ΕΥΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ-ΠΙΣΙΝΑ, Στο Καφενείο του Χωριού
Ακουαρέλα σε χαρτί.
Η προθετικότητα της γράφουσας είναι να αναδείξει το κήρυγμα ως παραδοσιακά θεμελιώδη λειτουργία της Εκκλησίας. Εντούτοις, η στάση της είναι κριτική στον τρόπο που υπηρετείται σήμερα αυτή η διακονία, και προτείνονται τρόποι μιας αποκατάστασης του κηρύγματος στην αυθεντικότητά του.
Πρώτη δημοσίευση: «Κήρυγμα: Μαρτυρία ή Μαρτύριο… και ποιου;» Θεολογία, τόμ. 82, τεύχ. 2 (Απρ.-Ιουν. 2011), σσ. 221-235.
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ Η ΜΑΡΤΥΡΙΟ
…ΚΑΙ ΠΟΙΟΥ;
«Ὅταν ἴδω τὴν νῦν γλωσσαλγίαν καὶ
τοὺς αὐθημερινοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς χειροτονητοὺς θεολόγους, οἷς ἀρκεῖ τὸ θελῆσαι
μόνον πρὸς τὸ εἶναι σοφοῖς· ποθῶ τὴν ἀνωτάτω φιλοσοφίαν καὶ “σταθμὸν ἔσχατον” ἐπιζητῶ, κατὰ τὸν Ἱερεμίαν, * καὶ ἐμαυτῷ μόνῳ συγγενέσθαι βούλομαι».
Γρηγόριος
Θεολογος, Λόγος Κ΄ Περὶ Δόγματος
καὶ
Καταστάσεως Ἐπισκόπων, Α΄| ΒΕΠ 59,
142,17-21.
Ἕνας μεγάλος θεολόγος, ἕνας
πραγματικὸς θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι σὰν ἐμᾶς τοὺς πολλοὺς ποὺ ἀνεμίζουμε
τίτλους καὶ πτυχία, ἐκφράζει μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο τρόπο τὴν ἀπαρέσκειά του πρὸς
τὶς δῆθεν σοφίες τῶν συγχρόνων του ἱερέων (καὶ ἐπισκόπων), αὐτῶν τῶν «χειροτονητῶν
θεολόγων». Τότε ἐπιθυμεῖ νὰ φύγει τρέχοντας γιὰ νὰ ἀναζητήσει τὴν ἀνώτατη
φιλοσοφία στὴ σιωπὴ καὶ τὴ μοναξιά.
Σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἔργου του,
στὸν ἐγκωμιαστικὸ λόγο εἰς τὸν Ἡρῶνα, τὸν χριστιανὸ φιλόσοφο, λέει γιὰ τὸν ἐγκωμιαζόμενο:
«Πάσαις ψήφοις αἱρεῖται τὴν ἡμετέραν [φιλοσοφίαν], μηδὲν ὅλως ἐπὶ τὰ χείρω παρατραπεὶς
τὴν διάνοιαν, μηδὲ ὑπὸ τῆς τῶν λόγων κομψείας παρασυρείς, ᾗ μέγα φρονοῦσιν οἱ τὰ
Ἑλλήνων φιλοσοφοῦντες».[1] Ὁ φιλόσοφος
δὲν ἀφήνεται νὰ παρασυρθεῖ ἀπὸ τὴν κομψότητα τῶν ἐθνικῶν λόγων, στὰ ὁποῖα ἔχουν
στρέψει τὴν προσοχή τους καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα μεγαλοφρονοῦν καὶ καυχῶνται οἱ ἐθνικοὶ
φιλόσοφοι, ἀλλὰ ἐπιλέγει τὴ χριστιανικὴ φιλοσοφία. Ὡς κενοδοξία φαντάζει, στὸ λόγο
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἡ ἐθνικὴ φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς του, μιὰ σπουδὴ περὶ τὸ περιτύλιγμα,
ἐνῶ μέσα τὸ περιεχόμενο εἶναι σαθρό.
Αὐτὴ ἡ διάκριση μορφῆς καὶ περιεχομένου,
τοῦ ἔξω καὶ τοῦ μέσα ἀνακαλεῖ αὐθόρμητα στὴ μνήμη καὶ τοὺς πολὺ σκληροὺς λόγους
τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τοὺς ὁποίους ὁ συνάναρχος Λόγος παρομοιάζει μὲ
κεκονιαμένους τάφους, «οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων
νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας».[2] Μὲ τὰ περίφημα οὐαί του, ὁ Χριστὸς
ἀναφέρεται στὴν ὑποκρισία καὶ στὴν προσπάθεια ἐπίσης τῶν Φαρισαίων γιὰ ἰδιοποίηση
τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ἐκεῖνοι νόμιζαν πὼς εἶναι νομοδιδάσκαλοι καὶ θεολόγοι, ἐνῶ στὴν
πραγματικότητα ἦταν θεομπαῖχτες καὶ δυνάστες.
Δυστυχῶς, συχνά, ἔνοχοι τῆς ἴδιας
παρεξήγησης εἴμαστε διιστορικὰ ὅλοι ὅσοι ἐπιχειροῦμε νὰ διδάξουμε Χριστό, ἐνῶ
στὴν πραγματικότητα ταΐζουμε τὸ ὑπερτροφικὸ ἐγώ μας. Γι’ αὐτό, τὸ ζήτημα τῆς αὐτογνωσίας
καὶ τῆς ταπείνωσης κάθε δασκάλου εἶναι ἡ ὑπ’ ἀριθμὸν ἕνα προϋπόθεση γιὰ τὴν
καταλληλότητα τῆς διδασκαλίας.
Εἰδικότερα δὲ ἡ ἀπὸ ἄμβωνος
διδαχὴ εἶναι ἐπιτρεπτικὴ σὲ ποικίλους πειρασμοὺς γιὰ τὸν ἱεροκήρυκα. Ὅπως καὶ ἡ
τηλεόραση γιὰ ἕναν πολιτικὸ ἡγέτη, διευκολύνει τὴ μονόδρομη ἐκείνη ἐπικοινωνία
ποὺ οὐδόλως ἐπιτρέπει ν’ ἀντιλαμβάνεται κανεὶς πῶς φθάνει τὸ μήνυμα στὸν ἀποδέκτη,
παρὰ μόνο ὅταν ἴσως εἶναι πιὰ πολὺ ἀργά. Ἀντίθετα, ἕνας δάσκαλος σὲ μιὰ σχολικὴ
τάξη, ἢ ἕνας πατέρας μὲ ἐφήβους ἢ ἐνήλικα παιδιά, δέχεται ἀμέσα τὴν ἀντίσταση ἐκείνη
–στὸν ὑπερθετικὸ μάλιστα κάποτε βαθμό–, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ νὰ ἐπανεξετάζει πάντοτε
τὸν τρόπο καὶ τὴν καταλληλότητα τῆς ἐκφορᾶς τοῦ λόγου του.
Τὸ μεγαλύτερο δῶρο πρὸς τοὺς
σημερινοὺς ἱερεῖς εἶναι ἡ περιφρόνηση καὶ ἡ λοιδορία τοῦ κόσμου, ποὺ προκύπτει ξαφνικὰ
ἀπρόσκλητη, χωρὶς νὰ τὴν ἐπιδιώκει ἢ νὰ τὴν περιμένει κανείς. Ἀντίθετα, τὸ
μεγαλύτερο δεινὸ εἶναι οἱ αὐλὲς καὶ οἱ αὐλικοί, ποὺ συνήθως διαμορφώνει
συνειδητὰ κανεὶς ἀποδιώχνοντας κάθε ὑπόνοια ὅτι κομίζουν μαζὶ μὲ τὰ κολακευτικά
τους λόγια τὸν πνευματικὸ θάνατο. Τὸ μονοπάτι τοῦ σταυροῦ εἶναι ὁ δρόμος πρὸς τὴν
ἀνάσταση, ἐνῶ ἡ «λεωφόρος τῆς ἀπωλείας» εἶναι συχνὰ στρωμένη μὲ τὰ ρόδα τῆς «ἐπιτυχίας».
2. Λόγος καὶ Ἔργο
Ὁ λαὸς ἔχει κουραστεῖ ἀπὸ τὰ
μεγάλα λόγια. Αὐτὰ τῶν πολιτικῶν μὲ τὴν ξύλινη γλώσσα τους. Αὐτὰ τῶν κάθε λογῆς
διαφημιστῶν ποὺ προωθοῦν τὸ προϊόν τους. Αὐτὰ τῶν κάθε λογῆς ἰδεολόγων, ποὺ ἡ ὅποια
διαφοροποίησή τους ἐντέλει καταλήγει στὴν ἀπόλυτη συνταύτιση μπροστὰ στὸ γευστικότατο
μενοὺ τῆς ἐξουσίας. Αὐτὰ τῶν ἱεροκηρύκων ποὺ κηρύσσουν μὲν Χριστό, ἀλλὰ διόλου
δὲν μοιάζουν μὲ τὸν Χριστό.
Ὁ λαὸς εἶναι ἀποφασισμένος νὰ
κρίνει τοὺς πολιτικοὺς ἀπὸ τὰ ἔργα τους. Νὰ υἱοθετήσει ἕνα προϊὸν ποὺ ἱκανοποιεῖ
πραγματικά. Νὰ σεβαστεῖ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς ὅποιας (σχεδὸν ὅποιας) ἰδεολογίας,
ἂν ἡ πολιτεία τους συνάδει μὲ αὐτὰ ποὺ πιστεύουν. Ὁ λαὸς ἀποστρέφεται τὸν
πομπώδη ἱεροκήρυκα, ἀλλὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀκολουθήσει τοὺς ἁγίους.
«Οὐδὲ γὰρ οὕτως ἐπισπᾶται τὸν
Ἕλληνα νεκρὸς ἀνιστάμενος, ὡς ἄνθρωπος φιλοσοφῶν»,[3] λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος. (Φιλοσοφία, βέβαια, στὴ σκέψη τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς καὶ τῶν Πατέρων τοῦ
4ου αἰώνα σήμαινε ἀγάπη γιὰ τὴ σοφία, γιὰ τὴν Ἀλήθεια, γιὰ τὸν
Χριστό, καὶ ἑπομένως καθαρὸ λογισμὸ καὶ ἐνάρετο βίο.) Νὰ πρόκειται ἄραγε γιὰ ρητορικὴ
ὑπερβολή, τόσο συνηθισμένη στὴ σχολὴ τῆς Β΄ Σοφιστικῆς; Ἡ ἐρώτηση εἶναι μᾶλλον
ρητορική. Γιατὶ ὁ ἱερὸς πατὴρ ἐπανέρχεται στὸ ἴδιο ζήτημα μὲ ποικίλους τρόπους,
σὲ διαφορετικὲς χρονικὲς περιόδους τοῦ ἔργου του:
«Κἂν γὰρ θαύματα ποιῇς, κἂν
νεκροὺς ἐγείρῃς, κἂν ὁτιοῦν ἐργάσῃ, οὐδέποτέ σε οὕτω θαυμάσονται Ἕλληνες, ὡς ὅταν
ἴδωσι πρᾶον καὶ ἥμερον καὶ γλυκὺν παρεχόμενον τρόπον»,[4] λέει ἑρμηνεύοντας
τὸν ἀπόστολο Παῦλο.
«Ἡ γὰρ διὰ τῶν ἔργων καὶ τῶν σημείων ἀπόδειξις τῆς διὰ τῶν
λόγων πολλῷ σαφεστέρα»,[5] ἔχει τονίσει ἄλλοτε στὴν ἴδια εὐρύτερη συνάφεια.
Ἐνῶ, παρατηρώντας τὴν ἔκπτωση
καὶ τὴν προϊούσα ἀδυναμία τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου, ἀδυναμία στὴ συγκρότηση καὶ
προσφορὰ νοήματος ζωῆς, κοιτώντας κατόπιν πρὸς τὴν ἀνεπάρκεια τοῦ χριστιανικοῦ
ποιμνίου, παρὰ τὴ δυναμικὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια, διαπιστώνει μὲ πίκρα: «Τῶν μὲν
δογμάτων τῶν παρ' ἑαυτοῖς πάλαι κατέγνωσαν, καὶ τὰ ἡμέτερα δὲ ὁμοίως
θαυμάζουσιν· ἐκ τοῦ βίου δὲ ἡμῶν κωλύονται».[6]
Ὁ βίος
πρέπει νὰ συνάδει μὲ τὸ λόγο, καὶ ὅσο ὑψηλότερα εἶναι τὰ νοήματα, τόσο πιὸ ἐνάρετος
πρέπει νὰ εἶναι ὁ βίος.
Ἡ λαϊκότροπη
ἔκφραση «μοῦ κάνει κήρυγμα» εἶναι δηλωτικὴ τῆς ἀπέχθειας ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς ὅταν
τὸν καλοῦν νὰ ἐφαρμόσει τὸ ἔνα ἢ τὸ ἄλλο, ἰδίως ἐὰν δὲν εἶναι βέβαιο ὅτι ἀναγνωρίζεται
ἡ πρὸς τοῦτο ἁρμοδιότητα τοῦ κήρυκος – εἴτε ὁ λόγος γιὰ τὸν ἱεροκήρυκα εἴτε γιὰ
ἕναν ἁπλὸ γονιό· καὶ ἡ ἀπέχθεια διογκοῦται ἐὰν τυχὸν ἐμφιλοχωρήσει ἡ ὑπόνοια ὅτι
ὁ κήρυκας δὲν ἐφαρμόζει ὁ ἴδιος τὰ διδάγματα.
Καὶ μόνο αὐτὴ
ἡ σκέψη, τῆς ἐφαρμογῆς τῶν διδαχῶν, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἱκανὴ γιὰ νὰ περιορίσουμε
τὴ διάθεσή μας νὰ εἴμαστε ὁδηγοὶ ψυχῶν· ἀλλὰ πάλι ἡ ζωὴ ἀποδεικνύει τὸ ἀντίθετο.
Πολὺς λόγος, λίγη σιωπὴ χαρακτηρίζει
γενικῶς τὴ ζωή μας, σὲ ὅλες τὶς κοινωνικές της ἐκδηλώσεις.
Ἐντούτοις, ὁ
στόχος τῶν παραπάνω σκέψεων δὲν εἶναι νὰ ἀποθαρρύνουμε ὅσους προσπαθοῦν. Κάθε ἄλλο.
Γιατὶ ἡ δύναμή μας διὰ τῆς χάριτος «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»,[7]
ὅπως διδάσκει ὁ μακάριος Παῦλος καὶ βιώνει ἡ συνόλη Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀπαρχὴ τῆς
Πεντηκοστῆς.
Σήμερα, μαζὶ
μὲ τὶς δυσκολίες, ὑπάρχουν καὶ νέες δυνατότητες. Ὁ ἱεροκήρυκας δὲν εἶναι
συνήθως πιὰ ὁ περιοδεύων μορφωμένος ἐκεῖνος ἀνὴρ ποὺ θὰ μεταφέρει τὰ φῶτα του σὲ
μιὰ τοπική, πιὸ καθυστερημένη κατὰ τεκμήριο κοινωνία. Αὐτὰ ἀνήκουν στὸ
παρελθόν. Ὁ ἱεροκήρυκας εἶναι συνήθως ὁ ἱερουργός, πατέρας καὶ ποιμένας τῆς ἐνορίας,
τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἔχει κάθε δυνατότητα –καὶ
κάθε δυνατότητα γεννᾶ καὶ ἕνα ἀντίστοιχο χρέος–[8]
νὰ διδάξει περισσότερο μὲ τὸ βίο καὶ τὸ ἔργο του, μὲ τὸ ἴδιο του τὸ παράδειγμα,
παρὰ μὲ λόγια. Ἡ συνταγὴ αὐτὴ εἶναι ὁ ἀλάνθαστος παράγοντας ἐπιτυχίας τοῦ
κηρύγματος σὲ ὅλες τὶς περιόδους, ἀλλὰ κυρίως κατὰ τὴν πρωτοχριστιανικὴ ἐποχὴ ἐξάπλωσης
τοῦ χριστιανισμοῦ.[9] Ἡ λειτουργία τῆς κοινότητας, τῆς ἐνορίας,
ἡ ζεστασιὰ καὶ ἡ ἰσορροπημένη σχέση τῶν μελῶν, μακριὰ ἀπὸ προσωπολατρίες καὶ ὁμαδοποιήσεις[10]
εἶναι ὁ θεμελιώδης ἐκεῖνος λίθος ποὺ θὰ ἐμπνεύσει τὸ σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπο
τοῦ ἱερέα καὶ θὰ καταστήσει τὰ ὦτα εὐεπίφορα στὰ μηνύματα καὶ μιᾶς περισσότερο
λεκτικῆς διδαχῆς. Ἂς κρατήσουμε καὶ αὐτὴ
τὴν εὐστοχότατη ρήση τοῦ Χρυσοστόμου: «οὐδὲν
οὕτω πρὸς διδασκαλίαν ἐπαγωγὸν ὡς τὸ φιλεῖν καὶ φιλεῖσθαι».[11]
Ὑπάρχουν καὶ
σήμερα ἀστικὲς ἐνορίες, ὅπου ὁ κόσμος ὄχι μόνο προσέχει στὸ κήρυγμα, ἀλλὰ ἐπιζητεῖ
νὰ παραμείνει καὶ μετὰ τὴ θεία Λειτουργία γιὰ νὰ ἐμβαθύνει περαιτέρω καὶ νὰ τὸ συζητήσει.
Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς οἱ ἱερεῖς δὲν εἶναι πρόσωπα μὲ ξεχωριστὰ ρητορικὰ
ταλέντα ἢ γνώσεις ἀσυνήθεις, εἶναι ὅμως τὰ πρόσωπα–καταλύτες, ποὺ συστηματικὰ
καὶ ἀδιάλειπτα διευκολύνουν τὴ συνάντηση τῶν μελῶν τῆς κοινότητας σὲ κλίμα ἀδελφοσύνης
καὶ ἀγάπης.
Ὁ τρόπος ποὺ στέκεται ὁ ἐφημέριος
μέσα στὴν κοινότητα θὰ γεννήσει ἢ ὄχι τὸ σεβασμό. Ἡ ζωή του, ἡ ἀποδοχὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον
του γιὰ τοὺς ἐνορίτες, ἡ δυσκολότερη ὅλων τῶν ἀρετῶν ταπείνωση, ποὺ καμία σχέση
δὲν ἔχει μὲ τὴ μανιερίστικη ψευδοταπεινολογία –νοσηρὸ ἴδιο πολλῶν εὐσεβῶν– θὰ εἶναι
τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ θὰ πείσουν. Τὸ κήρυγμα δὲν εἶναι ἀσυνάρτητο ἀπὸ τὴν ὅλη ζωὴ
τῆς ἐνοριακῆς κοινότητας. Πολὺ δὲ περισσότερο: συναρτᾶται ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὸν
τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἐνοριακὴ κοινότητα μὲ «πρῶτο βιολί» τὸν ἱερέα ἐντάσσεται
στὴν εὐρύτερη κοινότητα καὶ τὴν κοινωνία.
3. Ἡ Σπουδαιοφάνεια τοῦ Ὕφους
Γιὰ νὰ
ξαναγυρίσουμε στὸ ζήτημα τοῦ φαρισαϊσμοῦ, πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι κάθε μορφὴ σπουδαιοφάνειας συνιστᾶ μορφὴ ὑποκρισίας,
ἀκόμα καὶ κλοπῆς, καθὼς ἀποτελεῖ ταυτόχρονα ἀπόπειρα ἰδιοποίησης καὶ
προσπορισμοῦ δόξας καὶ ἐξουσίας ποὺ δὲν ἀνήκει φυσιολογικὰ στὸν ἱεροκήρυκα ἀλλὰ
στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἱερατικὸς λόγος σήμερα λίγες
φορὲς χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἁπλότητα. Συνήθως διαθέτει ἕναν τόνο ἰδιαίτερο, ἕνα
στόμφο χαρακτηριστικό, ποὺ παρόμοιο μάλιστα οὐδέποτε συναντᾶ κανεὶς σὲ ἄλλους
χώρους. Δὲν θὰ ἀναλωθοῦμε σὲ ἀναλυτικὲς περιγραφὲς αὐτοῦ ποὺ εἶναι λογικὰ σὲ ὅλους
γνωστό, καὶ ποὺ συνήθως παρουσιάζεται εὐφημιστικὰ ὡς «ἱεροπρέπεια». Τὶς τελευταῖες
μάλιστα δεκαετίες, τὰ κηρύγματα διανθίζονται ἀπὸ πατερικὰ ἐδάφια καὶ ἀποκτοῦν ἕναν
ἐπίπλαστο λογιοτατισμὸ ποὺ ἐπικαλεῖται τὴν Πατερικὴ παράδοση.[12] Εἶναι ὅμως
ἔτσι;
Οἱ μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες
καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, κηρύσσοντας στὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς τους, χρειάστηκε
ὄντως νὰ προσφύγουν σὲ ἕναν πιὸ λόγιο γλωσσικὸ τύπο σὲ σχέση μὲ τὴ γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἡ γλώσσα τους εἶναι ἕνα μοναδικὸ κατόρθωμα, καὶ πέρα ἀπὸ τὸ περιεχόμενό της σὲ
θεολογικὰ νοήματα, καθὼς συνδυάζει τὸ κύρος καὶ τὴν αὐθεντία μὲ τὴ δυνατότητα ἐπικοινωνίας
καὶ πρόσληψης τοῦ λόγου ἀπὸ τὸ ἀπαίδευτο κατὰ κανόνα ποίμνιό τους. Τὸ ἴδιο ὅμως
αὐτὸ ποίμνιο ἐνδεχομένως δὲν θὰ πρόσεχε καθόλου, ἂν δὲν μποροῦσε νὰ θαυμάσει τὶς
ρητορικὲς ἀρετὲς τῶν ἱεροκηρύκων, ἔχοντας ὡς πρότυπο προφορικοῦ λόγου τὴν ἐντυπωσιακὴ
ρητορικὴ τέχνη ποὺ καλλιεργοῦσαν οἱ ἐθνικοὶ καὶ διδάσκονταν οἱ νέοι στὸ πλαίσιο
τῆς ἐγκυκλίου παιδείας τους.[13]
Μὲ τὸ ἴδιο θεολογικὸ σκεπτικό,
καὶ ὑπηρετώντας τὸ πνεῦμα τῆς θεολογικῆς, πατερικῆς μας παράδοσης, ἐπιβάλλεται
σήμερα ἡ ἀκριβῶς ἀντίστροφη κίνηση ἀπὸ αὐτὴ τῶν μεγάλων Πατέρων τοῦ 4ου
αἰ. Ἀπομάκρυνση ἀπὸ ἕναν –καταχρηστικὰ ἂς τὸν ὀνομάσουμε– σύγχρονο ἀττικισμό,
πολλῷ δὲ μᾶλλον ἕναν μεταγενέστερο ἀσιανισμό, ἀπὸ τὴ φρίκη τῆς σπουδαιοφάνειας καὶ τοῦ στόμφου στὸν
κηρυκτικὸ λόγο. Σήμερα, ὁ χριστιανικὸς λόγος χρειάζεται κατεξοχὴν ἐκδημοκρατισμό,
κυρίως στὸν τρόπο τῆς γλωσσικῆς ἐκφορᾶς του. Less is more, εἶναι μιὰ σύγχρονη αἰσθητικὴ ἀρχή, μὲ παγκόσμια ἀκτινοβολία, ποὺ ἀποσκοπεῖ
νὰ ἐξισορροπήσει τὸν κορεσμό, τὴν ὑπεραφθονία καὶ τὴν ψευδεπίγραφη δημιουργία ἐπίπλαστων
ἀναγκῶν.
Αὐτὸ θὰ ἦταν μιὰ κατ’ οὐσίαν
μίμηση τῶν Πατέρων. Ἄλλωστε, πέρα ἀπὸ τὴν κάπως λογιότερη ἐπιλογὴ τῶν Πατέρων
χάριν τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ περιβάλλον τους, τὸ ἐπιθυμητὸ ὕφος
τοῦ κηρύγματος τὸ ἔδειξε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι καὶ ὁ μόνος ὁδοδείκτης, ἀκριβέστερα
«ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».[14]
Πῶς ὅμως θὰ ἀντιληφθεῖ ἕνας ἱερέας
τὰ μηνύματα μιᾶς ἐποχῆς ἂν δὲν ἀναμειχθεῖ μὲ τὸν κόσμο; Καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτὸ ἂν
δὲν διατηρεῖ ἁπλότητα πνεύματος, ἀνοιχτὲς κεραῖες καὶ ἑτοιμότητα ὄχι πάντα νὰ
διδάσκει, ἀλλὰ καὶ νὰ διδάσκεται;
Δυστυχῶς, εἶναι γεγονὸς ὅτι ἄνθρωποι
ποὺ δὲν διαθέτουν πραγματικὰ προσόντα γιὰ κανένα ἐπάγγελμα, καταφεύγουν κάποτε
στὸν κλῆρο. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχουν καὶ ἐξαίρετα πρόσωπα ἀπὸ κάθε ἄποψη
ποὺ διακονοῦν τὸν κλῆρο. Ἐπίσης, οὐδόλως πρέπει νὰ μᾶς ἐντυπωσιάζουν οἱ
περιπτώσεις ἐκεῖνες ἐπιστημόνων ποὺ γίνονται ἱερεῖς γιατὶ κατὰ βάθος ἐπιζητοῦν
νὰ συγκεντρώσουν πολλαπλὲς μορφὲς ἐξουσίας γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό τους.
Τὸ πρότυπο εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι
ποὺ γίνονται ἱερεῖς γιατὶ θέλουν νὰ εἶναι εἰς τύπον Χριστοῦ, αἴροντας τὸν
σταυρό Του. Προτοῦ μοιραστοῦν τὴ δόξα, θὰ μοιραστοῦν τὴ θυσία καὶ τὴ διακονία,
θὰ εἶναι πρόθυμοι νὰ ὑποταχθοῦν στὸν κόσμο, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐκκοσμίκευσης
ἀλλὰ τῆς ἀποταγῆς τοῦ ἰδίου θελήματος, τῆς διακονίας. Ὅπως ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἐκπληρώνοντας
τὴν προφητεία «μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη»[15] ἢ ὁ Παῦλος
ποὺ ἔγινε «τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος».[16]
Καὶ βεβαίως ἄλλοι ἐξ αὐτῶν θὰ
ἀγαποῦν τὴν τέχνη, ἄλλοι τὴν ἐπιστήμη, ἄλλοι τὶς δεξιότητες τῶν χεριῶν, ἄλλοι τὸν
ἀθλητισμὸ καὶ ὅλοι τὴν ἐργασία καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Γιὰ νὰ γυρίσουμε στὸ
παράδειγμα τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰώνα ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς,
ὁ ἐπιλεγόμενος καὶ Ἀποστάτης, ἤθελε νὰ ἐκδιώξει τὰ χριστιανόπουλα ἀπὸ τὰ
θύραθεν σχολεῖα καὶ κυρίως νὰ ἀποκλείσει τοὺς χριστιανοὺς δασκάλους ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία
τῶν ἀρχαίων κειμένων. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ἂν ἡ μελέτη τῶν δικῶν σας γραφῶν εἶναι
ἀρκετή, γιατί μορφώνεστε καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων;»[17] Εἶναι
γνωστή, σθεναρὴ καὶ ποικιλότροπη ἡ ἐπ’ αὐτοῦ ἀντίδραση τῶν Πατέρων. Σήμερα ὅμως
δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι ἐθελοντικὰ περιπίπτουμε σὲ αὐτὸ ποὺ μᾶς ὑπέδειξε μὲ ὑποβολιμαίους
σκοποὺς ὁ παραβάτης αὐτοκράτωρ,[18] δηλαδὴ
τὴν ἀμορφωσιά.
Σήμερα ἔχουμε τὴν τάση νὰ κλεινόμαστε
στὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ συντηροῦμε θεσμοὺς γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν ἱερέων, τῶν ὁποίων
ἡ ποιότητα εἶναι ἀμφίβολη. Παιδεία ὅμως σημαίνει πνεῦμα ἀνοιχτό, πνεῦμα κριτικὸ
καὶ εὐρύ. Θεολογία ἀσφαλῶς σημαίνει ἀγάπη στὸν Θεό, καὶ ἀγάπη στὸν Θεὸ σημαίνει
καὶ ἀγάπη στὸ δημιούργημά Του, ποὺ εἶναι κόσμος. Γιατὶ ὅλη ἡ ἀσκητικὴ παράδοση
δείχνει πὼς ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ μὲ μονομέρεια καὶ ἀποκλειστικότητα, τελικῶς δὲν
ἀγαπᾶ οὔτε Αὐτόν.[19]
Μικρότερη σπουδαιοφάνεια καὶ
μεγαλύτερη σπουδαιότητα εἶναι τὸ ἀναγκαῖο στὸ κήρυγμα σήμερα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος
μᾶς διδάσκει: «Ἓν δίδασκε φοβεῖσθαι μόνο, τὸ λύειν τὴν πίστην ἐν τοῖς
σοφίσμασι. Οὐ δεινὸν ἡττηθῆναι λόγῳ, οὐ γὰρ πάντων ὁ λόγος· δεινὸν δὲ ζημιωθῆναι
θεότητα, πάντων γὰρ ἡ ἐλπίς».[20]
4. Πρόξενος Λύπης ἢ Ρυθμὸς Χαρᾶς;
Ἕνα ἄλλο συναφὲς πρόβλημα τοῦ
χριστιανικοῦ κηρύγματος εἶναι ἡ κατήφεια ποὺ γεννᾶ. Εἶναι ἄλλο ζήτημα ἡ
συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας, ἢ ἡ διαρκὴς μνήμη θανάτου, ἢ ἡ χριστιανικὴ χαρμολύπη
γενικά, καὶ ἄλλο ὁ ἀτέλειωτος καταγγελτικὸς λόγος, ὁ ὁποῖος ἐντέλει δὲν γεννᾶ
τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἐνοχές. Ἡ ἐνοχικότητα ὅμως εἶναι καρπὸς μιᾶς νομικιστικῆς θεώρησης
τῶν πραγμάτων, μιᾶς μᾶλλον δυτικῆς θεολογικῆς σκέψης, ὄχι τῆς ἀναστάσιμης
πεποίθησης τῆς χριστιανικῆς ἀνατολῆς.
Καὶ ἐνῶ οὔτε οἱ ἐνοχὲς οὔτε κὰν
ἡ μεταμέλεια συνιστοῦν πραγματικὴ μετάνοια, καὶ τὸ ὄφελος εἶναι κατὰ συνέπεια ἀνύπαρκτο,
ἡ ζημία ποὺ συντελεῖται εἶναι μεγάλη. «Ψυχὴ γὰρ ἅπαξ ἀθυμίας πλησθεῖσα, πρὸς πᾶσαν
ἀκρόασίν ἐστιν ἀνεπιτήδειος»,[21] μᾶς
διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ μεγάλος ρήτορας καὶ θεολόγος
ἦταν καὶ παρατηρητικότατος ψυχολόγος.
Τὸ ἴδιος ἐπισημαίνει μὲ ἄλλα
λόγια καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Κυνικῆς δὲ [φιλοσοφίας], τό μεν ἄθεον διαπτύσας,
τό δε ἀπέριττον ἐπαινέσας, τοῦτό ἐστιν ὃ νῦν ὁρᾶτε, κύων κατὰ τῶν ὄντως κυνῶν
καὶ φιλόσοφος κατὰ τῶν ἀσόφων καὶ Χριστιανὸς ὑπὲρ πάντων, καὶ νικῶν μὲν τὴν ἐκείνων
αὐθάδειαν τῇ τοῦ σχήματος ὁμοιότητι, τῶν δὲ παρ’ ἡμῖν ἔστιν ὧν τὴν ἀπειροκαλίαν
τῇ καινότητι τοῦ ἐνδύματος δεικνύς, ὅτι μὴ ἐν μικροῖς τὸ εὐσεβές, μηδὲ ἐν τῷ
κατηφεῖ τὸ φιλόσοφον, ἀλλ’ ἐν ψυχῆς στερρότητι καὶ διανοίας καθαρότητι…».[22] Κατὰ τὸν
ἅγιο Γρηγόριο (καὶ τὸν τιμώμενο φιλόσοφο Ἡρῶνα) ἡ φιλοσοφία δὲν βρίσκεται στὴν
κατήφεια, ἀλλὰ στὴ σταθερότητα τῆς ψυχῆς καὶ στὴν καθαρότητα τῆς διανοίας.
Ἡ κατάχρηση τοῦ καταγγελτικοῦ
λόγου, μιὰ διαρκής, ἀφόρητη γκρίνια, δὲν ἀφορᾶ τοὺς συντηρητικοὺς μόνον, ἠθικολόγους
ἱερεῖς. Ἀφορᾶ καὶ ἐκείνους ποὺ ὑπεραμύνονται τοῦ ἔθνους, λὲς καὶ ὁ δικός τους
λόγος εἶναι τὸ βαρὺ ἐκεῖνο πυροβολικό, τοῦ ὁποίου ἡ ὑπεροπλία εἶναι ἀκαταμάχητη
καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξαρτᾶται ὄντως ἡ ἔκβαση τῶν ἐθνικῶν ζητημάτων. Τὸ ἴδιο ἰσχύει
καὶ γιὰ τὸν θεολογικὸ λόγο ὅσων ἀπὸ ἐμᾶς ἐπιδιώκουμε μιὰ θεολογικὴ καθαρότητα μέσα ἀπὸ μιὰν ἀχάριστη καὶ φορτικὴ μικρολογία.
Τὸ ἴδιο ὅμως θὰ ἴσχυε καὶ γιὰ κάθε πολιτικὰ
ὀρθὴ τοποθέτηση, δεξιόφρονη ἢ ἀριστερόφρονη, ποὺ συρρικνώνει ἀνεπιγνώστως τὸ
νόημα τοῦ κηρύγματος ἀπὸ τὸ μεῖζον στὸ ἔλασσον, ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὰ ἥσσονος
σημασίας βασίλεια τοῦ δικοῦ μας μικρόκοσμου.
Στὸ κήρυγμα δὲν ἀποκλείεται ὁ
καταγγελτικὸς λόγος. Προέχει ὅμως ὁ θετικὸς λόγος. Ὅταν ἔχουμε μπροστά μας τὸν
πολύτιμο μαργαρίτη, τὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι κρίμα νὰ ἀποστρέψουμε τὸ βλέμμα γιὰ νὰ ἀσχοληθοῦμε
μὲ τὴν ὅποια βορβορώδη γύρω μας πραγματικότητα.
Τὸ Εὐαγγέλιο, τὰ ἀποστολικὰ
κείμενα, ἡ τυχὸν γιορτὴ τῆς ἡμέρας, παρέχουν ἀξιολογότατες ἀφορμές. Ἡ ἑρμηνεία
τους εἶναι σημαντική, καὶ πρέπει νὰ λαμβάνει ὑπόψιν τὸ μέσο ἐπίπεδο τοῦ ἀκροατηρίου.
Ἂς μὴν προϋποθέτουμε θεολογικὴ γνώση, παιδεία καὶ ἐμπειρία. Ἂς θεωρήσουμε ὅτι ἔχουμε
ἀρχάριους μαθητές, κάθε φορὰ δὲ ἀρχάριους, ἀφοῦ τὸ ἐκκλησίασμα ἐναλλάσσεται, καὶ
ὁ σποραδικὸς ἐπισκέπτης εἶναι κατ’ οὐσίαν ξένος πρὸς τὴ λειτουργικὴ ζωή. Ἂς
δώσουμε κάποια εἰσαγωγικὰ στοιχεῖα, στοιχεῖα ἱστορίας ἐποχῆς. Γιατί ὁ Χριστὸς εἶπε
τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο; Τί σήμαινε αὐτὸ στὴ συγκεκριμένη συνάφεια; Ἂς δώσουμε κάποιες
νύξεις, κάποιες κατευθύνσεις. Ἂς μὴν θεωρήσουμε ὅτι μποροῦμε νὰ ἐξαντλήσουμε
νοηματικὰ τὴ σχολιαζόμενη περικοπή, καὶ ἂς ἐνθαρρύνουμε καὶ τὴν πρωτοβουλία στὸν
ἀκροατή, παρέχοντάς του ἀνοιχτὰ ἐρεθίσματα, νὰ σκεφτεῖ τί μπορεῖ νὰ τὸν συγκινεῖ,
τί μπορεῖ νὰ σημαίνει γι’ αὐτὸν σήμερα τὸ θέμα τοῦ κηρύγματος.
Καλὸ εἶναι τὸ κήρυγμα νὰ ἔχει
ἕναν ἐσωτερικὸ ρυθμό, καὶ συνάμα καθαρότητα καὶ σαφήνεια. Αὐτὸ ὅμως συνεπάγεται
μιὰ χάρη τοῦ λόγου, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἀπαραιτήτως ἔμφυτη, ἀλλὰ καλλιεργεῖται.
Σημαίνει ἐπίσης καὶ καλὴ προετοιμασία.
Ἔτυχα μπροστὰ σὲ διάλογο
κάποιου ἱερέα μὲ γνωστὸ λαϊκὸ θεολόγο. Ὁ ἱερέας εἶχε κηρύξει στὸ εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας.
Τὸ μισό κήρυγμά του ἦταν σφριγηλό, πλῆρες νοηματικῆς συνάφειας καὶ ἀλληλουχίας,
εἶχε σαφήνεια καὶ χάρη. Ἀπὸ τὴ μέση καὶ πέρα ὅμως ἄρχισε κάπως νὰ δυσκολεύεται,
νὰ χάνει τὰ λόγια του, νὰ κλωθογυρίζει στὸ ἴδιο σημεῖο, καὶ νὰ μὴν βρίσκει
καθόλου τὸ δρόμο γιὰ τὴν κατακλείδα, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ λόγος του νὰ διαρκέσει στὸ
σύνολο 20 λεπτά. Συζητώντας το ἐκ τῶν ὑστέρων μὲ τὸν λαϊκὸ θεολόγο, τοῦ ἐκμυστηρεύτηκε
πόσο φόρτο ἐργασίας καὶ κόπωση εἶχε τὴν προτεραία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἑτοιμάσει
μόνο τὸ μισὸ κήρυγμά του καὶ γιὰ τὸ ὑπόλοιπο νὰ ἀφεθεῖ στὴν ἐπίνευση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ὁ λαϊκὸς θεολόγος τοῦ σχολίασε σκωπτικά: «Αὐτὸ ποὺ εἶπες ἐσύ, πάτερ,
ἦταν πολὺ καλό. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅμως τὰ ἔκανε μαντάρα!»
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὄντως μπορεῖ
καὶ νὰ “ἐκπνεύσει” γιὰ κάποιους ποὺ ἐνῶ δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ καταβάλουν τὸν ἀνθρώπινό
τους μόχθο θεωροῦν ὅτι τὸ “κατέχουν”. Ἀντιθέτως, μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσει ἀνθρώπους
ποὺ μοιάζουν μὲ τὰ λιθάρια, τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ γίνουν τέκνα στὸν Ἀβραάμ.[23] Ἐμεῖς ἐπιζητούμε
νὰ κατεχόμεθα ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀντίθετα, ὁ Παράκλητος δὲν εἶναι ἀπὸ
κανέναν ἀτομικὰ διακατεχόμενος.
5. Τὸ Κατεξοχὴν Κήρυγμα
Τὸ Εὐαγγέλιο κηρύσσεται, ἀναγγέλλεται,
διατρανώνεται, διαλαλεῖται. Ὅπως κάθε καλὸ πραγματικὰ νέο ποὺ ἀφορᾶ τὴ ζωή. Καὶ
τί μπορεῖ νὰ ἀφορᾶ τὴ ζωὴ περισσότερο ἀπὸ τὴν ὁριστικὴ νίκη τοῦ θανάτου, ἀπὸ τὴν
ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔγινε πρόξενος καὶ τῆς δικῆς μας ἀθανασίας; Ἢ θὰ
ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπο μὲ ἀμφιβολία, δυσπιστία ἢ καὶ θυμὸ γιὰ κάτι ποὺ ἐνδέχεται
νὰ θεωρήσεις ἐμπαιγμό, ἢ θὰ ἀκολουθήσεις γιὰ πάντα…
Θὰ ἀκολουθήσεις αὐτὸν ποὺ
κηρύσσει, τὸν ἀπόστολο Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔστω κι ἂν βρίσκεται στὴν ἀγορὰ ἢ στὴ
συναγωγή, ἂν κηρύττει κατὰ τὴν ἱερὴ στιγμὴ τῆς θείας Λειτουργίας ἢ μέσα στὸ
βορβορῶδες καταγώγιο τῆς φυλακῆς. Ἡ ἱερότητα τοῦ κηρύγματος δὲν σχετίζεται μὲ
χωροχρονικὲς συνιστῶσες ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο τὸ μήνυμα. Ὁ Χριστός, ὁ ἔνσαρκος
προαιώνιος Λόγος, ἐσκύλευσε τὸν Ἅδη, διέρρηξε τὸ κράτος τοῦ θανάτου, τοῦ χώρου,
τοῦ χρόνου καὶ τῆς φθορᾶς... Μᾶς εἰσήγαγε στὴ νέα ἐσχατολογικὴ πραγματικότητα,
μᾶς χάρισε τὴν ἐλπίδα…
Τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ἀναστάσιμο
μήνυμα εἶναι τὸ κήρυγμα ἐν αὐστηρᾷ θεολογικῇ ἐννοίᾳ.
Τὸ κήρυγμα ὅπως τὸ νοοῦμε καὶ
τὸ ἀντιλαμβανόμαστε σήμερα δὲν εἶναι παρὰ μιὰ συρρίκνωση τῆς αὐθεντικῆς ἐννοίας
του κηρύγματος, ἴσως δὲν εἶναι παρὰ μιὰ σκιά…
Ὅσο προσπαθοῦμε νὰ ἐπιλύσουμε
τὰ προβλήματα τοῦ κηρύγματος ὡς σκιᾶς, τόσο φαίνεται ὅτι ἐπιχειροῦμε τὴν ἐμπέδωση
τοῦ σκιώδους χαρακτήρα του, τόσο μεγαλύτερη ἀλλοτρίωση ὑφιστάμεθα καὶ ἄλλο τόσο
ματαιοπονοῦμε.
6. Ἡ Πλευρὰ τοῦ Δέκτη
Βαριέμαι! Δὲν ὑπάρχει
χριστιανὸς γονιὸς ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἀκούσει τὸ ρῆμα αὐτὸ σὲ συνάρτηση μὲ τὴ θεία
Λειτουργία τῆς Κυριακῆς ἀπὸ τὸ παιδί του. Εἶναι συχνὸ φαινόμενο νὰ βαριέται
σήμερα στὸ κήρυγμα ἕνας ἔφηβος, μιὰ κουρασμένη μάνα, ἕνας ἀνυπόμονος ἡλικιωμένος,
ἕνας ἄνδρας ποὺ δὲν νιώθει πὼς ὁ ἱερέας θὰ τοῦ προσθέσει κάτι στὴ συγκρότησή
του. Ἴσως νὰ εἶναι σημεῖο τῶν ἐπιπόλαιων καιρῶν μας, ἢ νὰ μαρτυρεῖ τὴ σαθρὴ
πνευματικὴ κατάσταση τοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας – ὄχι κάποιων ἄλλων, τὴ δική μας.
Ὁ δέκτης εἶναι κουρασμένος,
κορεσμένος. Εἶναι στὴ ζωή του δέκτης χιλιάδων μηνυμάτων. Αἰσθάνεται τὸ κήρυγμα ὡς
ἄλλη μιὰ διαφήμιση, σὲ ἕναν κατακλυσμὸ διαφημίσεων. Γιατί νὰ “ἀγοράσει”;
Εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ δέκτης τοῦ
κηρύγματος δὲν θὰ “ἀγοράσει” ἂν δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη γιὰ ἕνα νόημα ζωῆς, ἢ
ἂν τὸ κήρυγμα δὲν εἶναι κατάλληλο καὶ ἱκανοποιητικὸ ὥστε νὰ τὸ προσφέρει. (Τὸ
νόημα τῆς ζωῆς εἶναι βέβαια ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος Κύριος στὸ ποτήριο τῆς
θείας Εὐχαριστίας, καὶ τὸ κήρυγμα μόνο χρέη διερμηνείας ἐπιτελεῖ – καλὸν εἶναι
νὰ μὴν τὸ λησμονοῦμε.)
Τὸ ζήτημα ὅμως τῆς ἱκανοποίησης
εἶναι ἐπίσης ζήτημα σχετικό. Συχνὰ οἱ πιθανοὶ ἀναγνῶστες αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου καὶ
περὶ τὸ κήρυγμα ἐνδιαφερόμενοι, ἰδίως δὲ ἐὰν εἴμαστε λαϊκοὶ θεολόγοι, εἴμαστε οἱ
αὐστηρότεροι κριτές. Μιὰ ὑπόγεια ζήλεια φαίνεται νὰ μᾶς διακατέχει, μιὰ δίκαιη ἢ
ἄδικη –ἀδιάφορο– ἐντύπωση ὅτι ἐμεῖς θὰ τὰ καταφέρναμε καλύτερα. Εὐθύνη ὅμως γιὰ
τὴ λειτουργία τῆς ἐνορίας δὲν ἔχουν μόνο οἱ ἱερεῖς. Ἔχουν καὶ οἱ ἐν ἐπιγνώσει ἐνορίτες,
ποὺ ἂν καὶ δυσανασχετοῦν καθὼς συνήθως δὲν τοὺς δίνεται ὁ λόγος, μποροῦν νὰ
μιλήσουν καὶ νὰ διδάξουν τὰ μέγιστα μὲ τὴ γενικὴ στάση τους.
Οἱ ἐνορίτες μπορεῖ νὰ
γνωρίζουμε πολλά, ἴσως περισσότερα ἀπὸ τὸν ἱερέα. Αὐτὸ σήμερα δὲν εἶναι διόλου ἀσύνηθες,
καὶ θὰ μποροῦσε νὰ λειτουργεῖ ὡς πλεονέκτημα καὶ ὄχι ὡς μειονέκτημα στὶς ἐνορίες.
Ἡ πολλαπλότητα τῶν χαρισμάτων εἶναι ζωογόνα ἂν δὲν γίνεται πεδίο ἀνταγωνισμοῦ.
Κάποτε οἱ ἐνσυνείδητοι ἐνορίτες
νομίζουμε ὅτι τὰ ξέρουμε ὅλα. Αὐτὸ εἶναι ἀφενὸς ἀφ’ ἑαυτοῦ μιὰ ὑπερβολή,[24] καὶ ἀφετέρου
εἶναι μιὰ σκέψη ποὺ ἀντιτάσσεται σὲ κάθε πρόοδο, δηλώνει συντηρητισμὸ καὶ στεῖρο
γεροντισμὸ – μὲ τὴν κοινὴ ἔννοια τοῦ γεροντικοῦ πείσματος καὶ ὄχι τὴ θεολογικὴ
σημασία. Ἂν ἐπαιρόμαστε γιὰ τὴ θεολογική μας αὐτοσυνειδησία, ὀφείλουμε νὰ
περιορίσουμε τὴν «ἐπιλογὴ ἐνοριῶν» –δὲν πρόκειται γιὰ ἐπιλογὴ σκηνῆς σὲ θεατρικὴ
παράσταση– καὶ νὰ σκεπάζουμε τὸ κατὰ δύναμιν τὸ ἐλάττωμα τοῦ ἱεροκήρυκα. Ὀφείλουμε
μεγαλύτερη ἀγάπη, ἀνοχὴ καὶ ταπείνωση.
Τέλος, πρέπει νὰ λαμβάνουμε ὑπόψιν
ὅτι τὸ ἀκροατήριο ἑνὸς κηρύγματος εἶναι ποικίλο, καὶ νὰ δείχνουμε διάθεση ἀλληλοπεριχώρισης
πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας.
Γιὰ τὴ διαφορετικὴ ταχύτητα τῶν
ποικίλων ἀκροατῶν τοῦ κηρύγματος, κάνει λόγο ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐπισημαίνοντας:
«Βέλτιον γὰρ μικρὸν διασκάπτοντες χωρίον, καὶ πρὸς τὸ βάθος καταβαίνοντας πολὺν
τῶν ἀναγκαίων εὑρίσκειν τὸν θησαυρόν [...] Καίτοι οἶδα πολλοὺς πρὸς τὴν
βραδύτητα ταύτην δυσχεραίνοντας· ἀλλ' οὐ μέλει μοι τῆς ἐκείνων κατηγορίας, ἀλλὰ
μέλλει μοι τῆς ἡμετέρας ὠφελείας. Οἱ ὀξύτερον βαδίζειν δυνάμενοι τοὺς
βραδυτέρους τῶν ἀδελφῶν ἀναμενέτωσαν· οὖτοι μὲν γὰρ ἐκείνους ἀναμεῖναι
δύνανται, οἱ δὲ ἀσθενέστεροι πρὸς ἐκείνους ἑαυτοὺς παρεκτεῖναι οὐκ ἰσχύουσι».[25] Οἱ ταχύτεροι, οἱ ἰσχυρότεροι πνευματικὰ ἔχουν χρέος νὰ ἀναμένουν τοὺς ἄλλους
καὶ νὰ τοὺς βοηθοῦν νὰ σπεύσουν ὅσο μποροῦν. Ὄχι τὸ ἀντίστροφο. Ἀλλιῶς μποροῦμε
νὰ κάνουμε λόγο γιὰ ἀτομικὴ πορεία καὶ ἀτομικὴ σωτηρία, ὄχι γιὰ κοινότητα, πρόσωπο
καὶ κοινὴ ἐσχατολογικὴ προσδοκία.
7. Ἡ Θέση τοῦ Κηρύγματος στὴ Ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας Γενικά
Κλείνουμε ἐπισημαίνοντας ἐν
τάχει τὴ σημασία τοῦ κηρύγματος, ποὺ συχνὰ ὑποτιμᾶται πρὸς ὄφελος μιᾶς βιωματικῆς,
κατ’ ἀκρίβειαν θολῆς συναισθηματικῆς θεολογίας, ποὺ εἶναι σήμερα τῆς μόδας. Κι ἐνῶ
ἐμφανίζεται ὡς ἀναζωπύρωση τῆς πατερικῆς παράδοσης, ἀφοῦ μιὰ θεολογία ἀκαδημαϊκὴ
εἶχε ἐξορίσει τὸ βίωμα, καὶ κατ’ οὐσίαν
τὴν ἴδια τὴν πίστη, κρύβει καὶ πολλὲς παγίδες.
Ὅλα τὰ μυστικιστικὰ ρεύματα
βλέπουν μιὰ συνεννόηση τῶν θρησκειῶν σὲ μιὰ βιωματικὴ ἐνατένιση τοῦ θείου, στὸ
πλαίσιο μιᾶς ἐνορατικῆς θεωσιακῆς «θεολογίας». Ἡ ἐλλιπὴς κατάρτιση τῶν
περισσότερων θεολόγων (καὶ ἀκόμα χειρότερα τῶν ἁπλῶν ἀλλὰ μετὰ μανίας
θεολογούντων, κοντὰ σὲ γεροντάδες καὶ μακριὰ ἀπὸ μιὰ συγκροτημένη σπουδή) σὲ
ζητήματα θρησκειολογίας δὲν ἐπιτρέπει νὰ διακρίνει κανεὶς μιὰ ὑπόγεια ἑνοθεϊστικὴ
καὶ κατ’ ἐπέκταση πανθεϊστικὴ τάση, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὰ μάλα καὶ τὸ κλίμα τῆς
Νέας Ἐποχῆς.
Ἡ ὀρθόδοξη ἄποψη εἶναι
καθολική: θέλει τὸ βίωμα καὶ τὴ λογικὴ ἐπεξεργασία του, τὴ διαύγεια τοῦ νοῦ καὶ
τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, τὴ λογικὴ λατρεία, τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι, ὅπως παραδόθηκε στοὺς Πατέρες καὶ σ’ ἐμᾶς, ὅπως ὀφείλουμε νὰ
σπουδάζουμε, νὰ γνωρίζουμε καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωροῦσε
ὅτι οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ διδάσκονται τὴν πίστη, νὰ γνωρίζουν, νὰ ἐφαρμόζουν ἀλλὰ
καὶ κάτι περισσότερο: νὰ διδάσκουν τοὺς ἄλλους μὲ βάση τὰ ὅσα ἔμαθαν στὸ
κήρυγμα,[26]
ποὺ ἦταν τὸ κύριο ἐργαλεῖο μεταφορᾶς τῆς θεολογικῆς γνώσης, πρόσωπο πρὸς
πρόσωπο.
Γι’ αὐτὸ καὶ παρὰ τὴν ἀπέχθεια
ποὺ μπορεῖ νὰ αἰσθανόμαστε σὲ μακροσκελὴ καὶ κακὰ κηρύγματα, καὶ παρότι πολλὲς
φορὲς μπαίνουμε στὸν πειρασμὸ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι τὸ κήρυγμα καλὸ θὰ ἦταν νὰ ἔλλειπε
ἐντελῶς, ὁ δρόμος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ μοχθήσει γιὰ τὴν ἀρτιότητα τοῦ
κηρύγματος – μακριὰ ἀπὸ τὴ λογική: «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι».
Ἐδῶ κάναμε λόγο γιὰ τὸ
κήρυγμα μὲ τὴν τυπική του ἔννοια, αὐτὸ ποὺ γίνεται στὸ χῶρο τοῦ ναοῦ. Καθὼς ἄλλα
ἐργαλεῖα –ὁ λόγος κυρίως γιὰ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν– ἀλλάζουν χαρακτήρα στὸ
πλαίσιο μιᾶς πολυπολιτισμικῆς κοινωνίας καὶ καθὼς ἡ παιδεία γενικὰ ἀπαξιώνεται
καὶ ὁ θεολογικὸς ἀναλφαβητισμὸς βασιλεύει, ὁ δρόμος τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν εἰς
Χριστὸν διδαχὴ δὲν θὰ εἶναι εὔκολος. Πολλὰ «κεκτημένα», ἀκόμα καὶ ἡ στοιχειώδης
γλωσσικὴ κατάρτιση, εἶναι σήμερα ἐκ νέου ζητούμενα. Τὸ κήρυγμα στὸ ναὸ εἶναι ἕνα
πολύτιμο ἐργαλεῖο καὶ πρέπει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαίτερα.
Στὸν σύγχρονο ὅμως κόσμο, ποὺ
ἀπεκκλησιοποιεῖται ραγδαῖα, σημασία ἔχει ξανὰ τὸ κήρυγμα ποὺ γίνεται στὴν ἀγορά,
στὴν πιάτσα, ἐκεῖ ὅπου συναθροίζονται ἄνθρωποι καὶ συζητοῦνται ἰδέες, προτάσεις
καὶ πραμμάτειες. Ὑπ‘ αὐτὴ τὴν ἔννοια καὶ ἄλλες ἀντισυμβατικὲς μορφὲς τοῦ κηρύγματος
πρέπει νὰ διερευνηθοῦν καὶ νὰ ὑποστηριχθοῦν θεσμικὰ οἱ σοβαρότερες
πρωτοβουλίες. Ἐλπίζουμε τὰ ἀθλιότερα τῶν κηρυγμάτων νὰ μὴν τὰ ἀντικαταστήσουν
ἄθλιες ἱστοσελίδες, ἄθλια ἔντυπα ἢ ραδιόφωνα, ποὺ ἐπαγγέλονται μαζικότητα ἀλλὰ
δυστυχῶς καθρεφτίζουν σὲ μεγάλη ἐμβέλεια τὸν μὴ κατ’ ἐπίγνωση ζῆλο καὶ τὴ
νοσηρότητα τῶν νεόκοπων αὐτῶν ἱεροκηρύκων. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ θετικές, κάποτε
λαμπρὲς προσπάθειες.
Ἡ μόνη δυνατὴ λύση σ’ αὐτὸ τὸν
πληθωρισμὸ μιᾶς πραγματικὰ ἀθεολόγητης καὶ ἀκοινώνητης πληροφορίας (ἀντὶ γιὰ τὴν
πραγματικὴ κοινωνία τῆς πληροφορίας) εἶναι νὰ ἀσχοληθοῦν σοβαρὰ οἱ ἀνθρωποι ποὺ
πρέπει, νὰ βροῦν στήριξη καὶ βοήθεια. Εἶναι ἐπίσης καιρὸς νὰ κατανοήσουν καὶ οἱ
κατὰ Γρηγόριον «χειροτονητοὶ θεολόγοι καὶ ἐπίσκοποι» ὅτι καλὸ εἶναι νὰ
χτίζονται ναοί, καλύτερα ὅμως νὰ οἰκοδομεῖται ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος.
Πρώτη Δημοσίευση:
«Τὸ Κήρυγμα: Μαρτυρία ἢ Μαρτύριο …καὶ ποιοῦ;»: Θεολογία, τόμ. 82, τεῦχ. 2 (Ἀπρ.-Ἰουν. 2011), σσ. 221-235.
* Ἱερ.
9,1.
[9] Γιὰ τὴ σημασία τοῦ παραδείγματος στὸ
πρωτοχριστιανικὸ κήρυγμα ὑπάρχει γενικὴ συμφωνία μεταξὺ τῶν ἐρευνητῶν. Ἐνδεικτικά
βλ. Adolf von Harnack, Die Mission und Ausbreitung des Christentums in den ersten drei Jahrhunderten, Λειψία: J.C. Hinrichs'sche Buchhandlung, τόμ. 1, 41924, σ. 115 καὶ σσ. 395-397· στὸ συλλογικὸ τόμο H. Frohnes – U. W. Knorr (ἐπιμ.), Kirchengeschichte als Missionsgeschichte, Μόναχο: Chr. Kaiser Verlag, τόμ. 1 (Die alte Kirche), 1974, βλ. τὰ ἄρθρα τοῦ συνόλου σχεδὸν τῶν συμμετεχόντων.
Βλ. ἐξάλλου, Gustave Bardy, La Conversion au Christianisme durant les premiers ciècles, Παρίσι: Aubier
(Éditions Montaigne) <Théologie, 15>, 1949, σσ. 137· 146-157· Martin Schlunk, Die Weltmission der Kirche Christi: Ein Gang durch neunzehn Jahrhunderte,
Στουτγάρδη: Evangelische Missionsverlag,
21951, σ. 17, σσ. 26-27· Kenneth Scott
Latourette, Geschichte der Ausbreitung des Christentums, ἐπιμ. γερμ. ἔκδ. Richard M. Honig, πρόλ. Hermann
Dörries, Γκέτινγκεν: Bandenhoeck & Ruprecht, 1956, σσ.12, 15, 16· Karl MÜller, Die Weltmission der Kirche, Ἀσάφενμπουργκ: Paul Pattloh Verlag <Der Christ in
der Welt: Eine Enzyklopädie, XII. Σειρά (Bau
und Gefüge der Kirche), τόμ. 12>, 1960, σ. 16· Jacques Zeiller, La Croix conquiert le monde, Παρίσι: Librairie Arthème Fayard <Je sais –Je crois: Encyclopédie du catholique au
xxème siècle, μέρος 7 (L' Église dans son histoire)>,
1960, σσ. 53-55· Στεφεν Νειλλ [St. Neill], Χριστιανικὲς Ἱεραποστολές, μτφρ. Παν. Δ. Παπαδημητρακόπουλος, μέρ. Α΄, Θεσσαλονίκη: Ἑλλ. Ἀδελφ. Ὀρθοδόξου Ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς τέως: «Οἱ Φίλοι τῆς Οὐγκάντας», 1987, σσ. 40ἑξ.· Glenn E. Hinson, Identity and Adaptability: The Role of Selected Ecclasiastical and
Theological Forms in the Early Christian Mission until A.D. 451, διδ. διατρ., Ὀξφόρδη: [δακτ. ἔκδοση], 1973, σσ. 133-137· Αναστασιοσ
Ἀλβανίας [Γιαννουλατοσ], Μοναχοὶ καὶ Ἱεραποστολὴ κατὰ τοὺς
4ο καὶ
9ο Αἰῶνες, Ἀθήνα: Ἀκρίτας <Σειρά: Ὀρθόδοξη Μαρτυρία, 100>, 2008, σσ. 54-55. Ἐξάλλου ὑπάρχει καὶ γενικὴ συμφωνία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία –πέραν τῶν ὅσων ἱστορικῶν ἀποτιμήσεων ἐνδεικτικὰ ἀναφέραμε– ἐπιφυλασσόμαστε γιὰ λόγους οἰκονομίας χώρου νὰ παρουσιάσουμε κάποτε ἄλλοτε.
[10] Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στηλιτεύει καὶ προειδοποιεῖ γιὰ τὰ παρόμοια φαινόμενα στὴν
συνάφεια τῆς Α΄ Κορ. Βλ. ἰδίως 1,
10-17. Ἐκεῖ ὅμως καὶ ὁ περίφημος ὕμνος στὴν ἀγάπη, κεφ. 13. Ὁ ἑλληνιστὴς E. R. Dodds κάνει
λόγο γιὰ τὴ ζεστασιὰ τῆς χριστιανικῆς κοινότητας, ποὺ προσείλκυε τοὺς πάντες: Pagans and Christians in the Age of Anxiety: Some Αspects of Religious Experience from Marcus Aurelius to Augustine, Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 1968, σσ. 137-138.
[12] Ἡ ἱεροπρέπεια εἶναι θεῖο χάρισμα καὶ ἀξία πολὺ σημαντική, καθὼς δηλώνει τὴν
αὐθεντία καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἱεροσύνης, τὸ ὁποῖο ὅμως καταυγάζεται ἀπὸ τὸ φῶς τὴς
σεμνότητας. Ἡ στροφὴ ἐπίσης στοὺς Πατέρες καὶ ἡ συστηματικὴ σπουδή τους εἶναι
μεγάλο κέρδος γιὰ τὴ θεολογία τὶς τελευταῖες δεκαετίες· ἀλλὰ ἀπαιτεῖ ἕνα βάθος ἐργασίας
καὶ μόχθου, συγκίνησης καὶ ζέστης τῆς καρδιᾶς. Ἡ τσιτατολογικὴ χρήση πατερικῶν ἐδαφίων,
ἀποσπασματικὴ καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ συγκείμενο, μὲ σκοπὸ εἴτε ἁπλῶς τὸν ἐντυπωσιασμὸ εἴτε
τὴν ἐνίσχυση μὲ τὸν «βαρὺ πατερικὸ ὁπλισμὸ» τῶν ἰδίων ἀπόψεων σὲ ἕναν ἀπρόσφορο ζῆλο, δὲν προσθέτει ἀλλὰ μᾶλλον ἀφαιρεῖ.
[13] Πρβλ. Δημητρα
Κουκουρα, Τὸ Μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου: Μετάδοση καὶ Πρόσληψη, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 2009, σσ. 73-95.
[17] Ιουλιανός, Κατὰ Γαλιλαίων, Α΄, 33 (229c) | μτφρ. φιλολογικῆς ὁμάδας
Κάκτου, Ἀθήνα: Κάκτος <Οἱ Ἕλληνες, 277>, 1994, σ. 195.
[18] Πρβλ. καὶ τὸ ἀκόλουθο: «Ἀφοῦ ἐπιλέξετε ὁρισμένα παιδὰ ἀπὸ ὅλους ἐσᾶς, ἀσκεῖστε
τα καὶ μορφῶστε τα στὶς δικές σας γραφές, κι ἂν ἀποδείξουν, ὅταν γίνουν ἄνδρες,
ὅτι ἔχουν μεγαλύτερες ἱκανότητες ἀπὸ τοὺς δούλους, τότε μπορεῖτε νὰ πιστεύετε ὅτι
λέω ἀνοησίες καὶ ὅτι πάσχω ἀπὸ ἀπαισιοδοξία»: Ιουλιανός,
Κατὰ Γαλιλαίων, Α΄, 33 (229e-230a) | μτφρ. φιλολογικῆς ὁμάδας
Κάκτου, Ἀθήνα: Κάκτος <Οἱ Ἕλληνες, 277>, 1994, σ. 197. Οἱ Πατέρες, ἀντίθετα,
οὐδέποτε ἀμφισβήτησαν τὴ χρησιμότητα τῆς ἐγκυκλίου Παιδείας. Βλ. τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Πρὸς τοὺς Νέους, ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο Λόγων |ΒΕΠ 54, 199-211. Περαιτέρω βλ. Ηλιας Βουλγαράκης, Καθημερινὲς Ἱστορίες Ἁγίων καὶ Ἁμαρτωλῶν στὸ Βυζάντιο, Ἀθήνα:
Μαΐστρος <Σειρά: Ναῦς>, 32007, σσ. 191-194, κεφ. «Σχέση Ἐθνικῆς
καὶ Χριστιανικῆς Παιδείας».
[19] Ἔτσι, τὸ κριτήριο τῆς μέλλουσας κρίσης εἶναι ἡ ἀγάπη στὸν συνάνθρωπο, στὸ
πρόσωπο τοῦ ὁποίου βλέπουμε τὸν Χριστό. Βλ. Μτ.
25,31-46.
[23] Πρβλ. Μτ. 3,9· Λκ. 3,8. Βλ. καὶ Βασιλης Αντωνοπουλος, Ἁπὸ τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν:
Ὁ Ἀβραὰμ στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, Ἀθήνα: Μαΐστρος <Σειρά:Ναῦς>, 2008, σσ. 223-225.
[25] Ιωαννης Χρυσοστομος, Εἰς τὴν Ἀρχὴν καὶ τὴν Ἐπιγραφὴν τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, Γ΄, β΄ | PG 51, 90[D]. Ἀναλυτικότερα σχολιάζουμε τὸ
ζήτημα στὸ βιβλίο μας Νεωτερικότητα καὶ Σχολικὴ Θρησκευτικὴ Ἀγωγή, Μαΐστρος <Σειρά: Ναῦς>, 2004, σσ. 86-90 κ.ἀ.
[26] Εἰς τὴν Γέν., ΣΤ΄, β΄ | PG
54, 607[B]· Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας, Γ΄, [ζ΄] | PG 49, 58[C-D]· Εἰς τὸν Ἅγ.
Ἱερομάρτ. Φωκᾶν, δ΄ | PG 50, 706[B], καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα τοῦ ἔργου του.