Μια φορά ήταν ένας άντρας στην άκρη
του δρόμου κι έπαιζε μουσική με την κιθάρα του. Και από μπροστά του περνούσε ένα
κορίτσι. Φορούσε ένα κοντό αέρινο φουστάνι και τα πόδια του κυλούσαν σαν το νερό
στο ρυάκι. Και καθόταν σε ένα παγκάκι πιο πέρα μια γριά, ιδρωμένη και κατάκοπη.
Στα χέρια της κρατούσε δυο πλαστικές τσάντες και είχε σταθεί να πάρει μια ανάσα.
Παρακολουθούσε το μουσικό, αλλά περισσότερο νομίζω πως πρόσεχε την αυθάδικη
ομορφιά του. Πιο δίπλα μια γριά αδερφή πουλούσε ξεσκονιστήρια και φτερά – αν ήθελες,
θα μπορούσες να δεις πως στα αλήθεια δεν πουλούσε ξεσκονιστήρια, αλλά τα
απομεινάρια από εκπεσόντες αγγέλους. Και ύστερα προχώρησα κι εγώ και χάθηκα στη
βουή του κόσμου και της ανοιξιάτικης μέρας.
Κάποια παραμύθια αρχίζουν και
τελειώνουν μπροστά σου, στο δρόμο.
***
Ο πίνακας είναι της Valerie Vescovi