ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Βλέπω χρόνια το άπλυτο τετράποδο αδελφάτο, αναμαλλιασμένο να γυρίζει στους δρόμους της πόλης, να δαγκώνει, να κοπρίζει και να σέρνει τα ψοφίμια βαστώντας τα σφιχτά στα δόντια του. Κι όλο κάνω πίσω, όλο πουρλακάει η ψυχή μου, μη με κυλήσει κάτω κανένας γασμούλος σκύλος, κανένας ψωριασμένος μπαλωματάρης και με στείλει φέτες στον άλλο κόσμο.
Τυχερός ως τώρα, άτυχος όμως ο πατριώτης μου που μια αγέλη του ‘στησε καρτέρι, τον πέταξε στο χώμα κι άρχισε να τον λιανίζει στη μέση του δρόμου. Ένας από μηχανής Θεός περαστικός τον γλίτωσε, τη ζωή του κράτησε στα χέρια του, στέλνοντας με τις κλωτσιές τους παμχάφτιδες μπουλντόγκιδες στο σκυλίσιο καταφύγιό τους.
Τέτοια περιστατικά με αιμοβόρους μολοσσούς και λαθούρηδες κοτσαύτες να χιμούνε σε περαστικούς γίνονται συχνά, με την πόλη όταν τελούνται να παίρνει ύφος αρχιδουκίσσης. Το ίδιο και οι άρχοντες παίρνουν ύφος Νέρωνα και με τις τρίχες της κεφαλής ανορθωμένες ψάχνουν να κάψουν τους κουτσοπόδαρους και τους μονόφθαλμους, αλλά οι κύνες πονηροί, τα μπήγουν, τα τσιμπούρια τους εξακοντίζουν απ΄ τ’ αυτιά και τους διώχνουν.