Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναγνωστικό ημερολόγιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναγνωστικό ημερολόγιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023

Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!


Το να γράφεις εν θερμώ σε κάνει ευάλωτο στην κατακλυσμιαία υπερβολή του συναισθήματος. Το να περιμένεις την αποστασιοποίηση του χρόνου για να περιγράψεις ή να κρίνεις, συνήθως επιφέρει τη λήθη σε όσες ρωγμές σου προκάλεσε αυτό που διάβασες. Εγώ θα γράψω εν θερμώ. Την "Υπέροχη Εκδρομή" του Άρη Μαραγκόπουλου (Τόπος, 2023) τη διάβασα στον ηλεκτρικό (Άνω Πατήσια-Μοσχάτο) και στο τρόλλεϋ (το 5: στάσεις Αγ. Βαρβάρα- Γεωργούλια) το μήνα Ιούνιο. Θα πρέπει εδώ να πω πως κάποιες φορές έχασα τις κανονικές στάσεις, κατέβηκα σε επόμενες και μεθεπόμενες κι αυτό ήταν ένα πρόβλημα, καθώς έφτανα αργοπορημένος στη δουλειά ή στο σπίτι μου.

Αν "η πλοκή δεν είναι είναι το παν του κειμένου", αν η ψυχή ενός κειμένου είναι η συνάντηση του συγγραφέα με τον αναγνώστη σε ένα μνημόσυνο-εκδρομή, η "Υπέροχη Εκδρομή" του Μαραγκόπουλου είναι ακριβώς αυτό. Η "Εκδρομή" είναι η συνέχεια του "Φλλσστ" (Τόπος, 2020), του προηγούμενου βιβλίου που αγαπήθηκε ιδιαίτερα και βραβεύτηκε. Όσοι ήρωες επέζησαν από εκείνη την ιστορία, και κάποιοι από αυτούς που πέθαναν εκεί, συνεχίζουν σε αυτήν μαζί με κάποιους (διπλά) νέους. Στο πρώτο κινούμαστε την περίοδο 2012-2016 στην Ελλάδα, στο δεύτερο ένας γαμημένος σαβανοτραχανάς έχει καταπλακώσει τον ουρανό και τη ζωή των ανθρώπων από το 2016 ως το 2020.

Η "Εκδρομή" είναι μια έκρηξη τρυφερότητας. Ο Μαραγκόπουλος δεν παραιτείται στιγμή, αλλά ταυτόχρονα είναι γλυκός, βαθιά συμπονετικός, αιμάσσει και σφάζει, κατανοεί κι αντιστέκεται, εντρυφεί κι αναιρεί, κατατέμνει και συνθέτει, μεταμορφώνει και γδύνει, υπαινίσσεται και λεπτολογεί. Αν κάπως το "Φλλσστ" λειτουργούσε σαν πολιτικό παραμύθι με ευτυχισμένο τέλος, εδώ όλα ξηλώνονται και μπροστά σου παραδίδονται οι κλωστές, με αυτές θα φτιάξεις πάλι μια ιστορία να χωρέσεις σε αυτή. Υπάρχει μια έκπτωση από το "Φλλσστ" στο "Φρρσστ". Εντωμεταξύ θα έχεις κι εσύ χάσει κάποιες βεβαιότητες, κι εσένα αυτός ο πηγμένος τραχανάς θα σε έχει πλακώσει, τα κοινόβια ίσως να έχουν κάπως σκορπίσει ή και ολότελα αλωθεί. Θα μπορούσε ίσως κάποιος να πει πως αυτό το ξήλωμα του Μαραγκόπουλου είναι μια βίαιη πράξη, πως ίσως έμοιαζε βολονταριστική η πιθανότητα μιας δίκαιης τιμωρίας, μιας αυτενέργειας, μιας αναγέννησης της συνείδησης, μιας αυτοδικίας που βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Κι ίσως αυτή η γνωστή σε εκείνον ρευστότητα των πάντων να μην τον άφησε να τελειώσει με την ιστορία του. Όχι για να την αποκαταστήσει - η "Εκδρομή" δεν είναι η σκληρή αποκατάσταση των βεβαιοτήτων ή της αισιοδοξίας του "Φλλσστ". Είναι η σχεδόν επιστημονική παρατήρηση των κοινωνικών φαινομένων και διεργασιών που δεν αντιλαμβάνεται το τέλος της ιστορίας, αλλά ψαύει και μαλάζει τον ψυχισμό των ανθρώπων και τις πορείες που κάνουν για να βρουν διαφυγές. Σαν τα ποντίκια στο κλουβί που μέχρι να πνιγούν θα αγωνιούν να βρουν τρόπο να βγουν από τη θανατηφόρα διαδρομή που ορίστηκε γι' αυτά. Το έργο του Μαραγκόπουλου είναι η προσπάθεια των ανθρώπων να βγουν από το δρόμο.

Η τρυφερότητα του Μαραγκόπουλου δεν είναι γλυκερή, αν και είναι άκρως συγκινητική - μέχρι δακρύων κάποιες στιγμές. Είναι η τρυφερότητα των γέρων, που ναι μεν θέλουν την ησυχία τους και την ανενόχλητη γωνιά τους, αλλά διαλεκτικά συνομιλούν με τη νεότητα που ακόμη δεν ξέρει, ενστικτωδώς ανακαλύπτει, σκοντάφτει και συνεχίζει, λέει μεγάλες κουβέντες, κάνει μικρές υποχωρήσεις, ξεσπά σε απερίσκεπτους λεονταρισμούς, συγκρούεται και πονά.

Η "Εκδρομή" είναι ένα διαλεκτικό διαμάντι - κι είναι ατόφια λογοτεχνία. Ρεαλισμός και παράλογο, μύθος και μεγάλη ιστορία, άτομα και συλλογικότητες, δομή και αποδόμηση, λογοτεχνία και δοκίμιο. Είναι παλίμψηστα χωρίς τέλος, το καθένα με τη δική του ομορφιά. Είναι εντοιχισμένες ιστορίες, που όσο αποκαλύπτονται, τόσο περισσότερο σε πείθουν πως όλες μαζί συνθέτουν την ανθρώπινη κωμωδία (για να θυμηθούμε το Μπαλζάκ). Νομίζω πως η γραφή του Μαραγκόπουλου είναι μια ιστορία χωρίς τέλος, μια ιστορία όπως η ανάσα, δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτήν.

Υπάρχουν και κάποια δομικά υλικά αυτού του βιβλίου, όπως τα αντιλήφθηκα ή τα φαντάστηκα, πάντως οπωσδήποτε με γοήτευσαν: διακρίνω τον Τζόϋς - χωρίς να κατονομάζεται, απολαμβάνω τη υπέροχη προφορικότητα της γραφής, με γοητεύει ο κυβισμός της πολυπρισματικής προσέγγισης (δεν σε ξενίζει η αναίρεση της συμβατικής αφήγησης γιατί δεν είναι τέχνασμα, είναι η ίδια η "πραγματικότητα" που την ορίζει), αυτή η αντίστροφη ρινοκερίτιδα και οι αδιάκοπες μεταμορφώσεις των θυμάτων σε κτήνη είναι ατόφια ποίηση σε πεζό σχήμα, ο φεμινισμός και η ζωοφιλία δεν είναι φασαίικη πολιτική ορθότητα και δημοφιλής μηρυκασμός, είναι γυμνή πολιτική στάση και ακλόνητη προσωπική θέση. Ο πλούτος των λέξεών του, συνήθως στα παραληρηματικά μέρη (είχαμε και στο Φλλσστ τέτοια διαμάντια) είναι εκπληκτικός, ώστε οι αποχρώσεις που δίνονται στα γεγονότα, τις συνθήκες και τα συναισθήματα να είναι σχεδόν με επιστημονική ακρίβεια. Ο πλούτος εδώ υπηρετεί την ακρίβεια, όταν σε άλλους μοιάζει και είναι συχνά μια επίδειξη λογο-τεχνικής δεινότητας. Όλο το βιβλίο, όπως και το "Φλλσστ" έχουν μια εκπληκτική σκηνικότητα - θα μπορούσες να το φανταστείς σαν μια θεατρική πράξη που γεννιέται, αναπτύσσεται και πεθαίνει με ηθοποιούς και θεατές να εμπλέκονται, να συμπλέκονται, να διαπλέκονται κι ύστερα να σκορπούν έχοντας πάρει ο καθένας ένα κομμάτι του άλλου.

Οι κρίσεις είναι αυθαίρετες και ανούσιες ίσως - αλλά για μένα το "Ω! Τι υπέροχη Εκδρομή" του Άρη Μαραγκόπουλου είναι πιο μεστό και από το "Φλλσστ" ακόμη. Είναι προφανώς μυθιστόρημα, είναι μοντερνιστικό μυθιστόρημα, είναι πολιτικό μυθιστόρημα, αλλά κυρίως είναι μια πράξη ατόφιας τρυφερότητας με τα εργαλεία της λογοτεχνίας.

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

Τα Χρόνια των ξενοδοχείων


Νομίζω πως το πιο ενδιαφέρον δομικό στοιχείο της λογοτεχνίας (κι ίσως εν γένει της τέχνης) είναι η ρωγμή. Με διπλό τρόπο: όλοι κάτι γράφουμε, έστω τα ψώνια του σουπερμάρκετ. Ο λόγος στις περιπτώσεις αυτές είναι σαφής, στοιχειώδης, στιβαρός, έχει χρηστική ή επιστημονική αξία και ρόλο, ανεξάρτητα από την εκφραστική επάρκεια και τη γλωσσική κατάρτιση του γραφέα. Η λογοτεχνική γραφή όμως είναι η ίδια ραγισμένη, ηθελημένα τις περισσότερες φορές, πάντως ακόμη κι επειδή ψάχνει τα αφανή ή προσπαθεί να τα κρύψει παίρνει κι άθελα ακόμη κάτι από τα δεύτερα και τρίτα στρώματα της πραγματικότητας, χάνει τη σαφήνεια του "ψωμί, μισό κιλό φέτα, καφές, 2 μπουκάλια κρασί" της λίστας για τα ψώνια. Οι λέξεις της λογοτεχνίας λερώνονται από τα νοήματά της. Αν αυτό το θεωρείτε λίγο μεταφυσικό κι ενστικτώδες, θα συμφωνήσετε ίσως πιο εύκολα στο ότι η ρωγμή είναι και το ίδιο το περιεχόμενο της λογοτεχνίας και η ειδοποιός διαφορά από τις άλλες γραφές: θέλγεται, μαγεύεται και καίγεται από τις ρωγμές της ψυχής, της πραγματικότητας, της αντίληψης, από τα μισο-κρυμμένα και μισο-φανερά, από τα ανάπηρα, τα μεταβατικά, τα αναποδογυρισμένα. Η ίδια η φαντασία είναι πραγματικότητα μη πραγματική, δεν καταφέρνει δηλαδή να υπάρξει παρά μόνο σε όσους τη δημιούργησαν ή όποιους μοιράστηκαν αυτή τη δημιουργία. Βέβαια και η ίδια η πραγματική πραγματικότητα υπάρχει μόνο για όσους την αντιλήφθηκαν με έναν ενιαίο ή συναφή τρόπο. Αν υποθέσουμε πως μας ενδιαφέρει αυτό το θέμα, φαντασία και πραγματικότητα είναι ο τρόπος που ο καθένας μας επιλέγει να αντιληφθεί τον κόσμο, επιλέγοντας προφανώς με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Για μένα πάντως οι ρωγμές της τέχνης είναι σαφώς πιο ελεύθερες από την ανάλυση της επιστήμης και την πίστη της θρησκείας. Και όμορφες.

Ένα βιβλίο που τελειώνει με την παιδική κούνια του συγγραφέα και το πρώτο-πρώτο συνειδητοποιημένο τραύμα της απώλειάς της, δεν μπορεί παρά να είναι ενδιαφέρον, αλλά αυτό στην περίπτωση των «Χρόνων των ξενοδοχείων» είναι ίσως και το κλειδί της ψυχοσύνθεσής του. Συγγραφέας και δημοσιογράφος, Αυστριακός και Εβραίος, γεννήθηκε στο Μπρόντυ της Ανατολικής Γαλικίας, κάποτε αυτή η πόλη άνηκε στην Αυστροοουγγρική Αυτοκρατορία, ύστερα στην Πολωνία, ύστερα στη Σοβιετική Ένωση, σήμερα στην Ουκρανία. Όταν η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία διαλύθηκε ο Γιόζεφ Ροτ έφυγε για τη Γερμανία. Κόκκινος και φιλομοναρχικός, άπατρις όχι από επιλογή και κοσμοπολίτης των ξενοδοχείων και των τραίνων, αλκοολικός ο Ροτ θα έχανε μεγαλώνοντας ό,τι τον καθόρισε. Πέθανε στη Γαλλία, αυτοεξόριστος, χωρίς πατρίδα, χωρίς γλώσσα, ρημαγμένος και ρηγματωμένος από τα πολλαπλά κατάγματα του 20ου αιώνα. Σαν να καθόρισε τη μοίρα του εκείνη η πρώτη απώλεια, εκείνη η πρώτη του μνήμη.

Τα «Χρόνια των ξενοδοχείων: περιπλανώμενος στην Ευρώπη ανάμεσα στους πολέμους» είναι μια συλλογή επιφυλλίδων και χρονογραφημάτων του μεγάλου Αυστριακού συγγραφέα. Κυκλοφορεί από την «Άγρα» σε (άψογη βέβαια) μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου. Αν και γραμμένες στο μεσοπόλεμο, οι επιφυλλίδες του Ροτ μένουν γυαλιστερές και γοητευτικές ακόμη ή ιδιαίτερα σήμερα. Ίσως γιατί ο τρόπος τους είναι ανάμεσα σε αυτόν του εφήμερου του τύπου και του άχρονου της λογοτεχνίας, ίσως γιατί αν και πεζές είναι γεμάτες ρυτίδες ποίησης. Δεν θα περίμενε κανείς τέτοια διαχρονική γοητεία στο δημοσιογραφικό λόγο.

Στα κείμενά του ο Ροτ παρατηρεί σχεδόν επιστημονικά τους ανθρώπους, τα τραύματα, τις προσδοκίες, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις τους: έναν άντρα που διαβάζει εφημερίδα (… «Αν δεν φορούσε τα γυαλιά, θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι η εφημερίδα διαβάζει αυτόν κι όχι αυτός την εφημερίδα»…), τους εργαζόμενους ενός ξενοδοχείου, τους αστυφύλακες, ένα ξανθό νέγρο που πολύ θα μισούσαν οι… σβάστικες, τους τυχοδιώκτες, τις τσιγγάνες, τους κομψούς ταξιδιώτες και ταξιδιώτισσες των τραίνων, τους Ρώσους εμιγκρέδες του Παρισιού, τους σοβιετικούς βαρκάρηδες του Βόλγα («τόσο ιερή φαντάζει η φτώχεια, όταν κοιμάται»), τον Αχμέτ Ζόγου, τον πρωθυπουργό της Αλβανίας και τους Αλβανούς («πιο εύκολα τραβάνε πιστόλι παρά ανοίγουν το στόμα τους. Προτιμούν να πυροβολήσουν παρά να πούνε τη γνώμη τους») – ως κι τον τελευταίο πορτιέρη των ξενοδοχείων που σε αποχαιρετά «σαν σερβίτσιο που μιλάει».

Παρατηρεί τις πόλεις που ενώνονται με τον καπνό τους, τις πόλεις της Γαλικίας που είναι «παιδιά του δρόμου», το Μπορισλάβ και τις πετρελαιοπηγές του και το Μπακού, το Σεράγεβο, τα Τίρανα («Εδώ είναι, λοιπόν, τα Τίρανα, η πρωτεύουσα της Αλβανίας. Δεξιά ένα τζαμί, αριστερά ένα πρωτόγονο καφενείο, όπου οι θαμώνες ψήνονται και τα φέσια κουβεντιάζουν»), τους συνοριακούς σταθμούς και τα ξενοδοχεία, τις πόλεις της Βαλτικής στις οποίες στριμώχνονται οι τελευταίοι που δεν έχουν μολυνθεί από το ναζισμό. Το κείμενό του για την είσοδό του στην Αλβανία έχει μια υπέροχη, απροσδόκητα (σχεδόν αθέλητα) λυρική είσοδο: «Η θάλασσα είναι ήρεμη, τα σύννεφα κρέμονται καρφωμένα στον ουρανό σαν καδράκια στον τοίχο». Άλλοι θα δαπανούσαν σελίδες και σελίδες στην περιγραφή των τοπίων, εκείνος σε μια φράση σου ανοίγει την πόρτα σε έναν ολάκαιρο κόσμο, σχεδόν τον νιώθεις, τον βλέπεις, τον μυρίζεις σε μια φράση. Πώς αλλιώς θα μπορούσες τόσο πυκνά να περιγράψεις μια χώρα, αν όχι μιλώντας για τα σπίτια της; Ο Ροτ χωράει όλη την Αλβανία σε ένα σπίτι από λέξεις: «Λίγα σπίτια, δίχως παράθυρα, κλειστά από παντού σαν φρούρια, τυφλοί και μουγγοί κύβοι από πέτρα, βαριά, αινιγματικά, τραγικά, χτυπημένα από τη μοίρα κι από κατάρες μυστήριες». Ο Ροτ αφήνει στα κείμενά του να φανούν ρωγμές ενός αιμάσσοντος λυρισμού, που δεν τρέφεται, ούτε ταΐζει καλοβαλμένες αισιοδοξίες, υπεροψία ή αυτοπεποίθηση. Ο δικός του λυρισμός είναι προϊόν απελπισίας.

Και δεν είναι πως παρατηρεί για να περιγράφει. Η γραφή του Ροτ είναι μια διανόηση σε πορεία, ανασαίνει και πονάει, κραυγάζει και κλαίει χωρίς να σταματήσει στιγμή να σκέφτεται. «Οι αξιώσεις του προλεταριάτου παραμένουν λιγοστές και μετρημένες, αδιάφορο αν εξουσιάζει ή αν το εξουσιάζουν». Δεν γράφει για το προλεταριάτο, για το πετρέλαιο μιλάει στο Μπακού, για το Άγιο Πετρέλαιο και τους μάρτυρές του. Φράσεις και σκέψεις σαν κι αυτή εμφανίζονται ξαφνικά στα κείμενά του, αποκαλύπτοντας ένα βαθύ, μαύρο κι αδήμονο πλούτο που αγωνιά να αναβληθεί.

Το 1934 γράφει στη γερμανόφωνη «Pariser Tageblatt” για το τρίτο ράιχ, τη «θυγατρική της κόλασης στη γη»:
«Εδώ και δεκαεφτά μήνες έχουμε πια συνηθίζει το γεγονός ότι στη Γερμανία χύνεται περισσότερο αίμα απ’ όσο μελάνι χρειάζονται οι εφημερίδες για να αναφέρουν και να σχολιάσουν το αίμα αυτό… είναι γνωστό ότι η αποστολή του Γερμανικού Τύπου είναι ετούτη ακριβώς: να μη δημοσιοποιεί μόνο, αλλά να αποκρύπτει τα γεγονότα… Μα η τρομερή εφεύρεση των σύγχρονων δικτατοριών είναι το θορυβώδες ψέμα: κι έχει αποδειχτεί σωστή η ιδέα τους πως οι άνθρωποι δίνουν στις μεγάλες φωνές την πίστη που αρνούνται να δώσουν στους χαμηλόφωνους ψιθύρους».

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

Η "Λέσχη των αλλόκοτων επαγγελμάτων"


Τον "Άνθρωπο που τον έλεγαν Πέμπτη" (Αστάρτη, 1989, μετάφραση Κατερίνα Ροντογιάννη) τον είχα χαρακτηρίσει "σχεδόν ποίηση" καταγοητευμένος από τη γραφή, τη μαεστρία και την παραδοξολογία του G. K. Chesterton. Τα "Παράδοξα του κυρίου Ποντ" (Αλεξάνδρεια, 2019, μετάφραση Δημήτρης Αρβανίτης) τα είχα θεωρήσει "μια εξίσωση που δεν σε ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, αλλά που απολαμβάνεις τη διαδρομή προς αυτό", κυρίως γοητευμένος από την έξοχη παραδοξολογική του τέχνη. Το "Manalive" (Αστάρτη, 2020, μετάφραση Δημήτρη Κοντόπουλου), αν και στάθηκε άτυχο στη μετάφραση και την επιμέλεια, διασώζει επίσης την τέχνη της μυθοπλασίας και τις ανατροπές του συγγραφέα του, είναι βέβαια πολύ ωραία ιστορία.

Ήθελα και θέλω κι άλλον Τσέστερτον. Κι αναζήτησα στα παλαιοβιβλιοπωλεία την εξαντλημένη "Λέσχη των αλλόκοτων επαγγελμάτων" (Άγρα, 1988. μετάφραση Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη), ας είναι καλά ο "Λαβύρινθος" της Ιπποκράτους. Το ίδιο, εθιστικό, μοτίβο των ανατροπών, αστυνομικές ιστορίες χωρίς έγκλημα και θύτες, γοητευτικές κι επιδραστικές: μπορείς να ανακαλύψεις τι επηρέασε τους μεγάλους της αστυνομικής λογοτεχνίας, πχ την Άγκαθα Κρίστι, τι εδώ διασώζεται ακέραιο σε αυτή τη λεπτεπίλεπτη, κάπως ντελικάτη, βρετανικότητα που σαφώς είναι απολαυστική. Δεν υπάρχει πόνος, δεν υπάρχει εκρηκτικό συναίσθημα, αλλά για τον αναγνώστη μπορεί να είναι απολαυστικά ενδιαφέρουσα και μια πιο λογικοκρατούμενη μυθοπλασία, βασισμένη στην εξωφρενική πιθανότητα τα πράγματα να είναι πολύ πιο απλά, από ό,τι φανταζόμαστε. Η μετάφραση του Πεντζίκη και η επιμέλεια είναι βέβαια εξαιρετική, κι είναι κρίμα που η Άγρα δεν επανατυπώνει κάποιες εκδόσεις της όπως αυτή ή το "Πέθανε ο σκύλος, κατά τ' άλλα όλα καλά" του Μπράντμπερι.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2022

Οι σερπατίνες της Νίκης-Ρεβέκκας Παπαγεωργίου


Τύχη αγαθή η ανακάλυψη (για μένα) της ποίησης της Νίκης-Ρεβέκκας Παπαγεωργίου, και να είναι καλά η Παυλίνα Μάρβιν που μου τη "σύστησε" και η Mikela Chartoulari που μου τη δώρισε. Από την πρώτη στιγμή, από το πρώτο ποίημα κατακτήθηκα, χωρίς να με νοιάζει αν μένω ανυπεράσπιστος στη σαλή της ευαισθησία, αν τυφλώνει την σκοτεινή κάμαρα της ψυχής μου η διάτρητη αντίληψή της, αν χάνομαι στο πανικόβλητο θέριεμα της πανίδας και της χλωρίδας των πεζών ποιημάτων της. Αν μπορούσα να βρω κάτι παρόμοιο στην πεζογραφία θα προσέγγιζα τη Λουτσία Μπερλίν - κι αυτής η παράξενη ενσυναίσθηση με κατέκτησε, με ενθουσίασε. Για χρόνια αναρωτιόμουν γιατί δεν βρίσκω γυναίκες ποιήτριες, μόνο κάτι σκόρπια νησιά σαν τη Κατερίνα Αγελάκη-Ρουκ, που να ορίζουν την αναγνωστική μου οδύσσεια με τρόπο παραπλανητικό. "Μα εγώ φοβόμουν το σακατιλίκι και την κλεισούρα", γράφει στη δική της "οδύσσεια" η Παπαγεωργίου. Νομίζω πως για κάποιο παράξενο λόγο μας τρομάζει η "γυναικεία ποίηση", ή καλύτερα η γυναικεία ψυχή. Η Παπαγεωργίου ξεχάστηκε εν τέλει σε κάποιο δικό της μοναδικό νησί ή σύννεφο πέφτοντας στο κενό της πίσω πλευράς του σπιτιού της το 2000, κατοικώντας για πάντα "σ' ένα παλιό βιβλίο με κιτρινισμένες σελίδες, όπου δεν είναι γραμμένο τίποτε απολύτως εκτός απ' αυτήν". Αυτό είναι η συλλογή "του Λιναριού τα πάθη - ο μυρμηκοφάγος" (Άγρα, 1993, 2017).

Τα ποιήματα της Παπαγεωργίου είναι υπαρξιακές εκρήξεις. Δομούνται από αυτά που στο μικρό "φυλαχτό" αναφέρει:
"Αυτά που πετούσαν οι άλλοι, αστόχαστα, ένα ένα τα μάζευα εγώ στην καρδιά μου. Μια μέρα φωτεινή, μια νύχτα σκοτεινή, μήπως φτιάξω, σκεφτόμουν, με κείνα, κάτι σα φυλαχτό". Και κατοικούνται από σαλεμένη πανίδα: φίδια, ελέφαντες, γατιά, μονόκερους, κουνέλια, πυγολαμπίδες, σπάνια πουλιά, τριζόνια, αχινούς, λαγούς, μυρμηκοφάγους, πασχαλίτσες, άλογα, μύγες, πέστροφες, χρυσόψαρα, αρκούδες και χρυσόμυγες, γρύλους κι αλεπούδες. Παράλληλα φύουν οργιαστικές ντοματιές, κερασιές, φρέζες, κρόκοι και βολβοί, φράουλες, αναλφάβητα χαμομήλια και διανοούμενα κυπαρίσσια, ταξιανθίες και δάση ολόκληρα.

Ανάμεσά τους κατοικεί η Παπαγεωργίου, μάλλον από παλιά και σίγουρα για πάντα. Παίζοντας στα ποιήματά της με όλα τα ασήμαντα που σημαίνουν πράγματα ασφυκτικά, αδιέξοδα τρομακτικά και αποκαλύψεις λυτρωτικές: φελλούς, κατσαβίδια, κουμπιά, βραχιόλια, καρφίτσες, δακτυλήθρες, βελόνια, κλωστές, σβούρες, φυλαχτά, τραπουλόχαρτα, κάρβουνα, σερπατίνες και χαρακάκια. Ίσως όλα να είναι ένα καταφύγιο για όλα αυτά που λέει στην τελευταία της "προσφώνηση": "Ω άνδρες Αθηναίοι, Κορίνθιοι, Ψυχίατροι και άλλοι! Με σακατέψατε". Θα έλεγες τι κρίμα η ζωή της να χαθεί, αλλά τι εξαίσιο αποτύπωμα άφησε πίσω της με αυτό το "καρναβάλι":
"Δεν έχω χρήματα. Θα σας πληρώσω όμως με χαρτοπόλεμο. Έτσι για να καταλάβετε κι εσείς Αποκριές. Μήπως θα προτιμούσατε σερπατίνες;"

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

ο "Θαυμαστός καινούργιος κόσμος" του Χάξλεϋ



«Αργά, πολύ αργά, τα πόδια γύριζαν σαν δυο μαγνητικές βελόνες προς τα δεξιά, βόρεια, βορειοαναταλικά, ανατολικά, νοτιοανατολικά. Μετά σταμάτησαν και άρχισαν να γυρίζουν αντίστροφα προς τ’ αριστερά. Νοτιοδυτικά, νότια, νοτιοανατολικά, ανατολικά…».

Είναι η τελευταία φράση του «Θαυμαστού καινούργιου κόσμου» του Aldous Haxley. Ο Βρετανός συγγραφέας το εξέδωσε το 1932. Πρόκειται για ένα προφητικό, δυστοπικό μυθιστόρημα, στο οποίο το μέλλον της ανθρωπότητας περιγράφεται εφιαλτικά ευζωικό, μια νέα δικτατορία της καλοπέρασης έχει εξαφανίσει κάθε τι ενοχλητικό για την ανθρώπινη συνείδηση, όλα υπάρχουν και επιτρέπονται μόνο όταν εξυπηρετούν την κατανάλωσή τους, την αγορά και την πώλησή τους. Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται και πεθαίνουν νέοι νωρίς. Δεν έχουν οικογένεια, δημιουργούνται τεχνητά, η «μητέρα» και ο «πατέρας» είναι βρισιά. Έχει εξαφανιστεί κάθε ατομικότητα. Έχει εξασφαλιστεί προγεννητικά η απόλυτη υποταγή στην κοινωνική ταξικότητα: «Η ιδανική κατανομή του πληθυσμού… έχει για μοντέλο της ένα παγόβουνο, όπου τα οχτώ ένατα βρίσκονται κάτω από το νερό και το ένα ένατο πάνω». Η κοινωνία είναι χωρισμένη σε 5 τάξεις: τους Άλφα, του Βήτα, τους Γάμα, τους Δέλτα και τους Έψιλον. Ακόμη και αυτοί οι τελευταίοι είναι ευχαριστημένοι:
- «Παρά την απαίσια δουλειά που κάνουν;
- «Δεν την βρίσκουν καθόλου απαίσια, αντίθετα τους αρέσει. Διότι η εργασία τους είναι ελαφριά, παιδική. Δεν χρειάζεται να κουράζουν το μυαλό ή τους μυς τους. Επτάμιση ώρες άνετης εργασίας, κι ύστερα ναρκωτικά και παιχνίδια, ελεύθερες σχέσεις και αισθησιακά θεάματα. Τι άλλο να θέλουν;»

Για ό,τι περισσεύει ή εκλείπει, για ό,τι ξεφεύγει του απόλυτου βιολογικού ελέγχου υπάρχουν και τα ναρκωτικά, ικανά να εξαφανίσουν την αγωνία του θανάτου, την ενοχή και τη θλίψη, πράγματα περιττά και επιζήμια. Η «σόμα» είναι ο μισθός των εργαζόμενων και η ανταμοιβή, κυκλοφορεί σε καταπόσιμα δισκία, είναι ένας νέος «χριστιανισμός, δίχως δάκρυα».

Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ηγέτης αυτής της παγκόσμιας κοινότητας, ο Μουσταφά Μοντ, «η ευτυχία, ξέρετε, είναι πρόβλημα που απαιτεί δύσκολους χειρισμούς – ειδικά η ευτυχία των άλλων». Κι αφού η ευτυχία είναι το απόλυτο ζητούμενο, στην προσπάθεια επίτευξής της άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, η αλήθεια, η ελευθερία ας πούμε, μπορούν να χαθούν για πάντα. Η ίδια η έννοια της ελευθερίας είναι εξάλλου σχετική, είτε πρόκειται για ανθρώπους που δημιουργούνται σε εργοστάσια κλωνοποίησης και φιάλες γονιμοποίησης, είτε πρόκειται για γεννημένους από μητέρες και πατέρες και οικογένειες:
«Αφού βγει από τη φιάλη, ουσιαστικά παραμένει εμφιαλωμένος σε μια άλλη, αόρατα σχηματισμένη από εμβρυακές καθηλώσεις. Ο καθένας μας φυσικά… περνάει τη ζωή του σε μια φιάλη».
Δεν τελειώνουν όλα εδώ. Υπάρχει και η εξαίρεση, το λάθος. Που το εναγκαλίζεται η κανονικότητα δημιουργώντας ένα προστατευτικό (γι’ αυτήν) κουκούλι γύρω του. Υπάρχει και ο Άγριος, που φωνάζει «εγώ θέλω τον θεό, την ποίηση, τον θανάσιμο κίνδυνο, την ελευθερία, την καλοσύνη την αμαρτία, δεν θέλω την ευκολία μου… ναι, ζητάω το δικαίωμά μου να είμαι δυστυχισμένος».

Φτιάχνω μια γωνιά δυστοπιών στη βιβλιοθήκη μου τα τελευταία δύο χρόνια. Προς το παρόν το «Φαρενάιτ 451» του Μπράντμπερι (1953), το «1984» του Όργουελ (1949) και ο Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Χάξλεϋ διασταυρώνονται και αποκλίνουν σε αυτή με τρόπο δημιουργικό. Δεν ξέρω αν αυτό που με ενόχλησε στο «1984» είναι η σταλινική αναφορά του, δεν νομίζω πως εξαντλείται σε κάποιου είδους αντικομμουνισμό ο Όργουελ. Η οπτική του μου φαίνεται πιο κοντά στον Κάφκα, αν και σαφώς αγγλοσαξωνική. Από την άλλη ο Χάξλευ μοιάζει να έχει λιγότερα βαρίδια. Ο καπιταλιστικός κόσμος που ζούμε μοιάζει να καθρεφτίζεται περισσότερο στον δικό του κόσμο, παρά σε αυτόν του Όργουελ. Ίσως γι’ αυτό η δημοφιλία του έργου του Χάξλεϋ να μην είναι ισότιμη με του Όργουελ: ο δεύτερος εξυπηρέτησε τις δαιμονοποιήσεις του Ψυχρού Πολέμου. Και δεν ξεχνούμε τον υπέροχο παραμυθά, τον Αμερικάνο, τον Μπράντμπερι. Για μένα είναι ο πιο ενδιαφέρων, αν και τρίτος στη σειρά.

[Θα ήταν ενδιαφέρουσα μια μικρή μελέτη για τη χρήση της βιβλιοθήκης και του βιβλίου στις δυστοπίες αυτών των τριών – κοινό τους στοιχείο είναι ότι τη θεωρούν επικίνδυνη στην ολιστική της μορφή για τις κοινωνίες που περιγράφουν]

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

Πέδρο Πάραμο

 


Ένας γιος αναζητά τον άγνωστο πατέρα του υλοποιώντας μια υπόσχεση που έδωσε στην ετοιμοθάνατη μητέρα του. Αν αυτό είναι η αφορμή μιας ιστορίας, δεν είναι ίσως και η αιτία της αφήγησής της. Ο "Πέδρο Πάραμο" του Χουάν Ρούλφο (Πατάκης, 2005- μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου) είναι τα σημειωματάρια των φαντασμάτων που θα συναντήσει ο Χουάν Πρεσιάδο στο έρημο κόσμο των γονικών του. Είναι τα "μουρμουρητά" των πεθαμένων ενός κατεστραμμένου τόπου που θα ξεδιπλώσουν τα κίνητρα και τα πάθη των ανθρώπων της μεξικάνικης γης και κάθε γης: τον έρωτα, την επανάσταση, το φόνο, την προδοσία, την αγάπη. Ένα άλογο τρέχει απελπισμένο στα βουνά αναζητώντας τον πεθαμένο αναβάτη του, όπως αναζητά τις ιστορίες του παρελθόντος ένας γιος, ένας από τους γιους του Πάραμο, στις αφηγήσεις, στα παλίμψηστα των αφηγήσεων των ανθρώπων που κάποτε ζούσαν τη ζωή, τους πόνους και τις χαρές της. Κάποιος που δεν βρίσκει το χωριό που ψάχνει δεν μπορεί παρά να είναι πεθαμένος, η ομίχλη, ο καπνός που θολώνει τα πράγματα είναι ο κατακλυσμός του αναπόφευκτου: όλα εν τέλει θα τα σκεπάσει η σιωπή, ο χρόνος σαν κουμπαράς φυλάει (και φυλακίζει) για πάντα τις αναμνήσεις. Κι αν δεν "άκουσες ποτέ σου το παράπονο ενός πεθαμένου, τόσο το καλύτερο για σένα".

Νομίζω πως ο γιος που ψάχνει τον πατέρα δεν είναι απλά ένα φροϋδικό σύμβολο, ούτε ένα μυθολογικό τέχνασμα (κάποιος Μεξικανός Οδυσσέας ή Τηλέμαχος). Νομίζω πως ο Χουάν Πρεσιάδο είναι ο αναγνώστης αυτού του έπους, "ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη... πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω", ο... Τηλέμαχος αυτής της μεξικανικής Οδύσσειας είναι αυτός που ψάχνει στις ιστορίες το κρυμμένο νόημα των σκιών. Είμαστε εσείς κι εγώ.

Ο "Πέδρο Πάραμο" είναι ένα βιβλίο που λάτρεψε ο ισπανόφωνος κόσμος, και όχι μόνο. Ο Μάρκες, ο Μπόρχες, ο Φουέντες το ύμνησαν κι εμπνεύστηκαν από αυτό. Η έκδοση, με την εξαιρετική επιμέλεια και τον ποιητικό, μεταφρασμένο λόγο της Έφης Γιαννοπούλου μας επιτρέπει να γίνουμε θαμπωμένοι κοινωνοί της μαγείας του ολιγογράφου Χουάν Ρούλφο. Ο Ρούλφο έγραψε μόνο δυο βιβλία. "Ο κάμπος στις φλόγες" μεταφράστηκε επίσης από τη Γιαννοπούλου και εκδόθηκε από τον Πατάκη το 2011.

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

Το τέρας των Χοκλάιν


"Το μυαλό του τέρατος, σαν δέντρο σε πρώιμη χειμωνιάτικη καταιγίδα, τίναξε από πάνω του τα φύλλα του ύπνου".

Θα μπορούσε να είναι μια σύνοψη όχι μόνο της ιστορίας, αλλά και του εκπληκτικού τρόπου γραφής του Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν. Το "Τέρας των Χοκλάιν" (Εκδόσεις Κυψέλη, 2020, μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά) αυτοπροσδιορίζεται ως ένα "γουέστερν τρόμου και αγωνίας". Είναι όμως (και) μια ποιητική έγχυση γραμμάριο το γραμμάριο, ναρκοληπτικές δόσεις παράδοξης, υπερφυσικής, τρομακτικής, ποιητικής, παραισθησιακής πραγματικότητας - μέχρι τέλους. Μια Λαβκραφτική ιστορία τρόμου που εκτυλίσσεται σε μια κάποια άγρια Δύση. Το "τέρας" που πρέπει να δολοφονηθεί από τους επαγγελματίες δολοφόνους, τον Γκριρ και τον Κάμερον, είναι ένα παράξενο σχιζοφρενικό δίπολο, είμαστε όλοι εξοικειωμένοι με αυτό. Ίσως ποτέ να μην σκεφτήκαμε πως όλα τα δίπολα έχουν έναν κυρίαρχο οδηγό κι έναν ασθενικό, δουλοπρεπή ακόλουθο, όπως το φως κι η σκιά.
 
Όλα διεξάγονται σε "μια μεγάλη ορεινή περιοχή με βουνά στο βορρά, βουνά στο νότο και απέραντη μοναξιά στο ενδιάμεσο". Κι ενώ η ιστορία μιλάει απλά για δολοφόνους και γαμήσια και σερίφηδες κι ένα παγωμένο σπίτι στη μέση του πουθενά, και παράδοξες μεταμορφώσεις, ο δολοφόνος που συνηθίζει να μετρά τα πάντα γύρω του και στη ζωή του, αρκείται στη σκέψη να φάει μια δεύτερη πίτα βατόμουρο, τόσο ωραία ήταν η σκέψη του αυτή που προτίμησε να την κρατήσει ως σκέψη. Νομίζω πως αυτό μοιάζει με την αίσθηση του αναγνώστη αυτού του τόσο παράδοξου βιβλίου με την τρομακτική ιστορία: είναι τόσο γευστικό, που αρκείσαι στη σκέψη του!

Ο Μπρότιγκαν (1935-1984) ήταν Αμερικανός πεζογράφος και ποιητής. Η γραφή του ενέπνευσε πολλούς, αλλά και οι λογοτεχνικές συγγένειές του με τους μπίτνικ είναι εμφανείς. Οι εικόνες του θυμίζουν Μπάρρουζ, χωρίς όμως τις εμμονές και την ακραία παραδοξολογική υπερβολή του βέβηλου παππού. Όλα μοιάζουν τόσο φυσιολογικά παράξενα, ποιητικά ωμά, αναπόφευκτα αποκλίνοντα. Σαν παραμύθι... Τα ποιήματα του Μπρότιγκαν (από τη Νεφέλη) είναι πια εξαντλημένα, όπως και το διάσημο "ψάρεμα της πέστροφας στην Αμερική" (από το Πλέθρον), πρόσφατα όμως (2018) κυκλοφόρησε η "Έκτρωση" από το Ενύπνιο, ενώ παλιότερα τόσο το Τέρας των Χοκλάιν όσο και η Έκτρωση είχαν κυκλοφορήσει από τα Γράμματα.

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Ο Φεγγίτης: αφηγήματα


"Δεν άλλαξε καθόλου. Σαν ήταν παιδί, πού την έχανες πού την έβρισκες, μισόγυμνη, να γεμίζει ποτήρι- ποτήρι το νερό απ' τη βρύση για να ποτίσει τα λουλούδια του χαλιού".
 
Οι ιστορίες κάποιων γυναικών συγγραφέων, έχουν κάποιες φορές πολύ ενδιαφέρουσες ρωγμές ευαισθησίας, μια σχεδόν μεταφυσική ενσυναίσθηση, μια πάντα ενδιαφέρουσα φυλετική ιθαγένεια που κάνει τη γραφή τους μαγικά ποιητική κι αποκαλυπτική . Ο "Φεγγίτης" της Ζιζέλ Πράσινος (για κάποιο λόγο θα τόνιζα το επώνυμο στη λήγουσα) είναι μια συλλογή διηγημάτων που προδίδουν τις σουρρεαλιστικές καταβολές της γαλλίδας συγγραφέα ελληνικής καταγωγής, όμως έχουν το υπαινικτικό βάθος του τραύματος, την απελπισμένη αγωνία της έλλειψης, της απώλειας, της μοναξιάς. Το παράδοξο στις ιστορίες της Πράσινος δεν αποτελεί κατασκευές μυαλού, αλλά συναντήσεις ψυχής.
 
Ο "Φεγγίτης" και η Ζιζέλ Πράσινος είναι μια αναγνωστική έκπληξη, μου θυμίζει ως προς αυτό την ομορφιά της Λουτσία Μπερλίν και των διηγημάτων της. Κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1995 από τον Εξάντα σε μετάφραση της Καίτης Τσεκένη.

Τρίτη 25 Μαΐου 2021

Νύχτες κάτω από την πέτρινη γέφυρα



Τις "νύχτες κάτω από την πέτρινη γέφυρα" του Λέο Πέρουτς (Πόλις, 2017) τις διάβασα πριν λίγα χρόνια κι ακόμη μέσα μου κατοικούν. Πρόκειται ξεκάθαρα για μια συλλογή διηγημάτων, τα οποία ωστόσο συγκροτούν ένα πολυπρισματικό, πρωτότυπο "μυθιστόρημα", αφηγήσεις παράξενων ιστοριών που στοιχειώνουν την Πράγα του 16ου-17ου αιώνα,  αρωματισμένες με μια μυρωδιά λεπτεπίλεπτης ποιητικότητας, ένα μαγικό παραμύθι για μεγάλους με υλικά ιστορικότητας, νουάρ σκηνικών, μεταφυσικής, στοιχείων της φανταστικής λογοτεχνίας. Ένα καλομαγειρεμένο φαγητό, με διακριτά υλικά (τζούρες κεντροευρωπαϊκής λογοτεχνικότητας, μια σκιά Μπόρχες), αλλά ενιαία γεύση. Πρωτότυπη δομή, μικρά ή μεγαλύτερα κείμενα (διηγήματα και μικρές νουβέλες) με δεσμούς μεταξύ τους, τα οποία σταδιακά περιπλέκονται και οδηγούν στο τέλος, αφήνοντας μια παράδοξη αίσθηση ενός συνόλου που το έχουμε δει από ποικίλα σημεία. Ειδικά οι πρώτες ιστορίες είναι διαμάντια. Θέλεις χρόνο να πας στην επόμενη, αφήνοντας την προηγούμενη να χωνευτεί μέσα σου. Ένα από τα πρώτα διηγήματα (αυτό στη φυλακή) μου θύμισε ένα αντίστοιχο με έναν κατάδικο σε μια φυλακή του Μπόρχες. Ο Πέρουτς ήταν εβραϊκής καταγωγής συγγραφέας, γεννημένος στην Πράγα. Νιώθω ότι κεντροευρωπαίοι εβραϊκής καταγωγής συγγραφείς έχουν ένα κοινά εξαιρετικά διεισδυτικό πνεύμα στην περιγραφή των ανθρώπων και των ιστοριών αυτής της ηπείρου. Οι "νύχτες κάτω από τη γέφυρα" είναι από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει.

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

Οι επτά αγγελιοφόροι



Ο Ντίνο Μπουτζάτι είναι βέβαια μια αναγνωστική εμπειρία. Οι "επτά αγγελιοφόροι" δηλαδή (Μεταίχμιο, 2019). Μια συλλογή 19 διηγημάτων, 19 ιστοριών που κάπου "ράγισαν", απ' τη ρωγμή τους μπαίνει το υπερβατικό, ίσα που χωράει. Ιστοριών που δεν συνδέονται με κάποια ορατή εμμονή, ίσως ο πόλεμος ή η φυγή κάπου να αφήνουν τη σκιά τους, που δεν έχουν τόπο και χρόνο σαφή ή ενδιαφέροντα, που δεν εξαντλούνται σε αλληγορίες, συμβολισμούς, τοπία, που διαφέρουν μεταξύ τους όπως και οι άνθρωποι. Ιστοριών που είναι ιστορίες, Που τις αφηγείται ένας άνθρωπος που βλέπει τις ιστορίες να συμβαίνουν στον κόσμο κάποτε, τώρα και πάντα, εδώ και παντού και κάπου.
 
Ένας άντρας ψαρεύει με καλάμι, ένας νεαρός χαιρετά τη μάνα του πριν φύγει για το τελευταίο ταξίδι, ένας άρρωστος κατεβαίνει ορόφους, ένα παιδί πεθαίνει διαπράττοντας το αμάρτημα της ιεροσυλίας, ένας δράκος δολοφονείται, ένας λεπρός εκδιώκεται, ένας βασιλιάς φεύγει από το βασίλειό του, ένας ληστής αποσύρεται, ένας γέρος φακόχοιρος δολοφονείται, ένα παιδί δεν μπορεί να κοιμηθεί, ένας αγγελιοφόρος αναγγέλλει συνειδητά μια ψευδή είδηση για μια ανδραγαθία που ποτέ δεν έγινε. Είναι σημαντικό εν τέλει να ολοκληρώνεις την ανάγνωση λέγοντας "τι ωραίες ιστορίες"!

Είναι ενδιαφέρον να διακρίνεις υλικά της γραφής του Μπουτζάτι σε άλλους αγαπημένους συγγραφείς, συγγένειες, δάνεια και αντιγραφές με άλλα βιβλία που έχεις διαβάσει ή ακόμη να υποθέτεις τέτοιες συγγένειες. Προφανείς, όπως με τον Μπόρχες ή τον Κασάρες ως και τον Παλαβό, άλλες πιο έμμεσες και διαισθητικές (Καμπρέ, Καλβίνο). Θα μου έκανε εντύπωση αν κι ο Έκο δεν είχε ασχοληθεί κάποια στιγμή με τον Μπουτζάτι.

Για τη γκρίνια του πράγματος; αν και η μετάφραση είναι στρωτή και το βιβλίο ευανάγνωστο, αυτή η "εμπορίλα" του Μεταίχμιου μου είναι ενοχλητική. Η φράση του Μπόρχες στο κακαίσθητο εξώφυλλο ("υπάρχουν κάποια ονόματα που οι επερχόμενες γενιές δεν θα επιτρέψουν στους εαυτούς τους να ξεχάσουν. Σίγουρα ένα απ' αυτά είναι του Ντίνο Μπουτζάτι") είναι ανώφελη, θυμίζει το σύνηθες "η συγγραφέας των 2.000.000 αντιτύπων" που βάζει ο Ψυχογιός στα εξώφυλλά της Μαντά και της Δημουλίδου. Ε και το επίμετρο δεν είναι επίμετρο. Ούτε το συγγραφέα μας συστήνει, ούτε το έργο του, ούτε τις "συγγένειες" και τις επιδράσεις του. Απλά γράφεται γιατί είναι της μόδας τα επίμετρα.

Δευτέρα 17 Μαΐου 2021

Ήνοχ Σόουμς


Ο Αχιλλέας Κυριακίδης υπάρχει. Πρώτον γιατί ακόμη κι αν δεν υπάρχει, κάποιος τελοσπάντων έχει μεταφράσει από τα ισπανικά τον Μπόρχες (και όχι μόνο, αλλά ας αρκεστούμε σε αυτόν), κι έπειτα πριν λίγο καιρό ένας συγγραφέας και μεταφραστής με αυτό το ονοματεπώνυμο είχε γενέθλια, και το ξέρω αυτό γιατί όλοι του εύχονταν χρόνια πολλά στο facebook.

Η εισαγωγή είναι απαραίτητη καταρχάς για να βεβαιώσω εμένα κι ύστερα εσάς πως υπάρχει μια αναμφισβήτητη βάση στα πράγματα. Πάνω στην οποία, έστω, μπορεί να χτιστεί ένα φανταστικό ή τελοσπάντων αμφισβητήσιμο οικοδόμημα. Ο Κυριακίδης έγραψε ή μετέφρασε το βιβλίο "Ήνοχ Σόουμς" (Άγρα, 2018). Το βιβλίο το έχω στα χέρια μου και ολοκλήρωσα την ανάγνωσή του χθες. Αναφέρεται σε έναν ελάσσονα αισθητιστή ποιητή που έγραψε τρία ασήμαντα βιβλία, συναντήθηκε το 1897 με έναν δημοσιογράφο, δοκιμιογράφο, που φέρεται να είναι o συγγραφέας του βιβλίου που κρατώ (τον Max Beerbhom) και με το Διάβολο. Καταπονημένος, εξαντλημένος, χωρίς καμιά πλέον πνοή πόζας, ελπίδας, πείσματος για την αξία της γραφής του κάνει μια συμφωνία με τον Εξαποδώ: θα μεταφερθεί 100 χρόνια μετά, θα βρεθεί στο αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου μια μέρα του Ιουνίου του 1997, θα αναζητήσει στα δελτία του καταλόγου αν υπάρχουν τα βιβλία του, αν αναφέρεται κάπου το όνομα Ήνοχ Σόουμς κι ύστερα θα παραδώσει αιώνια την ψυχή του στο Διάβολο και την Κόλαση. Το τι θα ανακαλύψει στο αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου δεν θα σας το πω, αλλά η ανακάλυψη αυτή είναι η αιτία όλης αυτής της αβεβαιότητας που γεννά αυτό το βιβλίο: αν ποτέ υπήρξε ο Σόουμς, ο Beerbhom, ο Αριστοτέλης Σαΐνης που γράφει το επίμετρο στην ελληνική έκδοση της Άγρας ή ακόμη κι εγώ ο ίδιος που σας γράφω αυτά κι εσείς που τα διαβάζετε.

Μόλις συνειδητοποιώ πως ένα ακόμη δεδομένο υπάρχει για μένα: υπάρχει το Βρετανικό Μουσείο και η βιβλιοθήκη του. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω στη βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών η πρώτη μου δουλειά ήταν να καταλογογραφήσω/ευρετηριάσω τα Bulletin του Μουσείου (βέβαια ο δικηγόρος και ο Έφορος της Ακαδημίας αμφισβήτησαν επίμονα στο δικαστήριο της απόλυσής μου πως έκανα βιβλιοθηκονομική εργασία και κανείς συνάδελφος μου στη Βιβλιοθήκη δεν επιβεβαίωσε την αλήθεια που επικαλέστηκα), κι επιπροσθέτως ο φίλος μου από παλιά και συνάδελφος Ά.Τ. είχε δουλέψει στη βιβλιοθήκη του Μουσείου πριν κάποια χρόνια. Άρα η βιβλιοθήκη στην οποία χρονομεταφέρθηκε ο Σόουμς υπάρχει. Και ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Κι εγώ μάλλον.

Για όλα τ' άλλα δεν είμαι σίγουρος.

υγ: το γεγονός πως μπορώ με το διαδίκτυο να επιβεβαιώσω πως όλα αυτά, που η ύπαρξή τους πλέον αμφισβητείται, υπάρχουν (πχ ο Αριστοτέλης Σαΐνης ή ο Beerbhom), δεν σημαίνει πως διαλύονται έτσι όλες οι αμφιβολίες. Η συνομωσία του φανταστικού έχει πολλούς οπαδούς, καθολικούς διαβολιστές που μπορούν να ισχυριστούν οτιδήποτε κι οπουδήποτε.

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

Τα υπέροχα διηγήματα του Μπόουλς



Ο Πωλ Μπόουλς αποφεύγει κάθε κακοτοπιά που θα συνδεόταν με έναν εξωτισμό υιοθετημένο από έναν Αμερικανό, έστω ανατρεπτικό και ιδιόμορφο. Δεν θα βρεις ανατολίτικες νουθεσίες και σαφείς συμβολισμούς στα διηγήματά του. Θα βρεις "πλίθινες" ιστορίες, χειροποίητες, με σώμα και νερό φτιαγμένες, ιστορίες που διεξάγονται μέσα στου κιφ τους καπνούς και των ανθρώπων τα πάθη. Ιστορίες για ανθρώπους που φεύγουν, που πονούν, που ταξιδεύουν, που εξορίζονται υπερασπιζόμενοι την δική τους αλήθεια. Πρόκειται για ένα μαγικό πάντρεμα Ανατολής και Δύσης που σε σαγηνεύει, ρωγμές στο παράλογο και το υπερφυσικό, γραφή χωρίς πόζα.


Τα διηγήματα του Πωλ Μπόουλς τα λάτρεψα. Ο Μπόουλς είναι ένα υπέροχο ταξίδι στο φως και τις σκιές, στα πάθη και το ταξίδι, αλλά και στη γοητεία της γραφής. Ο τόπος των ιστοριών του, αλλά και της ζωής του μετά τη φυγή από την Αμερική είναι η Ταγγέρη. Όσοι πέρασαν από εκεί ή έζησαν εκεί (Μπάροουζ, Κέρουακ, Καπότε, Τενεσί Ουίλιαμς, Κλέε, Ματίς) έχουν αφήσει ένα ιδιαίτερο αποτύπωμα στη λογοτεχνία και την τέχνη. Οι εκδόσεις "Απόπειρα" ήταν αυτές που τον "αγάπησαν" ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Οι "Εκατό καμήλες στην αυλή" είναι ακόμη διαθέσιμες (και υπέροχες), ο "Σκορπιός" όμως έχει εξαντληθεί (όπως και το μυθιστόρημά του "Καλώς να πέσει"). Βέβαια υπάρχει και το "Τσάι στη Σαχάρα" από το Μεταίχμιο (αχ αυτό το Μεταίχμιο και τα μπεστ-σέλερ...). Τελοσπάντων μου αρέσουν οι εκδοτικοί οίκοι με στίγμα και εμμονές, και η Απόπειρα ήταν/είναι ένας τέτοιος εκδοτικός οίκος (ας πούμε, η υπέροχη σειρά με τα παραμύθια του κόσμου).
                                              


Αφού ο Μπόουλς έγραψε πολλά υπέροχα διηγήματα, αφού 50-70 χρόνια τώρα διαβάζεται, αλλά οι Έλληνες εκδότες τον έχουν αφήσει λίγο στην άκρη..., κατάφερα να βρω πέρυσι στο βιβλιοπωλείο του Φαρφουλά στα Εξάρχεια το "Σκορπιό", και δύο συλλογές, του μακρινού... "χθεσινού" 1981, από τα "Γράμματα", "Εσύ δεν είσαι εγώ" και ο "Καιρός της φιλίας", άρτια μεταφρασμένα και αυτά.


Θα άξιζε να μεταφραστούν ή να (επαν)εκδοθούν όλα τα έργα του Μπόουλς, αλλά και οι ιστορίες των σύγχρονών του μεγάλων Μαροκινών συγγραφέων, του Yacoubi, του Choukri, του Mrabet, από τους οποίους επηρεάστηκε.

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Manalive



"Υπάρχουν δυο μονάχα πράγματα που είναι αλήθεια όσον αφορά τους άντρες. Πρώτα πρώτα πως σε κάποιες εντελώς αναπάντεχες στιγμές μοιάζουν οι πιο ικανοί για να μας φροντίσουν και πως όλες τις στιγμές μοιάζουν εντελώς ανίκανοι να φροντίσουν τους εαυτούς τους"

Υπάρχει αυτή η εξαιρετική ροπή της γραφής του Τζ. Τσέστερτον προς τον αφορισμό και την παραδοξολογία, αλλά η κύρια αρετή νομίζω της γραφής του είναι η ανατροπή που δεν επιδεικνύεται, υπάρχει εκεί έξω (κι εδώ μέσα) στη ζωή (και στην ίδια τη φύση μας προφανώς). Ο αμετάφραστος για κάποιο άγνωστο λόγο τίτλος "Manalive" είναι φρέσκια έκδοση (2020), η μετάφραση του βιβλίου έγινε από τον Δημήτρη Κοντόπουλο για την Αστάρτη, η οποία έχει εκδώσει στο παρελθόν και το εξαιρετικό "Ο άνθρωπος που τον έλεγαν Πέμπτη". Ένας άνθρωπος-καταλύτης που τον λένε Ίνοσεντ Σμιθ (!) εισβάλλει απρόσκλητος σε έναν ξενώνα στο Λονδίνο. Η παράδοξη συμπεριφορά του απελευθερώνει από τα κοινωνικά και ηθικά δεσμά τους υπόλοιπους ενοίκους. Η αλλαγή αυτή δεν μπορεί να επέλθει χωρίς αντίδραση και τιμωρία. Ένα λαϊκό δικαστήριο στήνεται μόνο και μόνο για να απαντηθεί εν τέλει πώς η κοινωνία και οι αρχές της στήνουν κατηγορητήρια για να καταδικάσουν κάθε ανατροπή και να την απογυμνώσουν από οποιαδήποτε ηθική αρχή στα μάτια της υπόλοιπης κοινωνίας. Σύγχρονα πράγματα δηλαδή, παρά το γεγονός ότι το βιβλίο γράφτηκε το 1912...

Το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον, η επιμέλεια της Αστάρτης ωστόσο και η μετάφραση έχει σοβαρά ζητήματα. Καταρχάς δεν ξεπετάς "ασυνόδευτο" τον Τσέστερτον. Ένα βιβλίο 110 χρόνων και το συγγραφέα του δεν τον παρουσιάζεις με δυο "αυτάκια" του εξωφύλλου και μια κλεμμένη από τη wikipedia περίληψη στο πίσω εξώφυλλο. Κυρίως γιατί ο Τσέστερτον δεν είναι μια απλή περίπτωση, ούτε το έργο του. Έχεις πολλά να πεις στο σύγχρονο αναγνώστη γι' αυτόν, την εποχή του, το έργο του.
Το πιο σημαντικό πρόβλημα είναι η μετάφραση και η επιμέλεια. Δεν ξέρω αν το βιβλίο το έπιασε επιμελητής στα χέρια του, αναφέρεται επιμελήτρια στο verso, πάντως τα κόμματα στις συχνά μεγάλες φράσεις του κειμένου είναι εξαφανισμένα, εξορισμένα εντελώς. Στους γνώστες του ύφους του Τσέστερτον αυτό δεν είναι οικείο - εννοώ πως δεν είναι "άποψη" του συγγραφέα η απουσία της στίξης. Το χειρότερο είναι σημεία ολόκληρα μες στο κείμενο με ακατάληπτα νοήματα, φράσεις που χάνουν τη γνωστή σπιρτάδα του συγγραφέα τους και φαίνεται να πελαγοδρομούν χωρίς καμία έγνοια από το μεταφραστή για το νόημα που αποδίδεται. Σαν να μην τον ενδιαφέρει να ξαναδιαβάσει τη φράση που απέδωσε ή σαν να μην το μετέφρασε άνθρωπος αλλά μηχανή.

Άχρηστοι και αταίριαστοι με το ύφος του κειμένου αρχαϊσμοί ("κατάφερε να κοιτάξει τον πελώριο νεοεισελθόντα"), λανθασμένη χρήση συνδέσμων ("πολύ καιρό αφότου" ενώ θέλει να πει "πολύ καιρό πριν"), επιλογή α-νόητων, αδόκιμων και αταίριαστων με το ύφος του κειμένου τύπων λέξεων ("η παιδιαρίστικη τάση" αντί του "παιδαριώδης" ή "παιδιάστικη" ή αλλού "της οποίας η σιωπηλότητα ήταν πολύ έντονη"). Σε όλη αυτή τη μεταφραστική ακαταστασία κάποια πράγματα από την ευφυή γραφή του Τσέστερτον καταφέρνουν να σωθούν. Παρά τον εκνευρισμό που δημιουργεί μια τέτοια κατάσταση, ας μείνουμε στα καλά, σε όσα περνούν σχεδόν ακέραια στον αναγνώστη από τις δυνατές εικόνες του συγγραφέα:
"Πόσες ταλαιπωρημένες μητέρες κάθονταν στην πίσω αυλή του σπιτιού τους κοιτάζοντας αποσβολωμένες πέντε μικρά πουκάμισα κρεμασμένα στην μπουγάδα σαν να παιζόταν μπροστά τους μια τραγωδία - λες και είχαν κρεμάσει τα ίδια τους τα παιδιά. Όταν ξέσπασε ο άνεμος, σήκωσε ψηλά τα πουκάμισα κι αυτά ξαφνικά φάνηκαν σαν να έχουν μπει πέντε χοντροί νάνοι μέσα τους..."

Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Τα παράδοξα του κυρίου Ποντ



- "Το όλο πράγμα πήγε στραβά επειδή η πειθαρχία ήταν πολύ καλή."
- "Πηγαίνουν τόσο γρήγορα, που δεν προχωρούν πιο πέρα."
- "Ήξερα δυο ανθρώπους που συμφώνησαν τόσο απόλυτα που, όπως ήταν φυσικό, ο ένας σκότωσε τον άλλον"
- "... ήταν ένα σχετικά κόκκινο μολύβι,... και γι' αυτό έκανε τόσο μαύρα σημάδια..."
- "... μια κυβέρνηση έπρεπε αν εξετάσει την απέλαση ενός επιθυμητού αλλοδαπού..."
- "Και όταν κάτι είναι προφανές ψέμα, προφανώς δεν είναι ψέμα."
- "Στη φύση πρέπει να πας πολύ χαμηλά για να βρεις πράγματα που πηγαίνουν πολύ ψηλά"
- "Κάποιος ήταν πολύ ψηλός για να τον δεις"
8 παράδοξα, 8 προτάσεις που δείχνουν λανθασμένες ή αντιφατικές, προβλεπόμενα τοποθετημένες συνήθως στην αρχή ισάριθμων "αστυνομικών" διηγημάτων. Αυτές οι φράξεις είναι το κλειδί των ιστοριών και ταυτόχρονα δίνουν το όνομα στη συλλογή που τα φιλοξενεί: "Τα παράδοξα του κυρίου Ποντ" (μετάφραση Δημήτρης Αρβανίτης, Αλεξάνδρεια, 2019). Το έργο αυτό γράφτηκε το 1936 και είναι το τελευταίο αυτού του εκπληκτικού Βρετανού, του G. K. Chesterton. Ήρωας των ιστοριών και αφηγητής τους είναι ο κύριος Ποντ, ένας... ιχθυόμορφος δημόσιος λειτουργός. "Η κάθε μια σχεδόν απ' αυτές τις τρελές προτάσεις του αντιπροσωπεύει και μια περιπέτεια σε μια ζωή που οι περισσότεροι θα την έλεγαν πεζή". "Υπάρχει μια ιστορία πίσω από κάθε παράδοξο του Ποντ" κι εμείς γινόμαστε μάρτυρες της τόσο "βρετανικής" ευχέρειας του Τσέστερτον να μας την πλέξει αφηγηματικά. Οι ιστορίες μοιάζουν σαν μια εξίσωση που δεν σε ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, αλλά που απολαμβάνεις τη διαδρομή προς αυτό. Ο αφορισμός είναι συνήθως αδύναμος, σχεδόν δεν επιθυμεί να γενικεύσει κάποιο κατασταλαγμένο συμπέρασμα γενικής εφαρμογής - είναι ένα παιχνίδι, ή ορθότερα το συμπέρασμα ενός γοητευτικά λεπτολόγου, διαταραγμένου κάπως μυαλού. Τα υλικά του Τσέστερτον μοιάζουν να είναι η μαθηματική δομή, το κοινωνικό σχόλιο, τα στερότυπα και η αναίρεσή τους, ο ιδιότυπος σαρκασμός, η θυμοσοφία και η ηθογραφία. Τίποτα δεν υποκρίνεται το αληθοφανές και κανείς δεν ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο - όλοι όμως θα απολαύσουν την τέχνη της γραφής και της αποκάλυψης.

[Αν κάτι μοιάζει παράταιρο σε αυτό το βιβλίο με την εξαιρετικά καλογραμμένη μετάφραση και το πρωτότυπο εξώφυλλο είναι η απουσία ενός προλογικού σημειώματος ή επίμετρου για τον Τσέστερτον, την αγάπη του στην παραδοξολογία, την αγάπη του Μπόρχες γι' αυτόν, τα χαρακτηριστικά του έργου του. Το τελευταίο διήγημα τελειώνει στην προτελευταία σελίδα του βιβλίου - ακολουθεί μια λευκή και το εξώφυλλο. Ενοχλητική κάπως αυτή η εκδοτική αμέλεια.]

Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Ο άνθρωπος που τον έλεγαν Πέμπτη



Όσο κι αν επιδιώκει ένας συγγραφέας να τυλίξει την κεντρική ιδέα ενός μυθιστορήματος με την ιστορία που αφηγείται - επιχειρώντας βέβαια να το ντύσει, θα υπάρχει πάντα κάπου αφημένη η ιδέα, μόνη, σχεδόν αναπάντεχη, με τη μορφή μιας φράσης, να μαρτυρά την αιτία. Όπως λέει κι ο Τζ. Κ. Τσέστερτον "οι ενδυμασίες δεν κρύβουν, φανερώνουν".

Το σημείωμα αυτό γράφεται για να συγκρατήσω κάπως την αίσθηση του μυθιστορήματος του Τσέστερτον που ολοκλήρωσα χθες, "τον άνθρωπο που τον έλεγαν Πέμπτη" (Αστάρτη, 1989. Μετάφραση Κατερίνα Ροντογιάννη). Ο G. K. Chesterton (1874-1936) γεννήθηκε στο Λονδίνο και πέθανε στο Beaconsfield του Μπάκινχαμσαϊρ. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου, πεζογραφία, ποίηση, θέατρο, πολιτικό και θεολογικό δοκίμιο, λογοτεχνική κριτική. Τον φαντάζομαι στον Κάτω Κόσμο να κάνει παρέα με τον Μπόρχες, τον Κασάρες, τον Καλβίνο και τον Μπουτζάτι.

Ο Πέμπτη ανήκει σε μια μυστική οργάνωση αναρχικών, και μάλιστα στο κεντρικό συμβούλιό της. Κάθε μέλος του συμβουλίου έχει το όνομα μιας μέρας της εβδομάδας. Αυτά τα μαθαίνουμε ήδη στην αρχή. Τι άλλο μπορεί να προκύψει μέχρι το τέλος; Ο Τσέστερτον με εντυπωσιακή μαεστρία τυλίγει σε κάθε κεφάλαιο το κουβάρι και ταυτόχρονα το ξετυλίγει αποκαλύπτοντας ένα στοιχείο που ενεργοποιεί το επόμενο κεφάλαιο σχεδόν από μηδενική βάση. Κι ενώ όλα κυλούν με την προβλεπόμενη ανωμαλία, το τέλος έρχεται νωχελικά ομαλό - αυτό από μόνο του είναι ανώμαλο μες στην ανωμαλία (τις διαρκείς ανατροπές) της αφήγησης. Κι εδώ, νομίζω, είναι η κεντρική ιδέα του "ανθρώπου που τον έλεγαν Πέμπτη": "Είχαν όλοι συνηθίσει να βλέπουν τα πράγματα να εξελίσσονται ανώμαλα - και η ξαφνικά ομαλή εξέλιξη των πραγμάτων τους έπνιγε". Τι ταιριαστή παραβολή για όσα ζούμε ένα χρόνο τώρα; "Το κακό" λέει ο Τσέστερτον στις φιλοσοφικά αποκαλυπτικές τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματός του, "είναι τόσο κακό που δεν μπορούμε παρά να σκεφτόμαστε το καλό σαν ατύχημα. Το καλό είναι τόσο καλό που είμαστε σίγουροι πως το κακό εξηγείται"....

Το μυθιστόρημα είναι και δεν είναι μια αστυνομική ιστορία, είναι και δεν είναι μια φιλοσοφική πραγματεία, αυτές οι αμφιγνωμίες το μετατρέπουν σχεδόν σε ποίηση. Είναι εθιστικό, σε ερεθίζει, σε προσαρμόζει στη διαρκή ανατροπή μέχρι να σε παραδώσει ανυπεράσπιστο στην ομαλότητα, την αποκάλυψη, το φιλοσοφικό, ποιητικό απόσταγμα.

"Εμείς οι επαναστατημένοι αραδιάζουμε ένα σωρό ανοησίες γι' αυτό ή εκείνο το έγκλημα της κυβέρνησης. Βλακεία: το μοναδικό έγκλημα της κυβέρνησης είναι ότι κυβερνά... Δεν καταριέμαι τη σκληρότητά σας. Δεν καταριέμαι μήτε και... την καλοσύνη σας. Καταριέμαι την ειρήνη και την ασφάλειά σας".