Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

Η ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Ἡ 14η Σεπτεμβρίου εἶναι γνωστή εἰς τούς Χριστιανούς ὡς ἡμέρα «τῆς παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Εἶναι ἡμέρα ἀργίας καί νηστείας, διά νά δυνηθοῦν οἱ πιστοί νά προσκυνήσουν «τό ζωομύριστον ξύλον» καί τόν «θαυμάτων θησαυρόν», τόν «συνθετοτρισόλβιον» Σταυρόν καί «χαρίτων παροχέα» (α’ Οἶκος εἰς τόν τίμιον Σταυρόν).
Πρίν προχωρήσωμεν εἰς τήν περιγραφήν τῆς εἰκόνος τῆς Ὑψώσεως, εἶναι ἀνάγκη νά ἴδωμεν τό ἱστορικόν τῆς ἑορτῆς καί τήν θεολογικήν της σημασίαν.
Διά τήν θέσπισιν τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ὁ Καθηγητής Ἰ. Φουντούλης γράφει: «Οἱ ἱστορικές ἀρχές τῆς ἑορτῆς χάνονται μέσα στήν πολιά ἀρχαιότητα. Στίς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 335 ἔγιναν τά ἐγκαίνια τοῦ μεγάλου ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, πού ἔκτισε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος στόν τόπο τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου. Ἔκτοτε κατά τήν ἐπέτειο τῶν ἐγκαινίων μεγάλη πανήγυρις ἐγίνετο στά Ἱεροσόλυμα.
Καί στά σημερινά μας λειτουργικά βιβλία τήν ἰδία ἡμέρα ἀναγράφεται ἡ «μνήμη τῶν ἐγκαινίων τῆς ἁγίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Ἀναστάσεως» καί ἡ Ἀκολουθία τῆς ἡμέρας ἀναφέρεται στά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ ἐκείνου. Ἡ ἑορτή διαρκοῦσε ὀκτώ ἡμέρες. Τήν δευτέρα ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, τήν 14 Σεπτεμβρίου, κατά τήν μαρτυρίαν ἀρμενικοῦ λειτουργικοῦ κειμένου τοῦ Ε’ αἰῶνος, ἐγίνετο σύναξις εἰς τόν Γολγοθᾶ «καί ἔδειχναν τόν τίμιο Σταυρό σ᾽ ὅλο τό ἐκκλησίασμα».
Ὁ τίμιος Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἦταν τό σεβασμιώτερο κειμήλιο τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καί ἦταν ἑπόμενο εἰδική πανήγυρις νά καθιερωθῇ γι᾽ αὐτόν ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ τῆς συρροῆς τοῦ λαοῦ γιά τόν ἑορτασμό τῶν ἐγκαινίων».
Ὁ Σταυρός αὐτός, πού ὕψωνε τόσον πανηγυρικά ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, ἦτο ὁ ἀληθής Σταυρός, πού ἀνεῦρεν ἡ Ἁγία Ἑλένη, ἡ μητέρα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς τοῦ 4ου καί 5ου μ. Χ αἰῶνος ὁμιλοῦν διά τήν θαυματουργικήν ἀνεύρεσιν τοῦ τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος π.χ., τό 395, ἀναφέρει ὅτι εἰς τόν Γολγοθᾶν ἀνευρέθησαν τρεῖς σταυροί, μεταξύ τῶν ὁποίων ἀνεγνωρίσθη ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, πού ἦτο εἰς τό μέσον τῶν δύο ἄλλων καί εἶχε καί τήν γνωστήν ἐπιγραφήν (Εἰς Ἰωάν. ὁμιλία 85, 1).
Ἄλλοι συγγραφεῖς ὁμιλοῦν διά ἐπιτελεσθέντα θαύματα, τά ὁποῖα ἔγιναν αἰτία νά ἀναγνωρισθῇ ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου. Ἕνα τέτοιο θαῦμα ἀναφέρει καί τό Συναξάριον τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως: «Διαπορούσης δέ τῆς Βασιλίσσης (τῆς Ἁγίας Ἑλένης), τίς ἄν εἴη ὁ τοῦ Κυρίου Σταυρός, διά τῆς εἰς θανοῦσαν γυναῖκα χῆραν θαυματουργίας δείκνυται· ἥ καί ἀνέστη τῇ τούτου προσψαύσει· τῶν δέ λοιπῶν δύο σταυρῶν τῶν Λῃστῶν μηδέν εἰς τοῦτο ἐνδειξαμένων εἰς θαυματοποιΐας ὑπόδειγμα. Ὅν δῆτα τίμιον Σταυρόν προσεκύνησεν ἡ Βασίλισσα, καί ἠσπάσατο μετά τῆς Συγκλήτου ἁπάσης».
Τήν ἀμηχανίαν δηλαδή τῆς Ἁγίας Ἑλένης διά τό ποῖος ἦτο ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἔλυσε τό θαῦμα, πού ἔγινεν εἰς μίαν πεθαμένην χήραν γυναῖκα, ἡ ὁποία ἀνέστη ὅταν τήν ἤγγισεν ὁ Σταυρός. Τό θαῦμα αὐτό δέν ἔκαμαν οἱ δύο σταυροί τῶν ληστῶν. Ἔτσι ἡ Βασίλισσα μαζί μέ ὅλην τήν Σύγκλητον προσεκύνησε καί ἠσπάσθη τόν τίμιον Σταυρόν.
Αἱ νῖκαι τοῦ αὐτοράτορος Ἡρακλείου (610-641) κατά τῶν Περσῶν, ἡ ἁρπαγή ὑπ᾽ αὐτῶν τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί ἡ ἐπανάκτησίς του ὑπό εὐσεβοῦς Στρατηλάτου ἔδωκαν νέαν αἴγλην εἰς τήν ἑορτήν τοῦ Σταυροῦ. Ὁ ζωοποιός Σταυρός ὑψώθη καί πάλιν εἰς τά Ἱεροσόλυμα (τόν Μάρτιον τοῦ 630). Δικαιολογημένως ψάλλει ἔκτοτε ἡ Ἐκκλησία μας: «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι κατά βαρβάρων δωρούμενος καί τό σόν φυλάττων διά τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα» (Ἀπολυτίκιον).
Ἀπό τό 614 ἡ τελετή τῆς Ὑψώσεως ἐγίνετο καί εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν διά νά διαδοθῇ ἐν συνεχείᾳ καί εἰς ἄλλα χριστιανικά κέντρα. Ἔτσι ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ ἐπεσκίασε τήν ἑορτήν τῶν Ἐγκαινίων. Ἀκόμη ἀπέβαλε τόν τοπικόν της χαρακτῆρα καί ἔγινεν οἰκουμενική ἑορτή, δόξα καί καύχημα ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Σταυρός πλέον ὑμνεῖται ὡς «οἰκουμένης φύλαξ» καί ὡς «ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ σημερινή τελετή τῆς Ὑψώσεως εἶναι σχεδόν ἀπομίμησις τῆς τελετῆς, πού ἔγινεν εἰς τά Ἱεροσόλυμα μετά τήν ἀνεύρεσιν τοῦ τιμίου ξύλου. «Ζητῶν δέ καί ὁ κοινός λαός προσκυνῆσαι, οὐκ ἠδύνατο καί ᾐτήσατο κἄν ἰδεῖν αὐτόν. Τότε ἀνῆλθεν ὁ Μακάριος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καί ὕψωσεν ἐπί τοῦ ἄμβωνος τόν τίμιον Σταυρόν· καί ἰδόντες, ἤρξατο ὁ λαός κράζειν τό «Κύριε ἐλέησον». Καί ἔκτοτε ἐπεκράτησεν ἡ τιμία Ἑορτή τῆς Ὑψώσεως». (Ἀπό τό Συναξάριον τῆς ἡμέρας). Αὐτήν ἀκριβῶς τήν κατανυκτικήν σκηνήν ἀπαθανατίζει καί ἡ βυζαντινή εἰκών τῆς Ὑψώσεως.
Τήν θεολογικήν σημασίαν τῆς ἑορτῆς εὑρίσκομεν εἰς τά τροπάρια τῆς ἡμέρας. Ἀπό αὐτά ἐκεῖνα τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τῶν Αἴνων εἶναι τά πιό μεστά εἰς νοήματα καί τά πλουσιώτερα εἰς ποιητικάς ἐξάρσεις.
Ὁ Σταυρός, πού ὑψοῦται εἰς προσκύνησιν ὑπό τῶν πιστῶν, εἶναι τό τρόπαιον, τό ὁποῖον ἔστησεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἰς τόν πόλεμόν της κατά τοῦ Σατανᾶ. Ὁ Σταυρός ἤνοιξε τήν κλεισμένην θύραν τοῦ Παραδείσου, ἀφοῦ κατήργησε τήν δύναμιν τοῦ θανάτου καί ὕψωσε τούς πιστούς ἀπό τήν γῆν εἰς τόν οὐρανόν. Τό ἀκαταμάχητον ὅπλον τοῦ Σταυροῦ ἀσφαλίζει τούς πιστούς κάθε ἐποχῆς, πού ἀντιπαλαίουν μέ τόν Σατανᾶ καί γίνεται δόξα καί στολίδι τῶν Μαρτύρων καί τῶν Ὁσίων τῆς Ἐκκλησίας.
Τά θεολογικά αὐτά νοήματα συμπυκνώνει εἰς τούς στίχους του τό πρῶτον ἀπόστιχον τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. α’ ἤχου:
«Χαίροις ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς εὐσεβείας τό ἀήττητον τρόπαιον, ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός, τό τῆς Ἐκκλησίας περιτείχισμα· δι᾽ οὗ ἐξηφάνισται ἡ φθορά καί κατήργηται καί κατεπόθη τοῦ θανάτου ἡ δύναμις καί ὑψώθημεν ἀπό γῆς πρός οὐράνια. Ὅπλον ἀκαταμάχητον, δαιμόνων ἀντίπαλε, δόξα Μαρτύρων Ὁσίων, ὡς ἀληθῶς ἐγκαλώπισμα, λιμήν σωτηρίας, ὁ δωρούμενος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος».
Εἰς τά τροπάρια τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ κυριαρχεῖ τό αἴσθημα τῆς χαρᾶς διά τήν ἀνεύρεσιν καί τήν θαυματουργόν δύναμιν τοῦ Σταυροῦ. Οἱ ὕμνογράφοι ὅμως δέν ξεχνοῦν ὅτι ἐπάνω εἰς τό εὐλογημένον αὐτό ξύλον ἐκαρφώθη ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.
Ἔτσι οἱ πιστοί καλοῦνται νά ἀσπασθοῦν τόν Σταυρόν «τῇ χαρᾷ καί τῷ φόβῳ· φόβῳ διά τήν ἁμαρτίαν, ὡς ἀνάξιοι ὄντες· χαρᾷ δέ διά τήν σωτηρίαν, ἥν παρέχει τῷ κόσμῳ ὁ ἐν αὐτῷ προσπαγείς (=καρφωθείς) Χριστός ὁ Κύριος, ὁ ἔχων τό μέγα ἔλεος» (Δοξαστικόν τῶν Αἴνων). Ἐπί πλέον κατά τήν ἡμέραν αὐτήν νηστεύομεν, διότι ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως φέρει «τά ἴσα τῆς ἁγίας καί Μ. Παρασκευῆς».
***
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ (Τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ)
Τό κέντρον τῆς εἰκόνας καταλαμβάνει ὁ ἄμβων, ἐπάνω εἰς τόν ὁποῖον ὁ Ἅγιος Μακάριος (314-333) ὕψωσε τόν τίμιον Σταυρόν. Ἕνα σκοτεινόν ἄνοιγμα εἰς τήν βάσιν τοῦ ἄμβωνος δείχνει τό μέρος τῆς ἀνευρέσεως.
Τό δεύτερον μετά τόν Πατριάρχην πρόσωπον, πού κυριαρχεῖ εἰς τήν εἰκόνα εἶναι ἡ Ἁγία Ἑλένη ἐνδεδυμένη τήν βασιλικήν της στολήν καί συνοδευομένη ὑπό δύο εὐλαβῶν γυναικῶν. Τόν Πατριάρχην κυκλώνουν κληρικοί καί λαϊκοί, πού παρακολουθοῦν μέ ἱερόν δέος τήν τελετήν.
Τό δέος αὐτό προκαλεῖ ἀφ᾽ ἑνός ἡ θέα τοῦ Σταυροῦ καί ἀφ᾽ ἑτέρου τά θαύματα πού ἔγιναν κατά τήν ἀνεύρεσίν του. Νομίζει κανείς, καθώς παρατηρεῖ τά βυθισμένα εἰς σκέψεις πρόσωπα τῆς εἰκόνος, ὅτι ὅλοι των ἀνακαλοῦν εἰς τήν μνήμην των τά γεγονότα τῆς Σταυρώσεως, τά πρίν καί τά μετά ἀπό αὐτήν.
Ἔτσι καί ὁ θεατής ἀναπολεῖ τά σωτήρια περιστατικά συμφώνως πρός τήν εὐχήν τῆς Ἐκκλησίας: «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καί πάντων τῶν ὑπέρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανούς ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας, τῆς δευτέρας καί ἐνδόξου πάλιν παρουσίας…» (Ἀπό τήν εὐχήν τῆς ἀναφορᾶς τῆς Λειτουργίας τοῦ Χρυσοστόμου).
Ἡ σκηνή μᾶς μεταφέρει εἰς τά τελούμενα σήμερον εἰς τήν Ἐκκλησίαν κατά τήν 14ην Σεπτεμβρίου διά νά ἀκουσθῇ ἀπό ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» ὁ νικητήριος παιάν:
«Τόν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα,
καί τήν ἁγίαν σου ἀνάστασιν δοξάζομεν».



Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού

Σχετική εικόναΟμιλία στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, του Μητροπ. Νικοπόλεως Μελετίου(+)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (+) [Ὁμιλία του στόν Άγιο Χαράλαμπο Πρέβεζας στίς 14/9/1991]
Φῶς, ζωή, εὐωδία
Σήμερα, πού ἔχομε τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στρέφομε τή σκέψη μας πρός τούς πρώτους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ὅταν ζωγράφισαν τόν Τίμιο Σταυρό, ἔβαλαν ἐπάνω Του καί τά λόγια: «Φῶς, Ζωή».
Στή μία πλευρά «Φῶς» καί στήν ἄλλη «Ζωή».
Ὁ Σταυρός εἶναι Φῶς καί Ζωή.
Ἀκόμη, στρέφομε τήν σκέψη μας, πρός τήν Ἁγία καί ἔνδοξη Βασίλισσα, μητέρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, Ἑλένη, ἡ ὁποία ζώντας τήν πίστη τήν ἀληθινή καί ζώντας τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Σταυρός εἶναι Φῶς καί Ζωή, ἐπεθύμησε νά ἔρθει καί νά ἀσπαστεῖ τόν ἴδιον τόν Τίμιο Σταυρό τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος κατά τήν παράδοση ἦταν πεταμένος ἀπό τούς Ἑβραίους στόν σκουπιδότοπο καί ἦταν σκεπασμένος μέ ὅλων τῶν εἰδῶν τίς βρωμιές καί τίς ἀκαθαρσίες.
Καί
πῆγε ἐκεῖ πού μέχρι τότε κανείς δέν τολμοῦσε, λόγῳ τῶν διωγμῶν καί λόγῳ τοῦ πλήθους τῶν Ἑβραίων, νά πατήσει. Πῆγε μέ τή δύναμη καί μέ τό ὄνομα τοῦ υἱοῦ της μεγίστου καί ἰσαποστόλου Κωνσταντίνου καί ἔψαξε καί ἔσκαψε κάτω ἀπό τίς βρωμιές καί τίς ἀκαθαρσίες τῶν Ἑβραίων, πού εἶχαν πετάξει μετά ἀπό τή μεγάλη ἐκείνη Ἁγία Παρασκευή τῆς σταύρωσης τοῦ Χριστοῦ.
Στίς 3 Αὐγούστου, βρῆκε τούς τρεῖς σταυρούς. Τῶν δύο ληστῶν καί τοῦ Σωτήρα μας. Καί ἀπορώντας ποιός ἀπό τούς τρεῖς εἶναι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, ἔκανε στή σκέψη ὅτι οἱ μέν σταυροί τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἄχρηστα καί νεκρά ξύλα, ὁ δέ Σταυρός πάνω στόν ὁποῖον ἀπέθανε ἡ Ζωή τοῦ κόσμου, ὁ Κύριος καί Σωτήρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ζωοποιός καί δύναμη ζωῆς. Εἶναι φῶς καί ζωή.
Καί τότε, κατά τήν παράδοση, βρέθηκε ἐκεῖ ἕνας νεκρός ἄνθρωπος, μία νεκρή γυναίκα, πού εἶχε πεθάνει ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ἀκούμπησε τήν νεκρή πρῶτα στόν πρῶτο σταυρό καί μετά στόν δεύτερο χωρίς ἀποτέλεσμα. Τέλος, ὅταν ἀκούμπησαν τήν νεκρή ἐπάνω στό ζωοποιό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀναστήθηκε καί δοξολόγησε τό Σωτήρα τοῦ κόσμου, δείχνοντας ἔτσι τί εἶναι ἡ δύναμις τῆς πίστης.
Ἔτσι ὁ Θεός ἔδειξε σέ ὅλους, ὅτι αὐτός ἦταν ὁ ζωοποιός Του Σταυρός.
Ἐπάνω στό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ βρῆκαν νά ἔχει φυτρώσει καί ν’ ἀνθίζει ἕνα εὐῶδες φυτό, τό ὁποῖο, ἀπό τότε, ὀνομάζεται βασιλικός. Γιατί ἦταν ἐπάνω στό Σταυρό τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ. Καί τό ὁποῖο εἶναι τό σύμβολον ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνον Φῶς καί Ζωή καί Ἀνάσταση, ἀλλά εἶναι καί Εὐωδία.
Ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ εὐωδία τῆς ζωῆς, πού εἶναι ἀφιερωμένη στή δόξα τοῦ Θεοῦ καί στόν Θεόν.
Δέν πρέπει ποτέ νά τό ξεχνᾶμε, ὅτι ὁ Χριστός ἦρθε στόν κόσμο γιά νά «πληρώσει τά σύμπαντα εὐωδίας» πνευματικῆς.
Ἄς φανταστοῦμε τώρα μία σκηνή.
Ἄς ποῦμε ὅτι κατεβήκαμε ἀπό τά ἄστρα, ἀπό τό φεγγάρι, ὅτι εἴμαστε ἐξωγήινοι. Ἐρχόμαστε στή γῆ καί κοιτάζομε νά δοῦμε τί εἶναι αὐτός ὁ κόσμος.
Τί θά ἰδοῦμε, ἀδελφοί μου;
Ἐγκλήματα, βλασφήμιες, κλεψιές, βρωμιές, ἀνηθικότητες, μίση, πάθη. Μανία γιά ἁρπαγή. Σέ τί βαθμό; Σέ βαθμό πού ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ὅταν τά σκέπτεται, ἰλιγγιᾶ καί λέγει: «μά, εἶναι κόσμος αὐτός καί κοινωνία; Ἤ εἶναι ζούγκλα»;
Ἄν κανείς τό φιλοσοφήσει καλά, πραγματικά ὁ κόσμος μας, δέν εἶναι κοινωνία ἀνθρώπων λογικῶν καί μέ βάσεις ἠθικές καί πνευματικές ἀλλά εἶναι ζούγκλα. Ἐνῶ, ὅμως σκέφτεται κανείς, ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι ζούγκλα, γιατί νοιάζεται μόνο γι’ αὐτό πού τή συμφέρει καί τό κακό εἶναι βοῶν καί κρᾶζον, ὑπάρχει καί κάτι πού τοῦ δίνει ἐλπίδα.
Καί τό βλέπει κανείς, ἐάν στρέψει τά μάτια του λιγάκι πιό ἐρευνητικά καί δεῖ μέσα στίς ἐκκλησίες καί δεῖ μέσα στά σπίτια, πού ζοῦν ἥσυχα καί ἤρεμα οἱ ἄνθρωποι τῆς καλωσύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς θυσίας, τῆς φιλαλληλίας, τῆς βοηθείας. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού στενοχωροῦνται ἄν περάσει ἡμέρα χωρίς νά κάνουν κάποιο καλό. Καί οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού θλίβονται ὄχι γιατί ἔκαναν κάτι πού εἶναι ὁλοφάνερα ἁμαρτία καί ρυπαρότητα, ἀλλά στενοχωροῦνται ἀκόμη καί ἄν περάσει ἀπό τή διάνοια καί ἀπό τήν ἐπιθυμία τους κάτι τό κακό. Μία κακή σκέψη.
Ἄν λοιπόν στρέψομε τά μάτια μας σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, τότε, παίρνομε θάρρος καί ἐλπίδα.
Γιατί δέν γίνονται ὅμοιοι μέ τούς ἄλλους;
Ἀλλά, μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο, τόν τόσο διαφορετικό, πού ἡ ποιότητά του κυμαίνεται ἀπό τό ὕψος τῆς ἀρετῆς μέχρι τά βάθη τῆς κακίας καί τῆς ἁμαρτίας, θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ:
«Καλά, αὐτοί οἱ ταλαίπωροι πού νοιάζονται γιά τό καλό γιατί τό κάνουν; Γιατί προσεύχονται; Γιατί θυσιάζονται; Γιατί κοπιοῦν; Γιατί πάσχουν καί ὑποφέρουν; Γιά ποιούς; Γιατί δέν τά κλωτσᾶνε ὅλα αὐτά, νά γίνουν καί αὐτοί ὅμοιοι μέ τούς ἄλλους»;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι:
Γιατί κάποια ἡμέρα, κατέβηκε στόν κόσμο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἀφοῦ ἔζησε στόν κόσμο γεμάτος ἀπό ἀγάπη καί ἀπό καλωσύνη, ἀνέβηκε στό Σταυρό ἐπισήμως.
Γιατί ἀνέβηκε στό Σταυρό ἐπισήμως;
Γιά νά δείξει καί στούς μέν καί στούς δέ, ποιό εἶναι τό σωστό. Καί πῶς πρέπει νά ἀντιμετωπίζουν κακίες, μίση, πάθη.
Καί σέ ἐκείνους πού εἶναι μακρυά του, νά δείξει τί;
Ὅτι δέν πρέπει ποτέ νά ἀπογοητεύονται.
Γιατί; Γιατί, ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στό Σταυρό εἶναι Φῶς καί Ζωή.
Πῶς εἶναι φῶς καί ζωή; Μέ τό νά μᾶς δείχνει ποῖο εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου.
Ἀλλοίμονο, στόν ἄνθρωπο πού δέν θά καταλάβει ὅτι πρέπει νά ξεπεράσει ὅλο τόν κακό του ἑαυτό, ὅλες τίς κακές του ἐπιθυμίες καί δέν θέλει νά καταλάβει, ὅτι ἡ ἀληθινή ζωή εἶναι γιά νά περάσει μέ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Νά συμπορευθοῦμε καί νά συσταυρωθοῦμε μέ Αὐτόν
Ἀλλοίμονο, στόν ἄνθρωπο πού δέν θά καταλάβει ὅτι πρέπει καί ὁ ἴδιος νά σταυρωθεῖ γιά τό Θεό, πού εἶναι ὁ Κτίστης καί Δημιουργός τῶν ἁπάντων, ὅπως σταυρώθηκε ὁ Χριστός γιά μᾶς. Νά σταυρωθεῖ ὄχι σωματικά, ἀλλά νά σταυρωθεῖ γιά τά πάθη, γιά τίς κακές του ἐπιθυμίες, γιά τά μίση του, γιά τήν ἁρπαχτική του μανία, γιά τήν ἀπέραντη φιληδονία πού τόν μαστίζει.
Ὅποιος αὐτό τό καταλάβει καί ἀρχίσει νά σταυρώνει τόν ἑαυτό του, ὅπως ὁ Χριστός σταύρωσε τόν ἑαυτό Του γιά μᾶς, ἀρχίζει ἡ ζωή του νά πλημμυρίζει στό φῶς καί νά γίνεται ἀληθινή ζωή. Καί ἀρχίζει ἡ ψυχή του νά ἀποκτᾶ τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νά μυρίζει σάν τό βασιλικό, πού βρέθηκε ἐπάνω στόν Τίμιο Σταυρό.
Ἀδελφοί, ὁ Χριστός ἀπέθανε μέν στό Σταυρό «τῇ ἁμαρτία». Ἀπέθανε, γιά νά πεθάνει ἡ ἁμαρτία. Ὄχι ἡ δική Του πού δέν εἶχε, ἀλλά ἡ δική μας. Γιατί ὅταν ὁ Χριστός ἀπέθανε ὑπέρ ἡμῶν, ἀπέθανε ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ κόσμου. Καί ἔδωσε τό αἷμα Του εἰς «ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον».
Πρέπει, λοιπόν καί ἐμεῖς νά πεθάνομε γιά τήν ἁμαρτία, γιά νά ἀναστηθοῦμε γιά τήν αἰώνιο ζωή. Καί νά μπορέσομε ν’ ἀποκτήσομε τήν ἐλπίδα καί τήν προϋπόθεση τῆς σωτηρίας. Ὥστε ὅταν θά ἔρθει ἡ ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, ὅπως λέγει στόν Ἀπόστολο, πού διαβάζομε στίς κηδεῖες, τότε πού «θά ἀκουστεῖ ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀγγέλου», τότε πού ὅλοι θά ἀναστηθοῦμε, νά ἐξέλθομε εἰς ἀπάντησιν τοῦ ἐρχομένου μετά δόξης, Σωτῆρος τοῦ κόσμου.
Καί τότε, «ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα». Θά ἀναληφθοῦμε, καί ἐμεῖς, στούς οὐρανούς, ὅπως ἀνελήφθη πρῶτος ὁ Χριστός καί εἰσῆλθε στό πέραν τοῦ οὐρανοῦ καταπέτασμα καί θυσιαστήριο, στόν ἐπουράνιο Ναό τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, στή αἰώνιο Βασιλεία Του, ὁ Κύριος καί Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό σύμβολο ὁλόκληρης τῆς χριστιανικῆς πίστης. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, ὅποιος εἶναι χριστιανός ἀγαπᾶ τόν Σταυρό. Τόν ἔχει στό στῆθος του, τόν ἔχει στήν καρδιά του, τόν ἔχει στό νοῦ του. Καί ὅσο καί ἄν τόν βλέπει, τόσο περισσότερο τόν καμαρώνει καί τόσο περισσότερο δέν τόν χορταίνει.
Γιατί ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι Φῶς καί Ζωή.
Καί εἶναι ἡ εὐωδία τοῦ κόσμου.
Ἡ εὐωδία τῶν ψυχῶν μας, ἡ ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ἀνάστασης καί δικαιώσεως στήν ἐπουράνιο Βασιλεία.
Ἀμήν.-