Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΝ ΕΠΙΓΝΩΣΕΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΝ ΕΠΙΓΝΩΣΕΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

1η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ. Η ΠΡΟΟΔΟΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

 

Μιά ξεχασμένη γιορτή...

https://www.apolytrosis.gr/

 cross-m-cΠρωτομηνιά. Παίρνω στά χέρια μου τό Μηναῖο τοῦ Αὐγούστου... Θυμόμουν ὅτι γιορτάζουν οἱ ἑπτά Μακκαβαῖοι. Ὅμως μόλις ἀνοίγω τό βιβλίο, βλέπω πώς πρῶτα ἀναφέρεται μία ἄλλη γιορτή: ἡ Πρόοδος τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ. «Γι’ αὐτό», σκέφτομαι, «στόν Ἑσπερινό ψάλαμε “Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν Σου...”». Αὐθόρμητα μία ἀπορία μοῦ δημιουργήθηκε: Τί ἀκριβῶς γιορτάζουμε; Μήπως ἀπό τόν Αὔγουστο ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν Ὕψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ στίς 14 Σεπτεμβρίου; Μᾶλλον εἶναι πολύ μακρινός ὁ συσχετισμός...

 Ἀναζητώντας τίς ρίζες αὐτῆς τῆς γιορτῆς ἔφτασα στά χρόνια τοῦ Βυζαντίου. Στά μέσα τοῦ 10ου αἰώνα βρῆκα στόν πολυγραφότατο Κωνσταντῖνο Πορφυρογέννητο μία ἐνδιαφέρουσα μαρτυρία. Στό ἔργο του «Ἔκθεσις Βασιλείου Τάξεως» ἀναφέρει πώς στήν Κωνσταντινούπολη ἄρχιζε ἀπό τίς 23 Ἰουλίου ἡ προσκύνηση τοῦ Τιμίου Ξύλου, πού διαρκοῦσε ἑπτά ἡμέρες. Στή συνέχεια, ἀπό τήν 1η Αὐγούστου καί γιά δύο ἑβδομάδες, γινόταν ἡ «Πρόοδος», δηλαδή ἡ περιφορά τοῦ Τιμίου Ξύλου σχεδόν σ’ ὅλη τήν Πόλη καί τά περίχωρα πρός ἁγιασμό τῶν πιστῶν. Τήν παραμονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (14 Αὐγούστου) περιέφεραν τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου στά ἀνάκτορα καί τέλος, τόν ἐναπέθεταν στό ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων πού βρισκόταν μέσα στό παλάτι.

 Ἡ ἐπίσημη ἑορτή θεσπίστηκε, ὅπως φαίνεται, ἀργότερα. Τόν 12ο αἰώνα, στά χρόνια της αὐτοκρατορίας τοῦ Μανουήλ Κομνηνοῦ, οἱ Βυζαντινοί σώθηκαν ἀπό ἐπιδρομή τῶν Σαρακηνῶν μέ τή βοήθεια τοῦ Τιμίου Ξύλου. Ἔκτοτε ἡ ἑορτή ὁρίστηκε τήν πρώτη μέρα τῆς νηστείας τοῦ Δεκαπενταυγούστου (1 Αὐγούστου) καί συνοδευόταν ἀπό λιτάνευση (πρόοδο) τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ὁ Πατμιακός κώδικας 266 ἀναγράφει ὅτι ἐπίσης κατά τήν 1η Αὐγούστου στή Μεγάλη Ἐκκλησία ἐτελεῖτο «ἡ Βάπτισις τῶν τιμίων Ξύλων». Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης σημειώνει: «Κατά τήν ἡμέραν ταύτην ἐξήγετο ἐκ τοῦ σκευοφυλακίου τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ὁ τίμιος Σταυρός, περιήγετο ἀνά τήν πόλιν καί ἐξετίθετο εἰς διαφόρους ναούς πρός προσκύνησιν καί ἁγιασμόν τῶν πιστῶν καί πάλιν ἀπετίθετο εἰς τό σκευοφυλάκιον».

 Ταξιδεύω μέ τόν νοῦ στούς δρόμους τῆς Πόλης καί βλέπω τήν περιφορά τοῦ Σταυροῦ. Οἱ πιστοί στέκουν στά πλάγια καί κάνουν εὐλαβικά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἄλλοι συνοδεύουν τήν πομπή μέ κατάνυξη καί προσεύχονται καθώς ἁγιάζεται κάθε γωνιά τῆς Βασιλεύουσας. Καμαρώνεις καί χαίρεσαι γιά τήν εὐλάβεια τῶν χριστιανῶν πού τιμοῦσαν τόσο ἔντονα τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ... Σοφά θεσπίστηκε αὐτή ἡ γιορτή. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε πείρα τῆς δυνάμεως τοῦ Σταυροῦ ἀπό τή γέννησή της, ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῶν διωγμῶν. Ἔτσι σέ κάθε δυσκολία ἀτομική ἤ συλλογική οἱ πιστοί προσέτρεχαν πάντοτε στό Τίμιο Ξύλο, πού κατατρόπωσε τόν κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου, πού νίκησε τό μεγαλύτερο κακό στόν κόσμο, τήν ἁμαρτία...

 Σήμερα, ὡστόσο, πόσο ξεθώριασε τούτη ἡ γιορτή! Κι ὅμως ἔχουμε ἀνάγκη τήν ἀναβίωσή της περισσότερο ἀπό ποτέ, θαρρῶ. Μπορεῖ σήμερα νά μή γίνονται ἐπιδρομές Σαρακηνῶν, ἀλλά ἡ πατρίδα μας πλήττεται ἀπό χειρότερες ἐπιδρομές. Δέν εἶναι μόνο οἱ ἐπιθέσεις τῶν δυνατῶν, ἀλλά καί οἱ ὕπουλες χρόνιες διαβρωτικές ἐπιθέσεις ἐκ τῶν ἔνδον, πού ροκάνισαν τίς ρίζες τῆς φυλῆς μας.

 Βρισκόμαστε σέ τόσο δεινή θέση... κι ἐξακολουθοῦμε νά βυθιζόμαστε στήν ἀπελπισία... Μά τέλος πάντων, τί συμβαίνει; Μήπως στέρεψε ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Τότε ποῦ βρίσκεται τό πρόβλημα; Μήπως λείπουν οἱ χριστιανοί πού προστρέχουν στόν Σταυρό τοῦ Κυρίου καί προσεύχονται μέ πίστη ἀταλάντευτη;

 Ἡ ἱστορία μας ἔχει τόσα νά μᾶς διδάξει... Ἡ πίστη μας εἶναι τόσο ζωντανή... Στό χέρι μας εἶναι νά ἀναβιώσουν ἐκεῖνες οἱ μέρες πού οἱ πιστοί δέονταν μέ ὅλη τή θέρμη τῆς καρδιᾶς τους, μέ ἐμπιστοσύνη ἀκουμποῦσαν ὅλα τά θέματά τους στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ Πατέρα ἦταν βεβαία, ὄχι γιά νά φέρει τήν ἀπαλλαγή ἀπό τά δεινά κατά τό δικό μας θέλημα, ἀλλά γιά νά φέρει τήν ἔκβαση κατά τό ἅγιό του θέλημα καί τό συμφέρον τῶν ψυχῶν.

Ἀγγελική Τσιραμπίδου

Φιλόλογος

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

Σήμερα , Κυριακή «Προ των Φώτων» Κυριακή και ακούσαμε το Ευαγγέλιο να μας μιλά για τον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη και για το Βάπτισμά του και εν όψει βέβαια της εορτής των Θεοφανείων ας μιλήσουμε για τον Μεγάλο Αγιασμό. Πρέπει να τα πούμε κι αυτά γιατί πολλά και διάφορα ακούγονται και μάλιστα πολλά από όσα ακούγονται δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα
Έχουμε λοιπόν, αδελφοί μου, το Μικρό Αγιασμό, ο όποιος γίνεται πάντο¬τε. Έχουμε και το Μεγάλο αγιασμό ο οποίος τελείτε δυο φορές το χρόνο, την παραμονή και την κυριώνυμη ημέρα της εορτής των Θεοφανείων. Ο αγιασμός αυτός, αυτή η ακολουθία της τελέσεως του αγιασμού πού γίνεται τη μέρα των Θεοφανείων, ξεκί¬νησε από το βάπτισμα.
Πριν καθιερωθεί ο νηπιοβαπτισμός, σε οποίον ήθελε να γίνει χριστιανός, γινόταν κατή¬χηση. Όσοι λοιπόν είχαν κατηχηθεί και ήταν έτοιμοι να βαπτισθούν, βαπτί¬ζονταν την παραμονή των Χριστουγέννων, γι' αυτό ψάλ¬λουμε τα Χριστούγεννα «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Επίσης βαπτίζονταν την παραμο¬νή των Θεοφανείων, την παραμονή του Πάσχα και την Πεντηκοστή. Σ' αυτές τις τέσσερες γιορτές ψάλλουμε αντί του «Άγιος ό Θεός» το «Όσοι εις Χριστόν εβατιτίσθητε», ακριβώς διότι τότε κυρίως βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι και μάλιστα ομαδικά.
Τα Θεοφάνεια, επειδή ήταν και η εορτή της Βαπτίσεως του Χρίστου, η Εκκλησία έδινε ιδιαίτερη σημασία στην όλη τελετή της βαπτίσεως των κατηχουμένων. Έτσι την ημέρα των Θεοφανείων, μάλλον την παραμονή το βράδυ προς την ημέρα της εορτής, γινόταν αγρυπνία, παννυχίδα, και βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι περίπου τα μεσάνυκτα.
Σιγά, σιγά, ακριβώς και για να τιμήσουν περισσότε¬ρο την εορτή της Βαπτίσεως του Χριστού, πριν μπουν μέσα στο βαπτιστήριο οι μέλλοντες να βαπτισθούν -δεν είχαν τότε κολυμβήθρες, αλλά μεγάλα βαπτιστήρια, καθώς προηγουμένως αγίαζαν το νερό οι ιερείς και το νερό αυτό ήταν αγιασμός, το βρήκαν καλό να παίρ¬νουν από το νερό αυτό το αγιασμένο. Και αν θα προσέξετε, μία ευχή πού λέ¬γεται στο Βάπτισμα είναι μια από τις κύριες ευχές που λέγονται στο Μεγάλο Αγιασμό. Έπαιρναν λοιπόν οι χρι¬στιανοί από το αγιασμένο αυτό νερό, για να χρισθούν μ' αυτό, να πιούν και να το πάρουν μαζί τους να ραντίσουν τα σπίτια, τα χωράφια, τους κήπους, να ραντίσουν τα πάντα, και μετά έμπαιναν οι κατηχούμενοι μέσα και βαπτίζονταν.
Όταν αργότερα καθιερώθηκε ο νηπιοβαπτισμός, δεν γίνονταν πλέον ομαδικές βαπτίσεις στις εορτές πού αναφέ¬ραμε. Η Εκκλησία όμως θεώρησε καλό ειδικά τα Θεοφάνεια, να πα¬ραμείνει ό αγιασμός των υδάτων. Έτσι λοιπόν έγινε ξεχωριστή τελετή αγιασμού των υδάτων, για να γί¬νεται ο αγιασμός την ήμερα αυτή των Θεοφανείων. Έκτοτε η Εκκλησία τελεί τον Μέγα Αγιασμό αυτή την ημέρα σ' όλους τους ναούς.
Ο Αγιασμός της παραμονής και της εορτής των Θεοφανείων
Καθώς περνούσαν όμως τα χρόνια και δημιουργούν¬ταν ανάγκες διάφορες, φάνηκε ότι δεν εξυπηρετούνταν όλοι οι χριστιανοί, αν γίνεται ο Μέγας Αγιασμός μόνο την ημέρα των Θεοφανείων. Έτσι καθιερώθηκε ο Μέγας Α¬γιασμός να τελείται και την παραμονή.
Και γιατί δεν εξυπηρετούνταν όλοι; Γιατί κατά κα¬νόνα ο Μέγας Αγιασμός τα Θεοφάνεια γινόταν τα με¬σάνυκτα, με αγρυπνία, όπως και οι ομαδικές βαπτίσεις, παλαιότερα. Για πολλούς και διαφόρους λόγους λοιπόν δεν μπορούσαν όλοι οι χριστιανοί να πάνε στους ναούς εκείνη την ώρα. Έτσι το απόγευμα της παραμονής γινόταν ο εσπερινός της εορτής με τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και εν συνεχεία ο Μέγας Αγιασμός. Όμως σιγά, σιγά, ό,τι γινόταν το απόγευμα, μετατέθηκε το πρωί της παραμονής. Και έτσι την παραμονή των Θεοφανείων γίνεται ο όρθρος, οι Μεγάλες Ώρες, ο εσπε¬ρινός της εορτής, η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασι¬λείου και αμέσως μετά ο Μέγας Αγιασμός.
Απ' αυτό καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι ο Μέγας Αγιασμός που τελείται την παραμονή είναι ο ίδιος ακριβώς μ' αυτόν πού τελείται ανήμερα. Η όλη ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού όπως γίνεται την ήμερα των Θεοφανείων, έτσι ακριβώς γίνεται και την παραμονή. Επομένως, τα ερωτήματα ποιος πίνεται και ποιος δεν πίνεται, με ποιόν ραντίζουν και με ποιόν όχι, δεν στέκονται. Είναι ο ίδιος αγιασμός και την παραμονή και την ημέρα των Θεοφανείων, και επο¬μένως και με τον έναν αγιασμό και με τον άλλο ραντί¬ζουμε και πίνουμε.
Μπορούν οι χριστιανοί να κρατούν Μέγα Αγιασμό στο σπίτι τους;
Όπως βλέπουμε, αφού κάνει ο ιερέας τον αγιασμό, ραντίζει τον ναό και επομένως πέφτει και κάτω. Όχι μόνο πέφτει κάτω μέσα στο ναό εκείνη την ώρα μα και θα τον πατήσουμε και στα σπίτια και στα χωράφια και παντού, θα πέσει, και βέβαια θα αγιάσει τα πάντα. Βέβαια άλλο είναι που, όταν τελει¬ώσει ο Μέγας Αγιασμός, και κάθε Αγιασμός, που ορμάμε σαν τις ορδές των βαρβάρων, για να πάρουμε αγιασμό και δεν προσέχουμε και τον χύνουμε κάτω. Αυτό είναι ανευλάβεια, είναι ασέβεια. Όχι όμως μην τυχόν και πέσει καμιά σταγόνα κάτω, αφού είναι για να ραντιστούν τα πάντα και να αγιασθούν τα πάντα.
Επίσης καταρχήν και κανονικά μπορούν οι χρι¬στιανοί να κρατούν Μέγα Αγιασμό στο σπίτι. Θα έλεγε κανείς μάλιστα ότι όλες τις ημέρες που είναι τα μεθεόρτια -διότι ή εορτή των Θεο¬φανείων εορτάζεται, όπως και άλλες μεγάλες γιορτές, οκτώ ήμερες- θα μπορούσαν και να πίνουν και να ραν¬τίζουν. Όμως χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Γιατί είναι ενδεχόμενο εκεί πού θα τον βάλουμε κατά λάθος, κάτι να γίνει και να πεταχτεί ο αγιασμός στα σκουπί¬δια ή κάποιος να τον ρίξει στον νιπτήρα. Συνέβησαν πολλά τέ¬τοια. Καλό είναι λοιπόν να είμαστε σίγουροι ότι φυλάσσουμε με ευλάβεια και προσοχή τον Μ. Αγιασμό στο σπίτι μας, αλλιώς να μην τον κρατά κανείς. Και όταν κάποιος χρειάζεται, όταν είναι ανάγκη, θα πάει στην εκκλησία. Όλες οι εκκλησίες έχουν Μεγάλο Αγιασμό και δίνουν.
Νηστεία - Μέγας Αγιασμός
Ένα ακόμη και να τελειώσουμε. Όπως ξέρετε, την παραμονή των Θεοφανείων γίνεται αυστηρά νηστεία• ούτε λάδι καταλύεται. Έκτος εάν η παραμονή πέσει Σάββατο ή Κυριακή, επειδή το Σάββατο και την Κυριακή δεν γί¬νεται ποτέ νηστεία από λάδι• έστω κι αν πρόκειται να κοινωνήσουμε. Έκτος από το Μέγα Σάββατο που δεν καταλύεται λάδι, όλα τα άλλα Σάββατα τρώγεται λάδι. Οι χριστιανοί όλοι λίγο-πολύ έχουν συνδέσει τη νη¬στεία της παραμονής των Θεοφανείων με τον Μέγα Αγιασμό. Νομίζουν ότι νηστεύουμε, για να πάρουμε τον Μέγα Αγιασμό. Όμως δεν είναι αυτό. Δεν νηστεύουμε, για να πάρουμε το Μεγάλο Αγιασμό. Η νηστεία δεν είναι για τον Αγιασμό. Η νηστεία είναι για τη Δεσποτική γιορτή των Θεοφανείων, όπως ακριβώς και την παραμονή των Χριστουγέννων έχουμε επίσης αυστηρά νηστεία. Μην κοιτάτε τώρα έτσι πού τα πήραμε εμείς τα πράγματα και τα πήραμε μέσα στα πόδια μας όλα. Θα λέγαμε, την τελευταία εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα ή τουλάχιστον την παραμονή των Χριστουγέννων πρέπει και πιο χλιαροί χριστιανοί να κάνουν αυστηρά νηστεία για τη γιορτή. Δεν νοείται να ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε μία με¬γάλη γιορτή, Δεσποτική γιορτή, χωρίς λίγο να το κατα¬λάβουμε και από πλευράς νηστείας. Νηστεύουμε λοιπόν την παραμονή των Θεοφανείων για τη γιορτή τη Δε¬σποτική, τη μεγάλη γιορτή αυτή των Θεοφανείων. Επί¬σης πρώτα πίνουμε τον Μέγα Αγιασμό κι ύστερα τρώμε το αντίδωρο.


ΜΙΚΡΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΣ ΑΓΙΑΣΜΟΣ

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅπου ὑπάρχει πνευματική ὠφέλεια, ἐκεῖ πολλές φορές ἐπικρατεῖ συσκότιση καί κυκλοφοροῦν διαφορετικές ἐξηγήσεις καί ἀντιλήψεις οἱ ὁποῖες δυσκολεύουν τούς Χριστιανούς νά ἐπωφεληθοῦν ὅσο πρέπει καί ταιριάζει τίς ἁγιαστικές πράξεις τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
Γι’ αὐτό θεωροῦμε σκόπιμο
ἀπό τίς στῆλες τοῦ μικροῦ αὐτοῦ ἐνοριακοῦ ἐντύπου νά δοῦμε μέ συντομία τήν περίπτωση τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ, ὅπως μᾶς τήν διασώζει ἡ γραπτή παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
Καί πρῶτα - πρῶτα· Τί εἶναι ὁ ῾Αγιασμός;
Γράφει ὁ καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν κ. Εὐάγγελος Θεοδώρου στό περιοδικό «᾿Εφημέριος» τοῦ ἔτους 1965, σελ. 10 κ.ἑ.· «῾Αγιασμός τῶν ὑδάτων εἶναι ἡ τελετουργική πρᾶξις, διά τῆς ὁποίας ὕδωρ καθαγιάζεται δι’ ὡρισμένων εὐχῶν καί ἐπικλήσεως τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὡς καί διά σταυροειδοῦς εὐλογίας καί ἐμβαπτίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. ῾Η τελετή αὕτη λέγεται «῾Αγιασμός» ἀκριβῶς διότι διά τοῦ ηὐλογημένου ὕδατος καί «τῆς τούτου μεταλήψεώς τε και ραντισμοῦ» πιστεύομεν, ὅτι ἁγιαζόμεθα καί καθαριζόμεθα τῶν ἁμαρτιῶν. Διά τοῦτο «δεόμεθα τοῦ Θεοῦ», ὅπως τό ἀγιαζόμενον ὕδωρ γένηται ἰαματικόν ψυχῶν καί σωμάτων καί πάσης ἀντικειμένης δυνάμεως ἀποτρεπτικόν.»
῾Η χρησιμοποίηση ἁγιασμένου νεροῦ συναντᾶται σέ πολύ παλαιούς χρόνους τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν.
᾿Από ἀρχαίους ἐκκλησιαστικούς ἱστορικούς, ὅπως εἶναι ὁ ᾿Επιφάνιος, ὁ Θεοδώρητος κ.ἄ., ἀναφέρονται θαύματα πού ἔγιναν μέ τό ραντισμό ἁγιασμένου νεροῦ, πού ἁγιάστηκε μόνο μέ τή σφράγιση διά τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς ἐπίκλησης τοῦ ῾Αγ. Πνεύματος.
῾Ο καθηγητής Παν. Τρεμπέλας, στόν Α´ τόμο τῆς Θρησκευτικῆς καί Χριστιανικῆς ᾿Εγκυκλοπαίδειας (᾿Αθῆναι 1936, σελ. 136) γράφει σχετικά· «῾Η χρῆσις ὕδατος ἐπί σκοποῦ ἰάσεως ἀσθενῶν ἤ καθαγιασμοῦ τόπων βεβηλωμένων διά τῆς ἐν αὐτοῖς ἀνεγέρσεως εἰδωλείων ἤ βωμῶν εἰδωλολατρικῶν, τοῦ ὁποίου ὅμως ὁ ἁγιασμός ἐγίνετο οὐχί δι’ ἰδιαιτέρας τινός ἀκολουθίας, ἀλλά μόνον διά τῆς ἁπλῆς σφραγίσεως αὐτοῦ διά τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ, ἀνάγεται εἰς χρόνους παλαιοτάτους».
῎Ετσι παρατηροῦμε ὅτι τό ἁγιασμένο νερό χρησιμοποιήθηκε ἀπό τήν ᾿Εκκλησία σέ πολύ παλαιούς χρόνους καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου διαμορφώθηκαν οἱ ἰδιαίτερες ἀκολουθίες πού ἔχουμε μέχρι σήμερα.
Οἱ ἀκολουθίες τῆς ᾿Εκκλησίας μας πού «καθαγιάζουν τά ὕδατα» εἶναι τρεῖς· Τό Βάπτισμα, ὁ Μεγάλος ῾Αγιασμός καί ὁ Μικρός.
Μαρτυρία γιά τό Μεγάλο ῾Αγιασμό μᾶς δίνει ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος πού σέ μιά ὁμιλία του, πού ἔκανε στό ἅγιο Βάπτισμα τοῦ Κυρίου, κάνει λόγο καί γιά τούς πιστούς τῆς ἐποχῆς του, πού εἶχαν τή συνήθεια νά κρατοῦν καί νά φυλάγουν τό Μεγάλο ῾Αγιασμό στά σπίτια τους. ῾Ο καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου κ. ᾿Ιωάννης Φουντούλης γράφει σχετικά στήν ὑπ’ ἀριθμ. 79 ἀπάντησή του στό βιβλίο του (᾿Απαντήσεις εἰς Λειτουργικάς ἀπορίας, σελ. 142-143)· «῾Ο ἱερός Χρυσόστομος στό λόγο του ὁμιλεῖ γιά τή συνήθεια τῶν πιστῶν νά ἀντλοῦν ἀπό τό ἁγιαζόμενο κατά τήν ἑορτή αὐτή νερό καί νά τό διατηροῦν στά σπίτια των καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ ἔτους καί ἐπί δύο καί τρία ἀκόμη ἔτη. ᾿Ασφαλῶς σκοπός τους ἦταν νά πίνουν ἀπό αὐτό ἤ νά χρίωνται καί νά ἁγιάζωνται ἄν κατά τή διάρκεια τοῦ ἔτους εὑρίσκοντο σέ ψυχική ἤ σέ σωματική ἀνάγκη».
῾Η ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ ἐκτός ἀπό τά εἰρηνικά της, πού περιέχουν σχετικές αἰτήσεις μέ τή θεραπεία τῶν ψυχικῶν καί τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν τῶν πιστῶν ὅπως εἶναι· «῾Υπέρ τοῦ γενέσθαι τό ὕδωρ τοῦτο... εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος... καί ὑπέρ τοῦ γενέσθαι αὐτό πρός καθαρισμόν ψυχῶν καί σωμάτων...», ἀναφέρεται καί στή διατήρησή του ὡς ἰατρεῖον παθῶν· «Αὐτός, οὖν, φιλάνθρωπε βασιλεῦ, πάρεσο καί νῦν διά τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ῾Αγίου σου Πνεύματος, καί ἁγίασον τό ὕδωρ τοῦτο καί δός αὐτῷ τήν χάριν τῆς ἀπολυτρώσεως, τήν εὐλογίαν τοῦ ᾿Ιορδάνου. Ποίησον αὐτό ἀφθαρσίας πηγήν, ἁγιασμοῦ δῶρον, ἁμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων ἀλεξιτήριον, δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἀπρόσιτον, ἀγγελικῆς ἰσχύος πεπληρωμένον. ῞Ινα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καί μεταλαμβάνοντες ‘‘ἔχοιεν αὐτό πρός καθαρισμόν ψυχῶν τε καί σωμάτων’’ πρός ἰατρείαν παθῶν, πρός ἁγιασμόν οἴκων, πρός πᾶσαν ὠφέλειαν, ἐπιτήδειον...».
῾Η ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ τῶν Θεοφανίων ἐπεκράτησε σχεδόν ἀπό τόν Ε´ αἰῶνα νά γίνεται δύο φορές. Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς μετά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ μεγάλου Βασιλείου καί τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς μετά τήν ἀπόλυση τοῦ ὄρθρου, σύμφωνα μέ τά μυστηριακά τυπικά ἤ μετά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας κατά τήν ἐνοριακή πράξη τῆς ᾿Εκκλησίας μας σήμερα.
᾿Αρχικά ὁ Μεγάλος ῾Αγιασμός γινόταν σέ ἀνάμνηση τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Κυρίου στή διάρκεια τῆς μεγάλης παννυχίδας (ὁλονυκτίας) τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων. Μετά ἀπό τήν ἀκολουθία τοῦ ῎Ορθρου ἐτελεῖτο ἡ ἀκολουθία τοῦ ῾Αγιασμοῦ καί οἱ πιστοί «ἀντλοῦσαν» ἁγιασμένο νερό, ἔπιναν καί «ἐρραντίζοντο» καί ἔπειτα, σ’\αὐτό τό νερό, τό ἁγιασμένο μέ τίς εὐχές τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐβαπτίζοντο οἱ κατηχούμενοι. Στή λειτουργία πού ἀκολουθοῦσε στή συνέχεια, ἦσαν καί οἱ νεοφώτιστοι, πού γιά πρώτη φορά ἔπαιρναν μέρος, γι’\αὐτό καί μέχρι σήμερα ψάλλεται σ’\αὐτή ἀντί τοῦ τρισαγίου ὕμνου, τό «῞Οσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε...».
Στήν οὐσία, ὁ Μεγάλος ῾Αγιασμός ξεκίνησε ἀπό τό εὐλογημένο νερό τοῦ ἱεροῦ Βαπτίσματος. Καί αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπό τή σύγκριση καί ὁμοιότητα πού παρουσιάζουν οἱ δύο ἀκολουθίες, τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ, μέχρι σήμερα.
῾Ο ἱερός Αὐγουστῖνος σημειώνει ὅτι στίς ἡμέρες του, γονεῖς ἔφερναν τά παιδιά τους νά τά βαπτίσουν ὄχι γιά νά λάβουν τά πνευματικά χαρίσματα τοῦ ἁγιασμένου νεροῦ τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλά γιά νά ἐπωφεληθοῦν ἀπό τίς «ἰαματικές ἰδιότητες» πού εἶχε τό εὐλογημένο νερό καί νά γίνουν καλά ἀπό τίς διάφορες σωματικές τους ἀσθένειες. Σέ μιά του ἐπιστολή, ὁ ἴδιος πατήρ, ἀναφέρει ὅτι δύο πρόσωπα κατά τήν ὥρα τοῦ Βαπτίσματος ἔγιναν καλά ἀπό ἀνίατες ἀρρώστειες. (Βλέπε καί Θρησκευτική καί ᾿Ηθική ᾿Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Α´ σελ. 225).
῎Ετσι παρατηροῦμε ὅτι πολύ γρήγορα σχηματίσθηκε ἡ πεποίθηση στούς πιστούς χριστιανούς ὅτι τό ἁγιασμένο νερό τοῦ Βαπτίσματος ἦταν χρήσιμο καί γιά τούς βαπτισμένους πιστούς προκειμένου νά τό ἔχουν σάν φάρμακο στά σπίτια τους, γιά μετάληψη καί ραντισμό.
Γιά λόγους πρακτικούς καί γιά νά μήν ἐμποδίζονται οἱ λειτουργοί ἱερεῖς στό βάπτισμα τῶν πολλῶν κατηχουμένων ἀπό τήν προσέλευση τῶν πιστῶν πρός ἄντληση ἁγιασμένου νεροῦ, καθιερώθηκε ἡ τελετή τῆς ἀκολουθίας τοῦ ῾Αγιασμοῦ νά γίνεται δύο φορές. Τήν παραμονή στήν παννυχίδα καί τήν ἑπομένη ἡμέρα τῆς ῾Εορτῆς.
Μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ (ΣΤ´ αἰώνας) καί τήν τέλεση τοῦ Βαπτίσματος σέ ὁποιαδήποτε ἡμέρα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χρόνου, ὁ Μεγάλος ῾Αγιασμός ἐξακολουθεῖ νά γίνεται δύο φορές μέχρι τίς ἡμέρες μας, χωρίς νά ὑπάρχει διαφορά τοῦ ἑνός ῾Αγιασμοῦ τῆς παραμονῆς καί τοῦ ἄλλου τῆς ἑορτῆς, 5 καί 6 ᾿Ιανουαρίου.
῾Η ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ῾Αγιασμοῦ εἶναι μία καί ἡ αὐτή, εἴτε τελεῖται τήν παραμονή, εἴτε τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων.
῾Ο καθηγητής ᾿Ι. Φουντούλης, σημειώνει στήν ὑπ’ ἀριθμ. 208 ἀπάντησή του·
«Καί ὅπως ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μία καί αὐτή εἴτε τελεῖται τό Πάσχα, τά Χριστούγεννα, τήν Κυριακή, ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμέρα τοῦ ἔτους καί ὁ κοινωνῶν κοινωνεῖ πάντοτε Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἔτσι καί στήν ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ῾Αγιασμοῦ μεταβάλλεται διά τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τό εὐλογούμενο ὕδωρ σέ Μέγαν ῾Αγιασμό, σέ ὁποιαδήποτε ἀπό τίς δύο ἡμέρες τελεσθεῖ ἡ ἀκολουθία. ῾Η διπλή τέλεσις τῆς ἀκολουθίας προῆλθε ἀπό καθαρῶς πρακτικούς λόγους, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν».
Πολλοί κατά διαστήματα προσπάθησαν νά δώσουν διάφορες ἐξηγήσεις καί συμβολισμούς στίς δύο ἀκολουθίες καί ἴσως ἀπ’\αὐτό νά προῆλθε ἡ σύγχυση πού ἐπικρατεῖ σήμερα καί θέλει νά ξεχωρίσει τόν ἕναν ῾Αγιασμό ἀπό τόν ἄλλο.
Ο ἴδιος καθηγητής γράφει στή συνέχεια τήν ἀπάντηση·
«...Καί ὁ Καμπανίας Θεόφιλος στό “Ταμεῖον ᾿Ορθοδοξίας” προσπαθεῖ νά δώσει μία ἑρμηνεία στήν διπλή τέλεσι· αὐτός ἐπικαλεῖται πρακτικούς λόγους, τό “Φώτισμα” δηλαδή τῶν “οἴκων, χώρων, μανδρῶν καί παντός ἐκτός καί ἐντός οἰκήματος ἀνθρώπων καί θρεμμάτων”, πού ἐγένετο ἀπό τούς ἱερεῖς κατά τήν παραμονή “ἐν γάρ τῇ τῶν Θεοφανίων, ἡμέρᾳ δεσποτικῇ, οὐ πρέπον τούς ἱερεῖς περιάγειν καί τούς ἄλλους ἐνοχλεῖν». Οὔτε κἄν περνᾶ ἡ σκέψις σ’ ὅλους τούς ἀνωτέρω, ὅτι ὑπάρχει καμία διαφορά μεταξύ τῆς μιᾶς καί τῆς ἄλλης ἁγιάσεως τοῦ ὕδατος.»
῞Οσο γιά τήν ἑρμηνεία τοῦ Παϊσίου Γάζης, πού μνημονεύει ὁ ὅσιος Νικόδημος εἰς τό “Πηδάλιον”, σέ ὑποσημείωση στόν ξε´ κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου, ὅτι ὁ τῆς Παραμονῆς “εἶναι εἰς τύπον τοῦ βαπτίσματοςτοῦ ᾿Ιωάννου... διά τοῦτο καί γίνεται ταπεινά” καί τῶν Φώτων ὅτι “εἶναι εἰς τύπον τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου... διά τούτου καί γίνεται μετά παρρησίας καί παραπομπῆς” εἶναι μία εὐσεβής ἐξήγηση, χωρίς ὅμως κανένα ἱστορικό ἤ λειτουργικό ἔρεισμα.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία μας ἀπό τότε πού καθιέρωσε τήν τέλεση τοῦ ῾Αγιασμοῦ, σέ ἀνάμνηση τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου μας στόν ᾿Ιορδάνη ποταμό, συνέστησε κατά κάποιο τρόπο, μιά ἰδιαίτερη εὐλάβεια στό ἁγιασμένο νερό. ᾿Ακόμη καί ἡ προέλευση καί σχέση τῆς ἀκολουθίας μέ τήν εὐλογία τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος τοποθέτησε «ἱεραρχικά», κατά τάξη θά λέγαμε, τό Μεγάλο ῾Αγιασμό ὕστερα ἀπό τή Θεία Κοινωνία. Στόν Κώδικα 978 τοῦ Σινᾶ ἀναφέρεται «δεύτερον τῆς ῾Αγίας Κοινωνίας» καί σημειώνεται ἀκόμη ὅτι δινόταν σάν βοηθητικό μέσο σ’ αὐτούς πού εἶχαν κάποιο ἐμπόδιο καί δέν μποροῦσαν νά ἔχουν συμμετοχή στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
῾Η ὑπέρμετρη αὐτή εὐλάβεια στό Μεγάλο ῾Αγιασμό εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά δημιουργηθοῦν πολλές ὑπερβολές πού δυστυχῶς ἔφθασαν μέχρι τίς ἡμέρες μας.
Καί εἶναι φανερό ὅτι πολλές ἀπ’\αὐτές δέν ἀνταποκρίνονται, ὅπως φαίνεται, στά πράγματα.
῾Η ἴδια ᾿Ακολουθία, ὅπως σημειώσαμε, κάνει λόγο γιά διαρκή χρήση τοῦ ἁγιασμένου νεροῦ καί συνιστᾶ νά τό ἔχουμε πρός «πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον» ("᾿Εφημέριος" ἔτους 1969, σελ. 59 κ.ἑ.).
Χρειάζεται πολλή προσοχή ἀπό τούς πνευματικούς Πατέρες ἡ σύσταση πού κάνουν σέ μερικούς· «Νά κοινωνήσεις μέ Μεγάλο ῾Αγιασμό», χωρίς προηγουμένως νά ἐξηγήσουν μέ λεπτομέρεια τή σωστή χρήση καί τά ἀποτελέσματα τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ. Τίποτε δέν μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τή Θεία Κοινωνία, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, μέ τόν ὁποῖο πρέπει μέ κάθε θυσία καί κατάλληλη προετοιμασία νά προσερχόμεθα γιά νά ἑνωθοῦμε μαζί Του.
Οὔτε εἶναι σωστή ἡ σύσταση νά ζητοῦν οἱ πιστοί νά λάβουν Μεγάλο ῾Αγιασμό τήν ὥρα πού ὁ Λειτουργός ἱερεύς μεταδίδει ἀπό τήν ὡραία Πύλη τή Θεία Μετάληψη καί ἰδιαίτερα στίς «μεγάλες μέρες» πού ἡ προσέλευση στή Θεία Κοινωνία γίνεται σχεδόν ἀπό τό σύνολο τῶν πιστῶν ἐνοριτῶν.
Μερικοί μιλοῦν γιά ἐπιστροφή τοῦ ἁγιάσματος στό Ναό, ἄν δέν χρησιμοποιηθεῖ τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανίων. Αὐτό εἶναι παράδοξο, κι ὅταν λέγεται ἀκόμη καί ἀπό μορφωμένους ἱερεῖς, πού ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν μελετήσει τό θέμα καί χειρίζονται μέ ὑπευθυνότητα τά ἁγιαστικά μέσα τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Μέ τόν τρόπο αὐτό «ἀντιστρατεύεται» ἡ πραγματικότητα καί ὁ σκοπός τοῦ ῾Αγιασμοῦ μέ ἀποτέλεσμα πολλοί πιστοί νά στεροῦνται ἀπό τίς πολλές καί χρήσιμες ἰδιότητες τοῦ ἁγιασμένου νεροῦ, πού ὠφελεῖ μέ πολλούς τρόπους τήν πνευματική μας ζωή καί μᾶς βοηθάει νά πολεμήσουμε τίς διαβολικές ἐνέργειες.
῞Οπως ἀναφέραμε, ὁ ῾Αγιασμός πού γίνεται τήν παραμονή καί αὐτός πού γίνεται τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανίων, εἶναι ὁ ἴδιος καί μποροῦμε νά τόν πάρουμε καί νά πιοῦμε νηστικοί κατά τή συνήθεια πού ἐπεκράτησε χωρίς καμιά ἰδιαίτερη νηστεία νωρίτερα.
῾Η νηστεία πού κάνουμε τήν παραμονή τῆς ῾Εορτῆς, δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τή μετάληψη τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ. ῾Η νηστεία τῆς παραμονῆς εἶναι «κατάλοιπο» τῆς προπαρασκευαστικῆς νηστείας περισσοτέρων ἡμερῶν πού γινόταν γιά τόν ἑορτασμό τῶν τριῶν μεγάλων ἑορτῶν πού ἡ ᾿Εκκλησία μας εἶχε τήν 6η ᾿Ιανουαρίου· Γέννηση, Περιτομή καί Βάπτιση τοῦ Κυρίου. ῞Οταν ἡ Γέννηση μεταφέρθηκε νά ἑορτάζεται στίς 25 Δεκεμβρίου ἡ προπαρασκευαστική νηστεία ἔγινε 40 ἡμέρες πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα καί γιά τά Θεοφάνια λόγῳ τοῦ δωδεκαημέρου ἔμεινε μόνο μιά ἡμέρα νηστείας, ἡ παραμονή 5 ᾿Ιανουαρίου.
Πολλοί ἀπό τούς ἀρχαίους κώδικες κάνουν λόγο γιά μετάληψη τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ πρό τοῦ ἀντιδώρου.
῾Η σύγχρονη πράξη τῶν Μονῶν τοῦ ῾Αγίου ῞Ορους, πού κρατοῦν μέ πολλή προσοχή τίς παραδόσεις, ἔχει τήν ἑξῆς σειρά· Θεία Κοινωνία, ᾿Αντίδωρον, ῾Αγιασμός, κόλυβο. ᾿Ακόμη καί γιά λόγους πρακτικούς σήμερα συνιστᾶται πρῶτα νά παίρνουμε τό ἀντίδωρο ἀπό τό χέρι τοῦ Λειτουργοῦ ἱερέα καί στή συνέχεια νά μεταβαίνουμε στόν τόπο πού ὑπάρχει τό ἁγίασμα γιά νά μεταλάβουμε ἀπ’\αὐτό καί νά πάρουμε καί γιά τό σπίτι μας.
῾Ο ῾Αγιασμός, πού καθιερώθηκε νά γίνεται τήν παραμονή καί τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων, ὀνομάσθηκε Μεγάλος ῾Αγιασμός σέ σύγκριση μέ τόν ἄλλο ῾Αγιασμό πού γίνεται σέ ὁποιαδήποτε ἡμέρα τοῦ χρόνου καί λέγεται Μικρός ῾Αγιασμός.
῾Η ᾿Εκκλησία πολύ νωρίς βρέθηκε στήν ἀνάγκη νά δημιουργήσει ἑορτές, ἀκολουθίες καί ἄλλες παρόμοιες ἐκδηλώσεις, γιά νά μπορέσει νά «ξεκόψει» κατά κάποιο τρόπο τά εἰδωλολατρικά ἔθιμα ἀπό τή ζωή τῶν πιστῶν της.
῎Ετσι συνέβη καί μέ τή δημιουργία καί καθιέρωση τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ, γιά τόν ὁποῖο τίποτα δέν γνωρίζουμε, γιά τό πότε ἀκριβῶς «εἰσῆλθε» στή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο Βαλσαμών, πού σχολιάζει τόν ΞΕ´ Κανόνα τῆς ἐν Τρούλῳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει τά ἑξῆς· «῾Η τῆς νουμηνίας (ἀρχή τοῦ σεληνιακοῦ μηνός) ἑορτή, πρό ἀμνημονεύτων χρόνων, ἐσχόλασε καί ἀντί ταύτης, Θεοῦ χάριτι, ἱλαστήριοι εὐχαί πρός Θεόν καί ἁγιασμοί ἐπ’\᾿Εκκλησίας παρά τοῦ πιστοῦ λαοῦ γίνονται καθ’ ἑκάστην ἀρχιμηνίαν καί ὕδασιν εὐλογία, οὐκ ἀντιλογίας, χριόμεθα».
῾Ο Κ. Καλλίνικος στό βιβλίο του «῾Ο Χριστιανικός Ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῷ» (῎Εκδοσις Β´, 1958, σελ. 581) γράφει σχετικά· «Οἱ μηνιαῖοι ἁγιασμοί δέν εἶναι μέν σύγχρονοι τῶν Χρυσοστόμου, ᾿Επιφανίου, Θεοδωρήτου ἤ καί Σωφρονίου, πλήν δέν εἶναι καί μεταγενέστεροι τοῦ 8ου αἰῶνος, ἐμπεδοθέντες ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ καί ὡς ἀντίμετρον καί ἀντισήκωμα εἰδωλολατρικῶν θαλασσίων ραντισμῶν καί ἁγνισμῶν, καθ’ ὧν ὤφειλεν ὁ Χριστιανισμός διά τοῦ αὐτοῦ ὅπλου νά ἀντεπεξέλθῃ».
Στό σημεῖο αὐτό θεωρεῖται σκόπιμο ν’ ἀναφερθεῖ ὅτι ὑπάρχει μαρτυρία κατά τήν ὁποίαν Μικρός ῾Αγιασμός γινόταν καί στό Παλάτι τῆς Κωνσταντινουπόλεως παρουσίᾳ τῶν Βασιλέων καί γινόταν στήν ἀρχή κάθε μῆνα ἐκτός τοῦ ᾿Ιανουαρίου καί Σεπτεμβρίου, ἐπειδή ἀκολουθοῦσαν οἱ γιορτές τῶν Θεοφανίων καί τῆς ῾Υψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
῎Ετσι ἐξηγεῖται καί ἡ μνημόνευση πού ὑπάρχει στήν εὐχή γιά τούς πιστούς βασιλεῖς καί ἀκόμη τό τροπάριο «Σῶσον Κύριε τόν λαόν Σου... νίκας τοῖς βασιλεύσιν κατά βαρβάρων δωρούμενος» καί ψάλλεται ὅταν «καταδύεται» στό νερό ὁ Τίμιος Σταυρός (Θρησκ. ᾿Εγκυκλ. τόμος Α´, σελ. 142 κ.ἑ.).
῾Η ᾿Ακολουθία τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ δέν ἔχει καμία σχέση μέ τό βάπτισμα τοῦ Κυρίου, ὅπως εἶναι ἡ ᾿Ακολουθία τοῦ ῾Αγίου Βαπτίσματος, οὔτε γίνεται σέ ἀνάμνηση ἐκείνου, ὅπως εἶναι ἠ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ. ῎Εχει ἕναν ξεχωριστό χαρακτῆρα καί διαφορετικό σκοπό.
Καθαγιάζεται τό νερό γιά νά χρησιμοποιηθεῖ ἀπό τούς πιστούς γιά τόν ἁγιασμό καί τήν ψυχική καί σωματική θεραπεία καί γιά εὐλογία «τῶν οἴκων καί τῶν ἔργων τῶν χειρῶν των», ὅπως χαρακτηριστικά διατυπώνεται στίς αἰτήσεις τῶν εἰρηνικῶν καί στίς εὐχές τῆς ὅλης ἀκολουθίας τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ (᾿Απαντήσεις εἰς λειτουργικάς ἀπορίας, ᾿Ι. Φουντούλη, σελ. 74).
Εὔκολα τώρα μποροῦμε νά παρατηρήσουμε ὅτι διαφορά στήν οὐσία μεταξύ τοῦ Μεγάλου καί τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ δέν ὑπάρχει. Διαφέρουν μόνο στό χρόνο πού καθιερώθηκε στή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας, στήν ᾿Ακολουθία καί στίς μέρες πού γίνονται. ῾Ο μεγάλος ἁγιασμός γίνεται στίς ἑορτέςτῶν Θεοφανείων καί ὁ μικρός κάθε πρωτομηνιά καί ὁπότε ἡ ἀνάγκη τῶν πιστῶν τό ζητήσει.
«Μικρός, καθώς νεώτερός του κατά τήν ἡλικίαν καί βραχύτερός του κατά τήν ἔκτασιν. Μικρός διότι ὅ,τι ἐκεῖνος ἐπαγγέλλεται ἐν μεγάλῳ βαθμῷ ἅπαξ τοῦ ῎Ετους, τοῦτο οὗτος ἔρχεται νά ἐκζητήσῃ παρά Θεοῦ εἰς βαθμόν μικρότερον ἐν οἱᾳδήτινι ἡμέρα καί ὥρα τοῦ ἐνιαυτοῦ...» (Κ. Καλλίνικος, σελ. 580).
Καί θά τελειώσω τή μικρή αὐτή μελέτη, περί τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ καί τή χρήση του, μέ τά σχετικά πού γράφει ὁ ἀρχιμανδρίτης-ἱεροκήρυξ Χριστόφορος Καλύβας, στό βιβλίο του «᾿Αδελφικά γράμματα» (ἐκδ. 1962, σελ. 257)·
«῾Ο ῾Αγιασμός εἶναι ῾Αγιασμός, εἴτε δίδεται τήν παραμονή τῶν Φώτων, εἴτε τήν ἴδια ἡμέρα εἴτε γίνεται στό σπίτι. Δέν ἔχει διαφορά ὁ ἁγιασμός ὁ Μικρός ἀπό τόν Μεγάλο. Λέγεται Μικρός ἤ Μεγάλος, ἐπειδή οἱ εὐχές εἶναι μικρότερες ἤ μεγαλύτερες, ἐπειδή παρατείνεται περισσότερο ἤ λιγότερο ἡ σχετική ἀκολουθία. Θεαματικά εἶναι αὐτά. Δέ σημαίνουν οὐσία προκειμένου περί τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ καθαροῦ νεροῦ πού βρίσκεται στή λεκάνη. Μήν κρατοῦμε τό λαό μας στό σκοτάδι, στήν πλάνη. Τό ἁγιασμένο νεράκι τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ διατηρεῖται χρόνια, ὅπως καί τό νεράκι τοῦ Μεγάλου λεγομένου ῾Αγιασμοῦ».

Συμπέρασμα·

Μποροῦμε στό σπίτι μας νά ἔχουμε ῾Αγιασμό, ἀρκεῖ νά μήν τόν ξεχνοῦμε στό εἰκονοστάσι, ἀλλά νά τόν χρησιμοποιοῦμε κάθε φορά πού παρουσιάζεται ἀνάγκη.

(+) Πρωτ. Μαρίνου Γεωργακοπούλο

http://synodoiporia.blogspot.com/

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΑΓΙΑΣΜΟΣ

Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ


Αποτέλεσμα εικόνας για μικρός αγιασμόςΤι πρέπει να γνωρίζουμε

Λίγα λόγια γενικά
      Η Αγία μας Εκκλησία εκτός από τα επτά Μυστήρια δια των οποίων χαρίζεται, μετοχετεύεται, προσφέρεται και παρέχεται η αγιαστική Χάρις του Αγίου Πνεύματος έχει και κάποιες άλλες τελετές με τις οποίες παρέχεται χάρις, ευλογία, θεραπεία και πνευματική ωφέλεια στους πιστούς αλλά και στην κτίση ολόκληρη.
      Μεταξύ αυτών είναι και ο Αγιασμός των Υδάτων, Ακολουθία που με τις ευχές που περιέχει, ο Ιερέας παρακαλεί τον Θεό όπως το νερό αγιασθή και αποκτήσει «δύναμη καθαρτική και ενέργεια, γίνει δώρο αγιασμού, αμαρτημάτων λυτήριον, ίαμα ψυχών και σωμάτων, προς πάσαν ωφέλειαν επιτήδειον». Επίσης παρακαλεί τον Θεό το νερό του Αγιασμού να διώχνει μακριά τον κίνδυνο από ορατούς και αόρατους εχθρούς ,έτσι ώστε εκείνοι που το λαμβάνουν να το χρησιμοποιούν για την ευλογία των σπιτιών τους, για τον αγιασμό των  ψυχών και των σωμάτων τους και να παίρνουν πλούσια την  χάρι της Αγίας Τριάδος που είναι« η πηγή του αγιασμού και πάσης χάριτος».

Πότε τελείται ο Αγιασμός

Κάθε πρώτη του μηνός η Εκκλησία τελεί στους Ναούς τον Αγιασμό, ενώ κατά την επιθυμία των πιστών τελείται και σε άλλες περιπτώσεις της καθημερινής μας ζωής όπως κατά την θεμελίωση νέου σπιτιού η άλλης οικοδομής, κατά τα εγκαίνια του νέου σπιτιού, του νέου καταστήματος, του νέου αυτοκινήτου, του Σχολικού έτους, του Κατηχητικού έτους και άλλων πνευματικών δραστηριοτήτων, τελείται για ευόδωση της εργασίας, για ίαση ασθενειών, κατά της βασκανίας και των άλλων δαιμονικών επιθέσεων κ.τ.λ.Στα Ευχολόγια της Εκκλησίας μας(Μεγάλο και Μικρό)υπάρχουν πάρα πολλές ευχές η οποίες λέγονται ανάλογα με την περίσταση που ο Ιερέας τελεί τον Αγιασμό, ενώ είναι αυτονόητο ότι για να υπάρξουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα μετά την τέλεση του, απαιτείται η ενσυνείδητη συμμετοχή του πιστού και η επιθυμία του να προσελκύσει με τον προσωπικό του αγώνα την Θεία Χάρι.

Τι είναι Αγιασμός;

«Αγιασμός των Υδάτων είναι η τελε-τουργική Πράξη δια  της οποίας το νερό καθαγιάζεται με ορισμένες Ευχές και επικλήσεις της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος, καθώς και με την σταυροειδή ευλογία και εμβάπτιση του Τιμίου Σταυρού. Η Τελετή αυτή λέγεται Αγιασμός ακριβώς γιατί με το ευλογημένο νερό, με την μετάληψη και τον ραντισμό πιστεύουμε ότι αγιαζόμαστε και καθαριζόμαστε από τις αμαρτίες μας. Γι΄ αυτό παρακαλούμε τον Θεό όπως το αγιασμένο νερό  θεραπεύσει τις ψυχές και τα σώματα μας και να αποτρέψει κάθε σατανική δύναμη» .
Η χρησιμοποίηση αγιασμένου νερού συναντάται σε πολύ παλαιούς χρόνους της ζωής των χριστιανών. Από αρχαίους Εκκλησιαστικούς ιστορικούς μαθαίνουμε για θαύματα που έγιναν με τον ραντισμό του αγιασμένου νερού. Επίσης υπάρχει μαρτυρία η οποία μας πληροφορεί ότι Αγιασμός γινόταν κάθε μήνα στο παλάτι της Κωνσταντινουπόλεως παρουσία των Βασιλέων. Έτσι εξηγείται και το τροπάριο «Σώσον Κύριε τον λαόν Σου…νίκας τοις βασιλεύσι..»που ψάλλεται όταν βαπτίζεται ο Τίμιος Σταυρός στο νερό.

Υπάρχει διαφορά Μικρού και Μεγάλου Αγιασμού;

«Ο Αγιασμός είναι Αγιασμός, είτε δίδεται την παραμονή των Φώτων, είτε την ίδια ημέρα είτε στο σπίτι. Δεν έχει διαφορά ο μικρός από τον μεγάλο αγιασμό. Λέγεται Μικρός η Μεγάλος, επειδή οι ευχές είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες, επειδή παρατείνεται περισσότερο η λιγότερο η σχετική ακολουθία. Θεαματικά είναι αυτά. Δεν σημαίνουν ουσία προκειμένου περί του καθαρού νερού που βρίσκεται στην λεκάνη. Το αγιασμένο νεράκι του Μικρού Αγιασμού, διατηρείται χρόνια όπως και το νεράκι του Μεγάλου λεγομένου Αγιασμού» .

Η Ακολουθία.

  Η ακολουθία του μικρού Αγιασμού που τελείται τακτικότερα (ενώ του Μεγ. Αγιασμού τελείται δύο φορές τον χρόνο παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων) ξεκινά με την ανάγνωση του «Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου..»και συνεχίζεται με την ψαλμωδία τροπαρίων της Παναγίας μας καθώς και του Αγίου μας. Αφού διαβαστεί  ο ψαλμός« Ελέησον με ο Θεός…» ψάλλεται ο Κανόνας της Παναγίας τα τροπάρια του οποίου αντιστοιχούν στα 24 γράμματα της Αλφαβήτου (Ακροστιχίδα).Κατόπιν αφού ψάλλούν και άλλα τροπάρια (επί το πλείστον της Παναγίας) ακολουθεί ο Τρισάγιος Ύμνος, ο Απόστολος ο οποίος αναφέρεται στην επιθυμία του Κυρίου να μας αγιάσει και να μας σώσει σαν αδελφούς και παιδιά του και το Ευαγγέλιο το οποίο αναφέρεται στο νερό της κολυμβήθρας της Βηθεσδά το οποίο αφού αγιαζόταν με την παρουσία Αγγέλου θεράπευε τις σωματικές ασθένειες των ανθρώπων. Στην συνέχεια λέγονται οι δεήσεις και οι ευχές δια των οποίων αγιάζεται το νερό και ιδιαιτέρως την στιγμή που ο Ιερέας το ευλογεί σταυροειδώς με το χέρι του. Ακολουθεί η «Βάπτιση» του Τιμίου Σταυρού στο αγιασμένο νερό, ο ραντισμός του χώρου που τελείται η ακολουθία, η ευλογία των πιστών με το αγιασμένο νερό και η προσκύνηση του τιμίου Σταυρού. Κατόπιν διαβάζεται η για την περίσταση κατάλληλη Ευχή, μνημονεύονται τα ονόματα για χάρη των οποίων τελείται ο Αγιασμός και γίνεται Απόλυση.

Τι χρειάζεται;
\
Για να τελεσθεί ο Αγιασμός χρειάζεται μια μικρή λεκάνη με καθαρό νερό, λίγο βασιλικό η δενδολίβανο, το θυμιατήρι του σπιτιού και το κανδήλι. Ο Ιερέας θα έχει μαζί του το επιτραχείλιο, το Ευαγγέλιο, τον Σταυρό και το «Ευχολόγιο». Σε ένα χαρτί γράφουμε τα ονόματα της Οικογένειας μας η οποία πρέπει να είναι παρούσα  και συμπροσευχόμενη στην ακολουθία.

Κάτι σαν επίλογος.

«Μπορούμε στο σπίτι μας να έχουμε Αγιασμό, αρκεί να μην τον ξεχνάμε στο εικονοστάσι, αλλά να τον χρησιμοποιούμε κάθε φορά που παρουσιάζεται ανάγκη». Είναι ευλογία και μια «καλή και ευλογημένη συνήθεια» να πίνουμε καθημερινά Αγιασμό πριν πάρουμε το πρωινό μας και αφού έχουμε πλύνει το πρόσωπο μας εκτός βέβαια  αν έχουμε να κοινωνήσουμε των Αχράντων Μυστηρίων. Αν κοινωνήσουμε τότε τρώμε πρώτα το Αντίδωρο μας και ύστερα πίνουμε τον Αγιασμό ο οποίος βρίσκεται μόνιμα στον πρόναο της Εκκλησίας μας.
Με την καθημερινή επαφή μας με τον Αγιασμό βάζουμε ολόκληρη την ημέρα μας κάτω από την ευλογία του Θεού ενώ δεν παραλείπουμε την συμμετοχή μας τακτικά στο Ποτήριο της Ζωής με την Κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού μας γεγονός που μας χαρίζει τον κατ΄ εξοχήν Αγιασμό, την Ευλογία και την Σωτηρία.


http://www.in-agiounikolaoutouneou.gr

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Τα άμφια της Αγίας Τραπέζης, η σημασία και ο συμβολισμό τους

agia trapeza
Γεώργιος Δαγκλής για την ROMFEA.GR
Φοιτητής Θεολογίας Α.Π.Θ.

Σκοπός της ζωής του κάθε Χριστιανού, είναι να μετέχει στη ‘’Τράπεζα του Κυρίου’’, που χαρίζει την αιώνιο ζωή, μέσω των αγίων μυστηρίων Του.
Αυτός ο σκοπός επιτυγχάνεται, όταν ο άνθρωπος κοινωνεί το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας.
Ο χριστιανός χρειάζεται να περάσει από πολλά στάδια, όπως η εξομολόγηση και η νηστεία, για να φθάσει στο σκοπό του, στη Θεία Ευχαριστία, το Μυστήριο των Μυστηρίων.
Το ιερότερο αυτό Μυστήριο, τελείται στο ιερότερο σημείο του ναού, στην Αγία Τράπεζα, που συμβολίζει το τάφο του Κυρίου μας.amfia
Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ονομάζει την Αγία Τράπεζα ‘’αγιωτάτη, καθέδρα, τόπο του Θεού, μνήμα του Χριστού’’, για να αναδείξει έτσι την ιερότητά της. Γι’αυτό και πάνω της τίθεται μόνο το ιερό Ευαγγέλιο, δύο κηροπήγια και το μεγάλο αρτοφόριο.
Ως ένδειξη τιμής για όσα τελούνται, η Αγία Τράπεζα καλύπτεται με ιερά άμφια. Αυτά είναι η σινδών, το κατασάρκιον, η ενδυτή, το ειλητό και το αντιμήνσιο.
Η σινδών ήταν το πιο παλιό κάλυμμα και είχε χρώμα λευκό. Κάθε φορά που επρόκειτο να τελεσθεί η Θεία Ευχαριστία ξεδιπλωνόταν πάνω στην Αγία Τράπεζα, μέχρι το τέλος της Θείας Κοινωνίας.
Συμβόλιζε το σεντόνι με το οποίο ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας είχε τυλίξει τον Κύριο κατά την Αποκαθήλωση.
Ωστόσο, η σινδών αντικαταστάθηκε ή μάλλον εξελίχθηκε στο κατασάρκιον ή κατάσαρκα. Έχει αυτή την ονομασία καθώς έχει παρόμοιο συμβολισμό με αυτόν της σινδώνος.
Τοποθετείται κατά τη τελετή των εγκαινίων του ναού και δένεται μόνιμα στην Αγία Τράπεζα.
Το κατασάρκιο δεν είναι ορατό, καθώς από πάνω του απλώνεται η ενδυτή. Η ονομασία της προέρχεται από το ρήμα ενδύω και μαρτυρείται από τα μέσα του τετάρτου αιώνα.
Κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης συμβολίζει τα λαμπερά ιμάτια του Χριστού κατά τη Μεταμόρφωση Του στο όρος Θαβώρ και κατά τον Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως συμβολίζει την αγκαλιά της Θεοτόκου.
Ως επί το πλείστον συναντούμε φυτικές παραστάσεις, όπως αμπέλια, ενώ στο μπροστινό της τμήμα έχει κεντητό σταυρό ή κάποια εικόνα, που στην εκκλησιαστική ορολογία ονομάζεται ταβλίον.
Το χρώμα της ενδυτής εναλλάσσεται ανάλογα με τις εκκλησιαστικές περιόδους. Για παράδειγμα τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή το χρώμα της είναι πένθιμο.
amfia1Το επόμενο άμφιο είναι το ειλητό. Είναι ένα μικρό ορθογώνιο ύφασμα που απλώνεται μόνο κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, μετά την απόλυση των κατηχουμένων.
Το ειλητό πάνω στο οποίο εναποτίθενται τα Τίμια Δώρα μετά την Μεγάλη Είσοδο, περικλείει όλο το περιεχόμενο της Θείας Ευχαριστίας, καθώς συμβολίζει τη Ταφή και την Ανάσταση του Κυρίου μας.
Γι’αυτό το λόγο απεικονίζει τον επιτάφιο και συχνά περιμετρικά του υπάρχει η επιγραφή: «Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ, εἱλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο». Πέραν της συμβολικής υπάρχει και πρακτική σημασία, καθώς προφυλάσσει τα Άγια επί της Αγίας Τραπέζης.
Η ονομασία του τελευταίου αμφίου, του αντιμηνσίου, προέρχεται από την ελληνική λέξη "αντί" και τη λατινική "mensa" που σημαίνει τράπεζα.
Ουσιαστικά το αντιμήνσιο σημαίνει "αντιτραπέζιο". Ονομάστηκε έτσι, γιατί αναπληρώνει την εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα.
Χρησιμοποιείται δηλαδή όπου δεν υπάρχει εγκαινιασμένος ναός ή σε περίπτωση τέλεσης της Θείας Λειτουργίας σε υπαίθριο χώρο.
Η χρήση γενικεύθηκε κατά τη περίοδο της Εικονομαχίας, όταν οι Ορθόδοξοι διώχθηκαν από τους ναούς και δεν είχαν που να λειτουργούνται.
Έτσι οι λειτουργίες γίνονταν σε οίκους και χρησιμοποιούνταν το αντιμήνσιο, καθώς δεν υπήρχε εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα.
Η βασική διαφορά του ειλητού με το αντιμήνσιο είναι πώς το τελευταίο έχει θήκη που εντός αυτής τοποθετούνται ιερά λείψανα, όπως ακριβώς συμβαίνει στην Αγία Τράπεζα, κατά τα εγκαίνια.
Τέλος, αξίζει να τονίσουμε και να διευκρινίσουμε, πώς δε πρέπει το ειλητό να συγχέεται με το αντιμήνσιο λόγω της εξωτερικής τους ομοιότητας.
Αυτή η σύγχυση μπορεί να οδηγήσει σε λειτουργική παρατυπία, αφενός γιατί το ειλητό δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μη εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα και αφετέρου γιατί το αντιμήνσιο δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται σε εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

ΟΙ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΙ ΜΑΣ ΚΑΝΟΝΕΣ

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ

α. Γιατί παρακαλοῦμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο;




α. Γιατί παρακαλοῦμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο;

Οἱ παρακλήσεις πρός τή Θεοτόκο ἀναφέρουν τίς ἐπικλήσεις τῶν πιστῶν μέ δεήσεις καί ἱκεσίες πρός τήν Παναγία γιά νά λάβουν τή βοήθειά Της στούς καιρούς τῶν πειρασμῶν, τῶν πόνων, τῶν θλίψεων καί κάθε εἴδους προστασία ἀπό τό θεῖο πρόσωπό Της. Καί τονίζεται χαρακτηριστικά: “Δέξαι παρακλήσεις ἀναξίων σῶν ἱκετῶν”.

Πρῶτον, παρακαλοῦμε τήν Παναγία μέ αἴσθημα πίστεως καί πόνου γιά νά μᾶς βοηθήσει στή ζωή μας ἀπό τούς πειρασμούς, λέγοντάς της: “Πολλοῖς συνεχόμενοις πειρασμοῖς, πρὸς Σὲ καταφεύγω, σωτηρίαν ἐπιζητῶν”. Εἶναι πολλοί οἱ πειρασμοί πού παρασύρουν τόν πιστό στό κακό, στήν ἡδονή, στήν κακία, στήν ἐχθρότητα, στήν περιφρόνηση τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί τόν ὁδηγοῦν στήν πράξη τῆς ἁμαρτίας. Ὁ πειρασμός εἶναι ὁ προπομπός τῆς ἁμαρτίας γιά νά κλονισθεῖ ἡ πίστη μας καί νά ἀδιαφορήσουμε γιά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ζητᾶμε ἀπό τό Θεό: “καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν” καί ἀπό τήν Παναγία: “Πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς, πρὸς Σὲ καταφεύγω, σωτηρίαν ἐπιζητῶν. Ὦ Μῆτερ τοῦ Λόγου καὶ Παρθένε, τῶν δυσχερῶν καὶ δεινῶν με διάσωσον”.

Δεύτερον, ζητᾶμε ἀπό τήν Παναγία νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά πάθη μας: “Παθῶν με ταράττουσι προσβολαί, πολλῆς ἀθυμίας ἐμπιπλῶσαί μου τὴν ψυχήν”. Ὅπως τό πάθος τῆς ὑπερηφανείας, τοῦ θυμοῦ, τῆς ζήλειας, τοῦ φθόνου, τῆς κατακρίσεως, τῆς πολυλογίας, τῆς γαστριμαργίας κ.ἄ. βασανίζουν τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί τήν καθιστοῦν ἀκάθαρτη. Ὁ ἀγώνας τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νά εἶναι καθημερινός γιά νά παραμένει ἥσυχος καί γαλήνιος στήν ψυχή του, χωρίς νά τόν καταδικάζει γιά τίποτα ἡ συνείδησή του. Γι’ αὐτό ζητᾶμε νά μᾶς θεραπεύσει τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς μας λέγοντας: “Ἴασαι ἁγνή, τῶν παθῶν μου τὴν ἀσθένειαν”.

Τρίτον, ζητᾶμε ἀπό τήν Παναγία νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τούς κινδύνους τῆς καθημερινῆς ζωῆς μας διά τῆς θείας προστασίας Της, λέγοντάς Της: “Διάσωσον, ἀπὸ κινδύνους τοὺς δούλους Σου Θεοτόκε”. Πολλοί οἱ κίνδυνοι τοῦ ἀνθρώπου πού φέρουν εὔκολα τή συμφορά στή ζωή του. Ἀτυχήματα, ἐπαγγελματικές δυσκολίες, οἰκογενειακές ἀκαταστασίες κ.ἄ. Γι’ αὐτό παρακαλοῦμε τήν Παναγία νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τούς κινδύνους μέ τήν προστασία Της καί νά γίνει “πύργος ἀσφαλείας”, “τεῖχος ἀπροσμάχητον”.

Τέταρτον, ζητᾶμε ἀπό τήν Παναγία μέ τίς δεήσεις μας νά μᾶς ἐνισχύσει καί νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τίς θλίψεις καί τίς ἀσθένειές μας. “Σοῦ δέομαι τῆς ἀγαθῆς ἐκ φθορᾶς νοσημάτων ἀνάστησον” καί “ἐπίβλεψον, ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπί τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν”. Μέσα στόν πόνο περισσότερο σκεπτώμεθα τό Θεό καί ἀναζητᾶμε τή θεία βοήθειά Του. Νιώθουμε τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας καί τήν Παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος πού δέν ἐπόνεσε πολύ δέν μπορεῖ νά νιώσει τόν πόνο τοῦ ἄλλου. Χρειάζεται ὁ πόνος τῆς ἀσθένειας ἤ τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς μας γιά νά αἰσθανθοῦμε τήν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου καί νά νιώσουμε ποιοί μᾶς ἀγαποῦν πραγματικά. Ὁ πόνος φέρει τή μετάνοια στόν ἄνθρωπο καί εἶναι ἕνας τρόπος σωτηρίας τῆς ψυχῆς του. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπόνεσε πάρα πολύ πάνω στό σταυρό καί ἔδειξε τό δρόμο τοῦ πόνου πού λυτρώνει καί ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο. Ὁ πόνος νικᾶ τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου καί φέρει ἀρετές μέσα στήν ψυχή τοῦ πιστοῦ. Ὁ ἐγωϊστής ταπεινώνεται μέσα στόν πόνο τῆς ἀσθενείας του καί ζητᾶ ή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας. Μέσα στή δυστυχία τῶν θλίψεών του κατανοεῖ τήν εὐτέλεια τῆς ζωῆς του καί ἀναζητᾶ τήν εὐτυχία κοντά στό Θεό. Ὁ πόνος θεραπεύει ἀδυναμίες καί πάθη πού φθείρουν τήν ψυχή. Ὁ πόνος φέρει τούς ἀνθρώπους πιό κοντά καί ὁ ἕνας παρηγορεῖ τόν ἄλλον καί προσφέρει τή βοήθειά του μέ ἀγάπη καί θυσία. Πολλές φορές ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τόν πόνο τοῦ σώματος, πού φέρει σέ μεγάλη ἀμηχανία πράξεων μέσα στή θλίψη τῆς ψυχῆς καί μπορεῖ νά εἶναι ἀποτέλεσμα μοναξιᾶς, συκοφαντίας, κακίας, μίσους καί ζήλειας. Γι’ αὐτό ἔχουμε ἀνάγκη νά λέγουμε τόν πόνο μας στόν ἄλλο, γιά νά ξαλαφρώνουμε ψυχικά καί νά ἀναπαυόμαστε κοντά στήν ἀγάπη τοῦ ἄλλου. Καί ἡ Παναγία ἐπόνεσε πολύ ψυχικά γιά τήν ἄδικη κακομεταχείριση καί σταύρωση τοῦ Υἱοῦ Της. Καί γίνεται ἡ προστάτις τῶν θλιβομένων καί ἀδικουμένων, ὅταν τήν παρακαλοῦμε: “Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς”.

Καί πέμπτον, παρακαλοῦμε τήν Παναγία διά τῆς μεσιτείας στόν Πανάγαθο νά μᾶς ἐξαλείψει τό πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μας: “Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων”, δηλ. τά ἁμαρτήματά μας. Παρακαλοῦμε νά μᾶς σώσει διά τῆς θείας βοηθείας Της καί νά μᾶς ὁδηγήσει σέ μετάνοια. Μᾶς προτρέπει ὁ παρακλητικός κανόνας στήν ἀληθινή μετάνοια, στήν ἐξομολόγηση καί τή θεία Κοινωνία. Νά ζήσουμε μιά ζωή μετανοίας, γιά νά μήν μολύνεται ἡ ψυχή μας ἀπό πλῆθος ἁμαρτιῶν. Γι’ αὐτό ἡ ἁμαρτία θεωρεῖται ἔγκλημα γιά τήν ψυχή μας, διότι αὐτή ἀποστατεῖ ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγεῖται στό σκοτάδι τοῦ θελήματος τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου. Μακρυά ἀπό τό Θεό “ἀπολλύμεθα ὑπὸ πλήθους πταισμάτων”. Ἐκεῖνος πού τιμᾶ ἀληθινά τήν Παναγία δέεται γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του καί ζεῖ διαρκῶς ἐν μετανοίᾳ παρακλητικῇ.

Ἡ Παναγία εἶχε πλήρη ἀφιέρωση στό Θεό μέ ζῆλο ὑπερανθρώπινο πού ξεπερνοῦσε τῶν ἀγγέλων τήν ἁγιότητα. Ἆραγε ὁ δικός μας ζῆλος ὁμοιάζει κατά ἕνα μέρος στή διάθεση τῆς Παναγίας; Πόσο ἐπιζητοῦμε τήν ὁμοίωση μέ τήν Παναγία; Πόσο ἑλκυόμεθα ἀπό τήν ταπεινή ζωή Της; Πόσο ἐπιζητοῦμε οἱ ἀρετές Της νά γίνουν δικές μας; Πόσο ἡ δική μας προσευχή ὁμοιάζει μέ τῆς Παναγίας;

β. Πότε εἰσακούεται ἡ παράκλησή μας;

Εἰσακούεται ἡ παράκλησή μας πρός τήν Παναγία:
Ὅταν ἡ πίστη μας εἶναι ἀληθινή καί δέν παρασύρεται ἀπό ἀμφιβολίες καί δυσπιστίες στή θεία βοήθεια. Ὅταν δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς μας, ἀλλά μέ θέρμη ἐσωτερική καί μέ βεβαιότητα προστρέχουμε στή στοργική Μητέρα τοῦ Θεοῦ γιά τή λύτρωση τῶν δεινῶν μας. Ἐκεῖνος πού στηρίζεται ὁλοκληρωτικά στό Θεό δέν ἀμφιβάλλει γιά τή θεία βοήθειά Του. “Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι” (Μάρκ. θ΄ 23).
Ὅταν προστρέχουμε μέ ταπείνωση στήν Παναγία, γεγονός πού κρύβει τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας, δείχνουμε τήν ἀγάπη μας πρός τό θεῖο πρόσωπό Της. Ὅπως ὁ Θεός εὐλόγησε ὑπέρ τό δέον τήν Παναγία, καθ’ ὅτι “ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ”. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος δέν ὑπερηνεύεται πού κατέστη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀντιθέτως ταπεινώνεται συνεχῶς μέσα στήν προσευχή της καί στή ζωή διαβιώντας ταπεινά καί ἀπέριττα χωρίς τή δόξα τοῦ κόσμου. Τό φρόνημα τῆς ταπεινώσεώς Της παραμένει παράδειγμα πρός μίμηση γιά νά ἀποφεύγουμε κάθε ἐγωϊστική διάθεση τῆς ψυχῆς μας. Μόνο μιά ταπεινή προσευχή πού δείχνει τήν καθαρή ζωή μας χωρίς ἐγωϊσμό γίνεται δεκτή ἀπό τό Θεό: “ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν καὶ οὐκ ἐξουδένωσε τὴν δέησιν αὐτῶν” (Ψαλμ. ρα΄ 18).
Ὅταν δείχνουμε ἀπεριόριστη ἀγάπη στό Θεό, πού φαίνεται ἀπό τήν καθαρή προσευχή μας καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. “Ὁ ἔχων τὰς ἐντολὰς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με” (Ἰωάν. ιδ΄ 21). Εἶναι σημαντικό νά ἀγαποῦμε τό Θεό μέ ὅλη μας τήν καρδιά, γιά νά εὐεργετηθοῦμε πλουσιοπάροχα μέ τίς θεῖες δωρεές Του. Ἡ καρδιά μας μᾶς φανερώνει πόσο ἀγαποῦμε τό Θεό, ἀπό τό πόσο χρόνο σκεπτόμαστε Αὐτόν. Ὅσο περισσότερο ἀγαποῦμε τό Θεό, τόσο περισσότερο ζοῦμε ἀληθινά ἐν Χριστῷ καί τιμοῦμε τήν Παναγία καί ὅλους τούς ἁγίους. Γι’ αὐτό μιά προσευχή ἀγαπητική πρός τό Θεό θά εἶναι περισσότερο εὐπρόσδεκτη, διότι θά δείχνει τήν καρδιά μας, πόσο τόν ἀγαποῦμε καί τόν τιμοῦμε μέ τή ζωή μας.
Καί τό σπουδαιότερο, ὅταν ἔχουμε ὑπομονή στίς παρακλήσεις μας. Μέσα στήν ὑπομονή μας δοκιμάζεται ἡ πίστη μας, πόσο ἀνθεκτική εἶναι στούς ἀνέμους τῆς ἀμφιβολίας καί τῆς ὀλιγοπιστίας. “Τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν” (Ἰακ. α΄ 2). Ἡ ὑπομονή γίνεται γέφυρα ἑνώσεως μετά τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά εἰσακουσθεῖ ἡ προσευχή μας. Χαρακτηρίζει ἀνθρώπους μέ ὑπομονή, ἐκείνους πού ἔχουν διαπεράσει ἀπό πολλές θλίψεις στή ζωή τους καί εἶναι ἀνθεκτικοί στούς ἐρχόμενους πειρασμούς, διότι ἡ πίστη μας εἶναι στήριγμα στά δεινά τῆς ζωῆς μας.
Ὅταν ὑπάρχει θερμή προσευχή πού νά συγκλονίζει τήν καρδιά μας ἀπό τήν ἀγάπη πρός τό Θεό. Μιά προσευχή πού ἔχει δείγματα ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης καί ἀφοσιώσεως στό Θεό γίνεται δεκτή καί εὐάρεστη. Ἡ προσευχή μᾶς βοηθεῖ νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τά πάθη μας καί κάθε κακή ἐπιθυμία μας. Ἡ καθαρή προσευχή δείχνει πόσο ἀγαποῦμε τό Θεό καί πόσο εἰσακούει ὁ Θεός τήν καρδιακή προσευχή μας. Ἀναφέρεται ὅτι κάποτε ἀσκήτευε στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ ἕνας ἅγιος γέροντας. Μιά μέρα τόν συναντᾶ ἕνας μοναχός καί τοῦ λέγει:
– Πάτερ μου, ταλαιπωρούμαστε πολύ ἐξ αἰτίας τῆς ἀνομβρίας.
– Γιατί, ρώτησε ὁ γέροντας, δέν προσεύχεσθε καί δέν παρακαλεῖτε τό Θεό νά βρέξει;
– Καί προσευχόμαστε, ἀπάντησε ὁ ἀδελφός, καί λιτανεῖες κάνουμε. Ἀλλά δέν βρέχει.
– Ἀσφαλῶς, λέει πάλι ὁ ἀσκητής, δέν θά προσεύχεσθε ἐντατικά καί ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς σας. Θέλεις, λοιπόν, νά τό διαπιστώσεις καί σύ; Ἄς προσευχηθοῦμε μαζί.
– Τότε ὁ γέροντας ἀσκητής ὕψωσε τά χέρια του πρός τόν οὐρανό καί προσευχήθηκε. Καί ἀμέσως ἄρχισε νά βρέχει.
Μόνο μιά θερμή προσευχή πού βγαίνει μέσα ἀπό τήν καρδιά μας εἰσακούεται ἀπό τό Θεό.
Ἀνάγκη εἶναι νά συνεργεῖ μέ τήν προσευχή καί ἡ νηστεία, διότι λέγει ὁ Κύριος: “τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ” (Ματθ. ιζ΄ 21). Ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία συμπορεύονται γιά νά ταπεινώσουν τό σῶμα καί τήν ψυχή. Εἶναι ἕνας ἀγώνας πνευματικός πού διέρχεται ἀπό τήν καθολική ψυχοσωματική ἄσκηση. Ἡ νηστεία χρειάζεται γιά τήν πάλη ἐναντίον τῶν δαιμόνων καί τῶν σαρκικῶν παθῶν. Ἡ νηστεία δυναμώνει τήν ψυχή στίς ἀρετές καί ἐνισχύει κατά πολύ τήν προσευχή, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀνυψώνεται πιό εὔκολα ὁ νοῦς μας στό Θεό.
Νά ὑπάρχει εἰλικρινής μετάνοια, πού νά φανερώνει τήν ἐσωτερική συντριβή τῆς καρδιᾶς μας καί τή μεταστροφή μας πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. “Ροήν μου τῶν δακρύων μὴ ἀποποιήσῃς”. Ἡ μετάνοια ἐκδηλώνεται στήν ταπεινή ψυχή πού διψᾶ γιά τή συγχώρεση τῶν ἁμαρτημάτων της καί δέεται γιά τή σωτηρία της. Καί συγχρόνως παρακαλεῖ γιά τή βοήθεια στά προβλήματά της. Ἡ ἐσωτερική μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου ὁδηγεῖ στό νά προκαλέσει τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ πρός βοήθειά Του. Ἡ μετάνοια δέν ἀνορθώνει μόνο τήν πεσμένη ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία ἀλλά καί τήν πεσμένη ζωή του ἀπό τά δεινά καί τίς θλίψεις του.

γ. Πότε δέν εἰσακούεται ἡ παράκλησή μας;

α. Ὅταν κάνουμε ἁμαρτωλή ζωή καί δέν μετανοοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες μας.
β. Ὅταν ὑπάρχει μέσα μας ὑπερηφάνεια καί ἔπαρση.
γ. Ὅταν ὑπάρχει ὀλιγοπιστία.
δ. Ὅταν ξεχνοῦμε τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας.
ε. Ὅταν δεν εἶναι γιά τό συμφέρον τῆς ψυχῆς μας.
δ. Πῶς εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία;
Πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο μέ ὕμνους καί δεήσεις δοξολογικές, γιά νά τιμοῦμε ἄξια τή θεία βοήθειά Της. Τό “Ἄξιόν ἐστι ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν Σὲ τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν…”, πρέπει νά τό λέγουμε τακτικά. Ἀκόμη καί ἄλλους ὕμνους πού δείχνουν τή δόξα τῆς Παναγίας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί στή γῆ, πού παρουσιάζει ὁ παρακλητικός κανόνας.
Τήν Παναγία εὐχαριστοῦμε γιά ὅλες τίς δωρεές Της πού προσφέρει σέ μᾶς διά τῆς θείας εὐλογίας Της: “ἀπολαύοντες Πάναγνε, τῶν Σῶν δωρημάτων εὐχαριστήριον, ἀναμέλπομεν ἐφύμνιον, οἱ γινώκοντές σε Θεομήτορα” (Μικρός Παρακλητικός Κανών).
Εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία, ὅταν ἀναγνωρίζουμε τή θέση Της μέσα στήν ἐκκλησία. Εἶναι ἡ Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ πού ἐγέννησε ἀσπόρως τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ Θεομήτωρ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει: “Θεοτόκον κυρίως καὶ ἀληθῶς τὴν Ἁγίαν Παρθένον κηρύττομεν· ὡς γὰρ Θεὸς ἀληθὴς ὁ ἐξ αὐτῆς γεννηθείς, ἀληθὴς Θεοτόκος ἡ τὸν ἀληθινόν Θεὸν ἐξ αὐτῆς σεσαρκωμένον γεννήσασα”[1].
Εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία διότι ἐγέννησε τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Μᾶς πρόσφερε ἕνα καί μοναδικό δῶρο, τή σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐδώρισε τό τίμιον καί ἁγνό σῶμα Της γιά τή σωτηρία μας. Ἡ προσφορά Της αὐτή εἶναι τό δῶρο πρός τό ἀνθρώπινο γένος.
Εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία μέ ὕμνους καί λόγους, μέ τούς ὁποίους τονίζουμε τό θεῖο ἔργο Της ἐπί τῆς γῆς. Ὕμνους δοξαστικούς πού ἔχει καθιερώσει ἡ ἐκκλησία γιά νά δοξάσει τό ὑπερύμνητο θεῖο πρόσωπό Της. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει: “Ἀληθινά δὲν ὑπάρχει γλώσσα ἀνθρώπου, μήτε ὑπερκόσμιος, ἀγγελικός νοῦς ποὺ νὰ μπορεῖ ἐπάξια νὰ ὑμνήσει Ἐκείνη, μὲ τὴν ὁποία μᾶς δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ θεωροῦμε καθαρὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου”[2]
Εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία, ὅταν προσευχόμαστε γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Γιά ἐκείνους πού εἶναι μακρυά ἀπό τό Θεό. Μᾶς ζητᾶ νά προσευχόμαστε γιά τή μεταστροφή τῶν ἀνθρώπων στόν Υἱό Της. Νά πλησιάζουμε τόν Κύριο μέ ἀγάπη, γιά νά λάβουμε πλούσιους καρπούς. Νά προσευχόμαστε πάντοτε, καί σέ καλές στιγμές τῆς ζωῆς μας, ὅπου ὑπάρχει ἡ χαρά καί ἡ εὐτυχία. Νά τόν δοξολογοῦμε καί νά τόν ὑμνοῦμε μέ τήν καθαρή ζωή μας. Νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του. Αὐτός νά εἶναι ὁ ὁδηγός καί ὁ φάρος τῆς ζωῆς μας. Νά εἴμαστε ὑπάκουοι στό ἅγιο θέλημά Του. Νά προοδεύουμε στήν πνευματική ζωή καί νά ἔχουμε πνευματική ἕνωση μέ τό Θεό.
Ὅπως ἐμεῖς παρακαλοῦμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιά τή δική μας βοήθεια, τό ἴδιο παρακαλεῖ καί Αὐτή ἐμᾶς νά ἀκοῦμε τόν Υἱό Της, νά ἀκοῦμε καί νά τηροῦμε τίς θεῖες ἐντολές Του γιά τή δική μας σωτηρία.
Ἡ Παναγία μᾶς δείχνει τό δρόμο πρός τόν οὐρανό, ἀρκεῖ νά τόν διαβοῦμε μέ τίς ἀρετές Της, ὥστε νά γίνουμε ἄξιοι τῆς ἀγάπης Της.

(Από το βιβλίο του π.Δαμιανού Ζαφείρη "Η ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ")
πηγή:εδώ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ ΣΕ: ΕΝΟΡΙΑΚΑ ΝΕΑ

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος

http://www.monipetraki.gr/

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του, Αυγούστα Πουλχερία το 451 στη Χαλκηδόνα. Αποτελούνταν από 650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Μονοφυσιτισμού, η οποία, με πρωτεργάτη τον αρχιμανδρίτη Ευτυχή, δίδασκε ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε πλήρως την ανθρώπινη.
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος μετά από μια ταραχώδη περίοδο ήρθε ως το αναγκαίο επιστέγασμα της διασφάλισης της καθολικής πλειοψηφίας του σώματος των μελών της εκκλησίας ως προς την απόρριψη κάθε μονοφυσιτικής ή ακραίας δυοφυσιτικής ορολογίας, την επικύρωση στην πίστη του συμβόλου της Πίστεως τόσο της Νίκαιας, όσο και της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης, τη θέσπιση του διοικητικού καταστατικού κανόνα της ορθοδόξου εκκλησίας σύμφωνα με το λεγόμενο μητροπολιτικό σύστημα και την οριστική επίλυση του χριστολογικού ζητήματος, το οποίο για περισσότερο από 80 έτη βρέθηκε στο προσκήνιο της θεολογικής διαμάχης στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Μεγάλο μέρος των επισκόπων της Εκκλησίας της Ελλάδας συμμετείχαν στις εργασίες της. Ο Θεσσαλονίκης Αναστάσιος αντιπροσωπεύθηκε και πάλι από τον Κβιντίλλιο Ηράκλειας. Παρέστησαν από τη Μακεδονία ο Φίλιππων Σώζων με τους Δοβήρου Ευσέβιο, Σερρών Μαξιμιανό, Νικόλαο Στοβών, Δαρδάνιο Βαργάλων και Ιωάννη Παρθικουπόλεως, οι οποίοι υπέγραψαν δια του πρεσβυτέρου Κυριακού. Ο μητροπολίτης Λαρίσης Ανδρέας παρέστη συνοδευόμενος από τους επισκόπους Κωνσταντίνο Δημητριάδος και Πέτρο Εχίνου. Αυτοπροσώπως παρέστη από την Αχαΐα ο Πέτρος Κορίνθου με τους επισκόπους Δομνίνο Πλαταιών, Αθανάσιο Οπούντος, Ειρηναίο Ναυπάκτου, Ωφέλιμο Τεγέας, Ονήσιμο Αργους, Θεόφιλο Ωρεού (Ιστιαίας), Νικία Μεγάρων, Ιωάννη Μεσσήνης και Ιωάννη Πατρών. Από την Κρήτη συμμετείχαν ο Μαρτύριος Γορτύνης με τους επισκόπους Γεννάδιο Κνωσού, Ευσέβιο Απολλωνίας, Δημήτριο Λάμπης, Κύριλλο Σουβρίτου, Ευφράτα Ελευθέρνας και Παύλο Καντανίας. Από την Παλαιά Ηπειρο ο Νικοπόλεως Αττικός συνοδευόταν από τους επισκόπους Μάρκο Ευροίας, Φιλόθεο Δωδώνης, Ιωάννη Φωτικής, Κλαύδιο Αγχησμού, Περεγρίνο Φοινίκης και Σωτήριχο Κερκύρας. Από τη Νέα Ήπειρο έλαβαν μέρος Λουκάς Δυρραχίου με τον Αντώνιο Λυχνιδού, από τη Δακία ο Εύανδρος Διοκλείας, από δε τα νησιά οι επίσκοποι Δήλου Σαβίνος, Τενέδου Φλωρέντιος, Κω Ιουλιανός, Ρόδου Ιωάννης, Χίου Τρύφων και Θάσου Ονοράτος.
Από την ανωτέρω αναγραφή των επισκόπων, οι οποίοι μετείχαν στην Δ΄ Οικουμενική σύνοδο, υποδηλώνεται πόσο ευρέως είχε ήδη εξαπλωθεί ο Χριστιανισμός στην Ελλάδα, αλλά δυστυχώς στερούμεθα ειδήσεων περί της εσωτερικής αναπτύξεως της Εκκλησίας της. Είναι μόνο γνωστό ότι υπήρχε κάποια πνευματική κίνηση, διότι περί τα μέσα του Ε΄ αιώνα ήκμασε ο επίσκοπος Φωτικής Διάδοχος, ο οποίος έγραψε εκατό κεφάλαια ασκητικά και ετιμήθη ως άγιος. Το εν λόγω σύγγραμμα του Διαδόχου απέβλεπε στη μοναχική τελείωση.
Η Δ΄ Οικουμενική σύνοδος καταδίκασε οριστικά τον Μονοφυσιτισμό, ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΝΤΑΣ ΟΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟΣ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΤΑ ΜΕΝ ΤΗΝ ΘΕΪΚΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΝ ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΤΑ ΔΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΝ ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΕΚ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΤΗΣ Θ Ε Ο Τ Ο Κ Ο Υ. <<εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον>>.Φυσικά η Δ ΄ Οικουμ. Σύνοδος, δεν έφερε κάτι το καινούργιο που δεν υπήρχε μέχρι τότε στο χώρο της Εκκλησίας μας. Αυτό που ήδη υφίστατο και το βίωνε το σώμα των πιστών, οι Πατέρες το διευκρίνισαν το οριοθέτησαν, και έτσι βοηθήθηκαν και βοηθούμαστε οι πιστοί στο να γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η πίστη μας. Ποιοι οι όροι αυτής της πίστεως με τις τόσες υπαρξιακές προεκτάσεις στη ζωή μας.
Κατά την ανωτέρω Σύνοδον οι Όρθόδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμον, ο οποίος περιείχε την πίστιν την αληθή, την οποίαν πάντοτε επίστευε και εκήρυττεν η Έκκλησία τσυ Χριστού. Επίσης οι αιρετικοί Μονοφυσίται συνέταξαν ίδιον τόμον, που περιείχε τας πλάνας των. Τότε ομοφώνως ορθόδοξοι και αιρετικοί απεφάσισαν να τεθούν και τα δύο κείμενα επί του στήθους της Αγίας Ευφημίας και ανοίξαντες την λειψανοθήκην έπραξαν ούτως και εσφράγισαν πάλιν ταύτην. Ότε δε μετά οκτώ ημέρας ήνοιξαν την θήκην, εύρον τον Τόμον των Ορθοδόξωv εις τας χείρας αυτής και των αιρετικών Μονοφυσιτών το κείμενον εις τους πόδας αυτής.
Έτσι η Μεγαλομάρτυς Ευφημία με το έξαίσιον αυτό θαύμα επεκύρωσε και υπέγραψε τον ορθόδοξον Τόμον και διεσάλπισε το Χριστολογικόν δόγμα περί των δύο φύσεων του Χριστού μας εις τα πέρατα της οικουμένης και απέδειξε την διδασκαλίαν του Ευτυχούς και των οπαδών του Μονοφυσιτών ως σατανικήν πλάνην.
ΕΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΝΥΨΩΣΕΝ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΤΩΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΕΙΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΚΑΙ ΑΠΕΝΕΙΜΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΙΣΑ ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕ ΤΑ ΤΟΥ ΡΩΜΗΣ. ΤΕΛΟΣ ΕΞΕΔΩΣΕΝ ΤΡΙΑΝΤΑ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ

Δυστυχώς όμως η αίρεση αυτή συμπαρέσυρε τους ιθαγενείς πληθυσμούς της Αιγύπτου και της Συρίας και προκάλεσε πολύ μεγάλη ανωμαλία τότε στο κράτος και στην εκκλησία, (δημιουργώντας νέες εκκλησίες όπως την Αρμενική, την Ιακωβιτική στη Συρία, τη Κοπτική στην Αίγυπτο).

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

ΚΑΝΤΗΛΙ, ΚΕΡΙ, ΘΥΜΙΑΜΑ: ΠΟΙΑ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΟΥΣ;

ΚΑΝΤΗΛΙ, ΚΕΡΙ, ΘΥΜΙΑΜΑ: ΠΟΙΑ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΟΥΣ;
Το Καντήλι

Η λέξη καντήλι προέρχεται από τη λατινική candela=κερί.
Στη χριστιανική Εκκλησία το Καντήλι τοποθετείται μπροστά στις άγιες εικόνες. Αυτό που τοποθετείται μπροστά στον Εσταυρωμένο, μέσα στο Ιερό Βήμα, διατηρείται πάντοτε αναμμένο και γι' αυτό λέγεται «ακοίμητο» Καντήλι.
Ένα Καντήλι τοποθετείται επίσης στο εικονοστάσι του σπιτιού και ανάβεται κάθε μέρα, σύμφωνα με την ορθόδοξο παράδοση...
Μια συνήθεια που διατηρεί τον βαθύ χριστιανικό συμβολισμό της με το Φώς του Χριστού που φωτίζει κάθε άνθρωπο, που θερμαίνει την ελπίδα και που παρηγορεί και συντροφεύει στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς.
Το άναμμα του καντηλιού ενέχει τον συμβολισμό ότι προσφέρεται ως θυσία σεβασμού και τιμής προς τον Θεό και τους Αγίους του. Συμβολίζει επίσης, το φώς του Χριστού που φωτίζει κάθε άνθρωπο, καθώς επίσης συμβολίζει και το γνωστό παράγγελμα του Κυρίου μας ότι πρέπει να είμαστε, οι χριστιανοί, τα φώτα του κόσμου.
Το έλαιον, το λάδι δηλ. που καίει στα καντήλια μας, “τον του Θεού υπεμφαίνει έλαιον” γράφει ο Άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης, το έλεος του Θεού που φανερώθηκε όταν η περιστερά του Νώε επέστρεψε στην Κιβωτό για να σημάνει την παύση του κατακλυσμού, έχοντας στο ράμφος της κλάδο ελαίας, ή όταν ο Ιησούς, καθώς επροσηύχετο εκτενώς, επότιζε με τους θρόμβους του ιδρώτος του την ελιά, κάτω από τα κλαδιά της οποίας γονάτισε την μαρτυρική εκείνη νύχτα, στο Όρος των Ελαιών. Βέβαια, όλοι ξέρουμε πως απείρως ανώτερος του υλικού φωτισμού είναι ο εσωτερικός, αγιοπνευματικός φωτισμός. Έγραφε λοιπόν ο Θεοφόρος Πατήρ Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός : “Φωτίσωμεν…γλώσσαν” και συμπληρώνει ο σχολιαστής του : Επετεύχθη τούτο ;
Το λάδι συμβολίζει το άπειρο έλεος του Θεού, αλλά και τα κανδήλια συμβολίζουν την Εκκλησία που είναι μεταδοτική Θείου ελέους και φωτιστική. Συμβολίζουν βέβαια τους ίδιους τους αγίους που το Φώς τους έλαμψε, κατά το λόγο του Κυρίου, «έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσι τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα τον εν τοίς ουρανοίς».

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους πρέπει οι Ορθόδοξοι να ανάβουμε το καντήλι όπως για παράδειγμα
1.για να μάς θυμίζει την ανάγκη για προσευχή,
2.για να φωτίζει το χώρο και να διώκει το σκότος όπου επικρατούν οι δυνάμεις του κακού,
3.για να μάς θυμίζει ότι ο Χριστός είναι το μόνο αληθινό Φώς και η πίστη σε Αυτόν είναι Φώς,
4.για να μάς θυμίζει ότι η ζωή μας πρέπει να είναι φωτεινή,
5.για να μάς θυμίζει ότι όπως το καντήλι απαιτεί το δικό μας χέρι για να ανάψει έτσι και η ψυχή απαιτεί το χέρι του Θεού, τη Χάρη Του δηλαδή,
6.για να μάς θυμίζει ότι πρέπει το θέλημά μας να καεί και να θυσιαστεί
7.για την αγάπη προς το Θεό κ.ά.
Εννοείται, βέβαια, ότι το λάδι των καντηλιών πρέπει να είναι ελαιόλαδο και μάλιστα όσο το δυνατόν καλύτερης ποιότητος. Άλλωστε ο Κύριος προσευχήθηκε στον κήπο των Ελαιών και ο ναός με τα κανδήλια μετατρέπεται σε νέο κήπο και ελέους (λαδιού) και Ελέους Θεϊκού Το λάδι τους μας θυμίζει την ευσπλαχνία του Θεού και το φως τους στη ζωή μας, που πρέπει να είναι φωτεινή και άγια.
Η φωτοχυσία του ναού συμβολίζει το θείο φως της παρουσίας του Θεού που φωτίζει τις καρδιές όχι μόνο των νεοφώτιστων αλλά και όλων των χριστιανών. Ο Κύριος φανέρωσε αυτή τη μεγάλη αλήθεια για τον εαυτό Του με τα ακόλουθα λόγια: "Εγώ ειμι το φως του κόσμου" (Ιωάν.8/η: 12). Είναι φως όχι μόνο λόγω της φωτεινής διδασκαλίας Του, αλλά κυρίως λόγω της φωτεινής παρουσίας Του. Αυτό επιβεβαιώνεται κυρίως από τη θαυμαστή Μεταμόρφωσή Του, όπου "έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως" (Ματθ.17/ιζ: 2).

Στο Σύμβολο της Πίστεως ο Υιός του Θεού παρουσιάζεται ως "φως εκ φωτός". Στην ακολουθία του Εσπερινού επίσης ο υμνογράφος παρουσιάζει τον Κύριο ως "φως ιλαρόν". Και οι χριστιανοί με τα μυστήρια της Εκκλησίας και τον πνευματικό τους αγώνα μπορούν να δεχθούν το φως της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και να το ακτινοβολούν με τη ζωή τους.
Στην "επί του όρους" ομιλία ο Κύριος συμβουλεύοντας τους μαθητές Του είπε: "Υμείς εστε το φως του κόσμου.... ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς" (Ματθ 5/ε: 14-16). (Δηλαδή: Εσείς είστε το φως του κόσμου... έτσι να λάμψει το φως σας μπροστά στους ανθρώπους για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον πατέρα σας τον επουράνιο). Εδώ φαίνεται καθαρά ότι το φως των μαθητών του Χριστού είναι τα καλά έργα της αγιοπνευματικής ζωής τους. Οι άγιοι στην άλλη ζωή θα ομοιάσουν με τον Κύριο, θα γίνουν "θεοί κατά χάριν". Αυτό το εκφράζει ο Κύριος καθαρά με τα προφητικά λόγια Του: "Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτων" (Ματθ. 13/ιγ: 43).

Το Κερί
Και το κερί επίσης συμβολίζει το Φως του Χριστού , τη φλόγα της πίστεως.
Πίσω από το άναμμα του κεριού κρύβεται βαθύτατος συμβολισμός. Ο Συμεών Θεσσαλονίκης μας λέγει ότι το κερί που ανάβουμε έχει έξι συμβολισμούς:
1.Συμβολίζει την καθαρότητα της ψυχής μας, γιατί είναι κατασκευασμένο από καθαρό κερί μέλισσας.
2.·Επίσης την πλαστικότητα της ψυχής μας, μια και εὔκολα πάνω του μπορούμε να χαράξουμε ο,τιδήποτε.
3.Ακόμη την Θεία Χάρη, επειδή το κερί προέρχεται από τα άνθη που ευωδιάζουν.
4.Επιπλέον συμβολίζει την θέωση, στην οποία πρέπει να φθάσουμε, επειδή το κερί ανακατεύεται με τη φωτιά και της δίνει τροφή.
5.Και το φώς του Χριστού επίσης δείχνει, καθώς καίει και φωτίζει στο σκοτάδι.
6.Και τέλος συμβολίζει την αγάπη και την ειρήνη που πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε χριστιανό, επειδή το κερί καίγεται όταν φωτίζει, αλλά και παρηγορεί τον άνθρωπο με το φώς του μέσα στο σκοτάδι.
Ανάβοντας κερί πρέπει να θυμόμαστε ότι πρέπει να ζούμε μέσα στο φώς που πήραμε με την βάπτισή μας. Γι αυτό τη βάπτιση την ονομάζουμε και Φώτισμα. Γι αυτό και στη διάρκεια της βαπτίσεως κρατάμε αναμμένες λαμπάδες. Το φώς αυτό είναι το πύρ της Πεντηκοστής, το φώς του Αγίου Πνεύματος. Και το φώς αυτό ανανεώνεται μέσα μας στην ψυχή μας, κάθε φορά που συμμετέχουμε στη Θεία Λειτουργία και κάθε φορά που κοινωνούμε και προσευχόμαστε. Γι αυτό στο τέλος κάθε Θείας Λειτουργίας ψάλλουμε: «Είδομεν το φώς το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες».
Το φως του Ναού όμως, πρέπει να πούμε, σώζει καλύτερα τους συμβολισμούς του και βοηθεί και την ψυχή να κατανυχθεί όταν είναι φυσικό, όπως στα περισσότερα από τα μοναστήρια μας, δηλαδή αποτελούμενο από κεριά και κανδήλια που καίνε και όχι τεχνητό που προέρχεται δηλ. από ηλεκτρικό ρεύμα.
Τα κ ε ρ ι ά όπως και το λ ά δ ι είναι μία προσφορά προς τον Θεό από αυτά τα υλικά αγαθά που ο ίδιος μάς δίνει ( τα Σά εκ των Σών) και συμβολίζουν τα μέν κεριά το εύπλαστο και μαλακό της ψυχής αλλά και την ενωτική δύναμη του αγίου Πνεύματος διότι τα κεριά κατασκευάζονται, έτσι τουλάχιστον θα έπρεπε, από το αγνό κερί που φτιάχνει η μέλισσα, η οποία για να παρασκευάσει το κερί μαζεύει τη γύρη από διάφορα λουλούδια. Για το λόγο αυτό το κερί μάς θυμίζει και την εργατικότητα της μέλισσας αλλά και το γεγονός ότι μαζεύει ό,τι καλό και απορρίπτει ό,τι ρυπαρό. Θυμίζει επίσης το κερί τον τρόπο με τον οποίο το Πύρ, η Θεότητα δηλαδή, ενώνεται με την εύπλαστη ψυχή και τη μαλακώνει αλλά και τη φωτίζει και την ίδια και όλους όσοι έρχονται σε κοινωνία μαζί της.
Το κερί, καθώς καίγεται, φωτίζει το περιβάλλον του. Έτσι και ο συνειδητός χριστιανός, όταν θυσιάζεται για την αγάπη του Θεού, φωτίζει τους συνανθρώπους του και τους δείχνει τον δρόμο της σωτηρίας.
Όταν ο πιστός εισέρχεται στον ναό, πρέπει να ανάβει στο μανουάλι ένα κερί για τους ζώντες κι ένα κερί για τους τεθνεώτες συγγενείς και γνωστούς του. Εάν όμως κάποιοι από τους ζώντες έχουν ιδιαίτερα προβλήματα, τότε καλό είναι να ανάβουμε κερί για τον καθένα ξεχωριστά. Το άναμμα του κεριού πρέπει πάντοτε να συνοδεύεται με λόγια προσευχής. Για τους ζώντες θα ζητάμε το έλεος και την προστασία του Θεού, ενώ για τους τεθνεώτες τη θεία ευσπλαχνία και αιώνια σωτηρία τους.
Το αγνό κερί που παράγεται από παρθένες μέλισσες συμβολίζει την ανθρώπινη φύση του Χριστού η οποία προήλθε από την πάναγνη και παρθένο Μαριάμ. Το τρικέρι του επισκόπου συμβολίζει την Αγία Τριάδα, ενώ το δικέρι τις δύο φύσεις του Χριστού. Τα κεριά ή οι λαμπάδες που ανάβουμε στη Βάπτιση συμβολίζουν το πνευματικό φως που λαμβάνει ο νεοφώτιστος. Τα κεριά της κηδείας, του τάφου και των μνημοσύνων συμβολίζουν το φως του Χριστού, στο οποίο ευχόμεθα να εισέλθει ο αποθανών. Ο Πολυέλαιος συμβολίζει την θριαμβεύουσα Εκκλησία των Ουρανών. Τα κεριά ή τα κανδήλια του συμβολίζουν τους αγίους. Στις μεγάλες γιορτές στις Ιερές Μονές σείουν τον Πολυέλαιο, για να φανερώσουν ότι και οι άγιοι στα επουράνια συνεορτάζουν και συγχορεύουν με την επίγεια Εκκλησία του Χριστού.
Το Θυμίαμα
Θυμίαμα καλείται από τα αρχαία χρόνια το αρωματικό ρετσίνι ή το κόμμι που βγαίνει από τις τομές στον κορμό του δέντρου λίβανος εξ ου και λιβάνι. Στο σπίτι καλό είναι να προσφέρεται θυμίαμα τακτικά και να συνοδεύεται πάντοτε με κάποια προσευχή. Οι πνευματικοί συμβολισμοί του θυμιάματος είναι:
1. Το θυμίαμα εν πρώτοις συμβολίζει την προσευχή, που ανεβαίνει προς τον θρόνον του Θεού. " Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου. . . " Είναι η ορμή της ψυχής προς τα άνω. Και ταυτόχρονα συμβολίζει και την ζέουσαν επιθυμία μας να γίνει η προσευχή μας δεκτή " εις όσμήν ευωδίας πνευματικής ". Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος " Ώσπερ το θυμίαμα και καθ' εαυτό καλόν και ευώδες, τότε δέ μάλιστα επιδείκνυται την ευωδίαν, όταν ομιλήση τώ πυρί. Ούτω δέ και η ευχή καλή μέν καθ' εαυτήν, καλλίων δέ και ευωδεστέρα γίνεται όταν μετά και ζεούσης ψυχής αναφέρηται, όταν θυμιατήριον η ψυχή γένηται και πύρ ανάπτη σφοδρόν ". Γι ' αυτό και πρέπει, όταν προσεύχεται κανείς, καλόν είναι να καίει θυμίαμα στο σπίτι.
2. Συμβολίζει ακόμη τις γλώσσες πυρός της Αγ. Πεντηκοστής, όταν ο Κύριος εξαπέστειλε στους Μαθητές Του το Πανάγιό Του Πνεύμα " έν είδει πυρίνων γλωσσών ". Στην ευχή που λέγει ο ιερεύς, όταν ευλογεί το θυμίαμα στην Πρόθεση, αναφέρει " Θυμίαμά Σοι προσφέρομεν Χριστέ ο Θεός εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, ο προσδεξάμενος εις το υπερουράνιόν Σου θυσιαστήριον, αντικατάπεμψον ημίν την χάριν του Παναγίου Σου Πνεύματος ". Με το θυμίαμα δηλ. ζητούμε από τον Κύριο να μάς στείλει την αγιοπνευματικήν Του χάρι. Γι' αυτό και οι πιστοί, όταν τους θυμιάζει ο Ιερεύς, κλίνουν ελαφρώς την κεφαλή σε δείγμα αποδοχής της χάριτος αυτής. Ο Άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης ερμηνεύει ως εξής την σημασίαν του θυμιάματος : " Δηλοί την απ' ουρανού χάριν και δωρεάν εκχυθείσαν τώ κόσμω διά Ιησού Χριστού και ευωδίαν του Πνεύματος και πάλιν εις τον ουρανόν δι' αυτού αναχθείσαν".
3. Το ευώδες θυμίαμα συμβολίζει εξ άλλου και τον αίνον, που απευθύνεται προς τον Θεό. Η καύση του θυμιάματος σημαίνει τη λατρεία και τον εξιλασμό. Το δέ ευχάριστο συναίσθημα, που δημιουργείται από το άρωμα του θυμιάματος σε όλο το χώρο του Ι. Ναού, σημαίνει την πλήρωση της καρδιάς μας από τη θεία ευαρέστηση, που είναι ο καρπός της αγάπης μας προς το Θεό. Στην περίπτωση αυτή κάθε πιστός μετατρέπεται σε " ευωδίαν Χριστού ".
4. Το δέ θυμιατήριον, όπου καίγονται τα κάρβουνα και τοποθετείται το θυμίαμα, συμβολίζει την κοιλίαν της Θεοτόκου, η οποία δέχθηκε στα σπλάχνα της σωματικώς την Θεότητα, που είναι " πύρ καταναλίσκον ", χωρίς να υποστή φθοράν ή αλλοίωση. Κατά τον άγιο Γερμανό, Πατριάρχη Κων/λεως " Ο θυμιατήρ υποδεικνύει την ανθρωπότητα του Χριστού, το πύρ την θεότητα και ο ευώδης καπνός μηνύει την ευωδία του Αγίου Πνεύματος προπορευομένην ". Και αλλού " Η γαστήρ του θυμιατηρίου νοηθείη αν ημίν η ηγιασμένη μήτρα της Θεοτόκου φέρουσα τον θείον άνθρακα Χριστόν εν ώ κατοικεί πάν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς. Διό και την οσμήν της ευωδίας αναδίδωσιν ευωδιάζον τα σύμπαντα ". Με απλά λόγια και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός περιγράφει αυτόν τον συμβολισμόν, λέγοντας " Το θυμιατό σημαίνει την Δέσποινα, την Θεοτόκο. Όπως τα κάρβουνα είναι μέσα στο θυμιατό και δεν καίεται, έτσι και η Δέσποινα η Θεοτόκος εδέχθηκε τον Χριστόν και δεν εκάηκε, αλλά μάλιστα εφωτίσθηκε.
Με το θυμίαμα που προσφέρουμε την ώρα της προσευχής υποβοηθείται η ανάταση της ψυχής προς τα υψηλά «άνω σχώμεν τάς καρδίας». Όπως το θυμίαμα θερμαινόμενο στον άνθρακα ανέρχεται προς τα άνω ευωδιάζοντας το περιβάλλον, έτσι και η ψυχή του πιστού με θερμή πίστη πρέπει να πτερουγίζει προς τα άνω μυροβλύζουσα, απαγγιστρωμένη από τις υλικές μέριμνες. Η βάση του θυμιατηρίου υποδεικνύει την ανθρωπότητα του Χριστού, η φωτιά την θεότητά Του και ο ευώδης καπνός μάς «πληροφορεί» την προπορευόμενη ευωδία του Αγίου Πνεύματος.
Ο Μωυσής υπακούοντας στον Θεό κατασκεύασε και τοποθέτησε στη Σκηνή του Μαρτυρίου Θυσιαστήριο του Θυμιάματος (Έξοδ. 30: 1-10). Ο τρόπος παρασκευής του Θυμιάματος διδάχθηκε από τον ίδιο τον Κύριο (Έξοδ. 30: 34-36). Η προσφορά Θυμιάματος στην Παλαιά Διαθήκη αποτελούσε εντολή του Θεού. Έπρεπε να προσφερθεί Θυμίαμα στην αρχή της ημέρας το πρωί και το βράδυ με το άναμμα των Λύχνων (Έξοδ. 30: 7-8).
Αυτή η καλή συνήθεια μεταφέρθηκε και στη χριστιανική λατρεία. Ιδιαίτερα προσφέρεται Θυμίαμα στον Εσπερινό με το ιλαρό φως της δύσεως του Ηλίου και στο ψάλσιμο του δεύτερου στίχου του 140 Ψαλμού, όπου ψάλλεται το "κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου". Παρακαλούμε τον Κύριο να ανεβεί η προσευχή μας προς τον θρόνο Του, όπως ανεβαίνει το ευωδιαστό Θυμίαμα προς τον ουρανό.

Το λατρευτικό αυτό μέσο δημιουργεί κατανυκτικό κλίμα προσευχής και ελκύει την αγιαστική χάρη του Θεού. Η ευλογία του Θυμιάματος κατά την τελετή της Προσκομιδής δείχνει καθαρά τη μεγάλη ωφέλεια, που προξενείται στους εκκλησιαζόμενους από την προσφορά του Θυμιάματος. Λέει χαρακτηριστικά εκεί ο ευλογών λειτουργός: "Θυμίαμά σοι προσφέρομεν, Χριστέ ο Θεός ημών, εις οσμήν ευωδίας πνευματικής· ό προσδεξάμενος εις το υπερουράνιόν σου θυσιαστήριον, αντικατάπεμψον ημίν την χάριν του παναγίου σου Πνεύματος". (Δηλαδή: Θυμίαμα σ' Εσένα προσφέρουμε, Χριστέ Ύψιστε Θεέ, ως οσμή ευωδίας πνευματικής· αυτό, αφού δέχθηκες στο υπερουράνιό Σου Θυσιαστήριο, στείλε πίσω σε μας τη χάρη του παναγίου Σου Πνεύματος). Έκπληξη προκαλεί το ότι τα ίδια λόγια περίπου χρησιμοποιεί ο λειτουργός και για την προσφορά των Τιμίων Δώρων στη Θεία Λειτουργία: " Όπως ο φιλάνθρωπος Θεός ημών, ο προσδεξάμενος αυτά εις το άγιον και υπερουράνιον και νοερόν αυτού θυσιαστήριον εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, αντικαταπέμψη ημίν την θείαν χάριν και την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, δεηθώμεν". (Δηλαδή: Με σκοπό ο φιλάνθρωπος Θεός μας, που δέχθηκε αυτά στο άγιο και υπερουράνιο και πνευματικό Του Θυσιαστήριο ως οσμή ευωδίας πνευματικής, να στείλει πίσω σε μας τη θεία χάρη και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, ας παρακαλέσουμε).
Όταν ο λειτουργός θυμιάζει τους πιστούς, αυτοί πρέπει να προσκυνούν ευλαβικά προσδοκώντας την ευλογία και τη χάρη του Θεού. Όταν ο λειτουργός θυμιάζει τις εικόνες των αγίων, επιζητεί τις μεσιτικές προσευχές τους προς τον Κύριο για βοήθεια των μελών της στρατευομένης Εκκλησίας. Δυστυχώς Πολλοί χριστιανοί, όταν τους θυμιά ο Ιερεύς, παραμένουν ακίνητοι (σάν κολώνες). Και τούτο, ασφαλώς, λόγω άγνοιας! Η μικρή υπόκλιση είναι δείγμα ότι συμμετέχουμε στα τελούμενα και μία ανταπόκριση στοιχειώδους ευγένειας προς τον λειτουργό που προσεύχεται για μάς!