Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΤΟΚΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΤΟΚΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

α Εισόδια της Θεοτόκου στην Αγία Γραφή



Τα Εισόδια της Θεοτόκου στην Αγία Γραφή 
Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου


Είναι γνωστό πως η Καινή Διαθήκη παρέχει ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή της Παναγίας. Αυτό γίνεται αιτία να την υποτιμούν οι προτεστάντες όλων των αποχρώσεων, που θεωρούν ότι ο χριστιανισμός πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι αναφέρεται μέσα στην Αγία Γραφή.


Βέβαια στην Αγία Γραφή υπάρχουν αρκετές αναφορές στη δόξα που έλαβε η Παναγία από το Θεό (π.χ. Λουκ. 1, 28 και 41-55) και στη δυνατότητά της να παρέμβει προς το Χριστό υπέρ των ανθρώπων (Ιω 2, 3-7). Όμως υπάρχουν κι άλλες πληροφορίες, που προκύπτουν από τις προφητείες και τις προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης, που αναφέρονται στη Θεοτόκο (δείτε αρκετά στοιχεία και εδώ: Η τιμή της Θεοτόκου στη Βίβλο - Η Θεοτόκος στην Αγία Γραφή).



Τα βιογραφικά στοιχεία της Παναγίας, που σχετίζονται με τη γέννηση και την παιδική ηλικία της, καθώς και με την κοίμησή της, είναι καταγεγραμμένα σε αρχαία βιβλία, που κινήθηκαν παράλληλα με την Καινή Διαθήκη, χωρίς να γίνουν ποτέ μέρος της. Τέτοια βιβλία υπήρξαν αρκετά, που κατέγραψαν πληροφορίες για το Χριστό, την Παναγία και άλλα πρόσωπα (π.χ. αποστόλους), επιθυμώντας να συμπληρώσουν τις αντίστοιχες πληροφορίες που βρίσκονται στην Καινή Διαθήκη. Σήμερα, αυτά τα βιβλία τα συμπεριλαμβάνουμε στα «απόκρυφα κείμενα», αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν απόκρυφα. 


«Απόκρυφα» ήταν τα ευαγγέλια και τα λοιπά βιβλία της θρησκείας του Γνωστικισμού (που οι γνωστικοί τα κρατούσαν κρυφά από τους αμύητους). Τα αρχαία ορθόδοξα βιβλία που διάβαζαν οι χριστιανοί και που ποτέ δεν ήταν κρυμμένα ή απαγορευμένα, σήμερα ονομάζονται κι αυτά «απόκρυφα» μόνο για φιλολογικούς λόγους, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι απόκρυφα, αλλά ψευδώνυμα ή ανώνυμα έργα. Πολλά απ’ αυτά αποδίδονται σε αποστόλους, ενώ δεν είναι δικά τους έργα, αλλά έργα ανωνύμων (και αυτός είναι κι ο λόγος που δεν μπήκαν στην Καινή Διαθήκη, στην οποία μπήκαν μόνο τα διασωθέντα κείμενα των μαθητών του Χριστού*).



Το περιεχόμενο κάποιων από τα βιβλία αυτά (π.χ. του «κατά Θωμάν ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας του Χριστού») η Εκκλησία το απέρριψε ως φανταστικό. Όμως σε άλλες περιπτώσεις ήδη οι αρχαίοι χριστιανοί αναγνώρισαν αληθινές πληροφορίες, που προέρχονται από την ιστορική μνήμη της πρώτης χριστιανικής κοινότητας. 


Τέτοια είναι τα βιβλία που μιλάνε για την παιδική ηλικία της Παναγίας(κυριότερο το «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου») και την κοίμησή της («Διήγησις του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου περί της κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου»). Το «Πρωτευαγγέλιο» ανάγεται στο 2ο αιώνα, με πιθανό χαμένο πρωτότυπο του τέλους του 1ου αιώνα, ενώ το 2ο είναι κάπως μεταγενέστερο, ίσως και του 5ου αιώνα, αναγνωρίστηκε όμως ως αρχαία παράδοση (η ύπαρξη της εσθήτας, του χιτώνα και της ζώνης της Παναγίας, και φυσικά του κενού τάφου της, αποτελούν τεκμήρια της ιστορικότητάς του – άσχετα από το αν θα τα αμφισβητήσει ένας προτεστάντης, λόγω των πεποιθήσεών του και όχι μετά από έρευνα).



Ο Ψαλμός 44



Όμως τα Εισόδια της Θεοτόκου, δηλαδή η είσοδός της στο Ναό των Ιεροσολύμων σε ηλικία τριών ετών και η ανάθεση της ανατροφής της στον άγιο ιερέα και προφήτη Ζαχαρία (αργότερα πατέρα του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου) φαίνεται να προεικονίζονται στην Παλαιά Διαθήκη, και συγκεκριμένα στον Ψαλμό 44 (στο εβραϊκό κείμενο έχει αριθμό 45). Είναι ο ψαλμός που περιέχει τους περίφημους στίχους «ο θρόνος σου, ο Θεός, εις τον αιώνα του αιώνος, ράβδος ευθύτητος η ράβδος της βασιλείας σου. ηγάπησας δικαιοσύνην και εμίσησας ανομίαν· δια τούτο έχρισέ σε, ο Θεός, ο Θεός σου έλαιον αγαλλιάσεως παρά τους μετόχους σου», τους οποίος ο απόστολος Παύλος παραθέτει ως αναφορά στη θεότητα του Χριστού (προς Εβραίους, 1, 8-9).


Παρακάτω, στο στίχο 10, συνεχίζοντας να αναφέρεται στο Χριστό, λέει: «θυγατέρας βασιλέων εν τη τιμή σου· παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμω διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη».



Κατόπιν, από το στίχο 11, αλλάζει απότομα και απευθύνεται τώρα σε κάποια «θυγατέρα» (κορίτσι), που ασφαλώς πρέπει να θεωρήσουμε ότι ταυτίζεται με τη «βασίλισσα» του αμέσως προηγούμενου στίχου. Και της λέει:
«άκουσον, θύγατερ, και ίδε και κλίνον το ους σου και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου· και επιθυμήσει ο βασιλεύς του κάλλους σου, ότι αυτός εστι Κύριός σου, και προσκυνήσεις αυτω. και θυγάτηρ Τύρου εν δώροις· το πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οι πλούσιοι του λαού».



Τέλος, σε τρίτο πρόσωπο, καταλήγει: «πάσα η δόξα της θυγατρός του βασιλέως έσωθεν, εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. απενεχθήσονται τω βασιλεί παρθένοι οπίσω αυτής, αι πλησίον αυτής απενεχθήσονταί σοι· απενεχθήσονται εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει, αχθήσονται εις ναόν βασιλέως». Ο ψαλμός κλείνει με τους στίχους 17-18, που απευθύνονται πάλι στο Χριστό και λένε: «αντί των πατέρων σου εγενήθησαν υιοί σου· καταστήσεις αυτούς άρχοντας επί πάσαν την γην. μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά· δια τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος».



Το θεομητορικό περιεχόμενο του Ψαλμού



Κάποιοι Πατέρες της Εκκλησίας, π.χ. ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ερμήνευσαν τον Ψαλμό ως αναφερόμενο μεταφορικά στην Εκκλησία (δηλ. στο πανανθρώπινο σώμα του Χριστού), η οποία εγκαταλείπει την ειδωλολατρία, προσέρχεται προς το Χριστό και αναδεικνύεται σε βασίλισσα εκ δεξιών του. Ωστόσο, η ερμηνεία ενός βιβλικού χωρίου μπορεί να κινείται σε πολλά επίπεδα, και η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας είδε στον Ψαλμό αυτό μια ευθεία αναφορά στη Θεοτόκο, γι’ αυτό και στις ακολουθίες που τελούνται προς τιμήν της ψάλλονται στίχοι από αυτόν. 

Τοιχογραφία 1318-1320 από το καθολικό της 
Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου Αγίου Όρους


Επίσης, η εικονογράφηση των Εισοδίων της Θεοτόκου συμπίπτει με το περιεχόμενο του Ψαλμού και είναι φανερό ότι το ίδιο συμβαίνει και με τη διήγηση του γεγονότος στο «Πρωτευαγγέλιο»:


«Και εγένετο τριετής η παις, και είπεν Ιωακείμ· Καλέσατε τας θυγατέρας των Εβραίων τας αμιάντους και λαβέτωσαν ανά λαμπάδα, και έστωσαν καιόμεναι, ίνα μη στραφή η παις εις τα οπίσω και αιχμαλωτισθή η καρδία αυτής εκ του ναού Κυρίου. Και εποίησαν ούτως έως ανέβησαν εν τω ναώ Κυρίου. Και εδέξατο αυτήν ο ιερεύς, και φιλήσας ευλόγησεν αυτήν και είπεν· Εμεγάλυνεν Κύριος το όνομά σου εν πάσαις ταις γενεαίς· επί σοι επ’ εσχάτου των ημερών φανερώσει Κύριος το λύτρον αυτού τοις υιοίς Ισραήλ. Και εκάθησεν αυτήν επί τρίτου βαθμού του θυσιαστηρίου, και επέβαλεν Κύριος ο Θεός χάριν επ’ αυτήν, και κατεχόρευσεν τοις ποσίν αυτής και ηγάπησεν αυτήν πας οίκος Ισραήλ… Ην δε Μαρία εν τω ναώ Κυρίου ως περιστερά νεμομένη και ελάμβανε τροφήν εκ χειρός αγγέλου».



Σε απλά νέα ελληνικά, ας επισημάνουμε τα εξής:
Το κορίτσι, που συγχρόνως είναι και βασίλισσα, δε μπορεί να είναι παρά η Θεοτόκος, όπως φανερώνει η πείρα των αιώνων, με τις εκπληκτικές εμφανίσεις της ως βασίλισσας των ουρανών στους αγίους και σε πολλούς απλούς ανθρώπους, χριστιανούς και μη. Η βασίλισσα αυτή παρέστη εκ δεξιών του βασιλέως και Υιού της κατά την κοίμηση και μετάστασή της στους ουρανούς. Ο στίχος αυτός λοιπόν, που έκλεισε μια ενότητα αναφερόμενη στη βασιλική εξουσία του Χριστού, είναι και μια βιβλική προεικόνιση της μετάστασης (ανάληψης) της Θεοτόκου και της τιμητικής θέσης της στη βασιλεία του Θεού.



Ο Ψαλμός αναφέρει ότι η «θυγάτηρ» πρέπει «να ξεχάσει το λαό της και το σπίτι του πατέρα της, γιατί ο βασιλιάς θα επιθυμήσει την ομορφιά της» («επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου· και επιθυμήσει ο βασιλεύς του κάλλους σου»). Έτσι, γίνεται θυγατέρα του βασιλέως («πάσα η δόξα της θυγατρός του βασιλέως έσωθεν»), γι’ αυτό και προφανώς θα μένει πλέον στο σπίτι του βασιλέως, δηλαδή στο ναό («εις ναόν βασιλέως», εκεί θα πάει με τις συνοδούς της, και θα παραμείνει, αφού έχει ξεχάσει το λαό της –δηλαδή τους ανθρώπους της πόλης της– και το σπίτι του πατέρα της και είναι πλέον θυγατέρα του βασιλέως).



Ο Ψαλμός επίσης αναφέρει ότι θα τη συνοδεύσουν παρθένες και όλες μαζί θα έρθουν στο ναό του βασιλέως («απενεχθήσονται τω βασιλεί παρθένοι οπίσω αυτής… απενεχθήσονται εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει, αχθήσονται εις ναόν βασιλέως»). 


Αυτό ακριβώς περιγράφει και η διήγηση των Εισοδίων και απεικονίζει η εικόνα τους: «Καλέσατε τας θυγατέρας των Εβραίων τας αμιάντους και λαβέτωσαν ανά λαμπάδα, και έστωσαν καιόμεναι, ίνα μη στραφή η παις εις τα οπίσω και αιχμαλωτισθή η καρδία αυτής εκ του ναού Κυρίου… Και εποίησαν ούτως».


Βιβλική προεικόνιση της αειπαρθενίας της Θεοτόκου



Με την ευκαιρία, ας αναφέρουμε και μια σημαντική προφητεία, που υποστηρίζει ότι η Παναγία δεν ήταν παρθένος μόνο όταν γέννησε το Χριστό, αλλά και μετά τη γέννησή Του. Η προφητεία αυτή στηρίζει τη σχετική διδασκαλία της Ορθοδοξίας, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι αυθαίρετη, ούτε και προέρχεται από τη φαντασία κάποιων θρησκόληπτων που ήθελαν να εξιδανικεύσουν τη Θεοτόκο.



Πρόκειται για την προφητεία του Ιεζεκιήλ, από το κεφάλαιο 44 (συμπτωματικά έχει τον ίδιο αριθμό με τον Ψαλμό), στίχ. 1-2. Εκεί ο Θεός παρουσιάζει στον προφήτη το όραμα ενός ναού, που περιέχει διάφορους συμβολισμούς. 

Και λέει:
«Και με γύρισε προς το δρόμο της εξωτερικής πύλης των αγίων, που βλέπει προς την ανατολή. Και ήταν κλειστή. Και μου είπε ο Κύριος: αυτή η πύλη θα είναι κλειστή, δε θα ανοίξει και κανείς δε θα περάσει απ’ αυτήν, γιατί ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ θα μπει απ’ αυτήν και θα είναι κλειστή».


Στο αρχαίο: «Και επέστρεψέ με κατά την οδόν της πύλης των αγίων της εξωτέρας της βλεπούσης κατά ανατολάς, και αύτη ην κεκλεισμένη. και είπε Κύριος προς με· η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, και ουδείς μη διέλθη δι' αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι' αυτής, και έσται κεκλεισμένη».



Η πύλη των αγίων λοιπόν, που «βλέπει προς την ανατολή» (επειδή ο Χριστός είναι «ο Ήλιος της Δικαιοσύνης» - γι’ αυτό και τα ιερά των ναών μας βλέπουν προς την ανατολή και συνήθως κάνουμε την προσευχή μας συμβολικά στραμμένοι προς τα εκεί), είναι και θα παραμείνει κλειστή, γιατί μόνο ο Θεός θα περάσει από εκεί. Και, αφού περάσει ο Θεός, θα παραμείνει κλειστή και κανείς άλλος δε θα περάσει. Υπάρχει μία πύλη, από την οποία πέρασε ο Κύριος και Θεός και η πύλη αυτή παρέμεινε κλειστή: η Θεοτόκος.



Ας αναφέρουμε εδώ ότι, στις ορθόδοξες εκκλησίες, η Ωραία Πύλη συμβολίζει την Παναγία, ενώ ο ιερέας, κατά την ώρα της λειτουργίας, συμβολίζει το Χριστό. Όλα όσα συμβαίνουν στη λειτουργία συμβολίζουν γεγονότα από τη ζωή και το έργο του Χριστού, όπως και από τη μελλοντική βασιλεία του Θεού. Γι’ αυτό μόνο ο ιερέας μπορεί να μπει από την Ωραία Πύλη (και μόνο φορώντας την ιερατική του στολή), όπως μόνο ο Χριστός πέρασε και γεννήθηκε από την Παναγία.




*Ο Λουκάς και ο Μάρκος πιθανόν ήταν άμεσοι μαθητές του Χριστού: ο Λουκάς ένας από τους δύο που Τον συνάντησαν πηγαίνοντας προς Εμμαούς (Λουκ. 24, 13-35), ενώ ο Μάρκος ο νεανίας ο ντυμένος με το σεντόνι, που είχε ακολουθήσει κρυφά τον Ιησού από το μυστικό δείπνο στη Γεθσημανή (Μάρκ. 14, 51-52). Ο μυστικός δείπνος, όπως και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος την πεντηκοστή, πιθανόν είχαν συμβεί στο σπίτι της μητέρας του Μάρκου, για την οποία βλ. στις Πράξεις των αποστόλων, 12, 12.



Ακόμη όμως κι αν οι δύο αυτοί ευαγγελιστές δεν ήταν άμεσοι μαθητές του Χριστού, αλλά μαθητές των αποστόλων, τα έργα τους περιελήφθησαν στην Καινή Διαθήκη, γιατί απηχούν δύο μεγάλες αποστολικές παραδόσεις, του Πέτρου και του Παύλου. Ο Μάρκος γράφει το ευαγγέλιό του ως «ερμηνευτής Πέτρου», ο δε Λουκάς απηχεί την παράδοση του Παύλου, του οποίου ήταν στενός συνεργάτης, πέρα από τα προσωπικά στοιχεία που εντάσσει κατόπιν δικής του έρευνας.

Ο κ. Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης είναι καθηγητής της θεολογίας.
Πηγή/επιμέλεια www.sophia-ntrekou.gr / αέναη επΑνάσταση

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ




Του Ιωάννου Φουντούλη, Καθηγητού Πανεπιστημίου


Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, πού εορτάζει στις 15 Αυγούστου ο χριστιανικός κόσμος, είναι η μεγαλυτέρα από τις εορτές που καθιέρωσε η Εκκλησία προς τιμήν της Μητρός του Κυρίου, τις θεομητορικές εορτές. Ίσως είναι και η παλαιοτέρα από όλες. Τις πρώτες μαρτυρίες έχουμε γι’ αυτήν κατά τον Ε΄αιώνα, γύρω στην εποχή που συνεκλήθη η Γ΄Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου (451), που καθώρισε το θεομητορικό δόγμα και έγινε αιτία να αναπτυχθή η τιμή στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Για πρώτη φορά φαίνεται ότι συνεστήθη στα Ιεροσόλυμα την 13 Αυγούστου και λίγο αργότερα μετετέθη στις 15 του ιδίου μηνός. Είχε δε γενικώτερο θεομητορικό χαρακτήρα, χωρίς ειδική αναφορά στο γεγονός της Κοιμήσεως. Ωνομάζετο “ημέρα της Θεοτόκου Μαρίας”. Κέντρο του πανηγυρισμού αναφέρεται στην αρχή ένα “Κάθισμα”, ναός επ’ ονόματί της, που ευρίσκετο έξω από τα Ιεροσόλυμα στο τρίτο μίλιο της οδού που οδηγούσε στην Βηθλεέμ. Η σύνδεση της εορτής αυτής προς την Κοίμηση της Θεοτόκου έγινε στον περίφημο ναό της Παναγίας που βρισκόταν στην Γεθσημανή, το “ευκτήριο του Μαυρικίου”, όπου υπήρχε και ο τάφος της. Αυτός ο ναός πολύ σύντομα πήρε τον χαρακτήρα του μεγαλύτερου θεομητορικού προσκυνήματος και η ακτινοβολία του έγινε αιτία η πανήγυρίς του κατά την 15η Αυγούστου γρήγορα να διαδοθή σ’ ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο σε ανατολή και δύση σαν εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Αργότερα εξήρθη η εορτή με την προπαρασκευαστική νηστεία και την παράτασι του εορτασμού μέχρι της 23ης ή και μέχρι του τέλους του Αυγούστου και έγινε όχι μόνο η μεγαλυτέρα θεομητορική εορτή αλλά και μία από τις σπουδαιότερες εορτές του εκκλησιαστικού έτους. Αυτό βέβαια ήταν φυσικό να γίνη, γιατί η Θεοτόκος είναι το προσφιλέστερο και ιερώτερο πρόσωπο μετά τον Κύριο και γι’ αυτό συνεκέντρωσε την τιμή και την ευλάβεια όλων των χριστιανικών γενεών. Αναρίθμητοι ναοί και μονές έχουν κτισθεί προς τιμήν της Κοιμήσεώς της, θαυμάσιες τοιχογραφίες παριστάνουν σε κάθε ναό πίσω από την κεντρική είσοδο σε εκπληκτικές συνθέσεις την ιερά της κηδεία, ύμνοι εκλεκτοί έχουν διακοσμήσει την ακολουθία της και λόγοι λαμπροί και εγκώμια εξεφωνήθησαν από τους Πατέρες και νεωτέρους εκκλησιαστικούς άνδρες κατά την ημέρα της μνήμης της. ‘Ολες οι ανθρώπινες γενεές συναγωνίσθησαν στην προσφορά ό,τι εκλεκτοτέρου είχαν να παρουσιάσουν, για να μακαρίσουν έργω και λόγω την Παρθένο Μαρία.

ΤΟ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ

Για την κατανόηση του εορτολογικού περιεχομένου της εορτής της Κοιμήσεως, όπως και των άλλων θεομητορικών εορτών, της Συλλήψεως, της Γεννήσεως και των Εισοδίων, πρέπει να κάμωμε μία μικρά αναδρομή στις πηγές, από τις οποίες αντλήθηκαν τα θεομητορικά αυτά θέματα. Διαφορετικά είναι αδύνατο να ερμηνεύση κανείς ό,τι συνδέεται με τον εορτασμό αυτόν, τα συναξάρια, την υμνογραφία και την εικονογραφία τους. Οι αυθεντικές ιστορικές πηγές, τά Ευαγγέλια και τα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης, δεν μας διέσωσαν πληροφορίες για τον πρό του Ευαγγελισμού και για τον μετά την Ανάληψι του Κυρίου βίο της Θεοτόκου. Πρόθεσις των ιερών συγγραφέων ήταν να αφηγηθούν τον βίο και το σωτηριώδες έργο του Χριστού και ό,τι άμεσα συνεδέετο με Αυτόν και όχο να ικανοποιήσουν την ευλαβή περιέργεια ή τα ιστορικά ενδιαφέροντα των αναγνωστών τους. Η παράδοσις όμως της Εκκλησίας διέσωσε από στόματος εις στόμα διάφορες πληροφορίες πού αφορούσαν στον βίο της Θεοτόκου πρό της συλλήψεως του Κυρίου και μετά την Ανάστασί Του. Αργότερα διάφοροι ευλαβείς, κατά το πλείστον, συγγραφείς περιέλαβαν τις πληροφορίες αυτές και τις ανέπτυξαν με την φαντασία τους και για να έχουν περισσότερο κύρος έθεσαν στους τίτλους των έργων τους μεγάλα αποστολικά ονόματα. Η Εκκλησία α[‘ερριψε και κατεδίκασε τα βιβλία αυτά και τα ωνόμασε “Απόκρυφα” και “Ψευδεπίγραφα”. Σε μεταγενεστέρα εποχή πολλές από τις διηγήσεις αυτές, τουλάχιστον στις βασικές τους γραμμές, έδωσαν θέματα στην διαμόρφωσι εορτών, στην σύνταξι συναξαρίων, στην ποίηση ύμνων και στην εικονογραφία. Εξ άλλου, καθώς προείπαμε, ο πυρήν των διηγήσεων αυτών είχε ως βάσι του παμπάλαιες ιστορικές παραδόσεις γυ΄ρω από το πρόσωπο της Θεοτόκου.

ΑΦΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ

Ειδικά το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αφηγείται, εκτός των άλλων, και μια απόκρυφος διήγησις, που φέρεται υπό το όνομα του ηγαπημένου μαθητού του Κυρίου, του Ιωάννου. Μια περίληψη του εκτενούς αυτού κειμένου θα παρουσιάσωμε εδώ. Σε κάθε του σημείο ο αναγνώστης του θυμάται αντίστοιχες φράσεις από τους ύμνους και το συναξάριο της εορτής και λεπτομέρειες από την εικόνα της Κοιμήσεως που εφιλοτέχνησαν βυζαντινοί ζωγράφοι.
Η Παναγία μετά την Ανάληψι του Χριστού καθημερινώς πηγαίνει στο ζωοδόχο μνήμα και προσεύχεται. Μία Παρασκευή ο Αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάζεται μπροστά της και την χαιρετά: “Χαίρε, η γεννήσασα Χριστόν τον Θεόν ημών. Ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου και θα αφήσης τον κόσμο και θα πορευθής εις την ζωήν την αληθινήν και αδιάδοχον”. Η Θεοτόκος επιστρέφει στον οίκο της, θυμιά και προσεύχεται στον Χριστό να της στείλη τον Ιωάννη και τους λοιπούς Αποστόλους, για να παρασταθούν στον θάνατό της. Η προσευχή της εισακούεται και πρώτος φθάνει, αρπαγείς από νεφέλη, ο Ιωάννης και σε λίγο επί νεφελών και οι λοιποί Απόστολοι οι διεσπαρμένοι στα πέρατα του κόσμου. Την Κυριακή έρχεται με την απαστράπτουσα δόξα Του και με χιλιάδες αγγέλους ο Κύριος να παραλάβη την ψυχή της Μητρός Του. Εκείνη ευλογεί τους Αποστόλους και τον κόσμο, δέεται για την σωτηρία όλων και αφού λαμβάνει την υπόσχεσι ότι “πάσα ψυχή επικαλουμένη το όνομά της ου μη καταισχυνθή, αλλ’ εύρη έλεος και παράκλησιν και αντίληψιν και παρρησίαν και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι”, παραδίδει την αγία της ψυχή στα χέρια του Υιού της. Οι Απόστολοι περιπτύσσονται το σκήνος και ψάλλοντες μεταφέρουν την κλίνη με το σώμα για ταφή. Ένας εβραίος ονόματι Ιεφωνίας ορμά και επιχειρεί “κατά της κλίνης”, αλλ’ άγγελος Κυρίου με “ξίφος πυρός” αποκόπτει τα χέρια του από των ώμων, που μένουν κρεμασμένα στην κλίνη. Αυτός μετανοεί και κολλώνται πάλι τα χέρια του, ενώ οι Απόστολοι ανενόχλητοι συνεχίζουν την εκφορά. Το σκήνος θάπτεται σε καινό μνημείο στην Γεθσημανή, την Τρίτη όμως ημέρα “μετετέθη…εν Παραδείσω”.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΙΣ

Η εκκλησιαστική ποίησις εξωραϊζει την απλή αυτή διήγηση. Στα τρία στιχηρά του Εσπερινού του α΄ήχου, το πρώτο αυτόμελο και τα άλλα δύο προσόμοια, του πρώτου, με ένα θαυμάσιο τρόπο εγκωμιάζεται η Θεοτόκος και η Κοίμησί της. Ως υπόβαθρο όμως αναγνωρίζεται εύκολα η διήγησι του αποκρύφου: η Γεθσημανή, οι λόγοι του Γαβριήλ, η παρουσία των αγγελικών δυνάμεων, η μετάστασι από τον τάφο στον ουρανό.
Το ίδιο θέμα έχουν και τα τρία στιχηρά των Αίνων του δ΄ ήχου. Στο πρώτο, όλος ο κόσμος, ουράνιος και επίγειος, χαίρεται προπέμποντας την μητέρα του Χριστού και ψάλλοντας σ’ αυτήν την “εξόδιον ωδήν”. Στα άλλα δύο περιγράφεται η έλευσις των Αποστόλων και η επικήδεια ψαλμωδία τους, καθώς και η παρουσία των αγγελικών δυνάμεων και η υποδοχή της αμωμήτου ψυχής της από τον Χριστό.
Τέλος θα σταθούμε στο πιο ιδιόρρυθμο τροπαριο της εορτής αυτής, αλλά και όλων των τροπαρίων μας. Πρόκειται για το δοξαστικό του Εσπερινού. Το περιεχόμενό του αντλεί από την σχετική απόκρυφο διήγηση. Η ιδιορρυθμία του τροπαρίου αυτού είναι ότι δεν ψάλλεται, όπως όλοι οι άλλοι έκκλησιαστικοί ύμνοι, σε ένα μόνο ήχο, αλλά και στους οκτώ.

Ήχος α΄
“Θεαρχίω νεύματι
πάντοθεν οι θεοφόροι απόστολοι
υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι,
Ήχος πλ. α΄
καταλαβόντες το πανάχραντον
και ζωαρχικόν σου σκήνος
εξόχως ησπάζοντο.
Ήχος β΄
Αι Δε υπέρτατοι των ουρανών δυνάμεις
Συν τω οικείω δεσπότη παραγενόμεναι,
Ήχος πλ. β΄
Το θεοδόχον και ακραιφνέστατον σώμα
Προπέμπουσι, τω δέει κρατούμεναι,
Υπερκοσμίως δε προώχοντο
και αοράτως εβόων
ταις ανωτέραις ταξιαρχίαις,
ιδού η παντάνασσα θεόπαις παραγέγονεν.
Ήχος γ΄
’ρατε πύλας
Και ταύτην υπερκοσμίως υποδέξασθε,
Την του αεννάου φωτός μητέρα,
Ήχος βαρύς
Διά ταύτης γάρ η παγγενής
των βροτών σωτηρία γέγονεν,
η ατενίζειν ουκ ισχύομεν
και ταύτη άξιον γέρας
απονέμειν αδύνατον,
Ήχος δ΄
ταύτης γαρ το υπερβάλλον
υπερέχει πάσαν έννοιαν.
Ήχος πλ. δ΄
Διό, άχραντε θεοτόκε,
αεί συν ζωηφόρω βασιλεί
και τόκω ζώσα, πρέσβευε διηνεκώς
περιφρουρήσαι και σώσαι
από πάσης προσβολής εναντίας
την νεολαίαν σου,
την γάρ σήν προστασίαν κεκτήμεθα,
Ήχος α΄
Εις τους αιώνας
αγλαοφανώς μακαρίζοντες”.


(Από το βιβλίο “Λογική Λατρεία”, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1984).

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Η Παναγία στην Ορθοδοξία!

Παρακλητικός Κανόνας. Η Παναγία στην Ορθοδοξία!


«Τὴν ὑψηλοτέραν τῶν οὐρανῶν καὶ καθαρωτέραν λαμπηδόνων ἡλιακῶν, τὴν λυτρωσαμένην ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας, τὴν Δέσποιναν τοῦ κόσμου ὕμνοις τιμήσωμεν» (μεγαλυνάριον)

ΑΠΟΨΕ ἡ ὁμιλία θὰ εἶνε δογματική· θὰ μιλήσουμε πάνω σὲ ἕνα δόγμα τῆς πίστεως.
Τί θὰ πῇ δόγμα; Δόγμα εἶνε αὐτὸ ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ πρέπει νὰ τὸ πιστεύουμε καὶ νὰ τὸ παραδεχώμεθα ὡς ἀπόλυτη ἀλήθεια. Τί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας; Πολλὰ πράγματα. Διδάσκει ―καὶ ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ξέρῃ― τί εἶνε ὁ κόσμος, τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος, τί εἶνε τὸ σῶμα καὶ τί ἡ ψυχή, τί εἶνε ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, τί εἶνε ἁγία Τριάς, τί εἶνε Θεὸς Πατήρ, τί εἶνε Υἱός, τί εἶνε Πνεῦμα ἅγιο, τί εἶνε παράδεισος καὶ τί κόλασις, τί εἶνε Ἐκκλησία, τί εἶνε τὰ μυστήρια, τί εἶνε ἡ βάπτισις, ὁ γάμος,
ἡ θεία εὐχαριστία κ.τ.λ.. Ὅλα αὐτὰ εἶνε μαθήματα, ποὺ πρέπει νὰ τὰ ξέρῃ.
Δυστυχῶς ὑπάρχει μεγάλη ἄγνοια. Οἱ Χριστιανοὶ οὔτε τὸ ἀλφαβητάριο τῆς πίστεως δὲν ξέρουνε. Καὶ ὄχι μόνο οἱ ἀγράμματοι ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ τάχα ἐπιστήμονες. Ξέρουν πολλὰ ἄλλα πράγματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ θρησκεία μας ἔχουν  μεσάνυχτα. Καὶ πῶς νὰ ξέρουν, ὅταν στὴν ἐκκλησία δὲν πατᾶνε παρὰ μόνο Χριστούγεννα καὶ Πάσχα;
Ἂς δοῦμε λοιπὸν τώρα, τί διδάσκει ἡ Ὀρθοδοξία μας γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἔχει δὲ μεγάλη σημασία τὸ δόγμα περὶ τῆς Θεοτόκου, διότι συνδέεται ἀμέσως μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
* * *
Ἑκατομμύρια γυναῖκες γεννηθήκανε, ἑκατομμύρια ζοῦνε σήμερα, καὶ ἑκατομμύρια θὰ γεννηθοῦν μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Ἄλλες ἀπὸ αὐτὲς διακρίθηκαν γιὰ τὸ κάλλος τους, ἄλλες γιὰ τὴν εὐφυΐα τους, ἄλλες γιὰ τὴν καταγωγή τους. Ὅλες ὅμως λησμονοῦνται. Μία γυναίκα μόνο δὲν λησμονεῖται· ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Παναγία μας. Γιατί; Διότι μέσα στὰ ἑκατομμύρια τῶν γυναικῶν μόνο αὐτὴ βρέθηκε ἄξια νὰ γεννήσῃ τὸ Θεό, νὰ γίνῃ Μήτηρ τοῦ Θεοῦ. Τί μυστήριο αὐτό! Πόσο καθαρὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε αὐτὴ ποὺ θὰ ἀξιώνετο νὰ γεννήσῃ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν! Ἔπρεπε νὰ εἶνε ἁγνὴ καὶ παρθένος. Καὶ ἔγινε τὸ μέγα μυστήριο· ὁ Θεός, ποὺ δὲν τὸν χωροῦν οἱ οὐρανοί, ἐχώρεσε μέσα στὴν κοιλία τῆς παρθένου, καὶ ἔγινε ἡ κοιλία της θρόνος του. Ἡ παρθένος Μαρία γέννησε τὸν Θεό, γι᾿ αὐτὸ λέγεται Θεοτόκος. Τὸ δὲ ἐπίσης θαυμαστὸ ποιό εἶνε· ὅτι ἔμεινε παρθένος ὄχι μόνο πρὸ τοῦ τόκου ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν τόκο καὶ μετὰ τὸν τόκο, δηλαδὴ ἀειπάρθενος. Ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς αὐτὸ τὸ μυστήριο, δὲν εἶσαι ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ἡ Παρθένος γέννησε τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶνε ἡ πίστις μας. Ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία οἱ αἱρετικοὶ διχάζονται ὡς πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας· ἄλλοι τὴν ὑπερτιμοῦν, καὶ ἄλλοι τὴν ὑποτιμοῦν. Ἐμεῖς τί λέμε;
Ἡ Ὀρθοδοξία παραδέχεται, ὅτι ἡ Παναγία εἶνε ἀνώτερη ἀπὸ τοὺς πατριάρχας καὶ τοὺς προφήτας τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ἀνώτερη ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ἀνώτερη ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, ἀνώτερη ἀκόμα κι ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Ἡ Παναγία εἶνε παραπάνω ἀπ᾿ ὅλους. Ἀλλὰ δὲν εἶνε Θεός· ἐδῶ σταματοῦμε. Διότι ἡ θεοποίησις τῆς Παναγίας εἶνε αἵρεσις. Αἱρετικοὶ εἶχαν θεοποιήσει τὴν Παναγία. Ἐμεῖς δὲν τὴ θεοποιοῦμε· δὲν λέμε, ὅτι ἡ Παναγία εἶνε Θεός.
Ἡ Παναγία, ἐν σχέσει μὲ τὸ Θεό, μὲ τὸ Χριστό, εἶνε καὶ αὐτὴ μία «δούλη»· ἔτσι ὀνομάζει τὸν ἑαυτό της ἡ ἰδία (βλ. Λουκ. 1,38,48). Ἦταν ταπεινὴ ἡ Παναγία, δὲν ὑπερηφανεύετο. Ὅταν «ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε» (Ἀκάθ. ὕμν.), δὲν ὑπερηφανεύτηκε ὅτι θὰ γεννήσῃ τὸ Χριστό. Οὔτε πῆγε νὰ τὸ διαλαλήσῃ στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες. Μόνο ἐρώτησε· Πῶς ἐγὼ χωρὶς ἄντρα θὰ γεννήσω παιδί; Καὶ ὁ ἄγγελος ἀπήντησε· «Οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα». Καὶ τότε ἐκείνη δέχθηκε μὲ ταπείνωσι τὸ θεῖο θέλημα· «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λουκ. 1,35-38). Ἔτσι εἶπε ἡ Παναγία· ὅτι εἶνε μιὰ «δούλη» τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶνε ἁμαρτία αὐτὸ ποὺ παρατηρεῖται καμμιὰ φορὰ ἀπὸ ἄγνοια, νὰ τιμοῦν τὴν Παναγία παραπάνω ἀπὸ τὸ Χριστό (κάπου εἶδα λ.χ. μπροστὰ στὸ Χριστὸ νὰ ἔχουν μιὰ μικρὰ καντήλα, καὶ μπροστὰ στὴν Παναγιὰ μιὰ μεγάλη καντήλα).
Ὡρισμένοι αἱρετικοὶ ὅμως, ὄχι ἀπὸ ἄγνοια ἀλλ᾿ ἀπὸ σατανικὴ ἐπιμονή, θεωροῦν τὴν Παναγία σὰν Θεό· ὅπως οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτραι πρόγονοί μας εχανε τὴν Ἄρτεμι, τὴν Ἀθηνᾶ κ.τ.λ.. Ὄχι τέτοια πράγματα. Αὐτὸ εἶνε τὸ ἕνα ἄκρο, τὸ ὁποῖο κρατοῦν οἱ παπικοί. Αὐτοί, οἱ φράγκοι, τὴν Παναγία τὴν ἔχουν πολὺ ψηλά, τὴν τιμοῦν σχεδὸν σὰν Θεό, τῆς φτειάχνουν καὶ ἀγάλματα. Αὐτοὶ ἔχουν τὴν λεγομένη Μαριολατρία.
Οἱ ἄλλοι ἀντιθέτως πηγαίνουν στὸ ἄλλο ἄκρο. Εἶνε οἱ προτεστάνται. Αὐτοὶ τί λένε; Ὑποτιμοῦν τὴν Παναγία. Τὴν θεωροῦν μιὰ ἁπλῆ γυναῖκα. Τί εἶνε, σοῦ λένε, ἡ Μαρία; εἶνε ὅπως ὅλες οἱ γυναῖκες. Καὶ ἐνῷ οἱ παπικοὶ τῆς ἔχουν καὶ ἀγάλματα, οἱ προτεστάνται δὲν τῆς ἔχουν οὔτε εἰκόνα. Οἱ δὲ χιλιασταὶ οὔτε ν᾿ ἀκούσουν θέλουν γιὰ τὴν Παναγία.
Ἐμεῖς λοιπόν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εμεθα στὸ μέσον. Ἡ Ὀρθοδοξία οὔτε μὲ τοὺς προτεστάντες πάει, οὔτε μὲ τοὺς παπικοὺς πάει. Καὶ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, ὅτι ἡ Παναγία εἶνε ὑπεράνω ὅλων τῶν ἁγίων, ἀλλὰ ὄχι Θεός· καὶ ὅτι ἀξιώθηκε νὰ γεννήσῃ ὑπὲρ φύσιν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε κατὰ τρόπο ὑπερφυσικό, θαυμαστό, μυστηριώδη, τρόπον ἄγνωστον τοῖς ἀνθρώποις. Αὐτὰ πιστεύει ἡ Ἐκκλησία μας γιὰ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ἔτσι τιμοῦμε ἐμεῖς τὴν Παναγία.
* * *
Αὐτὰ βέβαια στὴ διδασκαλία. Τί γίνεται ὅμως στὴν πρᾶξι; Λέμε, ὅτι τιμοῦμε ὀρθοδόξως τὴν Παναγία. Τὴν τιμοῦμε ὄντως; Ὑπάρχουν ἀσφαλῶς καὶ ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦν καὶ τιμοῦν τὴν Παναγία. Οἱ ἄλλοι; Τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως ὅλοι θὰ ἑορτάσουν. Τότε καὶ οἱ ἐπίσημοι θὰ ἐκκλησιαστοῦν. Ἀλλὰ τί ὥρα φθάνουν; Πρὸς τὸ τέλος. Ἔρχονται ἁπλῶς γιὰ τὸν τύπο.
Ὅσο γιὰ τοὺς στρατιωτικούς; Μὲ τὰ λόγια τιμοῦν κι αὐτοὶ τὴν Παναγία. Ἀλλ᾿ ἐὰν ὑπάρχῃ ἕνας χῶρος ὅπου ὑβρίζεται ἡ Παναγία μέρα – νύχτα, εἶνε ὁ στρατός. Ποῦ εἶνε ἡ τιμή; Πήγαινε μέσα στὸ στρατῶνα ν᾿ ἀκούσῃς τί γίνεται.Ὑπάρχουν βέβαια κ᾿ ἐδῶ καὶ ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες ποὺ τιμοῦν τὴν Παναγία, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Ἀλλὰ οἱ πολλοί; Δὲν περνάει μέρα στοὺς λόχους καὶ στὰ τάγματα, ποὺ νὰ μὴ ὑβρίζεται φοβερὰ καὶ ἀπαίσια ἡ Παναγία.
Τέλος ὁ λαός. Παντοῦ δυστυχῶς, σὲ σπίτια καὶ δημοσίους χώρους, οἱ λεγόμενοι ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ προσβάλλουν χυδαιότατα τὸ τίμιον ὄνομα τῆς Παναγίας. Καὶ ποιός διαμαρτύρεται παρακαλῶ; Ἀκούει ὁ Χριστιανὸς νὰ βλαστημοῦν, καὶ χαχανίζει. Ἀκούει ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα της νὰ ὑβρίζῃ, καὶ ὅταν τῆς πῇς ὅτι ἁμαρτάνει ποὺ τὸ ἀνέχεται, σοῦ λέει· Τί, νὰ χάσω ἐγὼ τὸν ἄντρα μου;... Δὲ᾿ λέω νὰ πάρῃ διαζύγιο. Ἀλλὰ ἔχει πολλὰ μέσα ἡ γυναίκα γιὰ νὰ πείσῃ τὸν ἄντρα. Δυστυχῶς δὲν κάνει τίποτα. Ἀκοῦνε οἱ γονεῖς τὰ παιδιά· τίποτα ἀπολύτως! Αὐτὸ εἶνε ἁμαρτία. Διότι ἁμαρτάνει αὐτὸς ποὺ βλαστημάει, ἀλλ᾿ ἂν ἀκοῦς κ᾿ ἐσὺ καὶ δὲν διαμαρτύρεσαι, ἔχεις κ᾿ ἐσὺ ἁμαρτία. Δὲν εἶσαι Χριστιανός· ψευτοχριστιανὸς εἶσαι. Δὲν ἀγαπᾷς καὶ δὲν τιμᾷς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος φθάνει νὰ πῇ· Συμβούλεψε τὸ βλάστημο. Δὲν σὲ ἀκούει; Ἔχεις χέρι; Χτύπησέ τον. Χέρι ποὺ χτυπάει βλάστημο θὰ ἁγιάσῃ. Στὸν Πόντο καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία δὲ᾿ βλαστημούσανε. Ὅποιος θὰ τολμοῦσε νὰ βλαστημήσῃ, ἔπρεπε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ χωριό. Καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· Ἂν πάρῃς ἕνα μαχαίρι καὶ μοῦ βγάλῃς τὰ μάτια, μοῦ κόψῃς τ᾿ αὐτιὰ τὶς μύτες καὶ τὰ χέρια, ἔχω χρέος νὰ σὲ συγχωρήσω. Ἂν ὑβρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα ποὺ μὲ γέννησε, ἔχω χρέος νὰ σὲ συγχωρήσω. Ἂν ὅμως βλαστημήσῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιά μου, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ!
Είμεθα λοιπὸν ὅλοι συνένοχοι. Καὶ μιὰ βλαστήμια ἀκόμα νὰ ἀκουγότανε στὴν Ἑλλάδα, ἔπρεπε νὰ χτυποῦν νεκρικὰ οἱ καμπάνες σὰν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Τώρα χιλιάδες βλαστημοῦν, καὶ κανείς δὲν ἐνοχλεῖται!
Προσπαθῆστε λοιπόν. Βρῆτε τρόπο, ὥστε νὰ σβήσῃ ἡ βλαστήμια ἀπὸ τὸν τόπο μας, καὶ ἡ κοινωνία μας νὰ γίνῃ μιὰ κιθάρα ποὺ θὰ ὑμνῇ μέρα καὶ νύχτα τὴν Παναγία καὶ τὸν Υἱόν της, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 10-8-1989, ἡμέρα Πέμπτη


ΠΗΓΗ:  http://agiameteora.net 

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ
Λαμπρῶς πανηγυρίζει ἡ κτίσις σήμερον, καινὸν οὐρανὸν τὴν Παρθένον λαμβάνουσα.
Κόρη ἐπὶ γῆς γεγέννηται, τοῦ Βασιλέως τῶν οὐρανῶν ἐψυχώμενος θάλαμος.
Νεᾶνις εἰς φῶς ἐλήλυθε τῆς ἡλιακῆς ἀκτῖνος φανότερον ἀστράπτουσα.
Βρέφος ἐκ στείρας ἀνέλαμψε, τῆς παρθενίας τέμενος ἱερώτατον.
Τίς οὐχ ὑπαντήσει πρὸς τὴν πανήγυριν;
τίς οὐ δωροφορήσει ἑόρτια, καὶ τῇ Παρθένῳ φιλούμενα;
∆ῶρον κάλλιστον παρθενεύουσιν ἡ ἀφθαρσία, γήμασι σωφροσύνη, πλουσίοις μετάδοσις, πένησιν ἡ εὐχαριστία, ἄρχουσιν ἡ ἡμερότης, βασιλεῦσιν ἡ δικαιοσύνη, ἱερεῦσιν ἡ ὁσιότης, τοῖς πᾶσιν ἐν ἅπασιν ἡ εὐνομία.
Ἐπεὶ δὲ τοιαῦτα τὰ δῶρα, καὶ μετὰ τοιούτων ἡ λαμπροφορία, δεῦτε σκιρτήσωμεν εὐφρόσυνα.
Ἄσωμεν χαριστήρια, μετὰ ∆αβίδ·
Ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν.
Τῷ Κτίστῃ τῶν ἁπάντων, ναὸς ὑποδοχῆς ᾠκοδόμηται·
ὅτι τῷ δημιουργῷ Λόγῳ καταγώγιον ξενισμοῦ ἡτοίμασται·
ὅτι τῷ Ἡλίῳ τῆς δικαιοσύνης νεφέλη φωτὸς ἐξήπλωται·
ὅτι τῷ περιβάλλοντι τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις, θεοϋφάντου περιβολαίου ἱστὸς ἀνίσταται·
ὅτι τῷ κιρνῶντι ταῖς ὥραις τοὺς καιροὺς καὶ ἐνιαυτοὺς συνακτήριον νυμφικὸν ἀναδέδεικται.

Χορεύσατε, νεάνιδες·
παρθενικὸν γὰρ τὸ γενέθλιον.
Σκιρτήσατε, μητέρες·
μητρικὸς γὰρ καρπὸς ἡ παρθενεύουσα.
Στεῖραι, εὐέλπιδες ἔστε πρὸς τὴν πρὶν στειρεύουσαν, εἶτα θεόπαιδα γεννήσασαν ἀποσκοπεύουσαι.
Μηδέ γε κόραι τῆς χορείας ἀπολειπέσθωσαν, τῆς μόνης κορῶν κορωνίδος ὁμοῦ καὶ βασιλίδος τὸ γενέσιον πανηγυρίζουσαι.
Σαλπίσατε σάλπιγγι ἐπὶ τοὺς βουνούς·
ἠχήσατε ἐπὶ τῶν ὑψηλῶν·
κηρύξατε ἐν Ἱερουσαλὴμ, δι' Ὠσηὲ ἡμῖν κἀνταῦθα τὸ προσταττόμενον. ∆αβὶδ ὁ Θεοπάτωρ, εὐφράνθητι·
Ἡσαΐας ὁ προφητοκράτωρ, φαιδρύνθητι.
Καὶ ὁ μὲν, ὅτι ἐξ ὀσφύος σου κατὰ τὴν ὁρκωμοσίαν ἡ βασιλὶς προέρχεται, ἐξ ἧς θήσειν ἐπὶ τὸν θρόνον σου τὸν καρπόν σου Θεὸς ἐπηγγείλατο·
ὁ δὲ, ὅτι ἡ προφητεία σου πέρας εἴληφεν, Ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται.
Ῥάβδος ἡ Παρθένος, ἐξ ἧς ἀπειρόγαμος τὸ ἀνθηρὸν καὶ ἀένναον Χριστὸς ἄνεισιν.

Ἀλλὰ τί μοι τῷ δεῖνι, καὶ τῷ δεῖνι τὸ χαίρειν περιγράφειν, καὶ μὴ φωνῇ περιληπτικῇ διασημᾶναι τὴν ἀγαλλίασιν;
Εὐφρανθήτω ὁ οὐρανὸς ἄνωθεν, καὶ αἱ νεφέλαι ῥανάτωσαν δικαιοσύνην.
Ἀνατειλάτω ἡ γῆ, καὶ βλαστησάτω ἔλεος, καὶ δικαιοσύνην ἀνατειλάτω ἅμα.
∆ιὰ τί;
ὅτι σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακὼβ πεφανέρωται·
ὅτι τόπος ἅγιος τῷ παναγίῳ Λόγῳ ὑποδέδεικται.
Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος, βοάτω Ἰακὼβ ὁ πατριαρχικώτατος, οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ' ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ!
Ὢ ἀποῤῥήτων ἀκουσμάτων!
ὢ παραδόξων ἀποτελεσμάτων!
Τί τοῦτο τὸ καινὸν διήγημα;
τίς αὕτη ἡ ξενίζουσα παραβολὴ καὶ ἀπόῤῥητος;
Εἰ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ οὐκ ἐξαρκέσουσί σοι, ὡς ὁ Λόγος, καὶ τίς ἡ ἐξαρκοῦσα αὐτῷ φυσικὴ κατοίκησις;
Οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ, λέγει Κύριος;
Καὶ ποῦ τῷ τοιούτῳ, καὶ τηλικούτῳ, καὶ ὑπεραίροντι πάσης καταληπτικῆς ὑποθέσεως;
οὐ γὰρ ἐν ποσότητι τὸ ἄπειρον, περιληπτικὸν χωρίον ἐξευρηθήσεται.
Ὁ οὐρανός μοι, φησὶν, θρόνος, καὶ ἡ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου.
Καὶ ποῖος οἰκοδομηθήσεται οἶκος τῷ ἐρωτῶντι;
ἢ τίς ἐξευρεθείη τόπος τῆς καταπαύσεως αὐτοῦ;
ἀλλ' ὅμως εὕρηται, καὶ πεφανέρωται.
Πῶς, καὶ τίνι τρόπῳ;
Ὧδε γὰρ τὸ ζητούμενον.
Μικρὸν ἀναμείνας, ἀγαπητὲ, λήψῃ τοῦ ποθουμένου τὴν ἐπίλυσιν.

Μέλλοντος ἀνθρώπου ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παράγεσθαι δι' ἄπειρον Θεοῦ ἀγαθότητα, πρότερον οὐρανὸς ἐκτείνεται, γῆ ὑπεστόρεσται, θάλασσα περιώρισται, καὶ ὅσα ἀμφοτέρων συμπληρωτικὰ, ἐν ταυτῷ τῆς ὅλης διακοσμήσεως εἴληπται.
Εἶθ' ὕστερον ὁ ἄνθρωπος βασιλικῶς εἰς γυμνάσιον ἀρετῆς ἐν παραδείσῳ τίθεται·
ἀλλ' εἰ μὴ ἡ παράβασις προὐχώρησεν, οὐκ ἂν τοῦ ζωηροῦ χωρίου ἐξωρίζετο.
Ἐξοστρακισθεὶς δὲ τοῦ ἐνδύματος, εἰ μὴ ταῖς θείαις προμηθείαις ἀντανίστατο, οὐκ ἂν εἰς τὴν πολυπαθεστάτην ἀλλοίωσιν κατηγάγετο, ἀντὶ Θεοῦ μονάρχου πολυθεΐαν σεβόμενος.
∆ιά τοι ταῦτα, ὡς ἐν κεφαλαίῳ φάναι, τῇ φθορᾷ κατεσχημένων ἁπάντων, καὶ Θεοῦ κατοικτιζομένου μὴ εἰς παντελῆ ἀνυπαρξίαν χωρῆσαι τὸ τῶν οἰκείων χειρῶν πλάσμα, ἄλλου καινοῦ οὐρανοῦ, γῆς τε καὶ θαλάσσης ποίημα, ἐν οἷς χωρηθῆναι εὐδοκεῖ δι' ἀνάπλασιν τοῦ γένους ὁ ἀχώρητος. Καὶ ταῦτά ἐστιν ἡ μακαρία καὶ πολυύμνητος Παρθένος.
Ὢ τοῦ θαύματος!
Οὐρανὸς μὲν, ὡς ἐκ τῶν ἀδύτων θησαυρῶν, τὸν τῆς δικαιοσύνης Ἥλιον ἀνίσχουσα·
γῆ δὲ, ὡς ἐκ τῶν ἀχράντων λαγόνων τῆς ἀφθαρσίας, τὸν στάχυν τῆς ζωῆς βλαστήσασα·
θάλασσα, ὡς ἐκ τῶν κοιλιακῶν κόλπων, τὸ νοητὸν μαργαρίτην προφέρουσα.
Ἤδη τοιγαροῦν παρήχθη ἡ νεοφανὴς κτίσις τοῦ ἀχωρήτου.
Ηὐτρεπίσθη ἡ βασίλειος αὐλὴ τοῦ Παμβασιλέως.
Ἡτοιμάσθη τὸ λογικὸν καταγώγιον τοῦ ἀκαταλήπτου.
Ὡς μεγαλοπρεπὴς ὅδε ὁ κόσμος!
ὡς ἀξιάγαστος ἡ δημιουργία, φυτοῖς ἀρετῶν ὡραΐζουσα, ἄνθεσιν ἁγνείας εὐωδιάζουσα, λαμπρότησι θεωριῶν ἀγλαΐζουσα, πᾶσιν ἄλλοις ἀμφιλαφέσιν ἀγαθοῖς ἀνενδεῶς ἔχουσα, ἀξία, τὸ δὴ λεγόμενον, τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐνοικήσεως!
Καίτοι γε καὶ ὁ πρὶν κόσμος, θαυμαστὸς ὅτι μάλιστα·
ὅτε γὰρ, φησὶν, ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου, καὶ ὕμνησαν.
Ἀλλ' οὔ τί πω οὕτω θεοπρεπὲς, ὡς ἡ μακαρία αὕτη καὶ πανθαύμαστος Παρθένος.
Καὶ ὅτι ἀληθὲς, ἄκουσον τοῦ πολύτλα Ἰὼβ λέγοντος·
Οὐρανὸς μὲν οὐ καθαρὸς, ἄστρα δὲ οὐκ ἄμεμπτα ἐναντίον αὐτοῦ.
Τῆς δὲ τί καθαρώτερον;
τί δὲ ἀμεμπτότερον;
ἧς τοσοῦτον ἠράσθη Θεὸς, τὸ ἀκρότατον φῶς καὶ καθαρώτατον, ὡς δι' ἐπελεύσεως ἁγίου Πνεύματος οὐσιωδῶς αὐτῇ συγκραθῆναι, καὶ ἐξ αὐτῆς προελθεῖν τέλειος ἄνθρωπος, μετὰ τῆς ἀμεταβόλου καὶ ἀσυγχύτου τῶν οἰκείων ἱδρύσεως.
Ὢ τοῦ θαύματος!
Τὴν ἰδίαν δούλην, μητέρα κτήσασθαι οὐκ ἐπῃσχύνθη ὁ φιλανθρωπότατος.
Ὢ τῆς συγκαταβάσεως!
Τοῦ ἰδίου πλάσματος γέννημα χρηματίσαι οὐκ ἀπῃνήνατο ὁ ὑπεράγαθος, ἐκείνης ἐρασθεὶς δηλαδὴ τῆς ὡραιοτέρας πάσης κτίσεως, ἐκείνης ἐπιλαβόμενος τῆς ἀξιωτέρας τῶν οὐρανίων δυνάμεων.
Περὶ ταύτης τοίνυν ὁ Ζαχαρίας ὁ θαυμασιώτατος, Τέρπου, φησὶ, καὶ εὐφραίνου, θύγατερ Σιὼν, διότι ἰδοὺ ἔρχομαι, καὶ κατασκηνώσω ἐν μέσῳ σου, λέγει Κύριος.
Περὶ ταύτης γε καὶ Ἰωὴλ ὁ μακαριώτατος, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ὧδέ πως κεκραγὼς φαίνεται·
Θάρσει, γῆ, χαῖρε καὶ εὐφραίνου, ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαί σοι.
Γῆ γάρ ἐστιν, ἐφ' ᾗ Μωϋσῆς ὁ ἱερώτατος λῦσαι τὸ ὑπόδημα τοῦ σκιώδους νόμου εἰς ἐξαλλαγὴν χάριτος προσετάττετο.
Γῆ ἐστιν, ἐφ' ᾗ τεθεμελιῶσθαι τῇ σαρκὶ ὑπὸ τοῦ Πνεύματος ᾄδεται, ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς.
Γῆ ἐστιν, ἡ σπορᾶς ἀνεπίδεκτος, καὶ ἁπάντων καρποτροφοῦσα τροφοδότην.
Γῆ ἐστιν, ἐφ' ἣν τῆς ἁμαρτίας ἄκανθα οὐκ ἀνέτειλε.
Τοὐναντίον δὲ μᾶλλον διὰ τοῦ ταύτης ἔρνους πρόῤῥιζος ἐκτέτιλται.
Γῆ ἐστιν, οὐχ ὡς ἡ πρότερον κατηραμένη, καὶ ἧς καρποὶ πλήρεις ἀκανθῶν καὶ τριβόλων·
ἀλλ' ἐφ' ἣν εὐλογία Κυρίου, καὶ ἧς εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας, ὥς φησιν ὁ ἱερὸς λόγος.

Ἀλλ' ἐπεὶ ταῦτα οὕτως, φέρε, ἴδωμεν ὅθεν εὐθυδρόμησεν ὁ ἀείζωος ὄρπηξ τῆς παρθενίας·
τίς ὁ φύσας, καὶ τίς ἡ τεκοῦσα.
Ἰωακείμ τε καὶ Ἄννα, ἡ διαφανὴς καὶ πανεύφημος τοῦ Λόγου ξυνωρὶς, ἡ πασῶν συζυγιῶν θεσπεσιωτέρα ἁρμονία.
Ἧς γὰρ ὁ κλάδος ὑπερφερὴς ἁπάντων, οὐ δήπου ταύτης ἡ ῥίζα μὴ προσφερεστέρα;
Ἀλλ' ἡμῖν εὔριζος φυὰς οὕτω μεγαλοφυής τε καὶ ἐξοχωτάτη, καρποῦ δὲ τέως ἄγονος. Καθαρωτάτη ἡ πηγὴ, ἀλλὰ ῥεῖθρον οὐ φέρουσα.
Ξυμφορὰ ἡ ἀπευκταία.
Εὐληπτικὰ καὶ ἐπώδυνα τὰ παριστάμενα.
Τί οὖν;
Ἐκέκραξαν δίκαιοι, καὶ ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν, καὶ ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτῶν ἐῤῥύσατο αὐτούς.
Πόῤῥωθεν ∆αβὶδ ἐνθεαστικώτατα διεσήμανε τοιάδε·
Ἐκέκραξαν, φησὶν, οἱ δίκαιοι.
Τῆς ὅλης ἀνθρωπότητος πρόσωπον εἰσφέρειν μοι ἡ δυὰς αὕτη τεθεώρηται.
Ἐθεώρουν τοιγαροῦν θεογνωσίας τὴν ἀνθρωπότητα ἔρημον, ἐξ ἀπιστίας τὸν κόσμον χηρεύοντα·
ἐπείπερ, Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, κατὰ τὸ ᾀδόμενον.
Ὀδυνηρὰ ἡ ἀταξία, κατηφὴς ἀκαρπία.
Ἐκέκραξαν οἱ δίκαιοι, ἐν τῷ οἰκείῳ δηλαδὴ παραδείσῳ.
Ὅτου ἕνεκα;
Ἐπειδήπερ ἐκ παραδείσου ἡ λυπηρὰ ἁμαρτία ἐξελήλυθεν, ἐκεῖ φησι τῇ προμήτορι ὁ τῶν ὅλων Θεός·
Πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου, καὶ τὸν στεναγμόν σου.
Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου.
Τί ἐκέκραξαν;
Καρπὸν κοιλίας, ἤγουν εὐκαρπίαν θεογνωσίας ἐξαιτούμενοι, καὶ ταῦτα εἰκὸς προσευχόμενοι.
Ἀδωναῒ Κύριε Ἐλωῒ Σαβαὼθ, οἶδας τῆς ἀπαιδίας ὄνειδος.
Γινώσκεις τῆς ἀκαρπίας τὸ ἄθυμον.
Ἐὰν ἐπιβλέπων ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῶν δούλων σου, καὶ δῷς τοῖς δούλοις σου σπέρμα παιδὸς, δώσομεν αὐτὸ ἐνώπιόν σου δοτόν.
Καί γε ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν, ὁ ταχὺς εἰς ἔλεον, βραδὺς δὲ εἰς ὀργὴν, δοὺς τὴν κυριώνυμον Μαρίαν λύτρον οὕτως ἀγλαὸν καὶ μεγαλοφυὲς ἀντὶ τῆς Εὔας.
Θυγάτηρ ἴαμα μητρικὸν γεγένηται·
τὸ νέον φύραμα τῆς θείας ἀναπλάσεως, ἡ παναγία ἀπαρχὴ τοῦ γένους, ἡ ῥίζα τοῦ θεοφράστου κλάδου, τὸ τοῦ προπάτορος ἀγαλλίαμα.
Ὢ τῆς εὐεργεσίας!
ὢ τῆς μεγαλοδωρεᾶς!
Ἆρα οὐχὶ καὶ αὐτὸς ὁ ἥλιος φαιδροτέρας νῦν τὰς ἀκτῖνας ἀφίησι τῆς περιχαρείας πως αἰσθόμενος;
Ἆρα οὐχὶ καὶ πᾶσα ἡ κτίσις οἷον ἐναβρύνεται ἐπ' ἐλπίδι τῆς ἐκ φθορᾶς ἐλευθερίας, ἐπὶ τῇ γεννήσει τῆς ἀφθόρως κυούσης τὸν ἐλευθερωτὴν τοῦ κόσμου;
Σκόπει καὶ τὰ ἑξῆς·
φιλακροάμων ἔσο, ἀγαπητὲ, καὶ μὴ ἀποκνῇς πρὸς τὴν ἔρευναν.
Ἄμελγε, φησὶ, γάλα, καὶ ἔσται βούτυρον.
Κατάλληλος ὁ τόπος τῆς δικαίων προσευχῆς.
Ἐν παραδείσῳ προσευξάμενοι, παράδεισον ἔτεκον, πολὺ τοῦ προτέρου μακαριώτερον.
Ἐκεῖ ὄφις ψιθυρίσας, εὐάλωτα τὴν Εὔαν ἐξηπάτησεν.
Ἐνταῦθα Γαβριὴλ ὁ ἀρχάγγελος ὁμιλήσας τῇ Μαρίᾳ εὐφρόσυνα, διετάραξεν, ἀλλ' οὐκ ἐξηπάτησεν.
Ἐκεῖ ἡ τοῦ ὄφεως ὑπακοὴ θάνατον τὸν ἀμειδῆ προεξένησεν.
Ἐνταῦθα ἡ πειθὼ τοῦ ἀγγέλου, ζωὴν τὴν ἀειχαρῆ τοῖς ἀνθρώποις ἀντεισήγαγεν.
Ἐκεῖ ἡ ἀπόφασις ὀδυνηρὰ τῇ ἐκ παρακοῆς τικτούσῃ·
ἐνταῦθα ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοίτησις, χαρμόσυνα τῇ ἐκπεφευγυίᾳ προφητικῶς τὰς λυπικὰς ὠδῖνας.
Ὢ τῆς ἐξαλλαγῆς τῶν πραττομένων!
ὢ τῆς καινότητος τῶν τελουμένων!
Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθε (λελέχθω κἀνταῦθα), ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά.
Οἴκου ἀρχὴ κατὰ ἀκριβεστάτην θεωρίαν, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐπιδημίας ἡ παροῦσα πανήγυρις προεκλάμπουσα.

Ἔχεις, ὦ φιλότης, τοῦ ζητουμένου τὴν λύσιν.
Ἀπέλαβεν τῆς ὑποσχέσεως τὸ χρέος.
∆εῦρο, λέξον καὶ αὐτὸς σὺν Ἡσαΐᾳ τὰ Ἡσαΐου·
Κύριε ὁ Θεός μου, δοξάσω σε·
ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐποίησας θαυμαστὰ πράγματα, βουλὴν ἀρχαίαν ἀληθινήν.
Μικροῦ μὲν οὖν καὶ ὄψει τὴν μακαρίαν εἰς τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων εἰσιοῦσαν, ὡς ἤδη τῷ παναγεστάτῳ Θεῷ ἀφιερωμένην·
ἔπειτα συλλαμβάνουσαν ἐν γαστρὶ τὸν ἀπερίληπτον.
Ὢ τοῦ θαύματος!
Εἰς μικρὸν σώματος ἐνοικῆσαι τὸν περιέχοντα δρακὶ τὰ σύμπαντα.
Καὶ πῶς οὐ περιγραπτὸς, ὦ Χριστομάχε (ἵνα μικρὸν παραθεωρήσω);
Ὅτι, εἰ καὶ καθ' ἡμᾶς, φησὶν, ἀλλ' ὑπὲρ ἡμᾶς.
Καὶ τί τοῦτο;
Οὐ γὰρ κατὰ τὴν ἀνθρωπείαν μορφὴν, ἀλλὰ κατὰ τὴν θεότητος φύσιν ἡ διαφορὰ καὶ ἐξαλλαγή·
οἷον ἐγαλουχεῖτο μαζοῖς μητρικοῖς ἀνθρωπικῶς·
ἀλλὰ παρεῖχε τὸ ζῇν μητρὶ θεοπρεπῶς.
Ἐλάλει φωνῇ ἐνάρθρῳ καθ' ἡμᾶς, ἀλλὰ παρηγγυᾶτο ἐξουσίᾳ θεϊκῇ ὑπὲρ ἡμᾶς, δι' ὧν τὰ θαύματα.
Ὡδοποίει γεηροῖς ποσὶ καθ' ἡμᾶς, ἀλλ' εἰς νῶτα θαλάσσης ὑπὲρ ἡμᾶς.
Ἐσταυροῦτο σαρκὶ καθ' ἡμᾶς, ἀλλ' ἐτροποῦτο ἐν σταυρῷ τὰς ἐναντίας δυνάμεις ὑπὲρ ἡμᾶς·
ὧν τὰ μὲν περιγραπτῆς φύσεως·
τῆς καθ' ἡμᾶς γάρ·
τὰ δὲ ἀπεριγράπτου, τῆς ὑπὲρ ἡμᾶς·
οὐ λυμηναμένης θατέρας θάτερα τῇ οὐσιώδει συνόδῳ τὰ φυσικὰ ἰδιώματα, ἀλλ' εἴσω τῆς οἰκείας ὁροθεσίας ἑκατέρας ἑστώσης.
Σὺ δὲ φεύγων τὸ περιγράφειν, ἤτοι εἰκονίζειν·
ταυτὸν γὰρ ἀμφότερα, καὶ τὰς φύσεις φύρεις σὺν Ἀκεφάλοις, καὶ τὴν οἰκονομίαν ἀποσκευάσῃ σὺν Μανιχαίοις.
Ἧττον ἦν σοι εἰς ἀνοίας λόγον, ἵνα τὸ ἀληθὲς εἴπω, Ἰουδαΐζειν, ἢ τὴν προσηγορίαν Χριστιανοῦ ἔχοντι κατὰ Χριστοῦ φέρεσθαι.
Ὅτι ὁ μὲν οὐ προσιέμενος Θεὸν σεσωματῶσθαι, οὔτε εἰκονίζει, ἀκόλουθα ἑαυτῷ πράσσων·
σὺ δὲ προσηκάμενος μὲν, μὴ εἰκονίζων δὲ, ἀνακόλουθος σεαυτῷ γίνῃ, γέλωτα ὀφλισκάνων καὶ τῷ Ἰουδαΐζοντι.
Καὶ οὔπω λέγω τὴν ὕβριν, ἀλλὰ πρὸς μὲν ἐκείνους τοσοῦτος ὁ λόγος, ὅτι μὴ δογματικῶς, ἀλλ' ἑορταστικῶς συνηθροίσθημεν.
Ἡμεῖς δὲ ἔτι βραχέα προσειπόντες τῇ Παρθένῳ, καὶ ταῦτα ἐξ ὧν ὠνόμασται ἐν τῇ θεοπνεύστῳ Γραφῇ ἀνελίττοντες, συμπερανοῦμεν ἐν τούτοις, εἰ καὶ ἀναξίως, τὸν λόγον.

Χαῖρε, Μαρία, ἤτοι μυρία, διὰ τὸ ἀπειροπληθὲς τῶν ἐγκωμίων.
Μυρία γὰρ εἰπὼν περὶ σοῦ τις, οὐκ ἂν ἐφίκοιτο τῆς ἀξίας.
Χαῖρε, Κυρία, ὡς τοῦ τῶν ὅλων Κυρίου μητροπρεπῶς τὴν κυρείαν εἰληφυῖα, ἧς τὰ σύμπαντα δοῦλά τις φήσας, οὐκ ἀπὸ σκοποῦ βάλλοι τὸν λόγον.
Χαῖρε, σμύρνα θαλασσία, ἡ ἐν τῇ ἁλμυρᾷ τοῦ βίου ῥοπῇ τὴν σάρκα νεκροφοροῦσα τῇ ἁμαρτίᾳ, ἐξ ἧς γλυκασμὸς, καὶ ὅλως ἐπιθυμία, ὁ λέγων ἐν Ἄσμασιν, Ἐτρύγησα σμύρναν μετὰ ἀρωμάτων μου.
Χαῖρε, βάτε, τὸ πυρίπλοκον θαῦμα, ἡ κατὰ στέρησιν ἄβατος τῇ ἁμαρτίᾳ·
ἐπεὶ καὶ φυτὸν ἀθιγὲς, καὶ βατὸν οὐρανὸν δεδειχυῖα γηγενέσιν ἐκ θεογονίας σου.
Χαῖρε, κιβωτὲ, τὸ θεόδμητον στέγος, ἡ τοῦ νεοκτίστου κόσμου ταμία, ἀφ' ἧς ἔξεισι Χριστὸς, ὁ νέος Νῶε, πληρῶν τὸν ἄνω κόσμον τῇ ἀφθαρσίᾳ.
Χαῖρε, ῥάβδος, τὸ θεόφυτον ἔρνος, ἡ μόνη πασῶν παρθένων τεκνοφόρος, ἐξ ἀσπορίας ἀνθήσασα υἱέα τὸν τῶν ἁπάντων Θεὸν καὶ ἱεράρχην.
Χαῖρε, στάμνε, τὸ χρυσόπλαστον ἄγγος, ἡ παντὸς ἄγγους ἐξῳκισμένη, ἀφ' ἧς μανναδοτεῖται ἅπας ὁ κόσμος, τὸν ἐν πυρὶ τῆς Θεότητος ἐξοπτηθέντα τῆς ζωῆς ἄρτον.
Χαῖρε, σκηνὴ, ὁ θεότητος πόλος, οὐρανοῦ τῶν ἀψίδων προφερεστέρα, ἀφ' ἧς αὐτοπροσώπως ὡμίλησε Θεὸς ἀνθρώποις, καὶ ἐξ ἧς εἰς τὸν κόσμον ἱλασμὸς ἐπεδήμησεν αἰώνιος.
Χαῖρε, θυμιατήριον, τὸ σκεῦος τὸ χρυσόνουν, ἡ τὸν θεῖον ἄνθρακα ἔνδον φέρουσα, ἀφ' ἧς διέπνευσεν εὐωδία τοῦ Πνεύματος, τὴν μυδῶσαν φθορὰν ἐκ κόσμου ἀπελαύνουσα.
Χαῖρε, τράπεζα, τὸ θεόθετον κρᾶμα ἡ πᾶσιν ἀγαθοῖς ἀρετῶν πλήθουσα μέθεξις, τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Ὀμφαλός σου κρατὴρ τορευτὸς, μὴ ὑστερούμενος κράματος.
Χαῖρε, ναὲ, τὸ καθαρότευκτον Κυρίου δῶμα, περὶ οὗ φησιν ὁ ∆αβίδ·
Ἅγιος ὁ ναός σου, θαυμαστὸς ἐν δικαιοσύνῃ·
ἐξ οὗ ναουργῶν Χριστὸς ἑαυτῷ τὸ σῶμα, ναοὺς δείκνυσι τοὺς βροτοὺς Θεοῦ ζῶντος.
Χαῖρε, ἁγίασμα, ἡ κρήνη ἡ θεόβρυτος ἡ πάσης ἁγιστείας ἀνάπλεως, ἐξ ἧς πρόεισι τῶν ἁγίων Ἅγιος, ὁ ἐξ ἐναγείας ἀποκαθαίρων κόσμον.
Χαῖρε, τόπος Κυρίου, ἡ θεοστιβὴς γαῖα, ἡ τὸν ἔξω τούτου παντὸς τῇ Θεότητι τοπώσασα τῇ σαρκώσει, ἐξ ἧς ὁ ἁπλοῦς, σύνθετος·
καὶ ὁ ἀΐδιος, ἔγχρονος·
καὶ ὁ περιγραπτὸς, ὁ ἀπερίγραπτος.
Χαῖρε, οἶκος Θεοῦ, ὁ θείαις ἀγλαΐαις ἐκλάμπων δόμος, οὗ τὸ ὑπέρθυρον ἀναφαίρετον τῆς ἁγνείας·
ἡ πλήρης δόξης Κυρίου, καὶ τῶν πυρίνων Σεραφὶμ φωτοειδεστέρα ἐν πνεύματι.
Χαῖρε, πύλη, ἡ ἀνατολόβλεπτος, ἐξ ἧς ἡ τῆς ζωῆς ἀνατολὴ τοῖς ἀνθρώποις τὴν τοῦ θανάτου δύσιν μειοῦσα·
ἡ θεόδευτος βάτος, καὶ τὰς κλεῖς τῆς παρθενίας φέρουσα.
Χαῖρε, οὐρανὲ, τὸ τοῦ περικοσμίου χώρου ἐνδιαίτημα τιμιώτερον·
ἡ ταῖς τῶν ἀρετῶν λαμπηδόσι κατάστερος, ἐξ ἧς ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος ἀνέτειλεν, ἡμέραν ἀδύτου σωτηρίας ἀνθρώποις δημιουργησάμενος.
Χαῖρε, θρόνε.
ὁ μετεωροπόρητος ἐν δόξῃ, ὁ ἔμψυχος θῶκος ἡ τοῦ Θεοῦ καθέδραν ἐν ἑαυτῇ διαγράφουσα, καὶ ὑπὲρ νοερὰς δυνάμεις Θεὸν ἀναπαύουσα.
Χαῖρε, Χερουβὶμ, ὁ πυροειδὴς νοῦς, ἡ ὡς ὄμματα τὰ θεῖα νοήματα πλήθουσα, καὶ πολυφάτους χάριτας ἀναστράπτουσα, καὶ δι' ἧς τὸ ἀνέσπερον φῶς ἀνθρώποις διαπορθμεύεται.
Χαῖρε, Μήτηρ ἄνανδρε, ἡ ἐν μητράσι μόνη ἁγνεύουσα, καὶ τὰ μητέρων κατὰ παρθένους ἔχουσα, θαυμάτων ἁπάντων τὸ καινότατον θαῦμα.
Χαῖρε, Παρθένε γεννήσασα, ἡ ἐν παρθένοις μόνη τοκεύουσα, καὶ τὰ παρθένων κατὰ μητέρας φέρουσα·
τεράτων ἁπάντων τὸ φρικωδέστατον λάλημα.
Χαῖρε, σφραγὶς βασιλικὴ, ἡ τὸν ἐκ σοῦ οὐσιωθέντα Βασιλέα τῶν ἁπάντων ἀποτυποῦσα μητρομοίῳ σώματι·
εἴπερ οἵα ἡ γεννῶσα, τοιοῦτον δηλαδὴ καὶ τὸ γέννημα.
Χαῖρε, βιβλίον ἐσφραγισμένον, ἡ πάσῃ φθοροποιῷ ἐπινοίᾳ ἀπήμαντος, ἐξ ἧς ὁ θεοχαράκτου νόμου κύριος πρὸς αὐτοῦ μόνου παρθενικῶς ἀναγινώσκεται. Χαῖρε, τόμος καινοῦ μυστηρίου, ἡ τῇ ἀφθαρσίᾳ παντάπασιν ἄθικτος, ἐν ᾗ ὁ ἀνείδεος Λόγος γραφίδι ἀνθρωπικῆς ἰδέας ἐζωγράφηται, εἴτουν σεσωμάτωται, ὁ κατὰ πάντα ὅμοιος ἡμῖν πλὴν ἁμαρτίας γενόμενος.
Χαῖρε, πηγὴ ἐσφραγισμένη, ὁ βρυτὴρ τῆς ἀφθαρσίας, ἡ τὸ ῥεῖθρον τῆς ζωῆς Χριστὸν ἐκβλύσασα, τῶν σημάντρων μηδαμῶς τῆς παρθενίας λυμανθέντων.
Οὗ τῇ μεθέξει ἀπαθανισθέντες, παλινδρομοῦμεν, εἰς τὸν ἀγήρω παράδεισον.
Χαῖρε, κῆπος κεκλεισμένος, ἡ τῇ παρθενίᾳ ἀδιάνοικτος εὐκαρπία, ἧς ἡ ὄσφρησις ὡς ἀγροῦ πλήρους, ὃν εὐλόγησεν ὁ ἐκ σοῦ προελθὼν Κύριος.
Χαῖρε, ῥόδον ἀμάραντον, ἡ τὸ ἀμήρυτον εὐωδιάζουσα, ἧς ὁ ὀσφρανθεὶς Κύριος ἐπανεπαύσατο, καὶ δι' ἧς ἀνθήσας τὴν εὐωδίαν τοῦ κόσμου ἀπεμάρανε.
Χαῖρε, μῆλον εὐωδιάζον, ὁ στειροφυὴς καρπὸς, καὶ ὡραιόθεος, ἡ λέγουσα ἐν Ἄσμασιν, Ἐν μήλοις με στοιβάσατε, ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ εἰμι.
Ἧς δρεψαμένης τὴν καθαρότητα Χριστὸς, εἱστιάσατο εὐοδμίαν ἄχραντον τῷ κόσμῳ διαπνέουσαν.
Χαῖρε, κρῖνον, οὗ ὁ γόνος Ἰησοῦς, ταῦτα τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ ἀμφιεννύντος·
ἡδύπνους ῥοδωνία τοῦ Πνεύματος, ἐξ ἧς Χριστὸς ἀνήθευτον ἐξ ἀσπορίας στολὴν περιεβάλετο, τὴν Σολομωντικὴν στολὴν ἀποκρύπτουσαν.
Χαῖρε, ἄνθος, τὸ πάσης ἀνθοβαφικῆς χροιᾶς ποικιλώτερον ἐξ ἀρετῆς ἁπάσης ἥδυσμα, ἐξ ἧς ἄνεισιν ἄνθος ὁμοίῳ ὅμοιον κατὰ μητρικὴν ἐμφέρειαν, ἐφ' ᾧ ἑπτὰ τὰ ἀναπαυόμενα πνεύματα, ὡς ὁ Λόγος.
Χαῖρε, νάρδος νάουσα, καὶ ἀρδεύουσα κατὰ τὰ μυρεψικὰ τῆς ἁγνείας ἀρώματα, ὧν ἡ διάδοσις ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ φήσαντι ἐν Ἄσμασι·
Νάρδος μου ἔδωκεν ὀσμὴν αὐτοῦ.
Χαῖρε, στακτὴ, ἡ ἐκ παρθενικῆς βαλσαμουργίας ἀποστάξασα Χριστῷ, στακτὴν ἁγιάσματος, ἤτοι γάλακτος, ἡ ψάλλουσα ἐν Ἄσμασιν·
Ἀπόδεσμος τῆς στακτῆς ἀδελφιδοῦς μου ἐμοὶ, ἀναμέσον τῶν μαστῶν μου αὐλισθήσεται.
Χαῖρε, κιννάμωμον, τὸ ἐκ νοητοῦ παραδείσου τῆς ἀχραντίας ἐξιὸν ἄρωμα, οὗ ἡ ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Ἀποστολαί σου παράδεισος ῥοῶν μετὰ καρπῶν ἀκροδρύων·
κάλαμος καὶ κιννάμωμον μετὰ πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου.
Χαῖρε, θύγατερ, ἡ θυηπόλος νεᾶνις, ἧς τὸ ἄχραντον ἐράσμιον, καὶ ὁ κόσμος παράδοξος τῷ φήσαντι ἐν Ἄσμασι·
Τί ὡραιώθησαν διαβήματά σου ἐν ὑποδήμασι, θύγατερ Ἀμιναδάβ;
Ἡ κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις.
Χαῖρε, ἀδελφὴ, ἡ τοῦ καλοῦ ἀδελφοῦ παρώνυμος καὶ πανέραστος, οὗ ἡ φωνὴ τοιάδε ἐν Ἄσμασιν·
Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἀδελφή μου νύμφη, ἐκαρδίωσας;
Χαῖρε, νύμφη, ἧς νυμφοστόλος τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ νυμφίος ὁ Χριστὸς, ὁ λέγων ἐν Ἄσμασιν·
Ὁλοκάλη ἡ πλησίον μου, καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί·
δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου, νύμφη.
Χαῖρε, μύρον, τὸ τῶν ἀρετῶν μυριότιμον σύνθημα, ἡ παναγνείας μύροις μυρίζουσα, ἐξ ἧς ὁμωνύμως σοι προῆλθεν ὁ Κύριος.
Μύρον γὰρ, φησὶν, ἐκκενωθὲν ὄνομά σου·
ἀφ' οὗ κέχρισται τὸ βασίλειον ἱεράτευμα.
Χαῖρε, θυμίαμα, τὸ ὑπὲρ κόσμου παντὸς ἐνώπιον Κυρίου κατευθυνόμενον προσευκτήριον, ἡ ἀποπεπληρωμένη ἐξ εὐωδίας τοῦ Πνεύματος, περὶ ἧς που θαυμαστικῶς βεβόηται·
Τίς αὕτη ἀναβαίνουσα ἀπὸ τῆς ἐρήμου, ὡς στελέχη καπνοῦ τεθυμιαμένη;
Χαῖρε, χρυσίον καθαρὸν, ἡ ἐν χωνείᾳ τοῦ Θεοῦ δοκιμασθεῖσα τῷ πυρὶ τοῦ Πνεύματος, καὶ μηδαμοῦ ῥυτίδα κακίας φέρουσα·
ἐξ οὗ ἥ τε λυχνία, καὶ ἡ τράπεζα, καὶ πάντα τὰ κατὰ τὸν νόμον χρύσεα κατ' ἔμφασιν ἀλληγορικὴν, ἐπὶ σὲ τὸν χρυσώνυμον καὶ πολυώνυμον μεταλαμβάνεται.
Χαῖρε, ξύλον ἄσηπτον, ἡ φθορᾶς ἁμαρτικῆς μὴ προσηκαμένη σκώληκα, ἐξ ἧς τὸ νοητὸν θυσιαστήριον, οὐκ ἐκ ξύλων ἀσήπτων κατεσκευασμένον, ἀλλ' ἐξ ἀχράντων λαγόνων Θεῷ δεδομημένον.
Χαῖρε, πορφύρα βασιλικὴ, ἡ ἐκ παρθενικῶν αἱμάτων σου ἐξυφάνασα ἁλουργίδα τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασι·
Πλοκίον κεφαλῆς σου ὡς πορφύρα·
βασιλεὺς δεδεμένος ἐν παραδρομαῖς.
Τί ὡραιώθης, ἢ τί ἡδύνθης;
Χαῖρε, βύσσος κεκλωσμένη, ἡ βάθος θείων νοημάτων ἐν διανοίᾳ κλώσασα, καὶ ταῖς ἐναντίαις θέλξεσιν ἄχαυνος·
Πῶς γὰρ, φησὶν, ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;
∆ι' ἧς ἡ ἐπωμὶς πορφυροχρυσόμικτος τῷ ἱεραρχοῦντι τῶν ἄνω ∆υνάμεων.
Χαῖρε, ὑάκινθος, τὸ φλογοφανὲς τῆς παρθενίας ἔριον ἐξ οὗ μυστικῶς τῷ Θεῷ ἱερούργηται ἄμφιον σωματώσεως.
Χαῖρε, κούφη νεφέλη, ἡ τὸ γεῶδες καὶ βρίθον σκῆνος, κοῦφόν πως, ὡς ἀερῶδες, ἔχουσα, καὶ τὸν ἄρτον τῆς ζωῆς ὡς ἐν θυσιαστηρίῳ καλύπτουσα, ἐν ᾗ καθῆσθαι Κύριον Ἡσαΐας προσηγόρευσε.
Χαῖρε, ἅχραντε, τὸ ἀνέπαφον τῆς παρθενίας κειμήλιον, ἡ τὸν ἄχραντον Λόγον γεννήσασα, ἀφ' ἧς ἡ παρθενία ἐξέλαμψε τὸν κόσμον συντέμνουσα.
Χαῖρε, ἁγνὴ, ἡ μόνη τὴν καρδίαν ἁγνὴν αὐχηματικῶς ἔχουσα.
Τὸ ὄρος ἀληθῶς τὸ θεόδεκτον, ἀφ' οὗ ἁγνίζεται ὁ νέος Ἰσραὴλ τοῦ πάλαι τιμαλφέστερον καὶ χρονιώτερον.
Χαῖρε, ἀλόχευτε, βρεφοτρεφῆ γαλουχίαν μητροπρεπῶς φέρουσα, ἀφ' ἧς ἀμέλγει γάλα παρθενικὸν, ὁ τρέφων τὰ σύμπαντα.
Χαῖρε, ἀμόλυντε, ἡ μόνη Θεῷ εἰς ἐνοίκησιν εὐπρόσιτος, καὶ Θεοῦ ἀξίωμα ἐκ γεννήσεως ἔχουσα·
διὸ σὺ προσκυνητὴ καὶ πάσαις οὐρανίαις ∆υνάμεσι.
Χαῖρε, πόκε, τὸ περὶ τὸν Γεδεὼν νίκης σύμβολον, ἐξ ἧς ἀπεῤῥύη τροπικῶς ἡ δρόσος ἡ ἀθάνατος, ὁ αὐτολέκτως φάμενος·
Θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον.
Χαῖρε, χωρίον Θεοῦ, τὸν ἐν πᾶσιν ἀχώρητον ἐν γαστρὶ χωρήσασα·
οὗ τὰ πάντα ἐν δρακὶ, καὶ σοῦ παρόντος ἐν χερσίν·
ὃ καὶ λεγόμενον ἀδιανόητον, καὶ διανοούμενον ἀσυνείκαστον.
Χαῖρε, Θεοῦ Μήτηρ, ἡ μόνη τοῦ ἰδίου Υἱοῦ δούλη, καὶ ἄμφω φύσει, μεθ' ἣν οὐκ ἔστι μήτηρ παρθένος τῆς μακαρίας παρθενίας εἰς τὴν πρὶν ἐν παραδείσῳ ἀναδραμούσης ἀφθαρσίαν.
Χαῖρε, Θεοδόχε, φωτοειδὲς στοιχεῖον τῆς θείας ἀπειρίας, οὗ ὁ ἄπειρος, ποδιαίᾳ γαστρὶ περιεχόμενος, καὶ ἐν ἑαυτῷ περιέχων τὰ πέρατα.
Χαῖρε, Θεοτόκε κυρίως καὶ ἀληθῶς, τὸ πρὸς Θεὸν ἀνθρώποις φρικτὸν συναπτήριον, δι' ἧς τὰ οὐράνια τοῖς ἐπὶ γῆς ἥνωνται, Θεῷ τὰ ἀνθρώπου, καὶ ἀνθρώπῳ τὰ Θεοῦ ἀντανίσχουσα.
Χαῖρε, παστὰς, ἡ παρθενίας ἐγερθεῖσα κάλλεσι, τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Εἰσῆλθον εἰς κῆπόν μου, ἀδελφή μου νύμφη.
Οὗ πρὸς σάρκα συναφείας ἐκεῖνα ἐπάγεται·
Ἐξέλθετε καὶ ἴδετε ἐν τῷ βασιλεῖ Σολομὼν, ἐν τῷ στεφάνῳ, ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ, ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ, καὶ ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης τῆς καρδίας αὐτοῦ.
Χαῖρε, ἀμνὰς, ἡ ἄτεξ κατὰ γαμικὴν σύνοδον, καὶ τοκὰς κατὰ θείαν σύλληψιν.
Ἐξ ἧς ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, ἐπεδήμησε.
Χαῖρε, νεφέλη φωτὸς, ἡ ἐν ἐρήμῳ τοῦ βίου πρεσβευτικῶς τὸν νέον Ἰσραὴλ σκιάζουσα·
ἀφ' ἧς τὰ τῆς χάριτος διατάγματα ἤκουσται, ἐξ ἧς ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος ἀνατέταλκε μαρμαρυγαῖς ἀφθαρσίας καταφαιδρύνων τὰ σύμπαντα.
Χαῖρε, λυχνία, τὸ χρυσοῦν τῆς παρθενίας σκεῦος καὶ εὔριζον, οὗ θρυαλλὶς, ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἔλαιον, τὸ ἐξ ἀχράντων σαρκῶν ληφθὲν σῶμα ἅγιον, ἐξ ὧν φῶς Χριστὸς τὸ ἀνεπίδυτον·
ἡ τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις τὴν ἀΐδιον ζωὴν παράψασα.
Χαῖρε, κεχαριτωμένη, τὸ πάσης χαρᾶς χαριέστερον καὶ πρᾶγμα, καὶ ὄνομα, ἐξ ἧς χαρὰ ἀδιάδοχος εἰς τὸν κόσμον Χριστὸς γεγέννηται, τῆς Ἀδαμιαίας λύπης τὸ ἰατρεῖον.
Χαῖρε, παράδεισε, τῆς Ἐδὲμ χωρίον μακαριώτερον, οὗ φυτὸν ἀρετῆς ἅπαν ἀνατέθηλε, καὶ ἐφ' ᾧ ξύλον τῆς ζωῆς πεφανέρωται·
οὗ τῇ μεθέξει εἰς τὴν ἀρχαίαν δίαιταν ἀνατρέχομεν, τῆς φλογίνης ῥομφαίας νῶτα διδούσης, ὡς γέγραπται.
Χαῖρε, πόλις, τὸ τοῦ μεγάλου βασιλέως, ∆αβιτικῶς εἰπεῖν, περιήχημα, ἐν ᾖ τὰ βασίλεια τῶν οὐρανῶν ἀνέῳκται, καὶ γηγενεῖς πολιτογραφούμενοι γήθουσιν·
ἧς ἐξαίσια καὶ τεθαυμασμένα πάσαις γλώσσαις τε καὶ διανοίαις τὰ διηγήματα, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ διὰ σοῦ ἱλεουμένῳ μοι, ἐφ' οἷς ὤφλησα ὁ οἰκτρὸς καὶ ἄλογος, ἐκθειάζων τὰς ἀπείρους αἰνέσεις σου ὅτι αὐτῷ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, © 2006. Επιτρέπεται η ελεύθερη χρήση του υλικού με αναφορά στην πηγή προέλευσής του

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ! Ο ΜΗΝΑΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για δεκαπενταυγουστοσ
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Πατρῶν κ.κ. Χρυσοστόμου

        Ὁ Αὔγουστος εἶναι ὁ μῆνας τῆς Παναγίας μας. Οἱ δεκαπέντε πρῶτες ἡμέρες του εἶναι ἀφιερωμένες στήν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τήν Θεοτόκο Μαρία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Μητέρα ὅλων μας ὅσοι εἴμεθα βαπτισμένοι στό ὄνομα τοῦ ἐν Τριάδι προσκυνουμένου Θεοῦ ἡμῶν καί ζοῦμε σύμφωνα μέ τό ἅγιο θέλημά Του.
      Οἱ ἡμέρες ἀπό 1ης ἕως 15ης Αὐγούστου εἶναι ἡμέρες νηστείας, προσευχῆς, περισυλλογῆς, ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά τιμήσωμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά νά τήν μιμηθοῦμε στίς ἀρετές, ἀφοῦ Ἐκείνη ἦταν μέ ὅλες τίς ἀρετές κεκοσμημένη.

            Ἄς ἀναφερθοῦμε στό πρῶτο. Στήν τιμή δηλαδή πρός τήν Παναγία μας.
    Ἡ Θεοτόκος Μαριάμ τιμᾶται ὡς ἀειπάρθενος, ὡς πανακήρατος, ὡς παναμώμητος, ὡς ἀληθής καί ὄντως Θεοτόκος, ὡς τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ.
    Αὐτή ἡ τιμή πρός τήν Παναγία μας εἶναι κατωχυρωμένη ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὡς ἐκ τούτου ἀποδεκτή ἀπό ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἀφοῦ οἱ ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Συνόδων ἐλήφθησαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀπό τούς θεοφωτίστους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας.
     Ὅποιος δέν τιμᾶ καί δέν σέβεται τήν Παναγία μας, ὡς ἀειπάρθενον καί ὄντως Θεοτόκον καί ὅπως ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ὁρίζει, τυγχάνει αἱρετικός καί ἐπικατάρατος ὡς ἡ Ἐκκλησία ἀπεφάνθη καί ἀποφαίνεται, ἀφοῦ μέ τήν μή παραδοχή τῆς ἀπό τόν Θεό ἀποκεκαλυμμένης αὐτῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία μή παραδοχή ἀποτελεῖ ὕβριν πρός τό πρόσωπον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, δέν παραδέχεται καί αὐτήν ταύτην τήν Θεότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος διά τῶν ἁγίων αἱμάτων τῆς Κυρίας Θεοτόκου ἔγινε ἄνθρωπος, ἐνῷ παρέμεινε Θεός, πρός σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
     Δυστυχῶς ὑπάρχουν μέχρι σήμερα οἱ θλιβεροί ἀπόγονοι τῶν παλαιῶν αἱρεσιαρχῶν, τοῦ Ἀρείου, τοῦ Νεστορίου καί τῶν ἄλλων, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τήν ὁδόν τῆς ἀπωλείας, ὄντες υἱοί γεέννης διπλότεροι τῶν θεομάχων, παναγιομάχων καί ἁγιομάχων προγόνων τους.
      Ἄς μείνωμε πιστοί, ἀδελφοί μου, εἰς τήν μίαν, ἁγίαν, Ὀρθόδοξον καί ἀμώμητον Πίστιν, τήν ἀπό τόν Θεό ἀποκαλυφθεῖσαν καί διά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων παραδοθεῖσαν ἀλήθεια, ὥστε κατέχοντες τῆς ἀληθοῦς Πίστεως τήν ἄγκυρα καί ζῶντες ἐντός τῆς Ἐκκλησίας διά τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, νά φθάσωμεν ἀσφαλῶς στήν σωτηρία.
       Τό δεύτερον ἀφορᾶ στήν μίμηση τῶν ἀρετῶν τῆς Παναγίας μας. Αὐτή ἡ ὁδός ἀπαιτεῖ ἀγῶνα πνευματικό, ὁ ὁποῖος ἔχει τίς δικές του δυσκολίες, ἀφοῦ τά ἐμπόδια προέρχονται α) ἀπό τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό, ὁ ὁποῖος πολλάκις δέν ἐπιθυμεῖ τόν πνευματικό κόπο, β) ἀπό τόν κόσμο, ὁ ὁποῖος κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ, καί γ) ἀπό τόν μισόκαλο διάβολο, ὁ ὁποῖος τροφοδοτεῖ καί τά προηγούμενα μέτωπα.
            Στά πλαίσια αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος  ἡ  Ἐκκλησία μας προβάλλει:
            α) Τήν νηστεία, ἡ ὁποία εἶναι θεσμός θεοΐδρυτος καί ὁδηγεῖ στήν πνευματική ἀνάταση, ἀφοῦ μᾶς βοηθάει νά συνειδητοποιήσωμε τήν ἀνάγκη καί τῆς πνευματικῆς τροφοδοσίας, ὑπενθυμίζουσα ὅτι «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ’, 4).
            Οἱ δεκαπέντε ἡμέρες πρό τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας εἶναι ἡμέρες νηστείας. Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δέν νηστεύουν πλέον καί πολλοί, ἐκ μιᾶς κακῆς συνηθείας παρακινούμενοι, ἡ ὁποία κατήντησε λαίλαπα τά τελευταῖα χρόνια, καταλύουν τήν νηστεία τῆς Παναγίας  τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, χωρίς νά περιμένουν νά τελειώσῃ ἀνήμερα στήν γιορτή της ἡ Θεία Λειτουργία. Αὐτό γίνεται ἐξ αἰτίας τῶν κοσμικῶν καί ὄχι, ὡς δῆθεν διαφημίζονται, «θρησκευτικῶν» πανηγύρεων, πού δυστυχῶς, παρά τήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας ἐπεκράτησαν, ὡς μή ὤφελεν, στήν Πατρίδα μας ἐσχάτως. Νά νηστεύωμε καί νά νηστεύσωμε ὅλοι, ἀδελφοί μου, ὥστε νά ἔχωμε πλούσια τά ἐλέη τοῦ Κυρίου μας, διά πρεσβειῶν τῆς Παναγίας μας.
            β) Τήν προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό, ἀφοῦ εἶναι ἡ μυστική ὁδός τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ καρδιά μας, ὥστε νά συνομιλῇ μέ τόν οὐράνιο Πατέρα καί Δημιουργό μας.
            Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον». Πρέπει δηλαδή νά μνημονεύωμε τοῦ Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ περισσότερο ἀπό τό νά ἀναπνέωμε.
            Στίς πρός Θεόν δεήσεις μας μεσίτρια ἔχομε τήν Παναγία μας, πρός τήν ὁποία ἱκετευτικά ἀπευθυνόμεθα πάντοτε, ἰδιαιτέρως κατά τίς ἡμέρες τοῦ Δεκαπενταυγούστου, ἀφοῦ κάθε ἀπόγευμα μετά τόν Ἑσπερινό, τελεῖται σέ ὅλους τούς Ἱεροῦς Ναούς μας ἡ ἱερά Παράκλησις πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
            γ) Τήν σεμνότητα καί τήν σύνεση στήν ζωή. Πόσο ἐπίκαιρο εἶναι τό μήνυμα πού ἐκπέμπει τό πανσεβάσμιο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἰδιαιτέρως σήμερα πού ἐξέλιπε ἀκόμη καί ἴχνος σεμνότητος, ἀπό ἄνδρες καί ἀπό γυναῖκες, καί μάλιστα καί ἐντός τῆς Ἐκκλησίας εἰσερχομένων! Πόσο ἐπίκαιρο εἶναι τό δίδαγμά της στούς ἀπνευμάτιστους καιρούς μας!  
            δ) Τήν συμμετοχή μας στήν Μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Πῶς εἶναι δυνατόν νά εἴμεθα κατ’ οὐσίαν Χριστιανοί, ἐάν δέν ἐξομολογούμεθα, ἐάν δέν κοινωνοῦμε τῶν Θείων καί Ἀχράντων Μυστηρίων, ἐάν δέν συμμετέχωμε πραγματικά στήν ζωή τοῦ Κυρίου μας;
            • Ἀκόμη ἐπισημαίνω τά ἑξῆς.
            Ἀδελφοί μου, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες χρωστᾶμε τά πάντα στήν Παναγία μας. Αὐτή μᾶς ἀγκάλιασε, μᾶς προστάτευσε, ἔκλαυσε μαζί μας σέ δύσκολες ὧρες, ἔγινε ἡ μάνα μας, ἡ προστάτιδά μας, ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός τοῦ Γένους μας. Γι’ αὐτό σέ κάθε μέρος τῆς Ἑλληνικῆς Πατρίδος μας, ἡ τιμή τῶν Ἑλλήνων πρός τήν Παντάνασσα Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, ὕψωσε Ναούς καί Μοναστήρια, ἔκτισε ἐξωκκλήσια  καί προσκυνητάρια. Ἀκοίμητο καίει τό καντήλι τῆς εὐγνωμοσύνης τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων ἐνώπιον τῆς θαυματουργοῦ Εἰκόνος της, τήν ὁποία ἱστόρησε ὁ ἱερώτατος Εὐαγγελιστής Λουκᾶς.
            Ἡ Ἑλλάδα εἶναι χώρα Παναγιοφύλακτη, γι’ αὐτό καί ἔχομε μιά ἰδιαίτερη σχέση μέ τήν Θεοτόκο καί γι’ αὐτό ἡ καρδιά μας εὐκαίρως-ἀκαίρως ἀναφέρεται εἰς Αὐτήν μέ εὐγνωμοσύνη, διά τάς πρός ἡμᾶς ἐμφανεῖς καί ἀφανεῖς εὐεργεσίας της.
            Αὐτές τίς ἡμέρες ἄς προσπαθήσωμε νά ἀνανήψωμε πνευματικά, νά φέρωμε στήν καρδιά μας καί στόν νοῦ μας τίς πολλές εὐεργεσίες τοῦ Κυρίου μας, διά πρεσβειῶν τῆς Παναγίας μας, νά συνέλθωμε ὡς πρόσωπα καί ὡς κοινωνία, καί νά ἐπανέλθωμε ὡς Ἔθνος καί ὡς Λαός στήν ὀρθή καί μόνη ὁδό πού ὁδηγεῖ στήν σωτηρία.
            Ἀρκετά πειραματισθήκαμε μακρυά ἀπό τόν Θεό. Ἀρκετά περιφρονήσαμε τά δῶρα τοῦ Κυρίου μας. Ἀρκετά ἐλυπήσαμε τήν Παναγία μας καί τήν λυποῦμε μέ τίς πράξεις μας καί μέ τήν ἀποστασία μας ἀπό τόν Υἱόν καί Θεόν της.
            Οἱ καιροί ἀπαιτοῦν, ἀλλά καί ἡ ψυχή διακαῶς ἐπιθυμεῖ τήν ἐπιστροφή στήν Οἰκία τοῦ Πατρός. Εἰδ’ ἄλλως ὁδεύομε πρός τήν πνευματική καί γενική καταστροφή ἰδίᾳ εὐθύνῃ καί ὑπαιτιότητι. Ἡ Παναγία μας, τήν Κοίμηση τῆς ὁποίας ἑορτάζομε σέ λίγες ἡμέρες, νά μᾶς διαφυλάττῃ καί νά μᾶς ὁδηγῇ στήν ὁδό τῆς σωτηρίας.
            Εὔχομαι σέ ὅλους σας κάθε εὐλογία παρά Θεοῦ διά πρεσβειῶν τῆς Παναγίας μας.

Μέ τό καλό νά ἑορτάσωμε τήν μεγάλη Γιορτή Της.

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου


Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου
Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας
Λόγος εις τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου

http://www.impantokratoros.gr

Τρία σημαντικότατα γεγονότα στην ιστορία του κόσμου εορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας.
To πρώτο είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, τον οποίο εορτάζουμε σήμερα με χαρά και αγάπη, αλλά και με δέος ενώπιον του μεγαλείου του γεγο­νότος αυτού, το οποίο ονομάζεται «κεφάλαιον» (δη­λαδή αρχή) της σωτηρίας μας.
Εννέα μήνες μετά τον Ευαγγελισμό πραγματο­ποιήθηκε και το δεύτερο από τα σημαντικότερα γε­γονότα, η κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου μας Ιη­σού Χρίστου. Κορυφή και ολοκλήρωση της σωτηρί­ας μας θα είναι η ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χρί­στου μετά από ένα φρικτό θάνατο πάνω στο Σταυρό.
Όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές φορές φανερώ­θηκαν στους αγίους άγγελοι. Έξι μήνες πριν τον Ευ­αγγελισμό της Παναγίας Παρθένου Μαρίας στάλθη­κε ο αρχάγγελος Γαβριήλ στον ιερέα Ζαχαρία, ο οποίος υπηρετούσε στο ναό, για να του αναγγείλει, ότι απ' αυτόν θα γεννηθεί ο μεγαλύτερος μεταξύ των αν­θρώπων, ο Πρόδρομος του Κυρίου ο Ιωάννης. Και σήμερα ο ίδιος φέρνει το χαρμόσυνο άγγελμα στην Υπεραγία και άχραντο Παρθένο Μαρία, η οποία ζού­σε στο ταπεινό φτωχόσπιτο του ξυλουργού Ιωσήφ.
Ο διάλογος του με την Παναγία είναι τόσο άγι­ος και μεγαλειώδης που δεν τολμώ να τον περιγράψω με δικά μου λόγια αλλά πρέπει να τον επαναλά­βω με Ευαγγελικά λόγια.
Όταν μπήκε ο αρχάγγελος στο υπερώο, είπε:
«Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου· ευλο­γημένη συ εν γυναιξίν.
Η δε ιδούσα διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος, και είπεν ο άγγελος αύτη· μη φοβού, Μαριάμ- εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. και ιδού σύλληψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το άνομα αυτού Ιησούν. ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον αυτού του πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος.
Είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; και αποκριθείς ο άγ­γελος είπεν αύτη· Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι· διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού...
Είπε δε Μαριάμ· ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου. και απήλθεν απ' αυτής ο άγ­γελος» (Λκ. 1, 28-38).
Σας έχω πει πολλά τα προηγούμενα χρόνια γι' αυτόν το μοναδικό στην Ιστορία του κόσμου διάλογο. Αλλά τώρα θα σταθώ στα λόγια του Αρχαγγέλου:
«Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγι­ον κληθήσεται υιός Θεού».
Κανείς ποτέ, από τη δημιουργία του κόσμου και μέχρι τη συντέλεια του, δεν γεννήθηκε και δεν θα γεννηθεί κατά τον τρόπο, κατά τον οποίο γεννήθη­κε ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Κανείς ποτέ δε γεννήθηκε χωρίς άνδρα. Κανείς δε γεννήθηκε και δε θα γεννηθεί με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος. Σε κανέναν ποτέ δεν κατοίκησε το Άγιο Πνεύ­μα με τέτοια ολοκληρωμένη πληρότητα, με την ο­ποία εγκατοίκησε στην Παναγία Παρθένο Μαρία. Κανέναν δεν επισκίασε η δύναμη του Υψίστου και τα μητρικά σπλάγχνα καμμίας γυναίκας δεν αγίασε, με τέτοια πληρότητα και δύναμη, όπως τα σπλάγχνα της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας.
Κρατήστε βαθειά στην καρδιά σας, αυτό που σας λέω για την πλήρη ενότητα του Πνεύματος του Θε­ού και της ανθρώπινης ουσίας της Μαρίας.
Η ψυχή και το πνεύμα του άνθρωπου έχουν την αρχή τους στο Πνεύμα του Θεού. To δεύτερο κεφά­λαιο της Παλαιάς Διαθήκης λέει, ότι έπλασε ο Θε­ός τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, «χουν από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής» (Γέν. 2, 7).
Με το Πνεύμα του Θεού μόνο το πνεύμα του άν­θρωπου είναι δυνατόν να κοινωνεί, εφόσον από Ε­κείνον προέρχεται, όπως συμβαίνει και στην φύση, συγγενή δηλαδή μεταξύ τους πράγματα να έχουν πραγματική επικοινωνία.
Την δυνατότητα της αληθινής κοινωνίας με τον Θεό την διδαχθήκαμε από τον ίδιο τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, ο οποίος λέει:
«Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αύτω ποιήσομεν» (Ιω. 14, 23).
Αλλά και ο απόστολος Παύλος με κάποια έκ­πληξη ρωτάει τους χριστιανούς της Κορίνθου: «Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» (Α' Κορ. 3, 16).
Από τους βίους των αγίων γνωρίζουμε για μιά πραγματική κοινωνία με τον Θεό, που είχαν στη ζωή τους οι άγιοι του Θεού. Γνωρίζουμε ότι αυτοί υπήρξαν κατοικοιτήρια του Πνεύματος του Θεού. Αλλά ακόμα και αυτή η βαθειά κοινωνία τους με το Θεό δεν μπο­ρεί να συγκριθεί μ' εκείνη την ευλογημένη κατά­σταση, η οποία υπερβαίνει ακόμα και την κατάσταση των αγγέλων και των αρχαγγέλων, στην όποια βρέθη­κε η Υπεραγία Παρθένος Μαρία μετά την επέλευση του Αγίου Πνεύματος.
Αυτό δεν μπόρεσε, η καλύτερα, δεν ήθελε να α­ντιληφθεί ο κακότυχος εκείνος αιρετικός Νεστόριος, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η Υπεραγία Θεοτόκος γέννησε έναν κοινό άνθρωπο Ιησού Χριστό, με τον οποίο αργότερα ενώθηκε ο Θεός, γι' αυτό και την Υπεραγία Παρθένο Μαρία την ονόμαζε Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο.
Αν, έστω και ελάχιστο, δίκαιο είχε ο Νεστόριος, τότε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός θα ήταν όχι ο Υιός του Θεού και Θεάνθρωπος αλλά ένας από τους πολλούς μεγάλους αγίους, οι οποίοι ονομάζο­νται αληθινοί ναοί και μονές του Πατρός και του Υιού για την απέραντη αγάπη τους στον Θεό και την τέλεια εφαρμογή στη ζωή τους των εντολών του Χριστού. Όπως βλέπετε ο Νεστόριος δικαίως ανα­θεματίστηκε από την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο.
Σ' αυτό το σημείο θα μπορούσα να τελειώσω τον εγκωμιαστικό μου λόγο προς τιμήν της μεγάλης αυτής εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Όμως δεν θέ­λω να προσπεράσω τα λόγια εκείνα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, τα όποια μπαίνουν σε κάθε καθαρή καρδιά:
«Χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου».
Όλοι εσείς, που είστε ομόψυχοι με μένα, πέστε μου, μπορεί να υπάρχει ανώτερη και καθαρότερη χαρά από αυτή, που δίνει η αίσθηση ότι μαζί μας εί­ναι ο Κύριος! Ότι μας αγαπά, επειδή φυλάσσουμε τις εντολές Του και ότι θα έλθει μαζί με τον Άναρ­χο Πατέρα Του και θα κατοικήσει μαζί μας!
Της ανώτατης αυτής ευτυχίας και χαράς να μας αξιώσει ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός διά πρεσβειών της Υπεραγίας και Αχράντου Παρθένου Μαρίας! Αμήν.