καταλογογράφος, ταξιθέτης ή διαθέτης της καθημερινότητας και υπηρέτης μιας τέχνης απολαυστικής και παραγνωρισμένης
Τρίτη 31 Μαΐου 2011
Η αποσοβιετοποίηση της αμφισβήτησης
Πέμπτη 26 Μαΐου 2011
Η νέα ανωνυμία και τα κόμματα
Το φαινόμενο βλέπω πως εύκολα υιοθετείται και από το δημόσιο λόγο μη μιντιακής προέλευσης. Στην πρόσκληση για «ειρηνικές» διαδηλώσεις «χωρίς πλακάτ» στο Σύνταγμα υπάρχει η αναφορά «ΕΜΕΙΣ* δηλώνουμε ειρηνικά την αγανάκτησή μας κατά της κρίσης. Κατά όλων αυτών που μας οδήγησαν σε αυτό το σημείο» ενώ πολλοί, ίσως οι περισσότεροι φαίνεται να υιοθετούν τις αναφορές εναντίον των κομμάτων. Αυτή η γενικόλογη αναφορά υπηρετεί αυτή τη νέα ανωνυμία.
Έχω την πεποίθηση ότι αυτή η αναφορά είναι επί τούτου ρηχή και ασαφής, αλλά μπορώ νομίζω να υποθέσω πως εννοεί τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Είναι πασίδηλο πως θα είχε άλλο βάρος στη διαδήλωση μια τέτοια αναφορά. Όπως, χαριτολογώντας, θα είχε άλλο βάρος αν λέγαμε:
- ο 73χρονος αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης
- ο 75χρονος πρώην πρωθυπουργός και βομβιστής
- η ηλικιωμένη (59 ετών) πρώην αγωνίστρια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και νυν Επίτροπος Αλιείας
- ο υπερήλικας (82 ετών) Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Οι διακρίσεις αυτές δεν είναι ούτε αθώες, ούτε τυχαίες και δεν υπηρετούν μόνο ένα τρόπο σκέψης χωρίς αιχμές, φιλήσυχο και καταπραϋντικό. Αν η 60χρονη που έπεσε θύμα ληστείας αποκαλείται «ηλικιωμένη» στα δελτία ειδήσεων, γιατί δεν αποκαλείται έτσι και η Μαρία Δαμανάκη, για να μην πούμε για τον Κάρολο Παπούλια; Γιατί όσα υπονοούνται με την αναφορά της ηλικίας σε έναν «ανώνυμο» (λαϊκή προέλευση, ασημαντότητα, αδυναμία κτλ) δεν πρέπει να υπονοούνται και στον «επώνυμο» (γεροντοκρατία, αδυναμία, νοητική διαταραχή κτλ)…
* Πρέπει να παραδεχτώ πια πως ΕΜΕΙΣ που διαδηλώνουμε (και) τις άλλες φορές διαδηλώνουμε πολεμικά την αγανάκτησή μας και σε αυτό διαφέρουμε από τους… ειρηνικούς του Συντάγματος….
Τετάρτη 25 Μαΐου 2011
Σάββατο 21 Μαΐου 2011
Το βέλος
Καμιά φορά
όταν στον ουρανό τεντώνεται το ουράνιο
τόξο
είσαι το βέλος του
που εκτοξεύεται στο άπειρο
*****
(Με αφορμή ένα ποίημα του Παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς που διάβασα στο βιβλίο του "Κατάσταση Πολιορκίας" εκδ. Μαΐστρος. Λέει: "Μόνοι, είμαστε μόνοι ως το μεδούλι, εκτός μονάχα από τις επισκέψεις ενός ουράνιου τόξου")
****
η φωτογραφία είναι του Αμερικανού Bruce Davidson
Πέμπτη 19 Μαΐου 2011
Γράμμα στο Νιόνιο για τα παιδιά που χάθηκαν
Είχαμε κάτσει στο τραπέζι χθες το βράδυ σύμπασα η οικογένεια, όταν είπα συνθηματικά στη γυναίκα μου:
- ο Νιόνιος είπε κάτι βλακείες σήμερα
- ποιος είναι ο Νιόνιος μπαμπά; (πετάχτηκε ο γιος μου)
- ... ένας συνάδελφος στη δουλειά (απάντησε η γυναίκα μου)
Ξέρεις Νιόνιο ήταν στα τέταρτα γενέθλιά του, όταν γυρνώντας από τη δουλειά του έφερα δώρο το "περιβόλι του τρελού". Τα μάτια του έλαμψαν όταν έσκισε το περιτύλιγμα. Τον κάθισα σε μια πολυθρόνα και έβαλα το CD να παίζει. Δεν κουνήθηκε ρούπι, ούτε στιγμή, ξέρεις. Τα κάνει κάτι τέτοια ο μπαγάσας. Τα ήξερε βέβαια τα τραγούδια σου - μια κασέτα στο αυτοκίνητο έπαιζε συχνά κάποια από αυτά, κάποια άλλα του τα λέγαμε σαν νανούρισμα. Μάλιστα με μια έμμονη αγωνία μου ζητούσε να του πω την ιστορία "για τα παιδιά που χάθηκαν" ("και σε καράβια του πελάγους με λαθρεμπόρους πειρατές..."). "Πού χάθηκαν τα παιδάκια μπαμπά"; με ρωτούσε...
Νιόνιο δεν χρειάζεται να ζητήσεις συγγνώμη γι' αυτά που είπες χθες: "Πρώτον, να απομακρυνθούν όλοι οι λαθρομετανάστες από το κέντρο της Αθήνας και να πάνε – ας το βρουν οι πολιτικοί, τι τους πληρώνουμε – εγώ θα έλεγα να τους πηγαίνανε σε αραιοκατοικημένα νησιά του Αιγαίου, όπου κατοικείται ένα μικρό μόνο μέρος του νησιού, το υπόλοιπο είναι ελεύθερο. Εκεί, λοιπόν, να καλλιεργήσουν τη γη και να ζήσουν με τη βοήθεια του ΟΗΕ, γιατί μόνοι μας δεν μπορούμε, έως ότου αποφασίσει και μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να φτιάξει μία πολιτική πάνω στο θέμα των μεταναστών. Δεν μπορεί η Αθήνα να είναι η χωματερή όλων αυτών των ανθρώπων"... "Η Αθήνα στις πλατείες της δείχνει την πληγή της. Ας καθαρίσουμε λοιπόν αυτή την πληγή. Έχουμε τους τοξικομανείς. Πρέπει να μεταφερθούν, δεν ξέρω πάλι που, ας το βρούνε οι πολιτικοί μας, πάντως σε μέρος όπου δεν θα είναι εύκολη η πρόσβαση των εμπόρων".
Δεν χρειάζεται να ζητήσεις συγγνώμη. Φρόντισα να τα κρύψω απ' το γιο μου, αλλά ξέρεις... τα στερνά τιμούν τα πρώτα Νιόνιο.
Ένας 37χρονος πατέρας
Τρίτη 17 Μαΐου 2011
Η μητριά πατρίδα και τα αδιέξοδα της γραφής
Στη «Μητριά πατρίδα» ο Μιχάλης Γκανάς (εκδ. Μελάνι) αφηγείται με τον διφορούμενο ποιητικό και ελλειμματικό τρόπο της μνήμης την προσωπική και οικογενειακή του ιστορία ανάμεσα σε δυο πατρίδες, τη μητριά Ουγγαρία που συμπεριφέρθηκε σαν μάνα και τη μητέρα Ελλάδα που τον αντιμετώπισε σαν μητριά. Αφηγείται κάπου την εξής ιστορία:
… «Κάθε Σάββατο πηγαίνουμε στον κινηματογράφο, στο μεγάλο κτίριο που τρώμε. Μαζευόμαστε στην πλατεία και περιμένουμε να μας ανοίξουν. Βλέπουμε πολεμικά και είμαστε όλοι με τους Ρώσους. Σε μια ταινία είδαμε τον Χίτλερ στο γραφείο του, με στρατηγούς, πήγαινε πέρα δώθε νευριασμένος. Στάθηκε απότομα μπροστά σε μια μεγάλη υδρόγειο σφαίρα και τη στριφογύρισε με δύναμη. Το παιδί δίπλα μου αρπάχτηκε απ’ το κάθισμα. «Θα πέσουμε» μουρμούρισε. Φοβήθηκα. Δεν έγινε τίποτα»…
Αν δεν ήταν μια ημερολογιακή καταγραφή θα έλεγες πως σχολιάζει τη δύναμη του Μέσου αυτή η ιστορία. Οικεία πράγματα: αυτά που δείχνει η οθόνη είναι αυτά που γίνονται; Αντίστροφα: αυτά που γίνονται στην πραγματικότητα είναι αυτά που δείχνει η οθόνη; Βέβαια ο Γκανάς είναι διαφημιστής της ποίησης και ποιητής τη διαφήμισης. Όλα να τα περιμένεις…
Μοιάζει αντίστροφα λίγο με τους Γαλάτες του γνωστού χωριού που τίποτα δεν τους φοβίζει. Μόνο μην πέσει ο ουρανός στα κεφάλια τους. Ο φόβος αυτός κάποτε παραλίγο να διαλύσει το μύθο της νικηφόρας αντίστασης στους Ρωμαίους.
Είτε πέσουμε εμείς απ’ τη γη, είτε ο ουρανός πάνω μας νομίζω πως δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως όλα αυτά δεν είναι παρά ιστορίες που γράφουν τα βιβλία και διηγούνται οι οθόνες. Εμείς ευτυχώς έχουμε να πολεμήσουμε πιο εύκολα πράγματα: να παραμείνουμε άνθρωποι.
(αφιερωμένο στη Ρενάτα)
Πέμπτη 12 Μαΐου 2011
Τετάρτη 11 Μαΐου 2011
καληνύχτα αδέρφια
Πέμπτη 5 Μαΐου 2011
To τριζόνι και τα ανοιξιάτικα απογεύματα
τι γλυκειά που είναι η ζωή…»*
Τα ανοιξιάτικα απογεύματα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ακροβατούν στην τεντωμένη μελαγχολία της μετάβασης: από εποχή σε εποχή, από μέρα σε νύχτα, από παιδί σε ενήλικο. Φωτίζουν με ένα υπόγειο τρόπο τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους, ίσως γιατί προσθέτουν μακρόστενες σκιές στα τοπία των αποτυχιών τους. Τελοσπάντων η γραφή είναι ένα φίδι που σέρνεται στα χόρτα και τις πέτρες, άλλοτε κρύβεται και άλλοτε επιτίθεται για να αρπάξει την τροφή της: να καταβροχθίσει πραγματικότητα παραλύοντάς την με φαντασία. Από αυτούς τους «κινδύνους» με προφυλάσσει η καθημερινότητα με τις μικρές χαρές και τις μικρές λύπες της, που καμιά φορά νοιώθω πως είναι τα κουκούτσια της ύπαρξής μας.
Σε αυτή τη γειτονιά, όπως σε όλο τον κόσμο νομίζω, άνθρωποι γεννιούνται και άνθρωποι πεθαίνουν. Άλλοι ευτυχούν και άλλοι τρελαίνονται. Ένοικοι εμφανίζονται καινούριοι φέρνοντας τα υπάρχοντα τους και άλλοι αποχωρούν αφήνοντας πάντα κάτι που περίσσεψε πίσω. Έτσι στα πεζοδρόμιά μας συναντούνται προς στιγμήν όσοι αποχωρούν και όσοι προσέρχονται ανταλλάσσοντας τα εισιτήρια των προσδοκιών τους.
Η κυρά Ευθυμία (σκληρή και κοφτερή στην γλώσσα, μαύρη στην ψυχή και ανακατώστρα) κάποτε ειρωνεύτηκε τον Αντώνη της Λισσαβώς που τρελάθηκε στο στρατό. Ο τρελός της γειτονιάς μας ποτέ δεν έφυγε από ‘δω, ακίνδυνος κυκλοφορούσε ανάμεσα μας, τον πειράζαμε, μας πείραζε, αγαπούσε τα παιδιά και εκείνα με παράδοξη συνενοχή τον είχαν δικό τους. Η Ευθυμία γρήγορα φάνηκε πως πλήρωσε την κουβέντα της (λένε). Κάποια στιγμή ο άντρας της κατάπεσε πριν την ώρα του από μια εκφυλιστική ασθένεια νευρολογικής φύσεως που στο τέλος τον έκανε φυτό και τον φύτεψε. Λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα η γειτονιά άρχισε να συζητάει τα συμπτώματα του μεγάλου γιου της που αφού χώρισε από τη γυναίκα του πέθανε και αυτός από την ίδια ασθένεια.
Πριν από λίγες μέρες πέθανε από τα ίδια και ο δεύτερος Είχε αρχίσει να χάνει βάρος τους τελευταίους μήνες, παράτησε το ταξί και κυκλοφορούσε μισόγυμνος και λερός στους δρόμους. Μετεωριζόταν από το μπαλκόνι του ώρες περπατώντας γύρω-γύρω σαν εκκρεμές που ροκανίζει το χρόνο του. Τον βρήκαν πεσμένο μπροστά στη μπαλκονόπορτα μετά από μια βδομάδα. Ένας γείτονας παρατήρησε πως στην πόρτα του διαμερίσματος είχαν συσσωρευτεί αχρησιμοποίητες σακούλες με φαγητό που του έφερναν δωρεάν τα δυο ψητοπωλεία της γειτονιάς που τον είχαν έγνοια τι θα τρώει. Ειδοποίησε την αστυνομία και τον μάζεψαν. Το σπίτι μένει ανοίκιαστο.
Θα σε πάρω από ‘δω να σε πάω λίγα μέτρα πιο πέρα. Η μικρή μας εκείνες τις μέρες κάπου στο σπίτι βρήκε ένα μελανοδοχείο, το άδειασε πάνω της και κάτω στο πάτωμα και παραξενεμένη τη βρήκαμε να κοιτάζει τις μπλε παλάμες της, τα μπλε της ρούχα τα μπλε παπούτσια, τα μπλε πλακάκια της κουζίνας, τον μπλε τοίχο του οφίς, τη μπλε μπανιέρα που την πλέναμε γελώντας ασυγκράτητα από την απελπισία μας. Μια άλλη μέρα ασκούμασταν στο ρέψιμο με τον γιο μου προσπαθώντας να διδάξουμε την ανεπίδεκτη μαμά τις τεχνικές για κρουστό ήχο και μακρά διάρκεια. Μέχρι που κάποια στιγμή ακούστηκε ένα μικρό αλλά σαφές «γκρρ» από τη μικρή, που σαφώς διεκδικούσε μερίδιο στην καφρίλα μας. Την ξεκαρδιστική επιδοκιμασία μας και την έκπληξή μας συνόδεψε ικανοποιημένη από το επίτευγμα με επαναλαμβανόμενα «μπάβοοο» που απηύθυνε μεγαλοψύχως στον εαυτό της.
Τη μέρα που πέθανε ο Παπάζογλου οι μεγάλοι του σπιτιού ήμασταν βαρείς, κατηφείς, θυμωμένοι. Έβαλα ένα CD τα βράδυ που τρώγαμε στην κουζίνα κι αρχίσαμε να ακούμε σιωπηλοί τα τραγούδια του – τα παιδιά κάπως συναινούσαν στη θλίψη μας. Κάποια στιγμή κοιταχτήκαμε με την κυρά μου σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να χορεύουμε δακρυσμένοι. Σηκώθηκαν και τα σπόρια, και άρχισαν τα γέλια και οι τσαχπινιές και τα τσαλίμια και οι ματιές μας φωτίστηκαν και πολλά τραγούδια μετά εξαντλημένοι και ευτυχείς σκορπίσαμε στα κρεβάτια μας.
Καταλαβαίνεις τις ραφές αυτού του κειμένου, το ξέρω. Αν θες ξήλωσέ το και φτιάξε άλλο σχέδιο. Τα πανάκια είναι αυτών των ημερών. Είναι στιγμές και στίγματα που σε ορίζουν στο χάρτη της ζωής σου. Που είναι μία εξάλλου.
«τι γλυκειά και τι πικρή
τρι και τρι και τρι και τρι…» *
*****