Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 25η ΜΑΡΤΙΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 25η ΜΑΡΤΙΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

25Η ΜΑΡΤΙΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ - ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ




ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ – ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ




ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ 25ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 2012



«Με μιας ανοίγει ο ουρανός, τα σύννεφα μεριάζουν

Οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.

Μια φλόγα αστράφτει…ακούονται ψαλμοί και μελωδία…

Πετάει έν’ άστρο… σταματά εμπρός εις την Μαρία…

«Χαίρε της λέει αειπάρθενε, ευλογημένη χαίρε!

Ο Κύριος μου είναι με σε. Χαίρε Μαρία Χαίρε».



25η Μαρτίου. Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Η καλή αγγελία της χαράς και της ελπίδας στον κόσμο. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ ευαγγελίζεται στην «Κεχαριτωμένη» Μαρία τη χαρά. Είναι η χαρά του ερχομού του σωτήρα Χριστού στον κόσμο, η χαρά για τη δική μας σωτηρία και λύτρωση.

«Ευαγγελίζου γη χαρὰν μεγάλην...».

25η Μαρτίου. «Σήμερον της Σωτηρίας ημών το κεφάλαιον».

«Σήμερον χαράς Ευαγγέλια». «Ο υιός του Θεού, υιός της Παρθένου γίνεται».



«Επέρασαν χρόνοι πολλοί…Μια μέρα σαν εκείνη
Αστράφτει πάλι ο ουρανός…Στην έρμη της την κλίνη

Λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμή κι απελπισμένη,

Μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει αλυσωμένη.

Τα σίδερα είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.

Η καταφρόνια, η δυστυχιά σέπουν τα κόκαλα της.

Τρέμει με μιας η φυλακή και διάπλατη η θυρίδα ‘

φέγγει κι αφήνει και περνά έν’ άστρο μιαν αχτίδα.

Ο Άγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του.

Ξύπνα ταράξου, μη φοβού, χαίρε παρθένε χαίρε.

Ο Κύριος μου είναι με σε Ελλάς ανάστα χαίρε!».



25η Μαρτίου. Ο Ευαγγελισμός της Ελλάδας, ο δεύτερος Ευαγγελισμός, το δεύτερο «χαίρε». Ανέτειλε, η ευλογημένη ημέρα της 25ης Μαρτίου του 1821. Έγινε το μεγάλο θαύμα.

Η 29η Μαΐου του 1453 σήμανε το τέλος μιας αυτοκρατορίας που 1000 και πλέον χρόνια κράτησε στην πανίσχυρη αγκάλη της, γιγάντωσε και έθρεψε τον πολιτισμό και την δόξα. Τα τείχη της Πόλης, έπεσαν, και ο σεισμός απ’ το πέσιμό τους, συγκλόνισε τον κόσμο. Ο δικέφαλος αετός, της Χριστιανοσύνης και του Ελληνισμού, έριξε σπασμένα τα φτερά του και μια ατέλειωτη νυχτιά τυραννίας, 4 ολόκληρων αιώνων, μόλις ξεκινούσε.

400 χρόνια πικρής σκλαβιάς.

400 χρόνια το ψωμί ζυμωμένο με δάκρυ και ιδρώτα. Με την αγωνία και τη βάρβαρη καταπίεση κάτω από τον ίσκιο του θανάτου. Να μην ορίζεις εκείνο που σπέρνεις, εκείνο που θερίζεις. Άλλοι να διαφεντεύουν το σπίτι σου και να τρυγάνε τον κόπο σου…

400 χρόνια ακατάσχετης εθνικής αιμορραγίας από το παιδομάζωμα και τους στρατούς των γενίτσαρων, τον κεφαλικό φόρο και τον βίαιο εξισλαμισμό.

400 ολόκληρα χρόνια…

Μα την ημέρα που η Ορθοδοξία γιόρταζε για το χαρμόσυνο μήνυμα της ενανθρώπισης Του Υιού και Λόγου του Θεού, ήλθε η ώρα για ένα άλλο χαρμόσυνο μήνυμα. Ήρθε η ώρα για να ροδοφέξει η αυγή της Λευτεριάς. Ήτανε 25η Μαρτίου του 1821, τότε που τινάχτηκε συνθέμελα τούτος ο τόπος, τότε που το νόημα της ελευθερίας έλαβε θρυλικές διαστάσεις στη συνείδηση του ΄Εθνους.



«Ξύπνα ταράξου, μη φοβού, χαίρε παρθένε χαίρε.



Ο Κύριος μου είναι με σε Ελλάς ανάστα χαίρε!».



Για να σημάνει όμως η ώρα εκείνη δούλεψαν σκληρά δάσκαλοι του γένους και ισαπόστολοι, παπάδες και δάσκαλοι, απλοί και ανώνυμοι αγωνιστές. Εργάστηκαν Κοσμάδες Αιτωλοί και Φερραίοι, εργάστηκαν Φιλικοί, εργάστηκαν φλογεροί πατριώτες, εργάστηκαν αρματολοί και κλέφτες. Όλοι τους άνθρωποι ταπεινοί, ανυποχώρητοι στη πίστη, εραστές της Ελευθερίας.

Έτσι σήμανε η ώρα για τον μεγάλο ξεσηκωμό. Απ’ άκρη σ’ άκρη αντήχησε το εθνεγερτήριο σάλπισμα. ’’Ελευθερία ή θάνατος‘‘. Μα με το σάλπισμα εκείνο δεν μίλησε η λογική. Μίλησαν τα βάθη της καρδιάς ενός ολόκληρου λαού που αντλεί πάντα δυνάμεις από τις ιστορικές του ρίζες.

Eδώ αξίζει να θυμηθούμε τα λόγια του Κολοκοτρώνη μετά την ίδρυση του Ελληνικού. Κράτους. ‘‘Όταν αποφασίσαμε να κάμουμε την Επανάσταση δεν συλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμαστε, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι βαστούσαν τα κάστρα και τις πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα, αλλά ως μια βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας, και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι συμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και κάναμε την Επανάσταση.‘‘

Για όλα αυτά ο τόπος μας σήμερα 25η Μαρτίου του 2012, πάλλεται και τιμά τις ψυχές των προγόνων μας, που ποτέ δεν κοιμήθηκαν ύπνο βαθύ στις νυχτιές τους. Συνάμα συνειδητοποιεί ότι όσο το Έθνος μας βρίσκεται σε οργανική κοινωνία με το 21, ενωτίζεται από το πολύμορφο δίδαγμά του και εμπνεόμενο απ’ αυτό κάνει πιο στέρεη κι πιο αυθεντική τη καθημερινότητά του.

Μέλημά μας λοιπόν, ο εορτασμός του ’21 να γονιμοποιήσει και σήμερα τις ιστορικές μνήμες, τώρα που και πάλι πρέπει να προασπίσουμε την ταυτότητα και την αξιοπρέπειά μας ως λαός.

Η κοινωνία μας ψυχορραγεί. Οι πολιτικοί μας προδίδουν. Ο Έλληνας ζει σε μια καθημερινή ανασφάλεια και αβεβαιότητα. Η πατρίδα μας έχει αποκτήσει 1500000 Έλληνες, οι περισσότεροι νέοι, που έμειναν άνεργοι. Η οικονομία πάει από το κακό στο χειρότερο. Οι ευρωπαίοι «εταίροι» απειλούν την χώρα μας και της ρίχνουν την χαριστική βολή. Ο λαός ένα καζάνι που βράζει…

Αυτά όμως δεν τα περνάμε πρώτη φορά σαν έθνος. Επίκαιροι, όσο ποτέ, είναι οι τίμιοι αγωνιστές του ΄21, που μας έδειξαν τον ηρωικό δρόμο της ανιδιοτέλειας, της αντίστασης και του μαρτυρίου.

Την εποχή της επανάστασης του ΄21 ήταν που οι πολιτικάντηδες φυλάκιζαν τον «Γέρο του Μωριά», ο αρχιστράτηγος του αγώνα, περίμενε υπομονετικά στην φυλακή την απελευθέρωσή του, αφού πρώτα ο ίδιος έδωσε την ελευθερία στην Ελλάδα…

Τον ίδιο καιρό και πάλι που άλλοι πολιτικάντηδες, λαφυραγωγούσαν και εκμεταλλεύονταν την επανάσταση, ο Νικηταράς δεν άπλωσε το χέρι του στα λάφυρα, παρότι πάμφτωχος, αλλά νοιαζόταν μόνο για την ελευθερία της πατρίδας. Ο αγωνιστής λοιπόν, αυτός που μετά την επανάσταση συνέλαβαν και καταδίκασαν για μικροπολιτικές σκοπιμότητες, παντελώς αθώο, πέρασε ενάμιση χρόνο στις φυλακές και όταν αποφυλακίστηκε, ζητιάνευε έξω από τις εκκλησίες για να μπορέσει να ζήσει και πέθανε αβοήθητος και ξεχασμένος από το ελληνικό κράτος.…

Αλλά υπήρξαν και πολιτικοί με ήθος και θάρρος όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος, που δεν κοίταξε το προσωπικό του συμφέρον αλλά το συμφέρον της πατρίδας. Αυτός όταν κλήθηκε για να κυβερνήσει έδωσε εντολή πως όποιος θέλει να είναι μαζί του στη διακυβέρνηση της χώρας, θα είναι άμισθος γιατί η πατρίδα είχε μεγάλη ανάγκη.

Στην Ελλάδα λοιπόν του σήμερα, στην Ελλάδα του 2012, που δυστυχώς βγαίνουν αληθινά τα λόγια του Ρήγα: «ακόμα τούτη η Άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι»…, στην Ελλάδα που έρχονται δυσκολότερες μέρες, πρέπει να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και να επαγρυπνούμε. Να αντισταθούμε στον εφησυχασμό, να αντισταθούμε στον βιασμό της νοημοσύνης μας, να αντισταθούμε στην προπαγάνδα των στρατευμένων μέσων ενημέρωσης, να αντισταθούμε στο ξεπούλημα της πατρίδας μας.

Κλείνοντας, θα αφιερώσουμε στους ντόπιους και τους ξένους, που σκοπό έχουν να μας κατασπαράξουν, την απάντηση του Κολοκοτρώνη στον Ιμπραήμ: «Όχι τα δέντρα να μας κόψεις, όχι τα σπίτια να μας κάψεις, πέτρα στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνούμε»!!!



ΖΗΤΩ ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΄21


Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020




ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ

Τά­ξις τῆς δο­ξο­λο­γί­ας
ἐ­πὶ τῇ ἐ­θνι­κῇ ἑ­ορ­τῇ

Ὁ δι­ά­κο­νος· Εὐ­λό­γη­σον, δέ­σπο­τα.
Ὁ ἱε­ρεύς· Εὐ­λο­γη­τὸς ὁ Θε­ὸς ἡ­μῶν, πάν­το­τε· νῦν καὶ ἀ­εὶ καὶ εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων.
Ὁ χο­ρός· Ἀ­μήν.

Ἀ­πο­λυ­τί­κι­ον τῆς ἑ­ορ­τῆς. Ἦ­χος δ´.

Σή­με­ρον τῆς σω­τη­ρί­ας ἡ­μῶν τὸ κε­φά­λαι­ον, καὶ τοῦ ἀπ᾿ αἰ­ῶ­νος Μυ­στη­ρί­ου ἡ φα­νέ­ρω­σις· ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, Υἱ­ὸς τῆς Παρ­θέ­νου γί­νε­ται, καὶ Γα­βρι­ὴλ τὴν χά­ριν εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται. Δι­ὸ καὶ ἡ­μεῖς σὺν αὐ­τῷ τῇ Θε­ο­τό­κῳ βο­ή­σω­μεν· Χαῖ­ρε, Κε­χα­ρι­τω­μέ­νη, ὁ Κύ­ρι­ος με­τὰ σοῦ.

Τὸ Κον­τά­κι­ον. Ἦ­χος πλ. δ´. Αὐ­τό­με­λον.

Τῇ ὑ­περ­μά­χῳ στρα­τη­γῷ τὰ νι­κη­τή­ρι­α, ὡς λυ­τρω­θεῖ­σα τῶν δει­νῶν εὐ­χα­ρι­στή­ρι­α, ἀ­να­γρά­φω σοι ἡ Πό­λις σου, Θε­ο­τό­κε. Ἀλλ᾿ ὡς ἔ­χου­σα τὸ κρά­τος ἀ­προ­σμά­χη­τον, ἐκ παν­τοί­ων με κιν­δύ­νων ἐ­λευ­θέ­ρω­σον, ἵ­να κρά­ζω σοι· Χαῖ­ρε Νύμ­φη ἀ­νύμ­φευ­τε.

Εἶτα στί­χους ἐκ τῆς δο­ξο­λο­γί­ας.

Δό­ξα σοι τῷ δεί­ξαν­τι τὸ φῶς. Δό­ξα ἐν ὑ­ψί­στοις Θε­ῷ, καὶ ἐ­πὶ γῆς εἰ­ρή­νη, ἐν ἀν­θρώ­ποις εὐ­δο­κί­α.
­μνοῦ­μέν σε, εὐ­λο­γοῦ­μέν σε, προ­σκυ­νοῦ­μέν σε, δο­ξο­λο­γοῦ­μέν σε, εὐ­χα­ρι­στοῦ­μέν σοι, δι­ὰ τὴν με­γά­λην σου δό­ξαν.
Πρόσ­δε­ξαι τὴν δέ­η­σιν ἡ­μῶν, ὁ κα­θή­με­νος ἐν δε­ξι­ᾷ τοῦ Πα­τρός, καὶ ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς.
Εὐ­λο­γη­τὸς εἶ, Κύ­ρι­ε, ὁ Θε­ὸς τῶν Πα­τέ­ρων ἡ­μῶν, καὶ αἰ­νε­τὸν καὶ δε­δο­ξα­σμέ­νον τὸ ὄ­νο­μά σου εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας. Ἀ­μήν.
Εὐ­λο­γη­τὸς εἶ, Κύ­ρι­ε· δί­δα­ξόν με τὰ δι­και­ώ­μα­τά σου. (ἅ­παξ)
Πα­ρά­τει­νον τὸ ἔ­λε­ός σου τοῖς γι­νώ­σκου­σί σε.
­γι­ος ὁ Θε­ός, ἅ­γι­ος ἰ­σχυ­ρός, ἅ­γι­ος ἀ­θά­να­τος, ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς. (ἅ­παξ)

Καὶ κα­τό­πιν αἱ ἑ­ξῆς αἰ­τή­σεις·

Ὁ δι­ά­κο­νος· Ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς, ὁ Θε­ός, κα­τὰ τὸ μέ­γα ἔ­λε­ός σου, δε­ό­με­θά σου, ἐ­πά­κου­σον καὶ ἐ­λέ­η­σον.
Ὁ χο­ρός· Κύ­ρι­ε, ἐ­λέ­η­σον (γ´) μεθ᾿ ἑ­κά­στην δέ­η­σιν.
Ὁ δι­ά­κο­νος· Ἔ­τι δε­ό­με­θα ὑ­πὲρ τῶν εὐ­σε­βῶν καὶ ὀρ­θο­δό­ξων χρι­στι­α­νῶν.
­τι δε­ό­με­θα ὑ­πὲρ τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡ­μῶν (δεῖ­νος), τῶν ἀ­δελ­φῶν ἡ­μῶν, τῶν ἱ­ε­ρέ­ων, ἱ­ε­ρο­μο­νά­χων, καὶ μο­να­χῶν, καὶ πά­σης τῆς ἐν Χρι­στῷ ἡ­μῶν ἀ­δελ­φό­τη­τος.
­τι δε­ό­με­θα ὑ­πὲρ τοῦ εὐ­σε­βοῦς ἡ­μῶν γέ­νους, πά­σης ἀρ­χῆς καὶ ἐ­ξου­σί­ας ἐν τῷ κρά­τει ἡ­μῶν, τοῦ κα­τὰ ξη­ράν, θά­λασ­σαν καὶ ἀ­έ­ρα φι­λο­χρί­στου ἡ­μῶν στρα­τοῦ, καὶ ὑ­πὲρ τοῦ Κύ­ρι­ον τὸν Θε­ὸν ἡ­μῶν ἐ­πὶ πλέ­ον συ­νερ­γῆ­σαι καὶ κα­τευ­ο­δῶ­σαι αὐ­τοὺς ἐν πᾶ­σιν.
­τι δε­ό­με­θα ὑ­πὲρ αἰ­ω­νί­ου μνή­μης καὶ μα­κα­ρί­ας ἀ­να­παύ­σε­ως πάν­των τῶν ἐν τοῖς ἱ­ε­ροῖς ἡ­μῶν ἀ­γῶ­σιν ὑ­πὲρ πί­στε­ως καὶ πα­τρί­δος ἀ­γω­νι­σα­μέ­νων καὶ πε­σόν­των καὶ ὑ­πὲρ τοῦ συγ­χω­ρη­θῆ­ναι αὐ­τοῖς πᾶν πλημ­μέ­λη­μα ἑ­κού­σι­όν τε καὶ ἀ­κού­σι­ον.
Ὁ χο­ρός· Αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη (γ´).

Ὁ δι­ά­κο­νος·

­τι δε­ό­με­θα ὑ­πὲρ τοῦ δι­α­φυ­λα­χθῆ­ναι τὴν ἁ­γί­αν ἐκ­κλη­σί­αν (ἢ μο­νὴν) καὶ τὴν πό­λιν (ἢ χώ­ραν, ἢ κώ­μην, ἢ νῆ­σον) ταύ­την καὶ πᾶ­σαν πό­λιν καὶ χώ­ραν, ἀ­πὸ λοι­μοῦ, λι­μοῦ, σει­σμοῦ, κα­τα­πον­τι­σμοῦ, πυ­ρός, μα­χαί­ρας, ἐ­πι­δρο­μῆς ἀλ­λο­φύ­λων, καὶ ἐμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου· ὑ­πὲρ τοῦ ἵ­λε­ων, εὐ­με­νῆ καὶ εὐ­δι­άλ­λα­κτον γε­νέ­σθαι τὸν ἀ­γα­θὸν καὶ φι­λάν­θρω­πον Θε­ὸν ἡ­μῶν, τοῦ ἀ­πο­στρέ­ψαι καὶ δι­α­σκε­δά­σαι πᾶ­σαν ὀρ­γὴν καὶ νό­σον τὴν καθ᾿ ἡ­μῶν κι­νου­μέ­νην, καὶ ῥύ­σα­σθαι ἡ­μᾶς ἐκ τῆς ἐ­πι­κει­μέ­νης δι­καί­ας αὐ­τοῦ ἀ­πει­λῆς καὶ ἐ­λε­ῆ­σαι ἡ­μᾶς.
Ὁ χο­ρός· Κύ­ρι­ε, ἐ­λέ­η­σον. (μ´, ἀ­νὰ δέ­κα ἀ­μοι­βα­δὸν τε­τρά­κις, πρα­εί­ᾳ τῇ φω­νῇ).

Ὁ δι­ά­κο­νος·

­τι δε­ό­με­θα καὶ ὑ­πὲρ τοῦ εἰ­σα­κοῦ­σαι Κύ­ρι­ον τὸν Θε­ὸν ἡ­μῶν φω­νῆς τῆς δε­ή­σε­ως ἡ­μῶν τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν καὶ ἐ­λε­ῆ­σαι ἡ­μᾶς.
Ὁ χο­ρός· Κύ­ρι­ε, ἐ­λέ­η­σον (γ´).
Ὁ δι­ά­κο­νος· Τοῦ Κυ­ρί­ου δε­η­θῶ­μεν.
Ὁ χο­ρός· Κύ­ρι­ε, ἐ­λέ­η­σον.

Ὁ ἱε­ρεὺς τὴν εὐ­χὴν ταύ­την·

Κύ­ρι­ε, ὁ Θε­ὸς ἡ­μῶν, ὁ τὰ σύμ­παν­τα τῷ σῷ κρά­τει συ­νέ­χων καὶ τῇ θεί­ᾳ σου καὶ παν­σθε­νεῖ βου­λῇ κυ­βερ­νῶν τὸν κό­σμον· ὁ ἑ­κά­στῳ ἔ­θνει τὰς ἰ­δί­ας ὁ­ρο­θε­σί­ας θέ­με­νος, τὸ δὲ εὐ­σε­βὲς ἡ­μῶν ἔ­θνος ἐ­ξαι­ρέ­τως εὐ­ερ­γε­τή­σας, τὴν ἐ­πί­γνω­σιν τῆς σῆς ἀ­λη­θεί­ας αὐ­τῷ χα­ρι­σά­με­νος, καὶ πρὸς τὸ φῶς τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως κα­θο­δη­γή­σας, ἐξ αὐ­τοῦ δὲ με­γά­λους τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ πα­τέ­ρας καὶ δι­δα­σκά­λους ἀ­να­δεί­ξας, καὶ εἰς ἐ­λεύ­θε­ρον αὖ­θις βί­ον ἐ­ξα­να­στή­σας· αὐ­τὸς πα­νά­γι­ε δέ­σπο­τα, πρόσ­δε­ξαι τὰς εὐ­χα­ρι­στη­ρί­ους ἡ­μῶν δε­ή­σεις ἐ­πὶ τῇ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σει καὶ πα­λιγ­γε­νε­σί­ᾳ τοῦ ἡ­με­τέ­ρου ἔ­θνους, καὶ ἐ­πά­κου­σον ἡ­μῶν ἐν πί­στει δε­ο­μέ­νων σου ἐ­κτε­νῶς. Καὶ τὰς μὲν ψυ­χὰς τῶν ὑ­πὲρ πί­στε­ως καὶ πα­τρί­δος ἡ­ρω­ϊ­κῶς ἀ­γω­νι­σα­μέ­νων καὶ ἐν­δό­ξως ἐν τοῖς ἱ­ε­ροῖς ἡ­μῶν ἀ­γῶ­σι πε­σόν­των, ἢ ὑ­πὸ τῶν πο­λε­μί­ων ἐν αἰχ­μα­λω­σί­ᾳ καὶ κα­κου­χί­ᾳ ἀ­πο­θα­νόν­των πα­τέ­ρων καὶ ἀ­δελ­φῶν ἡ­μῶν με­τὰ τῶν ἀπ᾿ αἰ­ῶ­νός σοι εὐ­α­ρε­στη­σάν­των ἀ­νά­παυ­σον· ἡ­μᾶς δὲ πάν­τας, ὁ ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῶν σω­τη­ρί­ων ἡ­μῶν, ἀ­ξί­ους τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας ἀ­νά­δει­ξον, ἐν εἰ­ρή­νῃ καὶ ὁ­μο­νοί­ᾳ δι­α­τή­ρη­σον, καὶ εἰς πᾶν ἔρ­γον ἀ­γα­θὸν καὶ σοὶ εὐ­ά­ρε­στον κα­θο­δή­γη­σον. Τοὺς πι­στοὺς ἄρ­χον­τας ἡ­μῶν ἐν εἰ­ρή­νῃ καὶ ὁ­μο­νοί­ᾳ δι­α­τή­ρη­σον, καὶ λά­λη­σον ἀ­γα­θὰ ἐν ταῖς καρ­δί­αις αὐ­τῶν ὑ­πὲρ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας σου καὶ παν­τὸς τοῦ λα­οῦ σου. Σὺ γὰρ εἶ ὁ βα­σι­λεὺς τῆς εἰ­ρή­νης καὶ σω­τὴρ τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν, καὶ σοὶ τὴν δό­ξαν ἀ­να­πέμ­πο­μεν, τῷ Πα­τρὶ καὶ τῷ Υἱ­ῷ καὶ τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι, νῦν καὶ ἀ­εὶ καὶ εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων.
Ὁ χο­ρός· Ἀ­μήν.

Ὁ ἱ­ε­ρεὺς τὴν Ἀ­πό­λυ­σιν·

Δό­ξα σοι, ὁ Θε­ός, ἡ ἐλ­πὶς ἡ­μῶν, δό­ξα σοι.
δι᾿ ἡ­μᾶς τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ δι­ὰ τὴν ἡ­με­τέ­ραν σω­τη­ρί­αν ἐκ Πνεύ­μα­τος ἁ­γί­ου καὶ Μα­ρί­ας τῆς παρ­θέ­νου σαρ­κω­θῆ­ναι κα­τα­δε­ξά­με­νος Χρι­στὸς ὁ ἀ­λη­θι­νὸς Θε­ὸς ἡ­μῶν...
Δι᾿ εὐ­χῶν τῶν ἁ­γί­ων πα­τέ­ρων ἡ­μῶν...
Ὁ χο­ρός· Ἀ­μήν.

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Ευαγγελισμός – Ελληνισμός


Ευαγγελισμός – Ελληνισμός

(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
Με μιας ανοίγει ο ουρανός, τα σύγνεφα μεριάζουν,
οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μια φλόγα αστράφτει... ακούονται ψαλμοί και μελωδία...
Πετάει έν' άστρο... σταματά εμπρός εις τη Μαρία...
«Χαίρε της λέει αειπάρθενε, ευλογημένη χαίρε!
Ο Κύριός μου είναι με σε. Χαίρε Μαρία, Χαίρε!»
Επέρασαν χρόνοι πολλοί...
Μια μέρα σαν εκείνη
αστράφτει πάλι ο ουρανός...
Στην έρμη της την κλίνη
λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμή κι απελπισμένη,
μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει αλυσωμένη.
Τα σιδερά είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.
Η καταφρόνια, η δυστυχιά σέπουν τα κόκαλά της.
Τρέμει με μιας η φυλακή και διάπλατη η θυρίδα
φέγγει κι αφήνει και περνά έν' άστρο, μιαν αχτίδα.
Ο Άγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του...
«Ξύπνα, ταράζου, μη φοβού, χαίρε, Παρθένε, χαίρε.
Ο Κύριός μου είναι με σε, Ελλάς ανάστα, χαίρε».
Οι τοίχοι ευθύς σωριάζονται. Η μαύρ' η πεθαμένη
νοιώθει τα πόδια φτερωτά. Στη μέση της δεμένη
χτυπάει η σπάθα φοβερή. Το κάθε πάτημά της
ανοίγει μνήμ' αχόρταγο. Ρωτά για τα παιδιά της...
Κανείς δεν αποκρένεται...Βγαίνει πετά στα όρη...
Λιώνουν τα χιόνια όθε διαβεί, όθε περάσει η Κόρη.
«Ξυπνάτε εσείς που κοίτεστε, ξυπνάτε όσοι κοιμάστε,
το θάνατο όσοι εγεύτητε, τώρα ζωή χορτάστε».
Οι χρόνοι φεύγουνε, πετούν και πάντα εκείνη η μέρα
είναι γραμμένο εκεί ψηλά να λάμπει στον αιθέρα
μ' όλα τα κάλλη τ' ουρανού. Στολίζεται όλη η φύση
με χίλια μύρια λούλουδα για να τη χαιρετήσει.
Γιορτάστε την, γιορτάστε την. Καθείς ας μεταλάβει
από τη χάρη του Θεού. Και σεις και σεις οι σκλάβοι,
όσοι τη δάφνη στη καρδιά να φέρετε φοβάστε,
αφορεσμένοι να 'στε.


Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

ΕΠΙ ΤΗ ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ 25ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ


Πολεμική προσφορά στην Επανάσταση του 21


Πολεμική προσφορά στην Επανάσταση του 21
ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΡΟΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Ανυπολόγιστης αξίας είναι και η καθαρώς πολεμική προσφορά της Εκκλησίας.
Το 1575 κήρυξε επανάσταση στη Μάνη ο Αρχιεπίσκοπος Επιδαύρου Μακάριος Μελισίδης, και το 1770 στο Αίγιο ο Μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος και στην Κόρινθο ο Μητροπολίτης Μακάριος Νοταράς.
Το 1600 και το 1609 έκανε επαναστατικό κίνημα ο Διονύσιος Φιλόσοφος, Μητροπολίτης Τρικάλων, ο οποίος τελικά βρήκε μαρτυρικό θάνατο στα Γιάννενα το 1611.
Το 1684 ο Μητροπολίτης Άμφισσας Φιλόθεος πολέμησε κοντά στην Κόρινθο με δικό του σώμα εναντίον των Τούρκων, όπου και τραυματίστηκε θανάσιμα.
Τον ίδιο χρόνο ο Μητροπολίτης Κεφαλλη­νίας Τιμόθεος Τυπάλδος συγκρότησε επανα­στατικό σώμα με 150 κληρικούς κι έλαβε μέ­ρος σε απελευθερωτικές προσπάθειες.
0ι Μητροπολίτες Σαλώνων Τιμόθεος, Θη­βών Ιερόθεος, Λάρισας Μακάριος, Εύβοιας Αμβρόσιος, διετέλεσαν οπλαρχηγοί.
Ο Παπαβλαχάχας ήταν αρχηγός των αρ­ματολών των Χασίων. Βρήκε, μάλιστα, τραγι­κό θάνατο από τον Αλή Πασά στα Γιάννενα.
Ο διάκος του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' Νικηφόρος Ρωμανίδης, αφού χειροτονήθη­κε ιερέας και χειροθετήθηκε και Αρχιμανδρί­της, υπηρέτησε και διακρίθηκε ως ναυμάχος κάτω από τις διαταγές του Α. Μιαούλη.
Ο Ησαΐας Σαλώνων κήρυξε την επανά­σταση στις 27.3.1821 στην περιφέρειά του, μέσα στο Μοναστήρι του οσίου Λουκά Βοιω­τίας.
Η Μονή του οσίου Λουκά, μετά τη σύ­σκεψη του Δεσπότη Σαλώνων στα μέσα του Μάρτη του 1821 με τους οπλαρχηγούς της περιφέρειας Αθ. Διάκο, κ.ά., έγινε κέντρο επαναστατικό και κατασκευής φυσεκιών.
Ο Δ. Υψηλάντης είχε το αρχηγείο του στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Πέτρας.
Ο Αρχιστράτηγος της Ρούμελης Γ. Καραϊ­σκάκης είχε τ' ορμητήριό του στη Μονή Προυσού της Ευρυτανίας.
Ο Ιερομόναχος Σεραφείμ από το Φανάρι Θεσσαλίας ηγήθηκε της επανάστασης των Αγραφιωτών.
Το Μοναστήρι του Ομπλού Πατρών ήταν στρατηγείο των επαναστατών της περιοχής.
Ο Άνθιμος Αργυρόπουλος, ιερομόναχος, δέχτηκε στο Μοναστήρι του την οικογένεια Μπότσαρη και την περιέθαλψε, μετά την άλω­ση του Σουλίου. Ο ίδιος στη Ζάκυνθο, κατά τον ιστοριογράφο Π. Χιώτη, όρκισε μέλη της Φιλικής Εταιρίας το Θ. Κολοκοτρώνη, τους Β. και Κ. Πετιμεζά και τον Νικηταρά. Εργάστηκε δε ως παράγοντας με ασυνήθιστο ζήλο για την ευόδωση της Επανάστασης.
Ο Χρύσανθος Πηγάς, Μητροπολίτης Μο­νεμβασίας και Καλαμάτας, το 1819 μπήκε στη Φιλική Εταιρία κι εργάστηκε εντατικά για την προετοιμασία της Επανάστασης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη σύλληψη του από τους Τούρκους, το κλείσιμο του στις φυλακές της Τρίπολης, όπου μαζί με άλλους φυλακισμένους Μητροπολίτες πέθανε κι αυτός από τις κακου­χίες της φυλακής.
Στη Φ. Εταιρία είχαν μυηθεί όλοι σχεδόν οι μητροπολίτες και πολλοί διακεκριμένοι ιερείς και μοναχοί και ιδιαίτερα οι αγιορείτες.
Την Επανάσταση του '21, όπως είναι γνωστό, την κήρυξε Μητροπολίτης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μέσα στο Μοναστήρι της άγιας Λαύρας. Έστω κι αν η ηρωική Καλαμά­τα, που κήρυξε την επανάσταση στις 23 του Μάρτη και που την ευλόγησαν 24 κληρικοί, διεκδικεί τα πρωτεία, γεγονός είναι ότι τα παλληκάρια της περιοχής ορκίστηκαν μέσα στην ιστορική Μονή.
Ο Διάκος, ο Παπαφλέσσας κι ο Σαμουήλ είναι ανεπανάληπτες κληρικές μορφές του 21.
Ο Υψηλάντης έλεγε για τον Παπαφλέσσα ότι «είναι το άλλο μου εγώ».
Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Υψη­λάντης ξεκίνησε τον απελευθερωτικό του αγώνα από την εκκλησία. Μέσα στον ι. ναό των Τριών Ιεραρχών του Ιασίου έλαβε το πολεμικό ξίφος από το Μητροπολίτη Μολδαυΐας Βενιαμίν Κωστάκη, ο οποίος ευλόγησε και τη σημαία του αγώνα του.
Ακόμα, πολλά Μοναστήρια καταστράφη­καν από τους Τούρκους γιατί λάβαιναν μέρος σ' απελευθερωτικά κινήματα. Αναφέρουμε μόνο ένα για παράδειγμα, τη Μονή Στροφά­δων που κατέστρεψε ο Σουλεϊμάν Β' (1520-60). Και γενικά οι Τούρκοι κάθε τόσο ζητούσαν από την Εκκλησία τις ευθύνες για κάθε απελευθερωτικό κίνημα. Αυτήν αιματοκυλού­σαν γιατί αυτήν θεωρούσαν πνευματική και εθνική Αρχή του Έθνους. Και μόνο αυτή η στάση των Τούρκων απέναντι στην Εκκλησία, της οποίας πολλές φορές σκότωναν τους φο­ρείς της, τα λέει όλα. Είναι χαρακτηριστική και η σχετική ομολογία του Μακρυγιάννη για την τεράστια προσφορά των Μοναστηριών στον αγώνα: «...Τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προ­πύργια της επανάστασής μας... Οι περισσότε­ροι καλόγεροι σκοτώθηκαν εις τον αγώνα». Η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν το Α και το Ω για το υπόδουλο γένος. Το ράσο κόλπωνε μέσα του τη ρωμιοσύνη και η ρωμιοσύνη κολπωνόταν μέσα στο ράσο. Αυτό δεν μπορεί να το ανα­τρέψει καμιά δύναμη. Η ρωμιοσύνη και η ορ­θόδοξη Εκκλησία και στην περίοδο της Τουρ­κοκρατίας πορεύτηκαν αντάμα το δρόμο του μαρτυρίου τους, το δρόμο της σταυρικής τους πορείας κι' επιβίωσαν χάρις στην πίστη τους στην Τριαδική Θεότητα. Χάρις στην ορθόδοξη παράδοση με τις άπειρες και παντοδύναμες διαστάσεις της. Μέσα από τη βυζαντινή εικόνα και το εκκλησιαστικό μέλος, μέσα από τα συ­ναξάρια των αγίων και μέσα από τη ζωή των αρχαίων ηρώων κρατήθηκε η ελληνική ψυχή όρθια ως ότου βρήκε τη δύναμη και τίναξε από πάνω της τον τουρκικό ζυγό. Όσες προπαγάν­δες κι αν θελήσουν ν' αλλοιώσουν αυτή την ιστορική πραγματικότητα δεν θα το κατορθώ­σουν, γιατί μιλούν τα ίδια τα γεγονότα.
Εδώ όμως πρέπει να σταματήσουμε, γιατί αν επεκταθούμε πιο πολύ σε πρόσωπα και σε γεγονότα, σχετικά με τη συμβολή της Εκκλη­σίας στον αγώνα της ελευθερίας του έθνους, δεν θα μας φτάσουν, όπως είπαμε και στην αρχή, τόμοι ολόκληροι.
Πιστεύουμε όμως ότι όσα δειγματικά ανα­φέραμε είναι ικανά να πείσουν κάθε αντικειμε­νικό κριτή, σχετικά με τον πρώτο ρόλο της Εκ­κλησίας κατά τη μακραίωνη τούρκικη σκλαβιά και κατά την εθνεγερσία του '21.
Θα 'ταν όμως παράλειψη κι εδώ αν στο κεφάλαιο αυτό δεν αναφέραμε δύο αντιπροσωπευτικές γνώμες Φιλελλήνων και ξένων πε­ριηγητών, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αντικειμενικότητά τους.
Ο Άγγλος Humphreys γράφει ότι «Ανάμεσα στους στρατιώτες βρίσκονταν και μεγά­λος αριθμός παπάδων. Αυτοί ήταν οι πρωτερ­γάτες του ξεσηκωμού».
Ο Κορσικανός Πρόξενος της Ολλανδίας στην Αθήνα Domenico Origone λέει πως «Οι Τούρκοι στην Αθήνα κάνουν τα πάντα για να συλλάβουν παπάδες, γιατί, όπως διαδίδεται, οι παπάδες είναι αρχηγοί των επαναστατών.
Ακόμα και το πιο καταπληκτικό: Το βιβλίο της Γ’ Λυκείου της Τουρκίας γράφει: «ο Πατριάρχης και ο ανώτερος Κλήρος των Ρωμιών ήταν επικεφαλής του Έθνους των Γραικών σ' αυτή την Επανάσταση, μαζί με τους καλόγε­ρους».
Και μία ανάλογη βεβαίωση από τη μακρυνή Αμερική, η οποία παρά την απόστασή της, βοήθησε τον αγώνα υλικά και ηθικά.
Στις 16 Ιουνίου 1821 η εφημερίδα «Γκαζέττ» της Μασαχουσέτης πληροφορούσε τους αναγνώστες της ότι «...στο Μοριά ένοπλοι... με επικεφαλής τον ΚΛΗΡΟ εξεγέρθησαν εναντίον των Τούρκων....»
Και ας ξανατονιστεί ότι η συμβολή του κλήρου στον αγώνα ήταν βαθειά συνείδηση του γένους, που την έκφραζε και στα δημοτικά του τραγούδια.

Χαρά που τόχουν τα βουνά
τα κάστρα περηφάνια,Γιατί γιορτάζει η Παναγιάγιορτάζει κι η Πατρίδα,
Σαν βλέπουν διάκους με σπαθιάπαπάδες με τουφέκι,Σαν βλέπουν και τον Γερμανότης Πάτρας τον Δεσπότηνα ευλογάει τ' άρματανα εύχεται τους λεβέντες.
Μιλούν τα γεγονότα
ΕΚΚΛΗΣΙΑ -ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ - 21
ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κ. ΚΑΛΙΦΗ
Α' ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Ο Λόγος στην Πνύκα

Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.

Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.

Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα• διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα...

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε• και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

25Η ΜΑΡΤΙΟΥ



Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου


Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου
Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας
Λόγος εις τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου
Τρία σημαντικότατα γεγονότα στην ιστορία του κόσμου εορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας.
To πρώτο είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, τον οποίο εορτάζουμε σήμερα με χαρά και αγάπη, αλλά και με δέος ενώπιον του μεγαλείου του γεγο­νότος αυτού, το οποίο ονομάζεται «κεφάλαιον» (δη­λαδή αρχή) της σωτηρίας μας.
Εννέα μήνες μετά τον Ευαγγελισμό πραγματο­ποιήθηκε και το δεύτερο από τα σημαντικότερα γε­γονότα, η κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου μας Ιη­σού Χρίστου. Κορυφή και ολοκλήρωση της σωτηρί­ας μας θα είναι η ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χρί­στου μετά από ένα φρικτό θάνατο πάνω στο Σταυρό.
Όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές φορές φανερώ­θηκαν στους αγίους άγγελοι. Έξι μήνες πριν τον Ευ­αγγελισμό της Παναγίας Παρθένου Μαρίας στάλθη­κε ο αρχάγγελος Γαβριήλ στον ιερέα Ζαχαρία, ο οποίος υπηρετούσε στο ναό, για να του αναγγείλει, ότι απ' αυτόν θα γεννηθεί ο μεγαλύτερος μεταξύ των αν­θρώπων, ο Πρόδρομος του Κυρίου ο Ιωάννης. Και σήμερα ο ίδιος φέρνει το χαρμόσυνο άγγελμα στην Υπεραγία και άχραντο Παρθένο Μαρία, η οποία ζού­σε στο ταπεινό φτωχόσπιτο του ξυλουργού Ιωσήφ.
Ο διάλογος του με την Παναγία είναι τόσο άγι­ος και μεγαλειώδης που δεν τολμώ να τον περιγράψω με δικά μου λόγια αλλά πρέπει να τον επαναλά­βω με Ευαγγελικά λόγια.
Όταν μπήκε ο αρχάγγελος στο υπερώο, είπε:
«Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου· ευλο­γημένη συ εν γυναιξίν.
Η δε ιδούσα διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος, και είπεν ο άγγελος αύτη· μη φοβού, Μαριάμ- εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. και ιδού σύλληψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το άνομα αυτού Ιησούν. ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον αυτού του πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος.
Είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; και αποκριθείς ο άγ­γελος είπεν αύτη· Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι· διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού...
Είπε δε Μαριάμ· ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου. και απήλθεν απ' αυτής ο άγ­γελος» (Λκ. 1, 28-38).
Σας έχω πει πολλά τα προηγούμενα χρόνια γι' αυτόν το μοναδικό στην Ιστορία του κόσμου διάλογο. Αλλά τώρα θα σταθώ στα λόγια του Αρχαγγέλου:
«Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγι­ον κληθήσεται υιός Θεού».
Κανείς ποτέ, από τη δημιουργία του κόσμου και μέχρι τη συντέλεια του, δεν γεννήθηκε και δεν θα γεννηθεί κατά τον τρόπο, κατά τον οποίο γεννήθη­κε ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Κανείς ποτέ δε γεννήθηκε χωρίς άνδρα. Κανείς δε γεννήθηκε και δε θα γεννηθεί με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος. Σε κανέναν ποτέ δεν κατοίκησε το Άγιο Πνεύ­μα με τέτοια ολοκληρωμένη πληρότητα, με την ο­ποία εγκατοίκησε στην Παναγία Παρθένο Μαρία. Κανέναν δεν επισκίασε η δύναμη του Υψίστου και τα μητρικά σπλάγχνα καμμίας γυναίκας δεν αγίασε, με τέτοια πληρότητα και δύναμη, όπως τα σπλάγχνα της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας.
Κρατήστε βαθειά στην καρδιά σας, αυτό που σας λέω για την πλήρη ενότητα του Πνεύματος του Θε­ού και της ανθρώπινης ουσίας της Μαρίας.
Η ψυχή και το πνεύμα του άνθρωπου έχουν την αρχή τους στο Πνεύμα του Θεού. To δεύτερο κεφά­λαιο της Παλαιάς Διαθήκης λέει, ότι έπλασε ο Θε­ός τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, «χουν από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής» (Γέν. 2, 7).
Με το Πνεύμα του Θεού μόνο το πνεύμα του άν­θρωπου είναι δυνατόν να κοινωνεί, εφόσον από Ε­κείνον προέρχεται, όπως συμβαίνει και στην φύση, συγγενή δηλαδή μεταξύ τους πράγματα να έχουν πραγματική επικοινωνία.
Την δυνατότητα της αληθινής κοινωνίας με τον Θεό την διδαχθήκαμε από τον ίδιο τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, ο οποίος λέει:
«Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αύτω ποιήσομεν» (Ιω. 14, 23).
Αλλά και ο απόστολος Παύλος με κάποια έκ­πληξη ρωτάει τους χριστιανούς της Κορίνθου: «Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» (Α' Κορ. 3, 16).
Από τους βίους των αγίων γνωρίζουμε για μιά πραγματική κοινωνία με τον Θεό, που είχαν στη ζωή τους οι άγιοι του Θεού. Γνωρίζουμε ότι αυτοί υπήρξαν κατοικοιτήρια του Πνεύματος του Θεού. Αλλά ακόμα και αυτή η βαθειά κοινωνία τους με το Θεό δεν μπο­ρεί να συγκριθεί μ' εκείνη την ευλογημένη κατά­σταση, η οποία υπερβαίνει ακόμα και την κατάσταση των αγγέλων και των αρχαγγέλων, στην όποια βρέθη­κε η Υπεραγία Παρθένος Μαρία μετά την επέλευση του Αγίου Πνεύματος.
Αυτό δεν μπόρεσε, η καλύτερα, δεν ήθελε να α­ντιληφθεί ο κακότυχος εκείνος αιρετικός Νεστόριος, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η Υπεραγία Θεοτόκος γέννησε έναν κοινό άνθρωπο Ιησού Χριστό, με τον οποίο αργότερα ενώθηκε ο Θεός, γι' αυτό και την Υπεραγία Παρθένο Μαρία την ονόμαζε Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο.
Αν, έστω και ελάχιστο, δίκαιο είχε ο Νεστόριος, τότε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός θα ήταν όχι ο Υιός του Θεού και Θεάνθρωπος αλλά ένας από τους πολλούς μεγάλους αγίους, οι οποίοι ονομάζο­νται αληθινοί ναοί και μονές του Πατρός και του Υιού για την απέραντη αγάπη τους στον Θεό και την τέλεια εφαρμογή στη ζωή τους των εντολών του Χριστού. Όπως βλέπετε ο Νεστόριος δικαίως ανα­θεματίστηκε από την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο.
Σ' αυτό το σημείο θα μπορούσα να τελειώσω τον εγκωμιαστικό μου λόγο προς τιμήν της μεγάλης αυτής εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Όμως δεν θέ­λω να προσπεράσω τα λόγια εκείνα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, τα όποια μπαίνουν σε κάθε καθαρή καρδιά:
«Χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου».
Όλοι εσείς, που είστε ομόψυχοι με μένα, πέστε μου, μπορεί να υπάρχει ανώτερη και καθαρότερη χαρά από αυτή, που δίνει η αίσθηση ότι μαζί μας εί­ναι ο Κύριος! Ότι μας αγαπά, επειδή φυλάσσουμε τις εντολές Του και ότι θα έλθει μαζί με τον Άναρ­χο Πατέρα Του και θα κατοικήσει μαζί μας!
Της ανώτατης αυτής ευτυχίας και χαράς να μας αξιώσει ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός διά πρεσβειών της Υπεραγίας και Αχράντου Παρθένου Μαρίας! Αμήν

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΕΝ ΛΙΣΒΟΡΙΩ: ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ - ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ

ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΕΝ ΛΙΣΒΟΡΙΩ: ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ - ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ:



 « Με μιας ανοίγει ο ουρανός, τα σύννεφα μεριάζουν Οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν. Μια φλόγα αστράφτει…ακούον...

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ




ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ.

Εὐλόγησον Πάτερ.



Τῆς παρούσης τιμίας Βασιλικῆς συνάξεως τὴν φαεινήν τε καὶ ὑπέρξενον ἀνάμνησιν λαοὶ φυλαὶ καὶ γλῶσσαι καὶ ἅπαν ἀξίωμα καὶ λαὸς ὁ περιούσιος, ἀγαλλόμενος τῇ ψυχῇ, πνευματικῶς πανηγυρίσωμεν, καὶ ὕμνους θεοτερπεῖς τῇ ἐκ Δαβὶδ Βασιλίδι μετὰ σπουδῆς ἐξυφάνωμεν, καὶ συστησώμεθα νέαν ἐορτὴν ἑαρινὴν καὶ πανήγυριν πασῶν πανηγύρεων τῆς ἐλπίδος ἡμῶν.

Σήμερον γάρ, ὡς ἀληθῶς αἰ νοεραὶ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν οὐρανόθεν παρέκυψαν, καὶ μεθ’ ἡμῶν τῶν γηΐνων ἀοράτως πανηγυρίζουσιν.

Σήμερον, πεπλήρωται τοῦ Δαβὶδ προφητεία λέγουσα: Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καὶ ἀγαλλιάσθω γῆ. Ἰδοὺ γὰρ τὰ ἀμφότερα χαρᾶς ἐπλήρωσεν Κεχαριτωμένη.
Σήμερον, ἐκ χειμῶνος κρυεροῦ θερμὸν καὶ πολύανθον ἔαρ ἐπελαμψε, καὶ χρυσοφεγγὴς ἥλιος τερπνότερός τε καὶ χαριέστερος ἡμῶν ἀνατέταλκε.
Σήμερον, θεοφύτευτος Ἐδὲμ ἐξανοίγεται, καὶ θεόπλαστος Ἀδὰμ φιλανθρωπίας ἀγαθότητι ἐν αὐτῇ πάλιν πολιτογραφούμενος εἰσοικίζεται.
Σήμερον, λύεται της λύπης προγονικὴ ἀπόφασις, καὶ πέπαυται λοιπὸν τῆς Εὔας ἐπίφθονος ἐξουθενισμὸς καὶ ἐπίμοχθον ἐπιτίμιον.
Σήμερον, αἱ ἄνω τάξεις τοῖς ἐπὶ γῆς συγχορεύουσι διὰ τὴν παροῦσαν ταύτην Ἁγίαν σύναξιν, καὶ κόσμος φωτὶ καταλάμπεται.
Σήμερον, ἄσπιλος Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μορφοπρεπῶς μεγαλύνεται, καὶ ὡς ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς τὸ κάλλει τῆς παρούσης πολυποθήτου ἡμέρας καταγλαΐζεται.
Σήμερον, πολύβλεπτος καὶ ἁγιώνυμος πόλις Ἱερουσαλὴμ κάτω μετὰ τῆς ἄνω εὐφραίνεται, καὶ νέα Σιὼν προφητικῶς κατατέρπεται.
Σήμερον, τοῦ Δαβὶδ καὶ τῆς καλλίπαιδος πόλις Βηθλεὲμ ὡς οὐρανὸς ἀναδείκνυται, καὶ τῇ περικαλλεῖ στολῇ νυμφοστολίζεται.
Σήμερον, ἐπίσημος πόλις Βαζαρὲτ καὶ τιμία Γεθσημανῆ καὶ πᾶσα πόλις καὶ χώρα τὴν ὁλόφωτον ταύτην ἄγουσι κόσμῳ ἑορτήν.
Σήμερον, βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ πάντες λαοὶ τῆς ἀμιάντου Βασιλίδος ἡμῶν καὶ Θεομήτορος τὴν μακαρίαν ἀνάμνησιν βασιλικῶς πανηγυρίζουσι.
Σήμερον, θυγατέρες βασιλέων καὶ βασιλίδων στίφη πρὸς τὴν μνήμην τῆς βασιλικῆς παστάδος ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν συνελαύνονται.
Σήμερον, νεάνιδες καὶ νύμφαι, μητέρες καὶ παρθένοι, καὶ εὐγενίδων ἅπαν ἀξίωμα, τὴν Μητέρα καὶ Παρθένον καὶ τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν μακαρίζουσι.
Σήμερον, Ἁγία τῶν Ἁγίων ἀπὸ πάντων ἐγκωμιάζεται, καὶ γέγηθε λοιπόν· οὐρανὸς καὶ γῆ καὶ τὰ ποιήματα πάντα συνεορτάζομεν.
Σήμερον, ἁγιόγραφος βίβλος τῶν ἀπαἰῶνος Προφητῶν εἰς μέσον ἄγεται, καὶ ἕκαστος αὐτῶν προκαταγγέλλει τὴν χάριν τῆς παρούσης Ἑορτῆς.
Σήμερον, Πατριάρχης Ἰακὼβ προφητικῶς περὶ τῆς μυστικῆς ἐκείνης κλίμακος, τῆς ἀπὸ γῆς ἐστηριγμένης εἰς οὐρανούς, τὴν διήγησιν ποιούμενος ἀγάλλεται.

Σήμερον, παλαιὸς προφήτης ἐκεῖνος καὶ τοῦ Ἰσραὴλ δημαγωγὸς περὶ τῆς βάτου ἐκείνης τῆς καιομένης καὶ μὴ φλεγομένης περὶ ἠμῶν διαλέγεται.
Σήμερον, Ζαχαρίας ἐν προφήταις ἐπίσημος διὰ τῆς ἰδίας προφητείας οὕτως βοᾷ: Εἶδον, φησί, καὶ ἰδοὺ λυχνία χρυσῆ, καὶ τὸ λαμπόμενον, ἐπάνω αὐτῆς.
Σήμερον, Ἡσαΐας μεγαλοκήρυξ ἐν προφήταις προφητεύει κεκραγώς: Ἀναστήσεται ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται.
Σήμερον, Ἱεζεκιὴλ θαυμάσιος βοᾷ: Ἰδοὺ πύλη κεκλεισμένη καὶ οὐδεὶς εἰσελεύσεται διαὐτῆς, οὔτε ἐξελεύσεται, εἰμὴ Κύριος Θεὸς μόνος, καὶ ἔσται κεκλεισμένη.
Σήμερον, Δανιὴλ θεσπέσιος τὸ μέλλον ὡς παρὸν προκαταγγέλλων βοᾷ: Ἀπετμήθη λίθος ἐξ ὄρους ἄνευ χειρός, τουτέστιν ἄνευ ἀνδρός.
Σήμερον, Δαβὶδ νυμφοστόλος μελῳδῶν περὶ τῆς παρθενικῆς ὡς ἀληθῶς καλλιπόλεως οὕτως βοᾷ: Δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ, πόλις τοῦ Βασιλέως τοῦ Μεγάλου.
Σήμερον, Γαβριὴλ Ταξίαρχος τοῦ οὐρανοῦ τὰς ἁψίδιας ὑποδραμὼν τὴν πανύμνητον Παρθένον καὶ Θεοτόκον ἀσπάζεται κεκραγώς: Χαῖρε Κεχαριτωμένη, Κύριος μετὰ Σοῦ.
Σήμερον, ἅμα πάντες ἄνθρωποις καὶ ἡμεῖς τὴν ἀγγελικὴν φωνὴν ἀναλάβωμεν, καὶ σὺν ἐκείνῳ τὰ ἐκείνου ἐγκώμια τὴν πρόξενον τῆς αρᾶς προσκομίσωμεν λέγοντες:
 Χαῖρε σφόδρα, Θυγάτερ Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης, τῶν σὲ ἀμέμπτως ἐκ προσευχῆς τεκόντων ἐν τῷ προσήκοντι καιρῷ τῇ τούτων συνοικήσει.
Χαῖρε σφόδρα, Θεοτόκε Παρθένε, ἀγγελικὸν ὡς ἀληθῶς ἐγκώμιον: Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν, καὶ εὐλογημένος καρπὸς τῆς κοιλίας σου.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ἐκ φυλῆς Δαβιτικῆς βασιλικῆς, Λευϊτικῆς, καὶ ἐξ Ἄννης τῆς θεόφρονος παρἐλπίδα βλαστήσασα.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ἀπὸ βρέφους εἰς αὐτὰ τῶν Ἁγίων Ἅγια ἀνατραφεῖσα.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, διἀγγέλου χαρᾶς εὐαγγέλια δεξαμένη, καὶ χαρὰν ἀνεκλάλητον καὶ ἀνεκδιήγητον παντὶ τῷ κόσμῳ προξενήσασα.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, πορφυροειδὴς βασιλικὴ ἁλουργίς, τὸν πάσης κτίσεως Βασιλέα καθἡμᾶς σωματωθέντα καταστολίσασα.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, τὸ ἀπαύγασμα τῆς Πατρικῆς ἀγαθότητος καὶ τὸ Φῶς ἐκεῖνο τὸ μηδαμοῦ χωρούμενον ἀστενοχωρήτως ἐν τῇ κοιλίᾳ χωρήσασα.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ἀρωματοφόρος γῆ καὶ ζωηφόρος θήκη καὶ νέα μυροθήκη τοῦ Πνεύματος, τὸν σύμπαντα κόσμον μυρεψικῶς εὐωδίας ἐμπλήσασα.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, Θρόνος ὑψηλὸς καὶ ἐπηρμένος τοῦ τῶν ὅλων Ποιητοῦ καὶ Λυτρωτοῦ καὶ πάντα χειρὶ κατέχοντος τὰ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ναὸς ἔμψυχος τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης τοῦ διἡμᾶς ἐνανθρωπήσαντος, καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν σάρκα φορέσαντος.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ζωὴν φέρουσα καὶ φῶς ὡς βρέφος πρόσφατον, γάλα ποτίζουσα τὸν ἐκ πέτρας μέλι πάλαι πηγάζοντα.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ψυχῆς ἀγαλλίαμα καὶ ὅλου τοῦ κόσμου παγκόσμιον σέβασμα καὶ ἁμαρτωλῶν ἁπάντων ἀγαθὴ μεσιτεία.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, θύρα θλιβομένων καὶ ἐλπὶς ἀπηλπισμένων καὶ προστασία φοβερὰ τῶν εἰλικρινεῖ καρδίᾳ Θεοτόκον ὁμολογούντων σε.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ἡ Φιλάνθρωπον Δεσπότην ὑπὲρ κοινῆς τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας κυοφορήσασα, καὶ τοῦτον μητρικῶς ὑπὲρ πάντων καθικετεύουσα.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, Χριστιανῶν ἁπάντων θαυμαστὸν καὶ εὐσυμπάθητον προσφύγιον, καὶ πάσης μεγαλουργοῦ καλλονῆς ὑψηλότατον θέαμα.

***
Ἀλλὰ ταῦτα μὲν καὶ ἡμεῖς οἱ ἐλάχιστοι παρὰ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς μεμαθηκότες πρὸς τὴν ἐπουράνιον Νύμφην καὶ Βασιλίδα καὶ Θεοτόκον ἀναξίοις χείλεσιν διελέχθημεν. Ἔλθωμεν δὲ λοιπόν, ει ποθεῖτε καὶ βούλεσθε, ἐπὶ τὸν ἔνθεον τοῦ Γαβριὴλ Εὐαγγελισμόν, καὶ ἀκούσωμεν τί πρὸς τὴν ἄμεμπτον ἐπιστὰς εὐηγγελίζετο.
Ὁ Ἄγγελος: Ἄκουε δεδοξασμένη λόγους ἀποκρύφους Ὑψίστου, ἄκουε. Ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξεις Υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Ὁπλίζου λοιπὸν εἰς Χριστοῦ παρουσίαν· ἦλθον γὰρ εὐαγγελίσασθαί σοι τὰ σοὶ ἀποκείμενα ἀπὸ καταβολῆς κόσμου
Παρθένος: Ἄπιθι πόλεως ἐμῆς καὶ πατριᾶς ἄνθρωπε, ἄπιθι, καὶ σπουδῇ τὸ ἐμὸν κατάλιπε δωμάτιον. Μακρὰν ἀπόφυγε προθύρων ἐμῶν λαλῶν μοι, καὶ μὴ τοιοῦτον εὐαγγελισμὸν τῇ ἐμῇ ταπεινώσει προσκόμιζε.
Ἄγγελος: Βουλὴν ἀρχαίαν πληρῶσαι βουλόμενος καὶ θελήσας θελῆσαι τὸν πλανηθέντα ἄνθρωπον, ἄνθρωπος μόνος Φιλάνθρωπος φιλανθρωπίας ἀγαθότητι γενέσθαι ηὐδόκησεν· καὶ τί λοιπὸν τὸν ἐμὸν οὐ προσδέχῃ ἀσπασμὸν μετὰ πάσης χαρᾶς Κεχαριτωμένη;
Παρθένος: Βλέπω σου, νεανίσκε, τῆς εὐμορφίας τὸ ἀζωγράφιστον κάλλος καὶ τοῦ χαρακτῆρος τὴν αὐγερὰν θεωρίαν, καὶ λόγους ἀκούω σου, οὓς οὐδέποτε ἤκουσα, καὶ ὑπονοῶ ὅτι τάχα πλανῆσαί με παραγέγονας.
Ἄγγελος: Γνῶθι σαφῶς καὶ πιστώθητι ὅτι μᾶλλον ἐγὼ ἐν ἐκπλήξει γέγονα θεασάμενος τὸ τοιοῦτόν σου θεοζωγράφητον κάλλος, καὶ βλέπων σε λοιπὸν νομίζω δόξαν Κυρίου καταμανθάνειν σε.
Παρθένος: Γλῶσσαν, ἣν οὐκ ἔγνων, ἤκουσα, καὶ ὄψιν, ἣν οὐδέποτε εἶδον τεθέαμαι· καὶ πῶς οὐ μὴ πτήξω, καὶ ὅλη διόλου σύντρομος γενήσομαι, ὅτι μνηστῆρα δίκαιον κέκτημαι, καὶ οὐκ ἤθισα μετὰ ξένων τὸ καθόλου συλλαλεῖν;
Ἄγγελος: Δέξαι δὴ ἀγγελίας χαρὰν ἀξιάκουστον καὶ ἐγκώμιον τὸ σοὶ πρεπωδέστατον· γὰρ ἐκ σοῦ τικτόμενος Υἱὸς Ὑψίστου κληθήσεται, καὶ ὑπὸ σοῦ τῆς ἡγιασμένης ὑπερβολ χρηστότητος βασταχθήσεται.
Παρθένος: Δέδοικα καὶ τρέμω σου τοὺς τοιούτους λόγους, καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι ὡς ἄλλην Εὔαν πλανῆσαί με βούλει· ἐγὼ δὲ οὐκ εἰμὶ κατἐκείνην, ἵνα ὡς ἐκείνην με δελεάσῃς· πῶς δὲ καὶ ἀσπάζεσαι κόρην ἣν οὐδέποτε τεθέασαι;
Ἄγγελος: Εὐαγγελίζομαί σοι χαρᾶς εὐαγγέλια, εὐαγγελίζομαί σοι Τόκον ἀνόητον, εὐαγγελίζομαί σοι παρουσίαν ὑψηλοῦ Βασιλέως ἀνεκδιήγητον· τάχα δὲ καὶ ἣν κατέχεις πορφύραν, προνοεῖ σου τὸ Βασιλικὸν ἀξίωμα.
Παρθένος: Ἐπειδὴ ταῦτα μηνύεις μοι καὶ μηνύων οὐ παύεσαι, κἀγώ σοι λέξω λοιπὸν ὅτι οὐ πιστεύω σου τὸν τοιοῦτον εὐαγγελισμόν, καθότι ἐξουθενῆσαι ἦλθες τὸ παρθενικὸν ἀξίωμα, καὶ λυπῆσαι τὸν ἐμον μνηστῆρα.
Ἄγγελος: Ζαχαρίας προφήτης καὶ προσφιλὴς τῆς συγγενίδος σου Ἐλισάβετ ἐξ ἀπιστίας σιγήσας πληροφορήσει σοι· πρὸς ἐκεῖνον πορεύθητι καὶ μάθῃς τὰ ἐκείνῳ συμβησόμενα.
Παρθένος: Ζεῦγος εὐγενέστατον καὶ ἄμεμπτον, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, οἱ ἐμοὶ γεννήτορες τυγχάνουσιν, καὶ πῶς ἐγὼ τούτων γέννημα ἐπίμεμπτον γενήσομαι; Τίς δὲ καὶ πληροφορήσει αὐτοὺς ὅτι Μαρία οὐκ ἠτάκτησεν;
Ἄγγελος: Ἡνίκα τελεσθῶσιν οἱ λόγοι μου εἰς τὸν καιρὸν αὐτῶν, τότε συνήσεις τοῦ ἀκαταλήπτου μυστηρίου τὴν Δύναμιν, τότε γνώσῃ τῶν ἐμῶν ῥημάτων τὴν ἔκβασιν καὶ τοῦ Ὑψίστου τὴν ἄφραστον συγκατάβασιν.
Ἡ Παρθένος: Ἡ ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαβὶδ καταγομένη, πῶς τοιούτου φρικτοῦ καὶ ἐπουρανίου ἐξυπηρετήσω μυστηρίου; Καὶ πως τὸν ἐπὶ τὸν Χερουβὶμ ἅγιον καθεζόμενον, ἐγὼ ὑποδέξασθαι δυνήσομαι;
Ἄγγελος: Θρόνος θεοβάστακτος καὶ Βασιλικὴ καθέδρα τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως κληθήσῃ, καθότι Βασίλισσα καὶ Δέσποινα καὶ βασιλέως ἐπιγείου Θυγάτηρ τυγχάνεις, καὶ χαρακτῆρα ἔχεις βασιλικόν.
Παρθένος: Θρόνος Ὑψίστου πῶς ἐγὼ γενήσομαι; ἑρμήνευσον λαλῶν μοι· καὶ πῶς τὸ ὕπὲρ ἥλιον φῶς ἐκεῖνο τὸ ἀψηλάφητον ψηλαφήσει σὰρξ πηλίνη; ἀμήχανα κηρύττεις, νεανίσκε, εὐαγγέλια, καὶ νομίζω ἀπατῆσαί με παραγέγονας.
Ἄγγελος: Ἴνα καὶ διατί, καὶ τίνος ἕνεκεν ἐπὶ τοσοῦτον ἠπίστησας τὸν εὐαγγελισμὸν δέξασθαι, δεδοξασμένη, καὶ μέχρι τίνος οὐ πειθαρχεῖς εἰς τὸν ἐξ οὐρανοῦ σοι πεμφθέντα ἄγγελον; Οὐκ εἰμὶ ἐγὼ τὴν Εὔαν πλανήσας, οὐκ εἰμί, μὴ γένοιτο.
Παρθένος: Εἶδόν σου τὴν πολυσχημάτιστον ὄψιν, καὶ ἤκουσά σου τὰ πολυθαύμαστα ῥήματα, ἅπερ οὐδεὶς πώποτε ἀκήκοεν· καὶ δὴ οὐ βούλομαί σου τὸν τηλικοῦτον εὐαγγελισμὸν ὑποδέξασθαι.
Ἄγγελος: Καὶ μορφή μου καὶ φωνή μου καταπλήττει σε· ἀλλοἶδα ὅτι τὰ ῥήματα τοῦ στόματός μου χαρᾶς ἀνεκλαλήτου πρόξενά σοι γενήσονται, καὶ μακαρίσει σε κατὰ τὸ ῥῆμά σου οὐρανὸς καὶ γῆ.
Ἡ Παρθένος: Κατὰ τί γνώσομαι τοῦτο ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς ὑπὸ σοῦ λαλουμένοις; Καθότι παρθένος ἀθαλάμευτος ἐγὼ τυγχάτω, καὶ μῶμος ἡδυπαθείας οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί· δούλη γὰρ εἰμὶ Κυρίου τοῦ ποιήσαντός με.
Ὁ Ἄγγελος: Λέξω σοι τρανῶς, ὅτι καὶ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον υἱὸν ἐν γήρᾳ τέξεται, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται καὶ θαυμάσονται, κληθήσεται δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννης.
Ἡ Παρθένος: Λάβε δόγμα παρ’ ἐμοῦ, καὶ ἀπόστηθι τῆς ἐμῆς οἰκίας, κἄν τε γὰρ ἄγγελος, κἄν τε ἄνθρωπος τυγχάνῃς· ἄγγελον θεωρῶ τῷ σχήματι, καὶ ἄνθρωπον κατανοῶ τῷ ῥήματι.
Ὁ Ἄγγελος: Μὴ γὰρ εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων οὐχ ἑώρακάς με, εὐλογημένη, καὶ τροφὴν ἐκ τῆς ἐμῆς ἐδέξω χειρός; ἐγὼ γάρ εἰμι Γαβριήλ, ὁ διαπαντὸς παρεστηκὼς ἐνώπιον τῆς δόξης Κυρίου.
Ἡ Παρθένος: Μνηστῆρα σώφρονα, γηραλέον καὶ δίκαιον κέκτημαι, τεκτονικὴν ἐπιστήμην ἐπιστάμενον, καὶ εὐλαβοῦμαι τοῦτον μήπως κατατύχῃ μετὰ σοῦ τοῦ ξένου συνομιλοῦσαν, καὶ μάλιστα κατὰ μόνας.
Ὁ Ἄγγελος: Νῦν ἠρξάμην λαλεῖν· πλήρης γάρ εἰμι ῥημάτων οὐρανίων· καὶ λέξω σοι λοιπὸν ὅτι ἐκ σοῦ μέλλει τίκτεσθαι Βασιλεὺς βασιλέων, καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς Βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος.
Ἡ Παρθένος: Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται, καὶ οὐκ οἶδα τί λογίσομαι τὴν ἔμφρικτον ταύτην ὀπτασίαν· νομίζω γὰρ ὅτι, εἰ ἀληθεύσει τὰ ῥήματά σου, ἔκδοτον ποιήσει με Ἰωσὴφ εἰς χεῖρας τῶν αὐτὰ κρινόντων.
Ὁ Ἄγγελος: Ξενίζομαι, δεδοξασμένη, ὅτι ἀκμὴν διστάζεις ἐμὲ τὸν ἐκ τοσούτων ὑψωμάτων πρὸς σὲ παραγενόμενον· ἐμοὶ γὰρ μᾶλλον ἔξεστιν εὐλαβεῖσθαί σε, ὡς Μητέρα τοῦ Κυρίου μου μέλλουσαν ἔσεσθαί σε, καὶ τρέμειν σου τὸ Βασιλικὸν ἀξίωμα.
Ἡ Παρθένος: Ξενισμὸς γάρ εἰσι τὰ εὐαγγέλιά σου, καὶ ἡ ἐπιστασία σου δημοσιεύσει τοὺς τρόπους σου· ἦλθες γὰρ εἰς τὸ ἐμὸν δωμάτιον ἀμηνυτὶ πλησιάσας μοι, τάχα ὡς παιδίσκην τινά, καὶ οὐχ ὡς Δέσποινα λογισόμενος.
Ὁ Ἄγγελος: Ὅλη δι’ ὅλου καθαρὰ καὶ ἄμεμπτος τυγχάνεις· καὶ θαυμάζω πῶς ἐπὶ τοσοῦτο τοῖς ἐμοῖς ἠπίστησας ῥήμασιν· ἰδοὺ γὰρ ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης, ὡς λογίζομαι, ἔτι λαλοῦντός μου, ἐν σοὶ τῇ Παρθένῳ ὡς Βασιλίδι ἐνοίκησεν.
Ἡ Παρθένος: Ὁ παρθένον ἀπείρανδρον ἀσπαζόμενος καὶ κόρη ἀπειρογάμῳ, τὰ τοιαῦτα φθεγγόμενος ἑρμήνευσόν μοι τὸ ἀληθές, εἰ οἶδας, τὸ πότε καὶ πόθεν καὶ πῶς λοιπὸν ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω.
Ἄγγελος: Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ, καὶ Δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἐκ σοῦ Ἅγιον κληθήσεται Υἱὸς Θεοῦ. Μὴ φοβοῦ λοιπὸν Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ.
Παρθένος: Πολυζήτητον μυστήριον ἦλθες εὐαγγελιζόμενός μοι, καὶ πῶς μὴ πτήξω καὶ ἐπιπλεῖον ἀπιστήσω τὸν τοιοῦτον παράδοξόν σου εὐαγγελισμόν;
Ἄγγελος: Ῥίψον τὴν ἄπιστον γνώμην, Παρθένε· ἰδοὺ γάρ, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ἐτελέσθησαν οἱ λόγοι μου, καὶ κοιλία σου ὄγκον βαστάζει, κἂν μὴ βούλει· καθότι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα.
Παρθένος: Ῥίζης δαβιτικῆς βασιλικὸν βλάστημα ὑπάρχω, καὶ δέδοικα μήπως ὡς ἐκείνῳ ἐπέλθῃ κἀμοὶ τῆς ἀλλοτρίας ἀπροσδόκητος ἐξουθενισμός, καὶ φανερώσῃ μου λοιπὸν τὰ ἁμαρτήματα τὸ πέταλον τοῦ ἱερέως τὀ ἅγιον.
Ἄγγελος: Σωτῆρα τέξεις Κύριον, τὸν ἕνα τῆς Ζωαρχικῆς Τριάδος, καὶ χαρὰν τῷ κόσμῳ προξενήσεις ἀνεκλάλητον, ἣν οὐδεὶς οὐδέπω ἀγγέλων ἀνθρώπων προεξένησεν, καὶ ἔσται τὸ ὄνομά σου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἡ Παρθένος: Σωτῆρα ποῖον τέξομαι; Λέγε μοι, νεανίσκε· ξενίζει γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ ἀγγέλων τὰς νοερὰς διακοσμήσεις καὶ ἀρχαγγέλων τὰς φλογερὰς καὶ πολυομμάτων ταξιαρχίας τὰ σὰ εὐαγγέλια.
Ὁ Ἄγγελος: Τέρψις καὶ διόλου γλυκασμός εἰσι τὰ ῥήματά σου, καὶ διὰ τοῦτό σοι λέξω ὅτι οὐκ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ θελήματος Θεοῦ καὶ ἐξ ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ σὴ κυοφορία γενήσεται.
Ἡ Παρθένος: Τίς πληροφορήσει τῷ Ἰωσὴφ ὅτι οὐκ ἐκ θελήματος ἀνδρὸς οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, ἀλλ’ ἐξ ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ ἐμὴ κυοφορία γενήσεται; Καθότι ἐκ τοῦ αἰῶνους οὐκ ἠκου΄σθη ὅτι παρθένος ἀπείρανδρος βρέφος τέξεται.
Ὁ Ἄγγελος: Ὑπὸ τὴν σὴν εὐσπλαγχνίαν καταφεύξεται πᾶν γένος ἀνθρώπων, καὶ πᾶσα γλῶσσα πυρίνη μακαρίσει σε, καὶ λαληθήσεται τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ, ὅτι διὰ σοῦ Χριστὸς τῷ κόσμῳ μέλλει τίκτεσθαι.
Ἡ Παρθένος: Ὑλικὴ τυγχάνουσα καὶ ἐκ τῆς γῆς τὴν γέννησιν ἔχουσα, πῶς καταφυγὴ ἀνθρώπων γενήσομαι; Καὶ πῶς Χριστὸν τὸ Φῶς τοῦ κόσμου ἐναγκαλίσομαι; Καὶ πῶς ὁ Ἥλιος ἐκεῖνος ὁ ἄδυτος ὑπὸ τῆς νοητῆς σελήνης βασταχθήσεται;
Ὁ Ἄγγελος: Φαιδρὸν ἀνάλαβε ὄμμα, δεδοξασμένη· Οὐρανὸς γὰρ μέλλεις γενέσθαι καὶ Σκηνὴ Θεοχώρητος, καὶ Ναὸς Θεοῦ ἔμψυχος ἑπτὰ στερεωμάτων εὐρυχωρότερός τε καὶ θαυμασιώτερος.
Ἡ Παρθένος: Φρίττω τὰ παράδοξα τῆς ξένης μου λοχείας ἐγκαίνια, εὐλαβοῦμαι δὲ καὶ τὸν Ἰωσήφ· καὶ τί λοιπὸν συμβήσεταί μοι; Οὐκ οἶδα. Συμφέρει μοι οὖν πρὸς τὸν οἶκον Ζαχαρίου ἀπελθεῖν, πρὸς τὴν ἐμὴν συγγένιδα.
Ἄγγελος: Χριστιανῶν ἁπάντων γένῃ κοινὸν ἱλαστήριον, καὶ διὰ τοῦτο γαλήνιον ἐπιφθέγγομαί σοι τὴν πρέπουσαν φωνήν. Χαῖρε Κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετὰ σοῦ. Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου.
Ἡ Παρθένος: Χαρακτῆρα φέρουσα βασιλικόν, καὶ εἰς τὰ βασίλεια Βηθλεὲμ τιθηνισθεῖσα, καὶ εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἐκ παιδιόθεν διαπρέψασα, καὶ Παρθένος λοιπὸν τυγχάνουσα, πῶς Μήτηρ ἀκουσθήσομαι Παιδὸς ἐμοῦ;
Ἄγγελος: Ψηλαφήσας Ὕψιστος ὅλον τὸν κόσμον, καὶ μὴ εὑρὼν πλήν σου Μητέρα, πάντως ἐκεῖνος, ὡς ἠθέλησεν, ὡς ηὐδόκησεν, ἐκ σοῦ τῆς ἡγιασμένης ἄνθρωπος διὰ φιλανθρωπίαν γενήσεται. Μακαρίζου λοιπὸν ἐν ἀνθρώποις.
Παρθένος: Ψαλῶ καὶ αἰνέσω τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μετᾠδῆς, ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ. Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί, καὶ λαὸς ἐξ ἐθνῶν διαπαντὸς ἐπαινέσει με.
Ἄγγελος: Παρθένε, χαρᾶς ἐπουρανίου καὶ τερπνὸν καὶ πανθαύμαστον κατοικητήριον, καὶ τοῦ κόσμου παντὸς παγκόσμιον σέβασμα, μόνη ἀληθῶς ἐν γυναιξὶν εὐλογημένη, ἑτοιμάζου λοιπὸν εἰς μυστικὴν Χριστοῦ παρουσίαν.
Παρθένος: νεανίσκε χαρᾶς ἀνεκλαλήτου πρόξενε, ἐξ ἀσωμάτων ἁγίων παραγενόμενος καὶ πηλῷ διαλεγόμενος, ἕως πότε ἀνέξομαί σου, καὶ μέχρι τίνος οὐ καταπαύεις τοὺς λόγους σου; Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου.

***
Καὶ ταῦτα μὲν ἡ πολυΰμνητος καὶ πανάμωμος καὶ Παρθένος Μαρία πρὸς τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ἢ καὶ τὰ τούτων ἀῤῥητότερα διελέγετο. Ἀλλ’ ἀκούσωμεν λοιπὸν τί πρὸς αὐτὴν καὶ ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ διελέγετο.
Ὁ Ἰωσήφ: Ἄσπιλόν σε παρέλαβον ἐξ οἴκου Κυρίου, καὶ Παρθένον ἀμόλυντόν σε κατέλιπον ἐν τῷ οἴκῳ μου, καὶ τί τοῦτο νῦν ὁρῶ Μαρία παρ’ ἐλπίδα καὶ οὐ παρθένον τυγχάνουσαν; Λέγε μοι Μαριὰμ τί τὸ ἀληθές, ἐν τάχει λέγε μοι.
Ἡ Παρθένος: Ἄσπιλόν με κατέλιπες, ὡς ἔφης, ἐν τῶ οἴκῳ σου, καὶ πάλιν ἀμόλυντον ἐγὼ λογίζομαι καὶ τέτυχάς με, καθότι ἐκ παιδιόθεν ἐμίησα τὸν ἀπὸ τῆς σαρκὸς ἐσπιλωμένον χιτῶνα, καὶ ἴχνος ἡδυπαθείας οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί.
Ὁ Ἰωσήφ: Βήματος δικαστικοῦ εὐλαβήθητι, Μαριάμ, τὸ αὐστηρὸν βουλευτηρίον, καὶ συναγωγῆς ἰουδαϊκῆς τὸ ἀπαραλόγιστον δικαστήριον, καὶ λέξον μοι σαφῶς τὸ ἀληθές, μὴ κρύψῃς ἀπ’ ἐμοῦ τὰ συμβησόμενα.
Ἡ Παρθένος: Βῆμα καὶ κριτήριον ἀπαράλλακτον τοῦ μέλλοντος αἰῶνος φοβήθητι, Ἰωσήφ, ὅπου καὶ ἄγγελοι τρέμουσιν οἱ μηδὲν ἁμαρτήσαντες, περὶ δὲ τοῦ ἐπιγείου δικαστηρίου μή σοι μελέτω.
Ὁ Ἰωσήφ: Γέγραπται ἐν βίβλῳ Μωσέως ὅτι, ἐάνν τιςεὕρῃ παρθένον καὶ βιασάμενος κοιμηθ ῇ μετ’ αὐτῆς καὶ εὑρεθῇ, δώσει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος τῷ πατρι τῆς νεάνιδος δίδραγμα· οὗ προστάγματι ποίησον.
Ἡ Παρθένος: Γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις ὅτι δοθήσεται τὸ ἐσφραγισμένον βιβλίον ἀνδρὶ εἰδότι γράμματα, καὶ ἐρεῖ, οὐ δύναμαι ἀναγνῶναι αὐτό· τάχα οὖν, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ἡ προφητεία αὕτη περὶ σοῦ ἐλέχθη.
Ἰωσήφ: Δημοσίευσον Μαριὰμ τὸν ἐπίβουλον τῆς ἐμῆς οἰκίας, ἄγε δὴ εἰς μέσον τὸν ἀτακτήσαντα, ἵνα ξίφει τεκτονικῷ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀφελοῦμαι, καθότι ἐκεῖνος τὴν ἐμὶν ἠτίμασεν πολιάν· καὶ ἐκμυτηρίσει με λοιπὸν δωδεκάφυλος τοῦ Ἰσραήλ.

Παρθένος: Δίκαιος σὺ καὶ ἀμεμπτος τυγχάνεις, καὶ εἰκότως Θεός μου ἀποκαλύψει σοι τὰ ἐμοὶ συμβησόμενα, καὶ δείξει σοι καθὕπνους, ὃν λέγεις ἐπίβουλον· ἐγὼ γὰρ εἰς τὸ ὕψος ἐκεῖνο, ὅπου ἐκεῖνος αὐλίζεται, οὐκ ἤθισα ἄγεσθαι.
Ἰωσήφ: Ἔξιθι τοῦ οἴκου μου, καὶ ταχὺ πρὸς τὸν σὸν ἐραστὴν ἐπείχθητι· οὐ διαθρέψω σε ἀπὸ τοῦ νῦν, οὐ καθήσεις ἐπὶ τραπέζης ἐμεῆς, καθότι λύπην καὶ ἐξουθενισμὸν ἀντὶ χαρᾶς ταῖς ἐμαῖς ἡτοίμασας πολιαῖς.
Παρθένος: Ἔκδεξαι μικρόν, Ἰωσήφ, καὶ μὴ ξενώσῃς με λάθρα τοῦ οἴκου σου, καθότι ξενιτεύειν οὐκ ἤθισα· καὶ ποῦ λοιπὸν πορεύσομαι μὴ γινώσκουσα; πρός τίνα καταφεύξομαι; Οὐκ ἐπίσταμαι.
Ἰωσήφ: Ζωῆς καὶ θανάτου τυγχάνουσα, λέγε μοι, Μαριάμ, τίς θηρεύσας σε, φανέρωσόν μοι τὸν μετὰ σοῦ συνομιλήσαντα, ἑρμήνευσόν μοι ποίας πόλεως ἐτύγχανεν, ἵνα ἐκεῖ πορευθεὶς  ἐξουθενίσω αὐτόν.
Παρθένος: Ζῇ Κύριος Θεός μου, ὅτι καθαρὰ εἰμὶ καὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω· γὰρ φανείς μοι, ὡς ἐμεοὶ δοκεῖ, ἄγγελός τις εἶχεν ἀνθρωποσχημάτιστος, εἰμὴ μετὰ εὐλαβείας, ὡς ἀπὸ διαστήματος τινὸς ἐξίστατο καὶ ἵστατο, καὶ οὕτως τῇ ἐμῇ ταπεινώσει διελέγετο.
Ἰωσήφ: Ἥξει ἐπὶ σοί, ἀλλὰ καὶ ἐπἐμοὶ τῷ γέροντι, κλεψιγαμίας ἔγκλημα καὶ ἐξουθενισμὸς ἀπροσδόκητος παρὰ τῶν ταῦτα κρινόντων, καὶ ἐλέγξει λοιπὸν ἀμφοτέρους ἡμῶν, κἂν μὴ βουλώμεθα τὸ ὕδωρ τῆς ἐλέγξεως.
Παρθένος: Ἠκούσθη σοι ὅτι καὶ Ἐλισάβετ γυνὴ Ζαχαρίου καὶ συγγενής μου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον Προφήτην καὶ Πρόδρομον παρἐλπίδα συνέλαβεν· εἰμὴ γὰρ Προφήτης ἐτύγχανεν, οὐκ ἂν διὰ τῶν σκιρτημάτων ἐπέγνω τὸν ἐν ἐμοὶ βασταζόμενον Κύριον.
Ἰωσήφ: Θαυμάζω ἐπὶ σοὶ καὶ σφόδρα καταπλήττομα, καὶ οἶδα ὅτι διαλάλημα γενήσομαι τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ. Καὶ ἐξουθενίσει με ἀδωναΐ Κύριος, ἀνθ’ ὧν παρέλαβόν σε ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου εἰς τήρησιν, καὶ παρθένον σε οὐκ ἐφύλαξα.
Ἡ Παρθένος: Θλίψεως ἡμέρα κατέλαβέ με, καὶ μέμψις ἐξ ὑποψίας ἐπῆλθέν μοι καὶ ἐξέτασις μνηστῆρός μου κατεπείγει με, καὶ κυοφόρησις παιδός μου κατηγορεῖ μοι, καὶ ὁ τὸ χαῖρέ μοι, λέξας, τάχα ἀπεκρύβη· καὶ τί λοιπὸν λογίσομαι; Οὐκ οἶδα.
Ἰωσήφ: Εἶδον τὸν ὄγκον τῆς σῆς νηδύος, καὶ ὅλως διόλου σύντρομος γέγονα. Εἰπέ μοι ποῦ σε κρύψω, καὶ πότε σοι φανερώσω, καὶ πῶς δυνήσομαι λαθεῖν τὸ ἰουδαϊκὸν συνέδριον; ἀπόστηθι οὖν τοῦ οἴκου μου, ταχέως ἀπόστηθι.
Παρθένος: Ἰδοὺ διώκεις με τοῦ οἴκου σου Ἰωσήφ· καὶ ποῦ λοιπὸν πορεύσομαι; Οὐ γινώσκω· ὑποστρέψω ἆρα ἐν τῷ Ἱερῷ τοῦ ἁγιάσματος; ἀπέλθω πρὸς τοὺς ἐμοὺς γονεῖς; ἀλλὰ ποίῳ προσώπῳ ἀτενίσω εἰς αὐτούς.
Ἰωσήφ: Κὰν ἐγὼ σιωπήσω τὸ ἁμάρτημά σου, φανερόν ἐστι· καὶ οἱ λίθοι καὶ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων μεγάλα βοήσονται, καθότι παρέλαβόν σε εἰς τήρησιν τοῦ καταλεγομένου ἱερέως, καὶ παρθένον σε οὐκ ἐφύλαξα.
Παρθένος: Κρύψον με λοιπὸν εἰς τὸ σπήλαιον τῆς ἐμεῆς Βηθλεέμ, καὶ ἔκδεξαι μικρὸν ἐμῆς κυοφορίας καὶ μάθοις ὰν ἐξ ἐμοῦ τίς ἔστιν μέλλων τίκτεσθαι. Λογίζομαι λοιπὸν ὅτι Ἰησοῦς ὁ Θεός μου ἐπιβλέψει ἐπὶ τὴν ταπείνωσίν μου.
Ὁ Ἰωσήφ: Λέξον μοι λοιπόν, τίς ἐστιν ὁ ξένος καὶ παροδηγητὴς ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὁ εἰς τὸ ἡμέτερον δωμάτιον ἀμηνύτως παραγενόμενος, ὥς τις ποτὲ κακόσκοπος, καὶ μάλιστα ἐμοῦ ἀπόντος καὶ οὐκ ὄντος ὑπὸ τὰ τείχης τῆς πόλεως Ναζαρέτ;
Ἡ Παρθένος: Λαβοῦσα τὴν κάλπην ἀπῆλθον εἰς τὴν πηγὴν ἀντλῆσαι ὕδωρ, ὅπως πίωμαι, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὰ ὦτά μου φωνὴ τοιαύτη λέγουσα· Χαῖρε Κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Ὁ Ἰωσήφ: Μὴ γὰρ ἐκ τῆς φωνῆς συνέλαβες; ἀπὸ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἀπὸ φωνῆς ῥημάτων ἐκυοφόρησε παρθένος ἀπείρανδρος ποτέ, ἀλλ’ οὔτε οἱ πατέρες ἡμῶν ἀνήγγειλαν ἡμῖν εἴ τι τοιοῦτον γέγονεν ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν.
Παρθένος: Μὴ γὰρ Ἡσαΐας Προφήτης οὐ ἐφώνησε λέγων· Ἰδοὺ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει; Καὶ πάλιν· Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, οὗ Μήτηρ ἄνδρα οὐ γινώσκει; Σφάλλεις λοιπόν, Ἰωσήφ, ἐπιπολὺ μεμφόμενός μοι.
Ἰωσήφ: Νομίζω, Μαρία, ὅτι τῆς Εὔας τῆς σῆς μητρὸς ἐξηκολούθησας·  ἀλλἐκείνη μὲν τοῦ παραδείσου ἀπῳκίσθη, καθότι τὴν ἀκοὴν ἐφήπλωσε εἰς τὸν ταύτην ψιθυρίσαντα, σὺ δὲ ἐκ τοῦ οἴκου μου ἐκβληθήσῃ ὡς ὑπεύθυνος.
Παρθένος: Νῦν ἐπῆλθές μοι ὡς ἀλλογενὴς καὶ ἑτερόφυλος κατήγορος, καὶ οὐχ ὡς βασιλίδα ἀλλὡς μοιχαλίδα τινὰ διελέγχεις μοι· καὶ ἀπὸ πόλεως εὀς πόλιν λάθρα διώκομαι· καὶ τί λοιπὸν ἀπολογήσομαι; Οὐκ ἐπίσταμαι.
Ἰωσήφ: Ξενίζει με Τόκος σου, οὐ μόνον ἐμοί, ἀλλὰ καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις, καὶ οὐκ ὰν πιστεύσει σού τις τί ταῦτα τὰ ῥήματα, ὅτι παρθένος ἀπείρανδρος βρέφος φέρεις.
Παρθένος: Ξενίζει νῦν τὰ λεγόμενα καὶ καταπλήττει σου τὸν νοῦν τῆς μυστικῆς κυοφορίας μου τὸ παράδοξον μυστήριον, ἐγὼ δὲ οὐκ εἰμὶ αἴτιος τῆς ἐπελθούσης μοι συμφορᾶς, καθότι ἀπὸ βρέφους μεμάθηκα λατρεύειν τῷ Κυρίῳ μου τῷ ποιήσαντί με, καὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω.
Ἰωσήφ:  Οὐκ εἶπόν σοι δεῖξόν μοι τὸν ἐπίβουλον τῆς οἰκίας μου, καὶ ἐλευθερῶ σε τοῦ τοιούτου ἐγκλήματος; πορεύθητι πρὸς τὸν σὸν ἐραστήν· καὶ τί λοιπὸν ἀπὸ τοῦ νῦν ἐλπίζεις;
Παρθένος: Οὐκ ἐπίσταμαι λοιπὸν τὸ ἐν ποίοις τόποις αὐλίζεται, ἐπειδὴ κατὰ ἀλήθειαν ἤμελλον αὐτὸν κατατύχειν τὸ ἀζωγράφητον κάλλος θεάσασθαι, καὶ μεταὐτοῦ διαλεχθήσεσθαι, ὅτι εἶπέ μοι· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, καὶ ἀρτίως πολλὰ λυποῦμαι.
Ἰωσήφ: Πῶς μὴ πτήξω· καὶ τύψω μου τὴν ὄψιν καὶ τήξω μου τὴν ψυχήν, ὅτι παρθένον παρέλαβόν σε ἐξ οἴκου Κυρίου, καὶ οὐ διετήρησά σε; Πῶς δὲ προσεύξομαι πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου κατὰ τὸ ἠθισμένον μοι, καὶ πληρώσει μου τὴν ἔντευξιν;
Ἡ Παρθένος: Πίστευε Προφήτας τοῦ Θεοῦ, καὶ μὴ ἐπὶ τοσοῦτον λύπῃ κατατήξῃς ἑαυτόν· εὑρήσεις γὰρ αὐτὸ γεγραμμένον, τό· Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται Υἱόν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ.
Ὁ Ἰωσήφ: Ῥάβδος ἀχειρότευκτος ἔπεισέ με παραλαβεῖν σε ἐκ τοῦ οἴκου Κυρίου καὶ τῆς προσευχῆς, καὶ κατέλιπά σε μετὰ πάσης εὐταξίας καὶ κοσμιότητος ἐν τῷ οἴκῳ μου, καὶ ἵνα τί οὐκ ἐδέξω σεμνὴν τὴν ἐμὴν ἐπάνοδον καὶ τῶν ἔργων τὴν συμπλήρωσιν;
Ἡ Παρθένος: Ῥυτίδα κοίτης ἀλλοτρίας καὶ μῶμον σαρκικῆς ἐπιθυμίας οὐκ ἐπίσταμαι· ζῇ Κύριος εἶπον, καὶ πάλιν λέγω σοι ὅτι τὴν πορφύραν κατέχουσα ἤκουσα φωνῆς ἀγγελικῆς βοώσης μοι· Μὴ φοβοῦ Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ.
Ὁ Ἰωσήφ: Στέρξον ὀλίγον λοιπὸν ἐν τῷ οἴκῳ μου, καθότι καιρὸς ἀπογραφῆς ἐστιν, Αὐγούστου Καίσαρτος νῦν βασιλεύοντος· ἐγὼ δὲ γυναῖκα ἐμὴν εὐλαβοῦμαί σε ἀπογράψασθαι, καὶ μάλιστα διὰ τὴν Δαβιτικὴν συγγένειαν.
Ἡ Παρθένος: Συντηρήσω ἆρα τοὺς λόγους σου ἐν τῇ καρδίᾳ μου, καὶ στέρξω ἔτι μικρὸν ἐν τῷ οἴκῳ σου, καὶ ἐκδέξομαι καιρὸν ἀπογραφῆς καὶ ἡμέραν κυήσεως, μέχρις ἂν ἀμφότερα τελεσθῶσιν.
Ὁ Ἰωσήφ: Τάχα ἄγγελον ἦν ὁ καθ’ ὕπνον φανείς μοι, καὶ λέξας μοι· Ἰωσήφ, υἱὸς Δαβίδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸν γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν, ἐκ Πνεύματος ἐστὶν ἁγίου· τέξεται δὲ Υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν.
Ἡ Παρθένος: Τάχα, κύριέ μου, ἐκεῖνον ἦν ὁ τὸ Χαῖρέ μοι φθεγξάμενος· ἀλλὰ τὸ λοιπὸν τόν ἐρεύνησον καὶ σπήλαιον, καὶ μαίαν ἑβραίαν καταζήτησον τοῦ γένους ἡμῶν, καὶ τὸ μυστήριον φύλαττε.
Ὁ Ἰωσήφ: Ὑποδείξει μοι πάντως ὁ φανείς μοι καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ σπήλαιον. Σὺ δὲ Μαρία τὰ σπάργανα ἑτοίμασον, κἄν τε προφήτης, κἄνε τε βασιλεύς ἐστιν ὁ μέλλων εἰς ἡμᾶς τίκτεσθαι.
Ἡ Παρθένος: Ὑπονοῶ ὅτι Βασιλεύς ἐστιν ὁ μέλλων τίκτεσθαι· γέγραπται γὰρ παρὰ τῷ προφήτῃ Ζαχαρίᾳ· Χαῖρε σφόδρα Θύγατερ Σιών· κήρυσσε θύγατερ Ἱερουσαλήμ·  ἰδοὺ ὁ Βασιλεύς σου ἔρχεται δίκαιος καὶ σώζων.
Ὁ Ἰωσήφ: Φανέρωσόν μοι λοιπόν, ὁ καθ’ ὕπνους χρηματίσας μου, τὰ μέλλοντα ἡμῖν μετὰ ταῦτα συμβαίνει. Ἐγὼ δὲ καὶ τὸν Ἡρώδην φοβοῦμαι, μὴ ποτέ τινος μηνύσαντος, ζητήσῃ τὸν παρ’ ἡμῶν τικτόμενον παῖδα τοῦ ἀνελεῖν αὐτόν.
Ἡ Παρθένος: Φανήσεται σημεῖον ἐπίσημον ἐν τῷ οὐρανῷ· γέγραπται γὰρ παρὰ τῷ προφήτῃ Βαλαάμ· Ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, καὶ ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραήλ, καὶ θραύσει τοὺς ἀρχηγοὺς Μωάβ.
Ὁ Ἰωσήφ: Χθὲς ἐξ ὑποψίας σφαλόμενος μέμψιν ἐπήνεγκα τῇ ὡραιότητί σου καὶ τῷ κάλλει σου, νῦν δὲ τὴν ἐξ ὕψους πληροφορίαν δεξάμενος, ἀπολογήσομαι ἆρα, καὶ μετ’ εὐλαβείας προσκυνήσω τῇ μεγαλοσύνῃ σου, καὶ εὐλογήσω τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἡ Παρθένος: Χρυσὸς ὡς ἐμοὶ δοκεῖ προσενεχθήσεται τῷ μέλλοντι τίκτεσθαι ἐκ ἐμοῦ, καθὼς γέγραπται παρὰ τῷ προφήτῃ Δαβίδ, ὅτι· καὶ δοθήσεται αὐτῶ ἐκ τοῦ χρυσίου τῆς Ἀραβίας, καὶ πληρωθήσεται τῆς δόξης αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ, γένοιτο.
Ὁ Ἰωσήφ: Ψηλαφήσωμεν λοιπὸν τόπον ἀψηλάφητον, ὅτι καιρὸς ἐπέστη ὁ τῆς κυήσεως· χρήζομεν δὲ καὶ ὑποζυγίου· ἰδοὺ γὰρ βλέπω σε στυγνάζουσαν, καὶ νομίζω ὅτι τεκνογονήσειν βούλει.
Ἡ Παρθένος: Ψηλάφησον ἕτι ἅπαξ τὸν προφήτην Μαλαχίαν, λέγει γάρ· Καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, οἶκος τοῦ Εὐφραθᾶ, ὀλιγοστὸς εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα, ἐκ σοῦ γάρ μου ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ.
Ὁ Ἰωσήφ: Ὡς νομίζω, οὐκ ἀποστήσεται ἐξ ἡμῶν ὁ ἄγγελος ὁ καθ’ ὕπνον φανείς μοι, μέχρις ἂν πάντα, ἃ ἐμήνυσεν ἡμῖν, πληρωθήσονται, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ὁδὸν συμπορεύσεται.
Παρθένος: μεγάλης μου καὶ μακαρίας ἡμέρας: μάλιστα, ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα Δυνατός, καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τοῖς φοβουμένοις αὐτοῦ, καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν. Ὅτι αὐτῷ πρέπει πᾶσα δόξα τιμὴ καὶ προσκύνησις, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.