Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κρίση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κρίση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15 Ιαν 2014

Αριστερά της Καταγγελίας, ή στο Δρόμο της Ελπίδας


Know Hope, Δεν θα σε σώσουν οι καιροί, αλλά τ' αγκάλιασμά τους.



Ενώ οι μπουλντόζες της δεξιάς έχουν διαλύσει τα σύμπαντα, ενώ πάνω από τη χώρα περνά ήδη οδοστρωτήρας που πατικώνει τα χώματα και κλείνει τα όποια κενά, η δυσαρέσκεια δεν είναι η αναμενόμενη, παρά τα αρνητικά μεγέθη για τη συγκυβέρνηση που καταγράφουν –ξεκάθαρα πια– οι δημοσκοπήσεις.

Αντίθετα, υπάρχει μια ανάκαμψη του ιδεολογικού λόγου της δεξιάς, ίσως από την αδήριτη ανάγκη, ως σπάραγμα ενός κόσμου που δεν προτίθεται και δεν πρόκειται από μόνος του να παραδώσει την εξουσία, τουλάχιστον ομαλά.

Αρκετοί συμπολίτες μας ακόμη μοιάζει να πιστεύουν κάτι ολοένα και περισσότερο παράλογο: ότι δεν είναι η δεξιά που καταστρέφει με μπουλντόζα, αλλά η αριστερά που καταστρέφει με ένα σφυράκι.

Πρόκειται για μια συναισθηματική και όχι τόσο λογική προσέγγιση, αλλά προσωπικά επιθυμώ λίγο να τη διερευνήσω, παρατηρώντας τις αντιδράσεις του κοινού.

Ίσως λοιπόν αυτή η εντύπωση περί καταστροφής, μέσα από τις μεταλλαγές ενός καλειδοσκόπιου, να οφείλεται στην κατά πολύ προτιμώμενη χρήση ενός καταγγελτικού λόγου από την αριστερά – και πώς να μην καταγγελθούν οι ακρότητες του σήμερα, όταν αυτό που ζούμε μοιάζει περισσότερο με λογοτεχνική δυστοπία παρά με πραγματικό; Ίσως γιατί η ειρωνεία ενός κριτικού λόγου, που συνοδεύεται και με εσώτατο θυμό, μοιάζει να εκφέρεται με ποντιφική απολυτότητα, να μην αφήνει τελικά χώρο στον άλλο, να μην κατανοεί επαρκώς την πολλαπλότητα αλλά και τη συνθετότητα των πραγμάτων. Ένα κάπως μονολιθικό ιδεολογικό εποικοδόμημα παρουσιάζεται ως η μόνη αλήθεια, ένα στέγαστρο που ρίχνει πυκνή σκιά σε ό,τι μπορεί να φύεται από κάτω. Παράλληλα, συχνά αντλείται περηφάνια από έναν αιρετικό τρόπο σκέψης, αλλά η εμμονή σ' αυτό αφενός δεν αίρει την "ορθοδοξία" του εποικοδομήματος, αφετέρου γεννά ερωτήματα για το κατά πόσον γίνονται αντιληπτές οι ανάγκες της κοινωνίας, νοούμενης πλατύτερα.

Αντίθετα προς την καταγγελτική πολυλογία, πολλή σιωπή επικρατεί σε πολλές πτυχές του σχεδίου εξόδου, ενώ η σπείρα του θανάτου ολοένα σφίγγει γύρω από το λαιμό μας. Αυτό όμως είναι φυσικό, καθώς βρισκόμαστε σε μια ζούγκλα, όπου πρέπει εξ υπαρχής να ανοίξουμε το μονοπάτι με το μαχαίρι.

Η κοινωνία δεν θέλει πόλεμο, παρότι καιρός πολέμου. Θέλει να ησυχάζει στα έργα της. Αλλά και γενικότερα ισχύει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ακουμπήσει αρκετά ούτε να αναπαυθεί σε έναν αρνητικό και καταγγελτικό λόγο, ο οποίος οδηγεί σε συνεχή εγρήγορση και δηλητηριάζει την καθημερινότητα με ένα καθεστώς κόκκινου συναγερμού.

Έτσι ίσως εξηγείται η κατά τα άλλα παράξενη προθυμία με την οποία κάποιοι αφήνονται να παρασυρθούν και πάλι από ψευδολογίες και ψεύτικες υποσχέσεις.

Τη μια το "κάτσε χαμηλά και θα τη βγάλουμε καθαρή", την άλλη το "τρένο της ανάπτυξης", την άλλη το "δόγμα της ατομικής σωτηρίας"... Ψεύτικες υποσχέσεις προσφέρουν και ποικίλες νεόκοπες ομάδες στο χώρο της συντηρητικής και φιλελεύθερης δεξιάς, αλλά και μιας εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς, η οποία σε δυνατό φως δεν δείχνει να διαφέρει σε πολλά από τα πιο σκληρά νεοφιλελεύθερα δόγματα. Καθώς πολλά παλιά και γνώριμα στελέχη θέλουν να αναβαπτίσουν εαυτόν και να τον αποδώσουν πάλλευκο στην κοινωνία, επενδύοντας στην επόμενη μέρα, παρά το καταφανές της απάτης βρίσκουν μεγάλη ψυχολογική απήχηση στο κοινό εκείνο που δεν είναι έτοιμο να διαβεί το Ρουβίκωνα της αριστερής σκέψης, αλλά και εγρήγορσης. Αυτό το κοινό, άνθρωποι συγκρατημένοι, δειλοί, νουνεχείς, νοικοκυραίοι, συμφεροντολόγοι, φοβισμένοι, και όπως θέλετε πείτε τους, παραδίδουν εαυτόν αυτοβούλως στη φενάκη. Και ενώ φοβούνται να δώσουν μια ευκαιρία στην αριστερά, η οποία ουδέποτε κυβέρνησε τον τόπο, ανασύροντας όλα τα αντικομουνιστικά σύνδρομα και τις ιστορικές αποτυχίες ποικίλων εκδοχών του "σοσιαλισμού", ενώ τους ταράζει συθέμελα ο φόβος του αγνώστου, και η ανάληψη μιας πορείας σε εδάφη αχαρτογράφητα, ευκολότερα πιστεύουν απύθμενες ανοησίες, όπως το... αειπάρθενο του φιλελευθερισμού.

Κοντά σ' αυτούς προηγούνται ήδη εκείνοι που βρίσκουν νόημα ζωής στην υποταγή και είναι πρόθυμοι να αφεθούν στην (υποτιθέμενη) στιβαρή καθοδήγηση ενός κομματιού της δεξιάς, ας είναι όλο και πιο ακροδεξιό, όλο και πιο μαύρο. Όσο πιο βέβαιος ακούγεται (αδιάφορο πόσο παράλογος) ο λόγος ενός φασίζοντος ηγέτη, τόσο περισσότερο αφήνονται ως παιδιά στα χέρια του. Εδώ το μείζον είναι να μη χρειαστεί ποτέ κάποιοι πολίτες να ενηλικιωθούν, να αναλάβουν ευθύνες. Αυτό παλιότερα εκφραζόταν με το αποκούμπι στον ντόπιο βουλευτή ή κοινοτάρχη, στέρεα βάση όπου θα μπορούσε κανείς να αναρριχηθεί ως ισχνός κισσός, αλλά σήμερα παίρνει όλο και πιο ακραία, νοσηρά χαρακτηριστικά.

Σε κάποιους ανθρώπους η δραματικότητα της κατάστασης γεννά απλώς ηττοπάθεια, και αδυναμία να πράξουν το ελάχιστο κάτι για να σηκωθούν στα πόδια τους.

Ο λόγος λοιπόν της αριστεράς δεν αρκεί να είναι μόνο κριτικός και καταγγελτικός λόγος. Αυτό νομίζω θα οδηγήσει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού από το να βρει καταφύγιο στην αριστερά ως λύση ανάγκης, στην πεποίθηση και την πίστη εκείνη που θα γεννήσει τον αναγκαίο δυναμισμό στις σημερινές στιγμές: Ο λόγος της αριστεράς πρέπει να γίνει λόγος ελπίδας, λόγος που να αποπνέει τελικά εμπιστοσύνη.

Η πρόταση όμως της ελπίδας δεν γεννιέται και δεν ολοκληρώνεται στα γραφεία, αλλά στα κινήματα. Εκεί το δύσκολο στοίχημα της υπέρβασης. Εκεί θα φανεί η στοιχειώδης ενεργητικότητα και ανοιχτότητα, ίδιον κάθε κινηματικής διαδικασίας. Εκεί θα κριθεί όχι ο βερμπαλισμός της ανοχής της ετερότητας, αλλά το αν πράγματι χωράμε ο ένας με τον άλλο. Χωρίς μια κινηματική ζωντανή κοινότητα, που θα συντονίζει τις καρδιές και θα επιτρέπει και στους ισχνότερους να ακουμπήσουν στον διπλανό τους, η αναζήτηση από μηχανής θεού θα διαιωνίζει την εξουσία της δεξιάς και των συστημικών κομμάτων ευρύτερα.

Πρέπει να το κατανοήσουμε όσο είναι καιρός. Το ζητούμενο δεν είναι η αλλαγή προσώπων. Το ζητούμενο είναι η αλλαγή παραδείγματος.

Όσο για το αγνωστικιστικό ερώτημα του σχεδίου εξόδου: ο δρόμος θα δώσει το νόημα, ο δρόμος θα δώσει το σχέδιο. Ήδη ο τόπος μας έγινε αβίωτος. Ο δρόμος θα γίνει ο βίος μας.

4 Ιαν 2014

The Greek Pathway to Heaven


Alekos Fasianos, Hermes on the Bike


The Kingdom of God and the Kingdom of this Era


A daily report: It was still night when it happened, 7th November 2013. But such things always happen at night. Waking up at dawn, the information crashed us: They have invaded ERT, the public television headquarters, in Agia Paraskevi, Athens. It did not take us long, just a brief glance at the social media to realize what happened, and to rush there on the spot, in harmony with our Christian consciousness: “better too late, than not at all”.

According to St. John Chrysostom’s Paschal sermon,[1] read during the Eastern evening Holy Liturgy, the master of the Kingdom of God “is generous and accepts the last even as the first.” In this extended interpretation on the parable of the workers in the vineyard (Mt 20: 1-16), not only does John Chrysostom keep alive the hope of all people, but he also claims:

“Enter then, all of you, into the joy of our Lord.
First and last, receive alike your reward.
Rich and poor, dance together.
You who fasted and you who have not fasted, rejoice together.
The table is fully laden: let all enjoy it.
The calf is fatted: let none go away hungry.

Let none lament his poverty;
for the universal Kingdom is revealed.
Let none bewail his transgressions;
for the light of forgiveness has risen from the tomb.
Let none fear death;
for death of the Savior has set us free”.
Far from this idea of the heavenly Kingdom, injustice, poverty, isolation, marginalization, death, is what we experience in daily life. Especially in the current era of the Memorandum, the years of endless austerity, more than ever before do we lead our lives in the rhythm of the trumpets of hell, the spiral of death.
What is the narrow path leading to the Kingdom of Heaven? How do we serve and try to apply the second petition of the Lord’s prayer? How do we experience the Liturgy after Liturgy?

The People

 

The question is of existential importance nowadays, to us all. The answers differ, to a certain extent. Yet, social and political questions become vital, assuming as they do nowadays a life and death nature, in as far as public life delimits the human person to hitherto unheard of degree.
Greek society is experiencing an extreme deterioration of life conditions, inclusive of which are violent impoverishment, disrespect for private property, destruction of public infrastructure, a governmental disregard for the law and the function of democracy, all in a way that is usually unknown in peaceful times. But are our times peaceful, or is it just a myth? The victims of the austerity policies, i.e. the unemployed, the homeless, the sick, the elderly, and handicapped would not be able to tell the difference. The number of suicides has doubled and is currently the highest in Europe. The reduction of our GDP to 25% since 2008, the reduction of disposable income by 40%, can not be compared to those of peaceful times, but to that of a period of war. Political and economical analysts point out the structural problems of the EU, the fact that one’s surplus is the other’s deficit, the clasp between centre and periphery, north and south, the lack of democracy within European structures, the withdrawal of politics on the heels of the advance of the markets and capital. The problem of unworthiness and corruption of our own politicians is very closely linked to forms of dependence, from whence power de facto derives.
In addition to structural problems, Greek society must face the rhetorical tactics of the Troika and EU officials, with their reference to the uniqueness of the Greek case and the respective uniqueness of the punishment we need to undergo, in order to cease being “naughty and lazy”, “counterproductive,” and so on. All this verbal derogation coming from sweep stereotypes and a deeply racist mentality, intended as they are to justify austerity measures and constant supervision until the debt is reduced to 75% of the GDP, is alarming in Greece. In this “experiment” land, however, as this country has been since the Troika’s arrival and intervention, the debt is escalating in reverse proportion to the reduction of the GDP, the so called (euphemistically speaking) “internal deflation” -- a situation that simply cannot be regulated or even smoothed by monetary and fiscal policies, outside the context of an independent currency. The external debt stood at the alarming level of 125% in 2008, and after the implementation of all these policies, including a huge PSI haircut, it is estimated to reach 175% by the end of 2013. The production structure and the infrastructure of the country are rapidly destroyed. It is being often pointed out, by independent sources, that the catastrophe is unique, even when compared to previous IMF intervention paradigms, anywhere in the world. These worries of experts in finances are being shared by the people, at a cognitive and an experiential level. The Greek people would be willing to make sacrifices, face sparseness and increase efforts, if these amounted to some solid hope for them and their country. The case not being such, but rather a one-way path leading to a long, torturing and asphyxiating dead-end, it is creating defensiveness and atavistic worries, combining historical experiences with present attitudes, simplifying it to the dangerous idea of “repetition of history”.

The Church, as the Body of Christ 

 

The touch of faith is needed more than ever to the people, not only to strengthen and inspire, not only as a means for them to endure and transform suffering into freedom, but also in order to create bonds of love and unity within society. It is the trust in God that will allow people not to despair, but to resist in a loving and bond-creating way. It is love of God that will help overcome fear, prioritize reason over irrational instinctive reaction, over the temptation to do injustice to the even weaker, and seek an individualistic salvation; for in contrast to these, the Christian view, our dream and our striving lever, is the kingdom of God. Moreover, it is the universal character of the faith in Christ, that will allow us to combat social segmentation and automatism by thinking of all people as one body, the body of Christ. The love for our enemies can really be experienced as an empowering way to deal with one’s enemies, not by submission or self-destruction, but by reaching out to them, by overcoming a dangerous defensiveness with a creative openness.
Political terms like “solidarity”, gain their full conceptual depth as understood by faith. And faith cannot remain on the level of individual theoretical contemplation, since it obtains its full meaning when incarnating in the Church, in the ecclesia, an ancient Greek word denoting the fundamental collective function of democracy. Having been “western” for many years, having experienced the individualism, isolation and solitude of western postmodern societies, we are learning again to understand the need for communion, for receiving communion with the blood and body of resurrected Christ.

The Administration of the Church 

 

The Administration of the Church of Greece is being faced with a multitude of challenges. Part of them has to do with the protection of church property from plundering under lawful pretexts and ostensible legitimacy, as is the case with all property, public and private, in these days. It has to cope with the inability to appoint new priests, unless they are willing to work on a voluntary basis. It has to comfort and meet with the real needs of the people. The Church is organizing social networks, giving out 80.000-100.000 portions of food on a daily basis through parish or metropolitan community soup kitchens. Had it not been for this Church activity, we would have had thousands of deaths on starvation. The Church is taking care of handicapped people, drug addicts and victims of domestic violence (mostly women), and is even creating medical centers for the poor, in all substituting a welfare state in many regards. If it hadn’t been for that activity, Greek society would have exploded much earlier, but it is still difficult to foresee what may yet happen.
And here come the questions and doubts as to the character of philanthropy as an aspirin, where the remedy of this cancer is of a political and social nature. Yet, the Church has done more than charity to criticize the system and the applied policies: it has been vocal via decisions of the Holy Synod,[2] and public statements such as the strict public letter of Archbishop Hieronymos to the ex Prime minister Loucas Papadimos[3] concerning the true predatory and unjust nature of the PCI, and many many pleads and sermons preached by individual metropolitans. However, the media cartel, on the one hand, and the sense of a distinction in roles, which creates hesitation and self-censorship, along with the structural and administrative interdependence with the State, on the other, do not allow the Church as administration to speak up, or its voice to be heard more clearly. So is also the case with the major combat against racism, and the extreme right wing Nazi party. The Church has pointed out the absolute conflict between such ideas and practices and the Christian gospel, but seems somehow hesitant or unwilling to condemn officially and synodically the ideas that create this form of criminal violence, or enter into radical war with the supporters of this monstrosity. We, as Christians, are called to fulfill our duties on the grassroots level.

Epilogue 

 

Greece, becoming as it does more and more like Latin America, experiencing impoverishment, injustice, a dramatic widening of the social gap between the rich and the poor in what had been a more unified society, the destruction of the middle class, authoritarianism and totalitarianism to the point of complete fall of democracy, murderous racial violence, violence arising from the state and oppression in order to pass inhuman measures against its own people, misinformation and psychological war, the termination of public TV – a coup d’ état in the stricter sense -- depression in both psychological and financial terms, taxation and administration of a colonial nature, crime and lawlessness, must now explore and experience the liberating nature of faith, the truthfulness to the gospel as evangelion. Furthermore, the rediscovery of the Greek patristic tradition and theology, that criticizes wealth based on usury and monetary investments (financial bubbles not yet being known in their times), gives us ways, tools and wisdom to understand faith as love to one’s brethren and as an inspiration to freedom and justice.


[2] The encyclical “To the People” (5-8/10/2010) , http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/anakoinothenta/proslao2010.pdf (vis. 8/11/2013).



***********************************************************

 Το άρθρο αυτό γράφτηκε για το περιοδικό  Uppdrag Mission, όπου και δημοσιεύτηκε στα Σουηδικά:


30 Δεκ 2013

Θεωρία του Έρωτα



Μαρκ Σαγκάλ, Οι Μπλε Εραστές


Ριγούσαν τ’ ακροδάχτυλα από το βάρος της ερωτικής έντασης των δυο. Τα μάτια κοιτούσαν σε απόσταση, λες κι ένας αδιόρατος φόβος τα οδηγούσε σε ξάγναντα. Γωνίες σε απόκλιση, οι αμβλείες γωνίες τού βλέμματος. Αν και τα μάτια τυχόν έσμιγαν καθώς τα χέρια, ίσως να μην άντεχαν την πίεση οι ψυχές.

Η έλξη κρατούσε τα δάχτυλα ενωμένα ώρα ασυνήθιστα πολλή. Πρώτος εκείνος αποτράβηξε το χέρι. Κι εκείνη μίσησε την πρόφαση: ήθελε να στρίψει τσιγάρο. Όσο έστριβε ο Παύλος, η Ειρήνη παρατηρούσε τα δάχτυλά του. Πολύ απαλά και επιδέξια για το μέγεθος και τη δύναμή τους! Άπλωσε το δικό της χέρι στους ξηρούς καρπούς, ακολουθώντας ελεύθερα το ρυθμό, σε έναν ελάχιστα ετεροχρονισμένο μουσικό κανόνα, και ρούφηξε το ουίσκι της. Σκέτο. Τότε, συναντήθηκαν ξανά τα μάτια τους.

«Θα το ξεπεράσουμε», της είπε αόριστα, καθησυχαστικά και ελαφρώς προστατευτικά, παίρνοντας έναν τόνο αδελφικό και συνάμα κάπως δασκαλίστικο.

Το αλάτι από τους ξηρούς καρπούς είχε ήδη εγγράψει στην παλάμη της μια νέα αίσθηση αφής, αλμυρή και λίγο λαδερή. Ήδη μετάνιωνε για την κίνησή της να δρέψει τους ξηρούς καρπούς. Ήθελε να επαναφέρει την πρότερη μνήμη, τη μνήμη της αφής των ακροδάχτυλων, εκείνη που την αναρριγούσε ώς τα τρίσβαθα τού είναι.

Πιο χαλαρή και διαθέσιμη από όταν φορούσε το εργασιακό ταγιεράκι της και το επιβεβλημένο, συρματόπλεγμα χαμόγελό της, η Ειρήνη έριξε πίσω ανέμελα με νάζι το μαλλί κι έριξε το κεφάλι της νωχελικά στο πλάι. Μισόκλεισε τα μάτια... Έπαιζε με το κερί πάνω στο τραπέζι και ξαφνικά ανατινάχτηκε, σαν να την καψάλισε μια στάλα καυτού υγρού. Με προσποιητή μα πειστική αυστηρότητα του τόνισε:

«Δεν σου έχω πει να μη μου πεις ποτέ ψέματα;»

Ο Παύλος ταράχτηκε. Δεν υπήρχε κατά βάση λόγος, αλλά βαθιά μέσα του ταράχτηκε. Προσπάθησε να μην το δείξει. Από τη μια δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να διατηρήσει τη σχέση τους εντός του ορίου της σύμβασής της, καθώς το ερωτικό στοιχείο ήταν αδύνατο να μείνει στο ημίφως μιας διακριτικής σκιάς – διεκδικούσε ανελέητα το χώρο του. Από την άλλη, τον τάραζε η ίδια η διεισδυτικότητα της ερώτησης: Ούτε η πραγματικότητα μπορούσε να συγκαλυφθεί, ούτε να την κοιτάξεις κατάματα μπορούσες. Τίναξε τη στάχτη. Φύσηξε δύο, τρία, πέντε δαχτυλίδια καπνού... Παράγγειλε μια δεύτερη μπύρα. Σαν να του αρκούσε αυτός ο χρόνος να προετοιμαστεί για μια μεγάλη μάχη, την κοίταξε ολόισια μέσα στις κόρες των ματιών. Εκείνη δεν χαμήλωσε το βλέμμα. Άρχισε να της ιστορεί τις τύχες των παλιών τους συναδέλφων, των γειτόνων, των συμμαθητών. Κι εκείνη την πραγματική κατάσταση της νέας της δουλειάς. Ασφαλώς, πάλι καλά που υπήρχε...

Όλο και περισσότερο πλησίαζαν ο ένας προς το μέρος του άλλου, πλην χωρίς ένταση ερωτική πια. Σαν δυο άνθρωποι που τους ένωναν διαφορετικές, μα στο βάθος ίδιες ιστορίες, δυο άνθρωποι που αναζητούν αποκούμπι. Πλήρωσαν, μισά μισά δίχως άλλη συζήτηση. Τον αγκάλιασε από τη μέση, κι εκείνος ακούμπησε το χέρι του στην ωμοπλάτη της, καθώς προχωρούσαν προς το μετρό.

Δεχόταν ευχάριστα τη ζέστη του. «Θα το ξεπεράσουμε», του είπε τώρα εκείνη, γέρνοντας και το κεφάλι στον ώμο του. Δεν της αποκρίθηκε κάτι, μόνο αχνογέλασε αόριστα.

«Δεν ήξερα», συνέχισε εκείνη περνώντας αβίαστα σε άλλο θέμα, «πόσο ερωτισμό μπορεί να κρύβουν τα ακροδάχτυλα». Η φωνή της μόλις που ακουγόταν. «Ω, μα ναι», συμφώνησε γενναιόψυχα ο Παύλος, με βέβαιο ύφος, σα να εκστόμιζε μια φιλοσοφική γενικολογία, μια απαραβίαστη θεωρητική αρχή. «Είναι όντως θαυμαστό! Λοιπόν...», την έπιασε από τους ώμους να καληνυχτίσει.

«Αυτό που λες», πρόφτασε η Ειρήνη να σπρώξει άλλη μια κουβέντα ανάμεσά τους, «αυτό που μόλις είπαμε, με τα ακροδάχτυλα, δεν το λες “λογοτεχνία”...».

«Πώς το λες;», τη ρώτησε πειραχτικά και έτοιμος να ξιφουλκήσει στο άκουσμα της καμπύλης λέξης που αρχίζει από ε-, και των όποιων συνωνύμων ή μετωνυμιών προέκρινε η ευφάνταστη συνομιλήτρια.

«Το λες μάλλον “θεωρία λογοτεχνίας”», είπε εκείνη, με όλο το κύρος που απέπνεε όταν φορούσε το ταγιέρ.

Ο Παύλος δεν δίστασε να καρφώσει το βλέμμα του στο ανοιχτό ντεκολτέ, να ακολουθήσει τις γλυκιές καμπύλες του κορμιού της, να παρατηρήσει την έξαψη κάτω από το ολάνοιχτο παλτό. Είχε κερδηθεί από την έξυπνή της στροφή, από την απρόσμενη θεωρητικοποίηση της συζήτησης. Ήταν τσαχπινιά. Παρέβλεψε το πείραγμα που έκρυβαν τα λόγια της, τον έμμεσο ψόγο.

«Σου έχω πει ότι μου αρέσουν οι έξυπνες γυναίκες;», τη ρώτησε και τη βεβαίωσε ότι γι’ αυτό ακριβώς την κάνει παρέα. Το βλέμμα του στάθηκε στο κάπως στραβό μα πλέριο κι ανεπιτήδευτο χαμόγελό της. Τη φίλησε στ’ ακρόχειλα και έφυγε με βήμα, αν όχι ταχύ, πάντως ρυθμικό.

Σε λίγο ήρθε το μετρό κι η Ειρήνη ένιωσε κάπως στενάχωρα που έπρεπε να περάσει αμέσως σε μια φωτεινότερη ζώνη, ενόσω από πάνω της έσταζαν ακόμα γλυκά σιρόπια μα και νοήματα σκιερά, ιδέες του μισοσκόταδου. Κάθισε δίπλα στο παράθυρο. Το μετρό άρχισε να λικνίζεται, μαζί κι οι σκέψεις της. Κανείς πάντως δεν έβαλε τούτη τη σκέψη στο τραπέζι: «Να προχωρούσαν παραπέρα εκείνο το βράδυ». Κι είχε το πράγμα απορία κι αμηχανία μα και πόνο βουβό.

29 Δεκ 2013

Ρομαντική Γιάφκα




 Σπύρος Βασιλείου, Σπίτια στην Παραλία, 1977.

Ο σπαραγμός μ’ ακολουθεί
Μας περιζώνει ο θάνατος

Σε μια εντελώς ιδιωτική
Γιάφκα ρομαντική
Ζήτησα θαλπωρή
Και λησμονιά την πρόσκαιρη

Δεν ξέρω πόθεν θα έρθει σωτηρία
Στην κοινή μας αυλή

Μας σώνονται τα ξύλα
Κρύο έξω κρύο μέσα
Να ξεβολευτούμε
Μήπως και στεργιωθούμε

Δεν ξέρω αν μας θέλει ο Θεός
Γάντζους στο λαιμό Του
Ενώ συνάμα μένουμε
Στο στρώμα ξαπλωμένοι

Πόση προπέτεια πια
Να συγχωρέσει
Ο Αχώρητος

Πόση χωρεί
Ανευθυνότητα
Σε κορμιά που στερούνται
Αθωότητας παιδικής

27 Δεκ 2013

Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία μου: Η Νεογλώσσα και ο Λόγος



ΕΥΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ -ΠΙΣΙΝΑ, Κοσμολογία 2013
Ακρυλικό σε καμβά. Διαστάσεις 50 x 60 cm.


Μια σύγχρονη νεογλώσσα κενολογεί αδιάκοπα για τη σωτηρία. Η λέξη σέρνεται στα πεζοδρόμια του δημόσιου διαλόγου. Όλα όσα ξέραμε, τα ξεχνούμε, για να γίνουμε πιστοί υπήκοοι ενός νέου πολιτεύματος, της νέας εποχής. Εδώ η πολιτική υποτάσσεται στην οικονομία. Και η οικονομία σε αριθμούς. Η «σωτηρία» και η «επιτυχία» εναλλάξ περιγράφουν το σακάτεμα της ζωής ενός ολόκληρου λαού.

Στα ίδια θέματα αναφέρεται και η θεολογία. Στο καινό μήνυμα του Ευαγγελίου, «γεννάται ημίν σήμερον σωτήρ». Τον συναντούμε στη φάτνη, άστεγο και ανέστιο.

Αυτόν που όντας άχρονος Θεός έγινε εν χρόνω άνθρωπος, και φίλιωσε η αιωνιότητα με την Ιστορία.

Αυτόν που ήταν Λόγος και έγινε σάρκα, για να συνταιριάξει το νου με το κορμί και την καρδιά.

Αυτόν που μίσησε τους φαρισαίους, αγάπησε τους απόκληρους, σταυρώθηκε ως αναρχικός επαναστάτης.

Αυτόν που δεν ζήτησε ξένες θυσίες για τη σωτηρία, αλλά θυσιάστηκε ο ίδιος, λύτρο αντί πολλών.

Αυτόν που με το θάνατό του πάτησε τον θάνατο.

Μιας άλλης τάξης Οικονομία, μιας άλλης τάξης Σωτηρία. Χριστός εσαρκώθη και ζωή πολιτεύεται.

Ενάντια στη σύγχρονη φενάκη και αλογία μιας χαμοζωής, σκυφτής ζωής, γιορτάζουμε τη συνάντηση με τον υπέρ λόγον Λόγο.

«Θεός επί γης, υψώθητε»!


***********************

Το άρθρο αυτό γράφτηκε για το Χριστουγεννιάτιο αφιέρωμα της εφημερίδας Αυγή με τίτλο: Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία μου, Μια εφημερίδα που άνοιξε το παράθυρο της ενημέρωσης για να μπει λίγος αέρας του δρόμου... Κάπως έτσι, ο λόγος της έντυπης δημοσιογραφίας συναντήθηκε με τον λόγο μιας άλλης "σφαίρας", με ποικίλες προσωπικές ματιές. Η ιδέα ανήκει στον Βιβλιοθηκάριο. Στο φύλλο των Χριστουγέννων μετέχουν 6 φίλοι μπλόγκερ. Η ίδια ενότητα συνεχίζεται με άλλες συμμετοχές και στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο,. με τίτλο: Η Πρωτοχρονιάτικη Ιστορία μου.

Στο αφιέρωμα συμμετέχουν οι μπλόγκερ:


Κυνοκέφαλοι: Media Vox
Το Βυτίο: Ικανοποίηση
Ο Τσαλαπετεινός: Πενήντα γουλιές Χριστούγεννα
Ποδηλάτισσα: Δεν είναι το δέντρο μου
Ιφιμέδεια: Η μαγική μου σφαίρα




[οι μπλόγκερ των Χριστουγέννων]





Ο βιβλιοθηκάριος: Δίπλα στο τζάκι
Το ερυθρό καγκουρώ: Να πρατιγάρεις στο Κάρντιφ
Silencrossing: Σκορπισμένοι
Τα χαμένα επεισόδια: Εκεί που κρέμεται η κλωστή
Αναγεννημένη: Γιορτές; Όχι δα
Rubies and clouds (RubinakiM): Το εκκρεμές
Rubies and clouds (Nefosis): Προσμονή
George le Nonce: Poor flesh, sad bone
Το καραντί: Δεν ξέρει ο κόσμος να ζει, κατέβα να πάμε μαζί
Passionflower: Τα Πάνω-Κάτω
Αντιδρασέξ: Χριστουγεννιάτικη (;) αλληλεγγύη!
Μπανάνα: Μπεν Μαρί
[οι μπλόγκερ της Πρωτοχρονιάς]

Υπάρχει και μια ιστορία που μας την πήραν οι καλικάντζαροι: