Κάποτε ένας αναγνώστης σταμάτησε να ζει την κανονική ζωή του, κουράστηκε με όλη αυτή την ποικιλία και την εναλλαγή που τυραννά τις ψυχές μας, τους ανθρώπους που μπαίνουν και βγαίνουν στην καρδιά μας χωρίς να ρωτήσουν αν αντέχουμε του έρωτα τις διαψεύσεις. Προτιμούσε των βιβλίων τη σιωπή, των παραμυθιών το πάντα ευτυχές τέλος που δικαιώνει των ηρώων του τις ταλαιπωρίες
Μια φορά λοιπόν ο αναγνώστης βρήκε σε μια βιβλιοθήκη ένα παραμύθι πρόθυμο να αλλάξει τη ζωή του με τη δική του. Ένα παραμύθι που ήθελε να ταξιδεύει στων περιπετειών τους απροσδόκητους δρόμους, που δεν δείλιαζε μπροστά στο κακό που αν δεν νικά, πάντα τα καταφέρνει να διαφύγει, να σώσει το τομάρι του (ακόμη κι αν χρειαστεί να το αλλάξει).
Κι έτσι το παραμύθι έγινε αναγνώστης και ο αναγνώστης παραμύθι. Και ζήσαν αυτοί καλά διαλέγοντας ο καθένας τη ζωή του.
*Επειδή αυτή η ιστορία μοιάζει περισσότερο με παραμύθι, θα προσθέσουμε κάποιες λεπτομέρειες που θα ενίσχυαν την πεποίθηση στον αναγνώστη της πως πρόκειται για πραγματικό γεγονός: η αλλαγή ρόλων δεν είναι τόσο αθώα, όσο φαίνεται. Τα παραμύθια είναι δόλια όντα, χρόνια προετοιμάζουν το ύπουλο σχέδιό τους. Βρίσκουν αδύναμους και πονεμένους αναγνώστες, τους δελεάζουν με ευτυχισμένα τέλη, τους θαμπώνουν με ευφάνταστες και ασφαλείς περιπέτειες, τους υπόσχονται έναν παράδεισο καλοσύνης και επιβράβευσης. Κι όταν ο αναγνώστης τους πέσει στην παγίδα, του προτείνουν την περιβόητη αντικατάσταση. Τα παραμύθια που ελευθερώνονται γίνονται αμέσως δαιμόνια όντα, γυμνώνονται και η κολασμένη ομορφιά τους σαν φωτιά απλώνεται γύρω τους, καίει ψυχές και σώματα, τρέχουν στα δάση και στων πόλεων τους σκοτεινούς δρόμους, μπαίνουν στων ονείρων τις αχαλίνωτες γειτονιές και ξέφρενα γλεντούν τη ζωή. Ποτέ δεν είδαμε ένα παραμύθι να γίνεται αναγνώστης, κανένα παραμύθι δεν γύρισε στη βιβλιοθήκη από την οποία δραπέτευσε. Γιατί τα παραμύθια ξέρουν πως το παραμύθι είναι η φυλακή των πονεμένων ψυχών κι όχι ο παράδεισος των ελεύθερων σωμάτων.
***
Το σκίτσο είναι του Sergey Eisenstein