Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΟΛΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΟΛΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Καλές γιορτές!


Όλοι εμείς, οι πιστοί των blogs όσοι απομείναμε ακόμη ...

Καλές γιορτές με αγάπη, υγεία και ηρεμία.
Και διαβάσματα με ένα μελομακάρονο από δίπλα.


Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Η "Καινούργια πόλη" στις βραχείες λίστες του Athens Prize for Literature

altΣτην Αίθουσα Τελετών του Δημαρχιακού Μεγάρου στην Πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως (πρώην Πλατεία Κοτζιά), θα απονεμηθούν εφέτος, για δωδέκατη συνεχή χρονιά, τα βραβεία μυθιστορήματος The Athens Prize for Literature του περιοδικού (δε)κατα. Η ανακοίνωση των νικητών και ταυτόχρονα η απονομή θα γίνουν την Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018, στις 8:00 το βράδυ.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Η απονομή των φετινών βραβείων πραγματοποιείται στο πλαίσιο και με τη στήριξη της διοργάνωσης Αθήνα 2018 Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου του Δήμου Αθηναίων. Oι συντονιστές-συγγραφείς Θεόδωρος Γρηγοριάδης και Κατερίνα Ζαρόκωστα θα αναφερθούν, εν συντομία, στις δύο βραχείες λίστες. Την εκδήλωση θα παρουσιάσει η Λουκία Παπαδάκη και θα συνοδεύεται με μουσική από το Κουαρτέτο Εγχόρδων του Οργανισμού Πολιτισμού Αθλητισμού Νεολαίας Δήμου Αθηνών. Τα βραβεία The Athens Prize for Literature χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης λόγω των επιλογών τους στον χώρο των κριτικών λογοτεχνίας, των δημοσιογράφων, των εκδοτών, των συγγραφέων και των μεταφραστών. 
ΟΙ ΒΡΑΧΕΙΕΣ ΛΙΣΤΕΣ 2017
 ΤΟ ΞΕΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 
Margaret Atwood, Το παιδί της τρικυμίας, μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Μεταίχμιο
Αλεξάνταρ Γκάταλιτσα, Ο μεγάλος πόλεμος, μτφρ. Ισμήνη Ραντούλοβιτς, Καστανιώτης
Ηannah Kent, Οι καλοί, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Ίκαρος
Katie Kitamura, Ένας χωρισμός, μτφρ. Γιώργος Μαραγκός, Κέδρος
Χουάν Μαρσέ, Η καλλιγραφία των ονείρων, μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου, Πατάκης
Ίαν ΜακΓκουάϊρ, Σκοτεινός αρκτικός, μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, Ψυχογιός
Κλάουντιο Μάγκρις, Υπόθεση αρχείου, μτφρ. Άννα Παπασταύρου, Καστανιώτης
Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, Καρφίτσες στην άμμο, μτφρ. Κώστας Αθανασίου, Καστανιώτης
Έλενα Φερράντε, Η ιστορία της χαμένης κόρης, μτφρ. Δήμητρα Δότση, Πατάκης
Alfonso Vicente, Τα λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου, μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, Ίκαρος
 Για το έτος 2017 οι συγγραφείς–κριτές των ξένων μυθιστορημάτων ήταν οι: Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Νίκος Δαββέτας, Λίλυ Εξαρχοπούλου, Σοφία Νικολαΐδου και Κοσμάς Χαρπαντίδης.
 ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 
Τατιάνα Αβέρωφ, Έγκλημα στον Παράδεισο, Μεταίχμιο
Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Καινούργια πόλη, Πατάκης
Μαριάνα Ευαγγέλου, Οστινάτο, Πατάκης
Ισίδωρος Ζουργός, Λίγες και μια νύχτες, Πατάκης
Στάθης Ιντζές, Οι ανειδίκευτοι δεν βγάζουν κιχ, Μελάνι
Δημήτρης Καμπουράκης, Δυο ζωγράφοι, Πατάκης
Χλόη Κουτσουμπέλη, Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν, Μελάνι
Κώστας Λογαράς, Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο, Καστανιώτης
Νίκος Μάντης, Οι τυφλοί, Καστανιώτης
Κώστας Χατζηαντωνίου, Ο κύκλος του χώματος, Καστανιώτης


→ Για το έτος 2017 οι συγγραφείς–κριτές των ελληνικών μυθιστορημάτων ήταν οι: Φίλιππος Δρακονταειδής, Κατερίνα Ζαρόκωστα, Ζέτα Κουντούρη, Κλαίτη Σωτηριάδου και Δημήτρης Σωτάκης.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

ΣΥΝΈΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ vakhikon  για την ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΟΛΗ


Θεόδωρος Γρηγοριάδης: "Η ζωή δεν είναι εύκολο χρήμα και λάμψη"




Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Συνομιλήσαμε με τον συγγραφέα Θεόδωρο Γρηγοριάδη, με αφορμή την έκδοση του μυθιστορήματός του "Καινούργια πόλη", από τις εκδόσεις Πατάκη.

Η Μαργαρίτα και ο Μανόλης έρχονται να μείνουν στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Γιατί οι Αθηναίοι τους αντιμετωπίζουν ως ξένους;
Δεν είναι θέμα των Αθηναίων μόνον, είναι και δικό τους. Έρχονται για πρώτη φορά στην πρωτεύουσα εκείνη από τον Έβρο κι εκείνος μέσω Σουηδίας. Οι κώδικες και τα ήθη μιας πόλης σαν την Αθήνα είναι εντελώς διαφορετικοί από τους δικούς τους καθώς το χάσμα της πρωτεύουσας τότε με τη δική τους επαρχία αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη ήταν μεγάλο.

Η Αθήνα της δεκαετίας του 1990 με τα στέκια της Ομόνοιας, τη συνάντηση στον Μπακάκο, τις ζεστές γωνιές του κέντρου και την απόλαυση των ανέσεων της πόλης της αφθονίας; Πώς αντιμετώπιζαν ο Μανόλης και η Μαργαρίτα αυτή την κατάσταση;
Αναγκαίο κακό γιατί είναι άνθρωποι που ζήσανε κάτω από άλλες συνθήκες. Εκείνη στην μεθόρια επαρχία κι αυτός σε μια οργανωμένη και απελευθερωμένη σκανδιναβική χώρα. Γι αυτό και η ματιά του Μανόλη απέναντι στην “πλούσια και δυναμική” πόλη είναι εντελώς κριτική ΄ αναζητά στην Αθήνα το αρχαιολογικό παρελθόν των σπουδών του, το φιλοσοφικό κακάθι. Για την Μαργαρίτα η Αθήνα είναι το μεγάλο σεργιάνι που στερήθηκε στην επαρχία αλλά και ο τόπος όπου θα λυτρωθεί.

Η Μαργαρίτα και ο Μανόλης. Μάνα και γιος. Δυο διαφορετικοί χαρακτήρες σε μια αναγκαστική συνύπαρξη. Τι τους ενώνει και τις τους χωρίζει;
Τους ενώνει η στερεοτυπική σχέση εξάρτησης αλλά και τους χωρίζει μια στάση απογαλακτισμού από την πλευρά του Μανόλη. Οι σπουδές του και τα χρόνια του στην Σουηδία τον έχουν μετατοπίσει αρκετά από την ελληνικότητα της σχέσης μάνας γιου. Όσο για εκείνη απέδειξε ότι δεν υπήρξε και η πιο στοργική μάνα απέναντί του ειδικά τα χρόνια που χώρισε και άρχισε να ζει με τον κουνιάδο της. Άλλωστε αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που κατέφυγε στην Σουηδία.

Kαι στους δυο το παρελθόν είναι τόσο δυνατό που μοιάζει να τους εξουσιάζει. Ποιες είναι οι λεπτές γραμμές που τους κάνουν να μην μπορούν να αντέξουν παλιές καταστάσεις;
Υπάρχει ένα βίαιο περιστατικό που καταγράφεται στην αρχή του μυθιστορήματος. Ο πνιγμός του κουνιάδου και εραστή της Μαργαρίτας. Πρέπει να ξεπεράσουν αυτή την απώλεια γιατί τους αφορά και τους δύο. Ο άνθρωπος αυτός υπήρξε για χρόνια η σκιά του Μανόλη αλλά και σύντροφος της μητέρας του. Η στιγμή που θα δοθεί μια απάντηση στα ερωτήματα θα έρθει και η κάθαρση.

Η Μαργαρίτα έχει τα λαϊκά πρότυπα και θέλει μόνο να περάσει όμορφα. Τι την εμποδίζει να το πετύχει αυτό το σχέδιο στην ζωή της;
Η Μαργαρίτα είναι γειωμένη αλλά και ονειροπαρμένη, είναι ανυπότακτη και ζωντανή. Δούλεψε σε ταβέρνες, στη Γερμανία, σε χωριά, σε πόλεις. Ντύνεται όμορφα, μπορεί και προκλητικά, ακούει τραγούδια του Άκη Πάνου. Όμως δεν ήθελε να συμβιβαστεί με μια μέτρια ζωή που της πρόσφερε ο άντρας της μέχρι που τον χωρίζει. Ο εραστής της ήταν ερωτικός σύντροφος αλλά κι εκείνος βυθισμένος σε μια επαρχιακή μιζέρια και στο αλκοόλ. Μόνον ο γιος της, με τον ερχομό του από την Σουηδία, και την αναγκαστική τους κάθοδο στην Αθήνα, θα της δώσει την ευκαιρία να αποδράσει και να ζήσει για λίγο μια διαφορετική ζωή, μια καινούργια ζωή, τουλάχιστον όπως εκείνη πίστευε. Λίγα θα είναι αυτά τα χρόνια αλλά ένα αντίδωρο για όσα στερήθηκε.

Ο Μανόλης είναι ο άνδρας που έχει σπουδάσει και αντιμετωπίζει τη ζωή με φιλοσοφική σκέψη. Φτάνει μόνο αυτό για να ζήσεις την έντονη καθημερινότητα;
Σαφώς και δεν ζεις μόνον με την σκέψη αλλά έχεις την μικρή ή την μεγάλη σοφία να αντιμετωπίσεις την ζωή, την καθημερινότητα και τις σχέσεις σου. Η γνώση, η εμπειρία, η διαλογικότητα είναι εφόδια γερά. Ο Μανόλης προχώρησε και σε πρακτικές εφαρμογές της φιλοσοφικής του κατάρτισης σε σχέση με τη ζωή του και τις επιθυμίες του. Γι αυτό και δεν ενέδωσε στον πλούτο και το κέρδος της εποχής, γι αυτό και στο τέλος έχασε τους ευκαιριακούς ανθρώπους κερδίζοντας όμως τον Άλλο του εαυτό. Η σκηνή του τέλους είναι ενδεικτική για την πορεία του.

Από τις ωραίες αφηγήσεις είναι οι σελίδες που περιγράφετε τις δραστηριότητες του Μανόλη. Μιλάτε για τα σίριαλ και την ελληνική τηλεόραση. Όλα αυτά έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα;
Είναι τα πρώτα χρόνια της άνθισης των μήντια στην Ελλάδα. Μεγάλες διαφημιστικές εταιρείες, τηλεοπτικά στούντιο, ιδιωτική τηλεόραση που τότε -τι ειρωνία- θα έφερναν την ανανέωση αλλά έφεραν τα σίριαλ, τα καλλιστεία, τα ριάλιτι και την τηλεόραση των επιχειρηματικών συμφερόντων. Αυτή ήταν η δεκαετία του ενενήντα: τη θέση της ντίσκο έπαιρνε η μεγάλη πίστα. Το εξευγενισμένο σκυλάδικο. Η Αθήνα άλλαζε λαμπάκια και λάμψη αλλά όχι τα “φώτα” της.

Η Αθήνα μέσα από το μυθιστόρημα μοιάζει σαν μια γυναίκα που όλο αλλάζει με τις συνεχείς παρεμβάσεις. Όλα αυτά γίνονται προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο;
Το ενενήντα, που είναι και ο χρόνος της “Καινούργιας πόλης”, υπάρχουν δείγματα μεγάλων αλλαγών. Ειδικά προς το τέλος της δεκαετίας, γίνονται μεγάλα έργα, η πόλη ετοιμάζεται να υποδεχθεί του Ολυμπιακούς Αγώνες, σκάβεται παντού, γίνεται ολόκληρη η πόλη ένα τεράστιο εργοτάξιο. Προς το καλύτερο ήταν μερικά δημόσια έργα όπως το μετρό και το αεροδρόμιο. Προς το χειρότερο οι Ολυμπιακές εγκαταστάσεις που συνέχισαν να σαπίζουν και να παραμένουν κουφάρια μέχρι και σήμερα. Και ακόμη χειρότερα: οι οικονομικές συνέπειες που τις πληρώνουμε ακόμη σήμερα γιατί τότε οι αναθέσεις έργων, οι μίζες και η ασυδοσία έφτασαν σε ολυμπιακά ρεκόρ. Τρισχειρότερα η νοοτροπία που μπολιάστηκε σε πολλούς ανθρώπους ότι η ζωή είναι εύκολο χρήμα και λάμψη και γκλαμ περιοδικά. Στήθηκαν αεριτζίδικες επιχειρήσεις, δόθηκαν δάνεια εκατομμυρίων που δεν αποπληρώθηκαν ποτέ, εγκαταλείφτηκε η επαρχία για να επανασυστηθεί στα βόρεια και νότια προάστια αλλά και σε κάθε γωνιά της πρωτεύουσας. Μια αυθαίρετη πόλη που χτίστηκε όπως και όπου ήθελε ο καθένας.

Αναφέρεστε στην αυτοκαταστροφικότητα της Μαργαρίτας. Ενώ έχει διαμέρισμα εξοχικό και σπίτι που νοικιάζει στην Κρήτη κάποια στιγμή τα χάνει όλα. Τι συμβαίνει και χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της;
Η Μαργαρίτα είναι μια ανυπάκουη γυναίκα, πεισματάρα. Είναι και ναρκισσευόμενη και ευκολόπιστη. Δεν είναι λίγα αυτά για να εγκλωβιστεί σε σχέσεις ακατάλληλες και να χάσει όσα είχε και δεν είχε αλλά και με μια αίσθηση ότι ποτέ δεν την ένοιαζαν τόσο τα υλικά πράγματα.

Οι φίλοι του Μανόλη ψυχογραφούνται με ένα δραματικό και κωμικό τρόπο. Γιατί ο Μανόλης τους βλέπει από απόσταση;
Γιατί δεν είναι πραγματικά φίλοι του και γιατί όταν δεν τον χρειάζονται πια απομακρύνονται από κοντά του. Ο Μανόλης είναι μια παλιά ράτσα παιδιού, επαρχιώτη αλλά και κοσμοπολίτη, ενοχικού αλλά και διαλογιζόμενου, παιδί της μεταπολίτευσης που σπούδασε στην Θεσσαλονίκη και θήτευσε στα υπόγεια του Βαρδαρίου. Όποιος έχει διαβάσει το “Παρτάλι” θα αντιληφθεί ότι εκεί χτίζεται ο χαρακτήρας του.

Στο τέλος η μάνα έχει ένα κρυμμένο μυστικό. Μπορεί μια μάνα να κρύβει μυστικά από τον γιο της;
Γιατί όχι; Η μάνα είναι μητέρα αλλά και γυναίκα, είναι ρόλος αλλά και θηλυκό. Έχει τα μυστικά της, έχει τις σκοτεινιές της ακόμη και από τον άντρα της. Στο κάτω κάτω όλοι οι άνθρωποι είμαστε έτσι. Έχουμε τα μυστικά μας, ίσως αυτό μας κάνει πιο γοητευτικούς παρά τα φανερά μας χαρίσματα.

Κάθε φορά που διαβάζω ένα καινούργιο μυθιστόρημά σας ανακαλύπτω και μια νέα θεματική. Αλήθεια πώς ξεκινάτε να γράψετε ένα μυθιστόρημα;
Κάθε μυθιστόρημα ξεκινάει από παλιές ιδέες και σκέψεις, ύστερα έρχεται η στιγμή του. Η “Καινούργια πόλη” (2017) υπάρχει επειδή υπάρχει το “Παρτάλι” (2001). Εκείνο το μυθιστόρημα της δεκαετίας του εβδομήντα είχε πολλούς χαρακτήρες, τη δική μου γενιά. Ξεχώρισα μερικούς και τους ανέπτυξα σε διαφορετικές εποχές. Στη “Ζωή μεθόρια” (2015) συναντάμε την φοιτήτρια Ζωή, κολλητή του Μανόλη τη δεκαετία του ογδόντα ως καθηγήτρια στην ελληνική επαρχία. Στην “Καινούργια πόλη”, ο Μανόλης, επανέρχεται τη δεκαετία του ενενήντα. Τρεις δεκαετίες καθοριστικές.

Σε κάθε μυθιστόρημα περιλαμβάνω περίπου μια δεκαετία, ήρωες και ηρωίδες που καθορίζονται από την εποχή τους. Με ενδιαφέρει ο κοινωνικός μου περίγυρος, οι άνθρωποι της επαρχίας και της πόλης, οι κοινωνικές τάξεις που αναγνωρίζω αλλά και το περιθώριο.
Κάθε μυθιστόρημα ανάλογα με το θέμα του καθορίζει και την “ποιητική” του: τη γλώσσα, το ύφος, την αφηγηματική δομή. Με ενδιαφέρει πολύ αυτό. Σπανίως θα δείτε γραμμική αφήγηση στα γραπτά μου. Θα ήθελα να γράφω συνεχώς και αυτό κάνω, μόνον αυτό μπορώ. Δεκάδες ιστορίες πλέουν γύρω μου και μια γλυκιά μελαγχολία με διακατέχει στην σκέψη ότι δεν προλαβαίνω να τις αφηγηθώ.

Πώς νιώθετε όταν τα βιβλία σας γνωρίζουν επιτυχία και τα βλέπετε σε περίοπτες θέσεις των βιβλιοπωλείων;
Επιτυχία είναι να σε διαβάζουν με κάθε τρόπο οι αναγνώστες, να ενδιαφέρονται πότε θα βγει το καινούργιο σου βιβλίο αλλά και ένα παλιότερο. Επιτυχία είναι και ένας καλός εκδότης που επενδύει πάνω σου και σε περιμένει για κάθε καινούργιο βιβλίο ή επανεκδίδει ένα παλιότερο. Επιτυχία είναι και το Κρατικό Βραβείο που δόθηκε στη “Ζωή μεθόρια” (2016). Ύστερα από τριάντα χρόνια γραφής κι αυτό είναι ευπρόσδεκτο. Όσο για τα ράφια των βιβλιοπωλείων ελπίζω να υπάρχουν πάντα και να πληθαίνουν γιατί χωρίς βιβλιοπωλεία χάνεται η επαφή με το βιβλίο, τον αναγνώστη, τον άνθρωπο και την ανθρωπιά.

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Παρουσίαση της τριλογίας "το Παρτάλι"


Ο Δήμαρχος Αγίας Βαρβάρας Γιώργος Καπλάνης, η Λέσχη Ανάγνωσης Αγίας Βαρβάρας (Λέσχη Ανάγνωσης Αγίας Βαρβάρας) και οι Εκδόσεις Πατάκη (Εκδόσεις Πατάκη-Patakis Publishers) σας προσκαλούν

τη Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018 στις 19:30 στο Κέντρο Λόγου και Τέχνης (Παλαιών Πολεμιστών 44 & Καλαντζάκου, Αγία Βαρβάρα) στην παρουσίαση της τριλογίας του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (Θεόδωρος Γρηγοριάδης (Theodoros Grigoriadis))
«Το Παρτάλι», «Ζωή μεθόρια», «Καινούργια πόλη».


Τον συγγραφέα θα προλογίσει η Άννα Γούναρη, σύμβουλος πολιτισμού του Δήμου και μέλος της Λέσχης Ανάγνωσης Αγίας Βαρβάρας.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Υπήρχε άραγε queer πριν το queer;

Γράφει σε ανάρτηση ο επίκουρος καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας ΑΠΘ Τάσος Καπλάνης μια μέρα πριν την συζήτηση στην Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, την Παρασκευή στις 9μμ στο Φιλολογικό Καφενείο, Περίπτερο 13¨

"Υπήρχε άραγε queer πριν το queer; Πολύ μεγάλο θέμα, αλλά αν υπήρχε, τότε η επιτομή του είναι ο Dr. Frank'n'Furter (Tim Curry) από το Rocky Horror Picture Show του 1975, η sweet transvestite from trans-sexual Trans-sylvania:
https://www.youtube.com/watch?v=KQRjhZyXJFg
Αλλά πάλι μιλάμε για τα 1970s: την εποχή του Παζολίνι, του Ντέρεκ Τζάρμαν, της Λίντα Λάβλεϊς από το Βαθύ Λαρύγγι που είχε την κλειτορίδα στο λαιμό της (!). Αχ αυτά τα 70s (φυσικά όχι τυχαία το Παρτάλι διαδραματίζεται στα 1970s). Και τι ωραία και αποτελεσματικά που τα ρούφηξαν και τα απονεύρωσαν τα 1980s...
To ενδιαφέρον με το queer στα 1990s πια είναι ότι δεν ονειρεύεται πλέον μια επανάσταση (το έχουμε ξαναδεί το έργο και την κατάληξή του...), δεν αμφισβητεί το θέαμα και την κοινωνία του θεάματος, όπως έκαναν οι καταστασιακοί το Μάη του 68, αυτοσυστήνεται ως θέαμα αμφισβήτησης και, πολιτικά, στην Αμερική τουλάχιστον, γίνεται έτσι πολύ πιο αποτελεσματικό. Φυσικά όχι χωρίς αντιστάσεις. Οι στρατηγικές πολλές και συχνά καταστασιακές: σκάνδαλα, δημόσιο outing (που καταλήγει συχνά σε φυλλάδες και "μεσημεριανάδικα"), ανοιχτή προβολή και δημόσια συζήτηση, που όμως δεν ταρακουνάει τα θεμέλια της ετεροφυλόφιλης καπιταλιστικής κανονικότητας. Απλά διεκδικεί το δικαίωμα της ύπαρξής του, στο φως, όχι στο σκοτάδι.
Σε μας έρχεται, ώριμο και αγαπησιάρικο, το 2001 με το Παρτάλι του Γρηγοριάδη και το 2009 με τη Στρέλλα του Κούτρα στο σινεμά. Το σημαντικότερο στοιχείο και των 2 δεν είναι ότι οι κεντρικές πρωταγωνίστριες είναι τρανς (που δεν είναι ούτε λίγο ούτε άσχετο βέβαια): λέω ώριμο και αγαπησιάρικο γιατί έχει ξεπεράσει τον θυμό και την καταγγελτικότητα και προβάλλει την αποδοχή και την αγάπη μέσα από δύσκολες καταστάσεις (στην περίπτωση της Στρέλλας μάλιστα απίθανα δύσκολες!) ως μοναδική και αλίμονο συχνά μόνο πρόσκαιρη διέξοδο της ανθρώπινης κατάστασης από τις μιζέριες της.
Φυσικά, όλα είναι σόου. Διαρκές μάλιστα. Όπως γράφει και ο Μάικ στο ημερολόγιό του μιλώντας για τη Ζωή και τον Μανόλη, που πρωταγωνιστούν στα άλλα δύο βιβλία της τριλογίας: "Έπειτα, αυτός [ο Μανουήλ] αισθάνεται ότι τελείωσε η ιστορία. Χαχα, επειδή τον έπεισε η Ζωούλα; Ποια ιστορία, Μανουήλ μου; Τώρα αρχίζει το show! Don't dream it, be it!" (με όχι τυχαία αναφορά στο εμβληματικό τραγούδι του Rocky Horror):
https://www.youtube.com/watch?v=lEYjZL7WWKc
Και η ιστορία συνεχίζεται κάπως και στα άλλα δύο βιβλία της τριλογίας, που πέρα από την ακτινογραφία της ελληνικής επαρχίας στα 1980s και της αθηναϊκής πρωτεύουσας στα 1990s, προσφέρουν αγάπη και αποδοχή για την Ζωή και τον Μανόλη, με τα ελλείμματα και τις διαψεύσεις τους (κυρίως με αυτά). Δεν είμαστε υπεράνθρωποι, δεν είμαστε τέλειες/οι, δεν είμαστε καν (πετυχημένες/οι) επαναστάτριες/άτες, ακόμη κι αν προσπαθούμε, τι να κάνουμε; Όμως αυτές/οί είμαστε, αποδεχτείτε το κι αν μπορείτε αγαπήστε μας (κι αν δεν μπορείτε, χεστήκαμε, θα την βρούμε κάπως την άκρη!). Πράγμα που ισχύει για όλες και όλους μας! :)
TRHPS Sweet Transvestite
youtube.com

Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Το Παρτάλι στην Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης

Γράφει σε ανάρτησή του στο fb ο καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο ΑΠΘ Τάσος Καπλάνης με τον οποίο θα παρουσιάσουμε το Παρτάλι και την τριλογία:


"H ποιητική του Γρηγοριάδη τόσο στη μυθιστορηματική του τριλογία (Παρτάλι, Ζωή μεθόρια, Καινούργια πόλη) όσο και σε ολόκληρο, θα τολμήσω να πω, το μυθιστορηματικό του έργο συνοψίζεται σε δύο φράσεις από το Παρτάλι:
"Κι η πόλη έγινε σώμα του και το σώμα του έγινε πόλη, όπου φώλιασαν μυστικά, άνθρωποι και ιστορίες" και
"Πίσω στο χρόνο, που είναι ένας".
Και από αυτή την άποψη, η ποιητική του είναι έντονα μπαχτινική και σε ό,τι αφορά το χρονότοπο και σε ό,τι αφορά το καρναβαλικό, ενώ την ίδια στιγμή αναδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (που θα πει: χωρίς εξαλλοσύνες) το θέμα των ρευστών ταυτοτήτων, έμφυλων, σεξουαλικών, και άλλων.
Το Παρτάλι ειδικά -ένα κείμενο που εμφανίστηκε στις αρχές του 21ου αιώνα (2001)- ήρθε μάλλον νωρίς για το νεοελληνικό αναγνωστικό κοινό και δεν είχε ούτε τότε ούτε σήμερα ακόμη την ευρεία αναγνώριση που του αξίζει: γιατί παραμένει το καταστατικό κείμενο της σύγχρονης νεοελληνικής κίναιδης (queer) λογοτεχνίας - κίναιδης με όλες τις δυνατές σημασίες της λέξης, μα ιδίως με την παρετυμολογική: κινεί την αιδώ, βγάζοντας στο φως πολλά από αυτά που θέλουμε ως κοινωνία να κρύψουμε κάτω απ' το χαλί ή μέσα σε ντουλάπες, ανεπιτυχώς και ανοήτως βέβαια.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δημιούργησε έναν αυτόνομο λογοτεχνικό μικρόκοσμο και μια σειρά από ήρωες και ηρωίδες, που παλεύουν διαρκώς ανάμεσα στα πρέπει και τα θέλω τους (όπως και οι περισσότερες/οι από μας άλλωστε), ανάμεσα στο προσωπικό δράμα και την καθημερινή επιβίωση, ανάμεσα στο κοινωνικό περιθώριο και την κοινωνική καταξίωση, που είτε τους αντιπαθήσεις είτε τους αγαπήσεις, δεν μπορούν να σε αφήσουν αδιάφορη/ο.
Για αυτό και από το αινιγματικό Παρτάλι, περνάει κανείς ευχαρίστως στη βραβευμένη Ζωή μεθόρια (την ιστορία της δυναμικής αστής Ζωής) αλλά και στην Καινούργια πόλη (την ιστορία του πιο απογοητευτικού στο Παρτάλι, αλλά αλίμονο μάλλον πιο συνηθισμένου νεοέλληνα ήρωα, του Μανόλη). Και φυσικά, αναμένουμε ανυπόμονα τη συνέχεια της ιστορίας του επικού Μάικ που ελπίζω να αποτελέσει κάποτε το επόμενο βιβλίο της τετραλογίας. :)
Το καλό με τον Γρηγοριάδη, όπως και με άλλες/ους συγγράφισσες/είς που αγαπώ, είναι ότι μου δίνει πάντα την αίσθηση, όταν τελειώνω ένα βιβλίο του, ότι δεν είπε ακόμη όλα όσα έχει να πει. Και αυτό με κάνει να περιμένω με ανυπομονησία το επόμενο!


Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Στο Κάιρο στην 49η Έκθεση Βιβλίου

Στο Κάιρο, στην 49η Έκθεση Βιβλίου, για την μετάφραση του μυθιστορήματος "Αλούζα χίλιοι κι ένας εραστές" στα αραβικά.


#دعوة_عامة
ضمن فعاليات #ملتقى_الشباب في #معرض_القاهرة_الدولي_للكتاب
سيتم عقد مائدة مستديرة بعنوان:
الحضارة العربية في الرواية اليونانية
وذلك لمناقشة رواية: #العزى، ألف عاشق وعاشق
التي صدرت ترجمتها العربية عن #المركز_القومي_للترجمة

يشارك في المناقشة كلا من:
الكاتب اليوناني/ ثيوذوروس غريغورياذيس - مؤلف الرواية
د. خالد رؤوف - مترجم الرواية
د. خيري دومة - أستاذ الأدب والنقد
ستافرولا سبانوذي - مديرة مؤسسة الثقافة اليونانية
محمد رمضان حسين - كاتب ومترجم
يوم الأحد 28 يناير 2018
الساعة 11 صباحًا
بقاعة محمد أبو المجد
------------------------------------------------
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Παράλληλες Εκδηλώσεις 49ης Έκθεσης Βιβλίου Καϊρου
27/1 - 10/2 /2018
Κυριακή 28 Ιανουρίου 2018
ώρα: 11-1 μμ
Θέμα «Ο αραβικός πολιτισμός στο ελληνικό μυθιστόρημα
- Αλούζα, χίλοι και ένας εραστές»
Συμμετέχοντες :
- Θεόδωρος Γρηγοριάδης, συγγραφέας
– Χάλεντ Ραούφ, Μεταφραστής
- Dr. Khairy Doma, κριτικός και διευθ. Εκδόσεωv Εθνικού Κέντρου Μετάφρασης
- Σ. Σπανούδη, Διευθ .Ε.Ι.Π –Παράρτημα Αλεξανδρείας
- Μ. Ramadan Hussein, Μεταφραστής& κριτικό




Το ελληνικό μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.
Στα αραβικά το μετέφρασε ο καθηγητής Χάλεντ Ραούφ, ελληνιστής και μεταφραστής της ελληνικής λογοτεχνίας.




Στην δεύτερη εκδήλωση στο Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο Καίρου θα γίνει η παρουσίαση της τριλογίας του Παρτάλι. Με εισηγητή τον διευθυντή του κέντρου Χρίστο Παπαδόπουλο.



Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Η Μαρία Στασινοπούλου για την Καινούργια Πόλη.


«Ενας Θρακιώτης με σκανδιναβική υπεροψία»

 
Με δεκατέσσερα βιβλία στο ενεργητικό του, μυθιστορήματα κυρίως αλλά και δύο συλλογές διηγημάτων, μία νουβέλα και έναν σκηνικό μονόλογο, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης εγγράφεται αυτοδικαίως στις δυνάμεις της σύγχρονης λογοτεχνίας μας.
Η «Καινούργια πόλη» είναι η Αθήνα, εκεί στο τέλος του 20ού αιώνα, καθώς ετοιμάζεται να διοργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Μια Αθήνα «αστική, μεταβιομηχανική, εργολαβική» που αναγεννάται από την τέφρα της μετά τον σεισμό του 1999. Ενώ ο αφηγηματικός χρόνος καλύπτει την τελευταία δεκαετία του αιώνα, η αφήγηση με φλας μπακ μοιράζεται σποραδικά ανάμεσα στη Μεταπολίτευση, την άνοδο και τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ, τις πιστωτικές κάρτες, τα δάνεια και την ευημερία των αριθμών, «την υλική και χρηματική αναστάτωση την οποία όλοι εκλάμβαναν ως αναβάθμιση».
Κύρια πρόσωπα ο Μανόλης Κυρτσής, φιλόλογος κοντά στα σαράντα με μεταπτυχιακές σπουδές στην πλατωνική φιλοσοφία, και η μητέρα του Μαργαρίτα. Υστερα από ένα δυσάρεστο θανατηφόρο περιστατικό στο οποίο εμπλέκονται, ηθελημένα-αθέλητα, και οι δυο και το οποίο αφορά τον σύντροφο της Μαργαρίτας και πρώην γαμπρό της Παντελή Καβαρίτη, γνωστό με το παρωνύμιο Στραβοπόδης, μάνα και γιος αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την ακριτική Σαμοθράκη και να μετακινηθούν στην Αθήνα, ζητώντας καταφύγιο.
Ο Μανόλης εγκαθίσταται έναντι υποτυπώδους ενοικίου στο διαμέρισμα φίλου του, σε τετραώροφη πολυκατοικία στην Πλάκα, εκεί απέναντι από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, και η Μαργαρίτα μένει στο σπίτι μιας γριάς θείας, αδελφής του πατέρα της, της Πηνελόπης, πλούσιας και ανήμπορης, την οποία αναλαμβάνει να φροντίζει και στη συνέχεια κληρονομεί.
Περιδιαβαίνοντας την πόλη ο Μανόλης ψάχνει, παρακολουθεί, ζει, ανακαλύπτει τους σύγχρονους και τους αρχαίους αρμούς της και προσπαθεί να προσαρμοστεί στις νέες του συνθήκες. Η τοπιογραφία της Αθήνας συμπλέκεται με τη σύγχρονη ζωή, με την ιστορική και την αρχαιολογική μνήμη.
Ο Βορειοελλαδίτης φιλόλογος, από συγκυρία, γίνεται διαφημιστής, συγγραφέας τηλεοπτικών σειρών, σεναριογράφος, αποκτά προσωρινά φήμη και όνομα, για να πέσει ύστερα από λίγο στα αζήτητα. Σύνηθες φαινόμενα στη δεκαετία στην οποία αναφέρεται και όχι μόνον.
Πέρα από κάποιο ανομολόγητο μυστικό που συνδέει μάνα και γιο –αποκαλύπτεται στη συνέχεια– υφέρπει και μια άλλη υπόνοια, που βαθμιαία γίνεται βεβαιότητα, για τις σεξουαλικές προτιμήσεις και την ιδιαιτερότητα του Μανόλη. Κάτι μπλεξίματα όταν ήταν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη με αλήτες από το Βαρδάρι, ο Σουηδός Σβεν με τον οποίο είχε υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης για να ανανεώνεται η παραμονή του στην πόλη του Βορρά όπου δίδασκε ελληνικά, ο ενθουσιασμός του με έναν δρομέα στην περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στο τέλος του βιβλίου είναι τα δείγματα που πείθουν τη Μαργαρίτα ότι δεν θα γίνει γιαγιά ποτέ.
Ονειρα επαναλαμβανόμενα ταλαιπωρούν και καταδιώκουν τον Μανόλη, «Ονειρα σαν άδικες Ερινύες, που του έκοβαν την αναπνοή»∙ ενοχές, μόνιμος σύντροφός του, δηλητηριάζουν τη ζωή του.
Το βασικό πλεονέκτημα του βιβλίου είναι η σχέση μάνας-γιου και η ακριβής ψυχογράφηση και των δύο από τον συγγραφέα. Πρόκειται για ολοκληρωμένες μυθιστορηματικές μορφές, τόσο ως προς την περιγραφή και τις προσωπικές τους εκφάνσεις όσο και ως προς τις σχέσεις τους με τους άλλους και την πορεία της ζωής τους.
Ο Γρηγοριάδης με το καινούργιο του μυθιστόρημα προσπαθεί να διοχετεύσει τις πλατωνικές ιδέες περί ψυχής, αγαθού, σωφροσύνης αλήθειας, αυτάρκειας, λόγου, στον τρόπο ζωής του ήρωά του αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Δεν νομίζω ότι καταφέρνει πάντα να εντάξει τη θεωρία στην πράξη. Θα μπορούσε να θεωρηθεί δείγμα αστοχίας, κατά τη γνώμη μου, αν δεν υπήρχε η υπόνοια ειρωνικής ματιάς, ο ανώνυμος αθλητής που συντηρεί τις φαντασιώσεις του σαραντάχρονου και τον συναντά ο Μανόλης πότε στην Ακαδημία Πλάτωνος και πότε στον Εθνικό Κήπο∙ το όνομά του μαθαίνουμε στο τέλος ότι είναι Φαίδρος.
Το μυθιστόρημα διαρθρώνεται σε πέντε άνισα σε έκταση μέρη που συνδέονται με τους τόπους κατοικίας του Μανόλη ή με τη συμπεριφορά της Μαργαρίτας. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη εκτός από το τρίτο μέρος όπου γίνεται πρωτοπρόσωπη. Αρκετά ενδιαφέρον το δεύτερο μέρος του βιβλίου με τίτλο «Τα γράμματα της Μαργαρίτας», όπου η μάνα καταγράφει κατά καιρούς όσα ζει, βλέπει, υποθέτει, καταλαβαίνει, αλλά δυσκολεύεται να πει ευθέως στον γιο της.
Οπως διατείνονται οι γνωστικοί ψυχολόγοι και οι θεωρητικοί του πολιτισμού, «η αφήγηση είναι το βασικό μέσο με το οποίο κατανοούμε τον κόσμο, δίνουμε νόημα στις εμπειρίες μας και οργανώνουμε τη ζωή μας». Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι το βιβλίο του Γρηγοριάδη διαθέτει αρκετά χαρακτηριστικά αυτοβιογραφικού χρονικού.
Πέρα από την ηλικία και τις σπουδές του βασικού ήρωα που συμπίπτουν περίπου με εκείνες του συγγραφέα, η αναφορά συγκεκριμένων προσώπων (Γιάννης Κοντός ποιητής, Γιάννης Πετρίδης μουσικός παραγωγός, εκδόσεις Χατζηνικολή, Γιώργος Ιωάννου και άλλοι πολλοί), η παραπομπή σε ταινίες, βιβλία της εποχής, μουσικές επιτυχίες και στέκια της Αθήνας, αλλά και το γενικό πολιτικό κλίμα που περιγράφεται, με ασκημένη ματιά, οδηγούν σε αυτή την ταξινόμηση.
Θα εντοπίζαμε ακόμη μια απόπειρα αναζήτησης ταυτότητας από τον συγγραφέα, ανάμεσα σε διάφορα πρόσωπα της δράσης, είτε με αυτο-αναφορικές καταγραφές είτε με παραπομπή σε προηγούμενα έργα του.

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

blog και παρουσιάσεις

Άλλη μία παρουσίαση του βιβλίου εντοπίστηκε στο διαδίκτυο. 
Καινούργια πόλη... καινούργια γειτονιά... καινούργιο ξεκίνημα... καινούργια ζωή!
Γράφει ο Γιάννης Ζαραμπούκας.

Ο Μανόλης κι η μητέρα του, η Μαργαρίτα αφήνουν πίσω τους τον Βορρά και συγκεκριμένα την ακριτική περιοχή του Έβρου και κατεβαίνουν στην Αθήνα, με σκοπό να χτίσουν τη ζωή τους από την αρχή. Καταχωνιάζουν προσεκτικά το παρελθόν τους σε ΄κείνα τα δυσπρόσιτα και σκονισμένα συρτάρια του μυαλού, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να το λησμονήσουν. Μα εκείνο ύπουλα καταφέρνει να ξεγλιστρήσει, να τινάξει από πάνω του τη σκόνη της λήθης και να βγει πάλι στο φως!

Ο Μανόλης έχοντας σπουδές στη φιλοσοφική μετακομίζει για κάποια χρόνια στη Σουηδία, όπου διδάσκει αρχαία ελληνικά σε Σουηδούς φιλέλληνες. Η μητέρα του, η Μαργαρίτα, χωρισμένη από τον πατέρα του βρίσκει απάγκιο στην αγκαλιά του γαμπρού της. Κάμποσα χρόνια αργότερα όμως, συναντιούνται ξανά και καταφεύγουν στη λύση της φυγής, αφού κάποια γεγονότα τους οδηγούν σε αδιέξοδο. Παρά την διαφορετικότητα τους λοιπόν, τα μυστικά που μοιράζονται -μυστικά που δεν αποτελούν τον κεντρικό άξονα του μυθιστορήματος, αφού ο συγγραφέας οδηγεί τόσο τους ήρωες του, όσο και τη σκέψη του αναγνώστη σε άλλα μονοπάτια- τους ενώνουν άρρηκτα. . . 

Μανόλης και Μαργαρίτα, δύο άνθρωποι με κοινές καταβολές που προσπαθούν ο καθένας μόνος του, στο νέο τους κοινό ξεκίνημα να βρουν επιτέλους την ταυτότητα τους σε έναν αστικό κόσμο, σε μία καινούργια γι' αυτούς πόλη, που συνεχώς μεταβάλλεται και φαινομενικά προοδεύει σε όλα σχεδόν τα επίπεδα, ψηλαφώντας τα εσωτερικά τοιχώματα της ψυχής τους!

Μανόλης και Μαργαρίτα, οι δύο κεντρικοί ήρωες του βιβλίου, που συγκεντρώνουν αμέριστο αναγνωστικό ενδιαφέρον μιας και είναι δύο, εκ διαμέτρου αντίθετοι ιδιοσυγκρασιακά, κόσμοι. 

πλατωνιστής Μανόλης, με την ευχέρεια του λόγου και το ταλέντο της γραφής, που αναλώνεται στην κατασκευή διαφημιστικών κειμένων, αλλά και εύπεπτων τηλεοπτικών σεναρίων, που γνωρίζουν παράδοξη επιτυχία, ψάχνοντας ταυτόχρονα να βρει την ταυτότητα του, αλλά και να προσαρμοστεί στα δεδομένα μιας νέας πόλης, αυτή της Αθήνας. 

Η ανοιχτόμυαλη -ειδικά για τα δεδομένα της επαρχίας- Μαργαρίτα, η οποία δεν διστάζει να πάει κόντρα στους καθωσπρεπισμούς και τις απαρχαιωμένες αντιλήψεις της επαρχίας, αναζητώντας την ευτυχία, την αγάπη και τον έρωτα. Μία γυναίκα φιλάρεσκη που θέλει να ζει τη ζωή της έντονα, απόλυτα, με πάθος! Μία γυναίκα που φαντάζει εκ πρώτης όψεως κάπως ρηχή και επιπόλαια, μα εν τέλει αποκαλύπτεται μια ηρωίδα με πλούτο συναισθημάτων και σοφίας, εκείνης που συσσωρεύει κάποιος ζώντας τη ζωή του απαλλαγμένος από τα “πρέπει” και τα “μη”. Μια γυναίκα που βρίσκεται στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας και προσπαθεί να δώσει με κάποιον τρόπο νόημα στη νέα της ζωή! 

Με φόντο λοιπόν το αστικό τοπίο της Αθήνας την τελευταία δεκαετία πριν από την εναλλαγή του αιώνα, ο συγγραφέας στήνει τον δικό του μικρόκοσμο και κινεί τις ζωές των ηρώων ταυτόχρονα με τις κοινωνικό-πολιτικές αλλαγές, τις οποίες περνά διακριτικά κι αθόρυβα, δίχως να καταλαμβάνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Κι αυτόν τον μικρόκοσμο τον στήνει σε μια εποχή κίβδηλη, όπου η ιδιωτική τηλεόραση κάνει ηχηρά την εμφάνιση της, τα περιοδικά, τα φλας των φωτογράφων, η ξέφρενη ανάπτυξη της νυχτερινής ζωής, τα σουξέ των μπουζουκιών και η φιλοσοφία του lifestyle δημιουργούν μία πρόσκαιρη λάμψη, που με το καιρό θα σβήσει. Μία εποχή απάθειας, όπου ο κόσμος βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια κοινωνία απατηλής ευμάρειας, και γεγονότα όπως ο θάνατος σημαντικών προσώπων της τέχνης και συγκεκριμένα ο θάνατος του Ελύτη και του Χατζιδάκι, αλλά κι η πτώση του χρηματιστηρίου περνούν δίχως να τους ακουμπήσουν ουσιαστικά...

Δίχως να γίνεται επικριτικός και καυστικός, δίχως να αναζητά “φταίχτες”, μα και δίχως να θέλει να δικαιολογήσει τα τεκταινόμενα της εποχής εκείνης, ο συγγραφέας δημιουργεί ένα μυθιστόρημα, που τραμπαλίζεται όχι μόνο χρονικά ανάμεσα στην τελευταία δεκαετία του 20ου και την αρχή του 21ου αιώνα, αλλά και στην εναλλαγή του πρωταγωνιστικού ρόλου που οι δύο κεντρικοί ήρωες μοιράζονται επάξια με την ίδια την πόλη της Αθήνας, αφού ο αναγνώστης έχει σε πολλά σημεία την αίσθηση πως το συγκεκριμένο λογοτεχνικό ανάγνωσμα εστιάζει στην πόλη και την αντιμετωπίζει ως έναν ζωντανό οργανισμό που συνεχίζει να αναπνέει και να πορεύεται στο αέναο ταξίδι του χρόνου.

Η «Καινούργια Πόλη» ολοκληρώνοντας είναι ένα μυθιστόρημα για 'κείνα τα ανθρώπινα πνεύματα τα ανέστια, που προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν την προσωπικότητα τους, μέσω των οποίων θα καταφέρουν να υφάνουν την ταυτότητα τους και να ριζώσουν σ' ένα μέρος, αν αυτό σταθεί εφικτό! Είναι ένα μυθιστόρημα που με τον τρόπο του γράφει τον δικό του επίλογο για μια εποχή περασμένη, που στοιβάχτηκε κι αυτή σε μια γωνιά σαν όλες τις άλλες που πέρασαν, μια εποχή όμως που εφάμιλλη της δύσκολα θα καταφέρουμε να ξανά αντικρίσουμε. Είναι ένα μυθιστόρημα που θα γεννήσει σίγουρα στον αναγνώστη γλυκόπικρα συναισθήματα και θα πυροδοτήσει το αίσθημα της νοσταλγίας. 
Σας το προτείνω δίχως καμία επιφύλαξη! 

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκης. Πρώτο έτος κυκλοφορίας 2017.
Περισσότερα για το βιβλίο εδώ.

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Άρθρο του Δ.Αθηνάκη




Οι πόλεις, ηρωίδες των βιβλίων

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣΤι είναι η πατρίδα μου; Μην είν’ οι κάμποι; Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά; Οι στίχοι του Ιωάννη Πολέμη συνοδεύουν αυτομάτως κάθε σχετική αναρώτηση περί Ελλάδας και πατρίδας, σαν να έχουν καταγραφεί στο συλλογικό φαντασιακό του Ελληνα. Ομως το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και ο 21ος μέχρι στιγμής, τουλάχιστον στην πεζογραφία που μας αφορά εν προκειμένω, έχει ξεχωριστά παραδείγματα μετατόπισης του θεματικού ενδιαφέροντος στην πόλη, στο άστυ. Δημήτρης Χατζής, Κώστας Ταχτσής, Μένης Κουμανταρέας, Μάρω Δούκα είναι μόνον ελάχιστοι από τους συγγραφείς που έχουν καταγράψει το αστικό τοπίο ως κύριο πρωταγωνιστή των έργων τους, ως ένα σιωπηλό ήρωα, που μιλάει μέσα από τις μεταβολές που επιφέρει στον βίο και την πολιτεία των ανθρώπινων ηρώων.

Στην ίδια παράδοση εντάσσονται τέσσερα πεζά κείμενα που εκδόθηκαν εντός του 2017: η «Καινούργια πόλη» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (εκδ. Πατάκη), οι «Τέσσερις μαρτυρίες για την εκταφή του ποταμού Ερρινυού» της Αντζελας Δημητρακάκη (εκδ. Εστία), το «Μπερλίν» της Αντζης Σαλταμπάση (εκδ. Πόλις) και το «Οστινάτο» της Μαριάνας Ευαγγέλου (εκδ. Πατάκη). Στην αρχική ερώτηση «τι είναι η πατρίδα μου;», οι τέσσερις συγγραφείς απαντούν, εκόντες άκοντες: οι προσδοκίες και οι μνήμες μας, οι φλογερές επιθυμίες μας, που με τα χρόνια μπορεί να ξεθυμαίνουν, όπως αργοσβήνει η νοσταλγία από τη μανία της πραγματικότητας. «Μεγάλες προσδοκίες, μικρές πραγματικότητες», έλεγε ο Μαρκ Τουέιν...
Λαμπερή δεκαετία
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης βγάζει στο προσκήνιο το αστικό τοπίο: το είχε κάνει με τη μεταπολιτευτική Θεσσαλονίκη στο «Παρτάλι», αλλά και στους «Χάρτες», όπου μιλούσε, μεταξύ άλλων, για δυστοπίες και ουτοπίες. Στην «Καινούργια πόλη», ο συγγραφέας χειρουργεί την Αθήνα του ’90, όπως τη βιώνει ο επαρχιώτης Μανόλης με τη μητέρα του Μαργαρίτα. Είναι μια πόλη που εκρήγνυται από τη δίψα των κατοίκων της να γίνουν «Ευρώπη», να ρουφήξουν τις δυνατότητες που δίνουν το χρήμα, η λάμψη, η επιφάνεια. Η Αθήνα, και μαζί της οι δύο ήρωες, χτίζεται με την αισθητική της χλιδής και γκρεμίζεται με το κατά τόνους εισαγόμενο lifestyle, που τελικώς δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες όσων επένδυσαν σε αυτήν. Στην «Καινούργια πόλη» του Γρηγοριάδη η πόλη πνίγει όσους δεν θέλουν να ακολουθήσουν τη μεγάλη της «φυγή προς τα εμπρός», όσους αδυνατούν να συγχρονιστούν με τον κατακλυσμιαίο ρυθμό του «εκσυγχρονισμού» της. Η Αθήνα γίνεται βωμός στον οποίον λατρεύεται το αστικό παρελθόν και θυσιάζεται το αστικό μέλλον. Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης αναδεικνύει την πόλη ως αρένα, για όσους θέλουν ν’ αρπάξουν τον ταύρο απ’ τα κέρατα, και ως καταφύγιο, για όσους πληγώθηκαν από τον ίδιο ταύρο.
Τα αθηναϊκά ’80s
Μία δεκαετία πίσω, στα ’80s, τοποθετεί η Αντζελα Δημητρακάκη της Αθηναίες ηρωίδες της στις «Τέσσερις μαρτυρίες για την εκταφή του ποταμού Ερρινυού». Η Ιωάννα, η Σοφία, η Κατερίνα και η Ραχήλ είναι έφηβες που καραδοκούν το μέλλον να καταφτάσει, ενώ, στο μεταξύ, ονειρεύονται πάνω σε ταράτσες μιας πρωτεύουσας κατάφορτης υποσχέσεις σοσιαλιστικού παραδείσου, στα σκοτεινά στενά της, στα οποία άλλοι καταφεύγουν και τα οποία άλλοι αποφεύγουν, στο σχολείο ακόμα ακόμα, με το μάθημα της Ιστορίας. Και στη νουβέλα της Δημητρακάκη εμφανίζεται το τρίπτυχο παρελθόν - παρόν - μέλλον της πόλης. Πιστή στη συνύπαρξη των αφηγηματικών ειδών, η συγγραφέας χωρίζει τις «Τέσσερις μαρτυρίες» σε αντίστοιχα είδη: Γράμμα #1, Προφορική μαρτυρία #1, Προφορική μαρτυρία #2, Γράμμα #2. Ο Ερρινυός μεταφέρει στα νερά του τα όνειρα για μιαν Αθήνα με τον δικό της Σηκουάνα, όπου στις όχθες του θα δημιουργηθούν αστικές οάσεις. Οι τέσσερις ηρωίδες παλεύουν με τους μύθους, με τις πραγματικότητες, συγκρούονται και πολεμούν. Πώς αλλιώς, αφού οι «τέσσερις» ακούν τον Ian Curtis των Joy Division.
Βερολίνο με μιαν ανάσα
Αλλαγή χώρας. Το «Μπερλίν», πρώτο βιβλίο για την Αντζη Σαλταμπάση, είναι μία «υποκειμενική αλλά όχι προσωπική» καταγραφή μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας που παλεύει με την ενοχή για την πρόκληση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και με τον φόβο για την ήττα. Το Βερολίνο της Σαλταμπάση είναι ο ομφαλός του κόσμου, η πόλη όπου συνυπάρχουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον – όχι, ασφαλώς, διά της «αρχαιολογικού» ενδιαφέροντος κληρονομιάς. Η Ιστορία που γράφτηκε, γράφεται και θα γραφτεί συμβαίνει ταυτόχρονα σε όλες της τις εκφάνσεις. «Eine gute Geschichte zu schreiben», λένε οι Γερμανοί («ας γράψουμε ωραία Ιστορία», σε ελεύθερη μετάφραση) και η Αντζη Σαλταμπάση το κατάφερε.
Η «λούπα» της Ξάνθης
Η Μαριάνα Ευαγγέλου, με το «Οστινάτο» (η μουσική επάνοδος, η «λούπα» δηλαδή, ενός μοτίβου σε μία σύνθεση), κλείνει εντός παρενθέσεως τα χρόνια από το 1940-1974 και βάζει τους ήρωές της να μεταβαίνουν στην προπολεμική και αμέσως στη μεταδικτατορική ελληνική επαρχία. Η Ξάνθη λειτουργεί ως η τρίτη ηρωίδα, μετά τον συνταξιούχο δάσκαλο μουσικής Μάριο και τη σαραντάρα Ανα. Η συγγραφέας, με μιαν ανάσα θα έλεγε κανείς, μετατρέπει το πρώτο της βιβλίο σε καζάνι όπου βράζουν οι δύο εποχές του ίδιου τόπου – η Ξάνθη της Ευαγγέλου «μιλάει» για τα σώψυχά της: την πολυπολιτισμικότητά της, την επάνοδο –ίσως σε μορφή «λούπας»– της προσωπικής μνήμης στο παρόν μιας πόλης σαν «ένα ποτάμι που μετά από αμέτρητους μαιανδρισμούς ξαναγυρνά στην πηγή του».
Έντυπη

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

Ισιγκούρο και αναφορές

Απόσπασμα από την πρόσφατη ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΟΛΗ , σελ. 126. Ο Μανόλης:
"...Εκείνο το απόγευμα είχε δει στο βίντεο τα "Απομεινάρια μιας μέρας", με τον μπάτλερ που υπηρέτησε μια ζωή έναν φασίστα αφεντικό έχοντας την πεποίθηση ότι έκανε το καλύτερο. Τη βρήκε αρκετά βρετανική ως ταινία αλλά μέσα της ξανάβλεπε αυτό που φοβόταν κι ο ίδιος: ότι όλοι μαχόμαστε για κάτι το οποίο ποτέ δεν μπορεί να κριθεί τελικά από εμάς τους ίδιους. Ψάχνοντας εντυπωσιάστηκε που η ταινία στηριζόταν πάνω σε ένα μυθιστόρημα ενός Γιαπωνέζου που μεγάλωσε στη Βρετανία. Θα ήθελε να διαβάσει τον συγγραφέα με το περίεργο όνομα Ισιγκούρο."

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Κριτική για την Καινούργια πόλη




Ένας flâneur στην Αθήνα της δεκαετίας του 1990


Γράφει η Αλεξάνδρα Γερακίνη // *

Σε μια εποχή που η λέξη κρίση κυκλώνει τις ζωές μας και η λογοτεχνική πένα των συγγραφέων προσπαθεί να καταγράψει το αποτύπωμα της, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στρέφει το ενδιαφέρον του στη δεκαετία του 90, στη δεκαετία της διαφήμισης και της ιδιωτικής τηλεόρασης, του εύκολου πλουτισμού και των χρυσών ευκαιριών, των ψευδαισθήσεων και της επίπλαστης ευτυχίας. Ίσως γιατί στην καθοριστική αυτή δεκαετία στο τέλος του 20ου αιώνα, που κυοφόρησε τις συνθήκες για κάτι καινούριο και ισοπεδώθηκε τελικά άδοξα, μπορεί κανείς να αναζητήσει τις ρίζες της κατάστασης που βιώνουμε σήμερα.
Ο Μανόλης και η μάνα του, η Μαργαρίτα εγκαταλείπουν τη βόρεια Ελλάδα και βρίσκουν καταφύγιο στην Αθήνα, αναζητώντας όχι μόνο μια καινούρια πόλη που θα στεγάσει όνειρα και ελπίδες αλλά και μια καινούρια ζωή. Εκείνος, φιλόλογος ή καλύτερα «πλατωνιστής» αφήνει πίσω του τα χρόνια παραμονής του στη Σουηδία και έναν ανεκπλήρωτο έρωτα και εκείνη φιλάρεσκη που τρέφεται από τη γοητεία της και δεν συμβιβάζεται με το πέρασμα του χρόνου, αφήνει πίσω της την κοινωνική κατακραυγή. Υφαίνοντας ένα πλέγμα προστασίας ο ένας για τον άλλο και  έχοντας καλά κρυμμένο στις αποσκευές τους ένα ένοχο μυστικό που υποσκάπτει τα θεμέλια του νέου τους οικοδομήματος και που δεν θα αποκαλυφθεί παρά στο τέλος του μυθιστορήματος, προσπαθούν ν’ απαλλαγούν από τις προσωπικές τους ερινύες και να κλείσουν τα ανοιχτά μέτωπα της ζωής τους. Αρκεί όμως μια πόλη που προσδιορίζει τα βήματα των νεοφερμένων κατοίκων της με το γοητευτικό παρόν και το ένδοξο παρελθόν της για να επανακαθορίσουν την ταυτότητα τους και να κλείσουν τις ρωγμές του παρελθόντος;
Η Αθήνα της δεκαετίας του 1990 είναι ο βασικός πρωταγωνιστής στην Καινούργια Πόλη και γύρω της εξυφαίνεται το νήμα της μυθιστορηματικής πλοκής. Ο συγγραφέας διεισδύει στα άδυτα της ανθρωπογεωγραφίας της και τη σκιαγραφεί σε βάθος μέσα από τις αλλεπάλληλες περιηγήσεις του Μανόλη. Αχόρταγος flâneur o Μανόλης, τη μορφή του οποίου έπλασε ο Baudelaire τον 19ο αιώνα, ρουφάει κυριολεκτικά το αττικό τοπίο με το ανήσυχο βλέμμα του και  την κοφτερή ματιά του. Έρχεται αντιμέτωπος με νέες αστικές συνθήκες σε μια πόλη που πάσχιζε να βρει ένα καινούριο ή πιο εναλλακτικό πρόσωπο και που το είχε θεωρήσει τόσο αυτονόητα βιωμένο στη σουηδική του παραμονή(σελ. 27). Βαδίζει σε μια πόλη που ασφυκτιά από την κίνηση και το νέφος, οσμίζεται την ένταση της πόλης και την ανεξέλεγκτη μέθη(σελ. 65), μάταια αναζητά τα χνάρια της Ακαδημίας του Πλάτωνα. Ο αναγνώστης ακολουθεί τον Μανόλη και ψηλαφίζει τα χνάρια της ιστορικής διάστασης· το συλλογικό υπερβαίνει το ατομικό και οι μικροιστορίες με τις λεπτομέρειες τους ξετυλίγουν το κουβάρι της μακροιστορίας.
Κατά τη διάρκεια της εξωτερικής του περιπλάνησης και εσωτερικής του περιδίνησης ο Μανόλης συναντά μια Αθήνα με σκαμμένους δρόμους, δημόσια έργα που καθυστερούσαν λόγω χρηματοδότησης και άλλα υπερχρεωμένα ετοιμοπαράδοτα (σελ. 48), μια Αθήνα που καλλωπίζεται πρόχειρα και υποκριτικά για να υποδεχτεί τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004, μια ασφυκτική πρωτεύουσα που δεν είχε αφήσει λίγο χώρο, λίγο δρόμο ακόμη για το σημαντικό της παρελθόν (σελ. 85). Νεολεφτάδες, άνθρωποι που «γουστάριζαν», κοινό που ρουφάει εύπεπτα, έξυπνα και άμεσα μηνύματα και λόγια (σελ. 94), αστοί και μικροαστοί που πληροφορούνται αδιάφορα τον θάνατο του Ελύτη και του Χατζιδάκη, μια πόλη με μεταμφιεσμένη κουλτούρα που δανειζόταν στοιχεία από το αγοραίο και το λαϊκό, από αυτό που δεν κατείχε αλλά και δεν την αφορούσε(σελ. 112). Η Αθήνα αλλάζει τη δεκαετία του 1990 αλλά ο Μανόλης μετά από πέντε χρόνια παραμονής σ’ αυτήν δεν μπορούσε να δει αυτήν την αλλαγή, είχε εντοπίσει μόνο μια υλική και χρηματική αναστάτωση την οποία όλοι εκλάμβαναν ως αναβάθμιση (σελ. 240).



Χωρίς ίχνος διδακτισμού και στείρας κριτικής, ο συγγραφέας κατορθώνει να αναδείξει τις όψεις μιας πόλης μέσα από τις διαδρομές ανθρώπων αλλοφερμένων, ανθρώπων που δεν συμβαδίζουν με την εποχή στην οποία ζουν, πραγματικά απομεινάρια μιας άλλης εποχής, θιασώτες τελικά των επιλογών και των λαθών τους και αποδεχόμενοι οικειοθελώς το τίμημα που αναπόδραστα καλούνται να πληρώσουν. Οι ήρωες του Θ. Γρηγοριάδη, ζωντανοί, πραγματικοί, χτισμένοι με γερά υλικά, θα παραμείνουν παρείσακτοι και αποσυνάγωγοι σε μια πόλη που απλώνεται άναρχα, γιγαντώνεται αλαζονικά και αναπτύσσεται ακαλαίσθητα με ανθρώπους που απορροφούν με ευχέρεια το χρήμα και τις ευκαιρίες αλλά τους λείπει η βαθιά ικανοποίηση, η χαρά της δημιουργίας και η απόλαυση(σελ.98). Η λαμπερή ατμόσφαιρα της πόλης θα πλανέψει προσωρινά τους ανυποψίαστους Μανόλη και Μαργαρίτα και θα τους παρασύρει στη δίνη της και αυτοί θα στροβιλιστούν μέχρι τελικά να κατακρημνιστούν, συνειδητοποιώντας το ανεκπλήρωτο, το ανώφελο και το αβέβαιο μιας ολόκληρης γενιάς  (σελ. 124) αλλά και την πικρή αίσθηση της ήττας. Πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη γραφή συνδυάζονται για να παρακολουθήσουμε το οδοιπορικό στην Αθήνα ενώ η εύστοχη επιλογή της επιστολικής γραφής της Μαργαρίτας φωτίζει τα γεγονότα και ξετρυπώνει μύχιες σκέψεις και ανομολόγητες πράξεις.
Στο τέλος, η Μαργαρίτα γίνεται μια κουκίδα στο ασημένιο σύννεφο που πνίγει τον αττικό ουρανό και ο Μανόλης μεταφέρει τη ζωή του στο ερείπιο της Αλκιβιάδου με τις σκάλες να τρίζουν και τη φθορά να χάσκει επικίνδυνα σε μια εποχή που όλοι έτρεχαν να επενδύσουν και  γυάλιζαν οι μετοχές στους δρόμους και στα σπίτια(σελ. 247).
Η καινούργια πόλη του Θ. Γρηγοριάδη, καθώς η αττική γη συνταράσσεται συθέμελα το φθινόπωρο του 1999, θα αποδειχτεί καινούργια για κάποιους αλλά παλιά για κάποιους άλλους όπως τον Μανόλη που αναπτύσσει ταχύτητα, αφού ο ομφάλιος λώρος έχει πια κοπεί οριστικά, και νιώθει ότι πετάει πάνω απ’ όλους, πάνω από το κακό, εισπνέοντας τον πνιγμό της ατμόσφαιρας και αφήνοντας πίσω του μια άλλη, καινούργια πόλη που δεν τον αφορά όμως (σελ. 300).


* Η Αλεξάνδρα Γερακίνη γεννήθηκε και ζει στην Καβάλα. Είναι φιλόλογος, απόφοιτος της Φιλοσοφικής σχολής Ιωαννίνων με μεταπτυχιακές σπουδές στο Α.Π.Θ. σε θέματα ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και πολιτισμού. Εργάζεται στο 6ο Γυμνάσιο Καβάλας και είναι πιστοποιημένη εκπαιδεύτρια ενηλίκων. Συνεργάστηκε με το κέντρο ελληνικής γλώσσας στο πρόγραμμα συγγραφής και εφαρμογής διδακτικών σεναρίων στη Λογοτεχνία με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Συνδέσμου Φιλολόγων Καβάλας και εδώ και έξι χρόνια διατηρεί στο διαδίκτυο το φιλολογικό ιστολόγιο (alexgger.blogspot.gr) στο οποίο αναρτά υλικό και καινοτόμες ιδέες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται συστηματικά με την προώθηση της φιλαναγνωσίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέσα από ποικίλες δράσεις όπως την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων στο πλαίσιο του σχολικού ωραρίου, τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς φιλαναγνωσίας και την επικοινωνία με συγγραφείς.

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

Κριτική του Χρίστου Κυθρεώτη για την Καινούργια πόλη.


Ζώντας ενάντια στη δεκαετία του ενενήντα 


του Χρίστου Κυθρεώτη

Είναι κοινή διαπίστωση πως η κρίση έχει μετατρέψει το πρόσφατο παρελθόν της Μεταπολίτευσης σε ιστορία – σε έναν ιστορικό κύκλο που έκλεισε, καλώντας μας να τον μελετήσουμε και να τον επαναξιολογήσουμε από τη σημερινή οπτική, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ενδιαφέρον που έχει εκδηλωθεί τα τελευταία χρόνια για τη δεκαετία του ογδόντα. Ο σχετικός δημόσιος διάλογος, αν και απλουστευτικά επιχειρεί συχνά να συνδέσει παρελθούσες προβληματικές με τωρινά επίδικα, φανερώνει ωστόσο κάτι πολύ σημαντικότερο – την αγωνία της ελληνικής κοινωνίας να επανατοποθετηθεί αξιακά απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν της με δύο κατά βάση τρόπους: είτε αρνούμενη ότι τελείωσε, είτε απορρίπτοντάς το συλλήβδην και άκριτα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και γόνιμη, ιδίως από λογοτεχνικής άποψης, ίσως αποδειχθεί στο μέλλον η δεκαετία του ενενήντα. Στη διάρκειά της μια σειρά από χαρακτηριστικά έδωσαν στην ελληνική κοινωνία τη συγκεκριμένη μορφή με την οποία κλήθηκε αργότερα να αντιμετωπίσει την κρίση, ενώ η υπερβολή και η «λάμψη» της, καθώς και οι αντιφατικές πολιτικές της πραγματικότητες, συγκροτούν μία πλούσια δεξαμενή, από την οποία θα μπορεί να αντλεί για χρόνια η λογοτεχνία μας.
Με το τελευταίο του βιβλίο, την «Καινούργια πόλη», ο μυθιστοριογράφος Θεόδωρος Γρηγοριάδης επιχειρεί μια χαρτογράφηση αυτής της δεκαετίας, χρησιμοποιώντας ως «πλοηγούς» δύο ιδιαίτερους και χαρακτηριστικούς για την πεζογραφία του ήρωες. Έχοντας ζήσει για χρόνια στη Σουηδία, ο Μανόλης επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στην Αθήνα – μαζί του έρχεται και η μητέρα του, Μαργαρίτα, προς αναζήτηση καταφυγίου από το ασφυκτικό πλαίσιο που έχει διαμορφώσει για την ίδια ο θάνατος του άντρα της και οι συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη. Χωρίς να μένουν μαζί, μάνα και γιος ακολουθούν παράλληλες πορείες, τις οποίες ο Γρηγοριάδης επιλέγει να παρακολουθήσει από την οπτική γωνία πότε του ενός και πότε του άλλου. Μέσα στο κλίμα «ευκαιριών» και την οικονομική ευκολία της εποχής, και παρότι έρχεται στην Αθήνα χωρίς σαφές βιοποριστικό σχέδιο, ο Μανόλης δεν αργεί να βρει τον τρόπο να τα βγάλει πέρα, απασχολούμενος μάλιστα σε εμβληματικά επαγγέλματα της εποχής: πρώτα ως διαφημιστής και έπειτα ως σεναριογράφος. Οι δουλειές αυτές –που του φαίνονται «εύκολες» και εξωφρενικά επικερδείς– του επιτρέπουν να μετάσχει κατά κάποιον τρόπο των «θαυμάτων» εκείνης της περιόδου. Εύκολος πλουτισμός, παρέες από τον χώρο του θεάματος, στέκια επωνύμων, ανερχόμενοι πολιτικοί, όλα παρελαύνουν.
Ωστόσο, σε ένα μοτίβο που συναντάμε συχνά στην πεζογραφία του Γρηγοριάδη, ο Μανόλης παραμένει κατά βάση αποστασιοποιημένος από το γενικότερο κλίμα – και είναι η απόσταση αυτή που του δίνει τη δυνατότητα να το καταγράψει. Με σπουδές κλασικής φιλολογίας, αυτοαποκαλούμενος «πλατωνιστής», αδυνατεί στην πραγματικότητα να χωνέψει τη φρενήρη, επιδερμική ευφορία που επικρατεί γύρω του και αρνείται να αφομοιωθεί σε αυτήν. Έτσι, το τριτοπρόσωπο πρώτο μέρος του βιβλίου (που είναι και αυτό στο οποίο απεικονίζεται γλαφυρότερα η ατμόσφαιρα της περιόδου) δίνει τη θέση του σε ένα πρωτοπρόσωπο τρίτο μέρος, όπου περιγράφεται η υπαναχώρηση του ήρωα από τα «κεκτημένα» του και η περιχαράκωσή του μέσα σε έναν πιο ήπιο και ουσιαστικό, αν και ελαφρώς ανερμάτιστο, τρόπο ζωής. Με τη μετάβαση από το τρίτο στο πρώτο πρόσωπο, ο συγγραφέας υπογραμμίζει την απόσπασή του Μανόλη από το πλήθος και τη σταδιακή ψυχική του απομάκρυνση από μια πόλη που φαντάζει για εκείνον τόσο καινούρια, όσο και ξένη – απομάκρυνση που θα κορυφωθεί συμβολικά στο τέλος του βιβλίου, όταν ο Μανόλης θα αρχίσει να διασχίζει τρέχοντας τους δρόμους της Αθήνας, μετά τον σεισμό του 1999.
Αντίστοιχα ξένη προς την πόλη και τον παλμό της εποχής παραμένει και η Μαργαρίτα, παρά τις προσπάθειές της να προσαρμοστεί και να κατανοήσει όσα συμβαίνουν γύρω της. Η σχέση της με τον γιο της διαμορφώνει τον βασικό άξονα του μυθιστορήματος, ενώ μέσα από τα δικά της μέρη (τόσο τα τριτοπρόσωπα αφηγηματικά, όσο και τις ζωντανές και συγκινητικές επιστολές της) σκιαγραφείται ως μια πληθωρική και έντονη προσωπικότητα, γεγονός που φωτίζει και τον χαρακτήρα του Μανόλη – και ιδίως την τάση του να αποσύρεται από το προσκήνιο, όχι ακριβώς προς το περιθώριο, αλλά προς πιο έκκεντρες διαδρομές (τάση που χαρακτηρίζει βέβαια και άλλους ήρωες του συγγραφέα). Το «μυστικό» που τον συνδέει με τη μητέρα του αποτελεί περισσότερο ένα σύμβολο των μυστικών: κατά κάποιον τρόπο, όλη η ζωή του Μανόλη είναι «μυστική», υπό την έννοια ότι έρχεται σε διάσταση με το κυρίαρχο ρεύμα, ή πάντως το απορρίπτει, επιχειρώντας σε τελική ανάλυση να ενσαρκώσει το επικούρειο (παρότι πλατωνιστής ο ίδιος) ιδανικό τού «λάθε βιώσας». Κι αυτό, ενάντια σε μία εποχή που διατυμπάνιζε το αντίθετο.

Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

Βιβλιοφιλικά αποσπάσματα

....Ύστερα βγήκε να αγοράσει μερικά βιβλία, αναζήτησε μικρά βιβλιοπωλεία στα στενάκια στην Ακαδημίας, έστριψε στην Ζωοδόχου Πηγής. Ένα βιβλίο που είχε αγαπήσει και το “δίδασκε” στην Σουηδία, το “Ελληνικό καλοκαίρι”, το εντόπισε στον ίδιο τον εκδοτικό οίκο, ένα ισόγειο βιβλιοπωλείο.
Στο γραφείο μια κυρία με γκριζόλευκα μαλλιά τον κοιτούσε. Την καλημέρισε και της είπε ότι από εδώ παράγγελνε αρκετά βιβλία λίγα χρόνια, πόσο δύσκολα ήταν να γίνει μια τέτοια παραγγελία στο εξωτερικό!
“Εμείς να δεις όταν τα ζητάμε τα δικαιώματα πόσο δύσκολα είναι επίσης”.
Του συστήθηκε: η κυρία Χατζηνικολή. Αυτός την ρώτησε αν είχε να του συστήσει κάτι ενδιαφέρον. Τον ενδιέφεραν οι ταξιδιωτικές περιπλανήσεις όπως του Λακαριέρ. Εκείνη τον οδήγησε στο ράφι με τα βιβλία ενός Εγγλέζου, Μπρους Τσάτουιν, τον συνέστησε.
-->
  “Είναι ένας οξυδερκής και ακατάπαυστος ταξιδιώτης, αλλά μην ξεχνάς την Γιουρσενάρ: εδώ έχεις να κάνεις με μια παγκόσμια συγγραφέα, τους γνώρισα όλους αυτούς”.
.....

Καινούργια πόλη. Απόσπασμα

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Κριτική για την Καινούργια πόλη στην Καθημερινή

Λίνα Πανταλέων
Ένα μυθικό τοπίο
Η​​ καινούργια πόλη του μυθιστορήματος είναι μια πόλη παλιά, χαμένη μαζί με τα μεγαλεία της. Πρόκειται για την Αθήνα της δεκαετίας του ’90, ματαιόδοξη και αλλοπαρμένη, ζαλισμένη από τον παροξυσμό κέρδους και αλλαγής. Ο ήρωας φτάνει μαζί με τη μητέρα του σε αυτήν την αμέριμνη, φιλήδονη πόλη αναζητώντας καταφύγιο, ένα μέρος να περιθάλψει το παρελθόν και τις ανοιχτές ιστορίες του. Φιλόλογος, με γνώσεις φιλοσοφίας, κουβαλά στις αποσκευές του καλλιτεχνικές προσδοκίες, έναν τυραννικό νεκρό, σκιώδεις φοιτητικές βραδιές στο Βαρδάρι και έναν ημιτελή σουηδικό έρωτα. Η μετακίνησή του από τον Βορρά της Ευρώπης στις νότιες εσχατιές της δεν τον γλιτώνει από όσα λαχταρά να εγκαταλείψει. Μπορεί για λίγο να παρασύρεται από την έξαλλη υπερκινησία της πόλης, αλλά τα βήματά του ακινητούν σε άλλα μέρη, του νου και της μνήμης.
Στο μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη γοητεύει η εξεικόνιση της αθηναϊκής υστερίας. Ο συγγραφέας μεταφέρει πολύ ζωηρά την ηδονοθηρία εκείνης της εποχής, την «αφύσικη αισιοδοξία» της, την «ανεξέλεγκτη μέθη» της, τον πάνδημο σχεδόν ενθουσιασμό για τη θεόσταλτη, θαρρείς, ευημερία, την ανάδυση μιας πολύφερνης «αγοράς», τη «χρηματική αναστάτωση την οποία όλοι εκλάμβαναν ως αναβάθμιση», την αδημονία της πόλης να προβάλει «ένα καινούργιο ή πιο εναλλακτικό πρόσωπο».
Ο ήρωας του βιβλίου, ο Μανόλης, τριγυρίζει με το βλέμμα τού αλλοφερμένου σε αυτή την υπό ανακαίνιση πρωτεύουσα, λαχταρώντας άλλα τοπία, απαλές γραμμές στον ορίζοντα και ήσυχα ρυάκια να αρδεύουν φιλοσοφικές φιλονικίες. Ομως, τα τοπία εκείνα των διαβασμάτων σκεπάζονταν από τον κονιορτό των εργολαβιών, τα λόγχιζαν «θεριεμένες σιδεριές και τσιμεντένιες επιστρώσεις», πνίγονταν στην αποφορά της πόλης, «μια περίεργη μυρωδιά», «αστική, μεταβιομηχανική, εργολαβική». Καθώς περιπλανιόταν στους δρόμους, ο Μανόλης πάλευε να ανακαλέσει τη γεωγραφία των πλατωνικών διαλόγων, αλλά κυρίως πάλευε να φύγει όσο το δυνατόν μακρύτερα από έναν νεκρό που καταδίωκε εκείνον και τη μητέρα του. «Παντού ερείπια, μνήμες παλιές και νεότερες, θαμμένες στο χώμα και στο μυαλό».
Η σχέση γιου και μητέρας είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου. Οι υπόκωφες εντάσεις μεταξύ τους, η αλληλεξάρτησή τους, η αφοσίωση του ενός στην άλλη, υποθάλπουν ένα αίσθημα συνενοχής. Μοιράζονταν «έναν τραγικό άνθρωπο», έναν νεκρό. Η μητέρα, προφυλαγμένη από την απεγνωσμένη της φιλαρέσκεια, κατάφερνε να του ξεφεύγει, αλλά ο γιος της δεν γλίτωνε από τη μορφή του που τον επισκεπτόταν τις νύχτες σαν Ερινύα.
Συχνά ερχόταν και ξάπλωνε δίπλα του ο πνιγμένος που παρέμενε αβύθιστος στη μνήμη. Αλλά και όταν ακόμη ο νεκρός επισκέπτης απουσίαζε από το κρεβάτι, «εκεί δίπλα του, έχασκε ένα κενό τόσο απότομο, που πολλές φορές γραπωνόταν από την πλευρά του κρεβατιού στη δική του μεριά για να μην κατρακυλήσει στο βάθος του». Αν τις νύχτες του τυραννούσε ένας νεκρός, τις μέρες του παρηγορούσε μια άλλη μορφή, καταυγασμένη από το αττικό φως, μια μορφή λυρική, υπερχρονική και ρέουσα. Ανιχνεύοντας πλατωνικές διαδρομές στα ανασκαμμένα χώματα της πρωτεύουσας, ο Μανόλης είχε συναντήσει στο άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος έναν νεαρό δρομέα, που σαν να περιφρονούσε τη δική του βραδυπορία στο επείγον παρόν, τον προσπερνούσε, αφήνοντας τον αέρα να χαράζει πίσω του «σημάδια στο απέραντο», ενσαρκώνοντας την ίδια στιγμή «μια μεταφορά της ιδέας του άλλου». Καθώς ο ήρωας τον έβλεπε να χάνεται σε ένα αρχαίο τοπίο, φανταζόταν τις κινήσεις των μελών του βγαλμένες από αττικά αγγεία.
Οταν στο τέλος του μυθιστορήματος, σπρωγμένος από το πλάνταγμα των σωθικών της πόλης, που τη συντάραζε ο σεισμός του 1999, ο Μανόλης αρχίζει να τρέχει στους δρόμους σαν τον δρομέα της Ακαδημίας Πλάτωνος, έχει την αίσθηση πως αυτό που άφηνε πίσω του έμοιαζε ήδη «με μια άλλη, μια καινούργια πόλη». Εμείς, βέβαια, ξέρουμε πως αυτή η καινούργια πόλη που σε μια πενταετία μετά τον σεισμό έφτασε στο απόγειο της ματαιοδοξίας της, δεν υπάρχει πια. Ανήκει στα ερείπια του αγλαούς παρελθόντος που θέλγουν τον ήρωα. Ως μυθική προσφέρεται για μυθιστορήματα.

***Ανασκόπηση 2024 ***

  1. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ.   *** --Πρώτη παρουσίαση τον Μάϊο στην Θεσσαλονίκη στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου. --Τον Ιούνιο στην Αθήνα  με το βιβλιοπωλεί...