Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άνοιξη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άνοιξη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

2 Απρ 2018

Οι κυρίες



[Ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε, 
μα η αγάπη βοά και η χαρά ξεχειλίζει.]


Ξύπνησα, και το σώμα μου ήταν γεμάτο χυμούς. Από τους ηδείς χυμούς, τους ζωτικούς, τους χυμούς της άνοιξης. Είχα δει όνειρα γλυκά, ξεκούραστα, ανέμελα. Δεν υπάρχει λόγος να κόψω τη ροή της αφήγησης για να πω πόσο σπάνιο είναι αυτό τα τελευταία χρόνια, που ο ύπνος δεν ξεκουράζει, μόνο βασανίζει καθώς αναμηρυκάζει τα άγχη της μέρας. Όχι δεν θα σταθώ σ’ αυτό.

Αλλά μόνο στο κατάστρωμα του πλοίου όπου βρέθηκα χθες, στη Φλόριντα, στο Μαϊάμι. Σε πρώτο πλάνο ο αυτοκινητόδρομος. Στο βάθος υψώνονταν οι πολυκατοικίες και τα ψηλά εκείνα κτίρια που μήτε πολυκατοικίες ακριβώς, μήτε ακόμα ουρανοξύστες τα λες. Όμως ανάμεσα στα δυο, στην άσφαλτο και το υαλομπετόν που μας ορίζουν αναπόδραστα μέσα στον τεχνικό πολιτισμό, απλωνόταν μια απέραντη παραλία και μια άοκνα κινούμενη, σχεδόν ακύμαντη θάλασσα. Το μάτι αφέθηκε στην ευτυχία της λάμψης του νερού, στον παρηγορητικό σπόγγο της άμμου, που θαρρείς σφούγγιζε κάθε δάκρυ, σίγαζε κάθε αναστεναγμό, στο γεμάτο χάρη λίκνισμα των συστάδων του φοίνικα, στα ξάρτια που υψώνονταν πυκνά και γεμάτα υποσχέσεις στα αριστερά, στο μικρολίμανο. Ενώ δεξιά μας εκτεινόταν θαρρείς προς άπειρο η παραλία, ένα άπειρο βαλμένο από κόσμο παραμυθένιο όσο και παραμυθητικό. Η ζωή και η κίνηση των ανθρώπων που είχαν βγει για βόλτα συμπλήρωνε την εικόνα, τη μετάλλασσε, τη μεταμόρφωνε συνεχώς, και ακούραστα παρατηρούσες, μέσα από τα τεράστια διακριτικά κουφώματα με τον ανύπαρκτο σκελετό και τη διάφανη τζαμαρία.

Λίγο να άνοιγες ένα φινιστρίνι, βούιζε ο αέρας και σε σήκωνε. Το κατάστρωμα, πάτωμα σανίδι, σε χρώμα φυσικό, βαθυκόκκινο καστανό, έκανε το καράβι μας να μοιάζει κότερο πολυτελούς κατασκευής σε vintage διάθεση, με φυσικά υλικά. Όμως τα πάντα ήταν λιτά και εξαιρετικά μοντέρνα στο κατάστρωμα. Οι καναπέδες και τα σκαμπώ σε χρώμα βαθυκόκκινο και μπλε βαθύ, σε τετράγωνες γραμμές, bauhaous, γεφύρωναν το χθες με το αύριο και έστρεφαν το βλέμμα προς τα εμπρός, σε μια γεμάτη πίστη και αυτοπεποίθηση αισιοδοξία. Η ζωή είναι εδώ, η ζωή είναι μπροστά.

Το καράβι ήταν από την πλευρά της στεριάς. Περίεργη τοποθέτηση για καράβι, αλλά ήταν κι αυτό στοιχείο ενός τοπίου μαγικού. Στον έβδομο όροφο, ρετιρέ μιας μοντέρνας πολυκατοικίας, ακριβώς αντικρύ στη θάλασσα και στις όχθες του μεγάλου παραλιακού αυτοκινητόδρομου, σ’ αυτή την άλλη ήπειρο, του Παλαιού Φαλήρου, όλες πιστέψαμε πως ήμασταν στο κατάστρωμα – αποφασισμένες να ταξιδέψουμε για τα καλά.

Το πρώτο ταξίδι το έκανα με την Αλέκα. Δυο αντίθετα. Εκείνη ψηλή, σωματώδης, εγώ μικρόσωμη, αεικίνητη, σκέτο σαμιαμίδι. Εκείνη προτιμούσε το σχολείο έξω από το σχολείο, εγώ πάλι αρκετά περιορισμένη εκτός σ’ έναν κόσμο που ζούσε κυρίως με τα γράμματα, ρουφούσα διψασμένη ό,τι μπορούσε να μου δώσει το σχολείο. Κατέβηκα από Πεντέλη, βρεθήκαμε στην Κηφισιά. Το ορεινό μου προάστιο, χωριό σχεδόν, μας τύλιγε με την ομίχλη του όλο το τελευταίο διάστημα. Κάποτε ξέσπασε σε βροχή. Μια σιγανή, σταλαγματώδης, ήσυχη, λαμπερή και χρυσή βροχή. Γοητευτική στο μάτι, ο νους όμως υπαγόρευε τη γνώμη πως ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, είναι μάλλον αφρικανική σκόνη και γύρη από τα πεύκα, και απαγόρευε κάθε σκέψη να βγει κανείς έξω, να λουστεί στο χρυσάφι. Όπως και να έχει η βροχή ξέπλυνε τα πάντα και ο τόπος μοσχομύριζε. Έτσι μοσχοβολούσε και η Κηφισιά, που στο κέντρο της είχε βγει η μισή Αθήνα, αργόσχολη, φιλοπερίεργη, Κυριακή Βαΐων απόγευμα. Βρήκα να παρκάρω – οριακά.

Η Αλέκα με συνάντησε, ανεβαίνοντας κι αυτή από τις νότιες παρυφές της Κηφισιάς, λιγότερο glamour, περισσότερη λάσπη, όπου ζούσε με τις γάτες της σε σπίτι με κήπο όλα τα τελευταία χρόνια. Κατεβήκαμε το ποτάμι. Και παρά τις αντιθέσεις μας, κάποια υπόγεια ρεύματα, κάποια ποτάμια της σκέψης μας συνέδεσαν άρρηκτα σε πείσμα των αποστάσεων και μ' όλο το διάβα του χρόνου. Επιδέξια η Αλέκα, και πολύ μελετημένη, οδήγησε δίχως δισταγμούς από αυτοκινητοδρόμους και γέφυρες και φτάσαμε με σιγουριά στο Παλαιό Φάληρο, όπου παρκάραμε σε πάροδο του παραλιακού. Με τα κρασιά μας και τους χαλβάδες μας ανεβήκαμε στη μοντέρνα, τύπου loft πολυκατοικία.

Μας υποδέχτηκε η Γαλάτεια και μια ζεστή μυρωδιά ψημένης ζύμης, γαρνιρισμένης με κάθε λογής αρώματα. Ήταν ώρα για καφέ, αλλά βγήκε μια μιμόζα, σε στενό, κολωνάτο ποτήρι, με αφρώδη οίνο και φυσικό χυμό πορτοκαλιού, που σημάδεψε εξαρχής το απόγευμα: Θα ήταν πολύ ιδιαίτερο. Φυσικό μακρύ μαλλί με ανάλαφρη μπούκλα, καλλίγραμμα φρύδια και έντονα χαρακτηριστικά, και μια ακάματη δραστηριότητα από το κορμί της Γαλάτειας, ένα άοκνο σύρε κι έλα στην υπηρεσία της φιλοξενίας φωνάζουν φρεσκάδα και νιότη.

Μία μία ή σε ομάδες άρχισαν να καταφθάνουν οι παλιές συμμαθήτριες. Κάπως μπερδεύτηκα με την αδυναμία της μνήμης. Σχεδόν σαράντα χρόνια, γεμάτα τριανταπέντε μας χωρίζουν από τις τελευταίες μας συναντήσεις. Κάπως αγχώθηκα, καθώς δεν θα μπορούσα να γκουγκλάρω την πληροφορία που μου έλλειπε. Όμως, λίγο λίγο βρεθήκαν τα κλειδιά και όλα άρχισαν να παίρνουν τη θέση τους.

Δεν ήταν ταξίδι στο χρόνο. Αν και ο χρόνος, το κοινό παρελθόν και κάποιες κοινές ή αλληλοσυμπληρούμενες αναμνήσεις, πολύχρωμο μωσαϊκό, ανέσυραν αισθήματα αγάπης, έγιναν κόλλα για ό,τι συντελέστηκε στο παρόν.

Το ταξίδι ήταν στο παρόν. Ήταν ταξίδι ακρογιάλι ακρογιάλι, καθώς μετά την αρχική κοσμοχαλασιά σχηματίστηκαν μικρότερες παρέες και η κουβέντα ήταν πιο χαμηλόφωνη, αφηγηματική, εμπιστευτική. Μια μια ξεδιπλώθηκαν διάφορες ζωές, έγνοιες και όνειρα της κάθε μιας. Με μια κοινή δομή της αφήγησης, πώς ξεκινήσαμε, πώς οικοδομήσαμε πάνω σε όνειρα, τι ανατροπές ήρθαν στη ζωή, πώς είναι σήμερα η οικογένεια και η δουλειά της καθεμιάς, τι σημάδια άφησαν τα μνημονιακά χρόνια. Τι παλεύουμε σήμερα, πώς φανταζόμαστε το αύριο. Θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί ένα μυθιστόρημα με ιστορίες σπονδυλωτές – αλλά ήδη η μέρα με καλεί και η ανάγκες της, μέρα Δευτέρα.

Είχε μια ευγένεια η συνάντηση αυτή. Μια αποδοχή, γεμάτη αγάπη. Είχε χώρο πολύ ο ένας για τον άλλο, χώρο για την έκπληξη, χώρο και την ιδιαιτερότητα του καθενός και πολύ σεβασμό. Πόσο εκτίμησα το επίπεδο, την ελαφριά διάθεση, το γέλιο, την καλοσύνη. Πράγματα που συχνά τόσο λείπουν από την καθημερινότητα. Σήμερα ο γελαστός άνθρωπος δεν είναι ο χάχας που με φόβιζε παλιότερα. Η ψηλή είναι ο αγαθός γίγαντας. Το πειραχτήρι είναι καλοκάγαθο και αυτή που νοιάζεται είναι η καρδιά της παρέας. Όλες έχουν παιδεία, ορίζοντες. Όλες είναι κυρίες. Όλες έχουμε ωριμάσει, δημιουργήσει, πονέσει, αποτύχει, επιτύχει, ξανασηκωθεί, συνεχίσει. Και αν είμαστε τόσο συμφιλιωμένες η μια με την πραγματικότητα της άλλης, είναι γιατί είμαστε μάλλον σε πλήρη συμφιλίωση η καθεμιά με τον εαυτό της.

Το φως που έπεφτε πλάγιο στη θάλασσα τη μεταμόρφωνε, σε χρώματα ασημί, όπως κι εμείς βλέπαμε η μια την άλλη μεταμορφωμένη. Ανακαλύψαμε στα γνώριμα βλέμματα καινούργιους ανθρώπους, όλους όμως δεμένους με μια αγάπη παιδική και ανεμελιά.

Μείναμε μέχρι τη βαθιά νύχτα. Θα λαχταρούσαμε ακόμα και να κοιμηθούμε στο κατάστρωμα. Κάναμε σχέδια για καινούργιες συναντήσεις, για ανέμελους χορούς, για ταξίδια με νόημα ή και για διακοπές σε σπίτια, ξενοδοχεία ή σκηνές.

Παλιές μου συμμαθήτριες, ξέρω από χθες ότι μάλλον σημαδέψατε περισσότερο τη ζωή μου από όσο είχα φανταστεί. Και η συνάντηση μαζί σας δεν ήταν μια συνάντηση με το παρελθόν. Ήταν μια συνάντηση με τη νιότη στο παρόν. Και με γλυκούς του σώματος χυμούς, με ελάχιστα ζάκχαρα και χοληστερίνες, με μηδαμινή μυική και σκελετική κόπωση, με ανανέωση του καρδιαγγειακού και του αναπνευστικού, με την υγεία που φέρνει η βαθιά χαρά θα συντροφέψουμε η μια την άλλη ανοίγοντας πανιά σε όλους τους καιρούς.

Γιατί αν οι χρόνοι μικραίνουν, η πείρα σε βοηθά να αντλείς τα πάντα απ’ τη ζωή με μια απλή κίνηση, ένα χαμόγελο.


ΥΓ. Ευχαριστώ όλες, ιδίως την Έφη, την Αλέκα, την Έλενα, την Έλενα που επίμονα όσο και υπέροχα διακριτικά με κάλεσαν. Η δε αγάπη έξω βάλλει τον φόβον. Καλή Ανάσταση!

29 Απρ 2014

Ελικώνας: Στα Ψηλώματα

Πορεία από την Ευαγγελίστρια, διαμέσου του δάσους από βελανιδιές και έλατα προς τον αρχαίο ναό του Απόλλωνα, το Κρύο Πηγάδι, τη Σημαία (κορυφή) και κατόπιν κατά μήκος της κορυφογραμμής με κατάβαση προς το φαράγγι της Γλυκής.













 






Φωτογραφίες: Κάποιος από τους Δημήτρη, Γιώργο, Μαρία, Ηλία-Πορφύριο



26 Απρ 2014

Η Μυζήθρα της Μάνας


Δίπλα στην παραδοσιακή μυζήθρα από τυρόγαλο υπάρχει και μια απλούστερη δυνατότητα, κατάλληλη και για αστικό νοικοκυριό. Η παρασκευή μυζήθρας από γάλα. Είναι απλούστατη και η ποιότητά της εξαρτάται από την ποιότητα και την υφή του γάλατος.
Είχαμε μια χύτρα πρόβειο γάλα (8 λίτρα). Έπηξα γιαούρτι, κράτησα σκέτο και με τη μισή περίπου ποσότητα έφτιαξα μυζήθρα.
Η παρασκευή είναι απλούστατη. Ανακατεύεις διαρκώς το γάλα μέχρι το σημείο βρασμού. Κατόπιν το πασπαλίζεις με λίγο ξινό και το κατεβάζεις από τη φωτιά αμέσως. Άλλοι το φτιάχνουν ραντίζοντάς το με λίγο ξύδι, αλλά εγώ το δοκίμασα με ξινό. Αρχίζει να κόβει και να διαχωρίζεται η μυζήθρα. Το περιμένεις όσο χρειάζεται. Κατόπιν το αδειάζεις σε μια πετσέτα στερεωμένη σε σουρωτήρι που έχεις τοποθετήσει σε μια δεύτερη κατσαρόλα. Εδώ χρειάζεται να πιέσεις, με υπομονή και επιμονή, κάνοντας την πετσέτα δεματάκι και σφίγγοντάς το μέχρι να φύγει όλο το υγρό και να κολλήσει μεταξύ της η μυζήθρα. Αφού φύγει όλο το υγρό, πιέζεις ξανά με ένα μαρμαράκι δίνοντάς της σχήμα. Από τη μισή κατσαρόλα έγιναν δύο δεματάκια μυζήθρα, που όταν τα κρέμασα να στεγνώσουν δεν έσταζαν πια καθόλου.
 


Το αποστάγγιγμα αυτής της μυζήθρας είναι στην πραγματικότητα γάλα, που απλώς έχει καρυκευτεί με λίγη όξινη γεύση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο φαγητό, και ήδη σκέφτομαι διάφορες συνταγές που θα εμπλουτιστούν με τη γεύση του.
Η μυζήθρα μας θα αλατιστεί αύριο ή τη Δευτέρα, ακολουθώντας από εδώ και πέρα τη συνταγή της παραδοσιακής μυζήθρας.
Πέρα από τη χρήση της μυζήθρας στα μακαρόνια, η μυζήθρα τρώγεται ευχάριστα όταν είναι φρέσκια και μπαίνει σε ποικίλα φαγητά και γλυκά. Επίσης τηγανίζεται δίνοντας ένα πολύ λεπτό άρωμα, και δεν λιώνει, άρα είναι πολύ κατάλληλη και για σαγανάκι.



Η Μυζήθρα του Τσοπάνη



 

Δεν είχα ξαναδεί πώς. Δεκάδες φορές είχα δει πώς πήζουν το τυρί, τη φέτα, αλλά ποτέ δεν είχε τύχει να φτιάξουμε μυζήθρα.
Το πρώτο που κατάλαβα είναι πώς χρειάζεται πολλή φωτιά – και τα ανάλογα ξύλα, κατά προτίμηση πουρνάρια. Τρέξαμε λοιπόν και κάναμε μερικά με την κοσόρα – θα χρειαστούν άλλωστε μεθαύριο του Αϊ- Γιώργη στο ψήσιμο. Ασφαλώς είναι αναγκαίο ένα καζάνι για βράσιμο. Εκεί λοιπόν ρίχνεις το τυρόγαλο: ένα κιτρινωπό υγρό, δηλαδή το υπόλειμμα που στάζει σε δοχείο καθώς στραγγίζεις τη φέτα. Αυτό το ανακατεύεις διαρκώς μέχρι την ώρα που θα βγάλει επάνω λευκό πηχτό αφρό, λίγο πριν το σημείο βρασμού. Τότε ρίχνεις το πρόσγαλα, που είναι απλώς πρόβειο, καλά βρασμένο και κρυωμένο γάλα. Σε όλο το καζάνι τυρόγαλο (περίπου 30 λίτρα) αρκεί ένα λίτρο γάλα. Αυτό ενεργοποιεί το τυρόγαλο και αυξάνει την ποσότητα του λευκού αφρού. Ο αφρός αυτός δεν είναι στην πραγματικότητα άλλο από το παχύ στρώμα του γάλατος, το οποίο έτσι πάλι διαχωρίζεται από το κιτρινωπό υπόλοιπο τυρόγαλο. 



Το αφήνουμε να ηρεμεί βράζοντας, δίχως να ανακατεύουμε, μέχρι να πετάξει τον πρώτο "καλόγερο" (φουσκάλα ). Τον καλόγερο τον μαλακώνουμε ρίχνοντας απάνω του με ένα μπρίκι λίγο κρύο νερό τοπικά, ώστε να ηρεμήσει και να συνεχίσει να βράζει ομοιόμορφα. Χαμηλώνουμε τη φωτιά (αφαιρώντας ξύλα), ώστε να έρχεται η βράση μαλακά. Μετά τον τρίτο καλόγερο, μπορείς και πρέπει και πάλι να ανακατέψεις. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται 3 φορές. 



Κατόπιν, παίρνεις τον αφρό, το πηχτό στρώμα του γάλατος που βρίσκεται στην επιφάνεια. Προσέχεις να βυθίζεις αρκετά την κουτάλα ώστε να παίρνεις μονομιάς ολόκληρη την ποσότητα, και συνάμα αρκετά προσεκτικά, ώστε να μην το διαλύσεις και χαλάσεις τον διαχωρισμό. Το αδειάζεις σε μια πετσέτα της κουζίνας καθαρή και στεριωμένη σε ένα καλούπι ή κόσκινο. Και πάλι τρέχουν έξω τα περίσσια υγρά. Βοηθάμε αυτή τη διαδικασία πατώντας με μια καθαρή πέτρα, κατά προτίμηση ένα πλακέ μαρμαράκι, δίνοντας και σχήμα στο... μπογαλάκι μας. Το προτιμούμε να γίνει λίγο πλακέ, σαν ρόδα, για να στέκεται καλύτερα η μια πάνω στην άλλη. Δένουμε κατόπιν την πετσέτα σφιχτά και την κρεμάμε.



Μένει έτσι κρεμασμένη δυο μέρες, ώστε να στεγνώσει – όχι υπερβολικά. Κατόπιν την ανοίγεις και την πασπαλίζεις με μπόλικο αλάτι. Αν φαγωθεί φρέσκια, συντηρείται στο ψυγείο και δεν χρειάζεται πολύ αλάτι. Αν όμως πρόκειται να φαγωθεί σε βάθος χρόνου, πρέπει να αλατιστεί βαριά και να μείνει να αερίζεται για να συντηρηθεί – και εκτός ψυγείου. Μια καλοαλατισμένη μυζήθρα συντηρείται μέχρι ένα χρόνο. Αυτή είναι η λεγόμενη "ξερή" μυζήθρα, ενώ η φρέσκια διατηρείται μαλακή.
Βγάλαμε δυο δεματάκια, δυο κιλά περίπου, υγρή, που θα χάσει και άλλο από το βάρος της στην πορεία.
Και ξεκλέψαμε κιόλας λίγη που τη φάγαμε ζεστή, σκέτη, ανάλατη αλλά και με λίγο μέλι βουνίσιο.
Προσοχή: το αρχικό τυρόγαλο πρέπει κατά την κατασκευή της φέτας να έχει ως γάλα βράσει τουλάχιστον στους 65ο C.



Κοντά στην παρασκευή της μυζήθρας τραγουδήσαμε και μάθαμε κλέφτικα τραγούδια, κι έτσι είμαστε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο που μπορεί να φέρει τούτη η χαμοζωή.
 

19 Φεβ 2013

Η Υπόσχεση του Θέρους




Τα ξύλα είναι νοτισμένα και κελαηδάει το τζάκι. Κάποια είναι ακόμα χλωρά, γεμάτα χυμούς. Κλαδέψαμε και καθαρίσαμε ένα πεύκο. Κι οι βελόνες μπαίνουν στο τζάκι καταπράσινες, υγρές απ’ τη βροχή, χλοερές. Σαν ένα δεύτερο θάνατο το νιώθω. «Ο θάνατος συντελέστηκε πιο πριν», λέει αποφθεγματικά ο Δημήτρης. Παρηγοριέμαι κάπως… Κι όμως, η μουσική του τζακιού δεν είναι ένα απλό, αδιάκοπο, μονότονο τσιτσίρισμα, είναι κελάηδημα μελωδικό, και σαν κύκνειο άσμα μου μοιάζει των ξύλων που πεθαίνουν και πεθαίνοντας μας χαρίζουν τη ζέστη τους, τη μουσική τους, την ομορφιά της φλόγας τους. Πόσες φορές δεν μαζευόμαστε εδώ, πρωινά, βράδια και μεσημέρια, τρώμε στο χαμηλό τραπέζι που το βάφτισα «σοφρά», κουκουλωνόμαστε στους καναπέδες για έναν υπνάκο. Και χωράμε και οι πέντε, στους δύο καναπέδες και δυο πολυθρόνες ενωμένες, ή καλύτερα στο χαλί, στρωματσάδα, απάνω καταπάνω στη φωτιά…
«Το σπίτι σου είναι κάπως… βουκολικό», μου είχε πει μια φίλη, που κάποτε είχε έρθει οικογενειακώς για φαγητό. Πόσο γέλασα τότε, έχοντας πλήρη επίγνωση της αστικής μας αλλοτρίωσης… Αλλά όσο περνούσε ο καιρός μού άρεσε η ιδέα… Και ρέπω ολοένα περισσότερο προς τη χωριάτικη ζεστασιά…
Η LCD τηλεόραση είναι κλειστή… Και η μαύρη 42άρα οθόνη χρησιμεύει μόνο για στήριγμα ενός πίνακα εν εξελίξει, ενός τοπίου παραθαλάσσιου στα τέλη του Μάη… Αυθαίρετα τοποθετώ εκεί την εποχή, αλλά τα δροσερά πράσινα μαρτυρούν ότι το θέρος δεν έχει ακόμα μπει, κι ενώ απολαμβάνω τη ζέστη του τζακιού και την ψυχρή δροσιά του αέρα λίγα μέτρα μακριά, το εκτυφλωτικό φως του πίνακα με τα ψυχρά του θαλασσιά, τιρκουάζ, μπλε σαξ και μωβ, και τα θερμά καφετιά, ωχροκίτρινα, πορτοκαλιά, η υπόσχεση του θέρους μου εκμαυλίζει όλες τις διαθέσεις, με μεθά σε πείσμα των καιρών. Μεθώ, γοητεύομαι, φαντάζομαι, χασομερώ.
Και κάνω ό,τι μπορώ για να ξεφύγω από τη δουλειά που έχω άμεσα απλωμένη μπροστά μου, με προθεσμία θηλιά στο λαιμό… Πειράζει που μεταβαίνω από την επιστημονική μου στην καλλιτεχνική διάσταση αδιάκοπα, και μπλέκω την αλήθεια με τη φαντασία;
Και τώρα που ολοκλήρωσα κι ετούτο τον καμβά, ω, Θεέ μου, να μην εφεύρω και άλλη, νέα δικαιολογία…

Υ.Γ. Επιμελούμαι τυπογραφικά ένα βιβλίο τέχνης. Γι’ αυτό άραγε λες να ακούω το τζάκι να κελαηδάει;
Υ.Γ. 2.  Το εικονιζόμενο έργο είναι του Ρόμπερτ Χόκινς. Καμία σχέση με το εν εξελίξει δικό μου...