Διήγημα
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Εκεί ειπώθηκε αυτή η ιστορία. Στην ταβέρνα της αποβάθρας << Το κύμα >> που αναδυόταν σαν μεγάλο χρυσό κοχύλι στην στιλπνή άμμο στο λιμάνι της Κυπαρισσίας τη δεκαετία του ογδόντα. Και ειπώθηκε θαρραλέα μεν αλλά με μια μνήμη που προερχόταν από σαπισμένη εποχή και που έπρεπε να ‘χε λησμονηθεί με το σκεπτικό ενός αφορισμένου και προδομένου έρωτα.
Είμαστε πέντε, δεμένοι μεταξύ μας και κουτσοπίναμε τα βράδια με σκοπό όχι να μεθύσουμε αλλά να βρούμε την ευκαιρία της διήγησης που με τη σχολαστική θωπεία της θα μας έδιωχνε για λίγο από την αργόσυρτη και βαριά ζωή της επαρχιακής πόλης.
Γιατί πρέπει να ομολογήσω πως όση δύναμη κι αν είχαμε μέσα μας δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε στο πνευματικό σκοτάδι που αιωρούταν στον αέρα που αναπνέαμε και για να μην αλωθούμε από το σκουπιδαριό του κάναμε αυτές τις συντροφιές τις φτιαγμένες από τρυφερότητα και φιλία.