Know Hope, Δεν θα σε σώσουν οι καιροί, αλλά τ' αγκάλιασμά τους.
Ενώ οι μπουλντόζες της δεξιάς έχουν διαλύσει τα σύμπαντα, ενώ πάνω από τη χώρα περνά ήδη οδοστρωτήρας που πατικώνει τα χώματα και κλείνει τα όποια κενά, η δυσαρέσκεια δεν είναι η αναμενόμενη, παρά τα αρνητικά μεγέθη για τη συγκυβέρνηση που καταγράφουν –ξεκάθαρα πια– οι δημοσκοπήσεις.
Αντίθετα, υπάρχει μια ανάκαμψη του ιδεολογικού λόγου της δεξιάς, ίσως από την αδήριτη ανάγκη, ως σπάραγμα ενός κόσμου που δεν προτίθεται και δεν πρόκειται από μόνος του να παραδώσει την εξουσία, τουλάχιστον ομαλά.
Αρκετοί συμπολίτες μας ακόμη μοιάζει να πιστεύουν κάτι ολοένα και περισσότερο παράλογο: ότι δεν είναι η δεξιά που καταστρέφει με μπουλντόζα, αλλά η αριστερά που καταστρέφει με ένα σφυράκι.
Πρόκειται για μια συναισθηματική και όχι τόσο λογική προσέγγιση, αλλά προσωπικά επιθυμώ λίγο να τη διερευνήσω, παρατηρώντας τις αντιδράσεις του κοινού.
Ίσως λοιπόν αυτή η εντύπωση περί καταστροφής, μέσα από τις μεταλλαγές ενός καλειδοσκόπιου, να οφείλεται στην κατά πολύ προτιμώμενη χρήση ενός καταγγελτικού λόγου από την αριστερά – και πώς να μην καταγγελθούν οι ακρότητες του σήμερα, όταν αυτό που ζούμε μοιάζει περισσότερο με λογοτεχνική δυστοπία παρά με πραγματικό; Ίσως γιατί η ειρωνεία ενός κριτικού λόγου, που συνοδεύεται και με εσώτατο θυμό, μοιάζει να εκφέρεται με ποντιφική απολυτότητα, να μην αφήνει τελικά χώρο στον άλλο, να μην κατανοεί επαρκώς την πολλαπλότητα αλλά και τη συνθετότητα των πραγμάτων. Ένα κάπως μονολιθικό ιδεολογικό εποικοδόμημα παρουσιάζεται ως η μόνη αλήθεια, ένα στέγαστρο που ρίχνει πυκνή σκιά σε ό,τι μπορεί να φύεται από κάτω. Παράλληλα, συχνά αντλείται περηφάνια από έναν αιρετικό τρόπο σκέψης, αλλά η εμμονή σ' αυτό αφενός δεν αίρει την "ορθοδοξία" του εποικοδομήματος, αφετέρου γεννά ερωτήματα για το κατά πόσον γίνονται αντιληπτές οι ανάγκες της κοινωνίας, νοούμενης πλατύτερα.
Αντίθετα προς την καταγγελτική πολυλογία, πολλή σιωπή επικρατεί σε πολλές πτυχές του σχεδίου εξόδου, ενώ η σπείρα του θανάτου ολοένα σφίγγει γύρω από το λαιμό μας. Αυτό όμως είναι φυσικό, καθώς βρισκόμαστε σε μια ζούγκλα, όπου πρέπει εξ υπαρχής να ανοίξουμε το μονοπάτι με το μαχαίρι.
Η κοινωνία δεν θέλει πόλεμο, παρότι καιρός πολέμου. Θέλει να ησυχάζει στα έργα της. Αλλά και γενικότερα ισχύει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ακουμπήσει αρκετά ούτε να αναπαυθεί σε έναν αρνητικό και καταγγελτικό λόγο, ο οποίος οδηγεί σε συνεχή εγρήγορση και δηλητηριάζει την καθημερινότητα με ένα καθεστώς κόκκινου συναγερμού.
Έτσι ίσως εξηγείται η κατά τα άλλα παράξενη προθυμία με την οποία κάποιοι αφήνονται να παρασυρθούν και πάλι από ψευδολογίες και ψεύτικες υποσχέσεις.
Τη μια το "κάτσε χαμηλά και θα τη βγάλουμε καθαρή", την άλλη το "τρένο της ανάπτυξης", την άλλη το "δόγμα της ατομικής σωτηρίας"... Ψεύτικες υποσχέσεις προσφέρουν και ποικίλες νεόκοπες ομάδες στο χώρο της συντηρητικής και φιλελεύθερης δεξιάς, αλλά και μιας εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς, η οποία σε δυνατό φως δεν δείχνει να διαφέρει σε πολλά από τα πιο σκληρά νεοφιλελεύθερα δόγματα. Καθώς πολλά παλιά και γνώριμα στελέχη θέλουν να αναβαπτίσουν εαυτόν και να τον αποδώσουν πάλλευκο στην κοινωνία, επενδύοντας στην επόμενη μέρα, παρά το καταφανές της απάτης βρίσκουν μεγάλη ψυχολογική απήχηση στο κοινό εκείνο που δεν είναι έτοιμο να διαβεί το Ρουβίκωνα της αριστερής σκέψης, αλλά και εγρήγορσης. Αυτό το κοινό, άνθρωποι συγκρατημένοι, δειλοί, νουνεχείς, νοικοκυραίοι, συμφεροντολόγοι, φοβισμένοι, και όπως θέλετε πείτε τους, παραδίδουν εαυτόν αυτοβούλως στη φενάκη. Και ενώ φοβούνται να δώσουν μια ευκαιρία στην αριστερά, η οποία ουδέποτε κυβέρνησε τον τόπο, ανασύροντας όλα τα αντικομουνιστικά σύνδρομα και τις ιστορικές αποτυχίες ποικίλων εκδοχών του "σοσιαλισμού", ενώ τους ταράζει συθέμελα ο φόβος του αγνώστου, και η ανάληψη μιας πορείας σε εδάφη αχαρτογράφητα, ευκολότερα πιστεύουν απύθμενες ανοησίες, όπως το... αειπάρθενο του φιλελευθερισμού.
Κοντά σ' αυτούς προηγούνται ήδη εκείνοι που βρίσκουν νόημα ζωής στην υποταγή και είναι πρόθυμοι να αφεθούν στην (υποτιθέμενη) στιβαρή καθοδήγηση ενός κομματιού της δεξιάς, ας είναι όλο και πιο ακροδεξιό, όλο και πιο μαύρο. Όσο πιο βέβαιος ακούγεται (αδιάφορο πόσο παράλογος) ο λόγος ενός φασίζοντος ηγέτη, τόσο περισσότερο αφήνονται ως παιδιά στα χέρια του. Εδώ το μείζον είναι να μη χρειαστεί ποτέ κάποιοι πολίτες να ενηλικιωθούν, να αναλάβουν ευθύνες. Αυτό παλιότερα εκφραζόταν με το αποκούμπι στον ντόπιο βουλευτή ή κοινοτάρχη, στέρεα βάση όπου θα μπορούσε κανείς να αναρριχηθεί ως ισχνός κισσός, αλλά σήμερα παίρνει όλο και πιο ακραία, νοσηρά χαρακτηριστικά.
Σε κάποιους ανθρώπους η δραματικότητα της κατάστασης γεννά απλώς ηττοπάθεια, και αδυναμία να πράξουν το ελάχιστο κάτι για να σηκωθούν στα πόδια τους.
Ο λόγος λοιπόν της αριστεράς δεν αρκεί να είναι μόνο κριτικός και καταγγελτικός λόγος. Αυτό νομίζω θα οδηγήσει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού από το να βρει καταφύγιο στην αριστερά ως λύση ανάγκης, στην πεποίθηση και την πίστη εκείνη που θα γεννήσει τον αναγκαίο δυναμισμό στις σημερινές στιγμές: Ο λόγος της αριστεράς πρέπει να γίνει λόγος ελπίδας, λόγος που να αποπνέει τελικά εμπιστοσύνη.
Η πρόταση όμως της ελπίδας δεν γεννιέται και δεν ολοκληρώνεται στα γραφεία, αλλά στα κινήματα. Εκεί το δύσκολο στοίχημα της υπέρβασης. Εκεί θα φανεί η στοιχειώδης ενεργητικότητα και ανοιχτότητα, ίδιον κάθε κινηματικής διαδικασίας. Εκεί θα κριθεί όχι ο βερμπαλισμός της ανοχής της ετερότητας, αλλά το αν πράγματι χωράμε ο ένας με τον άλλο. Χωρίς μια κινηματική ζωντανή κοινότητα, που θα συντονίζει τις καρδιές και θα επιτρέπει και στους ισχνότερους να ακουμπήσουν στον διπλανό τους, η αναζήτηση από μηχανής θεού θα διαιωνίζει την εξουσία της δεξιάς και των συστημικών κομμάτων ευρύτερα.
Πρέπει να το κατανοήσουμε όσο είναι καιρός. Το ζητούμενο δεν είναι η αλλαγή προσώπων. Το ζητούμενο είναι η αλλαγή παραδείγματος.
Όσο για το αγνωστικιστικό ερώτημα του σχεδίου εξόδου: ο δρόμος θα δώσει το νόημα, ο δρόμος θα δώσει το σχέδιο. Ήδη ο τόπος μας έγινε αβίωτος. Ο δρόμος θα γίνει ο βίος μας.