Γιορτή στην καρδιά της άνοιξης, πάντα φέρνει εαρινές μοσχοβολιές, μαυλιστικές θύμησες και αναμνήσεις γλυκιές. Μα δεν θα σταθώ στις πάμπολλες αναμνήσεις αυτής της γιορτής, αλλά σε μια μέρα που έβρεχε και ήμουν στην Καλλιδρομίου, σε ένα από τα γνωστά μπαράκια με τους συνήθως εκλεκτούς θαμώνες. Μόλις είχα γυρίσει από εκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης, όπου ήμουν ομιλήτρια. Μια κριτική αποτύπωση του έργου του Χρήστου Γιανναρά ήταν το θέμα μου, και το τιμώμενο πρόσωπο συγκινημένο. Ο εκδότης Δ.Κ. μας τραπέζωσε πλουσιοπάροχα, και κατόπιν ένας φίλος συνάδελφος κι εγώ ανηφορίσαμε προς την Καλλιδρομίου. Ψιλοκουβεντιάζαμε οι δυο μας για λίγο μέχρι που έσκασε μύτη ο πρώτος γνωστός μου. Συγγραφέας, θεατροκριτικός, οξυνούστατος στοχαστής και σπαρταριστός αφηγητής, «διανοούμενος ελευθέρας βοσκής», όπως περιέγραφε ο ίδιος τον εαυτό του. Τις μικρές ώρες μαζευόταν αυτή η παρέα. Κάθισε μαζί μας και λίγο λίγο ήρθαν κι άλλοι, οι περισσότεροι άγνωστοι και μιλούσαμε και γελάγαμε με αμεριμνησία. Πρώτη φορά συνάντησα και τον τελευταίο που στρώθηκε απρόσκλητος στο τραπέζι μας, γνωστό ποιητή και γνωστό επίσης για τα φαρμακερά του σχόλια. Έκτοτε τον συνάντησα και άλλες πολλές φορές και εκτίμησα το σπιρτόζο πνεύμα του, που όμως ξεδιπλωνόταν μετά το πρώτο ποτήρι ουίσκι και έσβηνε γρήγορα μετά το τέταρτο.
Η γνωριμία μας ήταν επεισοδιακή. Γιατί μόλις έτυχε να πληροφορηθεί ότι είμαι θεολόγος, κάτι που ήταν αναπόφευκτο αφού ακόμα σχολιάζαμε τα της βιβλιοπαρουσίασης, και θεώρησε πρέπον να εκφράσει με πάσα πληρότητα την άποψή του για τη θεολογία και τον χριστιανισμό. «Η καταστροφή της αρχαίας κουλτούρας» ήταν με λίγα λόγια ο χριστιανισμός, και με υπεροψία που θα ζήλευαν πολλοί διανοούμενοι αλλά και με τη βεβαιότητα ότι η άποψή του συνοψίζει το άκρον άωτον της καινοτομίας και την αιχμή της προόδου, συνέχιζε ακάθεκτος. Τώρα όμως, του πνεύματος βοηθουμένου υπό του οινοπνεύματος, η ιδεολογική διαφώτιση διολίσθαινε σε αστεία με τα οποία κακάριζε το φιλοθεάμον ακροατήριο, πλην όμως όλο και πιο χοντροκομμένα. Οι θύραθεν φίλοι μου δεν ήταν διόλου υποψιασμένοι για κάποιες ολισθηρές γωνιές της αρχαιολατρίας, όπως είμαστε εν μέρει σήμερα. Ο θεολόγος συνάδελφός μου είχε προσβληθεί, κυρίως για χάρη μου, η θερμοκρασία ανέβαινε επικίνδυνα. Προσωπικά δεν μιλώ σχεδόν ποτέ για θεολογικά ζητήματα σε μεγάλες παρέες και ποτέ αν δεν ρωτηθώ με πραγματικό ενδιαφέρον. Έτσι, γελούσα, ανταπαντούσα με αστεία μέχρις ενός σημείου, μέχρι το σημείο που σηκώθηκε όρθιος και με περισσό ζήλο δήλωσε: «Πόσο κρίμα είναι που οι χριστιανοί δεν εξοντώθηκαν όλοι στους διωγμούς του Νέρωνα, του Δεκίου και του Διοκλητιανού!» Η παρέα πάγωσε. «Άντε βρε παιδί μου, μολόγα το επιτέλους ποια είναι τα πρότυπά σου. Πες ότι πίσω από το διαφωτισμό κρύβεται ένας Ροβεσπιέρος! Παράτα τον ανθρωπισμό, το διαφωτισμό, την αρχαιότητα και πήγαινε στη Ρώμη! Εκεί το θέαμα, εκεί το αίμα, εκεί η δύναμη, εκεί το Κολοσσαίο…».
Είχα τραβήξει σπαθί. Και ετοιμαζόμουν για κανονική μονομαχία μέχρι τελικής πτώσεως. Όμως τότε, ο «διανοούμενος ελευθέρας βοσκής» έπρεπε να φύγει, γιατί είχε άλλο ραντεβού σε άλλο μπαράκι, και η παρέα διάλυσε. Μείναμε οι δυο συνάδελφοι, ο «ανθρωπιστής» ποιητής και η φίλη του. «Και τώρα οι δυο μας», του είπα με στόμφο, αφού κρατιόμουν τόση ώρα, σεβόμενη την παρέα. Μα εκείνος γέλασε γλυκά και μου υπέδειξε με τον τρόπο του ότι η παράσταση δεν ανεβαίνει δίχως θεατές. Από τότε δεν έχουμε ξανατσακωθεί ποτέ.
Αυτό το επεισόδιο, το χαμένο στη μνήμη, το θυμήθηκα σήμερα, ανήμερα του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
«Ένας φονιάς, ένας πολυδολοφόνος ήταν», έλεγε η φιλόλογος του σχολείου. Ναι, αλλά αυτό ισχύει για κάθε πολιτικό ηγέτη, σκεφτόμουν! Και το μεγαλείο του κρίνεται όχι από την άσπιλη και αμόλυντη διαγωγή του σε βίο και πολιτεία, αλλά από το αποτέλεσμα της διακυβέρνησής του και μάλιστα σε ιστορική διάσταση.
Ξένη προς τους μεμψίμοιρους λογισμούς νομικιστών ηθικολόγων φιλολόγων (και ω! ας μου συγχωρεθεί αυτή η μειωτική χρήση της υπέροχης λέξης «φιλολογία», που έχει όμως καταβαραθρωθεί στο βωμό της μιζέριας μιας σχολαίας καθημερινότητας, καταντώντας σκέτος ευφημισμός), η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και μάλιστα ισαπόστολο. Γιατί πάνω και πέρα από τους πολέμους του με τρόπο μειλίχιο άλλαξε το ρου της ιστορίας.
Κατά τρόπο παράδοξο όμως, ο Μ. Κωνσταντίνος τιμήθηκε και από τον επίγονό του Ιουλιανό, τον επιλεγόμενο και Παραβάτη ή Αποστάτη. Ο Ιουλιανός, αν και θέλησε να αναστήσει την αρχαία λατρεία, ποτέ δεν ξεπέρασε τη μορφή-ορόσημο του Κωνσταντίνου Χλωρού. Αντιθέτως, είχε πάντα ως πρότυπο τις μεθόδους και τη συμπεριφορά του, οι οποίες ήταν οδηγητικές για την πορεία του, έστω στο αντίθετο ρεύμα.
Κάποια φορά θα γράψω για όλα αυτά κάτι παραπάνω από σημείωμα, αλλά την ώρα τούτη σκέφτομαι απλώς, πως ο Κωνσταντίνος έμπαινε στη Ρώμη, αλλά ποτέ δεν πήγε στο Κολοσσαίο, όπου του ετοιμαζόταν θριαμβευτική υποδοχή. Και μόνο γι’ αυτό ήταν παλικάρι.
Όσο για την αγιοποίησή του από την Εκκλησία, που αποδίδεται από όλους αυτούς τους Τζέκιλ και Χάιντ της Ιστορίας σε επιλογή συμφέροντος, νομίζω ότι πέρα από οτιδήποτε άλλο δείχνει μια μοναδική αλήθεια της χριστιανικής σκέψης. Η αγιότητα δεν είναι ένα ισοζύγιο πράξεων, ενάρετων και αμαρτωλών, αλλά είναι η βαθύτατη υπαρκτική σπουδαιότητα του προσώπου. Όχι τι έχεις, όχι τι κάνεις, όχι πόσο μάλλον τι λάθη έχεις κάνει, αλλά ποιος είσαι.
Και υπ’ αυτή την έννοια παραμένουμε ξένοι προς κάθε ηθικισμό, και εραστές του όντος πολιτισμού.
Χρόνια πολλά, Κωνσταντίνε, χρόνια πολλά, Ελένη!