Αρχάγγελος Μιχαήλ, Αγία Σοφία, 9ος αι.
(Ευχαριστώ τη Βάγια Τζατζάρα)
Καρδιά του φθινοπώρου λογίζεται για μένα ο Νοέμβρης, με το δικό του φως το γιορτινό.
Με αγγελικό σάλπισμα ξεκινούσαν στο σπίτι οι γιορτές των Αρχαγγέλων στις 8. Γιόρταζε η γιαγιά μου, η γιαγιά Στάμω, η Σταματία, αυτή που μας μεγάλωσε τον αδερφό μου κι εμένα, και ήταν μια γιαγιά που ξεχείλιζε ζωή. Αυτή η γιαγιά μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία, σε σημείο να ντρέπομαι. Ήμουν το μόνο κορίτσι ανάμεσα σε περισσότερα αγόρια – κι εγώ αγοροκόριτσο, αλλά κάτι καταλάβαινα κι από γυναικείες δουλειές, από πλεχτά και κεντήματα... Υπήρχε όμως και ένας ακόμα ιδιαίτερος λόγος που με αγαπούσε η γιαγιά, κι αυτός συνδεόταν με τον χρόνο γέννησής μου, το 1964. Στον λόγο αυτό θα επανέλθω. Ακούραστη και κάπως παχουλή, ήξερε να χαίρεται τη ζωή μέσα στις ποικίλες καταστάσεις που πέρασε, τις πολλαπλά δύσκολες, που σχημάτιζαν μια ζωή σαν μυθιστόρημα. Όταν, τα τελευταία χρόνια, οι γιατροί τής επέβαλλαν συγκεκριμένο διαιτολόγιο, έλεγε: «Πάψε μωρέ, να πάμε μια φορά χορτάτοι».
Θυμάμαι τα τελευταία Χριστούγεννα που πέρασε μαζί μας, κι η εγγόνα της η αγαπημένη είχε σκοτωθεί να μαγειρέψει: πίττες 5 λογιών με ανοιγμένα φύλλα, και τη σπέσιαλ χριστουγεννιάτικη πίττα, δικής μου επινόησης, με τη γέμιση από τη γαλοπούλα· ψωμιά σκέτα, και άλλα με κρεμμύδια και ξηρούς καρπούς, άσπρα, μαύρα, κίτρινα καλαμποκίσια (σε έναν απόλυτο εξευγενισμό της μπομπότας που έφερνε από Κατοχή όσα φέρνει ο άνεμος μιας γλυκιάς αφήγησης νοσταλγικής)· κρέατα ελαφριά και άλλα πιο μερακλίδικα (γαλοπούλα γεμιστή, φιλέτο τυλιχτό, χοιρινό με πατάτες και κυνήγια στο φούρνο), σπετσοφάγια, ρύζια ανατολίτικα, μακαρόνια σουφλέ για τους μικρούς, σαλάτες εξωτικές, τσουρέκια για τον καφέ, γλυκά σοκολατένια και κρεμώδη, καθώς και το λατρεμένο με γιαούρτι και ανανά... Αυτή η γιαγιά, η ζωηρή κι αλέγρα, η γιαγιά Στάμω, είχε αρχίσει να ξεχνάει. Εκείνη τη χρονιά έγινε μεγάλη επιχείρηση για να καταφέρει να έρθει στο σχετικά καινούργιο σπίτι μας, κι εγώ που πάντα οργίαζα μαγειρικά τα Χριστούγεννα και όχι τόσο τις καθημερινές, έβαλα τα δυνατά μου γιατί ήθελα να εκπληρώσω την επιθυμία της να πάει μια φορά χορτάτη, εκείνη η γιαγιά δεν θυμόταν την επομένη το λουκούλειο γεύμα της προηγούμενης, και ήταν όλο παράπονα που η εγγόνα της την είχε, όπως νόμιζε, ξεχάσει...
Αργότερα ακόμα, τη θυμάμαι που συρρικνωνόταν, καλοφροντισμένη και πεντακάθαρη χάρη στη μάνα μου, μέχρι που το σώμα της έγινε το σώμα ενός παιδιού, και η ψυχή της μας χαιρέτησε, κι ελπίζω να ευθυμεί με τους αγγέλους και τα όμορφα τραγούδια τους.
9 Νοεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Νεκταρίου, γιορτή ζωής για το σπίτι. Ήταν η θεία μου άρρωστη και μόλις εγχειρισμένη από καρκίνο, βαριά. Κι εγώ μόλις γεννιόμουν, γι’ αυτό και η γιαγιά με ένιωσε σαν δώρο για τη ζωή του παιδιού της που κινδύνευε να χάσει. Δεν έγιναν όμως τελικά έτσι τα πράγματα. Ο άγιος θέλησε η θεία μου να ζήσει και να μας χαριστεί για χρόνια πολλά ακόμα, όπως αφηγείται η μητέρα μου στο βιβλίο της.
9 Νοεμβρίου, γενέθλια της μάνας, μιας μάνας στην οποία εκτός από τη ζωή και όλα τα άλλα, οφείλω ειδικότερα την πρακτική σκέψη και την αγάπη στη ζωγραφική. Και καθώς δεν είχε ονομαστική γιορτή η κυρά Αμαλία, τα γενέθλια της μάνας ήτανε λαμπρή. Και νά τα δώρα, που όλο δεν τα ήθελε, και νά οι εκπλήξεις και οι χαρές, όσο ζούσε ο πατέρας.
Φέτος μας κάλεσε η μάνα, να φάμε όλοι μαζί, μέρα σημαδιακή 9 Νοεμβρίου. Και θα είμαστε όλοι εκεί, μικροί μεγάλοι να τιμήσουμε τα 83 της χρόνια, με την ευχή να την αφήσει ακόμα ο Θεός, να μην την πάρει σε τόσο ταραγμένους καιρούς... Πέρα από ό,τι μας απσχολεί ως πολίτες, εύχομαι να γλυκάνει η κατάσταση στην πατρίδα, να μη φύγουν τόσο τρομαγμένα τα γεροντάκια, νιώθοντας πως ζούνε νέα κατοχή, κάπως διαφορετική αλλά και τόσο όμοια με την πρώτη, να μη φύγουν με το αίσθημα ότι γκρεμίζονται οι κόποι μιας ζωής...
9 Νοεμβρίου και έφυγε ο πατέρας. Μέσα από την αγκαλιά μου έφυγε, τη λίγη ώρα που απομακρύναμε από το προσκεφάλι του τη μάνα. Ησύχαζα τους γιατρούς και τις νοσοκόμες που κάτι κάνανε πως κάναν... Την ώρα εκείνη ήθελα να είμαστε εγώ, κι ο πατέρας, και ο Θεός... Οι άλλοι περιττεύαν. Περάσαν 14 χρόνια, και κλαίω τώρα σαν το θυμάμαι, όσο τότε δεν έκλαψα, καθώς ήθελα να είναι όλα τόσο γαλήνια, τόσο αγγελικά, όσο του άξιζε. Ήρθε κι ο αδερφός μου και σιωπηλά αγκαλιαστήκαμε, καθησυχάζοντας τους γιατρούς για να μη φλυαρούν. Πήγαμε σπίτι, ενώ η μάνα ετοιμαζόταν να γυρίσει στο νοσοκομείο, και κατάλαβε πως δεν χρειαζόταν πια. Τον ετοιμάσαμε, οι φίλοι ήρθαν σπίτι, να είναι καλά, μας συγκίνησαν. Και τα παιδιά μου, μικρά τότε, ανάστατα, σοβαρά, ντυμένα με τα σκούρα τους, καινούργια ρουχαλάκια, ήρθαν σε πρώτη επαφή με την άλλη τούτη όψη της ζωής.
Άλλη φορά θα αφηγηθώ τα άλλα.
Η γιαγιά, η θεία και ο πατέρας.
10 Νοέμβρη, ανάπαυλα μικρή, διάλειμμα στο κυρίως θέμα της γιορτής.
Στις 11 γεννήθηκα εγώ, και αν η μέρα δεν είναι ασφαλώς σημαδιακή για την ανθρωπότητα, είναι για την αφεντομουτσουνάρα μου, και για τους αγαπημένους ανάμεσά σας, που είστε σημαντικοί στη ζωή μου, και μάλλον έχω κι εγώ μια μικρή σημασία για σας.
Γεννήθηκα παρηγοριά σε αρρώστια, βαφτίστηκα Ευαγγελία, φορτώθηκα χίλιες ελπίδες, απ’ τις οποίες γρήγορα ξεγλίστρησα...
Αλλοπαρμένη εκ πεποιθήσεως, και τώρα που το σκέφτομαι μοναχική κι αγαπησιάρα μονομιάς. Μα δεν χρειάζεται να πω τίποτε άλλο... με ξέρετε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Για τα γενέθλιά μου αυτά και ως συμμετοχή στο post, ο άντρας μου μού χάρισε το τραγούδι του αρχάγγελου, και με έλιωσε, μ' έκανε κομμάτια, όπως μόνο αυτός ξέρει...
Τα παιδικά μου γενέθλια συνδέονταν με μεγάλο ξεφάντωμα, διότι καλούσαμε τα παιδιά ενός ιδρύματος, όπου βοηθούσε η θεία ως κοινωνική λειτουργός. Ζούσε μαζί τους. Είχαμε γίνει φίλοι, με τα θετά αδέρφια μου, και διατηρήσαμε με κάποια επαφή για χρόνια πολλά. Τα πολιτικά γεγονότα των Νοεμβρίων τα καταλάβαινα διότι ακυρώνονταν οι γιορτές γενεθλίων. Και αργότερα διότι μετείχα πάντα σε όλους τους θερμούς Νοέμβρηδες, που δεν έδιναν μονάχα επετειακές ευκαιρίες. Και τώρα ετούτη η Κυριακή στους δρόμους θα μας βρει και πάλι.
17 Νοέμβρη και ανήμερα στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, το 1986, πήρε ο Θεός την πεθερά μου, τη Μαρία. Μια γυναίκα, που είχα προλάβει να γνωρίσω και να αγαπήσω, καθώς με τον Δημήτρη ήμασταν χρόνια φίλοι, αλλά δεν είχα προλάβει να ζήσω ως δεύτερη μάνα. Κι αυτή βιαστική, πολύ βιαστική για πάνω.
Με τα χρόνια, έχω πιο πολλούς ανθρώπους εκεί πάνω, παρά εδώ γύρω. Οι άγγελοι ανοίγουν τις γιορτές του Νοεμβρίου, οι άγγελοι και οι άνθρωποι μας συντροφεύουν, κατά μια παράξενη, βιωματική, προσωπική πεποίθηση πιο πολύ στη λήξη του φθινοπώρου.
Έτσι, ο Νοέμβρης διατηρεί το φως του, παρ’ όλη τη σκοτεινιά, με τις γιορτές του και τις διαδηλώσεις του που γεννούν την ελπίδα, και είναι κι αυτές μια παράξενη γιορτή.
Κι αν οι άνθρωποι που μας αγκαλιάζουν δεν είναι πάντα άγγελοι, να πω κι εγώ μ' ένα τραγούδι πως είναι όμως τόσο ζεστά και αιμάτινα ανθρώπινοι! Και κοντά σ’ αυτούς οι άνθρωποί μας που έχουν γίνει άγγελοι, παρέα με τους αγγέλους, σμίγουν τις γεννήσεις με τους θανάτους μας, τις πίκρες μας με τις γιορτές μας και τις ελπίδες μας, τον ουρανό με τη γη.