Οι δρόμοι της πόλης όταν τους διασχίζω πεζός μου φαίνονται σαν σκηνικά μιας μεγάλης παράστασης. Βραδινής. Οι ηθοποιοί δεν συναντιούνται, δεν αλλάζουν κουβέντα. Καμιά φορά μονάχα επιστρέφουν κάποιο βλέμμα πλήρες ελλειμμάτων. Ο καθένας υποκρίνεται τη ζωή του απορροφημένος από τη σημασία της. Σ’ αυτή τη σκηνή που βαδίζω πεζός σπρώχνοντας ένα καρότσι με ένα μωρό, είμαι πρωταγωνιστής εγώ βέβαια. Και αφηγητής ταυτόχρονα του έργου του μυαλού μου. Καμιά φορά σταματώ στη μέση ενός δρόμου μιας λαϊκής συνοικίας και τραγουδώ ή χορεύω, αλλά μονάχα στη φαντασία μου. Να πω επίσης – για τη ακρίβεια της περιγραφής, πως το έργο δεν έχει θεατές. Δεν πρόλαβαν, δεν ήξεραν, δεν ξέρω γιατί και πάλι το θέατρο είναι άδειο – αν υπάρχει θέατρο… και δεν είναι όλα μια σκηνή.
Μπορώ να σας πω για κάποιες ιστορίες που εκτυλίχθηκαν στη σημερινή παράσταση. Καταρχάς μια γυναίκα καταφανώς κουρασμένη και ταλαιπωρημένη κρατώντας ένα δελτίο λοταρίας στάθηκε αρκετά λεπτά ακίνητη έξω από ένα πρατήριο του ΟΠΑΠ κοιτώντας μια οθόνη που κάτι μάλλον θα ανακοίνωνε. Το βλέμμα της μολαταύτα ήταν άδειο από ελπίδα ή προσμονή. Ένας ιδρωμένος πιτσιρίκος γυρνούσε με τη μαμά του από το πάρκο με μια μπάλα του μπάσκετ στα χέρια του. Ένα λογιστικό γραφείο έκλεινε, εκείνος αρχειοθετούσε κάποια χαρτιά σε φακέλους. Εκείνη πότισε ένα λουλούδι. Μια μυρωδιά μαγειρεμένου φαγητού πλανήθηκε στο χώρο «κι απάνω μου σταμάτησε σαν κάτι να ζητούσε». Με αναμφισβήτητη βεβαιότητα θα έλεγα πως επρόκειτο για κρέας κοκκινιστό στην κατσαρόλα- συνοδεία τηγανιτής πατάτας, που κάποια γυναίκα προφανώς πικραμένη μαγείρευε. Κάποιος φώναζε, τσακωνόταν, ίσως να φορούσε φανέλα με τιράντες, κανείς δεν ξέρει, γιατί απλά τον ακούγαμε από τον ακάλυπτο μιας πολυκατοικίας και δεν εμφανίστηκε μπροστά μας. Δυο νέοι άντρες γελώντας πέρασαν δίπλα μου. Ο γιος μου έκανε αριθμητική με τη γυναίκα μου στην κουζίνα, όταν επέστρεψα.
Εγώ; Τι εννοείτε; Α, κατάλαβα: ποιος ήταν ο ρόλος μου σήμερα. Μα θα σας πω. Εγώ λοιπόν στάθηκα στη γωνία αυτού του δρόμου, όποιου δρόμου έχει ένα ρημάδι μισογκρεμισμένο στην κατοχή του τελοσπάντων, και διάβασα με δυνατή και καθαρή φωνή αυτό το ποίημα:
«Όταν κάποτε το έβγαλα έξω, δίπλα στον σκουπιδοτενεκέ
Φαινόταν τόσο μαραμένο και βρωμερό,
Τόσο γελοίο κι εύπιστο, σαν ένα άρρωστο κανίς,
Ή ένας ξεπεσμένος αστέρας στα τέλη του Σεπτέμβρη,
Το ‘φερα πάλι μέσα
Για μια νέα ρουτίνα –
Βιταμίνες, νερό και όποια άλλη
Συντήρηση έμοιαζε λογική
Εκείνη την εποχή: είχε ζήσει
Τόσον καιρό με τζιν, τσιμπιδάκια, μισοκαπνισμένα πούρα,
Ξινισμένη μπύρα,
Τα ζαρωμένα του πέταλα έπεφταν
Στο ξεθωριασμένο χαλί, το άνοστο
Λίπος της μπριζόλας κολλούσε στα χνουδωτά του φύλλα.
(Ξεραμένο, έτριζε σαν τουλίπα).
Νίλες που τράβηξε! –
Τις χαζές κυρίες που τσιρίζουν μες στη νύχτα
Ή εμάς τους δυο, μόνους, άθλιους,
Εμένα να ξεφυσώ το μεθοκόπι μου πάνω του,
Να σκύβει εκείνο από τη γλάστρα του έξω στο παράθυρο.
Κατά το τέλος, έμοιαζε να με ακούει σχεδόν –
Μα αυτό ήταν τρομακτικό –
Τόσο που όταν εκείνη η καθαρίστρια με τη φωνακλάδικη
Βλακεία της, το πέταξε μαζί με τη γλάστρα, στα σκουπίδια,
Δεν είπα κουβέντα.
Απέλυσα όμως τη ξιπασμένη στρίγγλα την επόμενη εβδομάδα
Κι έτσι μονάχος απόμεινα.
*****
το ποίημα τιτλοφορείται «το γεράνι», είναι του Theodore Roethke και είναι μεταφρασμένο από το Γιάννη Λειβαδά στην έκδοση «Ανθολογία αμερικανικής ποίησης του εικοστού αιώνα», εκδ. Ηριδανός
ΥΓ: Πέρυσι τη ίδια ημερομηνία πάλι για το δρόμο μιλούσα...