Πίνακας του Κρίστοφερ Μάττι
Ἡ θεολογικὴ ἀναγέννηση ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ '60 καὶ μετά ἔφερε μιὰ αὔρα δροσιᾶς στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ συνέβαλε στὴν ἀνάπτυξη τῆς αὐτοσυνειδησίας μας ὡς ὀρθοδόξων. Στὸ στεῖρο ἀκαδημαϊσμὸ ἀντιτάχθηκε τὸ θεολογικὸ βίωμα ποὺ μόνο ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ λειτουργικὴ ἐμπειρία μπορεῖ νὰ γεννήσει. Καθὼς ὅμως μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, καὶ αὐτὸ τὸ κίνημα ἄρχισε νὰ ἐξομοιώνεται σταδιακὰ μὲ τὴ μεσότητα καὶ τὴ ρουτίνα ποὺ εἶναι ἄρρηκτα δεμένη μαζί της, ἡ ἐπαναστατικότητα καὶ ἡ πρώτη ἔνταση καταλάγιαζε, οἱ πρωταγωνιστὲς γερνοῦσαν καὶ τὴ σκυτάλη παραλάμβαναν νεότερες γενιές, ποὺ δὲν εἶχαν πάντα τόσο πονέσει καὶ κοπιάσει, ἀλλὰ τὰ βρῆκαν ἔτοιμα, ἡ πρώτη φλόγα ἄρχισε νὰ τρεμουλιάζει καὶ νὰ ὑποτάσσεται στὸν μόνο ἀθάνατο νόμο τῆς μεταπτωτικῆς μας φύσης, τὴ φθορά.
Λίγοι μαθητὲς κατανόησαν τὴν ἀγωνία καὶ τὸ πνεῦμα ὅλου αὐτοῦ τοῦ κινήματος. Οἱ περισσότεροι, μαθητούδια ἀπὸ δεύτερο χέρι, βολεύτηκαν μὲ αὐτὸ ποὺ ἦταν πλέον κυρίαρχο, τὸ θεώρησαν ὡς τὸ ἐργαλεῖο ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε ὄχι στὴ ριψοκίνδυνη περιπέτεια τῆς πίστης καὶ τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας, ἀλλὰ στὴ θρησκευτικὴ ἀσφάλεια καὶ στὴ μεταφυσικὴ παρηγοριά.
Ἑρμηνευτὲς τῆς Πατερικῆς Θεολογίας βασιλικότεροι τοῦ βασιλέως, πατερικότεροι τῶν Πατέρων, ἀλλὰ μακριὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ βασιλιᾶ. Στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ἐνενήντα, στὴν ἀλλαγὴ τῆς χιλιετίας, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ διαπιστώσουμε ὅτι πολὺς λόγος γίνεται στὰ σαλόνια μας γιὰ τὴν Πατερικὴ Θεολογία, γιὰ τὸ μοναχισμὸ ἢ τὴν ἄσκηση, γιὰ τὸ βίωμα, τὴ θεοπτία ἢ τὴ θέωση...
Γινόμαστε διαχειριστὲς τῆς Θεολογίας τῶν Πατέρων προσποιούμενοι ἀνάλογο πνευματικὸ ὕψος, γινόμαστε δέκτες τοῦ θαυμασμοῦ καὶ ἐξουσιαστὲς ψυχῶν. Ἕνα βασανιστικὸ ἐρώτημα συχνὰ δὲν φαίνεται νὰ ἀπασχολεῖ σοβαρά: ὁ δικός μας λόγος εἶναι βιωματικὸς καὶ μάλιστα τέτοιος ποὺ νὰ μᾶς δικαιώνει νὰ κραυγάζουμε; Εἴμαστε θεόπτες καὶ θεοφόροι, ἤ εἴμαστε ταλαίπωροι ἄνθρωποι ποὺ ἀκαδημαϊκὰ κατὰ βάση, μὲ τὰ μέσα τῆς Ἑρμηνευτικῆς καὶ τῆς Ἱστορίας, καὶ βιωματικὰ στὸ μέτρο ποὺ δίνει ὁ Θεὸς προσεγγίζουμε τὴν Πατερικὴ Θεολογία;
Συχνὰ ἡ ἁγιοκαταπληξία μας λειτουργεῖ ὡς ἄλλοθι γιὰ νὰ ἀποφύγουμε καὶ τὴν ἐλάχιστη ὀδύνη, ὄχι αὐτὴ τὴ δύσκολη τῆς ἄσκησης, τῆς συγκράτησης τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ αὐτὴ τῆς κριτικῆς σκέψης καὶ τῆς ἐπιστημονικῆς ἐργασίας. Κατὰ φαντασίαν τεθεωμένοι ξεθεώνουμε καὶ τοὺς πρόθυμους ἀκροατές μας (μήπως καὶ τοὺς μαθητές μας;) χωρὶς νὰ βάλουμε οὔτε τὴν ἐλάχιστη συρμαγιά· εἴμαστε σὰν τὶς φοῦσκες τοῦ χρηματιστηρίου.
Ἡ κριτικὴ αὐτὴ ἀσκεῖται στὴ συνάφεια τοῦ θέματος ποὺ ἐξετάζουμε [τῆς σχέσης ἱστορικῆς αὐτοσυνειδησίας καὶ θεολογίας] γιατὶ εἶναι ἄμεσα σχετική. Κάθετι ποὺ ταράζει ἕνα τέτοιο φαντασιακό, θεωρητικὸ οἰκοδόμημα μιᾶς δοσμένης καὶ ἀπαρασάλευτης δῆθεν «πνευματικότητας», ἀποκρούεται μετὰ βδελυγμίας καὶ μάλιστα συνήθως ἐκ τῶν προτέρων. Καὶ αὐτὸ ποὺ ταράζει μὲ τὸν πιὸ σεισμικὸ τρόπο τέτοιες κατασκευὲς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἱστορικότητα. Ὅταν σκύβει κανεὶς τὸ βλέμμα στὸ παρελθόν (καὶ ὄχι στὸ χαμένο του ὄνειρο ποὺ θὰ ἤθελε νὰ τὸ προβάλει σὲ ἕνα ἐξιδανικευμένο παρελθόν), γνωρίζει ὅτι τὰ πράγματα δὲν ἦταν ἰδεώδη.
Ὅτι δὲν ὑπάρχει χρυσὴ ἐποχὴ τῶν Πατέρων, ἀλλὰ μεγάλοι Πατέρες ποὺ συνδιαλέχθηκαν μὲ τὴν ἐποχή τους καὶ ἔδρασαν ἄλλοι σὲ συνθῆκες εὐνοϊκὲς καὶ ἄλλοι σὲ συνθῆκες σήψης καὶ παρακμῆς, ἀκόμα καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου. Ἡ τσιτατολογικὴ χρήση τῶν Πατέρων ὡς αὐθεντιῶν, προδίδει ἀσφαλῶς τὴν ἡμιμάθεια τοῦ χρήστη, ἀλλὰ πέρα ἀπὸ αὐτὸ ὑποκρύπτει τὴ διάθεση νὰ φέρουμε τοὺς Πατέρες στὰ μέτρα μας γιὰ νὰ δικαιώσουμε τὶς ἀγκυλώσεις μας καὶ ὄχι νὰ πᾶμε ἐμεῖς σὲ αὐτούς, μέσα ἀπὸ μιὰ προσέγγιση ἱστορική.
Μιὰ τέτοιας μορφῆς θρησκευτικότητα, ὅσο κι ἂν ἐνδύεται ὀρθόδοξο μανδύα, ἔχει ἐλάχιστη σχέση μὲ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Εἰσάγει μιὰ παράλληλη θρησκεία ἀνθρώπων ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὸ χωροχρόνο σὲ μιὰ ἄλλη διάσταση (μεταφυσικὴ ἢ φαντασιακή). Ἀντίθετα ἡ Ἐκκλησία μένει ἐν τῷ κόσμῳ γιὰ νὰ τὸν μεταμορφώνει καὶ νὰ τὸν προετοιμάζει γιὰ τὴ Δεύτερη Ἔλευση τοῦ Κυρίου καὶ τὴ συνάντηση μαζί του σὲ ἕνα κοιωνικὸ ὄραμα τῆς βασιλείας, πρόσωπο πρὸς πρόσωπον.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἄρθρο μου "Ἱστορικὴ Αὐτοσυνειδησία καὶ Θεολογικὴ Διδαχὴ"
στὸ βιβλίο μου Νεωτερικότητα και Σχολική Θρησκευτική Αγωγή, Ἀθήνα: Μαΐστρος, 2004.
Σημ. Ἂν τὸ ἔγραφα ξανὰ σήμερα, θὰ ἢμουν περισσότερο κριτικὴ καὶ μὲ κάποιους ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς αὐτῆς τῆς ἀναγέννησης, ἐξετάζοντας τὰ στερνὰ σὲ σχέση μὲ τὰ πρῶτα. Κατὰ τὰ ἄλλα, τὰ πράγματα ἔχουν μόνο ἐπιδεινωθεῖ καὶ διόλου βελτιωθεῖ ἀπὸ τότε.