Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βόλτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βόλτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Visby, Gotland, Sweden, Baltic Centre


Στο σουδικό νησί Γκότλαντ, στην μεσαιωνική πόλη Βίσμπυ, φιλοξενούμενος συγγραφέας στο Baltic Centre, συναντήσαμε χθες μαθητές σχολείου. Κάτι απλό που ωστόσο είχε πρωτοσέλιδη κάλυψη στην τοπική εφημερίδα η οποία καθημερινά έχει την έκταση μιας κυριακάτικης ελληνικής. 

Στην πάνω φωτογραφία με μία μαθήτρια ελληνικής καταγωγής από πατέρα Θεσσαλονικιό και παντρεμένο στο νησί που ήταν και η πιο φιλοπερίεργη για το τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας και πώς γίνεσαι.



Το σπίτι του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στο νησί Φάρο και ακριβώς απέναντι είναι η ταινιοθήκη του. Απέραντη βλάστηση αλλά και παραλίες απογυμνωμένες από τους βόρειους ανέμους της Βαλτικής. 

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Στοκχόλμη



Βιβλιοπωλείο αποκλειστικά για την επιστημονική φαντασία. Γεμάτο βιβλία για κάθε ηλικία, με ταινίες, μουσικές, παιγνίδια, στολές, γκατζετάκια...
Ανέκαθεν οι οπαδοί του "φανταστικού" και εν μέρει του "αστυνομικού" αποθέωναν το αγαπημένο τους είδος γραφής.
Αντιθέτως στο "λογοτεχνικό μυθιστόρημα" (το οποίο προτιμώ) οι οπαδοί του δείχνουν διχασμένοι και επιφυλακτικοί σαν να φοβούνται τις ρήξεις, τις ανατροπές του ρεαλισμού, το παιγνίδισμα της φαντασίας.
Άσε και που λιγοστεύουν.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Αυτόματοι πωλητές διηγημάτων στην Γαλλία



Short Édition




The short story—the beginning writer’s training wheels, the chosen purview for literary giants like Alice Munro and Flannery O’Connor, the slightly pretentious little brother to the novel—is coming to the streets of Grenoble, France in an unexpected container: a vending machine.
The southeastern French city will soon be home to a handful of devices that dispense short stories rather than sugary snacks or soft drinks. The machines will offer a choice of stories one, three, or five minutes long, and their bank of 600 short stories, determined by the publisher Short Édition’s thousands of subscribers and writers, is free of charge.
In a 2012 interview with The Atlantic, Sadie Stein, The Paris Review's deputy editor, explained how short stories are distinct from novels:
A short story, when it’s good, doesn’t draw you into a comforting world; it shakes you up. It’s not … what you want to read before going to sleep: It’s a different kind of intellectual and emotional commitment.
Perhaps one of the most artful descriptions The Atlantic has published on the short story was written in 1949 in the form of an essay by the novelist and short-story writer Eudora Welty, entitled “The Reading and Writing of Short Stories”:
Where does beauty come from, in the short story? Beauty comes from form, from development of idea, from after-effect. It often comes from carefulness, lack of confusion, elimination of waste—and yes, those are the rules. But that can be on occasion a cold kind of beauty, when there are warm kinds. And beware of tidiness. Sometimes spontaneity is the most sparkling kind of beauty—Katherine Mansfield had it. It is a fortuitous circumstance attending the birth of some stories, like a fairy godmother that has—this time—accepted the standing invitation and come smiling in.

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Μπουένος Άιρες : η πόλη με τα περισσότερα βιβλιοπωλεία

How this city supports the most bookstores in the world (per capita)

Βuenos aires bookstoreThe World Cities Cultural Forum recently reported that Buenos Aires boasts more bookstores per capita than any other. It has 735 bookstores for a population of 2.8 million (in city limits). Not bad! There are 25 bookstores for every 100,000 people.

According to an article by Dennis Abrams of Publishing Perspectives, second place goes to Hong Kong. The city offers 22 bookstores for every 100,000 people. London, Paris, New York, Madrid, and Moscow weren’t too shabby, either.

What’s the secret to sustaining so many bookstores?

You have to print a lot of books. The Argentine Book Chamber says the country is “one of the most prolific book printers” in Latin America, with 129 million books printed last year.
Ideally many writers and editors end up in your country (you may or may not have to endure the Spanish Civil War along the way). But more importantly….
You waive sales tax for books.
In fact, take that one step further. You charge an additional 35% on books ordered from international retailers, like Amazon.
You keep the cost of physical books reasonably low, around $23, while fostering a culture that believes that value of a book is much higher than that.
Juan Pablo Marciani, who manages the famous Buenos Aires bookstore El Ateneo Gran Splendid, says books are a part of the fabric of the city. “Books represent us like the tango,” he told Debora Rey of the Associated Press.
Can’t hurt to have a few local authors like Borges, Cortazar, or Aira nearby. You can make it difficult to bring imported books through customs. Or, if you’re an overachieving city like Buenos Aires, consider repurposing your tanks as “weapons of mass instruction.”



Kirsten Reach is an editor at Melville House.


Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Δεύτερη Συνάντηση Συγγραφέων της Ευρώπης και του Μαγκρέμπ

δέσμευση για ποιον σκοπό;


Ένας Έλληνας συγγραφέας στην Τυνησία, η μαρτυρία του και ο απολογισμός 
της Δεύτερης Συνάντησης Συγγραφέων της Ευρώπης και του Μαγκρέμπ 
με θέμα «Λογοτεχνία και δέσμευση»
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Φωτογραφική ξενάγηση από τις μέρες στην Τυνησία,http://www.lifo.gr/team/u47231/53700

Ξεκίνησα να διαβάζω από παιδί κι αυτό με οδήγησε να εκφράζω τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου γράφοντας σε ημερολόγια. Αυτά τα κείμενα ήταν εντελώς προσωπικά και κρατήθηκαν κρυμμένα σε νοτισμένα σχολικά τετράδια, ωστόσο ποτέ δεν πίστεψα ότι είχαν λογοτεχνική αξία. Δεν είχα ακούσει τη λέξηλογοτεχνία ακόμη τότε. Αργότερα, στο γυμνάσιο, συνειδητοποίησα τις δυνατότητές της ενώ μελετούσαμε πρωτίστως Έλληνες συγγραφείς.
Μου φαινόταν ότι η λογοτεχνία περιείχε τόσο την προσωπική μου άποψη για τον κόσμο τριγύρω όσο και μια ματιά για τα ίδια πράγματα μέσα από τις ερμηνείες των άλλων. Επίσης αντιλαμβανόμουν ότι η λογοτεχνία, που ορίζεται και σαν μια όμορφη δημιουργική διαδικασία, δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για την καθημερινή μας επικοινωνία, αλλά και σαν εργαλείο για να καθορίσει τη θέση ενός ατόμου μέσα στην κοινότητα. Η λογοτεχνία είχε πάντα να κάνει με την παιδεία, γι’ αυτό μεγαλώνοντας σ' ένα χωριό και διαβάζοντας και γράφοντας περισσότερο από τους άλλους, μου έδινε τη δύναμη να αντιμετωπίζω την πραγματικότητα αλλά και να την παρακάμπτω.
Έχοντας τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-74), αναρωτιόμουν γιατί κάποιοι συγγραφείς και βιβλία λογοκρίνονταν. Ποιητές όπως ο Καβάφης προσαρμόζονταν στα χρηστά ήθη, ενώ άλλοι δεν διδάσκονταν καν (ο νομπελίστας Σεφέρης) και κάποιοι άλλοι διάσημοι συγγραφείς ζούσαν εξόριστοι εκτός Ελλάδας. Το πρώτο μάθημα «αποκλεισμού» το πήρα στο σχολείο, ένα μάθημα που δεν το μαθαίναμε μέσα στην τάξη, ότι η λογοτεχνία, τα κείμενα και τα βιβλία αποτελούν μια διαρκή απειλή για την εξουσία και τις άρρωστες δημοκρατίες.
Όταν η επταετής δικτατορία κατέρρευσε το 1974, ανακάλυψα πάλι τα απαγορευμένα κείμενα και τα ρούφηξα. Έγινα συγγραφέας –κατά κάποιον τρόπο– διαβάζοντάς τα και προσπαθώντας να τα μιμηθώ. Πέρασαν όμως δεκαπέντε χρόνια για να κυκλοφορήσει το πρώτο μου βιβλίο (1990). Δεν είχα ξανακούσει τη λέξη δέσμευση ή συγγραφικό καθήκον, όμως αυτό ήδη καθόριζε τη στάση μου ως νέου συγγραφέα. Συνέχιζα να γράφω για τη δική μου απόλαυση, αλλά τώρα ήξερα ότι κάπου εκεί έξω υπήρχε και κάποιος άλλος που δεν μπορούσα να τον αγνοήσω: ο αναγνώστης και η κοινωνία. Άνοιγε ένας μόνιμος διάλογος ανάμεσα σ’ εμένα και τον ανώνυμο αναγνώστη. Από τη στιγμή που τα βιβλία μου απευθύνονταν σ’ εκείνον, ένιωθα ένα είδος δέσμευσης. Οι λέξεις μου δεν ήταν πια κλεισμένες στα συρτάρια, σκαρφάλωναν στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Δεν εννοώ ότι λογόκρινα τη σκέψη μου, όμως μου έλειπαν οι ανέμελες στιγμές όταν έγραφα ολομόναχος στο δωμάτιό μου, ανυποψίαστος για τον ρόλο που ενδεχομένως θα έπαιζαν τα κείμενά μου μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο.
Ως συνέπεια αισθανόμουν όχι μόνο δεσμευμένος ως προς τη δουλειά μου αλλά και σε σχέση με τον «ρόλο» μου όπως διαμορφωνόταν διαμέσου του κόσμου της γραφής. Δεν έγραφα μόνο για να αποδράσω προσωπικά, αλλά έχοντας στο μυαλό ότι αυτά τα κείμενα αποτελούν τη γέφυρα για ένα ευρύτερο ακροατήριο. Με γοήτευε αυτή η ανταλλαγή σκέψεων, η έκθεση του εαυτού σου, η δυνατότητα της μεταμόρφωσης των ιδεών. Αυτή η δεύτερη δέσμευση τελικά καθιερώνει και την εικόνα του συγγραφέα ανάμεσα στους αναγνώστες. Χρειάζεται ωστόσο προσοχή. Ένας συγγραφέας δεν διδάσκει. Ακόμη και σε μια μυθοπλασία με ηθικό ή φιλοσοφικό σκεπτικό, ένας συγγραφέας δεν πρέπει να είναι διδακτικός. Αλλιώς οι αφηγητές και οι χαρακτήρες του θα καταντήσουν δογματικά φερέφωνα.
Στην αρχή το θέμα αυτής της συνάντησης με προβλημάτισε. Πάντα υπήρχε μια μικρή διαφορά μεταξύ των λέξεων commitment και engagement, ειδικά όταν η λέξη είναι ουσιαστικό και στις δύο γλώσσες (committed και engaged) και, στη συνέχεια, αποδίδοντάς τες στην ελληνική γλώσσα υποδηλώνουν τον στρατευμένο συγγραφέα που εργάζεται για ιδεολογικούς λόγους προσπαθώντας να μυήσει και να αποκρύψει ιδεολογίες ταυτόχρονα, για να μην προσθέσω το χειρότερο, να προπαγανδίσει.
***
Το πρώτο μυθιστόρημά μου, Κρυμμένοι άνθρωποι, το 1990, περιέγραφε ένα μειονοτικό χωριό στον βορρά. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που έγραψα μια αλληγορική ιστορία. Επηρεάστηκα από μια μικρή θρησκευτική μειονότητα στα σύνορα, όπου δίδασκα ως καθηγητής αγγλικών, αλλά απέφυγα να την κατονομάσω. Δεν προσπαθούσα να καταγγείλω αλλά να εμπλέξω τους αναγνώστες σε μια περιπέτεια, ενώ ταυτόχρονα θα καταδείκνυα τη συνύπαρξη με διαφορετικές φυλετικές και θρησκευτικές μειονότητες. Η τάση αυτή θα αποτελούσε τη βάση και για τα επόμενα μυθιστορήματά μου και κάπως θα εντοπιζόταν από κριτικούς και αναγνώστες ότι εμπεριέχουν θέματα «προσδιορισμού ταυτότητας».
Έγραψα ιστορίες και μυθιστορήματα, περιγράφοντας πράγματα που γνώριζα ή είχα ακούσει από τους γονείς και τους παππούδες μου, ειδικά από τον παππού μου τον Θεόδωρο ο οποίος ήρθε πρόσφυγας από τη Σαμψούντα μετά τον καταστροφικό πόλεμο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία το 1919-22. Οι ιστορίες μου διαδραματίζονταν στις περιοχές που κατοικούσα, στη βόρεια Ελλάδα και σε κοντινά μέρη, δίπλα στα σύνορα με την Τουρκία και άλλες βαλκανικές χώρες. Η Ελλάδα φαίνεται να περιβάλλεται από μια ανοιχτή θάλασσα, ειδικά όταν ζεις στην Αθήνα ή στα νησιά, αλλά όταν ταξιδεύεις βόρεια συνειδητοποιείς ότι είσαι περιφραγμένος από σύνορα. Διηγήθηκα αυτές τις ιστορίες όχι για να υποδαυλίσω κάποιες εθνοτικές διαφωνίες, αλλά για να εμβαθύνουμε στη σημασία τού να ξεπεραστούν τα εθνικά, γλωσσικά και πολιτιστικά όρια.
Κάπως έτσι και η Βόρεια Ελλάδα αποτέλεσε οικείο έδαφος στα επόμενα μυθιστορήματά μου. Οικογενειακές ιστορίες, αγροτικές κοινότητες σε παρακμή, η αναμόρφωση της χώρας μας, ενώ εισέρχεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Πραγματικά είχα πάντα ένα σχέδιο στο μυαλό μου, να είμαι ενήμερος, να προλαβαίνω τις αλλαγές, αλλά προσπαθούσα να είμαι και λογοτεχνικά συνεπής. Τοποθέτησα τις ιστορίες μου μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δίνοντας προσοχή στη γλώσσα, στο ύφος και τα άλλα αφηγηματικά στοιχεία. Προσπαθούσα να είμαι «πολιτικός» στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κλίμακας, που περιλάμβανε την ελευθερία της έκφρασης, τα δικαιώματα του πολίτη, τον κοινωνικό αποκλεισμό. 
Τελικά αποδείχτηκε, κάθε φορά που ήμουν καλεσμένος σε ένα λογοτεχνικό συνέδριο, να φέρω και το στίγμα ή τον χαρακτηρισμό του Βορειοελλαδίτη ειδικά στις συναντήσεις με άλλες βαλκανικές χώρες. Αρχές της δεκαετίας του ’90 οι γειτονικές Σερβία και Κοσσυφοπέδιο βίωναν τη φρίκη του πολέμου. Μας ζητήθηκε να παρέμβουμε με τη γραφή μας, με δηλώσεις, να γίνουμε οι γέφυρες μεταξύ των εθνών, να προτείνουμε ειρηνικές λύσεις. Στην αρχή ένιωσα αμηχανία αλλά –ταυτόχρονα– με καθησύχαζε το γεγονός ότι αυτές οι παρεμβάσεις προκλήθηκαν από τα βιβλία. Αυτές οι ιδέες ενσωματώνονταν ήδη εκεί.

Το 1998 έγραψα ένα ιστορικό μυθιστόρημα, Τα νερά της χερσονήσου. Χρόνος δράσης, τα τελευταία χρόνια της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μα κυρίως το 1906. Η ιστορία ακολουθούσε τη διαδρομή τριών ταξιδιωτών διαφορετικής εθνικότητας και θρησκείας. Ταξίδευαν μέσα από την (οθωμανική τότε) Ελλάδα και Βουλγαρία προς την Κωνσταντινούπολη. Αν και δεν παρέκαμπτε τον πόλεμο και τη βία, το μυθιστόρημα αναδεικνύει τους βαθύτερους δεσμούς των ανθρώπων στη Βαλκανική Χερσόνησο, η οποία θα μπορούσε να εκληφθεί και σαν μια αλληγορία για το σήμερα.
Αυτό το μυθιστόρημα εξακολουθεί να διδάσκεται σε πανεπιστήμια σαν ένα δείγμα ανάγνωσης του παρελθόντος αλλά και επαναξιολόγησής του. Η βαθύτερη πρόθεσή μου ήταν να ταξιδέψω στο παρελθόν, στις ίδιες περιοχές που ζούσα και εγώ, εντούτοις ποτέ δεν επιδίωξα να γράψω μια νοσταλγική ιστορική αναπαράσταση. Η Ιστορία και η λογοτεχνία ανακατασκευάζουν μάλλον και δεν αντανακλούν, επινοούν αντί να ανακαλύπτουν, το παρελθόν. Αλλά εκείνη η εποχή των πολιτικών αναταραχών στα Βαλκάνια κατά κάποιον τρόπο με είχε επηρεάσει.
Από το 2000 οι μυθοπλασίες μου επικεντρώνονται σε θέματα σεξουαλικής ταυτότητας, μετανάστευσης και, τέλος, στην ελληνική οικονομική κρίση. 
Ας τα δούμε ένα προς ένα, πολύ συνοπτικά. Το Παρτάλι (2001), το μοναδικό μου μυθιστόρημα μεταφρασμένο στα γαλλικά, καταγράφει τις παράλληλες ζωές μιας μεταχουντικής γενιάς και ενός μεσήλικα παρενδυτικού άντρα καταδικασμένου από την κοινωνία να ζει στο περιθώριο. Το μυθιστόρημα έδειξε πως οι δύο μικροϊστορίες συνυπάρχουν προφητεύοντας τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι η γενιά του ’74 έχει πλέον μεγαλώσει και κυβερνά τη χώρα μου.
Το μυθιστόρημα Αλούζα, χίλιοι και ένας εραστές (2005) αφηγείται την ιστορία μιας Αραβοελληνίδας και τα ταξίδια της στο σήμερα και στην Ιστορία. Μέσω αυτής αναζήτησα τους αρχαίους δεσμούς ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή, τονίζοντας αρκετά προβοκατόρικα τη μεσογειακή και τη μεσανατολίτικη πλευρά της Αθήνας. Εκείνες τις μέρες, μετανάστες και πολιτικοί πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή κατέφθαναν στην πρωτεύουσα και το νεοναζιστικό κόμμα προσπαθούσε να ενισχύσει τη θέση του. Το μυθιστόρημα περιείχε ιδεολογία, χωρίς να χάνει την αφηγηματική πολυχρωμία του. Ένας από τους ήρωες, ένας Τυνήσιος ιστορικός, παντρεύεται στο τέλος μια Ελληνίδα και τη φέρνει στη χώρα του. Υποθέτω ότι εξακολουθούν να είναι ευτυχισμένοι… [Είναι μόνο μυθοπλασία...] Το βιβλίο πωλήθηκε στην Αίγυπτο πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά δεν έχει εκδοθεί ακόμη.
Όταν ξέσπασε η ελληνική οικονομική κρίση το 2009, ήδη σκεφτόμουν να γράψω ένα μυθιστόρημα για μια μέσης ηλικίας γυναίκα που αντιμετωπίζει τη μοναξιά και την ερωτική απομόνωση. Αυτή η παλαιότερη ιδέα αναπόφευκτα προσαρμόστηκε στα νέα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα. Οι κριτικές δήλωσαν ότι το Μυστικό της Έλλης είναι ίσως το πιο ενδεικτικό μυθιστόρημα για τα οικονομικά έτη κρίσης.
Πάντα φοβόμουν τη λογοτεχνία ως δέσμευση και καθήκον, αλλά το βιβλίο αυτό θεωρήθηκε μια χαμηλότονη αφήγηση, με κοινωνικό προφίλ, χωρίς συνθήματα ή προπαγανδιστικούς στόχους. Νομίζω ότι η οικονομική κρίση και η αφήγηση, η μυθοπλασία και η λογοτεχνία διασταυρώθηκαν σε κάτι που, τολμώ να πω, θα μπορούσε να ονομαστεί η «προσωπική μου δέσμευση για τη λογοτεχνία». Ο συγγραφέας δεν μπορεί ποτέ να είναι ουδέτερος ή ανιδιοτελής, χρειάζεται να ισορροπεί μεταξύ καλλιτεχνικών προθέσεων και μυθοπλαστικής ανάπλασης των κοινωνικών ζητημάτων.

Συγγραφείς αντιμέτωποι με πολιτικές διώξεις και αποκλεισμούς
Η δεύτερη συνάντηση συγγραφέων από την Ευρώπη και το Μαγκρέμπ, με θέμα «Λογοτεχνία και δέσμευση» πραγματοποιήθηκε στην Τυνησία στις 27-29 Νοεμβρίου 2014 την εβδομάδα που είχαν προηγηθεί οι προεδρικές εκλογές στη χώρα, χωρίς ωστόσο ανάδειξη προέδρου από την πρώτη ψηφοφορία. Έχοντας πίσω και τις εκλογές για το κοινοβούλιο της χώρας, η Τυνησία θύμιζε μια χώρα μακριά από τις εντάσεις και τους φανατισμούς των άλλων χωρών όπου προηγήθηκε η αραβική άνοιξη. Άλλωστε από την Τυνησία ξεκίνησε η επανάσταση, ίσως με τον λιγότερο αιματηρό τρόπο, δείχνοντας για άλλη μια φορά ότι αυτή η μικρή χώρα, η πιο γαλλόφωνη του Μαγκρέμπ, προσπαθεί να συνέλθει από τη λαίλαπα του δικτάτορα αλλά και τους άλλους κινδύνους που ακόμη ελλοχεύουν. Πάρα πολλοί Τυνήσιοι ήδη πολεμούν με το Ισλαμικό Κράτος και κανείς δεν είναι σίγουρος αν θα μπορούσαν να μεταφυτεύσουν και στη χώρα τους το Κακό.
Η διοργάνωση της συνάντησης ήταν πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Τυνησίας και ειδικά της πρέσβειρας Λάουρα Μπαέζα που είχε διοργανώσει άλλες δύο παρόμοιες συναντήσεις όταν βρισκόταν στην αντίστοιχη θέση στην Αλγερία. Στην ίδια επιτροπή συμμετείχε και ο Έλληνας Αλέξανδρος Ζαφειρίου. Η περσινή συνάντηση της Τυνησίας είχε θέμα τις «Πολλαπλές ταυτότητες», και την Ελλάδα είχε εκπροσωπήσει ο Πέτρος Μάρκαρης, ενώ η Ελένη Τορόση πήρε μέρος ως εκπρόσωπος της Γερμανίας. Άλλωστε το θέμα της περσινής συνάντησης ευνοούσε τέτοιες μετατοπίσεις. Η πρόταση να παραβρεθώ μου έγινε απευθείας από τη Διεύθυνση Γραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού στην οποία αποτάθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή της Τυνησίας. Οι ομιλίες γράφτηκαν κατευθείαν στα αγγλικά ή στα γαλλικά και μπορούσαμε να επιλέξουμε το θέμα μιας από τις πέντε συνεδρίες.
«Λογοτεχνία και δέσμευση» ο γενικός τίτλος της συνάντησης και τα επιμέρους θέματα: «Λογοτεχνία και εξουσία», «Δέσμευση για ποιον σκοπό;», «Δέσμευση και λογοκρισία», «Λογοτεχνία και εξορία», «Ελευθερία με κάθε κόστος;». Οι συγγραφείς προέρχονταν από τη Ρουμανία, το Μαρόκο, τη Σλοβενία, την Τυνησία, την Πορτογαλία, τη Μαυριτανία, την Αυστρία, την Αλγερία, το Βέλγιο, την Ελλάδα, τη Λιβύη, την Ολλανδία, τη Μάλτα, την Ισπανία, την Πολωνία, την Τσεχία, τη Βουλγαρία. Κάποιες χώρες, ειδικά από το Μαγκρέμπ, είχαν διπλή συμμετοχή, ενώ δύο Αλγερινοί συγγραφείς δεν κατόρθωσαν να φτάσουν ώς το συνέδριο.
Τα μεικτά πάνελ είχαν ενδιαφέρον αφού για κάθε επιμέρους θέμα τοποθετούνταν συγγραφείς από διαφορετικές χώρες με διαφορετικές απόψεις και πολύ ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις. Άλλωστε το ζητούμενο ήταν να ακουστούν προσωπικές απόψεις και καταθέσεις, γι’ αυτό και ορισμένες ομιλίες ακούστηκαν σαν ζωντανές μαρτυρίες από ανθρώπους που ακόμη βιώνουν την εξορία, τη λογοκρισία και την καταπίεση ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η παρουσία του προέδρου του PEN International έβαλε τη βούλα στην υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου και της υποστήριξης των συγγραφέων από χώρες όπου διώκονται, και σε προσωπική μας επαφή αναφέρθηκε στην ανάγκη να υπάρξει μια παρόμοια επιτροπή και στην Ελλάδα αφού υποδέχεται τόσους πρόσφυγες.
Οι συγγραφείς του Μαγκρέμπ, κατά τη γνώμη μου, κέρδισαν τις εντυπώσεις, λόγω των ειδικών συνθηκών στις χώρες τους. Έχοντας βιώσει βαθιά αντιδημοκρατικά καθεστώτα, την αραβική επανάσταση και τις συνέπειές της, περιέγραψαν δραματικές στιγμές και απόψεις. Ο Λίβυος Kamel Ben Hameda, που εγκατέλειψε πριν από χρόνια τη Λιβύη, έθεσε το ερώτημα για ποια Λιβύη μιλάμε σήμερα, αφού κατέληξε ένα κομματιασμένο ανύπαρκτο έθνος. Για ποια εξορία να μιλήσει κανείς όταν δεν ορίζεται καν η χώρα του;
Οι περισσότεροι Μαγκρεμπίνοι συγγραφείς, όπως ο Hameda, ζουν στην Ευρώπη, εξόριστοι. Η Λίβυα Razan Neim Al-Maghrabi αγωνίστηκε για τα γυναικεία δικαιώματα και μόλις πρόλαβε να καταφύγει στην Τυνησία. Αναρωτιόταν τι σημαίνει «γράφω μακριά από το σπίτι μου και την πατρίδα μου;». Εκτός από τις προσωπικές της απώλειες, είχε χάσει πια και τη δυνατότητα να εμπνευστεί κάτω από τέτοιες συνθήκες.
Η Μαυριτανή Mariem Mint Derwish ζει κι αυτή σε μια διαρκή εξορία στη Γαλλία και επίσης διερωτάται αν υπάρχει μια γλώσσα της εξορίας και πώς αποτυπώνεται; Ο Mohammed Bezankour έφτασε με τους γονείς του σε ηλικία τριών ετών στην Ολλανδία και βίωσε τον ξεριζωμό της οικογένειάς του, σε ένα περιβάλλον που ποτέ –κατά βάθος– δεν ήταν φιλόξενο. Στη συγκινητική του αφήγηση περιέγραφε ότι ακόμη και η μαροκινή τροφή που αναζήτησε η άρρωστη μάνα του ενώ πέθαινε μέσα στο νοσοκομείο, θεωρήθηκε «ανάρμοστη», γι’ αυτό και εκείνος την τάιζε κρυφά, εκτός του νοσοκομειακού εστιατορίου. Άλλος ένας Λίβυος νεαρός συγγραφέας και ακτιβιστής, ο Mohamed Mesrati, ήρθε από το Λονδίνο όπου ζει λόγω των πολιτικών διώξεων που είχαν υποστεί οικογενειακώς. 
Ο Ισπανός JoséManuel Fajardo (έργα του στις εκδόσεις Opera), που ζει μόνιμα στην Πορτογαλία, δεν αναφέρθηκε καθόλου κολακευτικά στη χώρα του που επί αιώνες εξόριζε Εβραίους, τσιγγάνους και Άραβες και όπου την εποχή του Διαφωτισμού κυριαρχούσε η Ιερά Εξέταση. Συμπλήρωσε μάλιστα ότι θεωρεί τον εαυτό του παιδί ενός εξόριστου έθνους. Ο Πολωνός Zbigniew Kruszyński έζησε τη δική του εξορία στη Σουηδία αποτυπώνοντας στο έργο του την απώλεια της εθνικής ταυτότητας και του σύγχρονου εμιγκρέ.
Σε πιο ήπια καθεστώτα ο Mohamed Berrada από το Μαρόκο, με σπουδές στο Κάιρο και στη Σορβόνη, έχει μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες και έχει ο ίδιος μεταφράσει Ρολάν Μπαρτ στα αραβικά. Η Ρουμάνα ποιήτρια και περφόρμερ Elena Vladareanu προβληματίστηκε για την απειλή εξαφάνισης των μικρών γλωσσών και αναφέρθηκε στο κακό παρελθόν της «στρατευμένης» λογοτεχνίας στη χώρα της. Ο Αλγερινός Mohamed Walid Grine, o νεαρότερος της παρέας, γεννημένος το 1985, μεταφράζει στα αραβικά από επτά διαφορετικές γλώσσες (!), ενώ μαθαίνει στο μεταξύ άλλες τέσσερις. Έδωσε έμφαση στον ρόλο της γραφής και της κοινωνικής σύμπλευσής της.

Κοινωνική δέσμευση ή στράτευση;
Τα θέματα ήταν πολλαπλά: Το πώς αποτυπώνεται στη λογοτεχνία η γλώσσα, η εξορία, η εξουσία, η καθεστωτική και εσωτερική λογοκρισία. Ποια είναι η δέσμευση ενός συγγραφέα και πώς θα προστατευτεί από τη «στράτευση» αλλά και θα παραμείνει αφυπνισμένος. Κάθε συγγραφέας έθεσε τα δικά του ερωτήματα αλλά όλοι συμφωνούσαν ότι η γραφή δεν μπορεί να παρακάμψει την κοινωνία. Από εκεί αντλεί θέματα και θέτει ερωτήματα και εκθέτει τις αδικίες. Στο μεταξύ όλοι συμφωνούσαν ότι οι μικρές γλώσσες πράγματι βρίσκονται σε κίνδυνο. Απόδειξη ότι οι γλώσσες του συνεδρίου ήταν τα γαλλικά και τα αγγλικά και πολλές φορές δεν ακούστηκε καμία λέξη από τις «μικρές» γλώσσες, αν και πολλοί συγγραφείς προσπάθησαν να ενσωματώσουν έναν στίχο ή έναν χαιρετισμό για να ηχήσει και η δική τους ντοπιολαλιά.
Οι γαλλόφωνοι συγγραφείς ωστόσο πάντα ελπίζουν σε μια εκδοτική παρουσία στη Γαλλία, το παράδειγμα του νεαρού Αλγερινού συγγραφέα Καμέλ Νταούντ ήταν πρόσφατο. Παραλίγο να κερδίσει το Γκονκούρ. Ήταν κι αυτός καλεσμένος και ένας από τους δύο συμμετέχοντες που δεν έφτασαν ποτέ στην Τύνιδα – ελπίζουμε για καλούς λόγους.
Το διήμερο συνέδριο έλαβε χώρα δίπλα στη Μεντίνα, σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο που ανακαινίστηκε πρόσφατα. Απέξω ακούγονταν ακόμη φωνές από συζητήσεις στη μέση της Λεωφόρου Μπουργκίμπα. Η αστυνομία επανήλθε στους δρόμους αλλά για το καλό… Άρχιζε το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Carthage σε επτά αίθουσες μέσα στην Τύνιδα και άλλες τόσες ανά τη χώρα. Τα καφέ ήταν γεμάτα αλλά πολύς κόσμος κυκλοφορούσε στους δρόμους, μετέωροι, αμήχανοι ακόμη. Σκουπίδια περισσότερα από ποτέ, σκισμένες προεκλογικές αφίσες. Νέοι άνθρωποι πουλούσαν στη μέση του δρόμου οτιδήποτε για να επιβιώσουν. Αρκούσε όμως ένας μεσογειακός ήλιος να διαλύσει κάθε γκριζάδα. 
***
Την τρίτη ημέρα της συνάντησης επισκεφτήκαμε το Καϊρουάν, την ιερή πόλη, δύο ώρες μακριά από την Τύνιδα. Διάβαζα το ταξιδιωτικό του Γκυ ντε Μωπασσάν Από την Τύνιδα στο Καϊρουάν και σκεφτόμουν πόσες μέρες είχε κάνει για να φτάσει και πόσο δύσκολη ήταν η πορεία του τότε. Στο Καϊρουάν υπάρχει το πανεπιστημιακό Τμήμα Ανθρωπιστικών Σπουδών όπου διδάσκονται φιλοσοφία, θέατρο, ιστορία. Πολλοί οι σπουδαστές, στο αμφιθέατρο, τέθηκαν πολλά ερωτήματα, υπήρξε και μία σύντομη αντιπαράθεση ανάμεσα στις φοιτήτριες με μαντίλα (που σπουδάζουν Νίτσε και Βιττγκενστάιν) και τις φεμινίστριες γυναίκες συγγραφείς που ζουν είτε στην Τυνησία είτε σε άλλες χώρες. Η αφίσα του Μισέλ Φουκώ στον τοίχο, με αφορμή ένα συνέδριο αφιερωμένο στον ίδιο το 2004, μας θύμισε το πέρασμα του Γάλλου φιλοσόφου από την Τυνησία, τη δεκαετία του ’60 και τον ρόλο του στην τότε εξέγερση των φοιτητών, λίγο πριν από τον γαλλικό Μάη. Ο Φουκώ, με τη σκέψη του, εξακολουθεί να επηρεάζει τους νέους στοχαστές και σπουδαστές στην Τυνησία κι ας είναι φυσικά λίγοι.
Η άψογη διοργάνωση της Δεύτερης Συνάντησης Ευρωπαίων και Μαγκρεμπίνων Συγγραφέων εντός αραβικού εδάφους υποδηλώνει την ευρωπαϊκή θέληση να διεισδύσει πολιτιστικά και επιδραστικά στις αραβικές χώρες της Βόρειας Αφρικής. Ενθαρρύνει τις τοπικές φωνές αλλά φέρνει και τους συγγραφείς σε επαφή με ανθρώπους διαφορετικής εθνότητας και θρησκείας.
Νά λοιπόν ένα καθόλου βαρετό συνέδριο, άψογα διοργανωμένο, το οποίο ο μόνος που αρνήθηκε να τιμήσει με την παρουσία του (αφού έκανε μόνο την εισήγησή του) ήταν ένας Πορτογάλος μπεστσελερίστας. Η αρρώστια του ευπώλητου είναι τελικά μια διαπλανητική ασθένεια.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα αρχές Δεκεμβρίου και με νωπές ακόμη τις σκέψεις από τη συνάντηση, διάβασα την είδηση στις εφημερίδες ότι το Δ.Ν.Τ. απελευθερώνει άλλη μια δόση βοήθειας προς την Τυνησία και της συστήνει «να μειώσει τις επιδοτήσεις στον τομέα της ενέργειας και να ελέγξει το μισθολογικό κόστος στον δημόσιο τομέα».
Σε μια χώρα, όπου τα σημάδια της ανάκαμψης βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα ακόμη, άραγε πόσο παραπάνω μπορεί να μειωθεί το κόστος εργασίας και ζωής; Τη στιγμή που τελειώνω το κείμενο αυτό έχει ήδη εκλεγεί πρόεδρος της χώρας ο Beji Caid Essebsi για τον οποίο εκφράζονται επιφυλάξεις από τις αντίπαλες δυνάμεις. Το ζητούμενο στη χώρα είναι πια η μετάβαση σε ένα περιβάλλον δημοκρατίας και ανεκτικότητας. Η Τυνησία, τελικά, μπορεί να κάνει την έκπληξη και να αποτελέσει αυτή το υπόδειγμα της ήπιας μουσουλμανικής χώρας-πρότυπο στη μεσογειακή Ανατολή και ακόμη παραπέρα.
Το κείμενο με τίτλο «Δέσμευση για ποιον σκοπό;» του Θ. Γρηγοριάδη πρωτοπαρουσιάστηκε στο πλαίσιο της Δεύτερης Συνάντησης Ευρωπαίων και Μαγκρεμπίνων Συγγραφέων
files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png 
 ΧΡΟΝΟΣ 22 (02.2015) 

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Ταξίδι στην Άγκυρα Οκτώβριος 2014

Η πρόσκληση ήταν από το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, το τμήμα Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Δύο συναντήσεις: η μία με το τέταρτο έτος όπου μίλησα για την Ελληνική λογοτεχνία μετά το 1974 και η άλλη με όλους τους μαθητές, όλων των ετών, όπου αναφέρθηκα στη δική μου πορεία και στις μυθιστορηματικές αναφορές στην Τουρκία. Κυρίως στα μυθιστορήματα "Τα νερά της χερσονήσου", "Ο παλαιστής και ο δερβίσης", 'Οι χάρτες".

Εδώ με το τέταρτο έτος, τους σπουδαστές και τους καθηγητές στην αίθουσα διδασκαλίας του Πανεπιστημίου  Dil ve Tarih-Coğrafya Fakültes.


Η αφίσα που τυπώθηκε για τους χώρους της Σχολής και την ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου.


Εδώ στο αμφιθέατρο για την συνάντηση όλων των ετών με αρκετούς σπουδαστές και άλλους που δεν πρόλαβαν την φωτογράφιση. 



Η περιοχή Cankaya με πολλά υπαίθρια βιβλιοπωλεία.




Το μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο, στο κέντρο της Άγκυρας, το "Dost" ("Φίλος"). Κυριακή βραδάκι, ανοιχτό και γεμάτο κόσμο.


Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Στο σπίτι / μουσείο της Κάρεν Μπλίξεν

Στο  Øresund, βόρεια της Κοπεγχάγης βρίσκεται η φάρμα και το σπίτι της Κάρελ Μπλίξεν, σήμερα Μουσείο, βιβλιοθήκη και καφέ. Ένα χειρόγραφο:
Το γραφείο της:




Το σαλόνι της:


Θέα από μέσα




Πολλές βιβλιοθήκες με δικά της αλλά και με μεταφρασμένα βιβλία της σε άλλες γλώσσες. Βρήκα οκτώ ελληνικά βιβλία της. 



Το σπίτι της το δώρισε στην Ακαδημία της Δανίας που συνεδριάζει εδώ κάθε μήνα. Είναι επισκέψιμο αλλά επιλεκτικά. Συντηρείται με τα έσοδα από τα βιβλία. Ειδικά μετά την ταινία "Πέρα από την Αφρική" εκτοξεύθηκε η φήμη και η επισκεψιμότητα.



Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Φεστιβάλ Νάξου Πύργος Μπαζαίου


Η ανάγνωση του διηγήματος στον Πύργο Μπαζαίου, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Νάξου "Ο ξένος που έφυγε" ήταν μια πρόκληση. Η θεατρικά σκηνοθετημένη του απόδοση μου έδωσε την ευκαιρία να σκεφτώ τις δυνατότητες της πρωτοπρόσωπης αφήγησης όταν αυτές ξεφεύγουν από το κείμενο και αρθρώνονται επί σκηνής. Στο αφήγημα αυτό οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν γιατί το κείμενο είχε τη μορφή μαρτυρίας. Εντελώς διαφορετικά, ωστόσο, θα διαβαζόταν ένα πρωτοπρόσωπο κείμενο με μια πιο εσωτερική φωνή.
Η μικρή παράσταση συνοδεύτηκε από έναν χάρτη που προέκυψε από το ταξίδια και την περιπλάνηση του Κούρδου. Ο "χάρτης" αυτός έμεινε στον Πύργο ως αποτύπωμα της σκηνικής απόδοσης. Η μουσική και τα τραγούδια που ακούστηκαν ήταν της Aynur, Mercan Dede και της Μαρίας Φαραντούρη. Σκηνοθετική επιμέλεια έκανε ο Στέλιος Κρασανάκης με τον οποίο συνεργαστήκαμε στο "Παρτάλι" που ανέβηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2011.
Στο τέλος αρκετοί θεατές παρέμειναν στο όμορφο καφέ του Πύργου και συζητήσαμε για την κρίση, τον ρατσισμό, τον Ξένο, την μετανάστευση.
(λίγο πριν την παράσταση)

(Το τρίτο επίπεδο, η κορυφή, του Πύργου)

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Καλοκαίρι 2009


Διαβάζοντας κάπου στη Βόρεια μεσογειακή Αφρική. Ιδού η λίστα που μπαίνει σταδιακά λόγω χαλαρότητας των ημερών:

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ, Η ζωή και ο θάνατός του του Χένρυ Σκοτ Στόουκς, εκδ. Καστανιώτης

ΠΑΤΡΙΚ ΓΟΥΑΙΤ , Ψεγάδια στον καθρέπτη, εκδ. Τυπωθήτω

Και οι δύο βιογραφίες συγγραφέων, που τις ρούφηξα για πολλούς και προσωπικούς λόγους, είχανε πολλές αναφορές στην κλασική και σύγχρονη Ελλάδα, στην ιστορία και στα κουσούρια της. Ειδικά ο Αυστραλός νομπελίστας Γουάιτ, που έζησε και για σαράντα χρόνια με τον Μανώλη Λάσκαρη, Έλληνα της διασποράς, επικεντρώνεται στις αλλαγές που άρχισαν καταστρεπτικά επί χούντας.

ελληνικά:

Στυλιάνα Γκαλινίκη "Όλα πάνε ρολόι ή σχεδόν, Μελάνι
Ανδρέας Μήτσου " Η ελεημοσύνη των γυναικών", Καστανιώτης
Κατερίνα Ζαρόκωστα "Του έρωτα και της τύχης" , Καστανιώτης
Ζυράννα Ζατέλη "Το πάθος χίλιες φορές", Καστανιώτης


Για τον Μήτσου και την Ζαρόκωστα έχω να πω πόσο έμπειροι και ώριμοι μου φάνηκαν από συλλογή σε συλλογή. Η Γκαλινίκη ήταν έκπληξη, περιμένω...

Η Ζατέλη είναι εμπειρία, ευτυχώς υπάρχει κι αυτή για να αποτραβήξει την ελληνική λογοτεχνία από την κούραση της "ρεαλιστικής" γραφής που τα τελευταία χρόνια αποτελεί σχεδόν δόγμα για τον νεοελληνικό κανόνα.







Παρασκευή 15 Μαΐου 2009

Φινλανδία


Ξαφνικό ταξίδι στην παρεξηγημένη Φινλανδία-πάντως όχι με τον Πρόεδρο Παπούλια που ζήτησε να τους έχουμε πρότυπο.
Πέντε μέρες στο Ελσίνκι λίγες ή αρκετές -δεν είχε σημασία. Μία μέρα παγωνιά, ύστερα λίγο ήλιο, μέχρι να πάς μέσα να πάρεις το καπουτσίνο και να καθίσεις έξω στα τραπεζάκια, ξανά ψιχάλα. Το καπουτσίνο 3.50 ευρώ σαν να λέμε στην Πανεπιστημίου.

Ηρεμία, πεζοδρόμια, ποδήλατα, μουδιασμένοι άνθρωποι, καθαρή πόλη, διαβάσεις πεζών, φανάρια που βγάζουν προειδοποιητικούς ήχους και έχουν βοηθητικά φανάρια χαμηλά για τους καθήμενους οδηγούς. Όπου σταματούσανε όλα τα αυτοκίνητα που στο κέντρο της πρωτεύουσας ήταν 3 και ο κούκος κι αν δεν σταματούσαν τους έπαιρναν το δίπλωμα επί τόπου.

Χαμογελαστές πωλήτριες, άνθρωποι ανεπιτήδευτοι, Φινλανλαράδες δεν είδα πάντως, ξιπασιάρηδες, φωνακλάδες ή ξερόλες.

Τσιγάρο πουθενά. Πουθενά. Ούτε μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, οπότε άνοιγα κρυφά το παράθυρο και κάπνιζα περιμένοντας την κλήση. Γιατί εκεί η κλήση έρχεται από παντού, κανονικά και στην ώρα της.

Σαν υποταγμένοι μου φάνηκαν οι άνθρωποι, τόση προσήλωση στο νόμο…Τρόμαξα.
Και στις δέκα το βράδυ να κλείνουν ακόμη και οι πιτσαρίες και τα κεμπαπατζίδικα.

Βορράς-Νότος μια τέλεια αντίθεση.

Και επιστρέφω στη Νέα Σμύρνη και αρχίζει αύριο το πανηγύρι (γυφτιά) της Αγίας Φωτεινής. Ακυρώνονται όλοι οι δρόμοι τριγύρω για ένα τριήμερο. Και να οι φωνές των παγκαδόρων, οι κραυγές των διωγμένων οδηγών που ζούνε στα πέριξ, οι κόρνες στις διασταυρώσεις πριν την πλατεία, το παρεμπόδισμα του τραμ, το σπιντάρισμα στο πορτοκαλί και η φυσικά παραβίαση του κόκκινου.
Καλώστες τις φρέσκες αναπάντεχες κλήσεις της Τροχαίας – στα δρομάκια όπου παρκάραμε χρόνια- ενόψει της λειτουργίας του αντιαισθητικού πάρκιγκ που αντί να ενώσει την πλατεία με το Άλσος τα χωρίζει με έναν ακαλαίσθητο τσιμεντένιο πύργο.

Και καυγατζήδες άνθρωποι, μουτρωμένοι. Στο Δημαρχείο όπου πάω κι εγώ να πληρώσω την κλήση (για να με σπρώξουν στο καινούργιο πάρκινγκ) κάπνιζαν παντού, όλοι και όλες με χαρά και γοητεία. Εννοείται ότι εκεί που είχα παρκάρει είναι εγκαταλειμμένο μήνες τώρα ένα σαράβαλο που δεν ενοχλεί κανέναν.

Αθηναϊκός και συνοικιακός Τρίτος κόσμος, απόλυτα. Κακοχωνεμένοι άνθρωποι σε μια πόλη που δεν βάζει μυαλό. Και ας χτυπιούνται στα free press για τις γωνιές της Αθήνας, κάτι κλεμμένα ντεκόρ είναι αυτά, ένα καφέ στέκι, ένα σινεμά-ακόμη και η Πειραιώς 260 δεν δόθηκε στο Φεστιβάλ.
Ναι υπάρχει ζωή στην Αθήνα, ολοήμερη και ολονύχτια, αλλά ξεπληρώνεται με γραμμάτια, δόσεις και βρώμικες αναπνοές.

Πρέπει στην Σκανδιναβία να στέλνονται οι Ελληναράδες: όλα πληρωμένα για τρεις μήνες. Να αναγκάζονται να ζούνε εκεί, με εκείνους τους νόμους. Νομίζω ότι θα ήταν η Σιβηρία τους.

Γυρίζω από το κρύο και έναν διαυγή ουρανό, μιας χώρας που ίσως δεν θα πήγαινα στη ζωή μου (αν δεν χρειαζόταν όπως τώρα) και οι ενστάσεις μου εξανεμίζονται καθώς 30 βαθμοί υγρασίας, θολούρας, βρωμοαιθάλης και αθηνοπορδίλας είχαν κατακαθίσει στον «λαμπερό» αττικό ουρανό και όλο το λεκανοπέδιο έμοιαζε με λεκάνη άπλυτης τουαλέτας καφετερίας του κέντρου όπου δεν τραβάνε καν το καζανάκι.

Σάββατο 2 Μαΐου 2009

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

δεκέμβριος

έβρεχε όλη νύχτα, πολλή βροχή
την είχα πεθυμήσει

τα ρέματα έχασκαν, διαβρωμένες μνήμες στις πλαγιές τους

κοιμόμουν στο παλιό μου σπίτι, τριγύρω το βουνό μια άγρια αγκαλιά
από το παράθυρο το ίδιο ντουβάρι, σαπισμένο, λασπωμένος ο κήπος, οι φλαμουριές ξεγυμνώθηκαν

μαζέψαμε τις γλάστρες μέσα για τον βαρύ χειμώνα, σκουπίσαμε τα τελευταία λασπωμένα φύλλα

2.

μεσημέρι πήγα σε μια εξαδέλφη μου, νέα γυναίκα χρόνια τώρα καθηλωμένη σε μια κουζίνα
και μου διάβασε το φλυτζάνι

στο σπίτι της δεν είχε ούτε ένα βιβλίο κι όμως ήξερε καλά γράμματα

3.

σε διάβασε
σε βρήκε
αρχικό και τελικό μαζί
βιάζομαι να γυρίσω να συμπληρώσω τα ενδιάμεσα

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Όρος Παγγαίο Νοέμβριος



Ένας χρόνος με τους "Χάρτες" παρέα με ανώνυμους και επώνυμους βιβλιόφιλους και μη. Ξεκίνησε ως ημερολόγιο του βιβλίου και κατέληξε "προσωπικό λεύκωμα".
Η εμπειρία ενδιαφέρουσα. Αναρωτιέμαι αν αξίζει να συνεχιστεί ή να συνεχίσω στα μυστικά ημερολόγια των τριάντα και τόσων χρόνων. Ή στην σιωπή της ανάγνωσης.
Στην σιωπή γενικότερα-δεν ξέρω ακόμη.

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Σώτη Τριανταφύλλου : απευθείας από το Ντητρόιτ


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΝΤΗΤΡΟ’Ι’Τ


Panic in Detroit-2 Noεμβρίου 2008


Φέτος τον Νοέμβριο πήγα στο Ντιτρόιτ για τις αμερικανικές εκλογές∙ τον Αύγουστο του ’87 είχα πάει για μια συναυλία της Aretha Franklin. Η Aretha μόλις είχε μπει στο Rock’n’Roll Hall of Fame, κάτι που μου φαίνεται, εκτός από μια ακόμα διεστραμμένη αμερικανική επινόηση, σκέτoς εξευτελισμός. Και σαν να μη φτάνει αυτό, το Rock’n’Roll Hall of Fame βρίσκεται στο Κλήβελαντ του Οχάιο, ένα μέρος όπου κανείς δεν θέλει να πάει να χάσει τον καιρό του. Είτε μ’ αρέσει, είτε όχι, το Hall of Fame υπάρχει, και η Aretha ξετρελάθηκε απ’ τη χαρά της που τη δέχτηκαν ως μέλος. Δεν ξέρω γιατί. Για να φτάσω στο Ντητρόιτ, πήρα ένα αεροπλάνο της Northwestern – βρήκα ένα φτηνό εισιτήριο από κείνα που περιμένεις μήπως και δεν σκάσει μύτη κάποιος, και πράγματι πάντα κάποιος δεν σκάει∙ έτσι, την τελευταία στιγμή, ενώ ο πιλότος έχει πάρει κιόλας θέση στο κόκπιτ, σου δίνουν το εισιτήριο μισοτιμής. Ανεμίζοντας την κάρτα επιβιβάσεως, όρμησα στο αεροπλάνο και σωριάστηκα στη θέση με κομμένη την ανάσα. Έτσι, πήγα στο Ντητρόιτ.
Ενώ προσγειωνόμασταν, ένα άλλο αεροπλάνο της Northwestern έπεφτε μπροστά στα μάτια μας τη στιγμή που απογειωνόταν. Εκατόν πενήντα έξι άνθρωποι σκοτώθηκαν. Ο θάνατος διαγραφόταν στον ορίζοντα σε πολλαπλές εικόνες και ήχους: το αεροπλάνο χτύπησε στην αερογέφυρα του αυτοκινητόδρομου και κομματιάστηκε φλεγόμενο∙ καιγόταν με μια μεγάλη φωτιά που μαύριζε τον ουρανό. Αργότερα, μάθαμε πως επέζησε μονάχα ένα τετράχρονο κοριτσάκι που το έλεγαν Σισίλια. Τώρα η Σισίλια θα είναι είκοσι πέντε ετών.

Αυτή ήταν η πρώτη μου μέρα στο Ντητρόιτ, τον Αύγουστο του ‘87∙ μια πόλη ανάπηρη, κομματιασμένη. Σκέφτηκα το “Panic in Detroit” του David Bowie∙ δεν ήταν η πρώτη φορά που το σκεφτόμουν: ο πανικός ταιριάζει στο Ντητρόιτ. Πέντε χρόνια νωρίτερα, ενώ ταξίδευα προς την Καλιφόρνια μ’ ένα σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο, είχα ανεβεί στο Ντητρόιτ – στο Ντητρόιτ ανεβαίνεις, στο Μαϊάμι κατεβαίνεις – κι εκεί έμπλεξα με μια παρέα που άκουγε hardcore – ποτέ δεν άκουγα hardcore με δική μου πρωτοβουλία, αλλά, πράγμα παράξενο, έμπλεκα κατ’ εξακολούθηση με hardcore παρέες – και πήγαμε σ’ ένα μπαρ, το Freezer Theater, που βρισκόταν στη λεωφόρο Κας, κοντά στο Μπρονξ Καφέ όπου δούλευε ένας φίλος μου από τη Νέα Υόρκη. Έκανε καριέρα στα καφενεία του Ντητρόιτ. Καταλήξαμε όλοι μαζί στο Freezer Theater επειδή εκεί έπαιζαν hardcore οι Negative Approach, και, όπως ήταν αναμενόμενο, η νύχτα εξελίχθηκε σε εφιάλτη. Ο εφιάλτης ταιριάζει στο Ντητρόιτ: κάποιος βρέθηκε νεκρός στην τουαλέτα του Freezer, και η αστυνομία μπούκαρε με τον τρόπο που μπουκάρει η αστυνομία στις Ηνωμένες Πολιτείες: σαν να επελαύνει ο στρατηγός Σέρμαν στον Πόλεμο της Απόσχισης. Κι αφού μπούκαρε, ανακάλυψε σύριγγες, φακελάκια με σκόνες, ένα σωρό junk, και shit και horse, δεν θυμάμαι ποια ήταν τότε η πιο συνηθισμένη λέξη για την πρέζα. Αργότερα, στο τμήμα, προσπαθούσα να πείσω τους μπάτσους ότι είχα «ανεβεί» στο δρόμο για την Καλιφόρνια, κι ότι θα μπορούσα να έχω «κατεβεί» προς το αναθεματισμένο το Κολάμπους του Οχάιο. Είπα: «Αισθάνομαι άτυχη. Θα μπορούσα να πάρω τον αυτοκινητόδρομο που διασχίζει το Οχάιο και να τα ’χω αποφύγει όλ’ αυτά.» Πανικός στο Ντητρόιτ. «Ήρθα μονάχα για τη μουσική,» πρόσθεσα. “Music, my ass!” σφύριζαν οι μπάτσοι εξετάζοντας τα μπράτσα μας και αναζητώντας ουλές∙ «πρεζάκια!», «καταραμένα πρεζάκια!» αναφωνούσαν εν χορώ. «Θα τεζάρετε, ρε!» «Μανάδες δεν έχετε; ρε! Πατεράδες δεν έχετε;» Κοιτούσα κι εγώ τα χέρια μου που ήταν άσπιλα εκτός από τη σφραγίδα του Freezer Theater στο εσωτερικό του καρπού. Αλλ’ αυτό δεν άλλαξε τίποτα. Έμεινα στο τμήμα μαζί με καμιά εικοσαριά οπαδούς των Negative Approach, ένας από τους οποίους νοσταλγούσε το ιγκουάνα του. «Τι θα μας κάνουνε;» ρώτησα∙ απάντηση δεν πήρα. Πανικός στο Ντητρόιτ. Στην πραγματικότητα, δεν ένιωθα πανικό∙ δεν ξέρω τι ένιωθα, αλλά όχι πανικό, σίγουρα∙ ίσως είμαι ανίκανη για δυνατά συναισθήματα. Ένας άνθρωπος είχε πεθάνει στο Freezer, μια συναυλία hardcore είχε διακοπεί, βρισκόμουν σε κάποιο άθλιο αστυνομικό τμήμα κοντά στον αυτοκινητόδρομο 75, καταμεσής στο ρημαγμένο Ντιτρόιτ. Στον έλεγχο ταυτοτήτων είχα αποτύχει και παγιδευτεί: «Ποια είσαι, πού πας, γιατί είσαι μόνη σου; Τι σκατά κάνεις μόνη σου;» Απάντησα σε όλα, είπα, «είμαι μόνη μου γιατί κανένας δεν με θέλει», κι ο μπάτσος με κοίταξε με καχυποψία, με οίκτο κι έπειτα πάλι με καχυποψία. «Και πας στην Καλιφόρνια, αλλά, σου ’ρθε να περάσεις απ’ το Ντητρόιτ.» «Μάλιστα.» «Γιατί;» «Για τον Ιggy Pop, ξέρετε, για τις Supremes, ξέρετε, τους MC5, για την Κράισλερ...» Ήθελα να προσθέσω: «Γιατί με τραβάνε οι ετοιμοθάνατες πόλεις». «Και πού μένεις;» «Στο Μπρούκλυν» ― και σ΄ αυτό το σημείο ήθελα να προσθέσω, «σε μια γειτονιά που αργοπεθαίνει», αλλά πρόσθεσα, «στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης, ξέρετε.» Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλυν, και τέτοια. Η γέφυρα του Μπρούκλυν, και τέτοια.

Το πρωί μάς άφησαν όλους ελεύθερους, εκτός από έναν που ήταν γεμάτος μελανιές. «Πηγαίντε να ψοφήσετε αλλού, ρε!» τσίριξε ο αρχιφύλακας. «’Αιντε!» Ήμουν άυπνη και δεν θυμόμουν ούτε πού είχα παρκάρει. Μαζί με το παιδί που είχε κατοικίδιο μια ιγκουάνα ψάχναμε γύρω απ’ τη λεωφόρο Κας, στην οδό Τζον Αρ, στη Μπρας, σ’ όλη εκείνη την περιοχή που έμοιαζε βομβαρδισμένη, κι όταν φτάσαμε λίγο πιο νότια, στο Γκρηκτάουν, θυμήθηκα πως είχα αφήσει το αυτοκίνητο έξω από το Μπρονξ Καφέ. «Μετά απ’ όλ’ αυτά, δε θα ξανάρθεις στο Ντητρόιτ,» αναστέναξε το παιδί με το ιγκουάνα, καθώς έμπαινα στο αυτοκίνητο. «Ω,» απάντησα, βάζοντας το κλειδί στη μίζα, «θα ξανάρθω. Σίγουρα θα ξανάρθω.» Ήθελα να προσθέσω: το Aladdin’s Sane ― που περιείχε το “Panic in Detroit” ― ήταν απ’ τους αγαπημένους μου δίσκους, αλλά φοβήθηκα πως ένας θαυμαστής των Negative Approach είτε δεν έχει ιδέα για τον David Bowie, είτε τον περιφρονεί. «Θα ξανάρθω,» είπα, «Ελπίζω να βρεις το ιγκουάνα σου όπως το άφησες.» Εκείνος κούνησε το κεφάλι, κι έπειτα το χέρι. «Καλή αντάμωση», είπε. So long. So long.

Έτσι, ξαναπήγα. Για χάρη του “Panic in Detroit”, και όλων των άλλων. Τον Αύγουστο του ’87, συνέβη εκείνο το αεροπορικό δυστύχημα έπειτα από το οποίο δεν είχα καμιά όρεξη να δω την Aretha∙ άλλωστε, δεν βρήκα εισιτήριο για τη συναυλία. Και παρ’ όλ’ αυτά, πέρασα το βράδυ έξω απ’ το auditorium προσπαθώντας ν’ ακούσω τι γίνεται μέσα∙ δεν άκουγα τίποτα (ηχομόνωση!) και μ’ έπιασε το παράπονο, σκεφτόμουν πόσο loser είμαι, πως ούτε μια θέση σε συναυλία της Aretha δεν μπορώ να βρω, πως βρίσκομαι στην πόλη όπου γεννήθηκε η σόουλ και κάθομαι και κλαψουρίζω μέσα στο σκοτάδι. Πως τα μάτια μου είδαν ένα αεροπλάνο να συντρίβεται στον αέρα. “Panic in Detroit”. Αλλά, καθώς σκεφτόμουν τον Bowie και την Aretha, και το “Rock’n’roll Suicide” που παρ’ ολίγο να με στείλει στον τάφο όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών, ακούστηκε μες απ’ το auditorium ένα χειροκρότημα κι έπειτα, πολύ σιγά, με διακοπές, σαν από χαλασμένο τρανζίστορ, το “The House that Jack Built”. Ίσως να το τραγουδούσε για το αναθεματισμένο το Hall of Fame ― “The House that Rock Built” ― αλλά συγκινήθηκα παρ’ όλ’ αυτά, κι όλοι μου οι φόβοι διαλύθηκαν∙ το Ντητρόιτ, η έρημη λεωφόρος Χάρπερ, τα σταυροδρόμια των εθνικών οδών όπου βρυχώνταν τα αυτοκίνητα της Τζένεραλ Μότορς, το εγκαταλελειμμένο πια Freezer Theater, τα συμπονούσα όλα∙ αναρωτιόμουν τι να σκεφτόταν ο David Bowie όταν τραγουδούσε το “Panic in Detroit”, κι αν είχε μυρίσει τον αέρα του Μίσιγκαν, τον βιομηχανικό, παγωμένο αέρα της νύχτας. Το τραγούδι από το Aladdin’s Sane λέει «σειρήνες ουρλιάζουν μες στη βραδινή μελαγχολία», άρα, συμπεραίνω πως είχε μυρίσει τον νυχτερινό αέρα στο Νητρόιτ. Που, καμιά φορά, αν είσαι τυχερός, γεμίζει από διακεκομμένες νότες, όταν η Aretha τραγουδάει “The House that Jack Built”. Τώρα, ακόμα μια φορά, το Ντητρόιτ, η πόλη που έχτισαν οι αυτοκινητοβιομηχανίες, απλώνεται μπροστά μου πανικόβλητο και έρημο, σαν μια στέπα.


Σώτη Τριανταφύλλου

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2008

الصيف في التونس





كان ايام رائعة حارة ومرتاحة في الساحل الرملي رجعنت من التونس ولكن لحد الان باقية في ذاكرتي.








Που σημαίνει ότι ήταν ένα όμορφο βορειοαφρικάνικο καλοκαίρι. Κι επειδή η ζωή είναι σαν τα βιβλία για λεπτομέρειες... στις τελευταίες σελίδες στο μυθιστόρημα "Αλούζα, χίλιοι κι ένας εραστές" και το διήγημα "Παράδεισος" στους "Χάρτες".

Ίαν ΜακΓιούαν «Εξιλέωση»

Ρομάντζο πέρα από διδακτισμούς και ηθικολογίες Μετάφραση: Γιάννης Σκαρπέλος, εκδόσεις Πατάκης, 2024    Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης Στην Εξ...