Πριν λίγες μέρες έμαθα πως πέθανε η γριά που έμενε στην αποπάνω γειτονιά της μεγάλης μας πόλης. Έμενε μόνη της μ’ ένα άγριο σκυλί σε μια παλιά, φθαρμένη και «ενοχλητικά» για την περιοχή μας απεριποίητη μονοκατοικία. Ακόμη και στα παράθυρα, θολά απ’ τον καπνό κάποιας σόμπας προφανώς, δεν κρέμονταν κουρτίνες, και τα εξώφυλλα πάντα ανοιχτά έχασκαν απεγνωσμένα χειμώνα-καλοκαίρι, μέρα και νύχτα. Μια μικρή τσιμεντένια αυλή συνόδευε την εγκατάλειψη άδεια και από το ελάχιστο φυτό ή λουλούδι. Καμιά φορά μονάχα κάποιο μεσοφόρι μπορεί να ανέμιζε κρεμασμένο απ’ το σκοινί, πασχίζοντας ίσως να στεγνώσει.
Κάτι σ’ έδιωχνε πάντα όταν περνούσες έξω απ’ αυτό το σπίτι και δεν ήταν τόσο το σκυλί που λυσσομανούσε στο παράθυρο βρίζοντας κάθε ξένο, ούτε η ξέπνοη μορφή της αχτένιστης γυναίκας που σαν φάντασμα έβλεπες να περιφέρεται μισόγυμνη μέσα του. Ίσως ούτε και αυτή η ανάμεικτη οσμή της κλεισούρας, των ούρων και της αιθάλης που σε χτυπούσε σαν σφυρί όταν πλησίαζες. Κάθε εποχή και ώρα κραύγαζε τη μοναξιά των ενοίκων του. Όχι γιατί η γριά γυναίκα ήταν κουφή. Η τηλεόραση άστραφτε μέσα του άλλους κόσμους φαντασμένους και βρόνταγε δελτία ειδήσεων και διαφημίσεις και παλιές ελληνικές ταινίες.
Σκεφτόμουν πολλές φορές περνώντας απέξω πως η μοναξιά είναι εκκωφαντική, μυρίζει άσχημα, προκαλεί το βλέμμα μας με τη φθαρμένη γύμνια της. Πως αγκιστρώνεται στις αισθήσεις μας και απομυζά τη συνείδησή μας σαν τσιμπούρι ενοχλητικό και αιμοβόρο.
Η κυρία Λούλα λοιπόν πέθανε. Μέρες τώρα το σπίτι της μένει απορημένο και σιωπηλό. Η τηλεόραση ούτε αστράφτει, ούτε βροντά. Και περισσότερο εκκωφαντική από τη μοναξιά διαπιστώνω πια πως είναι η απουσία. Τώρα τίποτα δεν σχολιάζει δηκτικά τη νοικοκυρεμένη ζωή των περιοίκων, τίποτα δεν αγκιστρώνεται στις αισθήσεις των περαστικών. Ούτε γαβγίζει κανένα σκυλί – και δεν ξέρει κανείς αλήθεια τι απέγινε. Αν το πήρε κάποιος ή αν περιφέρεται μαζί με τη γριά στους εφιάλτες μας γαβγίζοντας θυμωμένο.
Κάτι σ’ έδιωχνε πάντα όταν περνούσες έξω απ’ αυτό το σπίτι και δεν ήταν τόσο το σκυλί που λυσσομανούσε στο παράθυρο βρίζοντας κάθε ξένο, ούτε η ξέπνοη μορφή της αχτένιστης γυναίκας που σαν φάντασμα έβλεπες να περιφέρεται μισόγυμνη μέσα του. Ίσως ούτε και αυτή η ανάμεικτη οσμή της κλεισούρας, των ούρων και της αιθάλης που σε χτυπούσε σαν σφυρί όταν πλησίαζες. Κάθε εποχή και ώρα κραύγαζε τη μοναξιά των ενοίκων του. Όχι γιατί η γριά γυναίκα ήταν κουφή. Η τηλεόραση άστραφτε μέσα του άλλους κόσμους φαντασμένους και βρόνταγε δελτία ειδήσεων και διαφημίσεις και παλιές ελληνικές ταινίες.
Σκεφτόμουν πολλές φορές περνώντας απέξω πως η μοναξιά είναι εκκωφαντική, μυρίζει άσχημα, προκαλεί το βλέμμα μας με τη φθαρμένη γύμνια της. Πως αγκιστρώνεται στις αισθήσεις μας και απομυζά τη συνείδησή μας σαν τσιμπούρι ενοχλητικό και αιμοβόρο.
Η κυρία Λούλα λοιπόν πέθανε. Μέρες τώρα το σπίτι της μένει απορημένο και σιωπηλό. Η τηλεόραση ούτε αστράφτει, ούτε βροντά. Και περισσότερο εκκωφαντική από τη μοναξιά διαπιστώνω πια πως είναι η απουσία. Τώρα τίποτα δεν σχολιάζει δηκτικά τη νοικοκυρεμένη ζωή των περιοίκων, τίποτα δεν αγκιστρώνεται στις αισθήσεις των περαστικών. Ούτε γαβγίζει κανένα σκυλί – και δεν ξέρει κανείς αλήθεια τι απέγινε. Αν το πήρε κάποιος ή αν περιφέρεται μαζί με τη γριά στους εφιάλτες μας γαβγίζοντας θυμωμένο.
*****
στη φωτογραφία το χωριό Άγιος Πέτρος της Κυνουρίας προχθές 26 Απρίλη - πρωί