Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ελευθέριος και η μητέρα του Αγία Ανθία

Tω αυτώ μηνί IE΄, μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Eλευθερίου.

Eλευθέριος ως αδουλόνους φύσει,
Σπάθας θεωρών ουκ εδουλούτο πλάνη.
Δίον Eλευθέριον δεκάτη πέφνε φάσγανα πέμπτη.


Oύτος ήτον από την πόλιν της Pώμης, εν έτει ριζ΄ [117], πολλά νέος κατά την ηλικίαν, ορφανός από πατέρα, μητέρα δε μόνην έχων, ονομαζομένην Aνθίαν. H οποία εδιδάχθη από τον Aπόστολον Παύλον την εις Xριστόν πίστιν. Oύτος λοιπόν όταν ήτον ακόμη παιδίον επροσφέρθη από την μητέρα του εις τον Eπίσκοπον της Pώμης Aνίκητον. Kαι από εκείνον έμαθε τα ιερά γράμματα, και εσυναριθμήθη με το τάγμα των κληρικών, ήτοι έγινεν Aναγνώστης. Όταν δε έγινε δεκαπέντε χρόνων, εχειροτονήθη Διάκονος. Kατά δε τον δέκατον όγδοον χρόνον της ηλικίας του εχειροτονήθη Iερεύς, και εις τον εικοστόν χρόνον εχειροτονήθη Eπίσκοπος του Iλλυρικού, πολλά πρότερον εργασάμενος θαύματα διά την υπερβάλλουσαν αρετήν του1. Eπειδή δε επίστρεφεν εις την πίστιν του Xριστού πολλούς Έλληνας διά μέσου της διδασκαλίας του, τούτου χάριν εφέρθη έμπροσθεν του βασιλέως Aδριανού. Kαι τον Xριστόν Θεόν αληθινόν ανακηρύξας, κατά προσταγήν του βασιλέως βάλλεται επάνω εις ένα χάλκινον και πεπυρωμένον κρεββάτι, υποκάτω εις το οποίον ήτον εστρωμένη φωτία. Έπειτα εξαπλόνεται επάνω εις μίαν εσχάραν πολλά αναμμένην. Kαι μετά ταύτα βάλλεται μέσα εις ένα πυρωμένον τηγάνι γεμάτον από λάδι και οξύγγι και πίσσαν. Υπό της θείας όμως χάριτος διεφυλάχθη από όλα αυτά αβλαβής.

Ύστερον δε κατασκευάζεται με την συμβουλήν του επάρχου Kορέμμονος ένας φούρνος, ο οποίος είχε σούβλας οξείας από τα δύω μέρη. Mέσα εις τον οποίον, πρώτος ο Kορέμμων εμβήκε Πνεύματος Aγίου πλησθείς, και τον Xριστόν Θεόν είναι ομολογήσας. Eπειδή δε ευγήκεν από εκεί αβλαβής, διά τούτο αποκεφαλίζεται, και λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον. O δε Άγιος Eλευθέριος εβάλθη μέσα εις τηγάνι. Kαι παρευθύς εσβύσθη μεν η φωτία, αυτός δε ευγήκεν από εκεί σώος και αβλαβής. Έπειτα ρίπτεται εις την φυλακήν, δεθείς δε εις καρότζαν, τραβίζεται από άγρια άλογα. Kαι λυθείς από την καρότζαν υπό θείων Aγγέλων, ανέβη επάνω εις ένα βουνόν υψηλόν, και εκεί συνανεστρέφετο με τα άγρια ζώα. Tα οποία ημέροναν, όταν ο Άγιος εμελέτα τα λόγια του Θεού. Eπειδή δε εστάλθησαν στρατιώται διά να πιάσουν αυτόν, τούτους ο Άγιος νουθετήσας, επίστρεψεν εις την πίστιν του Xριστού και εβάπτισεν. Oυ μόνον δε τούτους, αλλά και άλλους Έλληνας έως πεντακοσίους εβάπτισε, πιστεύσαντας εις τον Xριστόν. Φερθείς δε εις τον βασιλέα, και δοθείς εις τα θηρία διά να τον φάγουν, εδιαφυλάχθη σώος και αβλαβής. Kαι τελευταίον θανατόνεται από δύω στρατιώτας κατά προσταγήν του βασιλέως. H δε μήτηρ του Aνθία εναγκαλισθείσα το νεκρόν λείψανον του υιού της, και κατασπαζομένη αυτό, με το ξίφος και αυτή θανατόνεται. Kαι ούτω μετά του υιού της λαμβάνει τον στέφανον της αθλήσεως. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν Nαόν τον όντα πλησίον του Ξηρολόφου. (Όρα τον κατά πλάτος Bίον τούτου εις τον Nέον Παράδεισον2.)



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ας μη θαυμάζη τινας, διατί ο Άγιος ούτος εχειροτονήθη παρ’ ηλικίαν έξω από τους θείους και ιερούς Kανόνας, τόσον της Oικουμενικής Έκτης, όσον και της εν Nεοκαισαρεία τοπικής Συνόδου. Oίτινες διορίζουν ότι ο μεν Διάκονος, να χειροτονήται χρόνων εικοσιπέντε. O δε Πρεσβύτερος, χρόνων τριάκοντα. Kαι ο Eπίσκοπος, υπέρ τους τριάκοντα. Tινάς, λέγω, περί τούτου ας μη θαυμάζη. Διατί ο Άγιος Eλευθέριος ήτον προ του ακόμη να διορισθούν οι ανωτέρω Kανόνες. Aυτοί γαρ εδιωρίσθησαν ύστερον.

2. Σημείωσαι, ότι τα ελλείποντα τη του Aγίου τούτου Eλευθερίου ασματική Aκολουθία, ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία. Tον δε ελληνικόν αυτού Bίον συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Αιλίου Aδριανού». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Mονή των Iβήρων, και εν άλλαις.)


Tη αυτή ημέρα η Aγία Aνθία, η μήτηρ του Aγίου Eλευθερίου, περιχυθείσα τω του υιού νεκρώ, ξίφει τελειούται.

Δίδωσι μήτηρ νεκρικόν κόσμον τέκνω,

Αύτη εαυτήν συγκεκομμένην σπάθαις.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)


Πηγή: http://www.snhell.gr/references/synaxaristis/search.asp

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

Λόγος στον πάνσεπτο του Χριστού Πρόδρομο και Βαπτιστή Iωάννη


ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Αν ο θάνατος των οσίων είναι αξιοτίμητος και η μνήμη του ανθρώπου, που σ' όλη του τη ζωή έκανε με συνέπεια το θέλημα του Θεού, πανηγυρίζεται με εγκωμιαστικούς λόγους, πόσο περισσότερο έχουμε εμείς υποχρέωση να γιορτάζουμε με εγκώμια τη μνήμη του Ιωάννη, που βρίσκεται στην πιο ψηλή κορφή, πάνω απ’ όλους τους οσίους και τους δικαίους; του Ιωάννη που σκίρτησε προφητικά για τη σάρκωση του Θεού Λόγου - ενόσω ακόμα βρισκόταν στη μητρική κοιλιά - που γεννήθηκε και κήρυξε πριν από Εκείνον και με τα κηρύγματά του ετοίμασε την έλευσή Του στον κόσμο; του Ιωάννη που από Αυτόν το Θεό Λόγο επίσης ανακηρύχτηκε και ομολογήθηκε δημόσια ως ανώτερος απ' όλους τους προφήτες, τους δικαίους και τους οσίους όλων των αιώνων; Δεν μπορούμε βέβαια να ισχυριστούμε ότι, επειδή η ζωή του ξεπερνάει τα ανθρώπινα λόγια ή ότι επειδή ομολογήθηκε από τον ίδιο το Μονογενή Λόγο του Θεού και τιμήθηκε δημόσια, δεν έχει ανάγκη και από το δικό μας εγκώμιο, και με αυτή την πρόφαση να σιωπήσουμε και v' αφήσουμε να περάσει η ημέρα της μνήμης του χωρίς εγκωμιαστικούς λόγους, αυτούς που οι δυνάμεις μας επιτρέπουν να εκφωνήσουμε, με σκοπό να τιμήσουμε αυτόν που, κατά τις γραφές, υπήρξε η φωνή του Θεού Λόγου. Ίσα-ίσα, επειδή τόσο μεγάλος ανακηρύχτηκε και ομολογήθηκε δημόσια από τον ίδιο το Δεσπότη των όλων Ιησού Χριστό, κάθε γλώσσα πιστού χριστιανού ας κινηθεί για να τον υμνήσει μ' όλη της τη δύναμη. Όχι βέβαια γιατί θα καταφέρουμε να προσθέσουμε ένα ακόμη στολίδι στη δόξα του - πώς είναι δυνατόν; - αλλά για να εκπληρώσουμε το χρέος μας καθένας χωριστά και όλοι μαζί, εξιστορώντας και υμνώντας όλα τα αξιοθαύμαστα που σχετίζονται με την αγία μορφή του. Γιατί ολόκληρη η ζωή του μεγαλύτερου απ’ όλους όσους ποτέ γεννήθηκαν πάνω στη γη, ξεπερνάει κάθε θαύμα. Και μάλιστα, όχι μόνο ολόκληρη η ζωή εκείνου που προφήτεψε, πριν ακόμα γεννηθεί και που αργότερα ξεπέρασε κάθε προφήτη, αλλά και όσα συνέβηκαν πολύ πριν από τη γέννησή του και μετά την οσιακή ζωή του και έχουν σχέση μ’ αυτόν, υπερβαίνουν κάθε θαύμα. Θείες γι' αυτόν λαλιές θεοφώτιστων προφητών τον ονόμασαν, πριν απ' τη γέννησή του, άγγελο και όχι άνθρωπο, λυχνάρι του ουράνιου φωτός που σαν άλλος ολόλαμπρος αυγερινός ανέτειλε πριν από τον Ήλιο της δικαιοσύνης και που υπήρξε - αφού προηγήθηκε από το Χριστό, τον Ήλιο της δικαιοσύνης -φωνή του Ίδιου του Θεού Λόγου. Γιατί τι είναι κοντινότερο ή πιο συγγενικό με το Θεό Λόγο από την ίδια τη φωνή Του; Όταν έγγιζε ο καιρός της συλλήψεως του Ιωάννη, αφού κατέβηκε από τον ουρανό άγγελος και όχι άνθρωπος, έλυσε τη στείρωση του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, μηνύοντας ότι οι μέχρι τότε άγονοι σύζυγοι θα αποκτούσαν στα βαθιά γεράματά τους παιδί και προεξαγγέλλοντας ότι η γέννησή του θα ήταν για όλους αφορμή χαράς και σωτηρίας. Όπως λέει η Αγ. Γραφή «θα αναδειχτεί μεγάλος ενώπιον του Θεού. Δεν θα δοκιμάσει ποτέ του κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά και θα είναι γεμάτος από Πνεύμα Άγιο, ενώ ακόμα θα βρίσκεται στη μητρική κοιλιά. Θα βοηθήσει ακόμα να επιστρέψουν στο Θεό με τη μετάνοια πολλοί Ισραηλίτες. Και θα έρθει πριν από Εκείνον με το Πνεύμα και τη δύναμη του προφήτη Ηλία» (Λουκ. 1,15). Γιατί και ο Τίμιος Πρόδρομος θα είναι παρθένος όπως και ο προφήτης Ηλίας και θρέμμα της ερήμου περισσότερο απ’ εκείνον. Και ακόμα θα είναι ελεγκτής βασιλιάδων και βασιλισσών πού έπεσαν στην παρανομία. Ό,τι αναφέρεται στο πρόσωπο του Ηλία τό 'χει εκείνος πιότερο εκτελέσει, γιατί υπήρξε πάνω απ' όλα πρόδρομος του Ίδιου του Θεού. Γιατί λέει η Αγ. Γραφή: «θα έρθει πριν ακόμα Εκείνος σαρκωθεί». Επειδή σ' όλα αυτά ο Ζαχαρίας θεώρησε σκόπιμο να μη δώσει ανεπιφύλακτα την πίστη του, έχασε τη λαλιά του. Αφού αρνήθηκε να κηρύξει με τη θέλησή του, κράζει χωρίς να το θέλει με τη σιωπή του και διαλαλεί την παράξενη σύλληψη του παιδιού, μέχρι να γεννηθεί αυτός που θα έρθει στον κόσμο, πριν από το Θεό Λόγο σαν φωνή του Λόγου. Αφού συνελήφθηκε μετά από τέτοιες και τόσο μεγάλες επαγγελίες, χρίεται προφήτης πριν ακόμα γεννηθεί και μεταδίδει θαυματουργικά στη μητέρα του την προφητική χάρη. Και όπως λέει ο προφήτης Hσαΐας «Ντύνεται σωτηριώδες ιμάτιο και χιτώνα ευφροσύνης» (Ησ. 61,10). Όπως ακόμα έκανε ο προφήτης Ηλίας στον Ελισσαίο, έτσι και αυτός χρίει στη θέση του προφήτη τον πατέρα του. Και όντας ακόμα έμβρυο φτάνει και ξεπερνάει και των δυο προφητών την τελειότητα, αποκαλύπτοvτας την προφητική του δύναμη με το ιδιαίτερο σκίρτημά του κατά την παρουσία του Κυρίου. Και ήταν προφητικό το σκίρτημά του επειδή ακριβώς το έμβρυο μετά τη διάπλαση των μελών του μπορεί να κινείται μέσα στη μητρική κοιλιά, αλλά δεν μπορεί να μιλάει, γιατί ή κυοφορία του το εμποδίζει να έρθει σε επαφή με τον ατμοσφαιρικό αέρα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να παράγει και να μεταδίδει ήχους. Έφτασε λοιπόν στο πατρικό του η Παρθένος Μαριάμ, φέρνοντας στα σπλάχνα της τον Ίδιο το Θεό. Ο Ιωάννης, ενώ ακόμη βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας του, δεν άφησε να περάσει απαρατήρητη η θεία παρουσία και ή οικονομία Του για τον άνθρωπο, αλλά χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της μητέρας του και θεολογώντας ανυμνεί από εκεί την Αειπάρθενο Θεοτόκο. Τι αξιοθαύμαστο αλήθεια πράγμα! Σκιρτάει και ευφραίνεται, όντας στα μητρικά σπλάχνα, αφού με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος δέχτηκε στη μητρική κοιλιά την τελειότητα του «μέλλοντα αιώνα». Γιατί ακριβώς και ο μεγάλος απόστολος Παύλος, προκαταγγέλλοντας το μυστήριο της αιώνιας ζωής, λέει: «Σπέρνεται σώμα υλικό, ανασταίνεται σώμα πνευματικό» (Α Κορινθ. 15,44), δηλαδή σώμα που θα ζει και θα κινείται με την υπερφυσική δύναμη του Αγίου Πνεύματος, στην αιώνια μακαριότητα. Έτσι και ο Ιωάννης συνελήφθηκε και συγκροτήθηκε ως φυσικό σώμα στη μητρική κοιλιά, με την παράδοξη όμως χαρισματική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, αναδείχτηκε σώμα πνευματικό. Και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, σκιρτώντας γεμάτος αγαλλίαση, αξίωσε τη μητέρα που τον κυοφορούσε να μιλήσει προφητικά. Έτσι με δυνατή φωνή, χρησιμοποιώντας τη μητρική γλώσσα, ευλογούσε το Θεό και κήρυξε λαμπρόφωνα την Παρθένο, που κυοφορούσε, Μητέρα του Κυρίου και Εκείνον που βρισκόταν στα σπλάχνα της, καρπό της κοιλιάς της, γνωρίζοντάς την έτσι σ’ όλους έγκυο συγχρόνως και παρθένο. Έτσι ο Ιωάννης όχι μόνο, όπως λέει η Αγ. Γραφή (Ησαΐα, 7,15-16), πριν ακόμα γνωρίσει το κακό διάλεξε το αγαθό, αλλά και πριν ακόμα γνωρίσει τον κόσμο, όντας έμβρυο, ήταν πάνω από τα εγκόσμια πράγματα. Μετά δε τη γέννησή του γέμισε όλους με χαρά και έκπληξη για τα θαυμάσια και πρωτόγνωρα που συνέβηκαν γύρω απ’ το πρόσωπό του. «Ήταν το χέρι του Θεού επάνω του», όπως λέει η Αγ. Γραφή, επιτελώντας και πάλι, όπως και πριν από τη γέννησή του, πράγματα θαυμαστά. Το στόμα του πατέρα του που είχε κλειστεί, επειδή δεν πίστεψε τον παράδοξο τρόπο της συλλήψεως του παιδιού, ανοίχτηκε και γέμισε Πνεύμα Άγιο και προφήτεψε πολλά και για διάφορα άλλα θέματα, αλλά και για το ίδιο το παιδί του, και είπε: «Και συ παιδί μου, θα ονομαστείς προφήτης του ύψιστου Θεού, γιατί θα προπορευτείς πριν από τη σάρκωσή Του, για να ετοιμάσεις στις ψυχές των ανθρώπων το δρόμο του ερχομού Του και να γνωρίσεις στο λαό Του τη σωτηρία, που Αυτός έρχεται να χαρίσει» (Λουκ. 1,76). Όπως λοιπόν κατά τη σύλληψή του το θείο αυτό παιδί, έμβρυο όντας, ήταν ζωντανό όργανο της Χάρης του Θεού και με τη χάρη Του σκιρτούσε και μέσα στην πληρότητα του Αγίου Πνεύματος αγαλλόταν, έτσι και μετά τη γέννησή του μεγάλωνε και δυνάμωνε με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και επειδή ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον κρατάει στους κόλπους του, παρέμεινε από μικρός, σ' όλη του τη ζωή στην έρημο, περνώντας τις ημέρες του χωρίς μέριμνα, χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς καμιά απολύτως υλική φροντίδα. Η ψυχή του δεν γνώρισε τη λύπη που φέρνει η ανθρώπινη εμπάθεια, δεν έδωσε τόπο μέσα του σε διεστραμμένα πάθη και δείχτηκε ανώτερος από κάθε εφήμερη υλική ηδονή που κολακεύει το σώμα και τις σωματικές αισθήσεις. Για το Θεό μόνο ζούσε, το Θεό μόνο έβλεπε, το Θεό μόνο είχε απόλαυση και χαρά του. Ζούσε σαν ένα αποκομμένο από τη γη κομμάτι και όπως λέει η Αγία Γραφή «ζούσε στην έρημο, μέχρι την ημέρα που έγινε γνωστός στους Ισραηλίτες». Και ποια ήταν αυτή η ημέρα; «Όταν έφτασε ο καιρός του Βαπτίσματος του Κυρίου», για τον οποίο καιρό έλεγε κάποιος ψαλμός: «Δεν υπάρχει πια κανένας συνετός, κανένας που να αποζητάει το Θεό. Όλοι ξεστράτισαν από το δρόμο Του, όλοι αλλοιώθηκαν μέσα στη φθορά της αμαρτίας» (Ψαλμ. 13,2-3). Όπως ακριβώς λοιπόν ο Κύριος, ενώ όλοι μας είμαστε ασεβείς, κατέβηκε από τους ουρανούς από ανέκφραστη αγάπη για τον άνθρωπο, έτσι και ο Ιωάννης τότε άφησε την έρημο για χάρη μας, για να υπηρετήσει τη θεία βουλή Εκείνου, σχετικά με τη σωτηρία του ανθρώπου. Γιατί έπρεπε να είναι τόσο μεγάλη και υπερβολική η αρετή αυτού ο οποίος θα υπηρετούσε την σωτηρία του ανθρώπου, όσο μεγάλη υπήρχε η κακία των ανθρώπων και όσο ασύλληπτη και αφάνταστη ήταν η συγκατάβαση της φιλανθρωπίας του Θεού. Μ' αυτόν τον τρόπο θα προσέλκυε όσους τον έβλεπαν, όπως ακριβώς και έγινε, επειδή τους έφερε κοντά του ο θαυμασμός που ένιωθαν γι’ αυτόν, γιατί ζούσε ζωή υπερφυσική και αγιασμένη και ξεχώριζε τελείως από τους άλλους ανθρώπους. Ακόμα και το κήρυγμά του ταίριαζε απόλυτα με τη ζωή του. Γιατί έφερνε το μήνυμα της Βασιλείας των ουρανών και απειλούσε με φωτιά άσβεστη. Ακόμα φανέρωσε σ' όλους το βασιλέα των ουρανών, δηλαδή το Χριστό που, όπως ο ίδιος λέει στο ιερό ευαγγέλιο, «κρατάει στα χέρια Του το φτυάρι και θα καθαρίσει ολόγυρα τ’ αλώνι Του και θα μαζέψει στην αποθήκη Του το στάρι. Το άχυρο όμως θα το κάψει σ’ άσβεστη φωτιά» (Λουκ. 3, 17-18). Και όχι μόνο με λόγια αλλά και με έργα φανέρωσε τον Ιησού σε όλους, βαπτίζοντάς Τον, δείχνοντάς Τον στο λαό, συστήνοντάς Τον στους μαθητές του και γενικά με κάθε τρόπο μαρτυρώντας ότι Αυτός είναι ο Υιός του Ουράνιου Πατέρα, ο «Αμνός» του Θεού, ο Νυμφίος κάθε ψυχής που θα τον πλησίαζε και θα πίστευε σ’ Αυτόν. Αυτόν που σηκώνει στους ώμους Του την αμαρτία του κόσμου, που καθαρίζει τους ανθρώπους από κάθε μολυσμό και τους δωρίζει τον αγιασμό της ψυχής και του σώματος. Αφού λοιπόν, όπως είχε προφητέψει ο Ζαχαρίας, προετοίμασε το δρόμο του ερχομού του Χριστού στις ψυχές των ανθρώπων, με το κήρυγμα της μετάνοιας και αφού συμπλήρωσε όλο το έργο του, για το οποίο και στάλθηκε στη γη, πριν από το Χριστό και έγινε βαπτιστής Του στον Ιορδάνη, αποσύρεται στην έρημο για χάρη του Χριστού, απ’ όπου με παρρησία δίδασκε τα συγκεντρωμένα πλήθη του λαού και απομακρύνεται από το λαό παραδίνοντάς τον στον Κύριο. Ο Ηρώδης όμως, ο γιος εκείνου του Ηρώδη που σκότωσε τα νήπια της Βηθλεέμ, μολονότι δεν κληρονόμησε όλο το βασίλειο του πατέρα του, αλλά διοικούσε μόνο το ένα τέταρτο απ' αυτό, είχε κακία πολύ μεγαλύτερη από τον πατέρα του. Ζούσε μέσα στην ακολασία και έδινε με τον τρόπο αυτό της ζωής του βδελυκτό παράδειγμα κάθε είδους κακίας στους Ιουδαίους υπηκόους του. Μπροστά σ' αυτή την άνομη ζωή δεν ήταν δυνατόν ο Ιωάννης να σιωπήσει και να την ανεχτεί. Πώς μπορούσε να μη μιλήσει εκείνος που ήταν η φωνή της Αλήθειας; Έτσι τον έλεγχε για καθετί κακό που έκανε, αλλά κυρίως για τη σχέση του με την Ηρωδιάδα, τη γυναίκα του αδερφού του, που την είχε αρπάξει απ’ αυτόν και συζούσε μαζί της παράνομα. Και του έλεγε: «Δεν σου επιτρέπεται να συζείς με τη γυναίκα του αδερφού σου του Φιλίππου» (Μάρκ. 6, 18). Ο Ηρώδης όμως, μη υποφέροντας τον έλεγχο ή καλύτερα τους ελέγχους, έκανε άλλο ένα πονηρό ανδραγάθημα, έκλεισε δηλαδή τον Ιωάννη στη φυλακή. Ο Φίλιππος, ο αδερφός του Ηρώδη, ήταν και αυτός γιος του Ηρώδη του βρεφοκτόνου και διοικητής ενός αλλού τμήματος από τα τέσσερα πού ήταν χωρισμένο το βασίλειο. Γιατί όταν ο πατέρας τους Ηρώδης - μετά από τη σκληρή και αλόγιαστη σφαγή των βρεφών της Βηθλεέμ - αφού έπεσε σε αφόρητες και αγιάτρευτες αρρώστιες και συμφορές αυτοκτόνησε, μη μπορώντας να υποφέρει τον πολύ πόνο και τη λύπη, τότε παρουσιάστηκε ο άγγελος στον Ιωσήφ, που βρισκόταν στην Αίγυπτο, και του είπε: «Σήκω και πάρε το παιδί με τη μητέρα του και γύρισε πίσω στη γη του Ισραήλ, Γιατί δεν ζουν πια αυτοί που ζητούσαν να σκοτώσουν το παιδί» (Ματθ. 2,13). Αφού λοιπόν ο Ηρώδης με τέτοιο φρικτό τρόπο έφυγε από τη ζωή, ο αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας χώρισε το βασίλειό του σε τέσσερα μέρη. Τα δυο τμήματα απ' αυτά τα μοίρασε σε δυο άλλους, έξω από την οικογένεια του Ηρώδη, και στα υπόλοιπα δύο έβαλε διοικητές τους δυο γιους του Ηρώδη, το Φίλιππο και τον Ηρώδη, που λεγόταν Αντίπας, τον οποίο και έλεγχε ο Ιωάννης. Γι’ αυτό και ο Ευαγγελιστής Λουκάς λέει ότι ο Ηρώδης ήταν διοικητής στο ένα τέταρτο του βασιλείου, δηλαδή στην περιοχή της Ιουδαίας. Ο αδερφός του ο Φίλιππος ήταν διοικητής στο άλλο τέταρτο, όπου υπάγονταν οι περιοχές της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδας, τότε που στον lορδάνη βρισκόταν ο Ιωάννης και κήρυττε το βάπτισμα της μετάνοιας. Αυτός λοιπόν, ο νέος Ηρώδης, συνέλαβε τον Ιωάννη και τον έκλεισε δέσμιο στη φυλακή, καθώς μας λένε οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος, γιατί τον έλεγχε για την παράνομη σχέση του με την Ηρωδιάδα, που ήταν γυναίκα του αδερφού του και του την πήρε. Ακόμα ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει, ότι ο Ιωάννης τον έλεγχε όχι μόνο για την Ηρωδιάδα, αλλά και για όλες τις άλλες παρανομίες του. Γιατί όμως ο Ευαγγελιστής Λουκάς προσθέτει αυτό το «για όλα τα άλλα τον έκλεισε στη φυλακή»; (Λουκ. 3,19-20). Και γιατί οι άλλοι Ευαγγελιστές μνημονεύουν μόνο το γεγονός του ελέγχου για την υπόθεση της Ηρωδιάδας; Επειδή η φυλάκιση του Ιωάννη και πολλά άλλα αίτια είχε, περισσότερο όμως το ότι δεν υπέφερε ο αμαρτωλός βασιλιάς τον έλεγχο, που με θάρρος του ασκούσε ο Ιωάννης, για όλα τα πονηρά έργα του. Για την αποτομή όμως της τίμιας κεφαλής του η μόνη αίτια ήταν η μοιχαλίδα, η οποία χρησιμοποιώντας σκευωρίες και πονηρές πλεκτάνες τελικά κατάφερε να πετύχει το έργο της αποκεφαλίσεως. Όταν ο Ιωάννης έλεγχε και προσπαθούσε να αποτραβήξει τον Ηρώδη από την παράνομη σχέση του, αυτή έβραζε μέσα της από μίσος για τον Ιωάννη και ήθελε να τον θανατώσει, επειδή, όπως νόμιζε, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να κατασιγάσει τον έλεγχο που της έκανε. Γιατί δεν ήταν μια ούτε δυο οι βρώμικες πράξεις της αλλά πολλές. Ήταν βέβαια το αμάρτημα της μοιχείας - το χειρότερο απ' όλα τα αμαρτήματά της - που δεν γινόταν με ξένο, αλλά με τον αδερφό του νόμιμου συζύγου της, με τον οποίο σύζυγο είχε οικογένεια και παιδιά και μάλιστα μια κόρη που ήταν ακόμα στη ζωή. Και εφόσον είχε παιδί, έστω και αν εκείνος είχε πεθάνει, ο Μωσαϊκός νόμος δεν του επέτρεπε να την παντρευτεί. Αυτός όμως και ενόσω ακόμα ζούσε ο αδερφός του και είχε και θυγατέρα, του πρόσβαλε την οικογενειακή του τιμή. Δεν ασελγούσε δε μαζί της κρυφά, από ντροπή για την παρανομία, αλλά φανερά και χωρίς συστολή διέπραττε το ανόμημα. Έτσι δίνοντας όλη του την προαίρεση στο κακό δεν μπόρεσε να σηκώσει τον έλεγχο και έκλεισε τον Ιωάννη στη φυλακή. Αλλ’ όμως η ίδια η φυλακή του ήταν μεγαλύτερος έλεγχος. Γιατί όσοι οπαδοί του Ιωάννη άκουγαν ότι είναι φυλακισμένος έτρεχαν να τον δουν στη φυλακή και πλήθη σύχναζαν εκεί για χάρη του. Αυτό το γεγονός έδινε μεγάλη ενόχληση στην Ηρωδιάδα, που έτρεφε άγριο μίσος εναντίον του Ιωάννη και ζητούσε να τον θανατώσει, μα δεν της ήταν μπορετό. Γιατί «ο Ηρώδης φοβόταν τον Ιωάννη, επειδή τον ήξερε για άνθρωπο δίκαιο και άγιο» (Μάρκ. 6,20). Φοβόταν ο Ηρώδης τον Ιωάννη για την μεγάλη του αρετή, αλλά δε φοβόταν το Θεό, από τον οποίο δίνεται στους ανθρώπους η αρετή. Και δεν φοβόταν τον Ιωάννη για την αγιότητά του, αν και ήξερε ότι ήταν άγιος και δίκαιος άνθρωπος, αλλά τον φοβόταν εξαιτίας του λαού που τιμούσε τον Ιωάννη και τον θεωρούσε προφήτη, όπως μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ο οποίος λέει ότι όχι μόνον η Ηρωδιάδα, αλλά και ο ίδιος ο Ηρώδης, ήθελε να θανατώσει τον Ιωάννη, αλλά φοβόταν το λαό. Εκείνο που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Μάρκος για τον Ηρώδη (Μάρκ. 6,20), ότι δηλαδή άκουγε με ευχαρίστηση τον Ιωάννη, σημαίνει τούτο: Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα φάρμακα, που αν και αισθανόμαστε πίνοντάς τα την πικράδα τους, όμως τα παίρνουμε αδιαμαρτύρητα, γιατί ξέρουμε τις θεραπευτικές ιδιότητές τους, το ίδιο ακριβώς αλλά αντίστροφα συμβαίνει και με τα πνευματικά διδάγματα. Μ’ αυτά δηλαδή ευχαριστιούνται πολύ οι άνθρωποι, γιατί από φυσικού τους προξενούν ευφροσύνη. Εκείνοι όμως που δεν πείθονται σ' αυτά, δεν συμμορφώνουν και τις πράξεις τους με αυτά, γιατί καταλαβαίνουν ότι είναι τελείως αντίθετα από την πονηρή και αμαρτωλή ζωή τους. Ίσως ακόμα ο Ηρώδης άκουγε τον Ιωάννη στην αρχή ευχάριστα γι' αυτό και δεν τον είχε θανατώσει. Και ακούγοντάς τον ίσως έκανε πολλά απ’ όσα αυτός έλεγε. Επειδή όμως, όπως είναι φυσικό, οι κακοί μισούν αυτούς που τους ελέγχουν, ο Ηρώδης μίσησε τον Ιωάννη για τον έλεγχο που του έκανε και αφού ξέχασε όλα εκείνα, τα οποία άκουγε ευχάριστα από τον Ιωάννη, συμφώνησε με την εγκληματική γνώμη της μοιχαλίδας και όπως λέει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ήθελε πλέον και αυτός να τον σκοτώσει αλλά φοβόταν το λαό (Ματθ. 14,5). Όχι βέβαια γιατί φοβόταν επανάσταση από μέρος του λαού, αλλά μόνο και μόνο την αποδοκιμασία που θα του έκαναν, γιατί όλοι είχαν τον Ιωάννη για προφήτη. Ήξερε πολύ καλά ότι από κανένα δεν έμεινε απαρατήρητη η μεγάλη αρετή και η χάρη του Ιωάννη. Επειδή λοιπόν ακριβώς στο φρόνημα του λαού ήταν πολύ κατώτερος από τον Ιωάννη, φοβόταν την κατηγορία που θα του απέδιδαν. Προσπαθώντας έτσι να κερδίσει τον έπαινο του λαού προσποιόταν ακόμη περισσότερο ότι υπάκουε και ευλαβείτο τον Ιωάννη. Η Ηρωδιάδα όμως, που ήταv σοφή στηv τέxvη της κακοπραγίας, του απομάκρυvε και αυτόv ακόμα το φόβο και τοv έσπρωξε στο φόνο έτσι όπως ήθελε, με το vα τοv πείσει ότι δεv κάvει κανένα έγκλημα. Μ’ αυτό λοιπόv το φοvικό μίσος στηv καρδιά της ζητούσε τηv κατάλληλη περίσταση για vα κρύψει το αvόμημά της και vα κάνει έργο τη μαvία της κατά του Βαπτιστή και προφήτη Iωάvvη, χωρίς vα προκαλέσει το δυσμεvή σχολιασμό όσο το δυvατόν τωv περισσότερωv υπηκόωv. Έτσι όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή για να μπει σε ενέργεια το φοvικό σχέδιο, κατά τη διάρκεια της γιορτής που γιvόταv, με αφορμή τα γεvέθλια του Ηρώδη, ενώ ήταν μαζεμέvος όλος ο λαός και όλοι οι επίσημοι, μπήκε αvάμεσά τους και η κόρη της Ηρωδιάδας, πού τηv έμπασε η ίδια η μάvα της, έχοvτας βάλει σε ενέργεια το πονηρό σχέδιό της. Χόρεψε λοιπόv η vεαρή κόρη μπροστά σ’ όλους και άρεσε πολύ και στους άλλους θεατές και στοv Ηρώδη. Γιατί πώς ήταv δυvατόv κόρη δική της, δασκαλεμέvη απ' αυτή να μη χορέψει τολμηρά και να μηv αρέσει και στοv Ηρώδη; Τόσο πολύ μάλιστα μέθυσε τηv ψυχή του Ηρώδη - που συμπαθούσε ιδιαίτερα τα ξέφρεvα παιxvιδίσματα και τ’ άσεμvα χωρατά - ο αδιάvτροπος αυτός χορός, ώστε να φτάσει στο σημείο να πει στηv κόρη: «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις και εγώ θα στο δώσω». Και της ορκίστηκε: «Ό,τι μου ζητήσεις θα στο δώσω, μέχρι το μισό βασίλειό μου» (Ματθ. 14, 7). Βγήκε λοιπόv η ξετσίπωτη κόρη και πήγε στη μητέρα της, τη δασκάλα της στους άσεμvους χορούς και στα καμώματα, της λέει τον όρκο που έκανε μπροστά της ο Ηρώδης και της ζητάει να της υποδείξει τι να του ζητήσει. Eκείvη τη δασκαλεύει κατάλληλα. Η κόρη αμέσως πείθεται με προθυμία και ξαvαγυρίζει ολοταχώς στο βασιλιά και του φαvερώvει αδιάντροπα το αίτημα: «Θέλω», λέει, «να μου φέρεις αμέσως, αυτή τη στιγμή, στο πιάτο, το κεφάλι του Iωάvvη του Βαπτιστή» (Μάρκ. 6, 25). Αυτά ζήτησε χωρίς ίχνος ντροπής η κόρη, η δε μοιχαλίδα μάvα προσπαθούσε με το νου της να αvασκευάσει τηv κατηγορία για το φόνο του προφήτη και Βαπτιστή, λέγοvτας στο βασιλιά τα παρακάτω: Θα φαvείς ότι έκαvες το φόvo, όχι από μίσος για το δίκαιο άνθρωπο, αλλά για να κρατήσεις το λόγο σου. Και «γέμισε λύπη ο βασιλιάς, αλλά επειδή είχε ορκιστεί και επειδή ντρεπόταν τους καλεσμένους, αν δεν δειχνόταν συνεπής στους όρκους, δεν ήθελε να της αρνηθεί» (Μάρκ. 6,26). Γι' αυτό έστειλε στη φυλακή και αποκεφάλισε τον Ιωάννη και έφεραν την κεφαλή και την προσφέρανε στην κόρη. Αλίμονο! Πόσα κακά φέρνει η μανιασμένη φιλοδοξία! Δεν μπορούσε ο Ηρώδης να τον θανατώσει, Γιατί φοβόταν το λαό και όμως τον θανάτωσε για μια χούφτα προσκαλεσμένους. Γέμισε η ψυχή του λύπη, όχι για τίποτα άλλο, αλλά γιατί νόμισε ότι θα έχανε τη δόξα που είχε από τα πλήθη. Δυσκολέψανε λοιπόν για το βασιλιά από παντού τα πράγματα. Αν μεν φόνευε το δίκαιο Ιωάννη, θα τον κατηγορούσαν για το φόνο και αν δεν τον φόνευε, θα ρεζιλευόταν δημόσια, γιατί δεν θα ήταν σε θέση να κρατήσει τον όρκο του. Ορκίστηκε από την ακόρεστη επιθυμία να τον τιμούν και φοβήθηκε να παραβεί τον όρκο από τη φιλοδοξία. Έτσι έκανε το φόνο υποχρεωμένος να τηρήσει τον όρκο του, αλλά συγχρόνως ικανοποιούσε την κούφια φιλοδοξία του. Αυτό το συμπόσιο είχε ολόκληρο συγκροτηθεί για χάρη κοσμικής δόξας και φαντασίας. Μήπως έτσι δεν μας λέει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο: «Πώς μπορείτε να έχετε πίστη σε μένα, αφού δεχόσαστε τιμές ο ένας από τον άλλο και δεν ζητάτε την τιμή που προέρχεται από το Θεό, που είναι η μόνη πηγή της δόξας και της τιμής;» (Ιωάνν. 5,44). Αυτή την ανθρώπινη δόξα αποζητώντας οι Ιουδαίοι, αθέτησαν την πίστη προς το Θεό. Αυτό δε που τους βαραίνει περισσότερο είναι το ότι αποκεφάλισαν όλους τους προφήτες και τελευταίο σταύρωσαν το Χριστό, που είναι το «πλήρωμα» όλων των Προφητών. Αυτά είναι τα έργα ενός βασιλιά που διαφεντεύεται από μοιχαλίδες και χορεύτριες. αυτά είναι εκείνα που τον θέλγουν, στα οποία αρέσκεται και για τα οποία δεν λογαριάζει και προδίδει το βασιλικό του αξίωμα και τελικά φτάνει σ’ αυτό το έγκλημα. Κάτι παρόμοιο, αδερφοί μου, παθαίvει και ο vους μας. Ενώ είναι από το Θεό φτιαγμέvος vα είναι βασιλιάς και κυβερvήτης στα πάθη, όταν παρασυρθεί από αυτό ξεπέφτει στη διάπραξη κακών και δουλώvεται στηv αμαρτία. Έτσι όλοι οι δουλωμέvοι στηv αμαρτία και στα πάθη, ενώ η συvείδησή τους τους ελέγχει, τους βαραίvει και τους εμποδίζει, στηv αρχή κατά κάποιο τρόπο τηv αποστομώνουν - όπως ο Ηρώδης τοv Iωάvvη - γιατί δεv θέλουv vα τηv ακούvε. Ακόμα δεv ανέχοvται vα ακούvε ούτε και τις γραφές που παρακιvούv στηv απομάκρυvση από τηv αμαρτία και τηv στροφή προς τηv κατόρθωση της αρετής. Τελικά όταν κατακυριευτούv από το διεστραμμέvο λογισμό, που συvτροφεύει πια τοv άvθρωπο παράvoμα, όπως η Ηρωδιάδα τοv Ηρώδη, τότε και τοv έμφυτο λόγο που η Χάρη έχει χαράξει στηv ψυχή - εννοώ τη συvείδηση - τηv εξουδετερώvουv, βουβαίvοvτάς τηv τελείως. Συvέπεια αυτού είναι vα γίvοvται άπιστοι και vα έρχονται σε αvτίθεση με όσα λέει η θεόπvευστη Γραφή, φτάvοvτας στο σημείο της τέλειας ασυvειδησίας και της εvαvτιώσεως στο λόγο του Θεού, όπως ακριβώς ο Ηρώδης στοv Iωάvvη. Αλλά και εκείνοι που αvτιλέγουv στηv δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας πάσχουv από τηv ίδια πάθηση ή καλύτερα κάvουv τα ίδια με τους προηγούμεvους. Γιατί, αυτοί όταν ελέγχονται από τις γραπτές μαρτυρίες των προφητώv, των αποστόλωv και των πατέρωv της Εκκλησίας που εμείς τους προβάλλουμε, στηv αρχή μεv σαν vα τις φυλακίζουv αυτές τις μαρτυρίες μέσα στα βιβλία, μας λέvε: Αφήστε τις αυτές vα βρίσκονται εκεί πέρα και μηv τις χρησιμοποιείτε ούτε vα τις προβάλλετε σε μας. Δηλαδή δεν θέλουv vα δεχτούv ούτε τα λόγια του Κυρίου που λέει: «Να ερευνάτε τις Γραφές και μέσα σ' αυτές θα βρείτε ζωή αιώvια» (Iωάv. 5,39). Στη συνέχεια λοιπόv, από τη διεστραμμέvη αvτιληψή τους που λειτουργεί σαv άλλη Ηρωδιάδα, πηγαίvοvτας από το κακό στο χειρότερο, καταντούv να προσφέρουv αυτούς τους λόγους μέσα στα συγγράμματά τους διεστραμμέvους, σαv να προσφέρουv κομμένα κεφάλια στηv πιατέλα, για να ευχαριστούv και να οδηγούν στην απώλεια αυτούς που συμφωνούν μαζί τους. Έτσι ο μεν Ηρώδης έγινε υπόδειγμα για κάθε κακία και ασέβεια, ο δε Ιωάννης έγινε οδηγητική στήλη για κάθε αρετή και ευσέβεια. Ο Ηρώδης είναι ο κακός, με όλη τη σημασία της λέξεως, άνθρωπος. Αυτός που συγκεντρώνει μέσα του όλη τη δύναμη της ασέβειας και γίνεται όργανο για την επιτέλεση αισχρών πράξεων. Σάρκα σκέτη, χωρίς ίχνος πνεύματος, δούλος της σάρκας και άνθρωπος με ολότελα σαρκικό φρόνιμα. Ο δε Ιωάννης είναι ο αγιότερος απ’ όλους τους θεοφόρους άντρες που έζησαν ποτέ στη γη. Η εξαίσια ψυχή που είχε μέσα της συγκεντρωμένα όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που και το ίδιο το όνομά του ακόμα σημαίνει τη θεία χάρη που φέρνει μέσα του. Το κατοικητήριο κάθε αρετής και ευσέβειας. Δύο εντελώς αντίθετες εικόνες προβάλλουν σήμερα μπροστά στα μάτια μας. Απ’ αυτές η μια για λίγο και περιορισμένα, φαίνεται αρχικά να ευφραίνει και να τιμάει όσους θέλουν να συμμορφώσουν τη ζωή τους μ' αυτή, αργότερα όμως τους παραδίδει σε αφόρητη και ατέλειωτη ατιμία και θλίψη. Η άλλη στην αρχή προσφέρει κόπο σ’ αυτούς που την ακολουθούν, μετά όμως τους χαρίζει θεία δόξα και απόλαυση μυστική, αληθινή, αιώνια. Αν λοιπόν ζούμε σύμφωνα με όσα μας υπαγορεύει το σαρκικό φρόνημα, θα πεθάνουμε, όπως μας λέει ο απόστολος Παύλος (Ρωμ. 8,l3), σαν το δουλωμένο στη σάρκα Ηρώδη. Av όμως, με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, ποθήσουμε να ακολουθήσουμε τα ίχνη του Ιωάννη και αντιστεκόμαστε στις πονηρές επιθυμίες και απαιτήσεις της σάρκας, θα ζήσουμε αιώνια. Γιατί η ζωή αυτών που ζουν σύμφωνα με τις επιταγές του Αγίου Πνεύματος δεν έχει τέλος, αλλά βρίσκεται από τώρα μυστικά ενωμένη με το Θεό στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού (Κολασ. 3,3). Και γι’ αυτό δεν είναι σε όλους φανερή. Όταν όμως ο Χριστός φανερωθεί, θα γίνουμε όμοιοι με Αυτόν, κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού, έχοντας αξιωθεί να κερδίσουμε τα αιώνια εκείνα και άφθαρτα αγαθά, «τα οποία δεν είδε μέχρι σήμερα μάτι και αφτί δεν άκουσε και ανθρώπινος νους δεν φαντάστηκε» (Α Κορ. 2,9), γιατί υπερβαίνουν κάθε άκουσμα, θέαμα και λογισμό. Και αυτά που θα γευτούν και θα απολαύσουν όσοι ζουν σαρκικά, δεν θα είναι μόνο θνητά και πρόσκαιρα. Αλλά και η ευχαρίστηση που θα προέλθει απ’ αυτά θα είναι ασήμαντη και τιποτένια, σαν κάτι ξυλοκέρατα που είναι κατάλληλα μόνο για τροφή των χοίρων. Και αν λοιπόν ακόμα αυτά τα ξυλοκέρατα ήταν αιώνια, πάλι τα άλλα, τα πνευματικά, θα έπρεπε να προτιμήσουμε, γιατί, έξω από κάθε σύγκριση, είναι ανώτερα. Και αν ακόμα ήταν αυτά τα ξυλοκέρατα τόσο μεγάλα και θαυμαστά όπως τα πνευματικά και μόνο για το λόγο ότι αυτά είναι πρόσκαιρα, εκείνα δε αιώνια και πάλι τα πνευματικά έπρεπε να προτιμήσουμε, γιατί θα παραμείνουν αιώνια. Αφού λοιπόν, αδερφοί μου, εκείνα τα αγαθά είναι αιώνια και ασύγκριτα, αυτά δε ευτελή και πρόσκαιρα, ας προτιμήσουμε τα μόνιμα και μυστικά και ουράνια, γιατί τα γήινα διασκορπίζονται και φθείρονται. Ας προσπεράσουμε, όπως τους αξίζει, τα πρόσκαιρα και αν ακόμα για πολύ λίγο διάστημα προσφέρουν ευχαρίστηση στις αισθήσεις. Ας προσπαθήσουμε να κερδίσουμε τα μέλλοντα αγαθά, γιατί αυτά είναι αιώνια και άφθαρτα. Ας αποφεύγουμε να μοιάσουμε του Ηρώδη. Ας φροντίζουμε με επιμέλεια, βάζοντας όλες μας τις δυνάμεις, να μοιάσουμε με τον Πρόδρομο, που έζησε μέσα στη Χάρη του Θεού. Και περισσότερο απ’ όλους τους άλλους ανθρώπους ας προσπαθήσουμε εμείς που διαλέξαμε τη μοναχική ζωή, η οποία είναι αποχωρισμένη από τα κοσμικά ήθη και πράγματα και μοιάζει λίγο με την ερημική και ξέμακρη από τον κόσμο ζωή του Προφήτη και Βαπτιστή. Ο Τίμιος Πρόδρομος προγνωρίζοντας - σαν προφήτης που ήταν - και τούτο, ότι δηλαδή αυτό θα είναι το μοναδικό τάγμα που θα μπορέσει, έστω και σε μικρό βαθμό, να ακολουθήσει τον τρόπο της ζωής του, δεν αποκεφαλίστηκε πέφτοντας στον αγώνα για θέματα δογματικής πίστεως, αλλά για θέματα ηθικής ζωής. Και αυτό για να είμαστε και εμείς οι μοναχοί έτοιμοι να αντιστεκόμαστε μέχρι θανάτου εναντίον της αμαρτίας, γνωρίζοντας ότι θα λάβει στεφάνι μαρτυρίου αυτός που με όπλο την αρετή θα νικήσει τα πάθη. Γιατί όσο πιο μικρό κακό είναι η αμαρτία σε σχέση με την αίρεση, τόσο κατά συνέπεια πιο μεγάλο καλό είναι το να δώσει κανείς τη ζωή του και μόνο για την αρετή παρά για την καταπολέμηση της αίρεσης. Γιατί πώς δεν θά 'δινε τη ζωή του και για κείvo το μεγαλύτερο, δηλαδή για την ορθή πίστη και λατρεία του Θεού, αν υπήρχε ανάγκη, αυτός που θυσιάζει την ψυχή του για το μικρότερο, δηλαδή για τη συνέπεια στην ηθική ζωή; Γι' αυτό το λόγο και αυτός που υπήρξε ο επιφανέστερος απ' όλους τους ανθρώπους, ο κήρυκας της μετάνοιας, ο πρόδρομος και Βαπτιστής του Σωτήρος, αποκεφαλίστηκε, πέφτοντας έτσι στον αγώνα για τη συνέπεια στην ηθική ζωή. Αυτός, αδερφοί μου, δεν υπήρξε μόνο πρόδρομος του Χριστού αλλά και της Εκκλησίας Του και της δικής μας, της μοναχικής πολιτείας. Αυτός γεννήθηκε από τη στείρα Ελισάβετ και εμείς από την Εκκλησία των εθνών, για την οποία έχει γραφτεί: «Γέμισε από χαρά και αγαλλίαση στείρα, που δεν γεννάς παιδιά. Ξεφώνισε απ' τη χαρά σου και κράξε με παρρησία συ που μέχρι τώρα δεν γεύτηκες τις ωδίνες του τοκετού, γιατί θα είναι πολύ περισσότερα τα παιδιά της ερήμου, από εκείνης που είχε τον άνδρα» (Ησ. 54, 1 - Γαλ. 4,27). Εκείνον, μετά τη γέννησή του, ο βρεφοκτόνος Ηρώδης με άγριο μίσος κατεδίωκε για να τον σκοτώσει. Και τον καταπολεμούσε γιατί είχε έχθρα προς τον Ίδιο το Χριστό. Ο Ιωάννης όμως βρήκε καταφύγιό του την έρημο, την προτίμησε από τον κόσμο και κατοίκησε σ’ αυτή. Επιτίθεται και σε μας ο voητός Ηρώδης, δηλαδή ο διάβολος, μετά την πνευματική μας γέννηση, πολεμώντας τον Ίδιο τον Χριστό μέσα στη ζωή μας. Αυτό κάνει και μας να φεύγουμε από τον κόσμο και να καταφεύγουμε στα μοναστήρια, σ’ αυτά τα αφιερωμένα στο Θεό εκπαιδευτήρια. Έτσι ξεφεύγουμε από τους άσπλαχνους εκείνους και οπλισμένους εναντίον μας υπηρέτες του, δηλαδή από τα πάθη, τα οποία χρησιμοποιεί σαν προσάναμμα για τη διάπραξη της αμαρτίας και με τα οποία μας νεκρώνει πνευματικά και μας χωρίζει από το Θεό. Αυτός είναι ο πνευματικός θάνατος που μπαίνει μέσα μας από τα παράθυρα, δηλαδή από τις αισθήσεις μας (Ιερ. 9,21). Μέσα από αυτά πέρασε στην αρχή και γκρέμισε το ανθρώπινο γένος από την ουράνια δόξα και στέρησε από την αθανασία τους προπάτορες. Υπάκουσε η Εύα στην κακόβουλη και πονηρή συμβουλή. Γνώρισε, έπαθε, έφαγε, πέθανε πνευματικά, έθελξε τον άνδρα και του μετέδωσε και την τροφή και την απαγορευμένη αμαρτία. Εκείνοι δεν μπόρεσαν ν’ αντισταθούν στην πρώτη και μόνη δοκιμασία, έδωσαv με μιας προσοχή σ' ένα δόλιο λόγο. Νικήθηκαν από ένα ωραίο θέαμα, αν και δεν ήταν εμπαθείς, αλλά απαθείς και ζούσαν σ’ ένα περιβάλλον που δεν το κυβερνούσαν τα πάθη. Άραγε, θα μπορέσουμε εμείς, που σ’ όλη μας τη ζωή τρεφόμαστε από το κοσμικό φρόνημα, από τις πολύμορφες όψεις των παθών, από τις πολυλογίες, από τα άπρεπα λόγια που ακούμε και τις ασύμφορες συναναστροφές, να μη μολυνθούμε από το κακό ή να μην τραυματιστούμε ψυχικά και να μη διατεθεί πονηρά ο εσωτερικός μας κόσμος; Δεν είναι δυνατόν. Όχι, δεν μπορεί να μη γίνει αυτό. Γι’ αυτό ακριβώς και οι Πατέρες, ακολουθώντας το παράδειγμα του Τιμίου Προδρόμου, εγκατέλειψαν τον κόσμο, αποφεύγοντας έτσι τη συνοίκηση με εκείνους που έχουν κοσμικό φρόνημα και κοσμική ζωή. Άλλοι κατοίκησαν στην έρημο και έλκυσαν προς αυτήν πολλούς μεταγενέστερους. Άλλοι πάλι ασκήτεψαν στα μοναστήρια και συγκρότησαν πνευματικές αδελφότητες, στις οποίες ο καθένας μας, σύμφωνα με τις δικές του προϋποθέσεις, ενσωματώνεται και μιμείται το ζήλο εκείνων, ζώντας όλοι μας μέσα σ’ αυτά τα ιερά μαντριά. Δεν πρέπει όμως μόνο να κατοικούμε σ’ αυτά, αλλά και να ζούμε όπως έζησαν και οι Πατέρες που τα δημιούργησαν. Γιατί δεν λείπει από τους άλλους αυτούς θεϊκούς παραδείσους, δηλαδή τα μοναστήρια, το γνωστό ξύλο του καλού και του κακού, ούτε ο διάβολος παύει να είναι σύμβουλος. Έχοντας πια αποχτήσει πείρα από το παλιό παράδειγμα του Αδάμ και της Εύας, ας έχουμε στραμμένη την προσοχή μας μόνο στο σοφό και αγαθό σύμβουλο, δηλαδή το Χριστό μας. Ας ακολουθούμε αυτούς που και παλιότερα τον υπάκουσαν και τώρα πειθαρχούνε στο νόμο Του, ομοιώvoντας τη ζωή μας με τη ζωή τους, κατά το υπόδειγμα και τους λόγους του αποστόλου Παύλου που λέει «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α Κορινθ. 4,16), γιατί πραγματικά μετά από τόσες δοκιμασίες που πέρασαν η ζωή τους είναι αυθεντική. Αλλά όπως ακριβώς στην έρημο, έτσι και στα ιερά αυτά μοναστήρια υπάρχουν θηρία και κτήνη. Πρέπει λοιπόν πολύ να προσέξουμε, μήπως - αν δεν μιμηθούμε ο καθένας μας σύμφωνα με τη δύναμή του το βίο του Ιωάννη - εξισωθούμε με τα ανόητα κτήνη και μοιάσουμε σ' αυτά (Ψαλμ. 48,13). Λοιπόv τι πρέπει να κάνουμε; Ο Τίμιος Πρόδρομος ήταν πάντα ασκεπής, δείγμα της αδιάλειπτης προσευχής και της παρρησίας του προς το Θεό. Γιατί σύμφωνα μ’ αυτό που λέει ο Απόστολος, ο «άνδρας πρέπει να προσεύχεται ασκεπής, ώστε έχοντας ακάλυπτο το πρόσωπό του, να αντανακλά τη δόξα του Θεού» (Β’ Κορινθ. 3,18). Ας καλύψουν λοιπόν την κεφαλή τους, δηλαδή ας προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να ασφαλιστούν αυτοί που ζουν μέσα στον κόσμο και σχετίζονται μ’ αυτόν, ώστε να προφυλαχτούν από τις ζημιές και τα σκάνδαλα, που τόσο φυσικά παρουσιάζονται στη ζωή τους, αν και δεν νομίζω ότι αυτό μπορούν να το κάνουν πάντοτε. Εμείς όμως, κάνοντας πολύ καλά, αναχωρήσαμε από τον κόσμο. Ας απομακρυνθούμε απ’ αυτόν και με τη διάνοιά μας, ενώvoντας το voυ μας με το Χριστό, ψέλνοντας και υμνώντας Τον με πνευματικές υμνωδίες και προσευχές. Ακόμα κάνοντας με την προσευχή τους εαυτούς μας ναό του σωτηρίου Ονόματος Του, έχοντας Αυτόν διαρκώς στη μνήμη μας για χάρη του Οποίου εγκαταλείψαμε τον κόσμο. Γιατί εκείνος που άφησε γι' Αυτόν τον κόσμο και όσα καλά είχε εκεί, ποθεί οπωσδήποτε να ενωθεί μαζί με το Χριστό. Η ένωση αυτή κατορθώνεται με τη διαρκή μνήμη του Ονόματος Του, η οποία καθαρίζει το νου. Ας καθαρίσουμε λοιπόν τα μάτια της ψυχής μας με το να αναζητάμε το Θεό μέσα στα έργα μας, στα λόγια μας και στους λογισμούς μας. Δεν θα έχουμε κανένα εμπόδιο, μόνο να θελήσουμε να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας, όσο μας είναι μπορετό, στο βίο του Αγίου Ιωάννη. Εκείνος ήταν στην έρημο άστεγος, εμείς ας αρκεστούμε στη μικρή μας στέγη. Ας είμαστε ευχαριστημένοι με το μικρό κελλί, που μας έχει παραχωρήσει ο προεστώτας, φέρνοντας στο νου μας εκείνον που σε όλη του τη ζωή δεν είχε καθόλου κατοικία. Εκείνον που του ήταν αρκετά για τροφή τα ακρόδρυα και ο μελέαγρος. Ο μελέαγρος ήταν χόρτο που φύτρωνε μόνο του, χωρίς καλλιέργεια στην έρημο και του οποίου τις ρίζες χρησιμοποιούσαν για τροφή και οι μετά τον Ιωάννη ερημίτες Πατέρες. Ακρόδρυα ονομάζουν τους καρπούς. Με καρπούς λοιπόν και ρίζες χόρτων ζούσε εκείνος ή με μέλι άγριο. Φορούσε ένα μόνο χιτώνα, ζωσμένος δερμάτινη ζώνη, δείχνοντας έτσι και με τα δύο αυτά σύμβολα τη νέκρωση των παθών που έφερε πάνω στο σώμα του (Β Κορ. 4,10). Ακόμα, έχοντας ο ίδιος το αγαθό της ακτημοσύνης, το διδάσκει και σε μας με τη ζωή του. Εμείς πόσο τα έχουμε όλα πλούσια! Τρόφιμα και ρούχα, κελλάρια και αποθήκες γεμάτες από στάρι και κρασί, ζυμωτήρια και χώρους για να κόβουμε το ψωμί και με λίγα λόγια έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε. Ας ευχαριστούμε λοιπόν το Θεό που μας τα χορηγεί και τον Τίμιο Πρόδρομο, προς Τιμή του οποίου όλα αυτά άκοπα συγκεντρώνονται, σαν να τρέχουν από κάποια πηγή και ας τα προσφέρουμε για τη δόξα του, ανταποδίδοντάς του την ευχαριστία μας με έργα. Γιατί αν είμαστε ευχαριστημένοι με τα κοινά αυτά αγαθά της Μονής, δεν απέχουμε από την ακτημοσύνη και την εγκράτεια του Ιωάννη. Αν και εμείς δεν μπορούμε να παραβληθούμε σε τίποτα μαζί του, όμως όπως εκείνος τρεφόταν από το Θεό, έτσι και εμείς τρεφόμαστε από τα ταμεία του, δηλαδή από τα ταμεία του Μοναστηριού, που είναι αφιερωμένα στο Θεό. Αυτό δεν είναι κακό. Κακό είναι να έχουμε δικά μας ταμεία και κτήματα. Αυτό μας χωρίζει από την κοινωνία των Αγίων. Εκείνος που έφυγε από τον κόσμο και έχει δικά του πράγματα, είτε γιατί τα έφερε μαζί του από τον κόσμο, είτε γιατί τα απέκτησε όντας μοναχός, σέρνει μαζί του τον κόσμο και ποτέ δεν τον εγκαταλείπει, ακόμα και αν βρίσκεται σ’ αυτό το Άγιο Όρος, ακόμα και αν ζει μέσα σ’ αυτές τις ιερές Μονές που εικονίζουν τον ουρανό. Αυτός μολύνει και τον τόπο ακόμα που κάθεται και τον μετατρέπει σ’ ένα κομμάτι του κόσμου. Αυτός οπωσδήποτε θα κατακριθεί, γιατί νόμισε τον ιερό τόπο του Θεού, σαν τόπο κοσμικό. Μήπως όμως άφησε ο Βαπτιστής του Κυρίου και Πρόδρομος Iωάννης την ηρεμία και την ερημιά εκείνη; Βέβαια την άφησε. Πότε όμως; Όταν στάλθηκε από Εκείνον για να γνωρίσει το δρόμο της σωτηρίας στο λαό Του και να ελέγξει όσους δεν υπάκουαν στις εντολές Του. Γι' αυτό τον έλεγχο αποκεφαλίστηκε απ’ αυτούς, γεγονός το οποίο σήμερα γιορτάζουμε. Δεν έπρεπε αυτός να πεθάνει με «φυσικό» τρόπο. Γιατί αυτός ο «φυσικός» θάνατος είναι καταδίκη για την παράβαση του Αδάμ, για την οποία δεν ήταν οφειλέτης ο Ιωάννης, που υπήρξε υπηρέτης και διάκονος του θείου θελήματος και Τον υπάκουσε από τότε που βρισκόταν ακόμα στην κοιλιά της μητέρας του. Οι δίκαιοι, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, οφείλουν να θυσιάζονται τόσο για την ορθή πίστη και λατρεία του Θεού όσο και για την ακεραιότητα της ηθικής ζωής. Και γι' αυτό το λόγο είναι πιο κατάλληλος γι’ αυτούς ο βίαιος θάνατος για χάρη του καλού. Γι’ αυτό και ο Κύριος τέτοιο θάνατο γεύτηκε. Έπρεπε λοιπόν και ο θάνατος του Ιωάννη, να είναι όχι μόνο πρόδρομος αλλά και όμοιος με το θάνατο του Χριστού, για να προπορευτεί - σύμφωνα με την προφητεία του πατέρα του Ζαχαρία - πριν από την κάθοδο του Κυρίου στον Άδη, και να γνωρίσει σ' αυτούς, που ήταν στο σκοτάδι και στη μαυρίλα του Άδη, την οδό της σωτηρίας, δηλαδή τη μετάνοια, ώστε να τρέξουν και εκείνοι κοντά στο Χριστό και να απολαύσουν τη μακάρια και αθάνατη αυτή ζωή, που Αυτός χαρίζει. Αυτή τη ζωή ας ευχηθούμε και εμείς να πετύχουμε με τις πρεσβείες εκείνου, που την απόλαυσε από την κοιλιά ακόμα της μάνας του, που την κήρυξε στον κόσμο και στον Άδη και προς την οποία καθοδήγησε και καθοδηγεί όλους με το λόγο και τη ζωή του και τις ικεσίες του προς το Θεό, με τη χάρη του Κυρίου ημώv Ιησού Χριστού. Σ' Aυτόv μόvο πρέπει η αιώνια δοξολογία. Aμήv. Από το βιβλίο «Το Θεϊκό Λυχνάρι – Ο Τίμιος Πρόδρομος» των εκδόσεων «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ». Ευχαριστούμε την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα για την παραχώρηση του κειμένου.

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης

Ὁ  Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης
(1924-1994)
 
Σύντομος Βίος
(Απόσπασμα απο το βιβλίο Ιερόν Ησυχαστήρίον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»)

Ἅγιος Παΐσιος γεννήθηκε στὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, στὶς 25 Ἰουλίου τοῦ 1924. Χάρη στὴν ἁγία καὶ φωτισμένη παρουσία τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, ποὺ ἦταν ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ, τὰ Φάρασα ἀποτελοῦσαν μιὰ μικρὴ ἑστία Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας στὰ βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ πατέρας τοῦ Γέ­ροντος Παϊσίου Πρόδρομος Ἐζνεπίδης ἦταν πρόεδρος τοῦ χωριοῦ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐστροφία καὶ τὴν παλληκαριά του, ἐνῶ ἡ μητέρα του Εὐλογία διακρινόταν γιὰ τὴν σύνεση, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν εὐλάβειά της. Ἡ γέννησή του συνέπεσε μὲ τὶς τραγικὲς ἡμέρες τοῦ ξεριζωμοῦ τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸν ξεριζωμό, ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος βάπτισε ὅλα τὰ ἀβάπτιστα παιδιὰ τοῦ χωριοῦ. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν καὶ ὁ Γέροντας Παΐσιος. Ὁ Ἅγιος προβλέποντας ὅτι θὰ γίνη καλόγερος, δὲν τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα ποὺ ἤθελαν οἱ γονεῖς του, ἀλλὰ τὸ δικό του ὄνομα λέγοντας: «Ἐσεῖς καλὰ θέλετε νὰ ἀφήσετε ἄνθρωπο στὸ πόδι τοῦ παπποῦ, ἐγὼ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω καλόγερο στὸ πόδι μου;».
Ἡ φυγὴ τῶν Φαρασιωτῶν ἀπὸ τὴν πατρογονικὴ γῆ ἔγινε στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ 1924 καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες ἔφθασαν στὴν Ἑλλάδα. Ἡ οἰκογένεια τοῦ μικροῦ Ἀρσενίου ἐγκαταστάθηκε τελικὰ στὴν ἀκριτικὴ καὶ ὀρεινὴ Κόνιτσα τῆς Ἠπείρου. Ἐκεῖ ὁ Ἀρσένιος ἔζησε τὰ παιδικὰ καὶ νεανικά του χρόνια μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον ποὺ ἀπέπνεε τὸ ἄρωμα τῆς ἀνατολίτικης εὐλάβειας καὶ ἦταν διαποτισμένο ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Οἱ γονεῖς του, καὶ κυρίως ὁ ψάλτης τοῦ Ἁγίου Πρόδρομος Κορτσινόγλου, διηγοῦνταν ὅσα θαυμαστὰ εἶχαν ζήσει κοντὰ στὸν Ἅγιο Ἀρσένιο. Οἱ θαυμαστὲς διηγήσεις γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου ἄναψαν στὴν παι­δικὴ ψυχὴ τοῦ Ἀρσενίου τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνη καὶ αὐτὸς καλό­γερος. Ἐπίσης πολὺ τὸν βοήθησε στὸ νὰ ἀγαπήση τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀποκτήση ἀπὸ μικρὸς ἀγωνιστικὸ πνεῦμα καὶ ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία ἀξιοποιώντας ἁπλὰ καθημερινὰ γεγονότα, τὸν δίδα­ξε τὴν ταπείνωση καὶ τοῦ ἔμαθε νὰ σκέφτεται πνευματικά.
Ὅταν ὁ Ἀρσένιος πῆγε σχολεῖο καὶ ἔμαθε νὰ διαβάζη, ἄρχισε νὰ μελετᾶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ σύντομα Συναξάρια Ἁγίων. Ὅ,τι διά­βαζε στοὺς βίους τῶν Ἁγίων προσπαθοῦσε νὰ τὸ ἐφαρμόζη, καὶ ἔτσι ὅλο καὶ περισσότερο αὐξανόταν ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν ἀσκη­τικὴ ζωή. Πολὺ συχνὰ πήγαινε στὸ ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβά­ρας, ποὺ βρισκόταν μέσα στὸ δάσος καὶ σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ σπίτι του, καὶ ἐκεῖ μελετοῦσε βίους Ἁγίων, ἔψαλλε, προσευχόταν καὶ ἔκανε πολλὲς μετάνοιες.
Ἀναφερόμενος ἀργότερα στὰ χρόνια αὐτὰ ἔλεγε: «Τὰ Συναξάρια πολὺ μὲ βοήθησαν στὴν πνευματικὴ ζωή. Ἀπὸ δέκα ὣς δεκαέξι ἐτῶν, δηλαδὴ μέχρι τὸ 1940 ποὺ ἄρχι­σε ὁ Ἑλληνοϊταλικὸς πόλεμος, ἔζησα ἀμέριμνος τὴν πνευματικὴ ζωή· πέρασα τὰ καλύτερά μου χρόνια. Ὅταν ἔτρωγα ἕνα κομμάτι κουλούρα καὶ πήγαινα στὸ δάσος, στὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρ­βάρας, ὤ, ἔνιωθα τέτοια χαρά, ποὺ δὲν ἤθελα τίποτε ἄλλο! Τὰ κα­λύτερα φαγητὰ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντικαταστήσουν ἐκείνη τὴν πνευματικὴ χαρὰ ποὺ ἔνιωθα. Πετοῦσα ἀπὸ τὴν χαρά μου!».
Μετὰ τὸ δημοτικὸ Σχολεῖο, ὁ Ἀρσένιος δὲν θέλησε νὰ πάη στὸ Γυμνάσιο, ἀλλὰ προτίμησε νὰ μάθη τὴν τέχνη τοῦ ξυλουργοῦ, γιὰ νὰ μιμηθῆ καὶ σ' αὐτὸ τὸν Χριστό. Ὅταν ἦταν δεκαπέντε ἐτῶν, κάποιος συμπατριώτης του, προκειμένου νὰ τὸν ἀποτρέψη ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, τοῦ μίλησε γιὰ τὴν θεωρία τοῦ Δαρβίνου καὶ προ­σπάθησε νὰ τὸν πείση ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Ζαλισμένος ἀπὸ λογι­σμοὺς ὁ Ἀρσένιος κατέφυγε στὸ ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ὅπου γιὰ πολλὴ ὥρα ἔκανε μετάνοιες παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ τοῦ φανερωθῆ, γιὰ νὰ στερεωθῆ στὴν πίστη του. Κάποια στιγμή, κα­τάκοπος ἀπὸ τὶς πολλὲς μετάνοιες, κάθησε νὰ ξεκουρασθῆ καὶ σκέ­φθηκε: «Ἀκόμη κι ἂν ὁ Χριστὸς ἦταν ἁπλῶς ἕνας καλὸς καὶ δίκαι­ος ἄνθρωπος, ὅπως μοῦ εἶπε ὁ συμπατριώτης μου, καὶ οἱ Ἑβραῖοι τὸν θανάτωσαν ἀπὸ φθόνο, ἀξίζει καὶ νὰ πεθάνω γι' Αὐτόν».
Μόλις ἔβαλε αὐτὸν τὸν φιλότιμο λογισμό, παρουσιάσθηκε μέσα σὲ φῶς ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται». Τὰ ἴδια λόγια διάβα­ζε καὶ στὸ ἀνοιχτὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κρατοῦσε ὁ Χριστὸς στὸ χέρι Του. Ὕστερα ἀπὸ τὸ θεῖο αὐτὸ γεγονός, δυναμωμένος στὴν πίστη, αὔξησε ἀκόμη περισσότερο τοὺς φιλότιμους ἀγῶνες του.
Τὰ δύσκολα χρόνια τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου, καθὼς καὶ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Ἀνταρτοπολέμου, μέχρι τὸν Φεβρουά­ριο τοῦ 1948, ἔμεινε στὴν Κόνιτσα ὡς προστάτης τῆς οἰκογενείας του, γιατὶ τὰ μεγαλύτερα ἀδέλφια του εἶχαν ἐπιστρατευθῆ. Ἐρ­γαζόταν φιλότιμα, μὲ δεξιοτεχνία καὶ σβελτάδα, ἐνῶ μὲ τὸν νοῦ του ἔλεγε συνέχεια τὴν εὐχή. Ἦταν ἀφιλοκερδὴς καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν ἀνεξικακία καὶ τὴν εὐσπλαγχνία του πρὸς ὅλους.
Κι ὅταν στὴν συνέχεια ὑπηρέτησε σὲ ἐμπόλεμη κατάσταση τὴν στρατιωτική του θητεία, διακρίθηκε γιὰ τὸ ἦθος, τὴν παλλη­ καριὰ καὶ τὴν αὐτοθυσία του. Γιὰ νὰ προφυλάξη συστρατιῶτες του, ἰδίως οἰκογενειάρχες, συχνὰ ἀναλάμβανε δύσκολες ἀποστο­λές. «Καλύτερα, ἔλεγε, νὰ σκοτωθῶ μιὰ φορὰ ἐγώ, παρὰ νὰ σκο­τωθῆ ὁ ἄλλος καὶ ὕστερα νὰ μὲ σκοτώνη ἡ συνείδησή μου σὲ ὅλη μου τὴν ζωή». Μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του καὶ χάρη στὴν θερμὴ προ­σευχή του ἔσωσε πολλὲς φορὲς συναδέλφους του ἀπὸ βέβαιο θά­νατο. Ὡς ἀσυρματιστὴς τοῦ στρατοῦ ἔστελνε σήματα καὶ καλοῦσε ἐνισχύσεις, καὶ ὡς ἀσυρματιστὴς τοῦ Θεοῦ καλοῦσε μὲ τὶς προσευ­χές του τὴν «ἐξ ὕψους δύναμιν». Κάποτε, ἐνῶ οἱ ἀντάρτες τοὺς εἶχαν περικυκλώσει καὶ οἱ σφαῖρες ἔπεφταν βροχή, ἐκεῖνος ὄρθιος, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα, προσευχόταν. Ἄλλοτε μιὰ σφαῖρα σφη­νώθηκε στὴν μικρὴ Ἁγία Γραφὴ ποὺ εἶχε ἐπάνω του καὶ σώθηκε ὡς ἐκ θαύματος. Καὶ ἄλλη φορά, καθὼς ἔβγαινε χωρὶς κράνος ἀπὸ πρόχειρο ὀχύρωμα ποὺ παραχώρησε σὲ συστρατιῶτες του, μία σφαῖρα τοῦ ξύρισε τὰ μαλλιά, χωρὶς νὰ τὸν τραυματίση. Ὅσοι γύρω του ἀντιλαμβάνονταν τὶς θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ, ἔλεγαν: «Αὐτὸς ἢ ἅγιο ἔχει ἢ ἅγιος εἶναι»!
Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐννέα ἐτῶν, ὁ Ἀρσένιος ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ καταταγῆ στὸ Ἀγγελικὸ Τάγμα τῶν μονα­χῶν. Ποθώντας τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, ἀρχικὰ ἐπισκέφθηκε μερικὰ Κελλιὰ καὶ ἔμεινε λίγους μῆνες στὸ καθένα. Τελικὰ ἀποφάσισε νὰ πάη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου, ἡ ὁποία ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν τὸ πιὸ αὐστηρὸ Κοινόβιο. Ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο νὰ πα­ραμείνη γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα στὸ Μοναστήρι, μὲ σκοπὸ νὰ προετοιμασθῆ γιὰ τὴν ἔρημο, καὶ ἐκεῖνος τὸν δέχθηκε. Ὕστερα μά­λιστα ἀπὸ ἕξι μῆνες, βλέποντας τὸν ζῆλο του, τοῦ πρότεινε νὰ γίνη Μεγαλόσχημος. Ὁ Ἀρσένιος ὅμως δὲν ἔνιωθε τὸν ἑαυτό του ἄξιο, γι' αὐτὸ ἔλαβε μόνον τὴν ρασοευχὴ καὶ ὀνομάσθηκε Ἀβέρκιος.
Ὡς ἀρχάριος μοναχὸς ὁ Ἀβέρκιος παρακολουθοῦσε μὲ προ­σοχὴ τὸν ἑαυτό του, ἔκανε φιλότιμη ἄσκηση καὶ τηροῦσε τὴν ὑπακοὴ μέχρι θανάτου. Ὑποτασσόταν μὲ μεγάλη προθυμία ὄχι μόνο στὸν Ἡγούμενο ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἀδελφό. Κι ὅταν ἔβλεπε μερικοὺς ἀδελφοὺς νὰ δυσκολεύωνται στὴν διακονία τους, μὲ χα­ρὰ ἔτρεχε καὶ τοὺς βοηθοῦσε. Πολλὲς φορὲς πηγαίνοντας ἀπὸ τὴν μία διακονία στὴν ἄλλη, χωρὶς νὰ παραλείπη καὶ τὰ πνευματι­κά του καθήκοντα, εἶχε μία μόνον ὥρα μέσα στὸ εἰκοσιτετράωρο γιὰ ἀνάπαυση. Ἡ καρδιά του ὅμως ἦταν ἀναπαυμένη, καθὼς φτε­ρούγιζε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς. Μέσα στὸ εὐλογημένο αὐτὸ Κοινόβιο ὁ μοναχὸς Ἀβέρκιος ἔζησε τρία χρό­νια κάνοντας ὑπὲρ φύσιν ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, ἀλλὰ καὶ γευόμενος ἄφθονη τὴν θεία παρηγοριά. Μιὰ φορὰ ποὺ εἶχε ἐξαντλήσει ὅλες τὶς δυνάμεις του, τοῦ συνέβη ἕνα θεῖο γεγονὸς πού, ὅπως ἔλεγε ἀρ­γότερα ὁ ἴδιος, «τὸν ἔθρεψε πνευματικὰ γιὰ δέκα χρόνια». Ἐνῶ προσευχόταν ὄρθιος τὴν νύκτα, ξαφνικὰ τὸν περιέλουσε ἕνα οὐρά­νιο φῶς. Ἀπὸ τὰ μάτια του ἔτρεχαν «ἀσταμάτητα γλυκὰ δάκρυα» καὶ μία θεία ἀγαλλίαση τὸν πλημμύρισε.
Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ὑπακοῆς καὶ προόδου στὴν ἀρετή, ἀφοῦ «εἶχε βγάλει πλέον τὰ πνευματικὰ φτερά», πῆρε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο εὐλογία νὰ ἀναχωρήση στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ ζήση τὴν ποθητή του ἡσυχαστικὴ ζωή. Συνάντησε ὅμως ἐμπόδια ἀπὸ τὸν ἀντιπρόσωπο τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε νὰ φύγη ἀπὸ τὸ Μονα­στήρι ἕνας τόσο χρήσιμος ἀδελφός. Τότε ὁ ἐνάρετος Γέροντας Κύ­ριλλος τῆς Καλύβης τῶν Εἰσοδίων τῆς Κουτλουμουσιανῆς Σκήτης, ποὺ τὸν εἶχε ἤδη δεχθῆ ὡς ὑποτακτικό, τὸν συμβούλεψε νὰ πάη στὴν ἰδιόρρυθμη τότε Μονὴ Φιλοθέου, ὅπου ζοῦσε ὁ Φαρασιώτης καὶ συγγενής του Προηγούμενος Συμεών. «Ἐκεῖ, τοῦ εἶπε, μπορεῖς νὰ ζῆς πιὸ ἀσκητικά, ἀθόρυβα, καὶ ἐγὼ θὰ σὲ παρακολουθῶ».
Ἔτσι πῆγε στὴν Μονὴ Φιλοθέου (τὸ 1956), ὅπου μετὰ ἀπὸ ἕναν χρόνο τὸν ἔκειραν σταυροφόρο μοναχὸ καὶ τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Παΐσιος. Οἱ ἐπίτροποι τῆς Μονῆς τοῦ ἀνέθεσαν τὸ ὑπεύθυνο καὶ κοπιαστικὸ διακόνημα τοῦ δοχειάρη καὶ τοῦ τραπεζάρη. Μὲ πολὺ μόχθο προσπαθοῦσε νὰ ἀνταποκριθῆ μόνος του στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ διακονήματος, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ πάρη λαϊκοὺς ὡς βοηθούς, γιὰ νὰ μὴν τὸν διακόπτουν ἀπὸ τὴν νοερὰ ἐργασία τῆς προσευχῆς. Λόγῳ τῆς διακονίας του ἐρχόταν κάθε μέρα σὲ ἐπικοινωνία μὲ ὅλους τοὺς Πατέρες τῆς Μονῆς, μὲ τοὺς ἐργάτες καὶ μὲ τοὺς φτωχοὺς ποὺ κατέφευγαν στὸ Μοναστήρι. Σὲ ὅλους αὐτοὺς μοίραζε μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη τὰ τρόφιμα, προσπαθώντας νὰ ἀναπαύση τὶς ἀνάγκες τους. Ὁ ἴδιος εἶχε περιορίσει τὶς ἀνάγκες του στὸ ἐλάχιστο· κάθε μέρα ἔκανε ἐνάτη καὶ τὴν νύκτα ἀγρυπνία, ἐνῶ συχνὰ ἔκανε τριήμερα. Τρεφόταν ὅμως πνευματικά, καθὼς εἶχε τὴν εὐκαιρία καὶ τὴν εὐλογία νὰ ἐπικοινωνῆ μὲ ἁγίους Γέροντες ἐρημίτες. Τὸ πνευματικό τους μέλι γλύκαινε τὴν ψυχή του καὶ μέσα του ἄναβε ὅλο καὶ περισσότερο ὁ πόθος τῆς ἐρημικῆς ζωῆς. Ἀλλὰ καὶ πάλι τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἦταν ἄλλο γιὰ τὸν ἀγαθὸ δοῦλο Του. Ἐνῶ ἦταν ἕτοιμος νὰ φύγη γιὰ τὴν ἔρημο τῶν Κατουνακίων, ἡ Παναγία τὸν πληροφόρησε ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν ἦταν νὰ πάη στὰ ἐρημικὰ Κατουνάκια, ἀλλὰ στὴν πατρίδα του, τὴν Κόνιτσα, στὴν ἐρειπωμένη καὶ καμένη ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς Ἱερὰ Μονὴ Στομίου. Σὰν σὲ τηλεόραση εἶδε ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ τὰ Κατουνάκια καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν Μονὴ Στομίου. Ἀμέσως, μὲ λαχτάρα στράφηκε πρὸς τὰ Κατουνάκια καὶ τότε ἄκουσε τὴν φωνὴ τῆς Παναγίας νὰ τοῦ λέη: «Δὲν θὰ πᾶς στὰ Κατουνάκια‧ θὰ πᾶς στὴν Μονὴ Στομίου».
Πῆγε λοιπὸν στὴν Μονὴ Στομίου τὸν Αὔγουστο τοῦ 1958 καὶ παρέμεινε τέσσερα χρόνια. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτό, μὲ κοπια­ στικὴ προσωπικὴ ἐργασία καὶ θυσίες, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν συμπαρά­σταση εὐλαβῶν Κονιτσιωτῶν, ἀνακαίνισε τὸ καμένο Μοναστή­ρι τῆς Παναγίας. Στὸ Στόμιο ὁ πατὴρ Παΐσιος ἔζησε ὡς γνήσιος ἀσκητὴς καὶ ὡς «καλὸς ποιμήν». Οἱ ἀσκητικοί του ἀγῶνες γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὑπερφυσικοὶ καὶ ἡ ποιμαντική του φροντίδα γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Κόνιτσας ἀκατάπαυστη. Μὲ τὴν ἀγάπη του, τὴν προσευχή του καὶ τὶς διακριτικές του ἐνέργειες κατόρθωσε νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ὀρθοδοξία ὀγδόντα περίπου οἰκογένειες, ποὺ εἶχαν παρασυρθῆ ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες. Ἡ πύλη τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν πάντα ἀνοικτὴ γιὰ ὅλους καὶ ὁ πατὴρ Παΐσιος μὲ πατρικὴ στοργὴ φρόντιζε, φιλοξενοῦσε, νουθε­τοῦσε καὶ παρηγοροῦσε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔφθαναν στὸ Μο­ναστήρι μετὰ ἀπὸ δύσκολη ἀνάβαση δύο ὡρῶν. Τὸν ἴδιο δρόμο ἐκεῖνος τὸν ἔκανε σὲ τρία τέταρτα, καὶ μάλιστα τὶς περισσότερες φορὲς φορτωμένος. Ἄλλοτε ἀνέβαζε ὑλικὰ γιὰ τὴν ἀνακαίνιση τῆς Μονῆς, ἄλλοτε κατέβαινε νύκτα στὴν Κόνιτσα μὲ διάφορες εὐλογίες, τὶς ὁποῖες ἄφηνε ἀθόρυβα στὶς πόρτες φτωχῶν οἰκογενειῶν, ὄχι μόνο Χριστιανῶν ἀλλὰ καὶ Μουσουλμάνων. Ὅλοι ἀποροῦσαν πῶς αὐτὸς «ὁ σκελετωμένος καλόγερος» μποροῦσε μὲ λίγο τσάι καὶ παξιμάδι, ποὺ ἦταν ἡ συνηθισμένη του τροφή, νὰ ἐργάζεται τόσο πολὺ καὶ παράλληλα νὰ ἀγρυπνῆ κάθε βράδυ καὶ νὰ ἀσκητεύη μέσα σὲ σπηλιές.
Ὁ πατὴρ Παΐσιος στὸ Στόμιο ὑπέμεινε μεγάλους πειρασμοὺς ἀπὸ τὸν μισόκαλο διάβολο, ὁ ὁποῖος βλέποντας νὰ καρποφοροῦν οἱ φιλότιμοι ἀγῶνες του ἔβαλε ἐμπόδια στὸ ἔργο του. Ἀφημένος ὅμως ὁλοκληρωτικὰ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, κατάλαβε ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψη τὸ «Περιβολάκι τῆς Παναγίας», ὅπως ὀνόμαζε τὴν Μονὴ Στομίου, καὶ προσευχήθηκε στὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψη τὸ θέλημά Του καὶ νὰ τοῦ δείξη «ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσεται».
Ἔτσι, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1962 δέχθηκε σὰν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ τὴν πρόταση νὰ μεταβῆ στὸ Θεοβάδιστο Ὄρος Σινᾶ. Ἔμεινε γιὰ λίγο στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης καὶ στὴν συνέχεια ἐγκαταστάθηκε στὸ ἀσκητήριο τῶν Ἁγίων Γαλακτίωνος καὶ Ἐπιστήμης, ποὺ ἀπέχει μία ὥρα περίπου ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἐκεῖ, νῆστις, ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων, ὅπως οἱ παλαιοὶ ἀσκη­τές, ἀφιερωμένος στὴν ἀδιάλειπτη εὐχή, ἔζησε ζωὴ ἰσάγγελη, βίωσε ὑψηλὲς πνευματικὲς καταστάσεις καὶ ἀξιώθηκε θείων χαρισμά­ των καὶ ἀποκαλύψεων. Οἱ πολέμιοι δαίμονες τὸν πολεμοῦσαν μὲ ὅλη τους τὴν μανία, αὐτὸς ὅμως ἀγωνιζόμενος στὸν ἀπαράκλητο ἐκεῖνο τόπο μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ ταπείνωση «συνέτριψε τοῦ ἐχθροῦ τὴν ἔπαρσιν».
Ἡ εὐαίσθητη καρδιά του, ποὺ φλεγόταν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, πονοῦσε καὶ γιὰ τοὺς Βεδουΐνους, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν στὴν ἔρημο τοῦ Σινᾶ μὲ μεγάλη ἀνέχεια. Προσπαθοῦσε νὰ τοὺς βοη­θήση, ὅσο μποροῦσε, μὲ τὰ λίγα χρήματα ποὺ ἐξασφάλιζε ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό του – σκάλιζε ξύλινα εἰκονάκια. Σύντομα ὅμως ἀντι­μετώπισε τὸ δίλημμα: «Ἦρθα ἐδῶ, γιὰ νὰ βοηθῶ τοὺς Βεδουΐνους ἢ γιὰ νὰ κάνω προσευχὴ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο;» καὶ ἀποφάσισε νὰ περιορίση τὴν ἐργασία. Τὴν ἴδια μέρα ποὺ περιό­ρισε τὸ ἐργόχειρό του, πῆγε κάποιος στὸ ἀσκητήριό του καὶ τοῦ πρόσφερε σημαντικὸ χρηματικὸ ποσὸ λέγοντας: «Πάρε αὐτὰ τὰ χρήματα, γιὰ νὰ βοηθᾶς τὰ Βεδουϊνάκια καὶ νὰ μὴ βγαίνης ἀπὸ τὸ ἀσκητικό σου πρόγραμμα». Ὁ πα­τὴρ Παΐσιος τὰ δέχθηκε μὲ πολλὴ συγκί­νηση γιὰ τὴν ἄμεση ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ καὶ συνέχισε τελείως ἀπερίσπαστος τὴν ἀσκητικὴ ζωή του. Ἡ κλονισμένη ὅμως ὑγεία του δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ χαρῆ γιὰ πολὺ τὴν χαρὰ τῆς ἡσυχίας. Καθὼς τὸ ὑψόμετρο ἦταν μεγάλο καὶ ἡ ἀτμο­σφαιρικὴ πίεση χαμηλή, ἡ δύσπνοια ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ὀξυγόνου τὸν δυσκόλευε πολύ. Οἱ ἀπότομες ἀλλαγὲς τῆς θερμο­κρασίας μέσα στὸ ἴδιο εἰκοσιτετράωρο – τὴν ἡμέρα ἔκανε πολλὴ ζέστη καὶ τὸ βράδυ πολὺ κρύο – ἐπιβάρυναν τὸ πρό­βλημα ποὺ ἤδη εἶχε στοὺς πνεύμονες. Γι' αὐτὸ ἀναγκάσθηκε νὰ ἀφήση «τὴν γλυ­κειὰ ἔρημο τοῦ Σινᾶ» καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὸ Ἅγιον Ὄρος (1964).
Αὐτὴν τὴν φορὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἰβηρίτικη Σκήτη τοῦ Τιμίου Προ­ δρόμου, ὅπου δέχθηκε κοντά του κά­ποιους νέους οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ γίνουν μοναχοί. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1966, ἐπειδὴ ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του ἐπιδεινώθηκε, ὁ Γέροντας Παΐσιος κατέβηκε στὴν Θεσσαλο­νίκη γιὰ ἐξετάσεις, οἱ ὁποῖες ἔδειξαν ὅτι ἔπρεπε νὰ χειρουργηθῆ στοὺς πνεύμονες, καὶ εἰσήχθη στὸ Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ἑλλάδος. Τότε τὸν γνώρισαν καὶ μερικὲς νέες, οἱ ὁποῖες ἤθελαν ἀπὸ χρόνια νὰ ἱδρύσουν Μοναστήρι, ἀλλὰ συναντοῦσαν δυσκολίες. Οἱ νέες αὐτὲς τὸν ἐπισκέπτονταν καθημερινὰ καὶ ἔδωσαν τὸ αἷμα ποὺ χρειάσθηκε γιὰ τὴν ἐγχείρηση. Ἀπὸ τότε ὁ Γέροντας τὶς θεωροῦσε ἀδελφές του καὶ ἀνέλαβε νὰ τὶς βοηθήση. Βρῆκε τὸν τόπο, γιὰ νὰ κτισθῆ τὸ Μοναστήρι, καὶ σὲ ἕναν χρόνο ἐγκαταστάθηκαν οἱ πρῶτες Ἀδελφές. Ἔτσι ἱδρύθηκε τὸ Ἡσυχα­στήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Σουρωτὴ Θεσσα­ λονίκης, τὸ ὁποῖο ὁ Γέροντας Παΐσιος βοηθοῦσε πνευματικὰ μέ­ χρι τὴν κοίμησή του.
Ἐπιστρέφοντας ὁ Γέροντας στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀναζήτησε «καλύβη στὸ ξηρότερο μέρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους». Ἐγκαταστά­θηκε στὰ Κατουνάκια, ὅπου παρὰ τὴν κλονισμένη ὑγεία του, συ­νέχισε τὸ αὐστηρὸ ἀσκητικό του πρόγραμμα καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδι­νε ἄφθονη τὴν θεία παρηγοριά. Κάποια φορά, μιὰ ὁλόκληρη νύ­κτα οὐράνιο γλυκὸ φῶς γέμιζε τὸ φτωχικό του κελλί. Ἔνιωθε νὰ τὸν πλημμυρίζη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ νοῦς του νὰ καταυγάζεται ἀπὸ τὸν θεῖο φωτισμό. Ὅταν ξημέρωσε, τὸ ἡλιακὸ φῶς τοῦ φαινό­ταν σὰν τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ.
Ὕστερα ἀπὸ ἕναν χρόνο (τὸ 1968) ὁ Γέροντας, κάνοντας ὑπακοὴ στὴν Ἱερὰ Κοινότητα, μετέβη στὴν τότε Ἰδιόρρυθμη Μο­νὴ Σταυρονικήτα, γιὰ νὰ βοηθήση στὴν μετατροπή της σὲ Κοι­νοβιακή. Μὲ ἀγάπη καὶ θυσίες βοήθησε στὴν πνευματικὴ θεμε­λίωση τῆς νέας Ἀδελφότητος στηρίζοντας πνευματικὰ τοὺς νέ­ους μοναχούς. «Ἔχουμε τρόπον τινὰ ἐπιστρατευθῆ, ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του. Τρία ἄτομα σχεδὸν κρατοῦμε ὁλόκληρο Μονα­στήρι. Ἀπὸ Προϊστάμενοι μέχρι καθαριστές, διὰ νὰ διοργανω­θοῦν τὰ διακονήματα. Ὁ ἕνας ὑποτακτικός μου ἔγινε Ἡγούμενος καί, ἀφοῦ ταχτοποιηθοῦν τὰ πράγματα, ἐγὼ θὰ μείνω σὲ καμμιὰ καλύβη στὴν περιοχὴ τῆς Μονῆς».
Ἐκείνη τὴν περίοδο εἶχε τὴν εὐ­λογία νὰ μείνη γιὰ μία ἑβδομάδα κο­ντὰ στὸν Γέροντά του Παπα­Τύχωνα, στὸ Σταυρονικητιανὸ Καλύβι τοῦ Τι­μίου Σταυροῦ, γιὰ νὰ τὸν φροντίση τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Δύο μέ­ρες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ὁ Παπα­ Τύχων τοῦ εἶπε: «Ἐὰν ἐσὺ καθήσης στὸ Κελλὶ αὐτό, ἐγὼ θὰ ἔχω χαρά, ἀλλὰ ὅπως ὁ Θεὸς θέλει, παιδί μου». Πράγ­ματι, τὸν Μάρτιο τοῦ 1969, ὁ Γέροντας ἐγκαταστάθηκε στὸ Καλύβι τοῦ Παπα­Τύχωνα, ὅπου ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ Κοινοβίου δόθηκε καὶ πά­ λι στὴν ζωὴ τῆς ἡσυχίας, στὴν ἄσκηση καὶ στὴν προσευχὴ γιὰ τὸν ταλαιπωρη­μένο κόσμο. Στὸ Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔμεινε 10 χρόνια. Ἐκεῖ ἔνιωσε τὸ πατρικὸ χάδι τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπισκέφθηκε, μόλις τέλειω­σε τὴν συγγραφὴ τοῦ βίου του, καὶ τὸν ἄφησε «μὲ μία ἀνέκφραστη γλυκύτη­τα καὶ ἀγαλλίαση οὐράνια στὴν καρ­διά του». Ἐκεῖ δέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ἡ ὁποία τὸν γέμισε μὲ οὐράνια εὐφροσύνη. Ἐκεῖ εἶδε τὸν Χριστὸ καὶ ἀλλοιωμένος ἀπὸ τὸ ἄρρη­το κάλλος Του ἔγραψε σὲ ἐπιστολή του: «Θὰ ἄξιζε νὰ κάνη κανείς, ἐὰν μπο­ροῦσε, ὅλους τοὺς ἀγῶνες ποὺ ἔκαναν ὅλοι οἱ ἀσκητὲς ἀπὸ τὸν πρῶτο αἰώνα μέχρι τὸν εἰκοστό, γιὰ νὰ δῆ τὸν Χρι­στό, ὄχι γιὰ πάντα στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ ἔστω γιὰ ἕνα λεπτό». Πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν θερμότητα τῆς θείας Χάριτος ποὺ τὸν πλημμύριζε λύγιζε σὰν τὸ κερὶ καὶ ἔλεγε: «Χριστέ μου, ἐλάττωσε λίγο τὴν ἀγάπη Σου, γιατὶ δὲν ἀντέχω».
Πόθος τοῦ Γέροντος Παϊσίου ἦταν νὰ ζήση στὴν ἀφάνεια. Πάντοτε ἐπιθυμοῦσε ἕναν μακρινὸ τόπο, στὸν ὁποῖο νὰ χαθῆ, νὰ ἐξαφανισθῆ. «Εὔχομαι καὶ ἐπιδιώκω, ἔγραφε, ἕναν ἄγνωστο τόπο, γιὰ νὰ ζήσω ἄγνωστος ἀνάμεσα σὲ ἀγνώστους, γιὰ νὰ γνωρίσω πιὸ πολὺ τὴν ἀχαριστία μου καὶ τὴν ἁμαρτία μου καὶ νὰ πλησιά­σω καὶ νὰ γνωρίσω τὸν Θεὸ ἀπὸ πιὸ κοντά, γιὰ νὰ διαλυθῶ τε­λείως ἀπὸ τὴν μεγάλη Του ἀγάπη». Ὅμως «ἄλλαι αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου». Ἤδη ἡ πολιτεία του εἶχε γίνει γνωστὴ καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Συχνὰ προσκυνητὲς χτυποῦσαν τὸ καμπανάκι του, ἔστω κι ἂν διάβαζαν στὴν πόρτα του: «Σημειῶστε στὸ χαρτὶ τί θέλετε νὰ συζητήσουμε καὶ βάλτε το μέσα στὸ κουτί. Περισσότερο θὰ ὠφεληθῆτε ἀπὸ τὴν προσευχὴ παρὰ ἀπὸ τὴν ἀργολογία».
Τὰ τελευταῖα δεκατέσσερα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Γέροντας Παΐσιος ἔμεινε στὸ Κελλὶ «Παναγούδα». Ἐκεῖ ὕστερα ἀπὸ θεία πληροφορία, ἀφιερώθηκε πλέον στὴν διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶχε ξεχειλίσει τὸ πνευματικὸ μέλι τῶν χαρισμάτων ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, καὶ ἐκεῖνος, ὡς καλὸς οἰκονόμος, τὸ πρόσφερε πλούσια σὲ ὅποιον τὸν πλησίαζε. Τὴν νύκτα τὴν ἀφιέρωνε στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἡμέρα δεχόταν ὅσους κατέφευγαν στὸ Καλύβι του. Γινόταν «τὰ πάντα τοῖς πᾶσι», γιὰ νὰ ὁδηγήση ψυχὲς στὴν σωτηρία. Ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του: «Κόσμος πολύς, κουρασμένος, βασανισμένος· ψυ­χὲς τραυματισμένες. Ἄνθρωποι μὲ σοβαρὰ θέματα ποὺ ἔχουν πραγ­ματικὴ ἀνάγκη καὶ ἀγαθὴ διάθεση... Πολλοὶ ἄνθρωποι, πολὺς κό­πος, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία μὲ τοὺς Ἁγίους μὲ κρατᾶνε στὸ πόδι. Πρέπει νὰ μπορῶ πάντα. Μπορῶ­ δὲν μπορῶ, πρέπει νὰ μπορῶ». Βοηθοῦσε μεγάλους καὶ μικρούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Μὲ τὸ διορατικό του χάρισμα ἔβλεπε καρδιὲς ἀνθρώπων, μὲ τὸν θεῖο φωτισμὸ καθοδηγοῦσε, μὲ τὴν ἁγία του ἁπλότητα ξεκούραζε, μὲ τὴν πατρικὴ στοργή του παρηγοροῦσε, μὲ τὸ ἰαματικό του χάρι­σμα θεράπευε σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες. Ξεχείλιζε ἀπὸ θεϊκὴ ἀγάπη καὶ θὰ ἤθελε, ἂν ἦταν δυνατόν, νὰ μοιράση σὲ ὅλον τὸν κό­σμο τὴν «καιομένην ὑπὲρ ἁπάσης τῆς κτίσεως» καρδιά του.
Τὸ διάστημα αὐτό, καθὼς ἔβλεπε νὰ λιγοστεύη ὅλο καὶ περισ­σότερο τὸ ἀγωνιστικὸ καὶ ἀσκητικὸ πνεῦμα, θέλησε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ διασώση βίους παλαιῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἀγωνιστῶν, τοὺς ὁποίους πρῶτα ὁ ἴδιος εἶχε μιμηθῆ. Ἔτσι ἔγραψε τὴν βιογραφία τοῦ Γέροντος Χατζη­Γεώργη καὶ τὸ βιβλίο «Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα».
Τοὺς τελευταίους ὀκτὼ μῆνες τῆς ἐπιγείου ζωῆς του – ἀπὸ τὸν Nοέμβριο τοῦ 1993 μέχρι τὶς ἀρχὲς Ἰουλίου τοῦ 1994 – ὁ Γέροντας Παΐσιος λόγῳ τῆς ἀσθένειας τοῦ καρκίνου καὶ τῆς ἐξελίξεώς της παρέμεινε στὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης. Οἱ ὀδυνηροὶ πόνοι ποὺ ὑπέμεινε τὸ διάστημα αὐτό, ἔλεγε πὼς τὸν ὠφέλησαν ὅσο δὲν τὸν ὠφέλησαν ὅλοι οἱ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες τῆς ζωῆς του. Λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ταφῆ στὸ Ἡσυχαστήριο, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς στίχους ποὺ ἔγραψε καὶ χα­ράχθηκαν κατὰ τὴν ἐπιθυμία του σὲ μικρὴ μαρμάρινη πλάκα ἐπά­νω στὸν τάφο του. Ἐπίσης, ζήτησε ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία νὰ τε­λεσθῆ ἀπὸ τὸν ἐφημέριο τοῦ Ἡσυχαστηρίου στὸ Παρεκκλήσι τῶν Ἀρχαγγέλων καὶ νὰ παρευρεθῆ σ' αὐτὴν μόνον ἡ Ἀδελφότητα. Ἐπιθυμία του τέλος ἦταν νὰ μὴ γίνη ποτὲ ἡ ἐκταφή του.
Ὁ Γέροντας Παΐσιος ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὴν ἑνδεκάτη πρωινὴ ὥρα τῆς 12ης Ἰουλίου τοῦ 1994. Τὸ βράδυ τελέσθηκε Ἀγρυπνία καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία. Ἐτάφη πίσω ἀπὸ τὸ Ἱερὸ τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου.
Μετὰ τὴν κοίμησή του, ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας προστρέχουν στὸν τάφο του, γιὰ νὰ ἀντλήσουν βοήθεια, δύναμη καὶ παρη­ γοριά. Κάποιοι ἀφήνουν ἐκεῖ γράμματα μὲ τὰ ὁποῖα ζητοῦν τὴν πρὸς τὸν Θεὸ μεσιτεία του ἢ ἐκφράζουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὴν βοήθειά του. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀποφασίζουν νὰ ἀγωνισθοῦν «τὸν καλὸν ἀγῶνα» ἔχοντας ὡς βοήθεια τὶς διδαχές του: Ἁπλοποίηση τῆς ζωῆς, καλὴ ἀνησυχία, μετάνοια καὶ ἐξομο­λόγηση, καλλιέργεια καλῶν λογισμῶν, ἀγάπη καὶ ταπείνωση, φιλότιμο, ἀρχοντιὰ καὶ θυσία. Ἄνθρωποι ποὺ τὸν εἶχαν γνωρίσει καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν τὸν συνάντησαν ποτέ, ἀλλὰ τὸν γνώρισαν ἀπὸ κάποιο βιβλίο ἢ ἀπὸ κάποια θαυμαστὴ παρουσία του στὴν ζωή τους, ὅλοι ὁμολογοῦν ὅτι τὸν αἰσθάνονται νὰ βρίσκεται κοντά τους καὶ νὰ πρεσβεύη γι' αὐτοὺς στὸν Θεό.
Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε. Ἀμήν!

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ / 12 ΙΟΥΛΙΟΥ

ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΑ: ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΙΣΙΟΥ ...Αποσπάσματα από το βιβλίο «Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου», Άγιον Όρος,  Κεντρική - αποκλειστική διάθεση του βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, 63088, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής

Στα Φάρασα της αγιοτόκου Καππαδοκίας, στις 25 Ιουλίου του 1924, ανήμερα της αγίας Άννης γεννήθηκε ο Γέροντας. Στην βάπτιση οι γονείς του ήθελαν να τον ονομάσουν Χρήστο, στο όνομα του παππού. Ο όσιος Αρσένιος όμως είπε στην γιαγιά του: «Έ, Χατζηαννά1, τόσα παιδιά σου βάπτισα! Δεν θα δώσεις και σε ένα το όνομά μου;».

Και στους γονείς είπε: «Καλά, εσείς θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγηρο στο πόδι μου;». Και γυρίζοντας στη νουνά1 της λέγει: «Αρσένιο να πής». Του έδωσε δηλαδή το όνομά του και την ευχή του, και προείδε ότι θα γίνει καλόγηρος, όπως και έγινε2.
Ο άγιος Παίσιος ο Αγιορείτης μαζί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο
Το έτος που γεννήθηκε ο Γέροντας έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών και ξερριζώθηκε ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας από τις πατρογονικές του εστίες. Πήρε και η οικογένεια του Γέροντα μαζί με τους άλλους Φαρασιώτες και τον όσιο Αρσένιο τον δρόμο της πικρής προσφυγιάς. Στο καράβι μέσα στον συνωστισμό κάποιος πάτησε το βρέφος (Αρσένιο) που κινδύνεψε να πεθάνη. Αλλά ο Θεός κράτησε στην ζωή τον εκλεκτό Του, γιατί έμελλε να γίνη χειραγωγός πολλών ψυχών στην βασιλεία των Ουρανών. Ο Γέροντας βέβαια από ταπείνωση έλεγε αργότερα: «Αν είχα πεθάνει τότε, που είχα την χάρι του Βαπτίσματος, θα με έρριχναν στην θάλασσα να με φάνε τα ψάρια, και τουλάχιστον θα μου έλεγε «ευχαριστώ» κανένα ψαράκι, και θα πήγαινα στον παράδεισο». (Ήθελε δηλαδή να πή ότι τώρα που έζησε δεν έκανε τίποτε).

Έμειναν για λίγο στον Πειραιά. Έπειτα μεταφέρθηκαν στο κάστρο της Κερκύρας, όπου εκοιμήθη και ετάφη ο όσιος Αρσένιος, σύμφωνα με την πρόρρησή του: «Εγώ θα ζήσω σαράντα ημέρες στην Ελλάδα και θα πεθάνω σε ένα νησί». Μετακόμισαν στην συνέχεια σε χωριό της Ηγουμενίτσας και τελικά εγκαταστάθηκαν στην Κόνιτσα.

Τον νεοφώτιστο Αρσένιο, βρέφος σαράντα ημερών, οι γονείς του τον έφεραν στην μητέρα Ελλάδα, άγνωστο τότε ανάμεσα στα πλήθη των προσφύγων. Αυτόν που μετά από χρόνια θα γινόταν γνωστός σε όλο τον κόσμο και θα ωδηγούσε πλήθη ανθρώπων στην θεογνωσία. Από τις πρώτες ημέρες γνώρισε τον πόνο και τα βάσανα των ανθρώπων. Αργότερα, ο ίδιος θα γινόταν λιμάνι παρηγοριάς σε χιλιάδες βασανισμένες ψυχές.
Ανατροφή «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου»
Ο μικρός και ευλογημένος Αρσένιος, μαζί με το γάλα που θήλαζε, μάθαινε από τους γονείς του και την ευλάβεια προς τον Θεό. Αντί για παραμύθια και ιστορίες του μιλούσαν για τον βίο και τα θαύματα του οσίου Αρσενίου. Μέσα του γεννήθηκε θαυμασμός και αγάπη για τον Χατζεφεντή, όπως αποκαλούσαν τον όσιο Αρσένιο. Από μικρός ήθελε να γίνη και αυτός μοναχός, για να μοιάση τον Άγιό του.

Το πρόσωπο που μετά τον όσιο Αρσένιο επηρέασε ευεργετικά όλη του την ζωή ήταν η μητέρα του, προς την οποία αισθανόταν ιδιαίτερη αγάπη και την βοηθούσε όσο μπορούσε. Από αυτήν διδάχθηκε την ταπεινοφροσύνη. Τον συμβούλευε να μην θέλη να νικά τους συμμαθητές του στα παιχνίδια και ύστερα να υπερηφανεύεται, ούτε να επιδιώκη να μπαίνη πρώτος στην γραμμή, γιατί ήταν το ίδιο, είτε πρώτος, είτε τελευταίος έμπαινε.
Επί πλέον του έμαθε την εγκράτεια˙ να μην τρώγη πριν από την ώρα του φαγητού. Τήν παράβαση την θεωρούσε ως πορνεία.

Επίσης τον βοήθησε να αποκτήση απλότητα, εργατικότητα, νοικοκυροσύνη και προσοχή στην συμπεριφορά του προς τους άλλους, και τον προέτρεπε να μην αναφέρη καθόλου το όνομα του πειρασμού (διαβόλου).
Δυό φορές την ημέρα όλη η οικογένεια προσευχόταν μπροστά στο εικονοστάσι. Η μητέρα του όμως συνέχιζε να προσεύχεται και όταν έκανε τις εργασίες του σπιτιού λέγοντας την ευχή.
Τέτοια ήταν η ευλάβεια των γονέων του, ώστε και στα αλώνια έπαιρναν μαζί τους αντίδωρο.
Ο μικρός Αρσένιος, με το ενδιαφέρον και την εξυπνάδα που είχε, εύκολα αφωμοίωνε ό,τι καλό άκουγε από τους γονείς του.

Ακολουθώντας το παράδειγμά τους έμαθε να νηστεύη, να προσεύχεται και να εκκλησιάζεται. Ήταν το πιο αγαπητό από όλα τα παιδιά της οικογενείας. «Ο μεν πατέρας μου», έλεγε αργότερα ο Γέροντας, «με αγαπούσε, γιατί είχα κλίση στα τεχνικά και έπιαναν τα χέρια μου, η δε μητέρα μου για την ψεύτικη (λίγη, μικρή) ευλάβεια που είχα».
Παιδικές ασκήσεις
Όταν έμαθε να διαβάζη καλά, βρήκε την Αγία Γραφή και μελετούσε κάθε ημέρα το Τετραβάγγελο. Εύρισκε επίσης βίους Αγίων και εντρυφούσε. Είχε μαζέψει ένα κουτί με βίους. Μόλις γύριζε από το σχολείο, δεν ήθελε ούτε να φάη. Πρώτα πήγαινε, άνοιγε το κουτί, έπαιρνε και διάβαζε τους βίους των Αγίων. Ο μεγαλύτερός του αδελφός τους έκρυβε, αν και ευλαβής, διότι δεν ήθελε να ασχολήται ο μικρός Αρσένιος πολύ με τα εκκλησιαστικά, για να μην παραμελή τα μαθήματα. Ο Αρσένιος δεν έλεγε τίποτε. Εύρισκε άλλους βίους Αγίων και τρεφόταν πνευματικά. Κάποτε ο μεγάλος του αδελφός θαύμασε, βλέποντάς τον να διαβάζη τον βίο κάποιου αγνώστου Αγίου, που πρώτη φορά μάθαινε το όνομά του: «Πού τον βρήκες πάλι αυτόν τον Άγιο;», τον ρώτησε με απορία.

Η ευλαβής Κονιτσιώτισσα Καίτη Πατέρα, μεγαλύτερή του στην ηλικία, αναφέρει για τον Αρσένιο: «Είχε πολύ ενδιαφέρον για την Εκκλησία. Τον ρώτησα κάποτε:

- Παιδί μου, έφαγες τίποτε σήμερα;
- Δεν έφαγα. Τι να φάω, αφού η μητέρα μου τα βράζει όλα τα φαγητά στην ίδια κατσαρόλα, και το κρέας και τα νηστήσιμα. Η ίδια κατσαρόλα απορροφά˙ δεν μπορώ να φάω.
-Παιδί μου, αφού η μάννα σου είναι τόσο καθαρή και την πλένει καλά με αλισίβα.
- Δεν μπορώ να φάω από αυτά, απαντούσε.
»Και νήστευε, νήστευε συνέχεια και αποτραβιόταν μοναχός του για να προσεύχεται».
Μαρτυρεί και ο αδελφός του: «Ο Αρσένιος από την δευτέρα Δημοτικού διάβαζε θρησκευτικά βιβλία, απομονωνόταν και προσευχόταν πολύ. Δεν έπαιζε όπως τα άλλα παιδιά».

Η έμφυτη μοναχική του κλίση εκδηλώθηκε ενωρίς. Αισθανόταν αγάπη μεγάλη προς τον Θεό και η προσευχή του ήταν εκδήλωση αυτής της αγάπης. Στις μεγάλες γιορτές παρέμενε άγρυπνος, άναβε το καντηλάκι και προσευχόταν όρθιος όλη τη νύχτα. Ο μεγαλύτερος αδελφός του τον εμπόδιζε. Όταν σηκωνόταν τις νύχτες να διαβάση το Ψαλτήρι, δεν τον άφηνε. Τον έβαζε κάτω από τις κουβέρτες. Γενικά η τακτική του αδελφού του όχι μόνο δεν έκαμψε τον ζήλο του, αλλά αύξησε την αγάπη του προς τον Θεό.
Όταν τον ρωτούσαν, τι θα γίνει όταν μεγαλώση, ο Αρσένιος απαντούσε σταθερά: «Καλόγηρος». Οικονόμησε ο Θεός και πήρε από μικρός την καλή στροφή, γι αυτό δεν είχε ταλαντεύσεις στην εκλογή του. Για τον Αρσένιο ένας δρόμος ανοιγόταν μπροστά του, η αγγελική ζωή των μοναχών.

Ό,τι διάβαζε στα Συναξάρια προσπαθούσε να το εφαρμόση. Διάβασε πως, όταν φοβάσαι σε έναν τόπο, πρέπει να συχνάζης εκεί για να διώξης τον φόβο. Επειδή φοβόταν όταν περνούσε από το κοιμητήρι, αποφάσισε να πάη εκεί τη νύχτα, για να του φύγη ο φόβος. Ήταν τότε στην τετάρτη τάξη του Δημοτικού.
«Είδα», διηγήθηκε, «από την ημέρα έναν άδειο τάφο. Μόλις νύχτωσε η καρδιά μου χτυπούσε, αλλά πήγα και μπήκα στον τάφο. Στην αρχή ήταν δύσκολο, αλλά μετά συνήθισα. Κάθησα αρκετή ώρα και εξοικειώθηκα. Πήρα θάρρος και άρχισα να γυρίζω από μνήμα σε μνήμα, αλλά πρόσεχα να μη με δουν και με περάσουν για φάντασμα. Αυτό ήταν˙ πήγα τρία βράδυα και έμεινα μέχρι αργά στο κοιμητήρι και μου έφυγε ο φόβος».

Διηγήθηκε και το εξής: «Όταν ακόμη ήμουν στο σχολείο, διάβαζα τους βίους των Αγίων και επιθυμούσα από τότε να γίνω ασκητής. Έβγαινα συχνά έξω από το χωριό. Ήμουν τότε ένδεκα χρονών. Μιά μέρα επεσήμανα έναν βράχο μεγάλο. Πρωί-πρωί ξεκίνησα για να ανεβώ, να γίνω στυλίτης. Πήγα˙ ήταν ψηλός ο βράχος. Ανέβηκα με δυσκολία και άρχισα να προσεύχωμαι. Εξάντλησα όλες μου τις δυνάμεις και μετά άρχισα να σκέπτωμαι: «Οι ερημίτες είχαν ρίζες και έτρωγαν˙ λίγο νεράκι, έναν χουρμά. . . Εσύ δεν έχεις τίποτε εδώ πάνω στον βράχο. Πως θα ζήσεις;». Τέλος, αποφάσισα να κατέβω, αλλά ήδη είχε νυχτώσει. Το κατέβασμα ήταν πιο δύσκολο, γιατί δεν έβλεπα. Με μεγαλύτερη δυσκολία κατέβηκα. Η Παναγία με φύλαξε και δεν τσακίστηκα στα βράχια».

Η αδελφή του Χριστίνα θυμάται ότι, ενώ κάποτε οι γονείς τους ήταν στο χωράφι, άρχισε να βρέχη. Ο Αρσένιος τους σκεφτόταν που βρέχονταν. Πήρε τα δύο μικρότερα αδέλφια του, πήγαν στο εικονοστάσι, γονάτισαν, έκαναν προσευχή και η βροχή σταμάτησε. Όταν έπεφταν κεραυνοί, συνήθιζε να λέγη: «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος».

Θεοπτία
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Από ένδεκα χρονών διάβαζα βίους Αγίων και έκανα νηστείες και αγρυπνίες. Ο αδελφός μου ο μεγαλύτερος έπαιρνε και έκρυβε τους βίους. Δεν κατάφερε τίποτε. Πήγαινα στο δάσος και συνέχιζα. Κάποιος φίλος του τότε, ο Κώστας, του είπε: «Θα σου τον κάνω να τα παρατήση όλα».
«Ήρθε και μου ανέπτυξε την θεωρία του Δαρβίνου. Κλονίστηκα τότε και είπα: Θα πάω να προσευχηθώ, και, αν ο Χριστός είναι Θεός, θα μου παρουσιαστή να πιστέψω. Μιά σκιά, μια φωνή, κάτι θα μου δείξει». Τόσο μούκοβε. Πήγα και άρχισα μετάνοιες και προσευχή για ώρες, αλλά τίποτε. Στο τέλος τσακισμένος σταμάτησα. Μού ήρθε τότε στην σκέψη κάτι που μούχε πει ο Κώστας: «Παραδέχομαι ότι ο Χριστός είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος, δίκαιος, ενάρετος, τον οποίο εμίσησαν από φθόνο για την αρετή του και τον καταδίκασαν οι συμπατριώτες του». Τότε είπα: «Αφού είναι τέτοιος, και άνθρωπος να ήταν, αξίζει να τον αγαπήσω, να τον υπακούσω και να θυσιασθώ γι Αυτόν. Δεν θέλω ούτε παράδεισο, ούτε τίποτε. Για την αγιότητά του και την καλωσύνη του αξίζει κάθε θυσία». (Καλός λογισμός και φιλότιμο).

Ο Θεός περίμενε την αντιμετώπισή μου. Ύστερα από αυτό παρουσιάσθηκε ο ίδιος ο Χριστός μέσα σε άφθονο φως. Φαινόταν από την μέση και πάνω. Μέ κοίταξε με πολλή αγάπη και μου είπε: «Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται». Τα λόγια αυτά ήταν γραμμένα και στο Ευαγγέλιο που κρατούσε ανοικτό στο αριστερό χέρι Του».

Το γεγονός αυτό διέλυσε στον δεκαπενταετή Αρσένιο τους λογισμούς αμφιβολίας, που τάραζαν την παιδική του ψυχή, και γνώρισε με την χάρι του Θεού τον Χριστό ως Θεό αληθινό και Σωτήρα του κόσμου. Βεβαιώθηκε για τον Θεάνθρωπο, όχι από άνθρωπο ή από βιβλία, αλλά από τον ίδιο τον Κύριο, που του αποκαλύφθηκε και μάλιστα σε τέτοια ηλικία. Στερεωμένος πλέον στην πίστη μονολογούσε: «Κώστα, άμα θέλης τώρα, έλα να συζητήσουμε».
Φροντίδα για τους άλλους
Ο Αρσένιος με την προσεκτική ζωή και τις συμβουλές του βοήθησε πνευματικά και άλλους νέους. Συναναστρεφόταν συνήθως με μικρότερα παιδιά. Τα συγκέντρωνε στην αγία Βαρβάρα, διάβαζαν βίους Αγίων και τα παρακινούσε να κάνουν μετάνοιες και να νηστεύουν. Μερικές μητέρες ανησύχησαν και απέτρεπαν τα παιδιά τους να τον συναναστρέφωνται. Οι γονείς ενός παιδιού με το οποίο εργαζόταν στον ίδιο μάστορα και προσεύχονταν μαζί, φοβήθηκαν μη γίνη καλόγηρος και δεν τον άφηναν να έχη σχέση με τον Αρσένιο ούτε να αγωνίζεται. Αργότερα πήγε να εργασθή στην Γερμανία και σκοτώθηκε. Οι γονείς του αισθάνθηκαν τύψεις και έλεγαν: «Καλύτερα να είχε γίνει καλόγηρος». Κάποιο παιδί, που καταγόταν από τα Φάρασα, ήθελε ο Αρσένιος να το πάρη μαζί του για μοναχό και προσπαθούσε να πείση την μητέρα του. Άλλον νέο τον στήριξε να γίνη ιερέας. Κληρικός καταγόμενος από την Κόνιτσα ομολογεί ότι βοηθήθηκε στην μοναχική του κλίση από τον λαϊκό ακόμη Αρσένιο.

Είχε ενδιαφέρον και πόθο μεγάλο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον Θεό. Κάποιον γέρο βοσκό, που ζούσε μόνος πάνω στα βουνά και είχε πάει στην Εκκλησία δύοτρεις φορές σε όλη του την ζωή, ο Αρσένιος τον πλησίασε και φρόντισε να τον φέρη κοντά στον Χριστό.

Στήν Κόνιτσα κάποιος Μουσουλμάνος ονόματι Μπαϊράμης είχε άρρωστη την μητέρα του. Ο μικρός Αρσένιος πήγαινε τη νύχτα και βοηθούσε την άρρωστη. ΟΜπαϊράμης εξέφρασε την επιθυμία να γίνη Χριστιανός.
Τα λίγα χρήματα που έπαιρνε ως μαθητευόμενος ξυλουργός, τα μοίραζε ελεημοσύνη σε φτωχά παιδιά του ορφανοτροφείου. Έφερνε και στο σπίτι τους φτωχά παιδιά για φαγητό.
Ο κ. Χατζηρούμπης Απόστολος, Κονιτσιώτης, αναφέρει: «Ο Αρσένης ήταν ο μόνος που προτιμούσε να αδικήται παρά να αδική. Είχε πάντα στην τσέπη του ένα θρησκευτικό βιβλίο που το διάβαζε συχνά. Θυμάμαι τον ζήλο του να εξασφαλίση ακροατήριο από τον παιδικό κόσμο, αντί οποιουδήποτε τιμήματος, όπως λ. χ. να αναλαμβάνη την φύλαξη των ζώων μας, να γίνεται νεροκουβαλητής μας, κ. α. , αρκεί εμείς να τον προσέχαμε, όταν μας διάβαζε την Αγία Γραφή.

»Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πάθος του να χρωματίζη αυτά που έλεγε, όταν αναφερόταν στην σταυρική θυσία του Χριστού. Γινόταν τόσο παραστατικός, ώστε  κατώρθωνε να αποσπά την προσοχή και των πιο ζωηρών παιδιών. Έβλεπα κατακάθαρα στο νεανικό του πρόσωπο την ικανοποίηση και την αγαλλίασή του, γιατί μπορούσε να διδάσκη τον λόγο του Κυρίου σε τόσο αγνό ακροατήριο. Από όσο θυμάμαι αυτή την τακτική την συνέχισε τέσσερα με πέντε χρόνια μέχρι που πήγε στρατιώτης».
Ο Αρσένιος πέρασε τα νεανικά του χρόνια με αμεριμνία και αγώνες ασκητικούς. Έπειτα ήρθαν τα δύσκολα χρόνια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, της Κατοχής και του ανταρτοπολέμου. Τότε πέρασε πολλές δυσκολίες και κινδύνους.

Στόν ανταρτοπόλεμο τον συνέλαβαν οι κομμουνιστές αιχμάλωτο και τον φυ-λάκισαν. Κακοπάθησε όσο διάστημα έμεινε στην φυλακή και υπέφερε από τις ψείρες και το πολύ στρίμωγμα. Σε ένα μικρό δωμάτιο έβαλαν πολλούς. Όταν ξάπλωναν ο τελευταίος έμπαινε σαν σφήνα ανάμεσά τους.
Δοκιμάστηκε και ηθικώς, γιατί τον έκλεισαν σε ένα δωμάτιο μόνο του και ύστερα έβαλαν δύο αντάρτισσες σχεδόν γυμνές. Προσευχήθηκε έντονα επικαλούμενος την Παναγία και αμέσως ένιωσε «δύναμιν εξ ύψους», που τον ενίσχυσε και τις έβλεπε με απάθεια σαν αδελφές του, όπως ο Αδάμ την Εύα στον παράδεισο. Τις μίλησε με τρόπο καλό. Εκείνες ήρθαν σε συναίσθηση, ντράπηκαν και έφυγαν κλαίγοντας.

Αν και ο πόλεμος έκανε τον Αρσένιο να αναβάλη την αναχώρησή του, όμως ο ζήλος του δεν ψυχράνθηκε. Στους αγώνες και στις ασκήσεις προσέθετε νέους αγώνες και υψηλότερες ασκήσεις. Έβλεπε τα εθνικά πράγματα σε άσχημη κατάσταση. Σε λίγο θα τον καλούσαν να υπηρετήση την Πατρίδα. Στο εξωκκλήσι της αγίας Βαρβάρας παρακάλεσε την Παναγία: «Ας ταλαιπωρηθώ, ας κινδυνεύσω, μόνο να μη σκοτώσω άνθρωπο, και ν αξιωθώ να γίνω μοναχός».
Τότε έκανε τάμα, αν τον διαφυλάξη η Παναγία στον πόλεμο, να υπηρετήση για τρία χρόνια το Μοναστήρι της που το έκαψαν οι Γερμανοί, και να βοηθήση να κτισθή πάλι η Ιερά Μονή Στομίου.
Αγώνες αρχαρίου
Ο άγιος και οι γονείς του
Ο Αρσένιος προσήλθε στην ιερά Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους που τότε δεν είχε γίνει ζηλωτική για να μονάση. Έχοντας πρότυπα τους οσίους Πατέρες, προσπαθούσε να τους μιμηθή. Έβαλε ως θεμέλιο της μοναχικής ζωής την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή και επιδόθηκε σε αγώνες υπέρ την αντοχή του.

 Τις ημέρες κοπίαζε σωματικά και τις νύχτες παρέμενε άϋπνος, προσευχόμενος και δοξολογώντας τον Θεό. Αισθανόταν μεγάλη κούραση, αλλά ήταν ανυποχώρητος στην άσκηση. Συνεχώς πρόσθετε νέους αγώνες, πάντα με ευλογία και παρακολούθηση από τον Ηγούμενο. Όλα τα έκανε με χαρούμενη διάθεση.
Έλεγε: «Κάναμε πολύ σκληρή δουλειά στον τόρνο όλη την ημέρα. Το βράδυ πήγαινα στο Αρχονταρίκι και βοηθούσα μέχρι τις 10 ή 11 η ώρα. Δεν μου έμενε χρόνος ούτε για πνευματικά. Γι αυτό στην συνέχεια, όταν πήγαινα στο Κελλί μου, δεν κοιμόμουν, μόνο έβαζα ένα τέταρτο τα πόδια ψηλά για να ξεκουραστούν λίγο και να κατέβη το αίμα (που μαζευόταν από την πολύωρη ορθοστασία). Μετά στεκόμουν όρθιος σε μια λεκάνη με νερό, για να μη με παίρνη ο ύπνος, και έκανα τα κομποσχοίνια. Κοιμόμουν μισή μέχρι μία ώρα, και μετά πήγαινα στην ακολουθία για να διαβάσω το Μεσονυκτικό. Και επειδή είχα τον λογισμό, μήπως δεν θα κατάφερνα αργότερα να κάνω τα καθήκοντα του μεγαλοσχήμου, ζήτησα ευλογία από τον Ηγούμενο και μου έδωσε, να κάνω τον κανόνα του μεγαλοσχήμου από δόκιμος. Όχι από εγωισμό, αλλά μήπως δεν μπορέσω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις του Σχήματος. Δεν τάκανα με υπερηφάνεια. «Αν δεν μπορώ», έλεγα, «να μην κοροϊδεύω τον εαυτό μου».

Στην Εκκλησία δεν καθόταν καθόλου. Στεκόταν όρθιος στο στασίδι. Πήγαινε καμμιά φορά να τον κλέψη ο ύπνος και αμέσως τιναζόταν.

Τον χειμώνα δεν άναβε φωτιά. Είχε τόση υγρασία στο Κελλί, που η μούχλα γινόταν σαν βαμβάκια στους τοίχους. Όταν το κρύο ήταν ανυπόφορο, είχε ένα δέρμα ζώου, από αυτά που έκανε τα σαμάρια, και τύλιγε τα πόδια του. Δούλευε έξω στο κρύο μόνο με το ζωστικό, και έβαζε από μέσα ένα χαρτί για να τον προστατεύη λίγο.
Πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή είχαν τυπικό στο Μοναστήρι να δίνουν σε όλους τους πατέρες από ένα κουτί γάλα. Και εκείνο ο Αρσένιος δεν το έπινε, αλλά το έδινε στον γερο-Νικήτα που ήταν προφυματικός. Στη νηστεία τα φασόλια δεν τα μασούσε καλά, για να αργούν να χωνέψουν και έτσι να τον κρατούν κάπως. Κοιμόταν για άσκηση κάτω στις πλάκες και άλλες φορές στα τούβλα, που «ήταν πιο φιλάνθρωπα». Άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται αντιληπτή στους πατέρες η άσκηση και η ευλάβειά του. Οι ιερείς τον προτιμούσαν να τους ψάλλη στα παρεκκλήσια.

Δαιμονικές εμφανίσεις
Ο διάβολος δεν αρκείτο μόνο στον πόλεμο των λογισμών, αφού μάλιστα δεν μπορούσε με αυτούς να ανακόψη την αγωνιστικότητά του. Παρουσιαζόταν και αισθητώς. Τον έβλεπε οφθαλμοφανώς και συνωμιλούσαν. Προσπαθούσε ο πειρασμός με κάθε τρόπο να τον εκφοβίση και να τον εμποδίση από τους αγώνες του. Φαίνεται ότι από την πείρα του καταλάβαινε τι θα γινόταν αυτός ο αρχάριος.

Ο δόκιμος Αρσένιος δεν ταρασσόταν ούτε φοβόταν από την παρουσία του διαβόλου. Έλεγε: «Νάρχεσαι, διότι μου κάνεις καλό. Μέ βοηθάς να θυμάμαι τον Θεό, όταν τον ξεχνώ, και να προσεύχωμαι».
Αργότερα σχολίαζε ο Γέροντας: «Πού να μείνη ο πειρασμός! Εξαφανιζόταν αμέσως. Δεν είναι χαζός να προξενή στεφάνια στον μοναχό».
- Γέροντα, πειρασμό εννοείτε τους λογισμούς; τον ρώτησε με αφέλεια κάποιος μοναχός.
- Βρέ, πειρασμός! (διάβολος)˙ καταλαβαίνεις; Τι λογισμοί;
Ο δόκιμος Αρσένιος με την ευστροφία του «ενίκησε δαιμόνων πανουργίαν δι ανθρωπίνης επινοίας».
Ρασοευχή
Στις 27 Μαρτίου 1954 μετά από την κανονισμένη δοκιμασία εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Ο Ηγούμενος του πρότεινε να λάβη το Μεγάλο Σχήμα, αλλά δεν δέχθηκε. Ανέφερε: «Αν και μπορούσα να γίνω αμέσως μεγαλόσχημος, διότι μου είπαν: «Εσύ Στρατό τελείωσες, δεν σε εμποδίζει τίποτε», είπα: «Αρκεί η ρασοευχή». Θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο, αλλά και δεν ήθελε να δεσμευθή με τις υποσχέσεις του Μεγάλου Σχήματος, εξ αιτίας της αγάπης του για την ησυχαστική ζωή που επιθυμούσε.


Επίσκεψη της θείας χάριτος
Την τραχύτητα της ασκήσεως ήρθε να γλυκάνη ένα πρωτόγνωρο γεγονός, η επίσκεψη της θείας χάριτος. «Όταν είχαν σωθή τελείως οι μπαταρίες (εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις)», διηγήθηκε, «έζησα ένα γεγονός: Μιά νύχτα, ενώ προσευχόμουν όρθιος, ένιωσα κάτι να κατεβαίνη από πάνω και να με περιλούζη ολόκληρο. Αισθανόμουν μια αγαλλίαση και τα μάτια μου έγιναν δύο βρύσες που έτρεχαν συνέχεια δάκρυα. Έβλεπα και ζούσα αισθητά την χάρι. Μέχρι τότε, συγκινήσεις και τέτοια είχα αισθανθή πολλές φορές, αλλά τέτοιο πράγμα πρώτη φορά μου συνέβη. Ήταν τόσο δυνατό πνευματικά αυτό το γεγονός, ώστε με στήριξε και κράτησε για δέκα περίπου χρόνια μέχρι που αργότερα στο Σινά, έζησα μεγαλύτερες καταστάσεις με άλλον τρόπο».

Ευλογίες από την Παναγία
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Ήμουν άγρυπνος και νηστικός και περίμενα το «μοτόρι», στον αρσανά της Ιβήρων. Από την εξάντληση δεν αισθανόμουν καλά. Φοβήθηκα να μην λιποθυμήσω εκεί και με δουν οι εργάτες. Γι αυτό έκανα κουράγιο και πήγα πίσω από μια ντάνα ξύλα.

»Σκέφθηκα προς στιγμήν να παρακαλέσω την Παναγία και αμέσως είπα στον εαυτό μου: «Άθλιε, την Παναγία για το ψωμάκι την έχουμε;».
»Και μόλις είπα αυτό, να η Παναγία και μου έδωσε ζεστό ψωμί και σταφύλι! Έ, από κεί και πέρα μετά. . . ».
Κάποιος, τον οποίον ο Γέροντας θεράπευσε από ανίατη ασθένεια, ακούγοντας την διήγηση, ρώτησε έκπληκτος:
- Καλά, Γέροντα, μετά που έφαγες τις ρόγες του σταφυλιού, το κοτσάνι σου έμεινε στο χέρι;
- Και το κοτσάνι και ψίχουλα, απάντησε με έμφαση. «Η θεότης, δηλαδή η θεία χάρις καθ' εαυτήν, ήγουν μοναχή δεν φαίνεται, εάν δεν έλθη εις την λογικήν ψυχήν. Και ανίσως η αισθητή φωτία δεν φαίνεται εις τα αισθητά, όταν δεν εύρη ύλην, μήτε η νοητή φωτία φαίνεται εις τα νοητά, όταν δεν εύρη ύλην των εντολών του Θεού», Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου, Λόγος Γ΄, σ. 38. 32

Ανακαίνιση του Μοναστηριού
Παρά Κυρίου τα διαβήματα ανθρώπου κατευθύνεται». Μέ αποκάλυψη κατευθύνει ο Κύριος και τώρα τα βήματα του ανθρώπου του Θεού Παϊσίου στην Μονή Στομίου, της Επαρχίας Κονίτσης. Διψούσε για ερημική ζωή και προετοιμαζόταν για την έρημο, αλλά με εντολή της Παναγίας βρέθηκε σε Μοναστήρι του κόσμου.

Άρχισε την ανακαίνιση του καμένου Μοναστηριού, χωρίς να έχη τα απαραίτητα χρήματα και υλικά. Αγόρασε ξυλεία και μόνος έκανε πόρτες, παράθυρα, στασίδια, τραπέζια και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Επίσης άλλαξε την σκεπή της Εκκλησίας, έκανε Κελλιά για μοναχούς, Αρχονταρίκι, στέρνα και άλλα έργα.
Αυτός ανέστησε το κατεστραμμένο Μοναστήρι με πολλούς κόπους. Ήταν άρρωστος αλλά και νηστευτής. Τη νηστεία δεν την χαλούσε ποτέ».
Πηδά στον γκρεμό
Κάποτε μετέφερε τα άγια Λείψανα και είχε την λειψανοθήκη δεμένη με λουριά από τους ώμους του. Σε ένα σημείο του δρόμου, που λέγεται «Μεγάλη Σκάλα», κόπηκε το λουρί και έπεσε η λειψανοθήκη στον γκρεμό. Ο Γέροντας από τον πόθο και την ευλάβεια προς τα άγια Λείψανα, χωρίς να υπολογίση τον εαυτό του και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, πήδησε αμέσως στον γκρεμό για να τα προλάβη. Κατρακυλούσε η λειψανοθήκη και χτυπούσε στα βράχια. Τελικά ο ίδιος διαφυλάχθηκε, χάριτι Θεού, σώος˙ δεν έπαθε τίποτε, ούτε γρατσουνιά! Η λειψανοθήκη με τα άγια Λείψανα έμειναν επίσης άθικτα, ενώ ο μεταλλικός κορβανάς που ήταν προσαρμοσμένος στην λειψανοθήκη είχε κατατσαλακωθή από τα χτυπήματα. Ήταν τόσο βαθύς και απότομος ο γκρεμός που ήταν αδύνατο να ξανανεβή ο Γέροντας. Για να βγή στο μονοπάτι, βάδιζε πολλή ώρα μέσα στο ποτάμι.

Κόποι, ασκήσεις και ησυχία
Νήστευε αυστηρά και δουλαγωγούσε με κάθε τρόπο το εύθραυστο σώμα του, παρ ότι έκανε θεραπεία με ενέσεις. Κάποιες φορές με ένα ποτήρι νερό περνούσε όλο το ημερονύκτιο. Αν και καλλιεργούσε στον κήπο του Μοναστηριού κηπευτικά πολλών ειδών, η συνηθισμένη τροφή του ήταν τσάϊ με παξιμάδι ή καρύδια κοπανισμένα.

Αναφέρει η κυρία Πηνελόπη Μπαρμπούτη: «Στον κήπο πήγαινε ξυπόλυτος και το βράδυ καθάριζε τα αγκάθια από τα πόδια του. Ένα παξιμάδι έτρωγε το πρωί και ένα το βράδυ. Άλλοτε έπινε σκέτο τσάϊ. Δούλευε παρά πολύ. Δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου. Προσπαθούσε να μην χαλάση το χατήρι κανενός και ήθελε όλους να τους αναπαύη. Ποτέ δεν έλεγε όχι. Τα χέρια του είχαν κάνει ρόζους από τις πολλές μετάνοιες. Τα πόδια του ήταν μόνο κόκκαλα. Είχε πολλά προβλήματα με την υγεία του». Την ημέρα εργαζόταν σκληρά και τη νύχτα αγρυπνούσε. Μόνος του διάβαζε όλες τις ακολουθίες, όπως είχε μάθει στο Άγιον Όρος.
Παρ όλο που το Μοναστήρι ήταν σε έρημο και ήσυχο μέρος, ο Γέροντας αποσυρόταν ενίοτε σε μια σπηλιά. Πήγαινε τις νύχτες και έκανε αγρυπνίες με το κομποσχοίνι και αναρίθμητες μετάνοιες. Ήταν όμως ανήλια και έσταζε νερό.

Προστάτης πτωχών και ορφανών
Εκτός από τα κτισίματα μεριμνούσε συγχρόνως και για όσους είχαν ανάγκη. Και αυτοί ήταν πολλοί. Στα χωριά της Κόνιτσας υπήρχε τότε μεγάλη φτώχεια, εγκατάλειψη, δυστυχία. Ο Γέροντας συγκέντρωνε ρούχα, χρήματα, τρόφιμα και φάρμακα, τα έκανε δέματα και τα έστελνε σε ανθρώπους που στερούνταν. Στο έργο της φιλανθρωπίας είχε ως βοηθούς ευλαβείς γυναίκες. Όσες είχαν την διάθεση τις έστελνε να υπηρετούν άτομα ανήμπορα, κυρίως γεροντάκια, που δεν είχαν κανένα συγγενή κοντά τους.
Είχε πάρει άδεια από την αστυνομία και σε κάθε γειτονιά της Κόνιτσας είχε αφήσει από ένα κουμπαρά και ώρισε και έναν υπεύθυνο. Υπήρχε και ένας επί πλέον κουμπαράς έξω από το Αστυνομικό Τμήμα. Έκανε επιτροπή, η οποία διαχειριζόταν τα χρήματα, και πρόσφεραν ανάλογα με τις ανάγκες.

Ενδιαφέρθηκε για φτωχά και ορφανά παιδιά να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Τα παρέπεμπε στα κατάλληλα πρόσωπα αλλά τα βοηθούσε και ο ίδιος οικονομικά, όσο μπορούσε. Πολλοί από αυτούς είναι σήμερα επιστήμονες και ευγνωμονούν τον Γέροντα.
Έδινε τα κτήματα της Μονής σε φτωχές οικογένειες να τα καλλιεργούν. Ενοίκιο δεν ζητούσε. Τούς έλεγε, αν έχουν καλή σοδειά, να προσφέρουν στο Μοναστήρι ό,τι ήθελαν. Αν η χρονιά δεν πήγαινε καλά, δεν ζητούσε τίποτε.

Όσες φορές η αδελφή του Χριστίνα πήγαινε ρούχα ή τρόφιμα, δεν τα δεχόταν. Της έλεγε να τα πάη σε οικογένειες, που γνώριζε ότι στερούνταν.
Οικειότητα με τα άγρια ζώα
Η μεγάλη αγάπη του Γέροντα προς τον Θεό και την εικόνα του, τον άνθρωπο, πλημμύριζε την καρδιά του και το ξεχείλισμά της αγκάλιαζε και την άλογη κτίση. Ιδιαίτερα αγαπούσε τα άγρια ζώα, και αυτά ένιωθαν την αγάπη του και τον πλησίαζαν.

Ένα ελαφάκι ερχόταν και έτρωγε από τα χέρια του. Του έκανε ένα σταυρό στο μέτωπο με μπογιά. Ειδοποίησε τους κυνηγούς να μην κυνηγούν κοντά στο Μοναστήρι και να προσέξουν αυτό το ελαφάκι με τον σταυρό, όπου και αν το βρούν, να μην το χτυπήσουν. Αλλά δυστυχώς, ένας κυνηγός περιφρονώντας την εντολή του, κάποια ημέρα είδε το ελαφάκι και το σκότωσε. Ο Γέροντας στενοχωρήθηκε πολύ και είπε μια προφητεία που επαληθεύτηκε στο ακέραιο. Δεν αναφέρεται γιατί το πρόσωπο αυτό ζει μέχρι σήμερα.
Στο δάσος γύρω από το Μοναστήρι ζούν αρκούδες. Μιά συνάντησε ο Γέροντας σε στενό μονοπάτι, ενώ ανέβαινε στο Μοναστήρι με ένα γαϊδουράκι φορτωμένο. Η αρκούδα μαζεύτηκε στην άκρη, για να περάση ο Γέροντας. Αυτός πάλι της έκανε νόημα με το χέρι να περάση πρώτη. «Και αυτή», διηγείτο χαριτολογώντας, «άπλωσε το πόδι της και μούπιασε το χέρι, για να περάσω εγώ». Της είπε: «Αύριο να μην εμφανισθής εδώ κάτω, γιατί περιμένω κόσμο. Αλλοιώς θα σε πιάσω από το αυτί και θα σε δέσω μέσα στο παχνί».

Έλεγε ότι η αρκούδα έχει έναν εγωισμό. Όταν βρεθή σε κίνδυνο, δείχνει ότι δεν φοβάται, αλλά μετά φεύγει τρέχοντας.
Μιά αρκούδα ερχόταν συχνά, είχε εξοικειωθή μαζί του και ο Γέροντας την τάιζε. Τις ημέρες που ερχόταν κόσμος στο Μοναστήρι ο Γέροντας την προειδοποιούσε να μην εμφανίζεται και προκαλή έτσι φόβο στους ανθρώπους. Η αρκούδα μερικές φορές παρέβαινε την εντολή του Γέροντα, εμφανιζόταν απροσδόκητα και όσοι την έβλεπαν τρόμαζαν. Πολλοί την είχαν δεί˙ μεταξύ αυτών και η Καίτη Πατέρα, όπως διηγήθηκε: «Ανέβαινα μια νύχτα στο Μοναστήρι με φακό για να προλάβω την θεία Λειτουργία. Άκουσα έναν θόρυβο, έρριξα το φως και είδα ένα ζώο κάτι σαν σκυλί μεγάλο. Μέ ακολούθησε και, όταν έφθασα, ρώτησα τον π. Παίσιο, αν το σκυλί είναι του Μοναστηριού. Απάντησε: «Σκυλί είναι αυτό; Για κοίταξε καλά. Αρκούδα είναι».

Όταν είδε ότι τελείωσε η αποστολή του στην έρημο του κόσμου, και αφού ξεπλήρωσε το τάμα προς την Παναγία, άφησε οριστικά το Στόμιο στις 30 Σεπτεμβρίου 1962 και αναχώρησε για το Θεοβάδιστο Όρος Σινά.
Μακαρία ερημική ζωή
Ο Γέροντας ζήτησε ευλογία να μείνη μόνος στην έρημο. Εγκαταστάθηκε στο ασκητήριο των αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, που αποτελείται από το Εκκλησάκι και ένα πολύ μικρό συνεχόμενο Κελλάκι. Βρίσκεται σε ωραία θέση σε ύψωμα, απέναντι ακριβώς από την αγία Κορυφή, και απέχει λιγώτερο από μία ώρα από το Μοναστήρι.

Διακόσια μέτρα πιο πάνω βρίσκεται η σπηλιά του αγίου Γαλακτίωνος και λίγο πιο πίσω είναι η Σκήτη που έμενε η αγία Επιστήμη με τις άλλες ασκήτριες. Άγια μέρη, ευλογημένα. Παρ όλη την αυχμηρότητά τους, εμπνέουν αυτά τα βράχια. Εκεί ψηλά λοιπόν, σαν αετός, έστησε ο Γέροντας την φωλιά του, έκανε μάλλον την πολεμίστρα του ο αετός του πνεύματος.
Ο τάφος του Αγίου Παίσιου
Πολύ κοντά, «ωσεί λίθου βολήν», στο ασκητήριο είχε μια μικρή πηγούλα. Μάζευε το 24ωρο δυό-τρία κιλά νερό. Έλεγε ο Γέροντας: «Πήγαινα με ένα τενεκάκι να πάρω νερό, για να κάνω τσάι ή να βρέξω λίγο το μέτωπο, λέγοντας τους χαιρετισμούς με ευγνωμοσύνη και τα μάτια μου πλημμύριζαν από δάκρυα. «Θεέ μου,» έλεγα, «λίγο νερό να πίνω˙ δεν θέλω τίποτε άλλο». Τόσο πολύτιμο ήταν αυτό το λιγοστό νεράκι γι αυτόν που ήθελε να ζήση εκεί στην έρημο. Αλλά και αυτό ο Γέροντας το μοιραζόταν με τα άγρια ζώα και τα διψασμένα πουλιά της ερήμου.

Απλοποίησε πολύ την ζωή του και επιδόθηκε στην άσκηση με όλες του τις δυνάμεις, χωρίς περισπασμούς. «Η έρημος ερημώνει τα πάθη. Όταν την σεβασθής και προσαρμοσθής προς την έρημο, σου δίνει να αισθανθής την παρηγοριά της», έλεγε αργότερα ο Γέροντας με νοσταλγία, εκφράζοντας με λίγες λέξεις την εμπειρία του από την Σιναϊτική έρημο.
«Ην εν τη ερήμω πειραζόμενος...»
Κάποια ημέρα έκανε εργόχειρο λέγοντας την ευχή καθισμένος σε ένα βράχο, ενώ από κάτω υπήρχε βαθύς γκρεμός. Παρουσιάζεται ο διάβολος και του λέγει:
- Πήδα κάτω, Παίσιε˙ σου υπόσχομαι, δεν θα πάθεις τίποτε.
Ο Γέροντας συνέχισε ατάραχος την ευχή και το εργόχειρό του. Δεν έδωσε σημασία στον διάβολο. Ο πειρασμός συνέχισε να τον παρακινή να πηδήση στον γκρεμό επαναλαμβάνοντας την ίδια υπόσχεση. Αυτό κράτησε μιάμιση ώρα περίπου.
Στο τέλος παίρνει μια πέτρα και την ρίχνει στον γκρεμό λέγοντας στον διάβολο:
- Άντε να σου αναπαύσω τον λογισμό σου.
Ο διάβολος, αφού απέτυχε να τον ρίξη στον γκρεμό, του λέγει δήθεν με θαυμασμό:
- Τέτοια απάντηση ούτε ο Χριστός δεν μου έδωσε. Εσύ καλύτερα απάντησες.
- Ο Χριστός είναι Θεός. Δεν είναι σαν και μένα τον καραγκιόζη. «Ύπαγε οπίσω μου σατανά».
Και έτσι, με την ενοικούσα θεία χάρι, απέφυγε τον πρώτο πειρασμό να πηδήση στον γκρεμό, να τσακισθή στα βράχια˙ ακόμη απέφυγε και τον βαθύτερο γκρεμό της υπερηφανείας, να δεχθή τον έπαινο του διαβόλου, θεωρώντας τον εαυτό του ανώτερο από τον Χριστό.
Εγκαταλείπει την γλυκειά έρημο
Ενώ ζούσε τέτοια ζωή και χαιρόταν που βρήκε επιτέλους αυτό που αναζητούσε από χρόνια, η υγεία του χειροτέρευε. Υπέφερε από πονοκεφάλους που οφείλονταν στην έλλειψη οξυγόνου λόγω του υψομέτρου.
Τελικά, όταν είδε να επιδεινώνεται η κατάσταση της υγείας του, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την γλυκειά έρημο του Σινά και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος.
«Ουκ απέστη ημών»
Ο Γέροντας δεν έπαυσε να βοηθά τους ανθρώπους και μετά την κοίμηση του. Οι άνθρωποι καταφεύγουν στον Γέροντα και ζητούν τις πρεσβείες του, επειδή πιστεύουν στην αγιότητά του. Ο τάφος του έγινε πανορθόδοξο προσκύνημα. Έχει πολλή ευλογία και χάρι. Συγκεντρώνει τους πονεμένους και παρηγορεί τους θλιμμένους. Θεραπεύονται ασθενείς και γίνονται πολλά θαύματα. Και το Κελλάκι του στο Άγιον Όρος έγινε επίσης προσκύνημα. Καθημερινά περνούν επισκέπτες που είχαν γνωρίσει τον Γέροντα και ευεργετήθηκαν, για να τον ευχαριστήσουν ή άλλοι για να δουν που ζούσε.
Τα θαυμαστά γεγονότα που κάνουν οι Άγιοι, εμφανίσεις και θεραπείες, τα βλέπουμε και στον Γέροντα και μετά την κοίμησή του. Ιδιαιτέρως θεραπεύει καρκινοπαθείς και δαιμονισμένους. Εμφανίζεται και σώζει πολλούς από τροχαία δυστυχήματα. Πολλοί ασθενείς τον είδαν μέσα στα Νοσοκομεία. Διάφορα προσωπικά του αντικείμενα θαυματουργούν και εκπέμπουν άρρητη ευωδία.
--------------
Ο Γέροντας Παΐσιος απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00. Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.