείο.
Την ίδια μυρουδιά ανάδιναν και τώρα τα χέρια της, καθώς τα κούναγε για να στεγνώσουν και να απαλλαγεί από το οινόπνευμα τού απολυμαντικού, που της έκαιγε το δέρμα. Από τότε που η επιδημία πλημμύρισε τον τόπο, έπλεε σε άγνωστα, βαθιά νερά, όπως και όλος ο κόσμος. Τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Ό,τι είχε δικό της χώραγε μέσα σ’ αυτό το σπίτι, που την αγκάλιαζε εφαρμοστά σαν καβούκι χελώνας. Ένα καβούκι που την προστάτευε σαν ασπόνδυλο και δεν την άφηνε να παραδοθεί στον εισβολέα. Αν κατέθετε τα όπλα θα γινόταν το κιβούρι που θα δήλωνε το τετελεσμένο. Από κείνη λοιπόν τη μέρα, που σταμάτησε ο χρόνος και άρχισαν να πεθαίνουν οι άνθρωποι σαν τα κοτόπουλα, απομονώθηκε στο καβούκι της κι έπαψε να μοιράζεται τον εαυτό της. Τώρα έπρεπε να βρει τρόπους να τον αντιμετωπίσει και να γεμίσει τα κενά που άφησαν πίσω τους οι μέριμνες. Τόσα χρόνια ήθελε ν’ απαλλαγεί από αυτές και, όταν εξαφανίστηκαν από μόνες τους, δεν ήξερε τι να κάνει τον χρόνο που της περίσσευε.

Παρότι ο χρόνος έμενε ακίνητος, τίποτα δεν ήταν σταθερό και σίγουρο. Μέσα σ’ αυτήν την αμηχανία, ο εαυτός της άρχισε να γίνεται απρόβλεπτος και ενοχλητικός, γι’ αυτό έβρισκε δικαιολογίες για να τον αποφεύγει. Έπλενε όσα σερβίτσια πιάτων και ποτηριών είχε και απορούσε τι τα ήθελε τόσα πολλά, αφού ήταν σχεδόν αχρησιμοποίητα, και από δω και πέρα δεν θα τα χρειαζόταν. Κατέβαζε τα ρούχα από τις ντουλάπες και τις καθάριζε. Άδειαζε τα συρτάρια κι έπλενε τα ασπρόρουχα. Όταν βαρέθηκε, άρχισε να ψάχνει στα κανάλια για κάτι πιο ενδιαφέρον, εκτός φυσικά από τα δελτία ειδήσεων, που την έσπρωχναν στην κατάθλιψη. Στάθηκε αρκετά στις εκπομπές μαγειρικής και σημείωσε πολλές συνταγές για καλεσμένους που δεν θα έρχονταν ποτέ. Κι αφού τις βαρέθηκε κι αυτές, δεν βρήκε κάτι καλύτερο και εκνευρίστηκε με τις γελοιότητες που έδειχναν τα κανάλια, προσπαθώντας να κερδίσουν το ενδιαφέρον των τηλεθεατών. Ας έβαζαν, τουλάχιστον, κανένα πρόγραμμα γυμναστικής για να καίνε οι ενδιαφερόμενοι όσα μάσαγαν προσπαθώντας να εκτονώνουν το άγχος τους· θα ήταν καλύτερα.

Τελευταία, ο ήλιος έδειχνε συχνότερα το πρόσωπό του, όμως εκείνη τη μέρα μπαινόβγαινε στα σύννεφα εκνευριστικά. Πήρε ένα βιβλίο στην τύχη και βγήκε στο μπαλκόνι. Η αβάσταχτη σιγή που επικρατούσε της τρύπαγε τα τύμπανα. Κάθισε σε μια πολυθρόνα και προσπάθησε να διαβάσει. Στα απέναντι μπαλκόνια ο κόσμος παρέμενε αμίλητος. Κάποια παιδιά με τα τάμπλετ στα χέρια, αμίλητα κι αυτά, την κοίταξαν για λίγα δευτερόλεπτα με άδεια βλέμματα. Ή ήταν συνηθισμένα σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής ή δεν είχαν ακόμα αντιληφθεί την έλλειψη που προκαλούν η στέρηση και ο φόβος, σκέφτηκε. Τότε κατέθεσε τα όπλα, άφησε το βιβλίο να γλιστρήσει από τα χέρια της, βυθίστηκε στον εαυτό της και κολύμπησε μέσα του.
Η ηλιαχτίδα που πέρασε ανάμεσα από τα βλέφαρά της, την έφερε πίσω στην πραγματικότητα. Στο μωσαϊκό το παλιό αναγνωστικό ήταν ανοιγμένο στο κεφάλαιο της άνοιξης. «Ήρθαν τα χελιδόνια» έγραφε ο τίτλος. Ένας γνώριμος ήχος την έκανε να σηκώσει τα μάτια ψηλά· δύο χελιδόνια έχτιζαν τη φωλιά τους στο γείσο του μπαλκονιού.   

Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. 
Σπούδασε σκηνογραφία-ενδυματολογία. 
Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. 
Είναι τελειόφοιτη του Μεταπτυχιακού Τμήματος Δημιουργικής Γραφής 
του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της συγγραφής. 
Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. 
Το 2017 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου η συλλογή διηγημάτων της Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες. 
Είναι υπό έκδοση, πάλι από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου, το δεύτερο βιβλίο της.




























   




30.3.20

Λουκίνο Βισκόντι: Lo Straniero (Ο ξένος), 1967



Για να κυλήσουν κατά το δυνατόν ευχάριστα οι δύσκολες ώρες και μέρες του αναγκαστικού (πλην κοινωφελούς) εγκλεισμού, η Κινηματογραφική Λέσχη του Underground Εντευκτήριο προτείνει στο πολυπληθές φιλοθεάμον κοινό (της) την ταινία του Λουκίνο Βισκόντι: Lo Straniero (Ο ξένος), 1967, βασισμένη στο μυθιστόρημα Ο ξένος του Αλμπέρ Καμύ (1942).

Προλογίζει ο Τέλλος Φίλης.

Η ταινία θα είναι διαθέσιμη εδώ μέχρι και τις 5 Απριλίου 2020.

Εάν θέλετε, μπορείτε να γράψετε στα Σχόλια αυτής της ανάρτησης τις εντυπώσεις σας.

28.3.20

Πέμυ Ζούνη και Άκης Δήμου unplugged



Πέμυ Ζούνη και Άκης Δήμου διαβάζουν το θεατρικό έργο του δεύτερου «Άσπρο ψωμί και μέλι» και, ενδιαμέσως συζητούν για το θέατρο, τη ζωή και τον έρωτα. «Underground Εντευκτήριο», στις 31 Μαρτίου 2008, στο πλαίσιο εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου (27 Μαρτίου).

Δείτε την εκδήλωση στο youtube

Τσιγάρα λατρία


γράφει η Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη
Τα έμαθα τα νέα σας, μάνα.
Κάνω κουράγιο. Έστειλα και εβδομήντα ευρώ για την οικογένεια. Πούλησα το κινητό μου. Σου γράφω, μάνα, μ’ αρέσει που σου γράφω. Και θα σου πω όλη την αλήθεια αυτήν τη φορά. Γιατί ξέρω ότι δεν θα σε πονέσει, τώρα πια.
Σταμάτησα να δουλεύω στη μάντρα. Και δεν με πλήρωσε το βδομαδιάτικο. «Να πας να με καρφώσεις» είπε. Πού να τον καρφώσω, μάνα; Έσκυψα το κεφάλι κι έφυγα. Ξαναπήγα στο παλιό αφεντικό στην αποθήκη.
«Τι να σου κάνω;» είπε. «Ένας τόνος, πενήντα ευρώ, άμα μπορείς.» Τον κοίταξα. Πώς να μαζέψω έναν τόνο κούτες; σκεφτόμουνα φεύγοντας. Πήγα και βρήκα δύο φίλους. Ξεκινήσαμε την ίδια μέρα με δύο καρότσια ο καθένας μας. Τα γεμίζαμε, τα πηγαίναμε στην αποθήκη, τα ζύγιζαν, ξαναφεύγαμε. Καταφέραμε να μαζέψουμε τον τόνο στη βδομάδα. Μια βδομάδα πενήντα ευρώ στα τρία, μάνα.
Πάω στο συσσίτιο για φαγητό. Είναι ωραία εκεί. Βλέπω κι άλλους δικούς μας, λέμε τα νέα μας. Δέκα μέρες δεν έχω σπίτι. Μας έδιωξε ο σπιτονοικοκύρης, «έξω βρομιάρηδες» φώναζε, «που το νοικιάσατε δύο και μένετε δέκα»· μαζέψαμε τις κουβέρτες μας και όπου φύγει φύγει.
Πάνω απ’ το σπίτι μας είναι ένα δάσος. Πάω εκεί και κοιμάμαι σε μια σπηλιά. Δίπλα μου ένα πρεζόνι κι ένας πενηντάρης που όλο με χουφτώνει. «Θα σου ανοίξω το κεφάλι με πέτρα στον ύπνο σου» του είπα για να μαζευτεί. Πρέπει να φύγω κι από δω, μάνα, δεν μπορώ να βλέπω τον άλλο να κοιμάται με την ένεση στη φλέβα.
Κάθε πρωί παίρνω τους δρόμους, ψάχνω στα σκουπίδια, να βρω κάτι να πουλήσω. Τι να σου πω, μάνα. Εδώ οι άνθρωποι είναι αλλιώς. Πετάνε χρυσαφικά, πετάνε ρούχα, παπούτσια, χαλιά, έπιπλα. Απ’ όλα βρίσκεις, μάνα.
Βρήκα ένα στρώμα, ένα κιλίμι, μία κουβέρτα. Τα πήρα και τα πήγα σ’ ένα εστιατόριο μέσα σ’ ένα πάρκο. Όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά, όμως δεν μπήκα μέσα κι ας βρήκα την πόρτα της κουζίνας ανοιχτή. Έστρωσα απέξω, πίσω απ’ τους σκουπιδοτενεκέδες, να μη φαίνομαι. Μια χαρά είμαι εδώ, μάνα.
Τα μικροπράγματα τα πουλάω όπως περπατάω στον δρόμο. Μου δίνουν τα ψιλά τους, σαν ελεημοσύνη, κι εγώ τους δίνω δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, βραχιόλια. Βγάζω δυο-τρία ευρώ την ημέρα, καλά είναι. Αγόρασα απ’ την Ομόνοια και τσιγάρα λατρία, μόνο δύο ευρώ, θα καπνίζω ένα την ημέρα. Η δασκάλα έλεγε «μην αγοράζετε λαθραία τσιγάρα, θα σας πιάσουν καμιά ώρα και θα τρέχω», όμως τώρα, μάνα, τα πήρα τα λατρία, δεν έχω λεφτά για τα άλλα.
Σε μια απ’ τις βόλτες μου, μια κυρία μου έδωσε ένα πεντάευρο και μου είπε «πρόσεχε, παλικάρι μου».
Λύθηκα, μάνα. Έπεσα στα γόνατα κι έκλαιγα. Με έπιασε απ’ τους ώμους, με τράβηξε σε κάτι σκαλιά. «Έλα να μιλήσουμε λίγο, λεβέντη μου» είπε.
Και της τα είπα όλα, μάνα. Της είπα όσα δεν ξέρεις εσύ. Της είπα για τον φίλο μου που τον σπίτωσε ένας γέρος και, μόλις ξέσπασε το κακό, τον πέταξε στον δρόμο. Της είπα για εκείνη την κοπέλα που πέθανε από τις αναθυμιάσεις στο φορτηγό. Της είπα για τον φίλο μου που παραδόθηκε μόνος του στην αστυνομία. Τα είπα όλα. Η κυρία με άκουγε κι έκλαιγε. Την παρηγορούσα κι ήταν σαν να παρηγορούσα εσένα, μάνα.
Την ώρα που σηκωθήκαμε ν’ αποχωριστούμε, μου έδωσε και όλα της τα ψώνια απ’ το σούπερ-μάρκετ.
«Όχι, κυρία, ευχαριστώ, δεν πεινάω.»
Δεν έφερε αντίρρηση. Μόνο με ρώτησε πώς και μιλάω τόσο καλά ελληνικά.
«Πήγαινα σχολείο, κυρία. Αλλά έκλεισε.»
«Μπράβο αγόρι μου, μπράβο».
Την κοιτούσα να φεύγει κι ένιωσα φτερά να φυτρώνουν στην πλάτη μου. Τόση δύναμη μου έδωσε, μάνα.
Σε λίγο θα πάω στο συσσίτιο. Κι ύστερα, θα πάω να πλυθώ και να κοιμηθώ σε κρεβάτι, μάνα. Είναι του Δήμου, τα παιδιά εκεί μας φέρονται καλά. Γελάμε. Τους λέω ανέκδοτα συνέχεια. Όταν δεν έχει ελεύθερο κρεβάτι, ξαναγυρίζω στο πάρκο, πίσω απ’ τους σκουπιδοτενεκέδες. Στα σκουπίδια βρίσκω και κολόνιες. Πάντα με κορόιδευες που μου άρεσαν. Δεν τις πουλάω, τις κρατάω για μένα. Θέλω να μυρίζω όμορφα, μάνα, όπως μύριζες κι εσύ.

Έχασα τα χαρτιά μου, μάνα. Έτσι κι αλλιώς το διαβατήριο ήταν ψεύτικο. Δεν έχω λεφτά ν’ αγοράσω άλλο. Μάνα, νομίζω αρρώστησα απ’ τη βροχή. Βήχω πολύ. Έχω πυρετό. Φοβάμαι να πάω σε νοσοκομείο. Φοβάμαι να πάω στην αστυνομία. Φοβάμαι να ξαναπάω σε στρατόπεδο. Βρέχει συνέχεια. Μπήκα στην κουζίνα του εστιατορίου και φοβάμαι πως, αν με βρουν, θα με δείρουν. Κάνω την προσευχή μου. Παρακαλάω να φύγω, μάνα. Όπως έφυγες κι εσύ στον βομβαρδισμό. Θα βρεθούμε εκεί ψηλά, μανούλα. Και δεν θα φοβόμαστε.


Η Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958. Έχει δημοσιεύσει 6 βιβλία και έχει μεταφράσει πάνω από 100 (Ζαιντι Σμιθ, Τζούμπα Λαχίρι, Σάλμαν Ρούσντι, Γιαν Μαρτέλ, Ναντίν Γκόρντιμερ. Διδάσκει λογοτεχνία. 





26.3.20

Φράνκο Τζεφιρέλι: Τζέιν Έιρ



Για να κυλήσουν κατά το δυνατόν ευχάριστα οι δύσκολες ώρες και μέρες του αναγκαστικού (πλην κοινωφελούς) εγκλεισμού, η Κινηματογραφική Λέσχη του Underground Εντευκτήριο προτείνει στο πολυπληθές φιλοθεάμον κοινό (της) την ταινία του Φράνκο Τζεφιρέλι Τζέιν Έιρ (1996), βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα (1847) της Σαρλότ Μπροντέ, η οποία μάλιστα το πρωτοεξέδωσε με το (ανδρικό) ψευδώνυμο Currer Bell, προκειμένου να μη λογοκριθεί.

Ορφανή από παιδί, η δεκαοχτάχρονη Τζέιν νιώθει σε όλη της τη ζωή ότι βρίσκεται στο περιθώριο. Έχει αποκτήσει τις γνώσεις για να γίνει δασκάλα, όμως το μέλλον της στη σκληρή αγγλική κοινωνία διαγράφεται δυσοίωνο.
Αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, θα βρεθεί μπροστά στις πύλες του επιβλητικού Θόρνφιλντ Χολ. Χωρίς να τον συναντήσει, θα προσληφθεί ως γκουβερνάντα στην υπηρεσία του μυστικοπαθούς Έντουαρντ Ρότσεστερ.
O καιρός περνάει και η Τζέιν γοητεύεται από τον ανήσυχο, ψυχρό αλλά κι ευγενικό κύριο του σπιτιού. Και καθώς η καρδιά της αρνείται να υπακούσει στη λογική, ένα τρομακτικό μυστικό αρχίζει να αναδύεται στο Θόρνφιλντ Χολ.
Ένα μυστικό που για ακόμα μια φορά θα την κάνει να βρεθεί ένα βήμα πριν από την εξορία.  


Πρωταγωνιστούν: Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Άννα Πάκουιν, Γουίλιαμ Χαρτ, Έλι Μακ Φέρσον.

Μπορείτε να κατεβάσετε (έως και τις 2 Απριλίου) την ταινία από εδώ: https://we.tl/t-EeRqYcXcvt

Εάν θέλετε, μπορείτε να γράψετε στα Σχόλια τις εντυπώσεις σας.

Έγκλειστη πόλη


εικόνα: Φίλιππος Φωτιάδης


γράφει ο Χρήστος Χρηστίδης

Ο ήλιος αποχωρεί από τη δύση,
το σκοτάδι ξεθωριάζει το 
περίγραμμα της πόλης,
οι διαβάτες αποσύρονται πίσω από
τις κουίντες στα διαμερίσματά τους·
οι σκιές με τα παιδικά καρότσια
τα χοντροπάπουτσα δίχως κορδόνια
οι γκρίζες λιγδιασμένες ρίζες
που φυτρώνουν αντί για μαλλιά στο κεφάλι τους
ξεπροβάλλουν στο παλκοσένικο 
σαν μολυβένια στρατιωτάκια που
μαγνητίζονται από κάδους απορριμμάτων.
Σκύβουν μέσα τους και μονολογούν.
Άκουσέ τους για λίγο·
καταριούνται και βρίζουν:
πουτάνα την αδικία 
γαμημένη την πείνα 
κερατά τον πρωθυπουργό,
Άρχοντα τον Χάρο.

Ο Χρήστος Χρηστίδης γεννήθηκε το 1953 και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής Αθηνών και σκηνοθεσία κινηματογράφου στη Σχολή Σταυράκου. 

Το 2016, εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, Αναποδογεννημένος, από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου· μία επινοημένη βιογραφία θρυμματισμένη σε εβδομήντα οκτώ μικροϊστορίες της μίας σελίδας. 

Από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου θα κυκλοφορήσει προσεχώς και το δεύτερο βιβλίο του, Γυμνός: Νουβέλα. 

20 Απριλίου 2020 - Ημέρα 3.654η



γράφει ο Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου


Εικόνα πρώτη
Ο αγέννητος γιος μου παρατηρεί μία χελιδόνα που προσπαθεί να φτιάξει τη φωλιά της. Πάει κι έρχεται, πάει κι έρχεται ξανά και ξανά· πετρούλες, στάλες λάσπη, μικροσκοπικά ξερά χόρτα, δεξιοτεχνικά συνταιριάζοντάς τα με το μικρό της ράμφος σε μία της βεράντας απόμερη γωνιά.

Εικόνα δεύτερη
Ο αγέννητος γιος μου παίρνει ένα ξύλο και χαλάει τη φωλιά. Παρατηρεί τα νωπά ίχνη στον τοίχο και περιεργάζεται τα πεσμένα στο μπαλκόνι κομμάτια. Στο μυαλό του έρχονται αίφνης τα χαλάσματα από το βομβαρδισμένο Χαλέπι της Συρίας αλλά μπα, εκείνα είναι στην τηλεόραση και τούτα εδώ μοιάζουν σαν ακαθαρσίες. Βαριέται. Σκέφτεται με τι άλλο να ασχοληθεί έπειτα αλλά τον προλαβαίνει η επιστροφή της χελιδόνας (στο ράμφος της λίγη λάσπη και κάνα-δυο άχυρα). Κοιτά αμήχανα μια τα πεσμένα συντρίμμια του μόχθου της και μια τον μπόμπιρα. Στέκεται να ξαποστάσει στο κομμάτι της φωλιάς που παρέμεινε κολλημένο στον τοίχο και αδειάζει το "πηλοφόρι" της σε ένα σημείο που της ταίριασε.

Εικόνα τρίτη
Η χελιδόνα εστιάζει τη ματιά της στον αγέννητο γιο μου. Τώρα έχει το πρόσωπο της μητέρας μου και του μιλά με τη λαλιά της: «γιατί, αγόρι μου, γιατί, καλό μου παιδί; μανούλα θέλω να γίνω κι εγώ, να κάνω όμορφα παιδάκια σαν εσένα», όμως ούτε θυμωμένα ούτε με παράπονο. Γλυκά και παρηγορητικά πιο πολύ· όπως η μάνα μου. Εκείνος φεύγει τρέχοντας.

Εικόνα τέταρτη
Ξυπνάω τρομαγμένος. Όπως πάντα, μόνος και με την απόγνωση μικρού πουλιού που του χαλάσανε τη φωλιά. Δεν υπάρχει μάνα, δεν υπάρχει παιδί· ούτε χελιδόνα. Και στους δρόμους δεν κυκλοφορεί ψυχή.

Σαν να έχει πέσει αρρώστια.



Ο Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου γεννήθηκε το 1968 στη Βέροια. 

Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές: Η τράπουλα του καλοκαιριού (Ars Poetica, 2012), Furor Scribendi (Ars Poetica, 2013), Ο άστεγος της οδού Χαμογέλων (Σαιξπηρικόν, 2015), Έλαβον (Σαιξπηρικόν, 2017) και Τα μεροκάματα ενός έρωτα (Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 2019).

Συμμετέχει με ποιήματά του στα συλλογικά έργα: Ποιητικός Πυρήνας - Ανθολογία (Ενδυμίων, 2012) και Ποιητικός και Πεζός Λόγος των Μελών της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης [1980 - 2015] (Ρώμη, 2016).

25.3.20

Ο δικός μου Βασίλης


Σάμης Ταμπώχ: Οι δύο Βασίληδες, 2020, ακουαρέλα, 40x30 εκατ.
Από την ενότητα «Συντέλειες»

γράφει ο Σάμης Ταμπώχ

Μια που η σκυτάλη για να γράψω κι εγώ σε αυτό το blog μού δόθηκε από τον φίλο Φίλη, καταρχάς σκέφτηκα να μείνω κοντά στο δικό του κείμενο, που ήταν για τον δικό του άστεγο, τον Βασίλη, και να γράψω για τον δικό μου άστεγο, τον Πολύβιο, που είναι αραχτός αυτός και η οικοσκευή του έξω από το Lidl της γειτονιάς μου. Αυτό που, στην αρχή, το είχα βρει καλή ιδέα, σε δεύτερη ματιά μού φάνηκε εντελώς σαν ένα εμμονικό σπορ (;) στο οποίο επιδίδονται τα δωδεκάχρονα αγόρια με το που ανακαλύπτουν τη σεξουαλικότητά τους. Όχι, δεν θα συγκρίνουμε τους άστεγούς μας, για να δούμε ποιανού ο άστεγος είναι πιο άστεγος. Θα έμοιαζε σαν να υποβάλουμε αίτηση για να συμμετάσχουμε στο καστ της συνέχειας του «Πόλεμου των Κουμπιών» που γυρίζει ο Υβ Ρομπέρ εκεί ψηλά στον Παράδεισο. Στον Παράδεισο σκοπεύουμε να πάμε, ο καθένας με τη σειρά του, αλλά όχι τώρα κοντά.    
Το κείμενο του Τέλλου, όπως κι όλα όσα ακολούθησαν αναφέρονται στον αναγκαστικό κατ’ οίκον εγκλεισμό μας (και είναι προϊόντα του), εξαιτίας του κορονοϊού. Οι περισσότεροι από εμάς γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε μία περίοδο ειρήνης. Τα εισαγωγικά είναι απαραίτητα, μια που η ειρήνη στον δυτικό κόσμο ήταν το φύλλο συκής που με δυσκολία κάλυπτε το διόλου ευκαταφρόνητο σε μέγεθος και λίαν απειλητικό πέος του ψυχρού πολέμου. Στον υπόλοιπο κόσμο η ειρήνη ήταν πολύ απλά ανύπαρκτη. Η πολύ σωστή άποψη «Ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος άρχισε την ημέρα που τελείωσε ο δεύτερος» αποδίδεται στον Έρικ Μπλαιρ, που κι από πόλεμο γνώριζε, και ρεαλιστής ήταν, κι από όραμα για το ζοφερό μέλλον της ανθρωπότητας είχε περίσσευμα.  
Είναι αλήθεια ότι τον ειρηνικό μας λήθαργο τον διατάραξαν δολοφονίες δημοφιλών Αμερικανών πολιτικών φυσιογνωμιών, ραδιουργίες σε οπερετικά παλάτια στα νότια Βαλκάνια, αλήστου μνήμης πραξικοπηματίες Έλληνες συνταγματάρχες, ξεσηκωμένα Γαλλόπουλα φοιτητάκια που επιθυμούσαν να κλείσει η αυτοκινητοβιομηχανία της Ρενώ ―μια που τα Σιτροέν ήταν καλύτερα αμάξια―, αναρχοκομμούνια αιώνιοι φοιτητές που από το Μετσόβιο τολμούσαν να ζητούν ελευθερία λόγου, Δημοκρατία κι άλλα ανήκουστα, και που δικαίως βρέθηκαν κάτω από τις ερπύστριες μηχανοκίνητων οχημάτων του στρατού μας, πετρελαϊκές κρίσεις , σοσιαλιστικές ανοίξεις σερβιρισμένες με διάφορες σάλτσες από άκρη σ’ άκρη της Ευρώπης, άγουροι Άγγλοι έφηβοι που κακομεταχειρίζονταν τα όργανά τους, τα μουσικά εννοώ ―προς αποφυγήν παρεξηγήσεων―, διαρροές σε πυρηνικά εργοστάσια που εκτόξευαν σε δυσθεώρητα ύψη την τιμή του συμπυκνωμένου γάλακτος ΒΛΑΧΑΣ και ρήμαζαν τα ράφια των σουπερμάρκετ, τείχη που μάτωναν την καρδιά κραταιών μεγαλουπόλεων και που τα νομίζαμε εξίσου μακρόβια με το Μέγα Σινικό Τείχος και που σε μια βραδιά αποσυντίθενται σε θραύσματα που με μανία κυνηγούν οι συλλέκτες, απρόσμενες καθαιρέσεις σοσιαλιστών δικτατόρων, ογκώδη συλλαλητήρια για τη διεκδίκηση του ζωτικού μας χώρου, φούσκες στη Σοφοκλέους αλλά και στο Χονγκ Κονγκ, πύργοι γεννημένοι τον Ιούνιο και που κατά Σεπτέμβριο σωριάζονται σαν τραπουλόχαρτα, εν Αθήναις Ολυμπιακοί αγώνες όπου το μόνο μετάλλιο που δικαιωματικά μας ανήκε δεν δόθηκε ποτέ στον μέγα Δημήτρη Παπαϊωάννου, εγκαίνια των εργασιών του μετρό στη Σαλονίκη με σπόνσορα το PlayStation καθώς και τους συμπολιτευόμενους αδηφάγους εργολάβους δημοσίων έργων, μνημόνια, τρόικες, ξανά μνημόνια, ξανά τρόικες, πρώτη φορά Αριστερά, βροντερά ΟΧΙ που αν τα δεις καλύτερα διαβάζονται ΝΑΙ, μπατριώτες που προπηλακίζουν και δέρνουν τον μόνο σωστό δήμαρχο που εξέλεξε αυτή η πόλη εδώ και δεκαετίες, και ξανά συλλαλητήρια Ελληναράδων υποκινούμενων και μη, μηχανοκίνητων και μη, πάντα για τον δικό μας ζωτικό χώρο που τον επιβουλεύονται νεόκοποι απόγονοι του στρατηλάτη μας.
Κι απάνω που για οχτώ μήνες κοιμόμασταν τον απολαυστικό ύπνο της κανονικότητας, τσουπ ο περιβόητος ιός! Που σε προσβάλλει αν φας στα βάθη της Κίνας ζωάκια που τα βιβλία Ζωολογίας των σχολείων μας αγνοούν, αν πας προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα για να γίνεις χατζής (χατζής μπορεί να γίνεσαι αλλά πολύ εξοντωτική διαδικασία, βρε παιδί μου!), αλλά και με άλλους πιο απρόβλεπτους και απίθανους τρόπους.
Κι έτσι βγήκαμε από τον λήθαργο και τον ύπνο τον κανονικό για να μπούμε στο σπίτι μας, να κλειδαμπαρωθούμε και να μείνουμε εκεί. Δεν λέω, έχει τα αρνητικά του αυτός ο ιός, κυρίως το ότι σκοτώνει δηλαδή, αλλά έχει και τα θετικά του. Και το πιο θετικό από τα θετικά, και τι κρίμα που δεν είναι ανάμεσά μας για να το χαρεί κι αυτός που εδώ κι εκατό χρόνια ξεκίνησε την αναζήτηση, είναι ότι βρήκαμε, επιτέλους, τον χαμένο μας Χρόνο.  

Ο Σάμης Ταμπώχ γεννήθηκε το 1952, στην Θεσσαλονίκη, όπου ζει κι εργάζεται. Σπούδασε χημικός μηχανικός, με ειδικότητα στη Χημεία πετρελαίου. Εργάστηκε ως τενεκετζής.
Εδώ και 44 χρόνια ζωγραφίζει και μεταφράζει από ισπανοεβραϊκά, αγγλικά και γαλλικά.

24.3.20

Έντγκαρ Ούλμερ: «Παράκαμψη»



Για να κυλήσουν κατά το δυνατόν ευχάριστα οι δύσκολες ώρες και μέρες του αναγκαστικού (πλην κοινωφελούς) εγκλεισμού, η Κινηματογραφική Λέσχη του Underground Εντευκτήριο προσφέρει στο πολυπληθές φιλοθεάμον κοινό (της) την ταινία του Έντγκαρ Ούλμερ Παράκαμψη (1945).

Δείτε το προλόγισμα του Τέλλου Φίλη εδώ: https://youtu.be/t1aQWOLsNuo




Μπορείτε να κατεβάσετε (έως και τις 31 Μαρτίου) την ταινία από εδώ: https://we.tl/t-TsM5eArOi5https://we.tl/t-TsM5eArOi5


Εάν θέλετε, μπορείτε να γράψετε στα Σχόλια τις εντυπώσεις σας.

Δέκατη ημέρα σε καραντίνα




της Βίκυς Χαρισοπούλου

πηγή: Facebook

Ειδήσεις. Ειδήσεις. Εξελίξεις για τον κορονοϊό...
Το σπίτι μυρίζει χλωρίνη, αντισηπτικό και οινόπνευμα. Και πολύ καπνό (διάβασα ―και με βόλεψε― πως τα τσιγάρα σκοτώνουν τον ιό.)
Η μάνα έγκλειστη, ήδη προ τριμήνου για τον φόβο των πτώσεων (90 προχθές ― της έκανα γενέθλια με τούρτα και κόκκινα λουλούδια), περιφέρεται μεταξύ δωματίου και σαλονιού μουρμουρίζοντας «Ήρθε η Δευτέρα Παρουσία».
Αμηχανία. Φόβος. Νευρικότητα. Φόβος. Απόγνωση. Έμαθα να μελετώ , να κατανοώ πρώτα τα πράγματα κι ύστερα να τα διαχειρίζομαι. Όλα. Τους ανθρώπους, τις καταστάσεις, τις ιδέες, τα προβλήματα. Τωρα αδυνατώ.
Μαγειρεύω συνεχώς. Απολυμαίνω. Γυαλίζω τζάμια, βάζω πλυντήριο. Χλωρίνη ξανά. Αντισηπτικό. Ξύδι. Σόδα. Οινόπνευμα... Βάμμα πρόπολης. Πρόπολη σε σπρέι. Λεμόνια, Panadol, βιταμίνες, Augmentin, 37,3 στο θερμόμετρο ― «θα ’ναι απ ’το απόστημα στο δόντι· τωρα βρήκε κι αυτό... Πάρε πέντε μέρες την αντιβίωση και ... μιλάμε την Πέμπτη. Αν δεν υποχωρήσει, θα πρεπει να πας στο νοσοκομείο (για οδοντιατρικά...). Εμάς μας έκλεισαν. Είμαι κι εγω μεγαλούτσικος και φοβάμαι... Μην ανησυχείς όμως» μου λεει ο οδοντίατρος. Ανησυχώ περισσότερο.
Καλώ τον ΕΟΔΥ. Περιμένω . Πολύ. «Η κλήση σας καταγράφεται...». Περιμένω. Στα 11 λεπτά και 3'' απαντά.-Φωνή νεαρού ―σχεδόν έφηβου― άνδρα.
― Λέγομαι Δημήτρης (!), πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
― Λέγομαι έτσι (όνομα, επίθετο, τόπο κατοικίας), είμαι τόσο χρονών, έχω λίγο βήχα, ναι... καπνίζω πολύ, συνυπάρχω (δεν γίνεται αλλιώς) με τη μάνα μου ―κοντεύει τα 90, προσπαθώ (όσο γίνεται) να μην έρχομαι σ’ επαφή μαζί της. Ε, δεν ζω και σε πύργο -πόσο να κρατηθείς μακριά στα 90 τ,μ ..Κάνω απο χθες λιγάκι πυρετό 37 , 37,3 το μέγιστο... Μπορώ να κάνω το τεστ, να ξέρω, να δω τι θα κάνω, να λαβω τα μέτρα μου. Περισσότερο για τη μάνα…».
― Ήρθατε σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα κορονοϊού?
― Απ’ όσο ξέρω, όχι… (Εδω και μια βδομάδα, παω στο σούπερ μάρκετ, στον φούρνο, στην τράπεζα, φορώντας γάντια.)
― Τι να σας πω, κυρία μου, μιλήστε… καλέστε τον γιατρό σας να ’ρθει να σας δει...  Τέστ, όχι, με τίποτα. Δεν έχουμε τέστ. Κάντε υπομονή... Γεια σας.

Ειδήσεις. Ειδήσεις. Τηλεόραση... Προσπαθώ να διαβάσω· αδύνατον. Να γράψω, το ίδιο.
Words, words (λέει ο Άμλετ) Νωρίτερα ―στα 1603―  ο Σαίξπηρ έγραψε τον Βασιλιά Λήρ απομονωμένος στο σπίτι του, υπό τον φόβο της πανούκλας.
Ψάχνοντας τις λέξεις, άρχισε το ψέμα λέει ο ποιητής μου.

Βλέπω έναν κόκκο σκόνης στο τζάμι ― πέφτει το φώς του πορτατίφ και τον... αναδεικνύει... Λες να ’ναι ο δολόφονος ιός?
Αύριο να θυμηθώ να ξανακάνω τα τζάμια.

Η μάνα βλέπει τη συνομήλικη της ―τη Ζωζώ― στον Χατζηνικολάου, και την ακούω να μονολογεί: Τι ζωή! Ταξίδεψε , γλέντησε, έκανε ό,τι της άρεσε... Γι’ αυτό κρατιέται τόσο καλά.
― Τι λές, μαμά? Χρειάζεσαι κάτι; της φωνάζω απ’ το σαλόνι..
― Τι να χρειάζομαι... Αλλάζει η ζωή; Δεν αλλάζει. Ήμουν κι εγω ωραία αλλά... έκανα το "σωστό", το "πρέπον"... Τώρα ειναι αργά... Οταν περάσει αυτό το κακό, να βγαίνεις, να ταξιδεύεις, να φοράς ωραία ρούχα... Όχι όλο να γράφεις...
― Το χάπι για την πίεση να πάρεις...
Το θερμόμετρο "έπεσε" στο 36,6 .. Μπορεί να ’ναι απ’ το Panadol, απ’ το Augmentin για το δόντι... Μπορεί και που τα ’γραψα... και σας τα ’πα...
Κι όταν περάσει αυτό το κακό, να βγούμε, να ταξιδέψουμε, να φοράμε ωραία ρούχα… Ν΄ αγαπιόμαστε. 

Καταγραφή εγκλεισμού Α


γράφει η Μαρία Ψωμά-Πετρίδου 

Και τώρα αντιμέτωπη εγώ μ’ εμένα…
Ο χρόνος έπαψε να είναι πρόσκομμα για να με αποφεύγω. Στέκεται ακίνητος, διαγράφοντας κάθε πρότερη δικαιολογία να με δω. Αυτός, ο μέχρι χθες πολύτιμος, ο «ποτέ αρκετός», ο «ελάχιστος δικός μου», τώρα, υπό τη δαμόκλειο σπάθη του συλλογικού θανάτου, μου χαρίζεται άπλετος. Με φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με κάθε παραλλαγή, επιλογή και σημαία μου. Διά του ανάγκασον ξεφλουδίζει όποια βεβαιότητα διέθετα, δίχως να μπορώ να προβλέψω τι θ’ απομείνει. Αποκαλύπτομαι στα μάτια μου, κύκλος με μία τρύπα στη μέση, με πιεστική την πρόκληση να επανατοποθετηθώ για την όση ζωή μου, θέτοντας ουσιαστικές προτεραιότητες.
Βρίσκομαι άοπλη στη δίνη ενός πρωτόγνωρου πολέμου, όπου δεν βομβαρδίζεται το σπίτι που κατοικώ αλλά τα θεμέλια της ύπαρξής μου. Ο εχθρός δεν είναι σώματα απέναντι, να συνταχθώ εναντίον τους να τα εξολοθρεύσω. Δυνητικά, είναι κάθε σώμα, συμπεριλαμβανομένου και του δικού μου. Η απομόνωση εμφανίζεται ως η μόνη μάχη που δύναμαι να διεξαγάγω, δίχως ποτέ να έχω εκπαιδευτεί για το προκείμενο.
Αποκομμένη από τα μέχρι χθες αυτονόητα του βίου μου, εκείνα που πυροδοτούσαν τον σκοπό του, καλούμαι να θέσω εαυτήν ανάχωμα, διά του εγκλεισμού, ως προάσπιση του βασικού αγαθού του υπάρχω τόσο των συνανθρώπων μου όσο και του προσωπικού.
Ο χρόνος, σε ανακωχή από το τρεχαλητό του, αφήνει χώρο για την αναζήτηση δυνάμεων από πηγές που, κατά τα φαινόμενα, έχω παραβλέψει. Επιτακτική η ανάγκη να τις ανακαλύψω! Η νοσταλγία του παρελθόντος βυθίζει σε τέλμα, το παρόν καταθλίβει βαθιά, ενώ η ενόραση του μέλλοντος στερείται κωδικών για να στηθεί νέο όνειρο.
Από την άλλη, το ένστικτο της επιβίωσης, παντοδύναμο, απαιτεί τη διαφύλαξη της συνέχειας. Η φύση ανέκαθεν επικρατεί τους νόμους της, προχωρώντας χέρι χέρι με τον θάνατο ή διασώζοντας από αυτόν ό,τι και όσα έχει χρεία. Εγώ είμαι αυτή, η άνθρωπος, που πλανήθηκα πως κατάφερνα να την υπερκεράσω.
Τώρα ,κατά μόνας στη σιωπή, θαρρώ πως αρχίζω ν’ αφουγκράζομαι τη φωνή της, δειλά δοκιμάζοντας να συνομιλήσω μαζί της. Ταπεινωμένη σε κάθε επίπεδο, ευελπιστώ σταδιακά ν’ αφεθώ σε σύνδεση με την αρχική μήτρα, αποδεχόμενη το μεγαλείο του τίποτα της μονάδας και προσδοκώντας έναν κόσμο με ή χωρίς εμένα (αδιάφορο), ευημερούντα υπό τις επιταγές της.
Μακρύς ο δρόμος, αλλά η στάση του χρόνου ίσως αποδειχθεί αρωγός.


Μαρία Ψωμά-Πετρίδου: Συγγραφέας & αρθρογράφος πολιτιστικών. Συντονίστρια της Λέσχης ανάγνωσης ΣΑΑΚ και υπεύθυνη της εθελοντικής ομάδας «Διάβασέ μου». Υπεύθυνη επικοινωνίας των εκδόσεων Τύρφη.




23.3.20

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020



του Δημήτρη Αθηνάκη

πηγή: Facebook

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020, 06.00 ― μου χτύπησε σαν ένα αδυσώπητο deadline· πρέπει να προλάβω. Μία νοερή λίστα, ένα ανεπίδοτο γράμμα, κάτι γυαλισμένα πόμολα, ολίγα φιλέτα μπακαλιάρου στον φούρνο· αυτά πρόλαβα, διότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τίποτα να προλάβω ώς τις 6 το πρωί ― ό,τι χρειάζομαι και με χρειάζεται υπάρχει πέρα από deadlines.

Είναι η δωδέκατη μέρα που μένω σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα σπίτι και η τέταρτη συνεχόμενη που η πόρτα του διαμερίσματος των παρυφών της Κυψέλης δεν ξεκλειδώθηκε ούτε μία φορά ― όσα πρόλαβα κλείδωσα κι εδώ· από μέσα ή από έξω. Αν βγάζω στατιστικά; Λογιστικοποιώ απλώς τη νέα συνθήκη, την κάνω τάλιρα και περιμένω φιλοδώρημα ― ή αντίδωρο που δοκιμάζονται οι θέσεις και οι στάσεις που έχω υιοθετήσει.

(Το ξέρω: η πραγματική πραγματικότητα προηγείται της ιδιωτικής μας, που είναι συχνά περισσότερο αληθινή παρά πραγματική. Εδώ όμως έχουμε μια κοινή πραγματική πραγματικότητα που θα τη ζήσουμε ιδιωτικά ― το «θα τη ζήσουμε» ασφαλώς παραμένει το μεγάλο στοίχημα. Ίδια απειλή, άλλη αντιμετώπιση.)

Είχα κάνει λάθος· το μοναδικό πράγμα που έχω να προλάβω, όπως όλοι μας, είναι να μην εξαπλωθεί αυτή η μαλακία, διότι περί μαλακίας πρόκειται. Αυτό δεν έχει να κάνει με κανένα deadline, κανένα ξημέρωμα κάποιας Δευτέρας του Μαρτίου («τι πέτρινο ξημέρωμα, κυρά μου» λέει η Τζένη Μαστοράκη).

Αν προλάβουμε αυτό, θα καταφέρουμε ξανά να συναντηθούμε στη Französischestraße, να γίνουμε Ζαν Βερντενάλ και κύριος Έλιοτ σε μια πανσιόν στο Πάνθεον της Σορβόνης, να ακούσουμε τους Dezzaired να μας νανουρίζουν με το London Bridge is falling down και τα Διάφανα Κρίνα με τα «τοπία θλίψης τα αγόρια που αγαπάς» στην πολυκατοικία της αντιπαροχής. (Παρακαλώ πολύ να μη βιαστείτε να μου προσάψετε κυριολεξίες. Πρόκειται για αλληγορίες που καταυγάζουν τη ζωή.)

Ο χρόνος αυτός του περιορισμού ―εκτός από την επώδυνη κοινή πραγματική πραγματικότητα― θα είναι ξανακερδισμένος χρόνος. Κι αν τελικά η μαλακία μάς χτυπήσει την πόρτα, τουλάχιστον θα έχουμε προλάβει ν’ αποθηκεύσουμε κι άλλο χρόνο· προ τόκων, φόρων κι αποσβέσεων.

Αν δεν αρρωστήσουμε, θα έχουμε κερδίσει χρόνο· άλλοι για να καταλάβουμε το μέλλον, άλλοι για να επανατοποθετηθούμε στο παρόν, κάποιοι τρίτοι για να τελειώσουμε με το παρελθόν που έχει το κακό συνήθειο να μην αλλάζει. Είναι κι εκείνοι που δεν θα κάνουν τίποτε απ’ όλα αυτά. Αν τους ζηλεύω; Δεν ξέρω. Σίγουρα όχι περισσότερο απ’ όσο ζήλεψα σήμερα ένα απόσπασμα επιστολής του Έλιοτ στη μητέρα του, Σαρλότ, Γενάρη του 1922, που άκουσα στο Τρίτο διά στόματος του πιο διαυγούς μεταφραστή του Έλιοτ, Γιάννη Αντιόχου: «αν δεν είχα συναντήσει τόσο πολλούς νέους ανθρώπους στο Παρίσι, θα είχα απομονωθεί με τις προπολεμικές μου αναμνήσεις για τον Ζαν Βερντενάλ και τους άλλους».

Αυτά θα προλάβουμε.

James Ivory: Maurice



Για να κυλήσουν κατά το δυνατόν ευχάριστα οι δύσκολες ώρες και μέρες του αναγκαστικού (πλην κοινωφελούς) εγκλεισμού, η Κινηματογραφική Λέσχη του Underground Εντευκτήριο προσφέρει στο πολυπληθές φιλοθεάμον κοινό (της) την ταινία του James Ivory Maurice (1987), βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του E. M. Forster.

Προλογίζουν: Δημήτρης Δασκαλόπουλος (για το μυθιστόρημα) και Τέλλος Φίλης (για την ταινία).



Μπορείτε να κατεβάσετε (έως και τις 30 Μαρτίου) την ταινία από εδώ: https://we.tl/t-luqqmc0cCv

Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος για το μυθιστόρημα Maurice του E. M. Forster


Ο Τέλλος Φίλης για την ταινία του James Ivory Maurice (1987)



22.3.20

Αδελφοί Ταβιάνι: Χάος



Το «Χάος» των αδελφών Ταβιάνι (με την υπέροχη μουσική του Νικόλα Πιοβάνι) το θεωρώ την ωραιότερη ταινία της ζωής μου.

Ανέβασα νωρίτερα την ταινία (με ελληνικούς υποτίτλους) στο wetransfer, όπου θα είναι διαθέσιμη (μέχρι 29.3) στη διεύθυνση https://we.tl/t-e5m4xOeLJt από όπου και μπορείτε να την κατεβάσετε στον υπολογιστή σας. Κατόπιν, την ανοίγετε με το πρόγραμμα (VLC ή άλλο) με το οποίο βλέπετε ταινίες.

[ Αύριο θα ανεβάσομε το Maurice του Άιβορι. Μείνετε συντονισμένοι! ] 

Εγκλεισμός: Hμέρα 17η


σχέδιο: Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα


γράφει η Ευφροσύνη Μαντά -Λαζάρου

Μέχρι και σήμερα που γράφω αυτό το σημείωμα δεν νιώθω έγκλειστη. Ίσα ίσα, ιδιαίτερα αυτές τις μέρες, δεν καταφεύγω στα γνωστά παυσίλυπα, ούτε καν στην ιαματική ποίηση. Είναι αλήθεια πως για τις μέρες που περνούμε έχω ένα προνόμιο: Ζω κοντά στην πόλη κι έξω από αυτήν.  Πρώτη φορά λοιπόν συνειδητοποιώ πως η φύση γύρω από το σπίτι μου είναι τόσο παρούσα, αληθινή συντροφιά όσο ποτέ άλλοτε. Την είχα χρόνια αποκλείσει από την καθημερινότητά μου. Μία βιαστική ματιά μόνο της έριχνα και έτρεχα να κλειστώ σε ένα αυτοκίνητο που με μετέφερε στη δουλειά, στην αγορά, στο σχολείο, σε εκδηλώσεις, παραστάσεις, και παραστάσεις, σε συνάξεις και συναναστροφές, συχνά από υποχρέωση και σε πολύ λίγες περιπτώσεις με ουσία. Όμως, αυτή είναι τώρα όσο ποτέ άλλοτε δίπλα μου. Με πολιορκεί με τη ζωντάνια της η πιο ωραία άνοιξη. Τώρα, που δεν τρέχω με το αμάξι  εδώ κι εκεί, παρατηρώ πολλά στη νέα διαδρομή, από τα περιττά ως τα αναγκαία και που θα μπορούσε να φτάσει ακόμη κι ώς τα στοιχειώδη. Πιο πέρα ο εφιάλτης, αλλά δοκιμάζω με αρκετή επιτυχία και κάτι άλλο που συγκρατεί την ανησυχία μου. Το καταφέρνω κάπως καλύτερα αυτές τις μέρες, που πέφτουν οι στροφές μιας τεράστιας αλεστικής μηχανής, όπως την είχαμε στήσει.  Δοκιμάζω τις στιγμές, γεύομαι το παρόν και ξεμαθαίνω τον πολτό.  
Δεν είναι όμως η φύση κι ο στοχασμός  οι σύμμαχοι  που με βοηθούν  να νιώθω μέχρι στιγμής περισσότερο ελεύθερη παρά έγκλειστη. Όσες υποχρεώσεις  έχω ή φανταζόμουν πως είχα τώρα υποχρεωτικά έχουν ανασταλεί. Κάθε μέρα που περνά με κάνει να αποβάλλω και ένα ακόμη ρίνισμα από την πανοπλία μου. Από την καταραμένη αίσθηση της μαγικής παντοδυναμίας που με παρακολουθεί από  παιδί και που, ως  φαίνεται,  δεν την είχα αποβάλει ούτε με την ενηλικίωση ούτε  και με ψυχολογική στήριξη.  Δεν είσαι υπεύθυνη ούτε και ένοχη για όλα. Δεν μπορείς  να έχεις λύση για όλα, δεν μπορείς να σώσεις κανέναν, δεν μπορείς να ελέγχεις τα πάντα, ούτε να αλλάξεις  την πραγματικότητα. Πολλές ευκαιρίες μού δόθηκαν να επαναλάβω αυτά τα λόγια και τα πίστεψα όσο μπόρεσα. Κατέθεσα όμως ήσυχα ήσυχα το κοντρόλ τώρα που, με ένα κοινό για την ανθρωπότητα πρόβλημα, χάθηκε για όλους μας  κάθε βεβαιότητα.
Θα σας φανεί περίεργο αλλά ταυτόχρονα λιγοστεύει μέσα μου το αίσθημα της αποξένωσης. Δεν βλέπω φίλους και συγγενείς, ούτε και τα παιδιά μου, αλλά αυτό δεν με αποξενώνει. Είναι που «νιώθουμε όλοι κάτι κοινό», όπως λέει το τραγούδι. Όχι μόνον γι’ αυτό.  Συμβαίνουν κι άλλες πολύ λεπτές εσωτερικές  διεργασίες νομίζω. Όποιος αποβάλλει το παιδικό συναίσθημα της μαγικής παντοδυναμίας, ελευθερώνεται από ενοχές και άχρηστα βάρη, ο χώρος μένει ανοικτός για γνήσια συναισθήματα και επαφή με τον εαυτό μας και με τους άλλους.
Η ηλικία και τα βιώματα είναι ακόμη ένας σύμμαχος. Τόσα που περνάμε, δεν μπορεί παρά να στοχαστούμε  πάνω στη ζωή και στον θάνατο με άλλον τρόπο.  «Ζήσουμε δεν ζήσουμε», που λέει και το τραγούδι, «αυτό δεν είναι η ουσία». Αυτό το τραγούδι, που έβαλε σε λέξεις τα συναισθήματά μου, είναι δώρο μιας ανάρτησης που έκανε σήμερα η φίλη μου η Κάκια. Δεν είναι θαύμα; Χρόνια είχα να την ακούσω και να τη δω -- οι δουλειές,  λέγαμε, οι ευθύνες τα τρεχάματα…  Και να που σήμερα ήρθε τόσο κοντά μου με ένα υπέροχο δώρο.
Όλα αυτά με βοηθούν  και δεν νιώθω μέχρι αυτή τη στιγμή έγκλειστη. Όμως, η αλήθεια είναι πως δεν είμαστε έγκλειστοι   όσο έχουμε τις λέξεις μας· όσο υφαίνουμε με αυτές έναν ιστό κοινωνίας και πολιτισμού· όσο δημιουργούμε μία κοινή γλώσσα για να συνομιλήσουμε, για να μοιραστούμε, για να δημιουργήσουμε, για να υπερασπιστούμε αλληλέγγυοι τη ζωή όλων.
Δεν νιώθω ακόμη έγκλειστη αλλά με βασανίζει ο εγκλεισμός του αυτιστικού παιδιού μου, που πότε παλεύει  μέσα από την ιδιότυπη ομιλία και έκφρασή του να κοινωνήσει με τον κόσμο που τον περιβάλλει και πότε επιλέγει να αποκόπτεται και να περιφρουρεί την ύπαρξή του μέσα σε ένα κέλυφος σιωπής. Με βασανίζει ο εγκλεισμός του νέου και του κάθε ανθρώπου που, αφού έφαγε κι εθίστηκε σε κάθε είδους σκουπίδι, δεν μπορεί να βρει τι να κάνει και ποιους να συναντήσει μέσα του, τώρα που αυτός ο καταραμένος ιός έκλεισε όλους τους δρόμους που είδε και γνώρισε. Άλλους δρόμους δεν ξέρει.  Με βασανίζει ο διπλός εγκλεισμός του ξένου, του μετανάστη, του πρόσφυγα. Με συγκλονίζει ο εγκλεισμός μιας ανθρωπότητας που δημιούργησε όλα τα εχέγγυα μιας αποξένωσης για να ξυπνήσει με ένα ακόμη χαστούκι πιο μπερδεμένη. Ωστόσο, η τεχνολογία κάποιον καινούργιο καρπό ετοιμάζει για τους λωτοφάγους της.  Όταν τελειώσει κι αυτός  ο πόλεμος, όπως και τόσοι άλλοι, όλα θα τα έχουμε ξεχάσει. Κι ούτε πως σταθήκαμε μια στιγμή στο σταυροδρόμι  πολλών ερωτηματικών και διλημμάτων:  Το πλήθος ή το πρόσωπο, ο θόρυβος ή ο λόγος…  ΄

Η Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου γεννήθηκε στη Δευτερά (Λευκωσία, Κύπρος) το 1955. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση. Από το 1995 μέχρι το 2003 εργάστηκε με απόσπαση στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής  Ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου, ως συντονίστρια προγραμμάτων για την αντιμετώπιση του λειτουργικού αναλφαβητισμού, της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, και της παραβατικότητας. Από το 2003 μέχρι το 2011 εργάστηκε στα σχολεία της Φανερωμένης στην εντός των τειχών Λευκωσία, για τον σχεδιασμό και τον συντονισμό προγραμμάτων με σκοπό την εξασφάλιση συνέχισης της εκπαίδευσης για τα παιδιά των οικονομικών μεταναστών και για τους Κύπριους μαθητές που κατοικούσαν σε υποβαθμισμένες περιοχές του κέντρου της πόλης.

Έχει ήδη εκδώσει πέντε βιβλία με ποίηση και δύο με πεζογραφία. Έργα της έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά και στα σερβικά.Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Εντευκτήριο, Μανδραγόρας, Παρέμβαση, Φαρφουλάς, καθώς και στα κυπριακά περιοδικά Άνευ, Νέα Εποχή, In focus.   
Από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου κυκλοφορεί το βιβλίο της Κρανίο Κύκλωπα (ποίηση), με σχέδια του Νικόλα Σιδέρη.