Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Μια ιστορία που ξέβρασε το κύμα


Σ’ ετούτη εδώ την παραλία πριν πολλά χρόνια κάθονταν δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, και κοιτούσαν το φεγγάρι που άνθιζε στην άκρη του ορίζοντα. Κάποια στιγμή το αγόρι γύρισε στο πλάι και φίλησε ντροπαλά στο μάγουλο το κορίτσι.

Τα χρόνια πέρασαν, το κορίτσι έγινε γυναίκα και το αγόρι αποφάσισε να ξενιτευτεί. Κάθισαν εκεί σ’ αυτά τα βράχια που βλέπεις, δακρυσμένη εκείνη και εκείνος σιωπηλός. Το φεγγάρι δρεπάνιζε τα όνειρα στην άκρη του ορίζοντα και εκείνος τη φίλησε στο στόμα.

Τα χρόνια πέρασαν, εκείνη γέρασε και εκείνος δεν γύρισε ποτέ στο χωριό – ούτε κανείς έμαθε νέα του ποτέ. Ένα βράδυ σαν κι αυτό, που το φεγγάρι έμοιαζε να στέκει στην άκρη του ορίζοντα όπως ένα νόμισμα πριν πέσει στη σχισμή του μεγάλου κουμπαρά, μια γριά γυναίκα φάνηκε να στέκει στην άκρη του γιαλού. Δίπλα της στεκόταν εκείνος, έσκυψε και τη φίλησε στα μάτια κι ύστερα φύγανε κατά το δρόμο του φεγγαριού πιασμένοι χέρι-χέρι.

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

Τσου Κάτω


Καθόμαστε, επιτέλους καθόμαστε. Είναι μια μικρή απόβαση αυτή να κάτσουμε στο τραπέζι το μεσημεριανό στην ταβέρνα. Ο εξοπλισμός που κουβαλάω ο αχθοφόρος είναι βαρύς και πρέπει σταδιακά και νοικοκυρεμένα να τον αραδιάσω: πετσέτες της θάλασσας, το καρεκλάκι της μικρής, ψάθες, κουβαδάκια, την εφημερίδα στη μασχάλη, τη μικρή στον ώμο, τα βατραχοπέδιλα του μεγάλου (διαβάζει τα μίκυ-μάους που λέγαμε και «δεν μπορεί»), ένα καρεκλάκι για την παραλία, μαγιώ, αντιηλιακά, καπέλα, σωσίβιο- ό,τι με δυο κουβέντες ορίζει ένα οικογενειακό μπουλούκι που μεταναστεύει στις διακοπές του.

Καθόμαστε. Και παραγγέλλουμε «κανένα λαδερό, γιατί πήξαμε στα στεγνά» και ετοιμαζόμαστε σαν πεινασμένη αγέλη λιονταριών να πέσουμε με ορμή στη λεία μας. Και τότε εμφανίζεται περήφανη, αγέρωχη, με αεροδυναμικό σχήμα και εντυπωσιακό όγκο: μια ψαρούκλα πάνω σε ένα δίσκο. Σταματάμε, το βλέμμα μας παρελαύνει στο κατόπι της, την ακολουθεί δουλικά μέχρι που προσγειώνεται σε ένα τραπέζι όπου κάθεται μια μικρή παρέα. «Μπαμπά γιατί δεν πήραμε και εμείς ένα τέτοιο ψάρι;». Η ερώτηση σε επαναφέρει στην τάξη (την κοινωνική…) και ανακτάς τον αυστηρό συντονιστικό ρόλο του γονέα: «φάε το φαΐ σου, θα κρυώσει».

Μα αυτός που τρώει το ψάρι δεν είναι ο .....; Και κυκλοφορεί έτσι ελεύθερος και παραγγέλλει ψάρι υπερωκεάνιον; Μα το μαχαίρι (της δικαιοσύνης) δεν έφτασε στο δικό του κόκαλο, οι μίζες για το κόμμα δεν αποδείχτηκαν; Καθώς περνάει η ώρα σκέφτεσαι πως θα μπορούσες να σηκωθείς και επιδεικτικά να του πάρεις το ψάρι και να το μοιράσεις στους γύρω λέγοντας «ελάτε, τώρα μπορούμε να πούμε πως μαζί του τα φάγαμε», θα μπορούσες να του μιλήσεις, να τον βρίσεις πιθανώς που συνέβαλε τα μέγιστα και από θέση ισχύος στην κατρακύλα που μας στέλνει στον πάτο του βαρελιού. Όμως γεννήθηκες ευγενικός (ίσως και λίγο ακοινώνητος ή δειλός), τελοσπάντων δεν είσαι ετοιμοπόλεμος τραμπούκος κάθε στιγμή. Οπότε και το ψάρι μονάχος του το έφαγε με την παρέα του και μετά πήγε στα ενδότερα να πληρώσει (αν πλήρωσε).

Έχοντας αποδεχτεί τη φύση μου βράζω στο ζουμί μου. Τον κοιτάω έντονα σαν να μπορώ έτσι να του δείξω την αποδοκιμασία μου. Σηκώνεται να φύγει. Χαιρετάει χαμογελαστός το διπλανό τραπέζι και χαριεντίζεται με τους παραδίπλα και αυτοί μαζί του. Γίνομαι έξαλλος- γι’ αυτό δεν μίλησαν όλοι αυτοί γύρω μου; Συνένοχοι λοιπόν στη μίζα; Ομοτράπεζοι;

Μήπως θεωρούν και μένα τώρα που δεν αντέδρασα, πελάτη στο ίδιο μαγαζί της διαπλοκής; Ίσως …

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Τα χρόνια μιας καλοκαιρινής μέρας.

Το «μεγαλώνω» είναι σχετική έννοια, άσχετη βέβαια με το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι καθώς φορτώνονται χρόνια ζωής, ξεφορτώνουν ωριμότητα. Συνειδητοποίησα φέτος πως όσο μεγαλώνω, τόσο λιγοστεύουν τα πράγματα της ζωής μου. Ας πούμε, γίνονται συντομότερες οι αποστάσεις, κρύβονται τα τοπία, πεθαίνουν οι άνθρωποι, κονταίνουν τα βουνά, μικραίνουν τα καλοκαίρια ως και οι μέρες τους ακόμη. Μερικές φορές κι αυτοί που θαύμασα μικρός, τώρα χάνουν τη λάμψη τους και δείχνουν λίγοι. Επομένως δεν είναι ότι μεγαλώνω, ή μάλλον εγώ μεγαλώνω επειδή οι σχέσεις που όριζαν το ύψος μου όταν ήμουν νεώτερος τώρα ορίζονται από μένα. Άθελά μας γινόμαστε εμείς οι μονάδες μέτρησης- και αυτό λογικά είναι καλό.


Τέλος πάντων για μια ακόμη φορά προσπαθώ (ανεπιτυχώς) να διαμορφώσω μια σειρά από σκέψεις, να συσκευάσω σ’ αυτές μια σειρά συναισθήματα, κυρίως στενάχωρα. Αν το σκεφτείς, τα στενάχωρα (λάθη, κακίες, τύψεις και τραύματα) διαρκούν περισσότερο στη μνήμη από τα ευρύχωρα της ζωής μας. Δυσκολεύομαι ωστόσο να είμαι τόσο αφαιρετικός ώστε να πετύχω το στόχο της γενίκευσης.

Δες ας πούμε τα εξής παραδείγματα:

***
Όταν ήμουν πιτσιρίκος χάζευα με τις ώρες τα μυρμήγκια που πήγαιναν και έρχονταν φορτωμένα την αποστολή τους, και αυτό ήταν μια πολύ σημαντική ασχολία. Φέτος καθώς το βλέμμα μου τα συναντούσε που πήγαινα και ερχόμουν στη θάλασσα, σκέφτηκα πόσο πληκτική και καταναγκαστική είναι η ζωή των μυρμηγκιών, επαναλαμβανόμενη και εμμονική, αφιερωμένη αποκλειστικά στη συγκέντρωση της τροφής. Καθώς τα συναντούσα πολλές φορές μέσα στη μέρα έκανα την ίδια σκέψη συνέχεια. Στο τέλος είχα γίνει και εγώ μυρμήγκι που κουβαλούσα την εμμονή μου – για να τραφώ κάποια στιγμή του χειμώνα με αυτήν.


***
Στις λίγες αυτές μέρες του αυγουστιάτικου παραθερισμού μας επαναλάμβανα κάθε πρωί μια αυτοσχέδια τελετή εξαγνισμού. Λίγο υπερβολικός ο όρος για να πω πως ξυπνούσα πρώτος νωρίς, πριν αρχίσουν τα τζιτζίκια τα καυλωμένα γλέντια τους, έφευγα μόνος με το βιβλίο στα χέρια και την πετσέτα στους ώμους, περνούσα το χτήμα με τις ελιές και τα μυρμήγκια και ξάπλωνα σχεδόν γυμνός στο κρύο μπλε της θάλασσας. Κι ύστερα, για καμιά ώρα πάλευα με το χάδι του ήλιου που ολοένα δυνάμωνε.

Θα με καταλάβεις αν σου πω πως αυτό ήταν μια συμπύκνωση όλων των καλοκαιριών τα ζωής μου, που την είχα ανάγκη προκειμένου να τα διασώσω; Που ξόρκιζε το μέγεθός τους μέσα μου;

***
Θα σε διαβεβαιώσω λοιπόν, με κίνδυνο να γίνω επικίνδυνα σαφής (και αυτοαναφορικός επομένως), πώς έδωσα φέτος ένα ισχυρό χτύπημα στο χειμώνα που θα ‘ρθει και θα δοκιμάσει πάλι μέσα και έξω μου τα μεγέθη που λέγαμε στην αρχή: αγόρασα στο γιο μου πολλά Μίκυ Μάους. Τα διάβαζε ο μπαγάσας, τα «ρούφαγε» απίστευτες ώρες. Κάποια μεσημέρια δεν κοιμήθηκε διαβάζοντάς τα. Και τον μάλωσα βεβαίως. Κατά πως έκανε κάποτε και ο πατέρας μου. Και του ‘λεγα: «κοιμήσου. Πώς θα μεγαλώσεις αν δεν κοιμηθείς;»


***
Οι φωτογραφίες είναι από τα Πούλιθρα. Ο Ραφαηλίδης επαναλάμβανε στο βιβλίο του ("Η μεγάλη περιπέτεια του μαρξισμού". Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου) τον Ηράκλειτο. Προσπάθησα να αποτυπώσω τη φράση του «ΠΟΤΑΜΩ ΓΑΡ ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΕΜΒΗΝΑΙ ΔΙΣ ΤΩ ΑΥΤΩ»

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

σελιδοδείκτες είναι τα βιβλία που διαβάσαμε


Καμιά φορά δεν επιστρέφω τους σελιδοδείκτες μου στην πρέπουσα σελίδα της ανάγνωσης. Τους αφήνω επιδεικτικά πάνω ή δίπλα στο βιβλίο, τους παρατοποθετώ πριν ή μετά από το σημείο που έχω φτάσει στη εξέλιξη της όποιας φανταστικής ή πραγματικής ιστορίας αφηγείται. Το εκνευριστικό και σε μένα αυτό παιχνίδι είναι βέβαια ανούσια σωτήριο: κοροϊδεύω την αναπόφευκτη ροή των πραγμάτων χοροπηδώντας στο χρόνο. Όπως και να είναι όμως το βιβλίο τελειώνει και η ζωή συνεχίζεται.

Ή μήπως όχι; Μήπως η δική μας ζωή τελειώνει, ενώ το βιβλίο αιώνια ζει αφηγούμενο μεν την ίδια ιστορία πάντα, αλλά σε καινούριους αναγνώστες; Και εμείς τι ζητάμε λοιπόν να βρούμε εκεί μέσα; Κάτι που θα χοροπηδά στο χρόνο κοροϊδεύοντας την αναπόφευκτη ροή των πραγμάτων; Αχ να μπορούσαμε να χαράξουμε για πάντα το όνομά μας και το μήνυμα «διάβασα και εγώ αυτό το βιβλίο» σε όσα βιβλία διαβάσαμε στη ζωή μας. Το χάραγμα αυτό να αναπαράγεται αιώνια στην ιστορία του κάθε βιβλίου. Και όσοι το διαβάζουν να λένε «ήταν και αυτός εδώ» (σαν το “Byron” που χάραξε ο Λόρδος στο Σούνιο).

Καθότι βέβαια η πορεία της ανάγνωσής μας είναι εν πολλοίς και η ιστορία της ζωής μας θα μπορούσαμε να την αφηγηθούμε. Μάζεψα γύρω μου τα βιβλία που διάβασα την τελευταία χρονιά, από πέρυσι τέτοιες μέρες. Σας τα παρουσιάζω:

1. Ρωσικό ημερολόγιο/Τζων Στάινμπεκ. Αθήνα: Κέδρος, 2009
2. Μπουχάριν: από την ηγεσία των μπολσεβίκων στο εκτελεστικό απόσπασμα/ Μίκλος Κουν. Αθήνα: Θεμέλιο, 2007
3. Η αρχαία βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας: η ζωή και η μοίρα της/Μουσταφά ελ Αμπαντί. Αθήνα: Σμίλη, 1998.
4. Αντιδογματικά: άρθρα και σημειώματα 1946-1977/Μανόλης Αναγνωστάκης. Αθήνα: Στιγμή, 1985.
5. Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών: μια κοινωνική ιστορία της Αμερικής από την εποχή του Κολόμβου ως τις αρχές του 21ου αιώνα/Howard Zinn. Αθήνα: Αιώρα, 2009.
6. Νασρεντίν Χότζας: ιστορίες και χωρατά από τη Μικρά Ασία και τον ελλαδικό χώρο. Αθήνα: Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού, 2010.
7. Το οριζόντιο ύψος: και άλλες αφύσικες ιστορίες/Αργύρης Χιόνης. Αθήνα: Κίχλη, 2010.
8. Ποιήματα επείγουσας ανάγκης/Nicanor Parra. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2008.
9. Τα μικρά/Μιχάλης Γκανάς. Αθήνα: Καστανιώτης, [200;]
10. Η γλυκειά συμφορά της ποίησης/Jaroslav Seifert. Αθήνα: Ποταμός, 2003.
11. Ποιήματα/Πέτερ-Πάουλ Τσαλ. Αθήνα: Κέδρος, 1999.
12. Μυρίζω μήλο/Λούαν Τζούλις. Αθήνα: Καστανιώτης, 2003
13. Ό,τι περιγράφω με περιγράφει: ποίηση δωματίου/Αργύρης Χιόνης. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2010.
14. Στο υπόγειο/Αργύρης Χιόνης. Αθήνα: Νεφέλη, 2004.
15. Η ψυχή του κ. Cogito και άλλα ποιήματα/Zbigniew Herbert. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2001.
16. Κατάσταση Πολιορκίας/Μαχμούντ Νταρουίς. Αθήνα: Μαΐστρος, 2010.
17. Ο ακίνητος δρομέας/Αργύρης Χιόνης. Αθήνα: Νεφέλη, 1996.
18. Με το αγκίστρι στην καρδιά: μια επιλογή από το έργο του/Henri Michaux. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2003.
19. Η αγωγή του στωικού/Fernando Pessoa. Αθήνα: Ροές, 2009.
20. Μητριά πατρίδα/Μιχάλης Γκανάς. Αθήνα: Μελάνι, 2008.
21. Σπανιόλικα παπούτσια/ Άλκη Ζέη. Αθήνα: Καστανιώτης, 2010.
22. Γιατί το Βυζάντιο/Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2009.
23. Γυναικών μικρές και πολύ μικρές ιστορίες/Μιχάλης Γκανάς. Αθήνα: Μελάνι, 2010.
24. Αλμπέρ Καμύ: μια ζωή/Ολιβιέ Τοντ. Αθήνα: Καστανιώτης, 2009
25. 76 ποιήματα/Μπέρτολντ Μπρεχτ. Αθήνα: Θεμέλιο, 2000.
26. Ποιήματα/Μπέρτολντ Μπρεχτ. Αθήνα: Θεμέλιο, 2008.
27. Ποιήματα ΙV: 1988-2002/Τίτος Πατρίκιος. Αθήνα: Κέδρος, 2007
28. Το γύρισμα του κύκλου/Ισαάκ Σούσης. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2011.
29. Χάμερσταϊν ή περί ιδιορρυθμίας/Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ. Αθήνα: Καστανιώτης, 2010.
30. Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους: 1830-1974/Βασίλης Ραφαηλίδης. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2010.

Είναι σαφώς μια μικρή αφήγηση αυτή η λίστα. Θέλω να μιλήσω για κάποια από αυτά τα βιβλία. Ίσως μετά το διάλειμμα των διακοπών. Στα μπαγκάζια του φευγιού μου έχω τη «Μεγάλη περιπέτεια του μαρξισμού» (του Ραφαηλίδη) και το βιβλίο «οι Ισπανοί αναρχικοί: τα ηρωικά χρόνια 1868-1936» του Μάρεϊ Μπούκτσιν.

ΥΓ: Γεγονός είναι τελικά πως στη δική μας ζωή σελιδοδείκτες είναι τα ίδια τα βιβλία που διαβάσαμε.

Καλή θάλασσα αδέρφια!
******
ο πίνακας είναι του Edward Hopper ("Rooms by the Sea")

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

σημείωμα για τις Ι.Χ. ουτοπίες

Τις «ουτοπίες ιδιωτικής χρήσης» που φτιάχνει ο καθένας μας ή βρίσκει έτοιμες (από πριν καμωμένες ή από άλλους) θα μπορούσε να έχει θέμα το σημερινό σημείωμα. Δηλαδή τις εκφράσεις αυτής τη δόλιας ψυχολογικής ανάγκης να ισορροπήσουμε ανάμεσα στο μέσα και στο έξω της ύπαρξής μας, αν και είναι σαν να προσπαθείς να περπατήσεις μέσα σε ένα τοίχο κατά το μήκος του. Ανάλογα βέβαια με τον άνθρωπο, το χαρακτήρα και τις επιδιώξεις του η παράλληλη αυτή ζωή είναι απαραίτητη και ενίοτε δημιουργική. Οι ιδιωτικές αυτές ουτοπίες λειτουργούν ας πούμε σε μένα καταρχάς ως ατόφια ηδονή, ως αποστασιοποιημένη επεξεργασία εξωτερικών γεγονότων ή προβολή εσωτερικών διαδικασιών, ή τέλος ως συσσώρευση γνώσεων, πληροφοριών, αισθητικών ερεθισμάτων προκειμένου το μέσα να είναι αποτελεσματικότερο στην αντίληψη και διαχείριση των έξω.

Εξηγούμαι:

Α) Η ουτοπία του προηγούμενου Σαββατοκύριακου. Ηδονή είναι τα ντολμαδάκια της μάνας μου, η συναυλία των τριζονιών, η μυρωδιά των κυπαρισσιών και ο χρόνος που αφέθηκα ακίνητος ανάσκελα στα κρύα νερά των Ισθμίων το Σάββατο και την Κυριακή το πρωί τη μία μέρα κοιτώντας επίμονα το βαθύ μπλε απέναντί μου στον ουρανό και την άλλη το βαθύ κόκκινο του αίματός μου που κυκλοφορούσε στα κλειστά μου βλέφαρα. Επιστρέφοντας από αυτές τις ηδονές είμαι σίγουρος πως το βλέμμα μου προδίδει… «αγγελόκρουσμα»…

Β) Ο χάρτης της ουτοπίας. Μικρό παιδί σαν ήμουνα (και πήγαινα σχολείο) ζωγράφιζα χάρτες. Όχι αληθινών χωρών, αλλά άλλων του μυαλού μου, με ονόματα παράξενα, βγαλμένα από ένα γλωσσικό κώδικα επίσης «ατομικής χρήσης». Οι χώρες είχαν κόλπους βουνά, πόλεις, ποτάμια, πολέμους και συμμαχίες, ό,τι περίπου η ζωή ενός παιδιού και ενός εφήβου. Και τούτα εδώ τα κείμενα καμιά φορά εδώ μέσα θυμίζουν αυτούς τους χάρτες, αφού τα ίδια στοιχεία της ζωής ενός άντρα πια, μετασχηματίζονται σε εκφραστικό κώδικα με λέξεις και φράσεις. Οι επεξεργασίες αυτές είναι βέβαια τυχαία και αποσπασματικά καθρεπτίσματα του υποσυνείδητου στον καθρέπτη της δημιουργίας.

Γ) Η ανάγνωση – μαύρος χρυσός. Η πλέον κοινωφελής από τις ηδονές είναι για κάποιους η ανάγνωση, για κάποιους άλλους το πήδημα, για άλλους το φαγητό. Διαβάζω για να καταλάβω τον κόσμο και να γίνω πιο αποτελεσματικός στον κοινωνικό μου ρόλο, διαβάζω για να τέρψω τη σκέψη μου αλλά και για να τροφοδοτήσω τις άλλες μου ουτοπίες.


Αυτό το σημείωμα αφού δεν έχει ως θέμα τις «ουτοπίες ιδιωτικής χρήσης», έρχεται να σας προτείνει δοκιμασμένες πρακτικές προκειμένου να διευρύνετε την ευχαρίστηση της ανάγνωσης το αμέσως επόμενο διάστημα της απενοχοποιημένης ραστώνης. Επειδή είναι σημείωμα (δεν είναι δα και κανένα κάμα-σούτρα του πνεύματος) θα αναφέρει βιβλία που διάβασα τον τελευταίο χρόνο (από πέρυσι το καλοκαίρι) και τα ευχαριστήθηκα και τα προτείνω. Χωρίς πολλά-πολλά…

(η συνέχεια σε επόμενο σημείωμα- σε αυτό με έφαγε η ηδονή της ουτοπίας, που αν και κοινωφελής παραμένει πεισματικά ακοινώνητη ).