Του Παναγιώτη
Αντωνόπουλου
--- Τέσσερις μήνες δάσκαλος! και δεν τ’ αντέχεις το χωριό, λες λεβέντη μου. Αμ ρώτα κι εμάς που θα μείνουμε εδώ ώσπου να μπούμε στο λάκκο μας!
Είπε αυτά ο Θανάσης ο κινητός εμποράκος και γέλασε μ’ ένα σπαρταριστό γέλιο.
--- Άσ’ το παιδί, Σάκη, μίλα του πιο γκαρδιακά γιατ’ έχει δίκιο. Δε βαστιέται άλλο αυτή η ζωή εδώ! Καλά το λέει! είπε τώρα ο Αλέκος ο ψάλτης και τεντώθηκε στην καρέκλα του σαν ανώτατος δικαστικός.
Η Κούλα η καφετζού χαμογέλασε. Ο νους της άναψε για κουβέντα.