Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

21 Φεβ 2014

Στη Βιβλιοθήκη, Τσικνοπέμπτη!





Ζούσε σε μια χώρα που δεν σεβόταν τους ανθρώπους τις γιορτές, μα μήτε και τις καθημερινές ακόμα. Θα ήθελε να βρίσκεται αλλού, σε μέρη ξωτικά, μα η διοίκηση δεν συμμεριζόταν τον καημό του. Οφείλοντας να καλύψει το έλλειμμα παραγωγικότητας μιας ολόκληρης χώρας, με βαριά καρδιά έπιασε το πόστο εργασίας του.

Εκείνη τη μέρα στη βιβλιοθήκη, όμως, τα πράγματα δεν ήταν σαν τις άλλες μέρες. Καταρχάς τον έτρωγε η μύτη του, τον έτρωγε αφόρητα, δείγμα πως θα έτρωγε ξύλο πολύ. Κατόπιν τον φαγούριζαν οι πατούσες του, μέσα από τις κάλτσες, και είχαν αρχίσει να υπερθερμαίνονται μέσα στο αστικό σκαρπίνι, σαν να του φώναζαν πως έπρεπε να φορέσει σαγιονάρα ή πέδιλο... Μα δεν είχε κοντά του κάτι τέτοιο, και οι πατούσες φούσκωναν, φούσκωναν, θα έσκιζαν τις κάλτσες και τα παπούτσια ακόμη. Κοίταξε ολόγυρα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που χάρηκε την ησυχία και τη σιωπή, την παντελή έλλειψη κόσμου στη βιβλιοθήκη εκείνη τη μέρα.

Ο βιβλιοθηκάριος τόλμησε. Έβγαλε τις κάλτσες και τα παπούτσια και ανέβασε τα πόδια πάνω στο γραφείο. Ανάσανε. Σκεφτόταν ότι αν ήταν να έρθει η επιθεώρηση δημόσιας διοίκησης, εκείνη τη στιγμή ακριβώς θα ερχόταν. Και πράγματι, ένας πολύ παράξενος θόρυβος ακούστηκε ξαφνικά, σαν να σχιζόταν το παραπέτασμα του ναού της γνώσης στα δυο, κι από μια κουρτίνα που κάλυπτε την αχλή του χρόνου ξεπρόβαλε η Σταυρούλα!

Πήδηξε επάνω στο γραφείο του με χάρη και σβελτάδα, στεριώθηκε στα δυο της πόδια όπως στεριώνονται οι ναυτικοί, σταύρωσε τα δυο της χέρια, και είπε με επιβλητική φωνή. «Σήμερα δεν έχει μάθημα! Είναι Τσικνοπέμπτη!».

Η Σταυρούλα σεβόταν τον εαυτό της ως δασκάλα, μα πάνω απ' όλα την τάξη της. Εκείνος ήθελε κάτι να ψελλίσει, για τις αναπόδραστες και κατεπείγουσες υποχρεώσεις του, αλλά η φωνή ενός αηδονιού τον μάγεψε και του έκλεψε θαρρείς τη λαλιά. Πού να ήταν το αηδόνι; Ένα πουλί διέσχισε το ανοιχτό παράθυρο με ορμή αητού. Μα δεν ήταν μήτε αητός μήτε αηδόνι... Ήταν ένας τσαλαπετεινός, λιγάκι παράξενος. Στ’ αλήθεια είχε φωνή αηδονιού και δύναμη αητού.

Αναρωτιόταν ο βιβλιοθηκάριος σε ποιο βιβλίο είχε μελετήσει τα αηδονικά, γιατί –παράξενο πώς– καταλάβαινε την κάθε λέξη. Ο μαγικός τσαλαπετεινός άπλωσε την παράξενα μεγάλη φτερούγα του, κι από μέσα της ξεδιπλώνονταν εικόνες από παραλίες και ακτές, μαγευτικά τοπία και μέρη που δεν γνώριζαν πόνο δάκρυ ή ανάγκη...

Δεν πρόλαβε ν’ αποκριθεί στον τσαλαπετεινό με το αηδονίσιο κελάηδημα που σε μεθούσε, όταν έπεσε με κρότο ένας πολύ βαρύς και σκονισμένος τόμος. Τρόμαξαν κι οι τρεις. Όπως έπεσε, άνοιξε περίπου στη μέση και από τις σελίδες του πρόβαλε ο Γρηγόρης, παγκόσμιας φήμης αρχαιολόγος και ιστορικός ερευνητής, κρατώντας ένα βοτσαλάκι! Τινάχτηκε πάνω, καλημέρισε ευγενικά τους φίλους, τις φίλες και τα όμορφα πουλιά, και αναφώνησε με ορμή: «Εύρηκα, εύρηκα!» Μαζεύτηκαν κι οι τρεις ολόγυρα να δουν το βοτσαλάκι. «Χρόνια και χρόνια το αναζητούσα», συνέχισε ακάθεκτος ο Γρηγόρης, λες κι ένα όραμα τον συνείχε. «Μα το βρήκα επιτέλους, κατά την τελευταία ανασκαφή, το ξεχώρισα από χιλιάδες άλλα». Η Σταυρούλα στέριωσε τα γυαλιά της, ο βιβλιοθηκάριος ετοιμάστηκε να αποδελτιώσει το εύρημα, και παραλίγο ο Τσαλ το ζαβολιάρικο πουλί να το άρπαζε με το ράμφος του. Μα ο Γρηγόρης το κρατούσε σφιχτά! «Αυτό το βότσαλο, δεν είναι τυχαίο», μίλησε ο Γρηγόρης, και η ομήγυρη λούφαξε τώρα και άκουγε με προσοχή! «Είναι η πέτρα εκείνη με την οποία ο Δαβίδ νίκησε τον Γολιάθ. Μ’ αυτή κι εμείς θα νικήσουμε τον τύραννο και θα πέσει η τυραννία». Οι τρεις κοιτάχτηκαν, έπεσε βαριά σιωπή. Αναμετρήθηκαν με τις δυνάμεις τους, δίστασαν για λίγο. Μα τα μάτια του Γρηγόρη έλαμπαν, γεμάτα έμπνευση. Και τότε από δυο πιο ανάλαφρους τόμους, πλούσιους σε εικονογράφηση και πολύ καλλιτεχνικούς, πετάχτηκαν η Νέφωσις και η Ρούμπη, όμορφες και δυνατές σαν αμαζόνες. «Φέραμε πολεμοφόδια, κι άλλα», είπαν και ξετύλιξαν μπροστά μας ένα μεγάλο δέμα με πιστόλια χρώματος. «Με αυτά θα κατατροπώσουμε τον εχθρό», δήλωσε η Ρούμπη με το αλάθητο χαρακτηριστικό της χιούμορ και μπρίο, κι οδήγησε μπροστά το άλογό της, βαστώντας το παράλληλα σφιχτά από τα γκέμια, για να μην ξεχυθεί ασυγκράτητο στη μάχη πριν την ώρα. Η Νέφωσις ήταν ήδη δίπλα της. Το λάβαρο της επανάστασης ανέμιζε και γινόταν ένα με τα πέπλα του αιθέριου φορέματός της, ενώ το γαλήνιο ευγενικό χαμόγελό της δεν υποψίαζε κανέναν για τη δύναμη που έκρυβε μέσα της.

«Είμαι κι εγώ εδώ», φώναξε η Χάρις η νεράιδα, που κατέβαινε αργά και με περιστροφικές κινήσεις από έναν παλιό πολυέλαιο. Καθώς κατέβαινε, το φως του πολυελαίου μετακινιόταν κι αυτό, γινόταν ένα με το κορμί της. «΄Εχω εδώ το μαγικό ραβδί μου, με το οποίο θα σπείρουμε εννοιολογική σύγχυση στους αντιπάλους», είπε, και η Σταυρούλα που τα πιάνει αυτά αμέσως ενθουσιάστηκε.

Ο Γρηγόρης κοίταξε τον βιβλιοθηκάριο, και ο βιβλιοθηκάριος τον Γρηγόρη. Το πουλί ο Τσαλ ήδη είχε βγει από το παράθυρο και κατόπτευε το πεδίο. Συννενοήθηκαν οι δυο τους με το βλέμμα και παραχώρησαν την αρχηγία στη Σταυρούλα, που ήταν στρατηγός καλός και οργανωτικός.

Μέτρησαν τις δυνάμεις τους. Μόνο ένας έλειπε, το Ερυθρό Καγκουρώ. Αλλά να, πάνω στην ώρα, το τζάμι θρυψαλιάστηκε με πάταγο, οι τοίχοι σείστηκαν και το Ερυθρό Καγκουρώ ήταν ήδη στα άδυτα της βιβλιοθήκης κρατώντας...

... κρατώντας... κρατώντας...

μια τεράστια πιατέλα με αχνιστό, μοσχομυριστό γουρουνόπουλο, τόσο τιτανοτεράστια που θα χρειάζονταν τουλάχιστον 10 μπουκάλια Fairy για να την πλύνουν όλη...

«Έφερα κάτι για να πάρουμε δυνάμεις και να καρδαμώσουμε πριν ξεχυθούμε στη μάχη», είπε. Αυτό το Ερυθρό Καγκουρώ, ήταν απλό στους τρόπους, αλλά του έκοβε πολύ: όλα τα προλάβαινε και όλα τα φρόντιζε. Γι’ αυτό το αγαπούσαν τόσο! Κι ο επαναστατικός στρατός, συγκράτησε για λίγο την ορμή του, προκειμένου να πάρει λίγες δυνάμεις...

Εγώ πάλι μέχρι εκείνη τη στιγμή πληκτρολογούσα μανιωδώς για να αναφέρω όλα τα γεγονότα ως εντεταλμένος ιστορικός του επαναστατικού στρατού – αλλά και με την ακρίβεια και αντικειμενικότητα που αρμόζει σε κάθε ιστορικό που σέβεται τον εαυτό του. Μόλις όμως είδα τη μοσχομυριστή πιατέλα και άρχισαν να με φιλεύουν με τα λουκούλεια εδέσματα, αποξεχάστηκα και λησμόνησα εντελώς τις χρονογραφικές υποχρεώσεις μου. Καθώς το Καγκουρώ ξετρύπωσε από το μάρσιππό του και ένα τσίπουρο θεϊκό, εκεί που άρχισε το γλέντι, ένα γλέντι τρικούβερτο, ένα γλέντι καυτό, εγώ έχασα πλήρως τη σύνδεση με το χρόνο και τη μνήμη.


*


Ο βιβλιοθηκάριος άνοιξε τα μάτια του γεμάτος ανησυχία. Φοβόταν μήπως τα βιβλία είχαν λεκιαστεί με λαδιές, μήπως είχαν περιχυθεί με τσίπουρο. Το πρώτο που αντίκρισε ήταν οι πατούσες του που ξεπρόβαλλαν κάτω από το πάπλωμα. Κοίταξε το ρολόι του. Μέρα Παρασκευή. Εργάσιμη και σήμερα, συνειδητοποίησε, κι αναζήτησε τα ρούχα του. Μα τι έγινε χθες; αναρωτήθηκε, για την ακρίβεια με ρώτησε στο αφτί.




Εγώ πάλι ήξερα ότι συντελέστηκε κάτι πολύ σημαντικό, σχεσιοδυναμικό, γαστριμαργικά και κοινωνικοπολιτικά καθοριστικό. Αλλά δεν είχα τη θέα του συνόλου· κάποιες πτυχές του έμεναν κρυμμένες σε βαθύ, ιλαρό μαύρο. Πώς ν’ αντικρίσω τον αναγνώστη μου και τον εντολέα μου, τώρα που η αφήγηση έμεινε μισή;

Ας δώσω τουλάχιστον μια ολόκληρη ευχή: Κι αν δεν καεί ο μπερντές μας η Βουλή, άιντε να καεί το πελεκούδι!

Καλές Απόκριες, παίδες, και καλή Σαρακοστή!

31 Οκτ 2013

Συνάντηση: Ένας Πανάρχαιος Θρύλος



Σχέδιο με μολύβι και γομολάστιχα σε χαρτί, ηλεκτρονικά επεξεργασμένο. 
Σχεδιάστηκε από τη γράφουσα ως εικονογράφηση του συγκεκριμένου κειμένου.



Στη μέση ενός φαραγγιού ήταν ο τόπος συνάντησης. Εκείνη ερχόταν από την Ανατολή φέρνοντας μπαχάρια και μεταξωτά από τα μέρη της, μουσικές και μυρωδιές.

Εκείνος καβάλα στο άτι του κάλπαζε από τη Δύση, κομίζοντας ρυθμό, μέτρο και νηφαλιότητα, κραδαίνοντας κι ένα πολύ αιχμηρό και κοφτερό σπαθί που το είχε για να την υπερασπίζεται έναντι όλων των εχθρών, αλλά και για να κόβει κόμπους και γόρδιους δεσμούς, να ξεπερνά κάθε εμπόδιο. Πότε πότε όμως το μεταχειριζόταν επιδέξια και για να ευθυγραμμίζει σκέψεις, μεθοδολογίες και αναλύσεις που ξέφευγαν από τους νόμους του ορθού λόγου και της επιστημοσύνης.

Η γυναίκα από την Ανατολή το φοβόταν το σπαθί, μα είχε πεισθεί πως δεν προοριζόταν για εκείνη – παρεκτός κι αν τυχόν έλεγε κάτι αποτρόπαια παράλογο. Είχε εξάλλου διαπιστώσει πως όταν χαμογελούσε με το αραχνοΰφαντο μεταξωτό της φόρεμα, το σπαθί καθρέφτιζε το μαγικό χαμόγελό της και έχανε τις ιδιότητές του, τις οποίες αποκτούσε ευθύς αμέσως πάλι μόλις παρουσιαζόταν εξωτερικός εχθρός.

Εκεί συναντιόνταν και σπούδαζαν όλη τη σοφία, την επιστήμη και την τέχνη της ζωής. Πώς και πότε γνωρίστηκαν δεν ήξερε να το αφηγηθεί κανείς. Ούτε πώς ανακάλυψαν εκείνο το μέρος, μια απλωσιά καταμεσίς σε στενό φαράγγι, ανάμεσα σε δυο βουνά. Το πέρασμα κρυφό, το πλάτωμα υπέρτατα γοητευτικό. Το μέρος ονομάστηκε «Συνάντηση», καθώς η ιστορία προηγήθηκε της φύσης, και τα γεγονόταν ξεπερνούσαν σε ομορφιά το περιβάλλον.

Τι ανταλασσόταν εκεί, μπορούσαν να το μαρτυρήσουν οι πεταλούδες και η φρέσκια ρίγανη, τα δέντρα τα ψηλά και τα πετρουκάτσια που φύτρωναν στα βουνά, για λίγες μόνο μέρες, λευκά και κίτρινα. Αλλά ο πιο συστηματικός, φιλέρευνος και διακριτικός παρατηρητής των γεγονότων ήταν ένας τσαλαπετεινός που αγαπούσε πολύ το μέρος. Αφήνοντας χώρο στο ζευγάρι, χοροπηδούσε από κάποια απόσταση πίσω από θάμνους και κλαδιά, προσέχοντας να μην ενοχλεί πολύ, αλλά δίχως και να χάνει από το βλέμμα του τα συμπαντικά τεκταινόμενα.

Όταν η γυναίκα έφερε, ιδρώνοντας και κοπιάζοντας πραγματικά, ένα μεταξωτό χαλί, οι δυο καλοβολεύτηκαν, και οι συναντήσεις τους γίνονταν όλο και συχνότερες, όλο και μακρύτερες.

Τώρα, το περιβάλλον ενδιέφερε όλο και λιγότερο. Θα μπορούσε να είναι μια βαριά και σιωπηλή βιβλιοθήκη, ήσυχη παρά τον πλούτο των θησαυρών και τον αριθμό των θαμώνων της. Θα μπορούσε να είναι δωμάτιο πολυτελούς ξενοδοχείου στο Βουκουρέστι, τσιγκάνικο τσαντίρι στην Τσεχοσλοβακία, άμαξα στη γαλλόφωνη εσπερία, βαγόνι στον υπερσιβηρικό, πλυσταριό στο Περιστέρι, κοιλιά ενός κήτους στα βάθη του Ειρηνικού. Η ίδια η συνάντηση ήταν τόσο σημαντική, που η προσοχή εστιαζόταν εκεί, ενώ το περιβάλλον, το τοπίο, γινόταν σκηνικό που περνούσε σε δεύτερο και τρίτο πλάνο μπροστά σε τόσο δυνατές ερμηνείες. Μια ανησυχία προξενούσε αυτή η αύξηση της επαφής, μια ανησυχία πως χανόταν η αίσθηση του έξω κόσμου.

Εκείνη ήρθε μια μέρα αποφασισμένη. Ήταν έτοιμη να περιορίσει την επαφή· την τρόμαζε το τόσο βάθος, χαράδρα θαρρείς μες στην ψυχή της.

«Νομίζεις πως είναι επικίνδυνο να γνωρίζει κανείς κάποιον τόσο βαθιά, να τον αγαπά τόσο βαθιά;» τον ρώτησε.

Σαν άκουσε την ερώτηση, εκείνος νόμισε πως η γυναίκα φοβόταν τον χωρισμό.

«Είναι καλύτερα να ζει κανείς, παρά να μην έχει ζήσει τίποτε», της απάντησε και μέσα του ένιωσε πως ήταν η ώρα να φύγει, πριν πέσει σε θανάσιμη παγίδα.

Η γυναίκα, που φοβόταν ότι θα έχανε τη ζωή σ’ αυτή τη σχέση, ότι θα απομακρυνόταν επικίνδυνα από τις καθημερινές της μικρές συνήθειες, την αγαπημένη της και παραγωγική ρουτίνα, μειδίασε με ένα κάπως μουδιασμένο χαμόγελο.

Ο άνδρας νόμισε πως η γυναίκα χλωμιάζει, επειδή φοβόταν το τέλος μιας σχέσης. Δεν ήταν η ώρα να φύγει, να λευτερωθεί, του υπαγόρευσε το ιπποτικό του καθήκον. Έσκυψε προς το μέρος της, την πήρε στα χέρια του αγκαλιά.

Η γυναίκα στέναξε, μην ξέροντας πώς να αποδιώξει τα χέρια που την αγκάλιαζαν, πώς να πικράνει αυτόν που τη νοιαζόταν.

Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι ώς τη νύχτα. Τη νύχτα μια δροσιά απλώθηκε παντού, που πάγωσε με την αυγή. Έπεσε χιόνι τη μέρα εκείνη. Σαν έλιωσαν την άνοιξη τα χιόνια, ένας βράχος, σαν δυο αγκαλιασμένα, κουβαριασμένα σώματα, ξεπρόβαλε κάτω από τη λάσπη του υγρού και βρόμικου χιονιού. Ήρθαν οι βροχές της άνοιξης και τον ξέπλυναν, το θέρος και τον έλουσε με σκόνη που λαμπύριζε στον ήλιο, το φθινόπωρο και σχημάτισε επάνω του βρύα, βελούδινα και χλοερά. Χάθηκε ολότελα το σχήμα, ολότερα η μορφή και κανείς δεν θα γνώριζε τούτη τη μυστική ιστορία συνάντησης δυο ανθρώπων και δυο πολιτισμών, αν δεν ήταν ένα πουλάκι, ένας τσαλαπετεινός που καιρό τώρα παρατηρούσε από ψηλά ή από πιο χαμηλά τρώγοντας τα γλυκά φύλλα της μαντζουράνας.

Πολλούς χειμώνες έκλεισε μέσα του αυτή την ιστορία το πουλί, μα ένιωθε πως τον βάραιναν τα φτερά του με τους καιρούς και τα μυστικά που έφερε ολομόναχος. Πήρε λοιπόν χαρτί, στυπόχαρτο, βούτηξε τα ποδαράκια του στο μελάνι, και σημάδι το σημάδι, χνάρι το χνάρι, γέμισε όλο το χαρτί με τα αποτυπώματά του. Σαν τέλειωσε την ιστορία, ήρθε και πέταξε ολόισια στην αυλή μου και μου την άφησε με ένα ανεπαίσθητο φτεράκισμα πριν μπει ο χειμώνας. Έτρεξα γρήγορα και τη μάζεψα, να μην μας την πάρει ο αέρας.

Με το φως της μέρας και το φως του φεγγαριού κοίταζα κι εγώ προσεκτικά τα πατουσάκια και τα χνάρια τους, ιχνηλατούσα την πορεία τους, μα δεν κατάφερνα να ξεκλειδώσω όλη τη διαδρομή. Ώσπου μια μέρα, μια μέρα με ήλιο εαρινό, ένας τσαλαπετεινός στάθηκε διστακτικά στο παράθυρό μου. Μόλις του πρόσφερα δυο φύλλα ματζουράνας ξεθάρρεψε το πουλί, και με το κελάηδημά του μου ερμήνευσε τα μυστικά αυτού του μαγικού ποδόγραφου που όλες οι γνώσεις μου παλαιογραφίας και κωδικολογίας δεν με βοηθούσαν να αναγνώσω...

Έτσι κι εγώ το μετέγραψα απλώς σε ηλεκτρονική μορφή, πιστή γραμματέας ενός πουλιού και υπηρέτρια μιας αγάπης τόσο μεγάλης μα και θανάσιμης, όσο κάθε αγάπη δίχως ελευθερία.

Τώρα επιτέλεσα το χρέος μου, και μπορώ να κάνω μεσημέρι. Ο σοφός αυτός αρχαίος θρύλος, που εξελίχθηκε και πέτρωσε στο κρυφό σημείο όπου έσμιξαν μια γυναίκα κι ένας άντρας από Ανατολή και Δύση, ταξιδεύει μέσα σε καλώδια ή κύματα για να σε συναντήσει. Ελπίζω να τον χαρείς εσύ, αναγνώστη του ιστολογίου, εραστή αρχαίων θρύλων και πολύτιμων μυστικών αλχημιστή.