γράφει η Ελένη Χοντολίδου
Εδώ και καιρό ζω σε
ένα παράλληλο σύμπαν με διάφορους εγχώριους και αλλοδαπούς γραφειοκράτες που
ασχολούνται –ή έτσι νομίζουν− με τους πρόσφυγες. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου
όταν −σχεδόν με ανάθεση από τους πρόσφυγες παππούδες μου, μέσω της φίλης Ζ.Π.−
άρχισα να οργανώνω, στο πλαίσιο του Δήμου Θεσσαλονίκης και με τη συνδρομή του
Α.Π.Θ., τις ομάδες εθελοντών στα Διαβατά (και μετά στο λιμάνι) δύο πράγματα: ότι
δεν θα πολιτικοποιήσω το προσφυγικό και ότι δεν θα βγάλω λεφτά από αυτό.
Με πιάνει αφόρητη
αηδία όταν ακούω ρατσιστικά σχόλια του τύπου: «εμείς οι Έλληνες έχουμε στα
γονίδιά μας την αλληλεγγύη» και άλλες τέτοιου τύπου σαχλαμάρες που ένας
φοιτητής ή μία φοιτήτριά μου δεν θα τολμούσε να ξεστομίσει, γιατί ξέρει ότι το
κοινωνικό δεν το κάνουμε βιολογικό. Με το Ωραιόκαστρο και τη Φιλιππιάδα πρόσφατα
δεν ξέρω τι πρωτοέχουμε στα γονίδιά μας: τη φιλοξενία ή την ξενοφοβία και τον
ρατσισμό;
Επίσης,
δεν μπορώ να ακούω ότι έχουμε «προσφυγική κρίση». Προσφυγική κρίση με 52.000
πρόσφυγες; Σε μία χώρα με 52 νομούς; Εάν είχαν κατανεμηθεί με ορθολογισμό (άντε,
ας έπαιρνε η Θεσσαλονίκη 5.000 και η Αθήνα 10.000) σε όλους τους νομούς, δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα. Όμως, για
κάποιους μυστήριους λόγους, η Μακεδονία αυτή τη στιγμή έχει 27.000! Ευτυχώς που
υπάρχει και ο στρατός, η μόνη διέξοδος στην ασχετοσύνη που μας διακρίνει. Ο
στρατός οργάνωσε τους καταυλισμούς, ο στρατός εγγυάται την τάξη σ’ αυτούς. Για
όσο ακόμη θα μπορεί, βεβαίως… Κατά τα άλλα, έχουμε δύο υπουργεία που μάλλον δεν
συνεννοούνται μεταξύ τους (Παιδείας και Μεταναστευτικής Πολιτικής). Μήπως θα
μπορούσε να δημιουργηθεί μία δομή, να οριστεί ένας συντονιστής για όλα τα
θέματα που σχετίζονται με το προσφυγικό;
Δεν μπορώ πια να
υποστηρίξω αυτό που κάνουμε στα Διαβατά από τον Μάρτιο, τη δημιουργική
απασχόληση δηλαδή κυρίως, γιατί «το πολύ το Κυρ-ελέησον το βαριέται και ο παπάς»!
Δεν θέλω να υποτιμήσω τις ανθρωποώρες και το μεράκι των εθελοντών μας, αλλά ο
καιρός των παιχνιδιών και των εξόδων σε μουσεία πέρασε. Τα παιδιά έχουν ανάγκη
από μάθηση, απόκτηση δεξιοτήτων, έχουν ανάγκη να διαβάσουν για πρώτη φορά ή να
θυμηθούν πώς διαβάζει κανείς στη μητρική του γλώσσα. Έχουν επειγόντως την
ανάγκη της καταραμένης για κάποια άλλα παιδιά κανονικότητας. Τα παιδιά έχουν
ανάγκη από σχολεία, έχουν ανάγκη από τη σχολική πειθαρχία που βάζει το μυαλό να
κινηθεί και που δίνει μία αίσθηση κανονικής ζωής.
Οι
γυναίκες βαρέθηκαν να τρώνε από catering. H κουλτούρα
τους είναι αυτή της φροντίδας· θέλουν να μαγειρεύουν τα φαγητά τους,
κουράστηκαν να είναι ή ξαπλωμένες, ή όρθιες ή καθισμένες στις φτέρνες
πλένοντας, παστρεύοντας, καθαρίζοντας τα παιδιά, τη σκηνή, τα ρούχα. Οι άντρες
δεν έχουν να κάνουν απολύτως τίποτε: καπνίζουν διαρκώς με το βλέμμα της
κατάθλιψης στο άπειρο. Τα ασυνόδευτα αγόρια χρειάζονται περισσότερη φροντίδα
και αφοσίωση. Και όλοι μαζί χρειάζεται να ξαναπάρουν τη ζωή τους στα χέρια
τους. Να μάθουν πότε και εάν θα φύγουν για τη Γερμανία, τη γη της επαγγελίας, ή
για όπου αλλού. Να μάθουν εάν είναι τόσο γκαντέμηδες ώστε θα μείνουν εδώ στην
Ελλάδα, της κρίσης και της ανοργανωσιάς. Χρειάζονται να ξαπλώσουν σε κανονικό
κρεβάτι, να έχουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους και μία δουλειά οι
άντρες να ζήσουν την οικογένειά τους· να αποκτήσουν ίσως μία νέα πατρίδα, μία
ελπίδα για το αύριο.
Δύο απίστευτες κακοδαιμονίες,
η ελληνική γραφειοκρατία και η γραφειοκρατία των ΜΚΟ με όλους τους
παρατρεχάμενούς τους, συναντήθηκαν με αφορμή το προσφυγικό, παράγοντας το
απόλυτο τίποτα! Νεαροί και μεσόκοποι γραφειοκράτες και των δύο φύλων ένθεν κι
ένθεν, σπαταλούν τον χρόνο τους και τα ευρωπαϊκά κονδύλια μπροστά σε Η/Υ, σε
γραφεία, σε συσκέψεις, σε ημερίδες, σε διαγράμματα, σε σχέδια επί χάρτου και σε
υποσχέσεις κενές περιεχομένου. Τα πρόσωπα των ξένων ΜΚΟ εναλλάσσονται συνεχώς
και ζητούν ενημέρωση (θα ήμουν πλούσια εάν χρέωνα 50 ευρώ την κάθε ‘συνέντευξη’
που έχω δώσει σε Άγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους). Οι ελληνικές ΜΚΟ είναι
ερασιτέχνες και αγγελούδια μπροστά στις ξένες, που έχουν πολλά χρόνια στο
ενεργητικό τους, μαθημένες στον πόνο των προσφύγων. Μου κάνει απίστευτη
εντύπωση ότι τα στελέχη των ξένων ΜΚΟ χειρίζονται το προσφυγικό με έναν
επαγγελματισμό που τσακίζει κόκαλα. Ξέρουν το αντικείμενο, ασχολούνται με αυτό
χρόνια, έχουν απόσταση ασφαλείας τόσο μεγάλη που πια –κάποιοι από αυτούς,
ευτυχώς όχι όλοι− δεν βλέπουν τον άνθρωπο που ξεριζώθηκε και είναι εντελώς και
πολλαπλώς ματαιωμένος.
Θα
ήμουν αχάριστη εάν δεν ανέφερα τα σπίτια, τα γραφεία και τα αυτοκίνητα που
νοικιάζονται, τις προσλήψεις των νέων, ταλαντούχων και άνεργων νέων. Αλλά, παρά
τον πακτωλό των εκατομμυρίων που έρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η
καθημερινότητα των προσφύγων δεν αλλάζει. Πού στο καλό πάνε όλα τα φράγκα;
Γιατί
δεν είναι σε διαμερίσματα οι πρόσφυγες;
Γιατί
δεν έχουμε ακόμη οικήματα στους καταυλισμούς;
Γιατί
δεν ανοίξαμε περισσότερα στρατόπεδα, που έχουν φυσική σκιά και κτίρια;
Ποιος
επωφελείται από τον κύκλο εργασιών, αν όχι οι ίδιοι οι πρόσφυγες;
Ο
χρόνος τους δεν είναι ο δικός μας χρόνος. Οι ανάγκες τους δεν είναι οι δικές
μας ανάγκες. Η απόγνωσή τους δεν είναι δική μας απόγνωση. Δεν μπαίνουμε στη θέση
τους. Το πρόβλημά τους δεν μας αφορά.
Κάθε
ΜΚΟ (ειδικά οι ξένες ― και μιλώ μόνο για το μικρό μου κομμάτι, αυτό της
εκπαίδευσης) εισέρχεται στους καταυλισμούς ως οντότητα αυθύπαρκτη για να ‘πουλήσει
την πραμάτεια της’. Κάθε καρυδιάς καρύδι έχει μαζευτεί πάνω στο κεφάλι των
προσφύγων: μορμόνοι, προτεστάντες, καθολικοί, περίεργα φρούτα και ‘σωτήρες’ κάθε
είδους. Η μόνη οντότητα που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και να υπηρετήσουμε ως
τέτοια είναι οι ‘φιλοξενούμενοί’ μας, οι πρόσφυγες. Είμαστε εκεί γι’ αυτούς ― και
όχι το ανάποδο! Και ας σταματήσουν επιτέλους οι επισκέψεις όλη την ώρα των
υψηλά ιστάμενων που θέλουν να μπουν στο πεδίο, να φωτογραφηθούν και να
συνομιλήσουν με της γης τους κολασμένους. Οι πρόσφυγες, επιτέλους, δεν είναι
ζώα σε ζωολογικό κήπο!
Οι
περιστάσεις μάς ζητούν να πετάξουμε με πύραυλο κι εμείς πάμε με τον αραμπά!
Έχουμε ως κοινωνία ένα στοίχημα να κερδίσουμε: το στοίχημα της ζωντανής και
ανοιχτής κοινωνίας που μπορεί να υποδεχτεί πρόσφυγες, να τους εντάξει και να
κερδίσει από την ένταξη αυτή σε πολιτισμικό πλούτο. Θα τα καταφέρουμε; Θα
βάλουμε μπροστά, τουλάχιστον, την κρατική μηχανή να δουλέψει;
Υ.Γ. Όταν ζητάμε
πάγκους, εννοούμε πάγκους με ράχη και όχι άνευ, διότι μετά την ορθοστασία και
την ξάπλα, το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται ένας πρόσφυγας είναι η πειθαρχία
στον τρόπο του κάθεσθαι.
Όλα όσα αναφέρονται στο κείμενο είναι εντελώς
φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς
τυχαία.