Το 1924 ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι συνέθεσε ένα ποίημα για το ιωβηλαίο των 125 χρόνων από τη γέννηση του Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν. Δυστυχώς, όσοι από εμάς δεν μοιραζόμαστε τους ήχους, τη χροιά και την ομορφιά της ρωσικής γλώσσας αδυνατούμε να γευθούμε και να κατανοήσουμε το μέγεθος του μέγιστου ρώσου ποιητή, ο οποίος είναι μοναδικός στη λυρικότητα της γλώσσας του. Όσοι όμως έχουμε έστω διαβάσει Πούσκιν από μεταφράσεις, ιδίως εκείνες τις παλιότερες που στεγάζονταν στις εκδόσεις Κοροντζή, έχουμε γνωρίσει από την ποιητική του ένα απαύγασμα, που γλυκά μας μερεύει σαν το ασημένιο φως του φεγγαριού καθώς αντανακλά το λαμπρό χρυσό του ήλιου. Αυτή είναι η μοίρα των μεταφράσεων και ιδίως των ποιητικών μεταφράσεων, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ποιητές που η μουσικότητα της φράσης τους είναι το κατεξοχήν της ποίησής τους.
Το «Ιωβηλαίο» του Μαγιακόφσκι το διάβασα σε απόδοση Γιάννη Ρίτσου, στην εικοστή έβδομη έκδοση ποιημάτων του ποιητή (γραμμένου με –η στην κατάληξη) σε έκδοση του Κέδρου.
Ενώ αγαπώ ιδιαίτερα τον Ρίτσο κι ενώ, ή ακριβώς επειδή, αναμφίβολα λατρεύω τον Μαγιακόφσκι όπως και τον Πούσκιν, δυσκολεύτηκα να διαβάσω την ποιητική απόδοση των ποιημάτων του Μαγιακόφσκι. Η γλώσσα του Ρίτσου, χαρακτηριστική δημοτική μιας άλλης εποχής, ίσως με μετέφερε σε ένα πολύ συγκεκριμένο συγκείμενο, ήλιου λαμπρού και πέτρας, σεμνού κυκλάμινου και ιδρωμένων, ροζιασμένων χεριών που με δυσκόλευε να τοποθετηθώ στην ατμόσφαιρα του λεπτού φιλτραρισμένου φωτός της πλατιάς και αχανούς ρωσικής (σοβιετικής) επικράτειας. Χρειάστηκε λίγος χρόνος για να συνηθίσω, και φωναχτή ανάγνωση, που συνέβαλε στο ξεπέρασμα των ορθογραφικών ιδιοτροπιών και με επικέντρωνε στην ίδια την ποίηση.
Όταν έφτασα στο «Ιωβηλαίο», κάπου στο μέσον του βιβλίου, είχα εξοικειωθεί.Σχεδόν μου άρεσε. Μάλλον μου άρεσε, με την επίγνωση ότι το πρωτότυπο θα ήταν κάτι άλλο.
Στο εν λόγω ποίημα ο Μαγιακόφσκι συνομιλεί με τον Αλέξανδρο Σεργκέϊτς (Πούσκιν) ως μεταξύ δύο ποιητών σε εορταστικό ιωβηλαίο. Ο τόνος είναι οικείος, τα κουβεντιάζουν ξεκλέβοντας μια ωρίτσα από την αιωνιότητα. Ο Βλαντιμίρ συστήνεται στον μέγιστο πρόγονό του και του μιλά, του ψιθυρίζει μάλλον, ως ποιητής σε ποιητή για ανθρώπινες αγωνίες και ζητήματα που άπτονται ασφαλώς και της ποίησης. Η αίσθηση της κατηφόρας, μιας κατηφόρας παγκόσμιου βεληνεκούς, οδηγεί τον ποιητή σε μελαγχολίες που του στερούν τη διάθεση να στήνει ομιλίες. Έτσι, κατεδαφίζοντας κάθε πομπώδη προσδοκία από έναν επετειακό λόγο, εισάγοντας ακόμα και χυδαίες δημώδεις εκφράσεις, ο Μαγιακόφσκι γίνεται καθημερινός, όσο και στην απλότητά του βαθιά ουσιαστικός.
Κακὸ μεγάλο τ’ ὄνειρο,
ἀνώφελο νὰ ὀνειρευόμαστε δῶ χάμω.
Πρέπει χωρὶς ἀνασασμὸ
Τὸν ὑπαλληλικὸ νὰ συνεχίζεις
καταναγκασμό.
Εντούτοις, μέσα από το παράλογο, γνώρισμα των καταστάσεων της εποχής, μπορεί άξαφνα και αναπάντεχα να συλλάβει κανείς το νόημα των πραγμάτων. Ο Μαγιακόφσκι δίνει συνοπτικά μια συντακτική της ποιητικής του, τοποθετώντας και τους δύο συνομιλητές ποιητές στο πεδίο της μάχης, όπου με ξιφολόγχες επιτίθενται στο λυρισμό, γυρεύοντας την ακρίβεια του λόγου και τη γυμνότητά του. Εδώ ο «λυρισμός» σηματοδοτεί και στοχεύει προφανώς τον πομπώδη επιτηδευμένο λόγο, τον φορτωμένο επίθετα και ανούσια τεχνάσματα που μάλλον σκοτίζουν παρά αποκαλύπτουν την αλήθεια του ποιητή. Και προφανώς δεν ταυτίζεται με τη μουσικότητα και τον λυρισμό, όπως ως ρυθμική και ηχητική τον νοούμε, όταν αναφερόμαστε σε αυτόν ως χαρακτηριστικό της ποιητικής του Πούσκιν. Έχει εξάλλου περάσει ένας αιώνας γεμάτος από την ποιητική δημιουργία του Πούσκιν. Οι δρόμοι και το ύφος της ποίησης έχουν σημαντικά μεταβληθεί, αλλά έχει μείνει αμετάλλαχτη η ποιητική ουσία, ο βασιλικός πολτός της ποίησης, όπως αναγνωρίζει ο Μαγιακόφσκι στον ομότεχνό του.
Περνώντας από τη μια κουβέντα στην άλλη, με την επισήμανση ότι η χώρα του είναι «υπερβολικά φτωχή σε ποιητές» ο Μαγιακόφσκι περιηγείται του ποιητικού τοπίου. Ένα τοπίο ιδιαίτερα οικείο και γνώριμο, όχι μόνο σε όσους ασχολούνται με τα ρωσικά γράμματα και τη ρωσική λογοτεχνία στη διαχρονία της, αλλά και εξαιτίας της αναγωγής της συγκεκριμένης αποτύπωσης σε μια αναγνωρισμένη καθολικότητα, πέρα από τα επιμέρους πρόσωπα. Η τυπολογία προσώπων και καταστάσεων ξεπερνά το ενδιαφέρον της εποχής και του τόπου. Αναδεικνύονται οι φθόνοι, οι ομαδοποιήσεις, οι ανούσιοι ανταγωνισμοί, το τετριμμένο και αφόρητα πληκτικό μιας ποίησης που επιδιώκει να καθιερωθεί χάρη στον εντυπωσιασμό της. Πολλά μέσα στο γενικό πλαίσιο μιας κατηφόρας, στην οποία γλιστρούν και ξεγλιστρούν σαν σε τσουλήθρα κάθε λογής ανθρωπάκια, κυνηγοί του ανούσιου και ανίκανοι να συλλάβουν το ουσιώδες, θυμίζουν τις μέρες μας.
Και με αυτό τον τρόπο προσοικειώνεται κανείς πλήρως το Ιωβηλαίο του Μαγιακόφσκι στην απόδοση του Ρίτσου, καθώς πέρα από κάθε φραγμό του χωροχρόνου, ή της γλώσσας, δηλαδή της σκέψης, η μεγάλη ποίηση αποθέτει ενώπιόν μας τον άνθρωπο στη γύμνια του. Η ποίηση σαρκώνεται και ο ποιητής, αν και δεν θέλει, κερδίζει την αιωνιότητα. Όχι ως νεκρό είδος, αλλά ως παλλόμενη φλέβα, ως ζωή.
Παραθέτω τη χαρακτηριστική κατακλείδα του ποιήματος.
Σὰν τὸν πνευματισμὸ
ἐκείνη ἡ φλυαρία.
Οὕτως εἰπεῖν,
σκλάβος τῆς ἴδιας του τιμῆς…
τὸν ἔρριξε μιὰ σφαίρα καταγῆς.
Ἕνα σωρὸ ἀπὸ δαύτους
ὣς μὲ τὰ σήμερα κυκλοφοροῦνε,
συμμορία —
τῶν γυναικῶν μας
κυνηγοὶ
κάθε λογῆς.
Εἶναι καλὰ σ’ ἐμᾶς ἐδῶ
στῶν Σοβιέτ μας τὴ χώρα.
Μπορεῖς νὰ ζήσεις, νὰ δουλέψεις
μιὰ δουλειὰ συντροφική.
Μονάχα, νά,
πού, δυστυχῶς,
ποιητὲς δὲν βρίσκεις τώρα
κ’ ἴσως, ποιός ξέρει, κιόλας λέω
νὰ μὴ χρειάζονται κι αὐτοί.
Μὰ εἶν’ ὥρα νὰ τελειώνουμε:
ἡ αὐγὴ
ἔξω ἔχει τὶς μεγάλες της ἀχτίνες ἀμολήσει
Μὴν τύχει κι ὁ ἀστυφύλακας
ἀρχίσει
νὰ σᾶς ἀναζητᾶ.
Σὲ τοῦτο τὸ μπουλβὰρ Τβερσκόϊ
σᾶς ἔχουν τόσο συνηθίσει.
Λοιπόν, ἐλᾶτε,
θὰ σᾶς βοηθήσω νὰ καθῆστε
στὸ βάθρο σας ξανά.
Κ’ ἐμένανε
ὅσο ζῶ
θἄπρεπε νὰ μοῦ στήσουν ἀνδριάντα.
Θἄβαζα κάτωθέ του
δυναμίτη —
Κι ἄντετε, πῦρ,
στὸν ἀέρα ν’ ἀνατιναχτεῖ.
Μισῶ
κάθε λογῆς νεκρίλα πάντα
Λατρεύω
κάθε λογῆς ζωή.