Αγαπητή Μαρίνα,
έλαβα την κάρτα σου και σε ευχαριστώ - την ευχαριστήθηκα ιδιαίτερα, να ξέρεις, κυρίως γιατί διαπιστώνεις πόσο ευάλωτοι είμαστε κι οι δυο στο θαύμα!
Δες τώρα τη δική μου: η μπροστινή όψη είναι ο πατέρας μου. Πριν λίγες μέρες τον κατέγραψα να λέει αυτό το παραμύθι για το γέρο και τη γριά που είχαν ένα γουρούνι. Τον θυμάμαι από πιτσιρίκος να μου το αφηγείται με αυτό τον παράξενο, γρήγορο κι αλλόκοτο τρόπο. Τον ρώτησα τι είδους ιδιωματισμούς έχει και μου είπε πως είναι ένα παραμύθι που έλεγε με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ένας ψευδός ξυλουργός όταν ήταν μικροί αυτός και τα αδέλφια του. Τόσα χρόνια δηλαδή μου έλεγε το παραμύθι του ψευδού ξυλουργού κι εγώ μαγευόμουν με την παράξενη γλώσσα και το παιχνίδισμά της. Ύστερα, αν το σκεφτείς, μπορεί αυτός ο ξυλουργός να μην άφησε και πολλά πράγματα πίσω του στο χρόνο, κανά τραπέζι που να στέκει ακόμη ίσως, κανά παιδί, κι αυτήν εδώ τη λαλιά την παράδοξη σε ένα παραμύθι.
Να, και τώρα γύρνα την κάρτα από την πίσω πλευρά, εκεί που γράφουμε τα νέα μας. Σήμερα λοιπόν ανέβηκα στο πατάρι που είχε λογγώσει από τις αναμνήσεις και τα πράγματα που δεν ξέρουμε πού να τα βάλουμε, αλλά δεν θέλουμε να τα πετάξουμε. Οι ήσυχες μέρες του Αυγούστου βολεύουν για κάτι τέτοιες δουλειές όταν δεν αναζητάς το άλλοθι του θαύματος στο περιγιάλι το ξανθό... Μην στα πολυλογώ, δυο μέρες μου πήρε η ταξιθέτηση, με τις αναγκαίες αποσύρσεις. Μια κούτα οι αναμνήσεις μου (ραβασάκια, σημειώματα, ποιήματα, γράμματα, κάρτες, εξοδόχαρτα, εργασίες, τηλεφωνικοί κατάλογοι, θραύσματα από δουλειές, λίγος από το σοβά των προσφυγικών της Αλεξάνδρας που έμενα 9 χρόνια, κ.α.), μια κούτα οι αναμνήσεις της (γράμματα, διακηρύξεις, ψηφοδέλτια, μια συλλογή με διαφημίσεις τσιγάρων, σκίτσα, ζωγραφιές, ραβασάκια, οι καταλήψεις του '90-'91, Leeds κ.α.). Κι ύστερα η κούτα των παιδιών (ζωγραφιές, λίγα τετράδια, τα πρώτα ρούχα τους, τα πρώτα παιχνίδια τους), και μετά οι κούτες με τα κόμικ (Βαβέλ, Λούκυ Λουκ, Αστερίξ, Μίκυ Μάους) και μετά τα χριστουγεννιάτικα, τα αποκριάτικα και κάποια παιχνίδια, Ένας μικρός θησαυρός, που καθώς πάλευα να τον φέρω βόλτα, να τον εντάξω σε ένα φάκελο, μια περίοδο, μια εποχή, μια σχέση χανόμουν. Και ξέρεις, κάποια στιγμή γύρισα και της είπα πως ήμασταν φλύαροι τα πρώτα 20-25 χρόνια μας. Εκατοντάδες σελίδες, ανακοινώσεις, λυρικές εξάρσεις, εκμυστηρεύσεις, δεκάδες γράμματα... κι αν έχουμε πετάξει εν τω μεταξύ ένα σωρό. Η πλάκα είναι πως τα θυμόμουν όλα, πότε τα έγραψα, πότε μου τα έδωσαν, πότε προέκυψαν στη ζωή μου. Τώρα πια είναι όλα ταξιθετημένα στα κουτιά τους, με τις ετικέτες τους, καλά οργανωμένα.
Είμαι σίγουρος: καταλαβαίνεις πως η μπροστινή και η πίσω όψη αυτής της κάρτας δεν απέχουν μεταξύ τους πολύ. Πια δεν με απασχολεί η ταυτότητα, αλλά ο χρόνος. Η φετινή χρονιά με κέρασε μια σπουδαία απώλεια κι όλα τα δεδομένα μου με κάποιο παράξενο τρόπο με γκρεμίζουν. Τι αφήνουμε πίσω μας, σε τι ξοδευόμαστε, πόσο μπλε μπορεί να χωρέσει η ψυχή μας. Να μπορούσαμε έστω να είμαστε μια μικρή παραφωνία, ένας ιδιωματικός τρόπος να αφηγηθεί κανείς το παραμύθι της ζωής...
Σε φιλώ,
Γιώργος