Ήταν μια φορά ένα πουκάμισο αντρικό, κρεμασμένο στην καρέκλα ενός υπνοδωματίου. Κάποια στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ένας άντρας, άνοιξε ένα παράθυρο και ξανάφυγε. Ένα
αεράκι τάραξε την ακινησία του χώρου, τα πάντα εκεί μέσα ανατρίχιασαν, και το
πουκάμισο άρχισε να φουσκώνει σαν μπουμπούκι που βιάζεται ν’ ανθίσει ή σαν πουλί που ετοιμάζεται να πετάξει. Κι αλήθεια
λίγη ώρα μετά άρχισε να πετάει μες στο δωμάτιο, πλησίασε στο ανοιχτό παράθυρο
και ύστερα χάθηκε στο φως της μέρας. Πετούσε για ώρες πάνω από την πολιτεία μαζί
με τα πουλιά και με τα σύννεφα κι ήταν αληθινά πολύ ευτυχισμένο. Κι όταν χόρτασε
πια όλη ετούτη τη χαρά κι είχε πάρει να πλησιάζει η νύχτα, βρήκε ένα σπίτι στην
άκρη της πόλης με απλωμένα ρούχα στην αυλή του και πήγε και κρεμάστηκε στο σκοινί του κουρασμένο.
Η γυναίκα του σπιτιού μάζεψε τα ρούχα, όμως ο γιος της ζήτησε ένα πουκάμισο
καθαρό. Απόψε θα έβγαινε βόλτα με το κορίτσι του κι ήθελε να είναι όμορφος. Η μάνα
πήρε το κοιμισμένο πουκάμισο, το σιδέρωσε και του το έδωσε. Το έβαλε εκείνος κι
έφυγε. Κι εκείνη στάθηκε για λίγο στο κατόπι του παρακολουθώντας τον να σβήνει μες
στη νύχτα. Κι ύστερα έκλεισε πίσω της την πόρτα και πήγε να ξαπλώσει.
Να αγαπάτε τα μεταχειρισμένα πουκάμισα– κάποτε ταξίδεψαν μαζί
με τα πουλιά και τα σύννεφα.
***
ο πίνακας είναι του Richard Diebenkorn