Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Τότε τα καλοκαίρια μας ήτανε φίνα. Με τα πόδια μας γρατσουνισμένα, τις ρόγες των βυζιών τον κοριτσιών τσιμπημένες από το Ζέφυρο, τη μουσική συμφωνία της αηδόνας να χαϊδεύει τα ώτα μας, τις μυρωδιές του υάκινθου να μας τέρπουν την όσφρηση και στην πίσω τσέπη ο ελύτειος λόγος σε χαρτί κιτρινισμένο να λέει: << Πάει καιρός που ακούστηκε η τελευταία βροχή πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες. Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος, τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους, της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά – σιγά και πλάι απ΄ το νερό που στάζει συλλαβίζοντας ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο… >>
Μόλις τα σχολεία έκλειναν αμπαρώναμε τα σπίτια και γινόμαστε Λούηδες. << Φορτώστε τα στο γάιδαρο >> έλεγε ο αφέντης πατέρας χαϊδεύοντας το ακάνθινο γένι του. Προορισμός μας το χτήμα για τις καλοκαιρινές μας διακοπές, σε χώρο άνυδρο και ξερό, ζωσμένο τριγύρω από την αφαλαρίδα και την αφάνα. Φέρναμε τον όνο σηκωτό. << Τις κότες, εκεί >> πρόσταζε η μάνα. Έδειχνε με το στραβό της δείκτη τα κολιτσάκια του σαμαριού και τις φορτώναμε δεμένες από τα πόδια κατωκέφαλα.