Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Τα στάχυα δεν βεργολυγούν, τ’ αλώνια δεν γυρίζουν, τα βοϊδαμάξια σώπασαν στη ρύμη πια να τρίζουν. Και πέρα μέσ’ στο διάπλατο του κάμπου, μοναχός σαλεύει τ’ αργοπάτητα τα πρόβατα ο βοσκός.
Αυτός ήταν ο Γενάρης ο δικός μας και των πατεράδων μας κι όχι ο σημερινός που θρέφει ημερομηνίες με διαπλοκές, συμφωνίες οικονομικών λωποδυτών, φόρους, κλειστά σχολεία, ανήκεστη παρακμή και λαϊκό πρωτογονισμό. Εκείνος που στα στραγγερά του χώματα, οργώνανε να σπείρουν τριφύλλι και σαργό. Στους κήπους δίνανε ένα σκάλισμα για να τρανέψουν και να αδελφώσουν τα χειμωνιάτικα φυτά. Τα κακοχειμωνιασμένα φυτά τα φρόντιζαν, τους έδιωχναν τη λάσπη και τα τάιζαν να χοντρύνουν το ισχνό βλαστάρι τους και να καρπίσουν με άζωτο και νίτρο. Κλαδεύανε τις ελιές και πέταγαν τα χλωμιασμένα ξερόκλαδα. Τα κουκουλωμένα κλαράκια έσκαγαν γελάκι τρυφερό στο χάδι του ήλιου λουσμένα με χίλιες δροσιές.