δέσμευση για ποιον σκοπό;
Ένας Έλληνας συγγραφέας στην Τυνησία, η μαρτυρία του και ο απολογισμός
της Δεύτερης Συνάντησης Συγγραφέων της Ευρώπης και του Μαγκρέμπ
με θέμα «Λογοτεχνία και δέσμευση»
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Ξεκίνησα να διαβάζω από παιδί κι αυτό με οδήγησε να εκφράζω τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου γράφοντας σε ημερολόγια. Αυτά τα κείμενα ήταν εντελώς προσωπικά και κρατήθηκαν κρυμμένα σε νοτισμένα σχολικά τετράδια, ωστόσο ποτέ δεν πίστεψα ότι είχαν λογοτεχνική αξία. Δεν είχα ακούσει τη λέξηλογοτεχνία ακόμη τότε. Αργότερα, στο γυμνάσιο, συνειδητοποίησα τις δυνατότητές της ενώ μελετούσαμε πρωτίστως Έλληνες συγγραφείς.
Μου φαινόταν ότι η λογοτεχνία περιείχε τόσο την προσωπική μου άποψη για τον κόσμο τριγύρω όσο και μια ματιά για τα ίδια πράγματα μέσα από τις ερμηνείες των άλλων. Επίσης αντιλαμβανόμουν ότι η λογοτεχνία, που ορίζεται και σαν μια όμορφη δημιουργική διαδικασία, δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για την καθημερινή μας επικοινωνία, αλλά και σαν εργαλείο για να καθορίσει τη θέση ενός ατόμου μέσα στην κοινότητα. Η λογοτεχνία είχε πάντα να κάνει με την παιδεία, γι’ αυτό μεγαλώνοντας σ' ένα χωριό και διαβάζοντας και γράφοντας περισσότερο από τους άλλους, μου έδινε τη δύναμη να αντιμετωπίζω την πραγματικότητα αλλά και να την παρακάμπτω.
Έχοντας τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-74), αναρωτιόμουν γιατί κάποιοι συγγραφείς και βιβλία λογοκρίνονταν. Ποιητές όπως ο Καβάφης προσαρμόζονταν στα χρηστά ήθη, ενώ άλλοι δεν διδάσκονταν καν (ο νομπελίστας Σεφέρης) και κάποιοι άλλοι διάσημοι συγγραφείς ζούσαν εξόριστοι εκτός Ελλάδας. Το πρώτο μάθημα «αποκλεισμού» το πήρα στο σχολείο, ένα μάθημα που δεν το μαθαίναμε μέσα στην τάξη, ότι η λογοτεχνία, τα κείμενα και τα βιβλία αποτελούν μια διαρκή απειλή για την εξουσία και τις άρρωστες δημοκρατίες.
Όταν η επταετής δικτατορία κατέρρευσε το 1974, ανακάλυψα πάλι τα απαγορευμένα κείμενα και τα ρούφηξα. Έγινα συγγραφέας –κατά κάποιον τρόπο– διαβάζοντάς τα και προσπαθώντας να τα μιμηθώ. Πέρασαν όμως δεκαπέντε χρόνια για να κυκλοφορήσει το πρώτο μου βιβλίο (1990). Δεν είχα ξανακούσει τη λέξη δέσμευση ή συγγραφικό καθήκον, όμως αυτό ήδη καθόριζε τη στάση μου ως νέου συγγραφέα. Συνέχιζα να γράφω για τη δική μου απόλαυση, αλλά τώρα ήξερα ότι κάπου εκεί έξω υπήρχε και κάποιος άλλος που δεν μπορούσα να τον αγνοήσω: ο αναγνώστης και η κοινωνία. Άνοιγε ένας μόνιμος διάλογος ανάμεσα σ’ εμένα και τον ανώνυμο αναγνώστη. Από τη στιγμή που τα βιβλία μου απευθύνονταν σ’ εκείνον, ένιωθα ένα είδος δέσμευσης. Οι λέξεις μου δεν ήταν πια κλεισμένες στα συρτάρια, σκαρφάλωναν στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Δεν εννοώ ότι λογόκρινα τη σκέψη μου, όμως μου έλειπαν οι ανέμελες στιγμές όταν έγραφα ολομόναχος στο δωμάτιό μου, ανυποψίαστος για τον ρόλο που ενδεχομένως θα έπαιζαν τα κείμενά μου μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο.
Ως συνέπεια αισθανόμουν όχι μόνο δεσμευμένος ως προς τη δουλειά μου αλλά και σε σχέση με τον «ρόλο» μου όπως διαμορφωνόταν διαμέσου του κόσμου της γραφής. Δεν έγραφα μόνο για να αποδράσω προσωπικά, αλλά έχοντας στο μυαλό ότι αυτά τα κείμενα αποτελούν τη γέφυρα για ένα ευρύτερο ακροατήριο. Με γοήτευε αυτή η ανταλλαγή σκέψεων, η έκθεση του εαυτού σου, η δυνατότητα της μεταμόρφωσης των ιδεών. Αυτή η δεύτερη δέσμευση τελικά καθιερώνει και την εικόνα του συγγραφέα ανάμεσα στους αναγνώστες. Χρειάζεται ωστόσο προσοχή. Ένας συγγραφέας δεν διδάσκει. Ακόμη και σε μια μυθοπλασία με ηθικό ή φιλοσοφικό σκεπτικό, ένας συγγραφέας δεν πρέπει να είναι διδακτικός. Αλλιώς οι αφηγητές και οι χαρακτήρες του θα καταντήσουν δογματικά φερέφωνα.
Στην αρχή το θέμα αυτής της συνάντησης με προβλημάτισε. Πάντα υπήρχε μια μικρή διαφορά μεταξύ των λέξεων commitment και engagement, ειδικά όταν η λέξη είναι ουσιαστικό και στις δύο γλώσσες (committed και engaged) και, στη συνέχεια, αποδίδοντάς τες στην ελληνική γλώσσα υποδηλώνουν τον στρατευμένο συγγραφέα που εργάζεται για ιδεολογικούς λόγους προσπαθώντας να μυήσει και να αποκρύψει ιδεολογίες ταυτόχρονα, για να μην προσθέσω το χειρότερο, να προπαγανδίσει.
***
Το πρώτο μυθιστόρημά μου, Κρυμμένοι άνθρωποι, το 1990, περιέγραφε ένα μειονοτικό χωριό στον βορρά. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που έγραψα μια αλληγορική ιστορία. Επηρεάστηκα από μια μικρή θρησκευτική μειονότητα στα σύνορα, όπου δίδασκα ως καθηγητής αγγλικών, αλλά απέφυγα να την κατονομάσω. Δεν προσπαθούσα να καταγγείλω αλλά να εμπλέξω τους αναγνώστες σε μια περιπέτεια, ενώ ταυτόχρονα θα καταδείκνυα τη συνύπαρξη με διαφορετικές φυλετικές και θρησκευτικές μειονότητες. Η τάση αυτή θα αποτελούσε τη βάση και για τα επόμενα μυθιστορήματά μου και κάπως θα εντοπιζόταν από κριτικούς και αναγνώστες ότι εμπεριέχουν θέματα «προσδιορισμού ταυτότητας».
Έγραψα ιστορίες και μυθιστορήματα, περιγράφοντας πράγματα που γνώριζα ή είχα ακούσει από τους γονείς και τους παππούδες μου, ειδικά από τον παππού μου τον Θεόδωρο ο οποίος ήρθε πρόσφυγας από τη Σαμψούντα μετά τον καταστροφικό πόλεμο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία το 1919-22. Οι ιστορίες μου διαδραματίζονταν στις περιοχές που κατοικούσα, στη βόρεια Ελλάδα και σε κοντινά μέρη, δίπλα στα σύνορα με την Τουρκία και άλλες βαλκανικές χώρες. Η Ελλάδα φαίνεται να περιβάλλεται από μια ανοιχτή θάλασσα, ειδικά όταν ζεις στην Αθήνα ή στα νησιά, αλλά όταν ταξιδεύεις βόρεια συνειδητοποιείς ότι είσαι περιφραγμένος από σύνορα. Διηγήθηκα αυτές τις ιστορίες όχι για να υποδαυλίσω κάποιες εθνοτικές διαφωνίες, αλλά για να εμβαθύνουμε στη σημασία τού να ξεπεραστούν τα εθνικά, γλωσσικά και πολιτιστικά όρια.
Κάπως έτσι και η Βόρεια Ελλάδα αποτέλεσε οικείο έδαφος στα επόμενα μυθιστορήματά μου. Οικογενειακές ιστορίες, αγροτικές κοινότητες σε παρακμή, η αναμόρφωση της χώρας μας, ενώ εισέρχεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Πραγματικά είχα πάντα ένα σχέδιο στο μυαλό μου, να είμαι ενήμερος, να προλαβαίνω τις αλλαγές, αλλά προσπαθούσα να είμαι και λογοτεχνικά συνεπής. Τοποθέτησα τις ιστορίες μου μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δίνοντας προσοχή στη γλώσσα, στο ύφος και τα άλλα αφηγηματικά στοιχεία. Προσπαθούσα να είμαι «πολιτικός» στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κλίμακας, που περιλάμβανε την ελευθερία της έκφρασης, τα δικαιώματα του πολίτη, τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Τελικά αποδείχτηκε, κάθε φορά που ήμουν καλεσμένος σε ένα λογοτεχνικό συνέδριο, να φέρω και το στίγμα ή τον χαρακτηρισμό του Βορειοελλαδίτη ειδικά στις συναντήσεις με άλλες βαλκανικές χώρες. Αρχές της δεκαετίας του ’90 οι γειτονικές Σερβία και Κοσσυφοπέδιο βίωναν τη φρίκη του πολέμου. Μας ζητήθηκε να παρέμβουμε με τη γραφή μας, με δηλώσεις, να γίνουμε οι γέφυρες μεταξύ των εθνών, να προτείνουμε ειρηνικές λύσεις. Στην αρχή ένιωσα αμηχανία αλλά –ταυτόχρονα– με καθησύχαζε το γεγονός ότι αυτές οι παρεμβάσεις προκλήθηκαν από τα βιβλία. Αυτές οι ιδέες ενσωματώνονταν ήδη εκεί.
Το 1998 έγραψα ένα ιστορικό μυθιστόρημα, Τα νερά της χερσονήσου. Χρόνος δράσης, τα τελευταία χρόνια της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μα κυρίως το 1906. Η ιστορία ακολουθούσε τη διαδρομή τριών ταξιδιωτών διαφορετικής εθνικότητας και θρησκείας. Ταξίδευαν μέσα από την (οθωμανική τότε) Ελλάδα και Βουλγαρία προς την Κωνσταντινούπολη. Αν και δεν παρέκαμπτε τον πόλεμο και τη βία, το μυθιστόρημα αναδεικνύει τους βαθύτερους δεσμούς των ανθρώπων στη Βαλκανική Χερσόνησο, η οποία θα μπορούσε να εκληφθεί και σαν μια αλληγορία για το σήμερα.
Αυτό το μυθιστόρημα εξακολουθεί να διδάσκεται σε πανεπιστήμια σαν ένα δείγμα ανάγνωσης του παρελθόντος αλλά και επαναξιολόγησής του. Η βαθύτερη πρόθεσή μου ήταν να ταξιδέψω στο παρελθόν, στις ίδιες περιοχές που ζούσα και εγώ, εντούτοις ποτέ δεν επιδίωξα να γράψω μια νοσταλγική ιστορική αναπαράσταση. Η Ιστορία και η λογοτεχνία ανακατασκευάζουν μάλλον και δεν αντανακλούν, επινοούν αντί να ανακαλύπτουν, το παρελθόν. Αλλά εκείνη η εποχή των πολιτικών αναταραχών στα Βαλκάνια κατά κάποιον τρόπο με είχε επηρεάσει.
Από το 2000 οι μυθοπλασίες μου επικεντρώνονται σε θέματα σεξουαλικής ταυτότητας, μετανάστευσης και, τέλος, στην ελληνική οικονομική κρίση.
Ας τα δούμε ένα προς ένα, πολύ συνοπτικά. Το Παρτάλι (2001), το μοναδικό μου μυθιστόρημα μεταφρασμένο στα γαλλικά, καταγράφει τις παράλληλες ζωές μιας μεταχουντικής γενιάς και ενός μεσήλικα παρενδυτικού άντρα καταδικασμένου από την κοινωνία να ζει στο περιθώριο. Το μυθιστόρημα έδειξε πως οι δύο μικροϊστορίες συνυπάρχουν προφητεύοντας τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι η γενιά του ’74 έχει πλέον μεγαλώσει και κυβερνά τη χώρα μου.
Το μυθιστόρημα Αλούζα, χίλιοι και ένας εραστές (2005) αφηγείται την ιστορία μιας Αραβοελληνίδας και τα ταξίδια της στο σήμερα και στην Ιστορία. Μέσω αυτής αναζήτησα τους αρχαίους δεσμούς ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή, τονίζοντας αρκετά προβοκατόρικα τη μεσογειακή και τη μεσανατολίτικη πλευρά της Αθήνας. Εκείνες τις μέρες, μετανάστες και πολιτικοί πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή κατέφθαναν στην πρωτεύουσα και το νεοναζιστικό κόμμα προσπαθούσε να ενισχύσει τη θέση του. Το μυθιστόρημα περιείχε ιδεολογία, χωρίς να χάνει την αφηγηματική πολυχρωμία του. Ένας από τους ήρωες, ένας Τυνήσιος ιστορικός, παντρεύεται στο τέλος μια Ελληνίδα και τη φέρνει στη χώρα του. Υποθέτω ότι εξακολουθούν να είναι ευτυχισμένοι… [Είναι μόνο μυθοπλασία...] Το βιβλίο πωλήθηκε στην Αίγυπτο πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά δεν έχει εκδοθεί ακόμη.
Όταν ξέσπασε η ελληνική οικονομική κρίση το 2009, ήδη σκεφτόμουν να γράψω ένα μυθιστόρημα για μια μέσης ηλικίας γυναίκα που αντιμετωπίζει τη μοναξιά και την ερωτική απομόνωση. Αυτή η παλαιότερη ιδέα αναπόφευκτα προσαρμόστηκε στα νέα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα. Οι κριτικές δήλωσαν ότι το Μυστικό της Έλλης είναι ίσως το πιο ενδεικτικό μυθιστόρημα για τα οικονομικά έτη κρίσης.
Πάντα φοβόμουν τη λογοτεχνία ως δέσμευση και καθήκον, αλλά το βιβλίο αυτό θεωρήθηκε μια χαμηλότονη αφήγηση, με κοινωνικό προφίλ, χωρίς συνθήματα ή προπαγανδιστικούς στόχους. Νομίζω ότι η οικονομική κρίση και η αφήγηση, η μυθοπλασία και η λογοτεχνία διασταυρώθηκαν σε κάτι που, τολμώ να πω, θα μπορούσε να ονομαστεί η «προσωπική μου δέσμευση για τη λογοτεχνία». Ο συγγραφέας δεν μπορεί ποτέ να είναι ουδέτερος ή ανιδιοτελής, χρειάζεται να ισορροπεί μεταξύ καλλιτεχνικών προθέσεων και μυθοπλαστικής ανάπλασης των κοινωνικών ζητημάτων.
Συγγραφείς αντιμέτωποι με πολιτικές διώξεις και αποκλεισμούς
Η δεύτερη συνάντηση συγγραφέων από την Ευρώπη και το Μαγκρέμπ, με θέμα «Λογοτεχνία και δέσμευση» πραγματοποιήθηκε στην Τυνησία στις 27-29 Νοεμβρίου 2014 την εβδομάδα που είχαν προηγηθεί οι προεδρικές εκλογές στη χώρα, χωρίς ωστόσο ανάδειξη προέδρου από την πρώτη ψηφοφορία. Έχοντας πίσω και τις εκλογές για το κοινοβούλιο της χώρας, η Τυνησία θύμιζε μια χώρα μακριά από τις εντάσεις και τους φανατισμούς των άλλων χωρών όπου προηγήθηκε η αραβική άνοιξη. Άλλωστε από την Τυνησία ξεκίνησε η επανάσταση, ίσως με τον λιγότερο αιματηρό τρόπο, δείχνοντας για άλλη μια φορά ότι αυτή η μικρή χώρα, η πιο γαλλόφωνη του Μαγκρέμπ, προσπαθεί να συνέλθει από τη λαίλαπα του δικτάτορα αλλά και τους άλλους κινδύνους που ακόμη ελλοχεύουν. Πάρα πολλοί Τυνήσιοι ήδη πολεμούν με το Ισλαμικό Κράτος και κανείς δεν είναι σίγουρος αν θα μπορούσαν να μεταφυτεύσουν και στη χώρα τους το Κακό.
Η διοργάνωση της συνάντησης ήταν πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Τυνησίας και ειδικά της πρέσβειρας Λάουρα Μπαέζα που είχε διοργανώσει άλλες δύο παρόμοιες συναντήσεις όταν βρισκόταν στην αντίστοιχη θέση στην Αλγερία. Στην ίδια επιτροπή συμμετείχε και ο Έλληνας Αλέξανδρος Ζαφειρίου. Η περσινή συνάντηση της Τυνησίας είχε θέμα τις «Πολλαπλές ταυτότητες», και την Ελλάδα είχε εκπροσωπήσει ο Πέτρος Μάρκαρης, ενώ η Ελένη Τορόση πήρε μέρος ως εκπρόσωπος της Γερμανίας. Άλλωστε το θέμα της περσινής συνάντησης ευνοούσε τέτοιες μετατοπίσεις. Η πρόταση να παραβρεθώ μου έγινε απευθείας από τη Διεύθυνση Γραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού στην οποία αποτάθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή της Τυνησίας. Οι ομιλίες γράφτηκαν κατευθείαν στα αγγλικά ή στα γαλλικά και μπορούσαμε να επιλέξουμε το θέμα μιας από τις πέντε συνεδρίες.
«Λογοτεχνία και δέσμευση» ο γενικός τίτλος της συνάντησης και τα επιμέρους θέματα: «Λογοτεχνία και εξουσία», «Δέσμευση για ποιον σκοπό;», «Δέσμευση και λογοκρισία», «Λογοτεχνία και εξορία», «Ελευθερία με κάθε κόστος;». Οι συγγραφείς προέρχονταν από τη Ρουμανία, το Μαρόκο, τη Σλοβενία, την Τυνησία, την Πορτογαλία, τη Μαυριτανία, την Αυστρία, την Αλγερία, το Βέλγιο, την Ελλάδα, τη Λιβύη, την Ολλανδία, τη Μάλτα, την Ισπανία, την Πολωνία, την Τσεχία, τη Βουλγαρία. Κάποιες χώρες, ειδικά από το Μαγκρέμπ, είχαν διπλή συμμετοχή, ενώ δύο Αλγερινοί συγγραφείς δεν κατόρθωσαν να φτάσουν ώς το συνέδριο.
Τα μεικτά πάνελ είχαν ενδιαφέρον αφού για κάθε επιμέρους θέμα τοποθετούνταν συγγραφείς από διαφορετικές χώρες με διαφορετικές απόψεις και πολύ ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις. Άλλωστε το ζητούμενο ήταν να ακουστούν προσωπικές απόψεις και καταθέσεις, γι’ αυτό και ορισμένες ομιλίες ακούστηκαν σαν ζωντανές μαρτυρίες από ανθρώπους που ακόμη βιώνουν την εξορία, τη λογοκρισία και την καταπίεση ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η παρουσία του προέδρου του PEN International έβαλε τη βούλα στην υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου και της υποστήριξης των συγγραφέων από χώρες όπου διώκονται, και σε προσωπική μας επαφή αναφέρθηκε στην ανάγκη να υπάρξει μια παρόμοια επιτροπή και στην Ελλάδα αφού υποδέχεται τόσους πρόσφυγες.
Οι συγγραφείς του Μαγκρέμπ, κατά τη γνώμη μου, κέρδισαν τις εντυπώσεις, λόγω των ειδικών συνθηκών στις χώρες τους. Έχοντας βιώσει βαθιά αντιδημοκρατικά καθεστώτα, την αραβική επανάσταση και τις συνέπειές της, περιέγραψαν δραματικές στιγμές και απόψεις. Ο Λίβυος Kamel Ben Hameda, που εγκατέλειψε πριν από χρόνια τη Λιβύη, έθεσε το ερώτημα για ποια Λιβύη μιλάμε σήμερα, αφού κατέληξε ένα κομματιασμένο ανύπαρκτο έθνος. Για ποια εξορία να μιλήσει κανείς όταν δεν ορίζεται καν η χώρα του;
Οι περισσότεροι Μαγκρεμπίνοι συγγραφείς, όπως ο Hameda, ζουν στην Ευρώπη, εξόριστοι. Η Λίβυα Razan Neim Al-Maghrabi αγωνίστηκε για τα γυναικεία δικαιώματα και μόλις πρόλαβε να καταφύγει στην Τυνησία. Αναρωτιόταν τι σημαίνει «γράφω μακριά από το σπίτι μου και την πατρίδα μου;». Εκτός από τις προσωπικές της απώλειες, είχε χάσει πια και τη δυνατότητα να εμπνευστεί κάτω από τέτοιες συνθήκες.
Η Μαυριτανή Mariem Mint Derwish ζει κι αυτή σε μια διαρκή εξορία στη Γαλλία και επίσης διερωτάται αν υπάρχει μια γλώσσα της εξορίας και πώς αποτυπώνεται; Ο Mohammed Bezankour έφτασε με τους γονείς του σε ηλικία τριών ετών στην Ολλανδία και βίωσε τον ξεριζωμό της οικογένειάς του, σε ένα περιβάλλον που ποτέ –κατά βάθος– δεν ήταν φιλόξενο. Στη συγκινητική του αφήγηση περιέγραφε ότι ακόμη και η μαροκινή τροφή που αναζήτησε η άρρωστη μάνα του ενώ πέθαινε μέσα στο νοσοκομείο, θεωρήθηκε «ανάρμοστη», γι’ αυτό και εκείνος την τάιζε κρυφά, εκτός του νοσοκομειακού εστιατορίου. Άλλος ένας Λίβυος νεαρός συγγραφέας και ακτιβιστής, ο Mohamed Mesrati, ήρθε από το Λονδίνο όπου ζει λόγω των πολιτικών διώξεων που είχαν υποστεί οικογενειακώς.
Ο Ισπανός JoséManuel Fajardo (έργα του στις εκδόσεις Opera), που ζει μόνιμα στην Πορτογαλία, δεν αναφέρθηκε καθόλου κολακευτικά στη χώρα του που επί αιώνες εξόριζε Εβραίους, τσιγγάνους και Άραβες και όπου την εποχή του Διαφωτισμού κυριαρχούσε η Ιερά Εξέταση. Συμπλήρωσε μάλιστα ότι θεωρεί τον εαυτό του παιδί ενός εξόριστου έθνους. Ο Πολωνός Zbigniew Kruszyński έζησε τη δική του εξορία στη Σουηδία αποτυπώνοντας στο έργο του την απώλεια της εθνικής ταυτότητας και του σύγχρονου εμιγκρέ.
Σε πιο ήπια καθεστώτα ο Mohamed Berrada από το Μαρόκο, με σπουδές στο Κάιρο και στη Σορβόνη, έχει μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες και έχει ο ίδιος μεταφράσει Ρολάν Μπαρτ στα αραβικά. Η Ρουμάνα ποιήτρια και περφόρμερ Elena Vladareanu προβληματίστηκε για την απειλή εξαφάνισης των μικρών γλωσσών και αναφέρθηκε στο κακό παρελθόν της «στρατευμένης» λογοτεχνίας στη χώρα της. Ο Αλγερινός Mohamed Walid Grine, o νεαρότερος της παρέας, γεννημένος το 1985, μεταφράζει στα αραβικά από επτά διαφορετικές γλώσσες (!), ενώ μαθαίνει στο μεταξύ άλλες τέσσερις. Έδωσε έμφαση στον ρόλο της γραφής και της κοινωνικής σύμπλευσής της.
Κοινωνική δέσμευση ή στράτευση;
Τα θέματα ήταν πολλαπλά: Το πώς αποτυπώνεται στη λογοτεχνία η γλώσσα, η εξορία, η εξουσία, η καθεστωτική και εσωτερική λογοκρισία. Ποια είναι η δέσμευση ενός συγγραφέα και πώς θα προστατευτεί από τη «στράτευση» αλλά και θα παραμείνει αφυπνισμένος. Κάθε συγγραφέας έθεσε τα δικά του ερωτήματα αλλά όλοι συμφωνούσαν ότι η γραφή δεν μπορεί να παρακάμψει την κοινωνία. Από εκεί αντλεί θέματα και θέτει ερωτήματα και εκθέτει τις αδικίες. Στο μεταξύ όλοι συμφωνούσαν ότι οι μικρές γλώσσες πράγματι βρίσκονται σε κίνδυνο. Απόδειξη ότι οι γλώσσες του συνεδρίου ήταν τα γαλλικά και τα αγγλικά και πολλές φορές δεν ακούστηκε καμία λέξη από τις «μικρές» γλώσσες, αν και πολλοί συγγραφείς προσπάθησαν να ενσωματώσουν έναν στίχο ή έναν χαιρετισμό για να ηχήσει και η δική τους ντοπιολαλιά.
Οι γαλλόφωνοι συγγραφείς ωστόσο πάντα ελπίζουν σε μια εκδοτική παρουσία στη Γαλλία, το παράδειγμα του νεαρού Αλγερινού συγγραφέα Καμέλ Νταούντ ήταν πρόσφατο. Παραλίγο να κερδίσει το Γκονκούρ. Ήταν κι αυτός καλεσμένος και ένας από τους δύο συμμετέχοντες που δεν έφτασαν ποτέ στην Τύνιδα – ελπίζουμε για καλούς λόγους.
Το διήμερο συνέδριο έλαβε χώρα δίπλα στη Μεντίνα, σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο που ανακαινίστηκε πρόσφατα. Απέξω ακούγονταν ακόμη φωνές από συζητήσεις στη μέση της Λεωφόρου Μπουργκίμπα. Η αστυνομία επανήλθε στους δρόμους αλλά για το καλό… Άρχιζε το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Carthage σε επτά αίθουσες μέσα στην Τύνιδα και άλλες τόσες ανά τη χώρα. Τα καφέ ήταν γεμάτα αλλά πολύς κόσμος κυκλοφορούσε στους δρόμους, μετέωροι, αμήχανοι ακόμη. Σκουπίδια περισσότερα από ποτέ, σκισμένες προεκλογικές αφίσες. Νέοι άνθρωποι πουλούσαν στη μέση του δρόμου οτιδήποτε για να επιβιώσουν. Αρκούσε όμως ένας μεσογειακός ήλιος να διαλύσει κάθε γκριζάδα.
***
Την τρίτη ημέρα της συνάντησης επισκεφτήκαμε το Καϊρουάν, την ιερή πόλη, δύο ώρες μακριά από την Τύνιδα. Διάβαζα το ταξιδιωτικό του Γκυ ντε Μωπασσάν Από την Τύνιδα στο Καϊρουάν και σκεφτόμουν πόσες μέρες είχε κάνει για να φτάσει και πόσο δύσκολη ήταν η πορεία του τότε. Στο Καϊρουάν υπάρχει το πανεπιστημιακό Τμήμα Ανθρωπιστικών Σπουδών όπου διδάσκονται φιλοσοφία, θέατρο, ιστορία. Πολλοί οι σπουδαστές, στο αμφιθέατρο, τέθηκαν πολλά ερωτήματα, υπήρξε και μία σύντομη αντιπαράθεση ανάμεσα στις φοιτήτριες με μαντίλα (που σπουδάζουν Νίτσε και Βιττγκενστάιν) και τις φεμινίστριες γυναίκες συγγραφείς που ζουν είτε στην Τυνησία είτε σε άλλες χώρες. Η αφίσα του Μισέλ Φουκώ στον τοίχο, με αφορμή ένα συνέδριο αφιερωμένο στον ίδιο το 2004, μας θύμισε το πέρασμα του Γάλλου φιλοσόφου από την Τυνησία, τη δεκαετία του ’60 και τον ρόλο του στην τότε εξέγερση των φοιτητών, λίγο πριν από τον γαλλικό Μάη. Ο Φουκώ, με τη σκέψη του, εξακολουθεί να επηρεάζει τους νέους στοχαστές και σπουδαστές στην Τυνησία κι ας είναι φυσικά λίγοι.
Η άψογη διοργάνωση της Δεύτερης Συνάντησης Ευρωπαίων και Μαγκρεμπίνων Συγγραφέων εντός αραβικού εδάφους υποδηλώνει την ευρωπαϊκή θέληση να διεισδύσει πολιτιστικά και επιδραστικά στις αραβικές χώρες της Βόρειας Αφρικής. Ενθαρρύνει τις τοπικές φωνές αλλά φέρνει και τους συγγραφείς σε επαφή με ανθρώπους διαφορετικής εθνότητας και θρησκείας.
Νά λοιπόν ένα καθόλου βαρετό συνέδριο, άψογα διοργανωμένο, το οποίο ο μόνος που αρνήθηκε να τιμήσει με την παρουσία του (αφού έκανε μόνο την εισήγησή του) ήταν ένας Πορτογάλος μπεστσελερίστας. Η αρρώστια του ευπώλητου είναι τελικά μια διαπλανητική ασθένεια.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα αρχές Δεκεμβρίου και με νωπές ακόμη τις σκέψεις από τη συνάντηση, διάβασα την είδηση στις εφημερίδες ότι το Δ.Ν.Τ. απελευθερώνει άλλη μια δόση βοήθειας προς την Τυνησία και της συστήνει «να μειώσει τις επιδοτήσεις στον τομέα της ενέργειας και να ελέγξει το μισθολογικό κόστος στον δημόσιο τομέα».
Σε μια χώρα, όπου τα σημάδια της ανάκαμψης βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα ακόμη, άραγε πόσο παραπάνω μπορεί να μειωθεί το κόστος εργασίας και ζωής; Τη στιγμή που τελειώνω το κείμενο αυτό έχει ήδη εκλεγεί πρόεδρος της χώρας ο Beji Caid Essebsi για τον οποίο εκφράζονται επιφυλάξεις από τις αντίπαλες δυνάμεις. Το ζητούμενο στη χώρα είναι πια η μετάβαση σε ένα περιβάλλον δημοκρατίας και ανεκτικότητας. Η Τυνησία, τελικά, μπορεί να κάνει την έκπληξη και να αποτελέσει αυτή το υπόδειγμα της ήπιας μουσουλμανικής χώρας-πρότυπο στη μεσογειακή Ανατολή και ακόμη παραπέρα.
Το κείμενο με τίτλο «Δέσμευση για ποιον σκοπό;» του Θ. Γρηγοριάδη πρωτοπαρουσιάστηκε στο πλαίσιο της Δεύτερης Συνάντησης Ευρωπαίων και Μαγκρεμπίνων Συγγραφέων