Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Δεν ξέραμε τότε το KOLOR GEL, ούτε τις κρέμες ενυδάτωσης και τις αντιλιακές. Γυμνοί βουτούσαμε στις γούρνες της ρεματιάς, ξυπόλητοι τρέχαμε να στήσουμε πλακοπαϊδες για να πιάσουμε αετομάχια, ώρες ολόκληρες στηνόμαστε κάτω από τις κοκορεβιθιές για να σκοτώσουμε με τη σφεντόνα σταρήθρες και συκοφάγους.
‘Όχι! Δεν είχαμε τα σημερινά βιοχημικά εδώδιμα. Λίγο το φαγητό, το λάδι και το ψωμί, λίγες και οι ντομάτες με τις πατάτες. Έτσι χαιρόμαστε πιο πολύ το σώμα του καλοκαιριού, τις σκουριασμένες ψυχές μας από τα ανήλιαγα δωμάτια και τη σκόνη του πίνακα στα θερισμένα και στις ακρογιαλιές γιατρεύαμε.
Κλείνοντας το σχολείο κάναμε μπρατ. Οι κοντινοί στη θάλασσα γέμιζαν κιόλας λέπια, ονειρεύονταν τρικούβερτα μπάρκα, περπατούσαν κι έκαναν νοερά μακροβούτια σαν δέλφινες. Οι καμπίσιοι έβλεπαν να παίρνουν νυχτερινούς υπνάκους σε αρωματισμένες αγκαλιές με σγουρούς βασιλικούς, οι βουνίσιοι να παίζουν φλογέρα με τους τσοπάνηδες στις πλαγιές.