Σχέδιο με μολύβι και γομολάστιχα σε χαρτί, ηλεκτρονικά επεξεργασμένο.
Σχεδιάστηκε από τη γράφουσα ως εικονογράφηση του συγκεκριμένου κειμένου.
Στη μέση ενός φαραγγιού ήταν ο τόπος συνάντησης. Εκείνη ερχόταν από την Ανατολή φέρνοντας μπαχάρια και μεταξωτά από τα μέρη της, μουσικές και μυρωδιές.
Εκείνος καβάλα στο άτι του κάλπαζε από τη Δύση, κομίζοντας ρυθμό, μέτρο και νηφαλιότητα, κραδαίνοντας κι ένα πολύ αιχμηρό και κοφτερό σπαθί που το είχε για να την υπερασπίζεται έναντι όλων των εχθρών, αλλά και για να κόβει κόμπους και γόρδιους δεσμούς, να ξεπερνά κάθε εμπόδιο. Πότε πότε όμως το μεταχειριζόταν επιδέξια και για να ευθυγραμμίζει σκέψεις, μεθοδολογίες και αναλύσεις που ξέφευγαν από τους νόμους του ορθού λόγου και της επιστημοσύνης.
Η γυναίκα από την Ανατολή το φοβόταν το σπαθί, μα είχε πεισθεί πως δεν προοριζόταν για εκείνη – παρεκτός κι αν τυχόν έλεγε κάτι αποτρόπαια παράλογο. Είχε εξάλλου διαπιστώσει πως όταν χαμογελούσε με το αραχνοΰφαντο μεταξωτό της φόρεμα, το σπαθί καθρέφτιζε το μαγικό χαμόγελό της και έχανε τις ιδιότητές του, τις οποίες αποκτούσε ευθύς αμέσως πάλι μόλις παρουσιαζόταν εξωτερικός εχθρός.
Εκεί συναντιόνταν και σπούδαζαν όλη τη σοφία, την επιστήμη και την τέχνη της ζωής. Πώς και πότε γνωρίστηκαν δεν ήξερε να το αφηγηθεί κανείς. Ούτε πώς ανακάλυψαν εκείνο το μέρος, μια απλωσιά καταμεσίς σε στενό φαράγγι, ανάμεσα σε δυο βουνά. Το πέρασμα κρυφό, το πλάτωμα υπέρτατα γοητευτικό. Το μέρος ονομάστηκε «Συνάντηση», καθώς η ιστορία προηγήθηκε της φύσης, και τα γεγονόταν ξεπερνούσαν σε ομορφιά το περιβάλλον.
Τι ανταλασσόταν εκεί, μπορούσαν να το μαρτυρήσουν οι πεταλούδες και η φρέσκια ρίγανη, τα δέντρα τα ψηλά και τα πετρουκάτσια που φύτρωναν στα βουνά, για λίγες μόνο μέρες, λευκά και κίτρινα. Αλλά ο πιο συστηματικός, φιλέρευνος και διακριτικός παρατηρητής των γεγονότων ήταν ένας τσαλαπετεινός που αγαπούσε πολύ το μέρος. Αφήνοντας χώρο στο ζευγάρι, χοροπηδούσε από κάποια απόσταση πίσω από θάμνους και κλαδιά, προσέχοντας να μην ενοχλεί πολύ, αλλά δίχως και να χάνει από το βλέμμα του τα συμπαντικά τεκταινόμενα.
Όταν η γυναίκα έφερε, ιδρώνοντας και κοπιάζοντας πραγματικά, ένα μεταξωτό χαλί, οι δυο καλοβολεύτηκαν, και οι συναντήσεις τους γίνονταν όλο και συχνότερες, όλο και μακρύτερες.
Τώρα, το περιβάλλον ενδιέφερε όλο και λιγότερο. Θα μπορούσε να είναι μια βαριά και σιωπηλή βιβλιοθήκη, ήσυχη παρά τον πλούτο των θησαυρών και τον αριθμό των θαμώνων της. Θα μπορούσε να είναι δωμάτιο πολυτελούς ξενοδοχείου στο Βουκουρέστι, τσιγκάνικο τσαντίρι στην Τσεχοσλοβακία, άμαξα στη γαλλόφωνη εσπερία, βαγόνι στον υπερσιβηρικό, πλυσταριό στο Περιστέρι, κοιλιά ενός κήτους στα βάθη του Ειρηνικού. Η ίδια η συνάντηση ήταν τόσο σημαντική, που η προσοχή εστιαζόταν εκεί, ενώ το περιβάλλον, το τοπίο, γινόταν σκηνικό που περνούσε σε δεύτερο και τρίτο πλάνο μπροστά σε τόσο δυνατές ερμηνείες. Μια ανησυχία προξενούσε αυτή η αύξηση της επαφής, μια ανησυχία πως χανόταν η αίσθηση του έξω κόσμου.
Εκείνη ήρθε μια μέρα αποφασισμένη. Ήταν έτοιμη να περιορίσει την επαφή· την τρόμαζε το τόσο βάθος, χαράδρα θαρρείς μες στην ψυχή της.
«Νομίζεις πως είναι επικίνδυνο να γνωρίζει κανείς κάποιον τόσο βαθιά, να τον αγαπά τόσο βαθιά;» τον ρώτησε.
Σαν άκουσε την ερώτηση, εκείνος νόμισε πως η γυναίκα φοβόταν τον χωρισμό.
«Είναι καλύτερα να ζει κανείς, παρά να μην έχει ζήσει τίποτε», της απάντησε και μέσα του ένιωσε πως ήταν η ώρα να φύγει, πριν πέσει σε θανάσιμη παγίδα.
Η γυναίκα, που φοβόταν ότι θα έχανε τη ζωή σ’ αυτή τη σχέση, ότι θα απομακρυνόταν επικίνδυνα από τις καθημερινές της μικρές συνήθειες, την αγαπημένη της και παραγωγική ρουτίνα, μειδίασε με ένα κάπως μουδιασμένο χαμόγελο.
Ο άνδρας νόμισε πως η γυναίκα χλωμιάζει, επειδή φοβόταν το τέλος μιας σχέσης. Δεν ήταν η ώρα να φύγει, να λευτερωθεί, του υπαγόρευσε το ιπποτικό του καθήκον. Έσκυψε προς το μέρος της, την πήρε στα χέρια του αγκαλιά.
Η γυναίκα στέναξε, μην ξέροντας πώς να αποδιώξει τα χέρια που την αγκάλιαζαν, πώς να πικράνει αυτόν που τη νοιαζόταν.
Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι ώς τη νύχτα. Τη νύχτα μια δροσιά απλώθηκε παντού, που πάγωσε με την αυγή. Έπεσε χιόνι τη μέρα εκείνη. Σαν έλιωσαν την άνοιξη τα χιόνια, ένας βράχος, σαν δυο αγκαλιασμένα, κουβαριασμένα σώματα, ξεπρόβαλε κάτω από τη λάσπη του υγρού και βρόμικου χιονιού. Ήρθαν οι βροχές της άνοιξης και τον ξέπλυναν, το θέρος και τον έλουσε με σκόνη που λαμπύριζε στον ήλιο, το φθινόπωρο και σχημάτισε επάνω του βρύα, βελούδινα και χλοερά. Χάθηκε ολότελα το σχήμα, ολότερα η μορφή και κανείς δεν θα γνώριζε τούτη τη μυστική ιστορία συνάντησης δυο ανθρώπων και δυο πολιτισμών, αν δεν ήταν ένα πουλάκι, ένας τσαλαπετεινός που καιρό τώρα παρατηρούσε από ψηλά ή από πιο χαμηλά τρώγοντας τα γλυκά φύλλα της μαντζουράνας.
Πολλούς χειμώνες έκλεισε μέσα του αυτή την ιστορία το πουλί, μα ένιωθε πως τον βάραιναν τα φτερά του με τους καιρούς και τα μυστικά που έφερε ολομόναχος. Πήρε λοιπόν χαρτί, στυπόχαρτο, βούτηξε τα ποδαράκια του στο μελάνι, και σημάδι το σημάδι, χνάρι το χνάρι, γέμισε όλο το χαρτί με τα αποτυπώματά του. Σαν τέλειωσε την ιστορία, ήρθε και πέταξε ολόισια στην αυλή μου και μου την άφησε με ένα ανεπαίσθητο φτεράκισμα πριν μπει ο χειμώνας. Έτρεξα γρήγορα και τη μάζεψα, να μην μας την πάρει ο αέρας.
Με το φως της μέρας και το φως του φεγγαριού κοίταζα κι εγώ προσεκτικά τα πατουσάκια και τα χνάρια τους, ιχνηλατούσα την πορεία τους, μα δεν κατάφερνα να ξεκλειδώσω όλη τη διαδρομή. Ώσπου μια μέρα, μια μέρα με ήλιο εαρινό, ένας τσαλαπετεινός στάθηκε διστακτικά στο παράθυρό μου. Μόλις του πρόσφερα δυο φύλλα ματζουράνας ξεθάρρεψε το πουλί, και με το κελάηδημά του μου ερμήνευσε τα μυστικά αυτού του μαγικού ποδόγραφου που όλες οι γνώσεις μου παλαιογραφίας και κωδικολογίας δεν με βοηθούσαν να αναγνώσω...
Έτσι κι εγώ το μετέγραψα απλώς σε ηλεκτρονική μορφή, πιστή γραμματέας ενός πουλιού και υπηρέτρια μιας αγάπης τόσο μεγάλης μα και θανάσιμης, όσο κάθε αγάπη δίχως ελευθερία.
Τώρα επιτέλεσα το χρέος μου, και μπορώ να κάνω μεσημέρι. Ο σοφός αυτός αρχαίος θρύλος, που εξελίχθηκε και πέτρωσε στο κρυφό σημείο όπου έσμιξαν μια γυναίκα κι ένας άντρας από Ανατολή και Δύση, ταξιδεύει μέσα σε καλώδια ή κύματα για να σε συναντήσει. Ελπίζω να τον χαρείς εσύ, αναγνώστη του ιστολογίου, εραστή αρχαίων θρύλων και πολύτιμων μυστικών αλχημιστή.