Μετά από δώδεκα χρόνια χειραγωγήσεων της Αμερικανικής Οικονομίας, εκ μέρους της Δεύτερης Τράπεζας των ΗΠΑ, ο αμερικανικός λαός είχε υποστεί αρκετά.
Οι αντίπαλοι της Τράπεζας τοποθέτησαν για υποψήφιο για Πρόεδρο των ΗΠΑ έναν αξιοπρεπή γερουσιαστή από το Τενεσί, τον Αντριου Τζάκσον, ήρωα της μάχης της Νέας Ορλεάνης.
Aυτό που βλέπουμε στη εικόνα είναι το σπίτι του, “Το Ερημητήριο”.
Κανείς δεν έδινε αρχικά πιθανότητες εκλογής στον Αντριου Τζάκσον. Η Τράπεζα είχε μάθει από πολύ νωρίς ότι μπορεί να ελεγχθεί μια πολιτική διαδικασία σε σχέση με το χρήμα. Προς έκπληξη όμως και ανησυχία των Αργυραμοιβών, ο Τζάκσον σάρωσε στις εκλογές του 1828.
Ο Τζάκσον είχε προκαθορίσει να “σκοτώσει” την Τράπεζα στην πρώτη ευκαιρία που θα του δινόταν, και δεν σπατάλησε χρόνο στην προσπάθειά του γι αυτό.
Η 20χρονη Σύμβαση της Τράπεζας δεν ανανεώθηκε μέχρι το 1836, τον τελευταίο χρόνο της δεύτερης θητείας του -αν μπορούσε να επιζήσει πολιτικά τόσο πολύ.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας, ο Τζάκσον ήταν ικανοποιημένος από τον εαυτό του, με το να ξεριζώσει πολλά προνόμια της Τράπεζας από τις κρατικές Υπηρεσίες.
Απέλυσε 2.000 από τους 11.000 συνολικά υπαλλήλους της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης.
Το 1832, με την επανεκλογή του να πλησιάζει, η Τράπεζα χτύπησε πρόωρα, ελπίζοντας ότι ο Τζάκσον δεν θα ήθελε να φουντώσει περισσότερο την διαμάχη.
Ζήτησαν λοιπόν από το Κογκρέσο, να ψηφίσει μια ανανεωτική Σύμβαση τέσσερα χρόνια πιο νωρίς. Το Κογκρέσο, φυσικά, συμμορφώθηκε και έστειλε τη Σύμβαση στον Πρόεδρο για να την υπογράψει.
Ο Τζάκσον ζύγισε την πρόταση και, ως “παλιά καραβάνα” -ποτέ δεν υπήρξε δειλός- άσκησε βέτο στη Σύμβαση.
Το μήνυμα αυτού του βέτο, είναι ένα από τα σημαντικότερα αμερικανικά έγγραφα. Αναδεικνύει σαφέστατα την ευθύνη της Αμερικανικής κυβέρνησης προς τους πολίτες της, πλούσιους και φτωχούς:
- “Δεν είναι μόνον οι πολίτες μας αυτοί που πρόκειται να λάβουν τη γενναιοδωρία της κυβέρνησής μας. Περισσότερα από 8.000.000 δολάρια του αποθέματος αυτής της Τράπεζας είναι στα χέρια αλλοδαπών… (πιστεύει κανείς ότι) δεν υπάρχει κίνδυνος για την ελευθερία και την ανεξαρτησία μας από μια Τράπεζα η οποία εκ φύσεως έχει ελάχιστα πράγματα που την δεσμεύουν στη χώρα μας;
- Ελέγχει το νόμισμά μας, λαμβάνει το δημόσιο χρήμα μας και κρατάει σε κατάσταση εξάρτησης χιλιάδες από τους πολίτες μας… θα πρέπει να θεωρείται πιο τρομερή και επικίνδυνη από μια εχθρική στρατιωτική δύναμη.
- Εάν η κυβέρνηση περιοριζόταν σε ίση προστασία και, όπως ο ουρανός βρέχει, πλημμύριζε με την εύνοιά της το ίδιο αυτούς που βρίσκονται ψηλά και το ίδιο αυτούς που είναι χαμηλά -τους πλούσιους και τους φτωχούς- αυτό θα ήταν μια απόλυτη ευλογία.
- Στην πράξη ενώπιόν μου, φαίνεται να υπάρχει μια ευρεία και περιττή απομάκρυνση από αυτές ακριβώς τις αρχές.” ΑΝΤΡΙΟΥ ΤΖΑΚΣΟΝ
Αργότερα την ίδια χρονιά, τον Ιούλιο του 1832, το Κογκρέσο αδυνατούσε να παρακάμψει το βέτο του Τζάκσον. Τώρα ο Τζάκσον έπρεπε να φροντίσει για την επανεκλογή του και έθεσε το επιχείρημά του απευθείας στον κόσμο.
Για πρώτη φορά στην Αμερικανική Ιστορία, ο Τζάκσον πραγματοποίησε την προεκλογική του εκστρατεία στο δρόμο. Πριν από τότε, οι υποψήφιοι πρόεδροι έμεναν στο σπίτι και εμφανίζονταν... προεδρικοί.
Το προεκλογικό του σύνθημα ήταν “Τζάκσον και τέρμα η Τράπεζα!”.
Το Εθνικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα τοποθέτησε για υποψήφιο τον γερουσιαστή Χέντρυ Κλέϋ εναντίον του Τζάκσον.
Παρά το γεγονός ότι η Τράπεζα πρόσφερε πάνω από 3.000.000 δολάρια για την προεκλογική εκστρατεία του Κλέϋ, ο Τζάκσον επανεξελέγη μετά από μια καθίζηση τον Νοέμβριο του 1832.
Παρά την προεδρική του νίκη, ο Τζάκσον γνώριζε ότι η μάχη μόλις ξεκινούσε:
“Η Λερναία Υδρα της διαφθοράς είναι μόνο τραυματισμένη, όχι νεκρή”, είπε ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος.
Ο Τζάκσον διέταξε τον νέο του Υπουργό Οικονομικών, τον Λούις Μακ Λέιν, να ξεκινήσει να αφαιρεί τις κυβερνητικές καταθέσεις από την Δεύτερη Κεντρική Τράπεζα και να τις τοποθετεί σε κρατικές τράπεζες.
Ο Μακ Λέιν όμως αρνήθηκε. Ο Τζάκσον τον απέλυσε και έβαλε στη θέση του τον Γουίλλιαμ Ντουέιν, ως νέο Υπουργό Οικονομικών.
Ο Ντουέιν, επίσης αρνήθηκε να συμμορφωθεί με το αίτημα του Προέδρου, κι έτσι ο Τζάκσον τον απέλυσε και αυτόν και στη συνέχεια διόρισε τον Ρότζερ Τάνεϋ στο γραφείο.
Ο Τάνεϋ απέσυρε τα κυβερνητικά κεφάλαια από την Τράπεζα, ξεκινώντας την 1η Οκτωβρίου 1833. Ο Τζάκσον ήταν χαρούμενος:
- “Το έχω αλυσοδεμένο. Είμαι έτοιμος με βίδες να ξεριζώσω κάθε δόντι και στη συνέχεια τα κολοβώματα.”
Αλλά η Τράπεζα δεν είχε ακόμη σταματήσει να μάχεται. Ο επικεφαλής της, ο Νίκολας Μπιντλ, χρησιμοποίησε την επιρροή του για να απορρίψει τον διορισμό του Τάνεϋ. Στη συνέχεια, σε μια επίδειξη υπεροψίας, ο Μπιντλ απείλησε ότι θα προκαλούσε οικονομική ύφεση αν δεν ανανεωνόταν η Σύμβαση της Τράπεζας. Είπε ο Μπιντλ:
- “Αυτός ο Αξιος Πρόεδρος νομίζει ότι, επειδή αποκεφάλισε Ινδιάνους και φυλάκισε Δικαστές, θα κάνει το ίδιο και με την Τράπεζα. Κάνει λάθος.”
Στη συνέχεια, σε μια απίστευτη κρίση εντιμότητας για έναν κεντρικό Τραπεζίτη, ο Μπιντλ αναγνώρισε ότι η Τράπεζα ετοιμαζόταν να δημιουργήσει ανεπάρκεια χρήματος, ώστε να αναγκάσει το Κογκρέσο να επαναφέρει την Τράπεζα στη θέση της:
- “Τίποτε άλλο εκτός από διαδεδομένα βάσανα θα παρήγαγε οποιαδήποτε επίδραση στο Κογκρέσο… Η μοναδική μας ασφάλεια βρίσκεται στην επιδίωξη μιας σταθερής πορείας επιχειρηματικού περιορισμού -και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι μια τέτοια πορεία θα οδηγήσει τελικά στην αποκατάσταση του νομίσματος και στην επαναφορά της Τράπεζας.”
Τι φοβερή αποκάλυψη! Εδώ βρισκόταν η καθαρή αλήθεια, που αποκαλύφθηκε με συγκλονιστική σαφήνεια. Ο Μπιντλ είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει την δύναμη της συρρίκνωσης του χρήματος από την Τράπεζα για να προκαλέσει μια μαζική οικονομική ύφεση, μέχρις ότου η Αμερική να ενδώσει στην Τράπεζα.
Δυστυχώς, αυτό έχει συμβεί ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Ιστορίας και πρόκειται να ξανασυμβεί στον σημερινό κόσμο. (αναφέρεται στο 1996)
Ο Νίκολας Μπιντλ υλοποίησε την απειλή του. Η Τράπεζα μείωσε αισθητά τον ανεφοδιασμό χρημάτων, ζητώντας επιστροφή των παλιών δανείων από τους πελάτες και αρνούμενη να εκδώσει καινούργια.
Ενας οικονομικός πανικός προέκυψε, ακολουθούμενος από μια βαθειά οικονομική ύφεση.
Φυσικά, ο Μπιντλ κατηγόρησε τον Τζάκσον για την συντριβή, λέγοντας ότι προκλήθηκε από την απόσυρση των Ομοσπονδιακών κεφαλαίων από την Τράπεζα.
Δυστυχώς, το σχέδιό του δούλεψε καλά. Οι μισθοί γκρεμίστηκαν και οι τιμές εκτοξεύθηκαν. Η ανεργία πέταξε στα ύψη με τις πτωχεύσεις επιχειρήσεων. Το έθνος γρήγορα έπεσε σε αναταραχή. Πολλοί συντάκτες εφημερίδων “ξετίναξαν” τον Τζάκσον μέσω των άρθρων τους.
Η Τράπεζα απείλησε να παρακρατήσει τις πληρωμές, πράγμα το οποίο μπορούσε να γίνει απευθείας το “κλειδί” για πολιτικούς-κλειδιά υπέρ της Τράπεζας.
Μέσα σε μερικούς μήνες, το Κογκρέσο συγκεντρώθηκε σε αυτό που λέμε “Συνέδριο Πανικού”.
Εξι μήνες μετά την απόσυρση των κρατικών κεφαλαίων από την κεντρική Τράπεζα, ο Τζάκσον ήταν επίσημα στιγματισμένος με ένα ψήφισμα που πέρασε από την Γερουσία με 26 ψήφους υπέρ και 20 κατά. Ηταν η πρώτη φορά που ένας Πρόεδρος των ΗΠΑ στιγματιζόταν από το Κογκρέσο.
Ο Τζάκσον ξέσπασε πάνω στην Τράπεζα:
“Είστε μια φωλιά από οχιές. Σκοπεύω να σας ξεριζώσω και, μα το Θεό, θα το κάνω.”
Η μοίρα της Αμερικής ταλαντεύθηκε στην άκρη ενός μαχαιριού. Αν το Κογκρέσο μπορούσε να μαζέψει αρκετές ψήφους ώστε να παρακάμψει το βέτο του Τζάκσον, η Τράπεζα θα κρατούσε για άλλα είκοσι χρόνια -ή και περισσότερα- το μονοπώλιο πάνω στο αμερικανικό χρήμα, αρκετό χρόνο δηλαδή για να εδραιώσει την ήδη μεγάλη της δύναμη.
Ομως, συνέβη ένα θαύμα. Ο Κυβερνήτης της Πενσυλβάνια δήλωσε την στήριξή του στον Πρόεδρο Τζάκσον και άσκησε έντονη κριτική στην Τράπεζα. Συν τοις άλλοις, ο Μπιντλ πιάστηκε να καυχιέται δημοσίως σχετικά με το σχέδιο της Τράπεζας για τη συντριβή της Αμερικανικής Οικονομίας.
Ξαφνικά λοιπόν, οι ισορροπίες άλλαξαν. Τον Απρίλιο του 1834 η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε, με 134 ψήφους έναντι 82, εναντίον της ανανέωσης της Σύμβασης με την Τράπεζα. Ακολούθησε μια ακόμη πιο ενισχυμένη ψηφοφορία για να καθιερώσει μια ειδική Επιτροπή με σκοπό να ερευνήσει αν η Τράπεζα είχε προκαλέσει την κρίση.
Οταν η ερευνητική Επιτροπή έφτασε στην πόρτα της Τράπεζας στη Φιλαδέλφεια, εξοπλισμένη με μια κλήση για να εξετάσει τα βιβλία, ο Μπιντλ αρνήθηκε να τους τα δώσει. Ούτε επέτρεψε την επιθεώρηση της αλληλογραφίας με τα μέλη του Κογκρέσου, σχετικώς με τα προσωπικά τους δάνεια και τις προκαταβολές τους.
Ο Μπιντλ αρνήθηκε να καταθέσει πριν επιστρέψει η Επιτροπή πίσω στην Ουάσιγκτον.
Στις 8 Ιανουαρίου 1835, ο Τζάκσον πλήρωσε την τελική δόση για το εθνικό χρέος, το οποίο ήταν αναγκαίο με το να αφήσουν τις τράπεζες να εκδώσουν νόμισμα για τα κυβερνητικά ομόλογα, αντί απλά να εκδώσει ομόλογα του Υπουργείου Οικονομικών χωρίς τέτοιο χρέος.
Ηταν ο μόνος Πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ που ξεπλήρωσε όλο το δημόσιο χρέος.
Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 30 Ιανουαρίου 1835, ένας δολοφόνος ονόματι Ρίτσαρντ Λόρενς, προσπάθησε να πυροβολήσει τον Πρόεδρο Τζάκσον, αλλά με τη βοήθεια του Θεού και τα δυο του πιστόλια αστόχησαν. Ο Λόρενς αργότερα αθωώθηκε με την δικαιολογία ότι ήταν ψυχοπαθής. Μετά την απελευθέρωσή του, ο Λόρενς καυχήθηκε σε φίλους του ότι παντοδύναμοι άνθρωποι στην Ευρώπη τον είχαν βάλει να το κάνει και υποσχέθηκαν να τον προστατεύσουν αν πιανόταν.
Το επόμενο έτος, όταν η Σύμβαση με την τράπεζα έληξε, η Δεύτερη Τράπεζα των ΗΠΑ έπαψε τη λειτουργία της ως η κεντρική τράπεζα του έθνους. Ο Μπιντλ λίγο αργότερα συνελήφθη κατηγορούμενος για απάτη. Δικάστηκε και αθωώθηκε, αλλά απεβίωσε λίγο μετά, ενώ ακόμα ήταν εμπλεκόμενος σε αστικές μηνύσεις.
Μετά τη δεύτερη θητεία του ως Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Τζάκσον αποσύρθηκε στο σπίτι του, το “Ερημητήριο” έξω από το Νάσβιλ, για να συνεχίσει τη ζωή του.
Ακόμη μνημονεύεται για το σύνθημά του “Σκοτώστε την Τράπεζα!”
Πράγματι, την “σκότωσε” τόσο καλά που χρειάστηκαν 77 ολόκληρα χρόνια οι Αργυραμοιβοί για να ανατρέψουν τη ζημιά.
Οταν ρωτήθηκε ποιο ήταν το πιο σημαντικό επίτευγμά του, ο Τζάκσον απάντησε: “ΕΓΩ ΣΚΟΤΩΣΑ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ”
(από περίπου 1:01’:47’’ μέχρι το 1:11’:38’’)