Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΡΟΣΩΠΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΡΟΣΩΠΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

ΠΑΠΑ ΦΩΤΗΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ



ΠΑΠΑ ΦΩΤΗΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ
Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ (1913 – 2010 )
ΜΙΑ ΟΣΙΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΜΑΣ!


Καθώς η ροδούλα απλόχερα σκορπάει τα μεταξένια της κάλλη, στο ανθοστόλιστο μπαλκονάκι σιγοψάλλοντας τους Χαιρετισμούς της Κυρα-Παναγιάς, μια εικόνα μου χαράζει το νου. “ Τείχος ει των Παρθένων”. Πριν καλά καλά καταλάβω σαν σε ονειροφαντασία χτυπάει η πόρτα. – Ώ θεέ μου! “ O παπα-Φώτης”! Ασκητικός, ρακένδυτος και από την άλλη αρχοντικός, ροδόλαμπος. Άγγελος Κυρίου! – Πάω παιδί μου.
 Ήταν η ημέρα εκείνη Παρασκευή 5 Μαρτίου του 2010 (Δ΄ Εβδομάδα των Νηστειών) που μία από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές μορφές του 20ου αι. όχι μόνο της πόλης μας αλλά ολάκερου  του Έθνους αποχαιρετούσε τον  “ψεύτη”  τούτον και απατηλό κόσμο για τις άλλες πεδιάδες, τις ουράνιες, τις αψεγάδιαστες.
Αεικίνητος, καλοκάγαθος, μεγαλόκαρδος, ελεήμων ( αλήθεια τι να πρωτοπεί κανείς για τον παππούλη) ο παπα–Πλανάς της Μυτιλήνης με τον τουρβά της ταπεινοφροσύνης μονίμως στο ώμο ξεκινούσε το ομορφότερο ταξίδι της ζωή του. Εκατό χρόνια ζυμωμένα με κακουχίες, διωγμούς, στερήσεις, ξεριζωμούς. Ένας αιώνας απέραντης δοξολογίας, ομολογίας στο όνομα του Τριαδικού Θεού.
 Όσοι τον γνωρίζουν άλλα και όσοι τον έχουν ακουστά, ακόμα και εκείνοι που καθημερινά αντιμετωπίζουν τις χαριτωμένες του σαλότητες, όλοι έχουν να πουν και από μία καλή κουβέντα. “ Άγιος μεταξύ ανθρώπων”! “Άγγελος μεταξύ Αγγέλων”! Όλα για τον άνθρωπο, τον αδελφό – άνθρωπο. Αδιαπραγμάτευτος με τα πιστεύω του, με αστείρευτη πίστη στον Κύριο και λυτρωτή του, αγόγγυστα πορεύεται τη στενή και τεθλιμμένη οδό. Αρματωμένος με θείο ζήλο, χτίζει εκκλησίες, αναστηλώνει μοναστήρια, ανακαινίζει ψυχές!
 Σε τούτο ακριβώς το σημείο αξίζει να σημειωθεί και η τεράστια προσφορά του στην ανεύρεση, την ανάδειξη και την καθιέρωση των αγίων της Λέσβου. Καθώς επίσης και στην σύνταξη πολλών εκ των ακολουθιών των με την ανάθεση των από τον ίδιο στον αείμνηστο μοναχό και μέγα υμνογράφο της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη. Η πολιτεία του αγγελική. Από το περιβόλι της Παναγίας, στον κήπο της Αγίας Αικατερίνης. Από την έρημο των Βεδουίνων στους Άγίου Τόπους. Ακούραστος δουλευτής του Ευαγγελίου, αδάμαστος νηστευτής, ο δια Χριστόν σαλός από την Μυτιλήνη νυχθημερόν γιομίζει με το πύρινο δάκρυ του την ακοίμητη κανδήλα της Ορθοδοξίας. Ενωμένος με τα δεσμά της δικαιοσύνης, ενδεδυμένος τη χρυσάστερη φορεσιά της αληθείας γίνεται ο προστάτης των πτωχών, ο ιατρός των θλιβομένων, το στήριγμα των κατατρεγμένων. Τρέχει, αγωνιά, συμπάσχει. Όπου τον καλέσει η ανάγκη.
Τα τελευταία χρόνια ανίκανος ο θάνατος να τον γκρεμίσει, αρέσκεται μοναχά σε μια παντελώς άτυπη παρουσία. Αφού “καθηλώνει” την ασθένειά του στο καροτσάκι, με τα ακούραστα φτερά της αγάπης ως άλλος Πατροκοσμάς ξεχύνεται σε νοσοκομεία, γηροκομέια, σχολεία. Μέχρι τελευταίας ρανίδος αγωνίζεται τον αγώνα τον καλό. Ένας άσβεστος φάρος ευσεβείας, μία ανεξάντλητη πηγή ευφροσύνης.
Σήμερα τρία χρόνια μετά την κοίμησή του και ασίγαστο το αηδόνι συνεχίζει να στολίζει με όλο και περισσότερους μοσχοβολισμένους ύμνους τη ζωή μας. Τρία χρόνια μετά την κοίμησή του και η πόλη της Μυτιλήνης έχει μόνο να καυχάται για τον ουράνιο αυτόν άνθρωπο – πατέρα – άγιο!
Αιωνίας σου η μνήμη αξιομακάριστε και αείμνηστε παπα-Φώτη. Είθε η χρυσοφόρα παρουσία σου να μας φωτίζει, να μας σκέπει και να μας οδηγεί εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.




 Ποσειδών. Γ. Γιαννακής 

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ


Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΚΑΡΔΙΩΝ ΤΟΥ ΛΑΟΥ




ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΚΟΠΟΥ ΜΑΣ,
 ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΥΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ.

ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΟΥ ΤΟΛΜΟΥΣΕ ΝΑ ΥΨΩΣΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ. ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΟΥ ΤΟΛΜΟΥΣΕ ΝΑ ΑΝΟΙΞΕΙ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΟΥ... 
ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ. ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ , ΑΝ ΑΚΟΜΑ ΖΟΥΣΕ, ΔΕΝ ΘΑ ΣΩΠΑΙΝΕ, ΔΕΝ ΘΑ ΑΦΗΝΕ ΜΟΝΟ ΤΟΥ ΤΟΝ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΟ ΕΛΛΗΝΑ....


ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥ Η ΜΝΗΜΗ

...................................................................................................................................................................

Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού

Πέντε χρόνια συμπληρώνονται από την εκδημία του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Η μνήμη του παραμένει ζωντανή στις καρδιές όχι μόνο όσων τον γνώρισαν, αλλά και όσων πίστεψαν σ’ εκείνον, στα χαρίσματά του, στην πορεία που χάραξε για την Εκκλησία στην Ελλάδα, στην ελπίδα και την παράκληση που το πρόσωπό του σκόρπιζε σε όσους συνωστίζονταν για να τον δούνε, να τον χαιρετήσουν, να τον ακούσουν, ακόμη κι αν δεν συμφωνούσαν μαζί του. Γιατί τόσο στην αρχιερατεία του στο Βόλο, αλλά και, κυρίως, στην αρχιεπισκοπία του στην Αθήνα ένα είναι βέβαιο: ότι δεν πέρασε απαρατήρητος. Πιστεύοντες και μη, αδιάφοροι και εχθροί, ταγοί και απλός κόσμος γνώριζαν ότι υπήρχε. Ότι ήταν εκφραστής της Εκκλησίας. Ότι εκείνη στο πρόσωπό του είχε βρει τον ηγέτη που έκανε πολλούς, αν όχι όλους, να συζητούνε και να ζητούνε να μάθουν τι λέει η Εκκλησία. 


Αυτό το «τι λέει η Εκκλησία;», κατά τη γνώμη μας έλειψε, μετά την εκδημία του Χριστόδουλου. Δεν ήταν μόνο θέμα προσωπικότητας και χαρίσματος. Ήταν και αποτέλεσμα του ζήλου και της εργατικότητάς του. Της επιθυμίας του ο κόσμος να συζητά τις θέσεις της Εκκλησίας. Ακόμη κι αν τα όσα έλεγε δεν ήταν ευχάριστα. Ακόμη κι αν ήταν τετριμμένα. Και αυτή η συζήτηση δεν ήταν μία μόδα. Ήταν η μεγάλη αναλαμπή ενός θεσμού που μπορεί να αγγίζει, ιδίως κατά τις μεγάλες εορτές, τις καρδιές των πολλών, αλλά δεν μπόρεσε ούτε μπορεί να κάνει ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας να υπερβεί την αντίληψη ότι η Εκκλησία υπάρχει μόνο για να ταΐζει τους φτωχούς και να ασχολείται με τη μεταθανάτια πραγματικότητα. Ο Χριστόδουλος έβγαλε την Εκκλησία στο προσκήνιο. Τόλμησε και έθιξε όλα τα θέματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο. Με λόγο ουσιαστικό και προφητικό. Ενίοτε και λαϊκίστικο και δημαγωγικό. Δεν κρύφτηκε, ακόμη και στα λάθη του. Πίστεψε στις δυνατότητες του σώματος της Εκκλησίας, επισκόπων, κληρικών, μοναχών, λαϊκών, μολονότι και ο ίδιος έβλεπε ότι συνολικά ήταν περιορισμένες. Και θέλησε και μόχθησε μέσω της επικοινωνίας, των θείων λειτουργιών ανά την Ελλάδα, του λόγου, του διαλόγου, της παγκόσμιας εμβέλειας της προσωπικότητάς του, να ξαναδώσει στην Ελλαδική Εκκλησία την αρχοντιά που είχε λησμονήσει. 



Πολλοί τον κατέκριναν. Ιδίως ενδοεκκλησιαστικοί. Συνεπίσκοποί του που δεν άντεχαν την σύγκριση μαζί του. Θεολόγοι και διανοούμενοι που έψαχναν να βρούνε τα αρνητικά του, γιατί εκείνος ήθελε την Εκκλησία κοντά στο λαό αρνούμενος μια ελιτίστικη λογική, όχι όμως από αδυναμία κατανόησης των απόψεών τους, γιατί η μόρφωσή του υπήρξε μοναδική. Μετά το θάνατό του δόθηκε η δυνατότητα σ’ αυτούς τους κύκλους να εφαρμόσουν τις ιδέες τους και η Εκκλησία επανήλθε στην χρησιμότητα των συσσιτίων, του κοινωνικού έργου και της μεταθανάτιας ζωής, κάνοντας το τμήμα εκείνο της κοινωνίας, το οποίο είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται, να επιστρέψει στην καθημερινότητά του και πολλούς να νοσταλγούν το «Χριστόδουλό τους». Γιατί και οι καλύτερες ιδέες, αν δεν μπορούν να αγγίξουν μέσω των προσώπων την κοινωνία και τις καρδιές των πολλών, στην καλύτερη περίπτωση προκαλούν το σεβασμό και την συγκατάβαση, συνήθως όμως την πλήρη αδιαφορία. Και αν περιοριζόταν η αδιαφορία στις ιδέες και στα πρόσωπα, μικρό το κακό. Η αδιαφορία όμως επεκτείνεται και προς την όλη πορεία της Εκκλησίας, καθώς επικράτησαν τελικά οι αντιλήψεις, για τις οποίες ο Χριστόδουλος πάλεψε να μην δεσπόζουν. Άλλαι αι βουλαί του Θεού. 



Η ιστορία θα αποτιμήσει την δεκάχρονη αρχιεπισκοπία του Χριστόδουλου. Εμείς, έχοντάς τον γνωρίσει και έχοντας λάβει από τα χέρια του την ιερωσύνη και, τολμούμε να πούμε, έμπνευση ιεραποστολικής μαρτυρίας της Εκκλησίας στη ζωή του κόσμου, έχουμε να καταθέσουμε στην συμπλήρωση πέντε χρόνων από τη εκδημία του ότι η αρχιεπισκοπία του δε βρήκε την Εκκλησία της Ελλάδος έτοιμη για αποφασιστικά βήματα, για συλλογική πορεία προς μία κατεύθυνση διαλόγου με το παρόν και το μέλλον και επανεύρεσης των στοιχείων της ταυτότητάς μας που θα μας δώσουν αληθινά στηρίγματα εφεξής. Ο Χριστόδουλος πίστευε στην Εκκλησία, με όλες τις αδυναμίες των ανθρώπων της. Ίσως οι θέσεις του να ήταν πιο συντηρητικές από ό,τι οι περιστάσεις χρειάζονταν. Έριξε όμως γέφυρες διαλόγου με το παρόν και προείδε το αύριο, το οποίο βιώνουμε με μεγάλη απογοήτευση σήμερα. Γιατί ο Χριστόδουλος εγκαίρως προείπε και κατέδειξε τα της αποτυχίας του πολιτισμού να ξεδιψάσει την πνευματική δίψα του ανθρώπου, να οδηγήσει την κοινωνία σε ανθρωπιά, αλληλεγγύη και αγάπη, παρότι πρότεινε χρήματα και απολαύσεις και τόνισε την ανάγκη να ξαναβρούμε στην παιδεία και στον πολιτισμό τα τιμιώτατα του γένους μας. 



Αφήσαμε, στο τέλος, την απήχηση της παρουσίας του Χριστόδουλου στους νέους. Πάντοτε ένα τμήμα της νεολαίας θα έχει σχέση με την Εκκλησία. Είναι τα παιδιά που οι οικογένειές τους πιστεύουν. Ο Χριστόδουλος όμως από την πρώτη στιγμή έκανε πολλούς νέους, αδιάφορους και αρνητικούς για την Εκκλησία, αν μη τι άλλο, να θέλουν να ακούσουν και ίσως να γνωρίσουν τι λέει η Εκκλησία, πώς είναι, τι δίνει και τι ζητά από το νέο. Αυτό το «ελάτε όπως είστε», για το οποίο κατηγορήθηκε, άνοιξε τις πόρτες της Εκκλησίας στους νέους. Η ευθύνη όμως από εκεί και πέρα ανήκε και ανήκει στον καθένα που διακονεί την Εκκλησία. Κι εδώ, πέντε χρόνια μετά, μάλλον η μελαγχολία μας απομένει. 



Πέντε χρόνια χωρίς το Χριστόδουλο. Όταν ένα πρόσωπο είναι χαρισματικό, έχει τη δυνατότητα να ανοίξει δρόμους εκεί που διακονεί. Το χάρισμα βεβαίως μπορεί να αποτελέσει και την παγίδα που δεν θα επιτρέψει στο πρόσωπο να δει εγκαίρως λάθη και παραλείψεις ή να μην υπολογίσει τις επιθέσεις των εχθρών του και να ηττηθεί. Αυτό όμως το οποίο κανείς δεν δικαιούται να πει για το Χριστόδουλο είναι ότι δεν αφιέρωσε τον εαυτό του, τα χαρίσματά του, τις δυνάμεις του, την εργατικότητα και τον κόπο του στο μήνυμα του Ευαγγελίου και στη ζωή της Εκκλησίας. Ίσως περισσότερο σε θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο, γιατί εκεί ήταν το μεγάλο του προτέρημα. Όμως η σχέση του με τους ανθρώπους, με το λαό του Θεού, η ακάματη πορεία του, έδειξαν ότι ένας λόγος που χρησιμοποίησε για τον εαυτό του, «φορτώσου το φορτίο τους», αποτέλεσε το κλειδί που μπορεί να ερμηνεύσει την προσωπικότητά του. Το «φορτώσου το φορτίο τους», δείχνει την μείζονα αρετή του Χριστόδουλου: την αγάπη. Την ψυγείσα στη ζωή μας και την απούσα από τον κόσμο και τον πολιτισμό μας. 



Πολλοί, με επίκληση την πνευματικότητα, προτιμούν την Εκκλησία της σιωπής. Την Εκκλησία που λειτουργεί ως ο κόκκος του σιναπιού. Την Εκκλησία που δεν ενοχλεί. Την Εκκλησία που διαφυλάσσει την ενότητα προσφέροντας υπηρεσίες. Είναι μία θεώρηση κι αυτή. Κατανοείται. Από τον Χριστόδουλο όμως τέθηκε στην πράξη η μεγάλη πρόκληση: στην Ελλάδα είχαμε μια Εκκλησία στηριγμένη στον εναγκαλισμό της με το κράτος. Και όχι μόνο οικονομικά. Το θέμα των ταυτοτήτων έδειξε ότι η πολιτεία δεν θέλει πλέον αυτό τον εναγκαλισμό. Ο αγώνας του Χριστόδουλου έδωσε παράταση στη σχέση, γιατί φάνηκε ότι η πολιτεία, πέρα από την επίδειξη δύναμης, δεν είναι έτοιμη να χωρίσει με την Εκκλησία. Σήμερα η Εκκλησία χρειάζεται για να μην υπάρχει κοινωνική αναταραχή. Αργά ή γρήγορα όμως θα έρθει και πάλι στο προσκήνιο το ερώτημα της επόμενης ημέρας. Όχι τόσο για την πολιτεία, η οποία βρίσκεται σε πλήρη πνευματική και πολιτισμική αφασία. Αλλά για την Εκκλησία, στην οποία διασώζεται ακόμη ένα «λείμμα» που αναζητεί. Την ημέρα που η Εκκλησία θα ελευθερωθεί, εκούσα ή άκουσα, από τον εναγκαλισμό με το κράτος θα χρειαστεί ηγέτες που θα την οδηγήσουν μέσα από τις συμπληγάδες της φτώχειας, της αδυναμίας διαλόγου με την εποχή και της ανάγκης για έμπνευση ενός ήθους που θα αγκαλιάσει τον σύνολο άνθρωπο, απαντώντας στους υπαρξιακούς προβληματισμούς του και ισορροπώντας ανάμεσα στις πνευματικές και υλικές δυσκολίες του. Ο Χριστόδουλος άνοιξε δρόμους. Ελπίζουμε και προσευχόμαστε η Εκκλησία να προετοιμαστεί γι’ αυτή την επόμενη ημέρα, όχι εναποθέτοντας τα πάντα στην Θεία Πρόνοια, αλλά εργαζόμενη στη γραμμή που χάραξε ο αρχιεπίσκοπος των καρδιών του λαού

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Η ΕΚΚΛΗΣΑΡΙΣΣΑ ΤΟΥ ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ

ΚΑΤΙΝΑ ΜΠΑΚΛΑ - ΤΣΕΣΜΕΛΗ



(1925 – 3/1/2011)



Η ΕΚΚΛΗΣΑΡΙΣΣΑ

(ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ)

Δυο τρεις - μέρες μετά την ανατολή του 2011, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 86 ετών, μια πραγματική αγωνίστρια της ζωής η Κατίνα Τσεσμελή Μπακλά.
Μέλος μιας φτωχής οικογένειας με πολλά παιδιά, τα περισσότερα κορίτσια, πάλεψε σκληρά όχι μόνο για της προσωπική της αποκατάσταση αλλά και των παιδιών της και των δικών της.
Παντρεύτηκε το Χρήστo Μπακλά, αρκετά μεγαλύτερό της, και μαζί τακτοποίησαν τα τρία κορίτσια τους κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο που κι αυτά, με τη σειρά, τους απόκτησαν τα δικά τους παιδιά και έδωσαν εγγόνια στο Χρήστο και την Κατίνα.
Από πολύ μικρή υπηρέτησε την εκκλησία του χωριού μας στην αρχή μαζί με τον πατέρα της το μπάρμπα-Δούκα τον Τσεσμελή, αργότερα με τον άνδρα της το Χρήστο και τελευταία μόνη της αρκετά χρόνια.
Η εκκλησία είναι ένας χώρος που για να λειτουργήσει χρειάζεται καθημερινή δουλειά. Κι αυτό χρειάζεται αγάπη και μεράκι.
Αυτό το πληρούσε και με το παραπάνω. Η Κατίνα η νεοκώρισσα.
Πόσος κόπος αλήθεια και πόση δουλειά ιδιαίτερα τα παλαιότερα χρόνια που οι ευκολίες ήτανε λιγότερες, για να καταφέρει την αρμόζουσα τάξη και καθαριότητα στον οίκο του Θεού!
Πόσος κόπος αλήθεια τα χρόνια εκείνα με τις ξυλόσομπες το χειμώνα για να ζεστάνει κάπως το ναό!
Η Κατίνα μέχρι τα τελευταία της, έσερνε τα πόδια της με πολλή αγάπη και πιστή αφοσίωση υπηρετούσε στον Άη-Γιάννη.
Μη μου πείτε πως πληρωνότανε. Όταν υπηρετείς μέσα στο ναό καμιά αμοιβή δεν αρκεί γι’ αυτά που προσφέρεις.
Η προσφορά της ήτανε μεγάλη γι’ αυτό κι όλοι θα τη θυμούνται σαν την παραδοσιακή εκκλησάρισσα του Λισβοριανού Άη-Γιάννη.
Ελαφρύ το χώμα που τη σκέπασε
Μακάρι να βρίσκονται τέτοιοι άνθρωποι για να υπηρετούν τις εκκλησιές μας.


Σαν μνημόσυνο λίγοι στίχοι Καβαφικοί αφιερωμένοι στην Κατίνα Μπακλά

ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Την εκκλησία αγαπώ – τα εξαπτέρυγά της,

τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,

τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.

Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών•

με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,

με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,

τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες

και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό-

λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό-

ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,

στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης