Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ταξίδι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ταξίδι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18 Ιουν 2015

Καιρός για ταξίδι...




Το ρολόι τρέχει, ο καιρός περνάει, δίχως να κοιτάει τη δικιά μας μελαγχολία...

Αλλά ενώ κατανοώ βαθύτατα τον ανθρώπινο φόβο μπροστά στο άγνωστο, τον δισταγμό του να ξεβολευτεί από τον οικείο του χώρο, να διαβεί άγνωστα μονοπάτια, ενώ γνωρίζω πώς οι πραγματικοί ταξιδευτές είναι πραγματικά ελάχιστοι, υπάρχουν φορές που όλοι αναγκαζόμαστε να ταξιδέψουμε παίρνοντας στην πλάτη μας παιδιά και γέρους...

Σκεφτείτε την Ευρώπη στη σχεδιαζόμενή της εξέλιξη, ενός υπερυπουργού Οικονομικών για όλη, σκεφτείτε την αντιπροσωπευτικότητα αυτών των όλων και πιο συγκεντρωτικών θεσμών, σκεφτείτε τη θέση μας στην περιφέρεια και την ισχνή φωνή μας. Δεν θα είμαστε σε καμιά ελληνική δημοκρατία, αλλά σε μια γερμανική αυτοκρατορία με υπηκόους πολλών κατηγοριών. 

Απλώς αφήστε τη φαντασία σας να μιλήσει, ακούστε το κάλεσμα το πιο βαθύ μέσα σας και αναλογιστείτε αν αυτό είναι το μέλλον που μας ταιριάζει, στην καλύτερη και πιο ευνοϊκή των περιπτώσεων. 

Ο υπεσχημένος παράδεισος θα είναι η πιο ανελαστική πρόσδεση στα βάθη της κόλασης...

Το γυαλί έχει ραγίσει. Η εναλλακτική δεν είναι μια νέα εξάρτηση, δεν μπορούμε να περιπέσουμε σε κανενός είδους ετεροκαθορισμό. Μπορούμε όμως να πετύχουμε το σεβασμό των γύρω ξεκινώντας από τον αυτοσεβασμό μας. 

Παρότι είναι πολύ βαρύ για τις δικές μας πλάτες, είναι η ιστορική μας κλήση να γίνουμε ένα παράδειγμα. Αντιπαράδειγμα στην υποβάθμιση της δημοκρατίας στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. 

Η αγάπη έξω βάλλει τον φόβο. Η αγάπη δεν είναι συναίσθημα, δεν είναι ρομαντική φενάκη, είναι κατεξοχήν πολιτική αντίληψη και πράξη.

Αύριο ίσως θρηνήσουμε, δίχως μεγάλη ειλικρίνεια, με δάκρυα κροκοδείλια, μια χαμένη ευκαιρία.


13 Ιουν 2014

Άνθρωποι Διαβατάρικα Πουλιά...



ΕΥΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ-ΠΙΣΙΝΑ, Αγναντεύοντας. Τοπίο του νου.
Ακρυλικό σε χαρτί Modigliani, Candido, 320 gr.
Διαστάσεις 35 x 25 cm. Μάιος 2012.


Ανέμελα πετάνε τα πουλιά διασχίζοντας ωκεανούς και θάλασσες, κυνηγώντας το γλαυκό και το κίτρινο του καλοκαιριού. Τα ζώα τα άγρια δεν κουράζονται να ακολουθούνε τους καιρούς, τον ήχο του νερού, τα άλλα ζώα, το χορτάρι.

Κι ο άνθρωπος, στον πιο βαθύ πυρήνα του είναι τροφοσυλλέκτης, και κατόπιν κυνηγός τροφής. Κι ας έφτιαξε οικισμούς και μονιμότερες εγκαταστάσεις φιλιώνοντας με τη γη, δαμάζοντάς τη, πάντα ήταν έτοιμος να μεταχειριστεί τα δυο του πόδια, ή τα πρώτα εργαλεία που φτιάχνουν ταπεινά τα δυο του χέρια, για να μετακινηθεί, να ξεφύγει τον κίνδυνο, να αναζητήσει καλύτερη τύχη. Αν δεν μπορεί να το κάνει είναι άνθρωπος δεμένος με αλυσίδες, άνθρωπος δέντρο...

Κι εγώ δεν είμαι έτοιμη... Δεν είμαι έτοιμη για τη γιορτή, ο νους μου δεμένος με αλυσίδες, με σκοινιά, αγκυροβολημένος γύρω από το εγώ...

Οι μεγάλοι πολιτισμοί σχηματίστηκαν δίπλα στο νερό, το πλούσιο και πλωτό, γλυκό ή αλμυρό. Οι μεγάλες αφηγήσεις που ορίζουν τη ζωή, τον πολιτισμό, την πίστη συνδέονται συχνά με μια μετακίνηση.

Ο Άβραμ καλείται να φύγει από την πατρογονική γη Χαρράν στη Μεσοποταμία, να περιπλανηθεί, προτού καταλαγιάσει στη γη Χαναάν, γενεί Αβραάμ και άξιος της Διαθήκης. Η Γη της Επαγγελίας, λύτρωση από τη χώρα της σκλαβιάς είναι στην πραγματικότητα ένα ταξίδι των Εβραίων, διαμέσου της θαλάσσης, μέσα στην έρημο, μια περιπλάνηση 40 χρόνων. Η γυναίκα του Λωτ, πάλι, γίνεται στήλη άλατος, γιατί δεν μπορεί να αποχωριστεί τις γεωγραφικές συντεταγμένες ενός παρελθόντος που σκορπά το θάνατο.

Στα καθ’ ημάς, η σοφία του Οδυσσέα συνδέεται με τις περιπλανήσεις του στο μεγάλο ταξίδι επιστροφής προς την Ιθάκη. Η ανάπτυξη ενός πολιτισμού, αρχαίου, με το πέρασμα στ’ αντίπερα του Αιγαίου.

Κι εγώ δεν είμαι έτοιμη... Η βαθύτερη έγνοια της ζωής μου συνδέεται με την έννοια της ξενιτείας, αλλά η ξενιτειά είναι φαρμάκι και καημός.

Το βρέφος Ιησούς έφυγε κυνηγημένο και κατέφυγε στην Αίγυπτο για να γλιτώσει από τον βρεφοκτόνο Ηρώδη. Κινδύνευε τον έσχατο κίνδυνο.

Ο προαιώνιος Λόγος κένωσε εαυτόν, ξενιτεύτηκε από τον ουρανό, ώστε να αναδεχθεί εκουσίως την ανθρώπινη κατάσταση και να υποστεί εκουσίως τον έσχατο κίνδυνο.

Ναι αλλά εγώ δεν είμαι Αυτός... Και δεν μπορώ να παραιτηθώ από τη ζώνη της δικής μου ασφάλειας.

Οι λαοί πάντα μετακινούνταν. Και η ιστορία γνωρίζει πλήθος μεγάλες μετακινήσεις των λαών. Η κατάληξη αυτών των μετακινήσεων ήταν άλλοτε σφροδρή σύγκρουση πολεμική, άλλοτε ειρηνική διείσδυση και συνύπαρξη. Συχνά οι μετακινήσεις των λαών έθεταν σε μια οριακή κρίση όχι μόνο το επίπεδο πολιτισμού αλλά και την πνευματική, ηθική και φυσική ικμάδα ενός λαού.

Ζώντας σε μια τεχνολογική ασφάλεια, πιστεύουμε (θέλουμε να πιστεύουμε) ότι η φύση και η ιστορία μπορεί να δαμαστούν. Ότι τα προϊόντα αντιγήρανσης θα εμποδίσουν τα γηρατειά, ότι η ιατρική και η βιοτεχνολογία θα νικήσει ίσως ακόμα και το θάνατο. Μια γραμμική αντίληψη της ιστορίας γεννάει μέσα μας την ψευδαίσθηση της συνεχούς προόδου. Η γενιά μας μην έχοντας γνωρίσει πολέμους, παρά τους λεγόμενους περιφερειακούς, έχοντας μεριμνήσει για παιδιά και εγγόνια, διασφαλίσει τα γηρατειά, δυσκολεύεται πολύ με τις απροσδόκητες αλλά και αναπόδραστες ανατροπές των συνθηκών ή και της ίδιας της ζωής της.

Χτίζουμε τείχη. Κάνουμε την Ευρώπη φρούριο, να την προασπίσουμε έναντι των εξωτερικών εχθρών. Κάνουμε την Ευρώπη φυλακή, που τη μαστίζει η κλεισούρα, η αλληλοεκμετάλλευση και η χολέρα.

Ίσως έτσι να είναι... Ίσως ο ανοιχτός αέρας είναι υγεία.

Οι ‘εχθροί’ δεν είναι οπλισμένοι. Έρχονται όμως αδιάκοπα. Και μια ρητορική που αρέσκεται να θρέφει το φόβο, αυτή η ίδια που θέλει να καθυποτάξει εμάς, μας κάνει να ζούμε με φόβο και να βλέπουμε εχθρό εκεί που απλώς είναι ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος άοπλος, ένας άνθρωπος σε κίνδυνο.

Και εκθρέφοντας τα πιο φονικά μας ένστιχτα μας κάνει να στρεφόμαστε εναντίον του αδυνάτου, αντί να στραφούμε εναντίον του δυνατού. Δεν αφήνει να δούμε στον άλλο τη δυνατότητα μιας σχέσης που μπορεί να χτιστεί σε πολλά επίπεδα.

Η Χίβα. Η Χίβα... Έφυγε κυνηγημένη από τα κουρδικά εδάφη του Ιράν, διωγμένη ως φεμινίστρια επειδή υποστήριζε το δικαίωμα των γυναικών στη μόρφωση –και ενώ η δασκάλα της δολοφονήθηκε–, πέρασε στο Ιράκ, από εκεί στην Τουρκία... και με τα χίλια βάσανα κατόρθωσε να φτάσει ώς εδώ. Μια νύχτα μου είπε την ιστορία της.

Τη δυνατότητα μιας σχέσης διέκρινα όταν μια πολύ ευγενική κυρία με πήρε στο τηλέφωνο, ρωτώντας με αν εκδίδουμε ποίηση. «΄Οχι», απάντησα στερεότυπα και κάπως σκαιά, «μόνο δίγλωσσες μεταφράσεις έργων μεγάλων ποιητών έχουμε μέχρι τώρα εκδώσει». Αντί στη στερότυπή μου απάντηση να αισθανθώ τη με χίλιους τρόπους εκφρασμένη ανταπάντηση «μα κι εγώ, παραγνωρισμένος μεγάλος ποιητής είμαι», κάτι διαφορετικό μου είπε η Χίβα. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς, θυμάμαι όμως ότι η πολύ μεγάλη της ευγένεια με οδήγησε να της κλείσω ραντεβού. Ραντεβού που κατέληξε στην έκδοση ενός ποιητικού βιβλίου, για το οποίο είμαι περήφανη.

Η Χίβα και σήμερα περνάει πολύ μεγάλες δυσκολίες σε αυτή τη χώρα, έχει όμως μεταφράσει Αισχύλο και πολλούς Έλληνες συγγραφείς και ποιητές στα κουρδικά, πονάει τη πατρίδα μας περισσότερο από εμάς τους ίδιους.

Δεν είμαι έτοιμη να αντέξω άλλο πόνο, θλίψη, κλάμα. Και οι πιο ευαίσθητοι από εμάς φτάνουμε να κλείνουμε τα αυτιά στη θλίψη και τον πόνο των μεταναστών, αυτών που καταλήγουν στα βαθιά μπλε νερά του Αιγαίου, αυτών που σαπίζουν στο λασπερότατο βούρκο τούτης της κοινωνίας μας. Μοιρολόι, τραγούδι, ποίηση.

Ο Ρόνι είναι ο δάσκαλός μου των αραβικών. Πριν γίνει δάσκαλός μου, ήρθε μια μέρα για να προτείνει συνεργασία με τον εκδοτικό μας οίκο. Η σπίθα του συνάντησε την τρέλα μας, και η συνεργασία άρχισε. Η συνεργασία αυτή προχώρησε σε πολλά επίπεδα και θα είχε προχωρήσει περισσότερο αν δεν ήταν τόσο δύσκολοι οι καιροί. Ο Ρόνι είναι καλός δάσκαλος. Με μαθαίνει συνέχεια πράγματα που δεν γνωρίζω, μου απαντά σε βάθος που δεν θα έφθανα ποτέ χωρίς οδηγό, με βοηθάει να κατανοήσω έναν πολιτισμό. Είμαστε φίλοι. Η παρουσία του είναι στη ζωή μου πλούτος.

Χαρά. Η παρουσία των μεταναστών είναι χαρά, και τη χαρά σπεύδει να τη συναντήσει κανείς. Ω ναι, ποτέ δεν είμαι ανέτοιμη για τη χαρά.

Χθες βράδυ ένας αγαπημένος φίλος με έκανε κοινωνό της δικής του πραγματικότητας. Τα μαζεύει με τη γυναίκα, τα παιδάκια του, και φεύγει, γι’ άλλη γη γι’ άλλα μέρη... Η χώρα μας, πατρίδα μας, μάνα μας, ήταν πολύ αφιλόξενη γι’ αυτόν.

Το είπα στην κόρη μου και κούνησε απλά, στοχαστικά το κεφάλι. Οι περισσότεροι φίλοι της, και ιδίως οι λίγο μεγαλύτεροι φίλοι της φεύγουν, σε πορεία για το άγνωστο...

Πουλάκια διαβατάρικα, πουλάκια ξενιτεμένα...

Τι κι αν φεύγεις ή αν έρχεσαι, πουλάκι, ελπίζω να δώσει ο Θεός να φας απ’ το χεράκι μου, ή να βρεθεί για σένα ψιχουλάκι και φύλλο μαντζουράνας και βασιλικού.


Το κείμενο αυτό είναι συμμετοχή σε δι-ιστολογικό αφιέρωμα με θέμα «Σύνορα- πρόσφυγες – αλληλεγγύη», με την ευκαιρία του 4ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ Χίου, το οποίο οργανώνεται από τη «Λάθρα;» – Επιτροπή Αλληλεγγύης στους Πρόσφυγες Χίου.

13 & 14 ΙΟΥΝΙΟΥ

“....να σπάσουμε τα σύνορα που μας χωρίζουν.” 

 


Συμμετέχουν οι:

6οΣύνταγμα Πεζικού, Βιβλιοθηκάριος

Δυοπαιδιά κυνηγούν την ευτυχία, Rubies and Clouds – Nefosis

Άβυσσος, Ερυθρό Καγκουρό.

Κοινωνία μου, την εικόνα σου βλέπω και ΔΕΝ σουμοιάζω, Rubies and Clouds – RubiRoubinakiM


Άμμος Χαλάσσης, Τσαλαπετεινός 


Είτε το γράφουν ορθά, είτε με γιώτα, Κυνοκέφαλοι

Η μετανάστευση μέσα στα θρησκευτικά κείμενα: Θρήσκευε και επαναστάτησε

14 Απρ 2014

Πάνω από τα Σύννεφα




Ανήκει στο ταξίδι. Και είναι σπάνια απόλαυση η ανατολή. Πάντα μαγευτική, πραγματικά μοναδική όταν συνετελείται πάνω απ’ τα σύννεφα. Τα θερμά μωβ, ροζ, πορτοκαλιά παραδίδονται στα γαλάζια. Η μέρα χαμογελάει, μεστή, λαμπρή, υποσχόμενη...

Ώρες μπορείς να παρατηρείς ακούραστος το υπέροχο θέαμα, και καθώς ταξιδεύεις δυτικά, η ανατολή σου χαρίζεται, ανέμελη, έξω από το μέτρημα του χρόνου, έξω από τους νόμους του συνήθους, ώρα πολλή. Θα ζωγράφιζες έναν πίνακα, σε διάταξη κατακόρυφη, απλωμένη σε ορζόντιες στρώσεις από σύννεφα και φως, από λευκά, γαλάζια και φωτεινά γκρι. Θα αναπαυόσουν πάνω στα στρώματα, που αναπτύσσονταν δίχως κόπο, δίχως προσπάθεια μέχρι τον Θεό. Ο Θεός είχε σκύψει να συναντήσει το μέσα σου.

[Οι φωτογραφίες είναι πάνω από το Σαρλ ντε Γκολ. Την Ανατολή δεν τη φωτογράφησα, τόσο που μαγεύτηκα. Όταν πλησιάζαμε στο αεροδρόμιο, τότε μόνο θυμήθηκα τη φωτογραφική μηχανή].






19 Δεκ 2013

Τα Τρένα, η Μεταδημοκρατία κι ο Φασισμός




Έχω μια αδυναμία στα τρένα. Όχι στα τρένα που φεύγουν και μας παίρνουν τις αγάπες μας. Αν και έχω πολλές φορές τραγουδήσει το άσμα, με λυτρωτικό και καθαρτήριο λυγμό, στην πραγματικότητα δεν θα ήθελα ποτέ να απομένω σε μιαν αποβάθρα κουνώντας το μαντίλι.

Είμαι από εκείνους που διαλέγουν να επιβιβαστούν στο τρένο και να φύγουν. Να φύγουν για λίγο, να δραπετεύσουν από μια πραγματικότητα καθημερινή, από μια ρουτίνα. Να ξανοίξει το βλέμμα τους σε ανοιχτό τοπίο, σε ορίζοντες πλατιούς.

Σε χρόνια νεανικότερα γύρισα όλη την Ευρώπη με τα τρένα, και καλή παρέα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι στο σταθμό Βικτόρια του Λονδίνου είχαμε χαθεί. Κατάκοποι, άπλυτοι και ταλαιπωρημένοι, δεν βρίσκαμε την άκρη πώς θα φτάσουμε σε ένα απροσδιόριστο χωριουδάκι, όπου σε παλιό αρχοντικό σχολείο στεγαζόταν το συνέδριο που ήταν ο προορισμός μας. Θυμάμαι το σνομπ μέχρι απελπισίας ύφος των υπαλλήλων που απαξιούσαν να μας εξυπηρετήσουν, καθώς αρκούνταν να μας υποδεικνύουν τις επίσημες ανακοινώσεις του σταθμού. Ίσως αν δεν γνώριζα και άλλους Εγγλέζους, πέρα από τους υπαλλήλους του σταθμού Βικτόρια, να είχα βγάλει εσφαλμένα γενικευτικά συμπεράσματα για τον λαό αυτό. Πάντως οι υπάλληλοι του σταθμού, περήφανοι για την εθνική τους καταγωγή και για την ισχύ της γηραιάς αλλά κραταιής Αλβιόνας ήταν ίδιοι με τους Έλληνες συνειδητούς απογόνους περήφανων προγόνων κατά τούτο: ήταν εξίσου ανίδεοι με τους δικούς μας για την εθνική τους λογοτεχνία. Γιατί αν είχαν έστω διαβάσει Thackeray, Το Βιβλίο των Σνομπ, θα είχαν κάπως δουλέψει μέσα τους το θέμα, αντί να δουλεύουν εμάς, που κοντεύαμε να χάσουμε το τρένο μας και να κινδυνέψουμε να διανυχτερεύσουμε στο σταθμό, με πολλά μπαγκάζια και επικίνδυνα άφραγκοι. Τη λύση την έδωσε η άκρη του ματιού μου, που έπιασε –στην αλλαγή της βάρδιας– έναν μαύρο υπάλληλο σε κάποιο γκισέ. Έτρεξα κατευθείαν, και η επένδυσή μου ήταν εύστοχη: Μας έδωσε οδηγίες, επιτέλους ευκρινείς, για το τρένο μας που θα έφευγε σε 7 λεπτά από την άλλη άκρη του σταθμού, κι εμείς με θυμό, ελπίδα, χαρά κι απελπισία, αναπτύξαμε τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα, σπρώχνοντας τα μπαγκάζια μας, άλλα σε ροδάκια, άλλα στους ώμους, φωνάζοντας «στην άκρη στην άκρη», και εντελώς αποφασισμένοι να ποδοπατήσουμε όποιον σνομπ ιθαγενή μας έφραζε τυχόν το δρόμο... Καταφέραμε να επιβιβαστούμε, με φωνές και χειρονομίες, στο τσακ!



Για τα γαλλοελβετικά TGV, θα είναι λίγα τα σχόλιά μου, καθώς το στόμα μου είναι ακόμα ανοιχτό σε φθόγγο α... Μόνο να σημειώσω ότι με στεναχωρούσαν οι πολύ κοντινές φυτεύσεις δέντρων που μας ζάλιζαν με τις μεγάλες ταχύτητες. Στην Ελβετία είχα μεγαλύτερα άγχη, κάποια άλλη φορά που ταξίδευα μόνη μου, γιατί έπρεπε να ανοίγει κανείς χειροκίνητα τις σκληρότατες θύρες σε κάποιες γραμμές, ενώ ο χρόνος απαιτούσε συγκέντρωση και ετοιμότητα πολύ υψηλής κλάσης. Στη Γερμανία πάλι, κατάφερα να πετύχω την περίπτωση τόσο μεγάλης καθυστέρησης intercity, που χάθηκε η ανταπόκριση κι εγώ παρά λίγο να χάσω αεροπλάνο. Αποζημιώθηκα όμως που το έζησα, γιατί είπα στους υπαλλήλους γερμανιστί το αντίστοιχο του: «Απίστευτο, σ’ εμάς στην Ελλάδα δεν υπάρχει περίπτωση να χαθεί η ανταπόκριση, τς τς τς!». Ενώ στη Ρωσία η χρήση του συνδέθηκε με κλινάμαξα και υπομονή μεγάλων αποστάσεων.

Στην Ελλάδα, παρότι έχω πάει παντού όπου υπάρχουν ράγες, το τρένο της καρδιάς μου είναι η γραμμή Αθήνα Σαλονίκη. Εκεί έχω ταξιδέψει με φλογερούς έρωτες, με κατεστραμμένους έρωτες, με παρέα αγαπημένη, 16 ατόμων στο κουπέ των οκτώ, αγκαλιά και να χωράμε, με πανό και εξαρτήματα για πολιτικές συγκεντρώσεις της ΧΣΚ, το πρωί πήγαινε το βράδυ έλα, για φοιτητικά και άλλα συνέδρια συνδεδεμένα με φιλοξενίες και αναγκαίες οινοποσίες, με συζητήσεις καυτές σε όλα τα επίπεδα, με το αίσθημα ότι κάθε άνοδός μας στο βορρά χάρασσε ένα σημαδάκι στην παγκόσμια ιστορία...





Θεσσαλονίκη ανέβαινα επίσης τα τελευταία, πολύ μετριοπαθέστερα χρόνια, για τις ανάγκες ενός μάστερ κι ενός διδακτορικού, και το τρένο ήταν σχεδόν πάντα το προτιμώμενο μέσο. Περίζωνε τις φιλοδοξίες, άπλωνε όμως τη θέα, και η διαδρομή συνδέθηκε με άλλες μικρές και δημιουργικές αγωνίες και υπέροχα, απαιτητικά διαβάσματα, και κάποια γραψίματα όχι παντελώς ανάξια.

Παρακολουθώντας τη διαρκή βελτίωση της υποδομής και της ταχύτητας, παρασύρθηκα για λίγο να χαίρομαι την πρόοδο.

Μέχρι που, από τον 21ο αι. καταβυθίστηκα μονομιάς στα βάθη του 19ου, τις τελευταίες φορές. Δεν θα μιλήσω για τις συνθήκες, την εγκατάλειψη, τις καθυστερήσεις... Θα μιλήσω μόνο για δυο, μια του πηγαιμού και μια του γυρισμού.




Χάθηκε το λυκαυγές και το υπέροχο φως του πρωινού, χάρη στην απίστευτη επινόηση να βάλουν διαφήμιση της ΔΕΗ στα τζάμια του τρένου, με τη μορφή ενός φίλτρου, μιας μεμβράνης που τα κάλυπτε με έγχρωμες παραστάσεις. Οι παραστάσεις αυτές σε πυκνό ράστερ, μόλις που επέτρεπαν να διέλθει το φως και οι βασικές γραμμές του τοπίου. Κατά τα άλλα ένιωθες ότι βρισκόσουν σε θολή μέρα σε βόρεια χώρα. Η μέρα έγινε σχεδόν νύχτα. Δεν ξέρω ποιος νους είχε την επινόηση να κόψει τη θέα... Νομίζω αντίστοιχοι νόες σαν αυτούς που βαφτίζουν την καταστροφή επιτυχία, που επικαλύπτουν με νέφος σιωπής τη δυστυχία, που οικοδομούν τους όρους της νεογλώσσας και της μεταδημοκρατίας.

Τρένο χωρίς ανοιχτή θέα, τι μπορεί να είναι;

Κάποιες ζωγραφιές που έκανα με βάση τη θέα, θα τις κρατήσω, σχεδόν φυλαχτό ενός ακόμα απολεσθέντος παραδείσου. Η ησυχία μου επέτρεψε τουλάχιστον να διαβάσω...





Στην επιστροφή με το απογευματινό τρένο, καμία θέα, λόγω νύχτας, καμία ησυχία λόγω κόσμου. Τα πράγματα θα πήγαιναν καλά, αν δεν άρχιζε ευδιάκριτα και γεμάτη αυτοπεποίθηση η παπαρολογία του παραδιπλανού: να αναλύει γεγονότα πρόσωπα και πράγματα, οικονομικά μυστήρια και μυστήρια του κρεβατιού, να ανακατεύει πολιτικούς και τραγουδιάρες, offshore και μυστικές διασυνδέσεις, όλο και ηχηρότερα, όλο και περισσότερο επιβλητικά. Ένας ποδοσφαιριστής, που μίλαγε λιγότερο, σεμνότερα από θέμα έντασης φωνής, αλλά σε πλήρη συμφωνία με τον πρώτο έκανε το σεκόντο. Χαμηλά, η δεύτερη αυτή αθλητική φωνή, εξηγούσε τα θέματα των αλλοδαπών, εξηγούσε τη μία περίπτωση που παραλίγο να είχε ξεκάνει έναν πακιστανό, την άλλη που επιθύμησε να το κάνει, γιατί όλοι είναι βιαστές... Τα βλέμματά μου δεν ήταν αρκετά για να σιωπήσουν.

Με πονούσε το χέρι το δεξί, που πονάει μέρες τώρα από τον ώμο... Σκεφτόμουν το χέρι, το ενδεχόμενο μια λογομαχία να πάρει άσχημη τροπή, σκεφτόμουν τις 5 ώρες ταξίδι, κοιτούσα με υποψία, σχεδόν τρόμο, τους ανέκφραστους συνεπιβάτες... Ένιωθα κατάκοπη. Ο ποδοσφαιριστή πίστευε ειλικρινέστατα ότι αν πετσόκοβε μερικούς πακιστανούς θα προσέφερε μεγίστη υπηρεσία στην πατρίδα...

Σκεφτόμουν τους βαθιά χαραγμένους δρόμους του μυαλού του, σκεφτόμουν ότι ίσως ψάχνουν ακροατήριο, ότι η σκέψη ενός ανθρώπου δεν αλλάζει με μια κουβέντα στο τρένο...

Επέλεξα να σωπάσω, δίχως ενοχές, αλλά με βαριά καρδιά.

Αυτοί οι φονιάδες του Λουκμάν επιμένουν να ισχυρίζονται ότι δεν έχουν σχέση με τη Χρυσή Αυγή. Εγώ πάλι ισχυρίζομαι ότι τα φίδια έχουν αποθέσει παντού αυγά...




Και έχουμε πολλή και επώδυνη δουλειά ανάμεσα στον κόσμο. Μια δουλειά που ακόμα κι αν δυσκολευτούμε να την κάνουμε κάποια στιγμή, έχουμε χρέος να την προχωρήσουμε, χρέος ζωής. Η μόνη απάντηση στη ΧΑ, και στη φασίζουσα σκέψη είναι πολιτική.

Σήμερα δεν ξέρω πώς νιώθω για τα τρένα, αλλά δεν ξέρω και πώς νιώθω για τους συμπατριώτες μου. Ξέρω σίγουρα ότι δεν αρκεί ο εγκλωβισμός στο χώρο της διανόησης. Το παιχνίδι είναι στο λαό. Ο λαός μπορεί να υμνείται και να εξιδανικεύεται ως έννοια, αλλά πρέπει να τον αγαπήσεις στη συγκεκριμένη του έκφραση. Αλλιώς θα ζήσουμε στη σφαίρα μιας δυστοπίας. Ο λαός έχει αφεθεί σε λάθος καθοδήγηση και με ευθύνη όλων μας όσοι αισθανόμαστε συνειδητοί πολίτες.



Σημ. Αυτές οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν όλες μέσα από το θολό και βρόμικο διπλό τζάμι του τρένου, το 2009, πολλές εν κινήσει. Τραβήχτηκαν χάριν παιδιάς, όχι για να μείνουν ως φωτογραφίες, αλλά κυρίως για να χρησιμεύσουν ως υπόμνηση για τη ζωγραφική. Τις αναζήτησα όμως τώρα, όπως λαχτάρησα και το ανοιχτό τοπίο.