Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Τσιφτετέλι στην Συρία
Ακόμα αντηχεί στα αυτιά μου η φωνή του ιμάμη να μας ξυπνάει από τα χαράματα. Φωνή και μιναρές να διαπερνάνε τον ορίζοντα της πόλης, απέναντι από το ξενοδοχείο Alaa Tower, στο κέντρο της Δαμασκού... Κάτι δεν μας άρεσε στην πασχαλιάτικη διαμονή μας. Το ταξιδιωτικό γραφείο μάς πάσαρε το Alaa Tower ως ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων ενώ θύμιζε σκηνικό ταινιών της δεκαετίας του εβδομήντα. Βελούδινα σαλονάκια και βαριές κουρτίνες παντού.
Πάντως ο μάνατζερ του ξενοδοχείου, ο «Τόνι», όπως αυτοσυστήθηκε, υπήρξε πολύ φιλικός μαζί μας και αφάνταστα διαχυτικός. Μελαχρινός, με λευκό δέρμα, δεν έμοιαζε καθόλου για Άραβας και ορισμένες στιγμές μου θύμιζε έναν ξένο ηθοποιό-να δεις πώς τον λέγανε...Μιλούσε με ευχέρεια τα ελληνικά και αυτό το στοιχείο μας εντυπωσίασε το ίδιο με το-καθόλου- αραβικό όνομά του. Ο Τόνι από την πρώτη στιγμή επέμενε να πάμε για φαγητό στο σπίτι του, πράγμα που αρνηθήκαμε, γιατί δεν θέλαμε να στερηθούμε ούτε μια νύχτα κλεισμένοι σε ένα συγκεκριμένο χώρο.
Αρχίσαμε τις βόλτες στους δρόμους, στα σούκς και στα παζάρια. Παζαρεύαμε άχρηστα αντικείμενα και δοκιμάζαμε φεσάκια και κελεμπίες. Παράξενο! Κάθε φορά που φορούσα την παραδοσιακή στολή των αράβων διαπίστωνα πόσο τους μοιάζω, κι αυτό μ’ ανησυχούσε ιδιαίτερα γιατί ως τότε πίστευα ότι υπερίσχυε το ευρωπαϊκό μου προφίλ.
Ήρεμες φυσιογνωμίες οι Σύροι, κάπως κλειστοί χαρακτήρες, δεν ενοχλούσαν τους ξένους ούτε έπεφταν πάνω τους πιεστικά όπως γινόταν στις Βορειοαφρικάνικες χώρες. Εδώ δεν συναντούσες τη φτώχεια της Αιγύπτου αλλά ούτε και την γραφικότητά της. Σαφώς η επίδραση του στρατιωτικού καθεστώτος ήταν ανεξίτηλα αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους.
Ήμασταν τρεις: Ο Χρόνης φωτογράφιζε σπίτια και μαγαζιά για ένα περιοδικό αρχιτεκτονικής, επιμένοντας στην ανατολίτικη αισθητική. Ο Δημήτρης έτρεχε στα χαμάμ και στις γειτονιές αναζητώντας τις συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων, και εγώ έψαχνα ματαίως στα μικρά φτωχικά βιβλιοπωλεία καμιά σπάνια έκδοση που να με αφορά. Ήθελα να βρω Έλληνες συγγραφείς μεταφρασμένους στα αραβικά για μια έρευνα που είχα ήδη ξεκινήσει. Υπήρχε μια αρμονία στα ενδιαφέροντα και στις προθέσεις της παρέας και σε ένα συμφωνούσαμε απόλυτα: Αφού διαλέξαμε να επισκεφθούμε Πάσχα την Συρία θα μπαίναμε στο πνεύμα της Μεγάλης Εβδομάδας μέσα από τις ακολουθίες στις εκκλησίες των Σύρων Χριστιανών που δεν ήταν και λίγοι όπως μαθαίναμε.
Γκρίζα και ατημέλητη η Δαμασκός, ασφυκτιούσε μέσα στην απολυταρχικότητα του καθεστώτος. Το μονοδιάστατο βλέμμα του Προέδρου μάς κάρφωνε από κάθε πιθανή γωνιά. Οι μεγάλες χρωματιστές αφίσες, με την φυσιογνωμία του, εμπόδιζαν το τοπίο στερώντας μας το βάθος του ορίζοντα. Με το ζόρι έψαχνες μια όμορφη γωνιά για να φωτογραφηθείς, χωρίς να έχεις τον ηγέτη μέσα στο κάδρο. Σε πολλές άλλες αφίσες φιγουράριζε ο γιος του, που θύμιζε τον Σταλόνε με γυαλιά ρέιμπαν, ενώ ένας άλλος του γιος, ο μικρότερος, είχε σκοτωθεί κάνοντας ιππασία.
Τη τρίτη μέρα της παραμονής μας στο ξενοδοχείο ο Τόνι μας κοίταξε ικετευτικά: «Πότε θα έρθετε σπίτι;» ρώτησε σε κυματιστά ελληνικά που έγερναν προς τα νησιώτικα. Εμείς αρνηθήκαμε ξανά, κι αυτός ανασήκωσε χαριτωμένα τα τοξωτά του φρύδια.
Αντί να αποδεχθούμε την πρόσκλησή του τον ρωτήσαμε ποιον Επιτάφιο να ακολουθήσουμε. Στη Συρία επιβιώνουν όλες θρησκείες του κόσμου και όλες Εκκλησίες. Τέτοια κοιτίδα πολύ-θρησκευτικότητας αποκλείεται να στέριωνε στην μονόχνωτη πατρίδα μας. Ο Τόνι μας έδωσε οδηγίες πώς να φτάσουμε σε μια μακρινή χριστιανική γειτονιά.
«Μπορεί να’ ρθω κι εγώ να σας βρω στις εννιά κι αργότερα πάμε σπίτι».
«Μα γιατί επιμένει τόσο πολύ γι αυτή την επίσκεψη;» αναρωτήθηκε ο Δημήτρης.
Μεσημέρι βρεθήκαμε στην «Πύλη του Θωμά» και από κει χωθήκαμε στην γειτονιά των Ορθοδόξων Χριστιανών. Μεγάλη Παρασκευή. Στα στενοσόκακα, και μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες, ακουγόταν η Λιβανέζα Φαϊρούζ να ψάλλει την «Ζωή εν Τάφω» στα ελληνικά, με την συνοδεία πολυμελούς ορχήστρας και χορωδίας. Η εκπομπή του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού αναμεταδιδόταν ταυτόχρονα από κάθε σπίτι. ΄Όσα σπιτικά, τόσα ραδιόφωνα και άλλα τόσα τα συναισθήματα που προκαλούσε η ανατολίτικη και βυζαντινή συνάμα ψαλμωδία. Βιώναμε ένα πρωτόγνωρο θρησκευτικό συναίσθημα που δεν το είχαμε ξαναζήσει στο δικό μας σαματατζίδικο Πάσχα.
Συνεχίσαμε τον ποδαρόδρομο. Στην αυλή μιας αρμένικης εκκλησίας ετοίμαζαν έναν Επιτάφιο-τον στόλιζαν με σοβαρό ύφος δυο αδύνατα αγόρια και μια κοπέλα με υπέροχα σχιστά μάτια. Οι κινήσεις τους υπάκουαν σε μια θρησκευτική τελετουργικότητα.
Το βράδυ πήγαμε στην εκκλησία των Σύρων Ορθοδόξων, όπως μας υπέδειξε ο Τόνι, και ακολουθήσαμε τον Επιτάφιο. Προπορευόταν η μπάντα παίζοντας ένα θλιβερό μονότονο σκοπό που έδινε και τον αργό βηματισμό. Ακολουθούσαν οι πρόσκοποι και στη συνέχεια οι πιστοί. Ο μακρύς ξύλινος Σταυρός, χωρίς Εσταυρωμένο, αποτελούσε σημάδι αναγνώρισης της ακολουθίας. Κόσμος πολύς, περιποιημένος, και ανάμεσά τους πολλά νέα άτομα με καθαρά και λαμπερά πρόσωπα. Ταμπούρλα, ύμνοι και ψαλμωδίες σε κάθε στάση της περιφοράς ΄ δεκαπέντε Φαϊρούζ μαζί και η Καϊρούζ από δίπλα, η ανιψιά της. Δροσερή η βραδιά. Σταυροκοπήθηκα ανυπόκριτα.
Στο μεταξύ, καθώς εμείς βρισκόμασταν ήδη ανάμεσα στο πλήθος, εντοπίσαμε τον Τόνι να περιμένει διακριτικά στο απέναντι πεζοδρόμιο. Με ένα νεύμα προστέθηκε στην παρέα μας, πήρε ένα κερί στο χέρι, και προχώρησε μαζί μας σιωπηλός, αψηφώντας την μουσουλμανική του πίστη. Όταν τελείωσε η περιφορά του Επιταφίου, ξέραμε ότι δεν θα γλυτώναμε την πρόσκλησή του. Μας έβαλε σε ένα ταξί και ύστερα από λίγη ώρα φτάσαμε στα προάστια της πόλης, σε μια καινούργια σχετικά συνοικία, πυκνή και απρόσωπη. Ο Τόνι ζούσε με την οικογένειά του σε μια τριώροφη πολυκατοικία, χωρίς ασανσέρ. Μια τσιμεντένια στριφογυριστή σκάλα μας ανέβασε στο διαμέρισμα.
Μας υποδέχτηκε μια λεπτή ασκεπής κοπέλα. Η αδελφή του. Πίσω της ξεπρόβαλε μια ευτραφής γυναίκα τυλιγμένη με άσπρη μαντίλα -η μάνα τους. Σε λίγο παρατηρούσα τη μάνα πιο εξεταστικά: Μελαγχολική και καταβεβλημένη γυναίκα με όμορφα χαρακτηριστικά που δεν τα αδίκησε τόσο ο χρόνος-άντε να πλησίαζε τα πενήντα-όσο η απομόνωση και η παραίτηση από κάτι... Όσο εμείς μιλούσαμε εκείνη καθόταν στην πολυθρόνα, απέναντι στην τηλεόραση, και έψαχνε απεγνωσμένα στα δορυφορικά κανάλια σαν να ήθελε να βρει κάτι συγκεκριμένο. Το σπίτι λιτό - με όλα όμως τα απαραίτητα - δείγμα μιας σχετικής οικονομικής ευμάρειας. Είχα χρόνια να δω μωσαϊκό δάπεδο. Το σαλόνι διαχωριζόταν από την τραπεζαρία με γύψινες κολώνες «ελληνιστικού ρυθμού». Ο βερνικωμένος μπουφές, με το συρόμενο τζαμάκι, ήταν γεμάτος αναμνηστικά και μικρά χρυσοστολισμένα ποτηράκια. Κατακόκκινες πολυθρόνες και μπαουλοντίβανα παντού.
Η αδελφή του Τόνι έστρωσε το τραπέζι με φελάφελ και χούμους και εκείνος έφερε άγευστες μπύρες. Αγριοκοιτάξαμε και οι τρεις την σαλάτα με τα ωμά λαχανικά και το τυρί. Προσπαθήσαμε να τα αποφύγουμε κάνοντας πάσα ο ένας στον άλλον: «Μα νηστεύω, δεν θα φάω τυρί, αποκλείεται...»
Πάνω στη συζήτηση μάθαμε αρκετά για τον Τόνι. Ο Τόνι είχε δουλέψει για δυο χρόνια σε ξενοδοχεία της Κύπρου, γι’ αυτό μιλούσε τα ελληνικά με την ιδιαίτερη (άρα Κυπριώτικη) προφορά. Ως μάνατζερ ξενοδοχείου έβγαζε γύρω στις εξήντα χιλιάδες ελληνικές. Λάτρευε τον ελληνικό πολιτισμό και το όνειρό του ήταν να ταξιδέψει στην Αθήνα και να πάει διακοπές στην Μύκονο, την Μέκκα του τουρισμού, όπως την αποκάλεσε. Είχε ακουστά πως αν πας έστω και μια φορά εκεί, δεν χρειάζεται να δεις άλλο τόπο.
Ζαλιστήκαμε με τις μπύρες. Ο Τόνι έβαλε στο κασετόφωνο «ελληνικά» τραγούδια (ντίσκο-τσιφτετέλια) που γνώριζαν μεγάλη επιτυχία στην ανατολική μεσόγειο. Τις επόμενες μέρες, όπου και αν βρισκόμασταν (μαγαζιά, σινεμά, καφενεία), η συριστική φωνή μιας ελληνίδας αοιδούς μας εκδικιόταν για την περιφρόνηση που της είχαμε δείξει στην πατρίδα μας!
«Να χορέψουμε!» φώναξε ο Τόνι.
Κανείς μας δεν κουνήθηκε. Μεγάλη Παρασκευή να στήσουμε χορό σε μουσουλμανικό σπίτι! Ο Χρόνης κρυφογελούσε, ενώ ο Δημήτρης παρακολουθούσε άφωνος τον Τόνι που έριχνε ήδη μια ζεϊμπεκιά με την συνοδεία ενός άλλου συμπατριώτη μας τραγουδιστή -του ιδίου φυράματος με την πετυχημένη που λέγαμε... Ελληνικές δρασκελιές με δερβίσικη περιστροφή!
Η μάνα του Τόνι τσίτωσε το κεφάλι της χαμογελώντας. Έλυσε την μαντίλα της και την άφησε να πέσει στους ώμους. Τα γκριζαρισμένα μαλλιά της πλαισίωσαν ένα στρογγυλό πρόσωπο όπου διαγράφονταν δυο αμυγδαλωτά μελαγχολικά μάτια, όμοια με του γιου της. Βλέπαμε καθαρά μια όμορφη γυναίκα που ασφυκτιούσε πίσω από τον φερετζέ και την καθιερωμένη φορεσιά των μουσουλμανίδων. Με το βλέμμα της ενθάρρυνε τη διασκέδασή μας, ξεπερνώντας προφανώς κάθε συμβατικό κώδικα φιλοξενίας.
Ο Τόνι σχολίασε ότι δεν φιλοξενούσαν συχνά ξένους. Τον παρακάλεσε όμως η μάνα του να τους φέρει στο σπίτι. «Γιατί;» ρωτήσαμε. Εκείνος, αντί για απάντηση, με τράβηξε πρώτο στο σαλόνι παραμερίζοντας τις καρέκλες και το τραπέζι.
Βλέποντας τη χαρά στο πρόσωπο της μεσήλικης γυναίκας αποφάσισα να ενδώσω. Άλλωστε δεν είμαι και από αυτούς που δεν χορεύουν στη ζωή τους και μην σας πω ότι το βάζω και λίγο τάμα, όποτε βρεθώ εκτός Ελλάδας, να ρίξω -δοθείσης ευκαιρίας-και έναν πατροπαράδοτο χορό.
Έτσι βρέθηκα στην «πίστα», ο Τόνι να βαράει παλαμάκια, η μάνα του να κουνάει τα χέρια και το κεφάλι της και η αδελφή του να κοιτάζει τρυφερά τη μάνα που το γλεντούσε. Μία από τις δύο γυναίκες μού πέταξε και ένα μαντήλι να το τυλίγομαι και να το κουνάω ρυθμικά. Θυμήθηκα ένα άλλο τσιφτετέλι πάνω σε κρουαζιερόπλοιο στο Νείλο- εκεί μάλιστα φορούσα κελεμπία που δεν την έβγαλα μέρες μετά... Να μην ξεχάσω και τους χορούς της Τυνησίας, στο μπαρ του Ματζέστικ, με ζωντανή ορχήστρα, ενώ είχε σημάνει το τέλος του ραμαζανιού... Τέλος πάντως, τέλος δεν έχουν οι χοροί...Φαίνεται πήρα το ρόλο μου στα σοβαρά και τα έδωσα όλα. Φέραμε την Ανάσταση δυο μέρες νωρίτερα αλλά -τι πειράζει;-είχαμε πενθήσει δεόντως.
Ξαφνικά εκεί όπως χορεύαμε λικνιστά με τον Τόνι πετάγεται η μάνα του και χώνεται ανάμεσά μας. Πρόλαβα να διακρίνω το ξαφνιασμένο βλέμμα της κόρης της που δεν πρόλαβε να την συγκρατήσει. Ήταν αργά για όλη την οικογένεια, από την οποία έλειπε ο πατέρας, να αναχαιτίσουν την κεφάτη μάνα, που κουνούσε τους γλουτούς, τους ώμους και τη μέση, με τόσο μα με τόσο ρυθμό που θα’ έλεγες ότι χόρευε μια ζωή.
Τέτοια τσαλίμια δεν έχω ξαναδεί, όπως θα’ λεγε ο συχωρεμένος, ο παππούς μου, και ξαφνικά μου’ ρθε στο μυαλό μια καταχωνιασμένη ιστορία που η ανήσυχη μνήμη την επανέφερε καθόλου τυχαία στη δεδομένη στιγμή.
Δεκαετία εξήντα, στο χωριό μου, στο Παγγαίο. Εμφανίζεται ένας περιοδεύον θίασος με τουρκάλες χορεύτριες-έτσι τουλάχιστον δήλωναν- για να δώσουν μια παράσταση στο κινηματοθέατρο «Μέγας Αλέξανδρος». Πλήθος οι άνδρες να κατηφορίζουν στο σινεμά για το μπουλούκι. Και ενώ, πάνω στην σκηνή, χορεύουν οι ζουμερές μουσουλμάνες, πετάγεται ο πρόσφυγας παππούς μου-όμορφος πενηντάρης και κοτσανάτος1, και αρχίζει να λικνίζεται μαζί τους ξεσηκώνοντας τους υπόλοιπους αρσενικούς από χαρά και οργή. Γιατί, οι άλλοι, παρά το γεγονός ότι διασκέδαζαν με τις αλλόφυλες χορεύτριες δεν τολμούσαν να τις αγγίξουν μην και «μολυνθούν». Μόνον ένας τις έπιανε και τις πιλάτευε. Ποιος άλλος; Ο Θόδωρος, ο ουτσής!2. Βούιξε το χωριό την άλλη μέρα: ακούς εκεί να χορέψει με τουρκάλα! Να πάει να ξαναβαπτισθεί! Η γιαγιά έπεσε σε μελαγχολία. Για καιρό τον έβλεπαν ως μιασμένο.
Έτσι τώρα κι εγώ χόρευα με μια αλλόπιστη που θα μπορούσε να ήταν μάνα μου-λίγο δύσκολο γιαγιά μου-αν και θα το’ θελα να είχα μια τέτοια γλεντζού συγγενή. Με τι κέφι χόρευε αυτή η γυναίκα! Τι στριφογυρίσματα, τι ρυθμικότητα! Για μια στιγμή, καθώς ακουγόταν ένα «λάτιν-τσιφτετέλι» ελληνικής επινόησης, με άρπαξε από τα χέρια προσπαθώντας να με οδηγήσει στα βήματα του ταγκό.
Χορέψαμε αρκετή ώρα μέσα σε ένα πανδαιμόνιο χαράς ώσπου η γυναίκα αποτραβήχτηκε με μια υπόκλιση. Ξαναφόρεσε τη μαντίλα της, τυλίχτηκε στα μακροφόρια και, αφού μας καληνύχτισε όλους, αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαρά της. Δεν παρέλειψε να μας ξανακαλέσει, μιλώντας άψογα αραβικά, στο σπιτικό τους. Όρκο δεν παίρνω-μέρες άγιες ήταν-αλλά μου φάνηκε ότι μου έκλεισε και λίγο το ματάκι, όχι τίποτε πονηρό αλλά σαν σινιάλο ευχαρίστησης...
«Και γιατί σε φωνάζουνε Τόνι;» ρώτησα τον γιο που έδειχνε ευτυχισμένος με το απροσδόκητο γλέντι της βραδιάς. Ξεκουραζόμασταν σε ένα μπαουλοντίβανο απ’ όπου ξεχείλιζαν μαξιλαράκια κεντημένα με δαιδαλώδη διακοσμητικά μοτίβα. Η αδελφή, ελαφρώς αμήχανη από το ξέσπασμα της μάνας της, αφού μάζεψε πρώτα το τραπέζι, έφυγε να κοιμηθεί.
«Επειδή είμαι μισός Σύρος και μισός Αργεντινός», δήλωσε αυτός ελαφρά συγκινημένος.
Εμείς μείναμε εμβρόντητοι. Έτσι εξηγιόταν η άνεση και το μπρίο για Μουσουλμάνο. Ναι, τώρα θυμήθηκα ποιον χολιγουντιανό ηθοποιό μου θύμιζε. Εκείνον που έπαιζε τους λατινοαμερικάνους... Πώς τον έλεγαν όμως;
«Και ποιος απ’ τους δυο είναι Αργεντινός;», ρωτήσαμε με μια φωνή.
«Η μάνα μου!»
Η μάνα του! Εκείνη μάλλον θα κοιμόταν ευτυχισμένη. Ο Τόνι έβγαλε τα παπούτσια του και έμεινε με τις άσπρες κάλτσες που τόσο πολύ τις φοράνε στα μέρη του. Χαλάρωνε. Σίγουρος ότι θα μας ενδιέφερε η ιστορία του ζήτησε ένα τσιγάρο κι ας μην κάπνιζε ποτέ.
«Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός...»
Ταξίδευε με εμπορικά πλοία σε όλο τον κόσμο. Έφευγε από το λιμάνι της Λατάκειας και περνούσε χρόνος για να επιστρέψει στην πατρίδα του. Σε ένα από τα μακρινά του ταξίδια, στην Αργεντινή, γνώρισε μια όμορφη κοπέλα, μόλις δεκάξι χρόνων. Ήταν κι αυτός όμορφος-γύρω στα εικοσιπέντε-«εμένα έμοιαζε», τόνισε ο Τόνι χωρίς δισταγμό- και την κουβάλησε στην Συρία. Βέβαια υπήρξαν κάποιες δυσκολίες μέχρι να διευθετηθεί ο γάμος, αλλά φαίνεται πως και οι δυο τους ήταν τρελά ερωτευμένοι.
«Και πώς έτυχε να γνωριστεί με ένα τόσο μικρό κορίτσι;» ρωτήσαμε και οι τρεις μαζί, οι φιλοξενούμενοι.
Ο Τόνι δεν γνώριζε τις επακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες γνωρίστηκαν οι γονείς του. Η μικρή κοπέλα έδειχνε ενθουσιασμένη που έφευγε από την άλλη άκρη της γης. Κάπου στον χάρτη έβλεπε μια χώρα, κοντά στην θάλασσα και πολλές άλλες χώρες τριγύρω. Δυο ήπειροι μαζί, Ασία και Ευρώπη και η Αφρική παρακάτω... Πού να ‘ξερε όμως η μικρή νοτιοαμερικάνα ότι θα έμπαινε σε μια εντελώς διαφορετική ζωή. Στην αρχή άντεξε υπομονετικά όλη την αλλαγή, βλέπεις η αγάπη είναι μεγάλο στήριγμα. Όμως πρακτικά δυσκόλευαν τα πράγματα: άλλαζε πίστη, συμπεριφορά, καθημερινότητα. Με τον καιρό μεταμορφωνόταν σε ντόπια, καλυπτόμενη κάτω από την καινούργια της αμφίεση, ώσπου αφομοιώθηκε στο καινούργιο περιβάλλον και ξέχασε εντελώς την πατρίδα της. Ξεχνιέται όμως μια πατρίδα;
«Μεταξύ μας» είπε ο Τόνι χρησιμοποιώντας σωστά ακόμη και αυτή την φράση, «μαράζωνε από νοσταλγία αλλά δεν το έλεγε. Είναι πολύ περήφανη και υπομονετική γυναίκα. Ο πατέρας μου συνέχισε να ταξιδεύει και της υποσχόταν ότι θα την έπαιρνε μαζί του, να ξαναδεί τα μέρη της. Όμως, καθώς την παντρεύτηκε, έπαψε να ταξιδεύει σ’ εκείνες τις θάλασσες. Προτίμησε τις πιο κοντινές. Η μάνα μου το κατάλαβε. Της έταζε ότι θα πήγαιναν αεροπορικώς. Με τον καιρό η μάνα μου σταμάτησε κάθε επαφή με τους δικούς της. Δεν ήταν και καμιά μεγάλη οικογένεια. Είχε μεγαλώσει με μια θεία της. Αληθινούς γονείς δεν γνώρισε ποτέ. Όταν πέθανε ο πατέρας μου από κακιά αρρώστια...»
Ο Τόνι βούρκωσε στην αναφορά του πατέρα του. Παράξενη αντίδραση, έβγαλε τις κάλτσες του και αφού τις έκανε ένα πάνινο μπαλάκι τις πέταξε στην άλλη άκρη του δωματίου. Τα ποτά τον ζάλισαν κανονικά. Όταν πέθανε λοιπόν ο πατέρας του εκείνη βυθίστηκε στη θλίψη. Δεν έβγαινε ούτε έξω στη γειτονιά. Ποιος θα την πήγαινε να ξαναδεί την πατρίδα της; Βρισκόταν τόσο μακριά. Και δεν ήταν μόνον αυτό. Καταλάβαινε ότι κάπου εδώ τελείωνε για πάντα η ζωή της ως γυναίκα. Και ήταν τόσο νέα και μόνη...
«Εγώ της το υποσχέθηκα» είπε ο Τόνι ξεκουμπώνοντας τώρα το πουκάμισό του, «να την πάω έστω για μια φορά στην Αργεντινή. Έχω κι εγώ περιέργεια να δω πώς είναι η χώρα που ανήκω μισός. Όμως πρέπει να δουλέψω πολύ για να βρεθούν τόσα χρήματα. Το ταξίδι είναι μακρινό, είναι δύσκολο. Δεν ξέρω αν μας δώσουν βίζα. Και να πάμε, ποιον ξέρουμε; Θα είμαστε σαν τουρίστες, μάνα και γιος. Μήπως θα ζει η θεία; Θα την θυμούνται τα ξαδέλφια της; Μπορεί να μην την συγχώρεσαν από τότε που έφυγε...».
Λίγο πριν βγάλει και το λευκό φανελάκι του, αργά, μετά τα μεσάνυχτα, σηκωθήκαμε να φύγουμε. Μας έβαλε σε ένα ταξί και γυρίσαμε στο ξενοδοχείο σκεπτικοί. Πρώτος ο Χρόνης άρχισε να τρέχει στην τουαλέτα και εγώ περίμενα την σειρά μου αναπηδώντας στους ίδιους ρυθμούς που χόρευα δυο ώρες πριν. Μαλώναμε ποιος έκανε την αρχή και έφαγε ωμά λαχανικά. Όταν πέσαμε για ύπνο η ιστορία της Αργεντινής κοπέλας στροβίλιζε στο κεφάλι μου και έπαιρνε άλλες διαστάσεις. Ξανάβλεπα τα μελαγχολικά μάτια της γυναίκας που ζωντάνεψαν στη θέα των ξένων επισκεπτών. Ξανάβλεπα με τι χαρά-κοριτσίστικη- χόρευε και λικνιζόταν. Ήμουνα πια σίγουρος ότι αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που ο Τόνι επέμενε να επισκεφθούμε το σπίτι του- δεν ήταν μόνο επειδή αγαπούσε τη ράτσα μας.
«Ελπίζω να μην κουβαλάει τακτικά τουρίστες για να την ψυχαγωγούν!» είπε ο Δημήτρης πικρόχολα μέσα στο σκοτάδι.
«Σιγά μην βρίσκει χορευταράδες Ευρωπαίους!» είπε ο Χρόνης που είχε χωθεί για τρίτη φορά στην τουαλέτα απελπισμένος. Τρικούβερτο γλέντι της εντεροκολίτιδας!
Ανάσταση δεν κάναμε. Στα ερείπια της Παλμύρας και στο διπλανό χωριό δεν υπήρχε εκκλησία. Οι λίγοι χριστιανοί έφυγαν σε γειτονική πόλη για το βράδυ της Ανάστασης. Την επομένη, καθ’ οδόν προς το Χαλέπι, χάλασε το αυτοκίνητο στην ερημιά. Στον γυρισμό, και ενώ περιμέναμε την επιβίβασή μας με την πτήση της Συριακής αεροπορικής γραμμής, ακυρώθηκαν ανεξήγητα οι θέσεις μας. Έξαλλοι βλέπαμε τους Μουσουλμάνους προσκυνητές, που ερχόντουσαν από την Μέκκα, να επιβιβάζονται με τις μποτίλιες του ιερού νερού στη δική μας πτήση και εμείς να παραμένουμε καθηλωμένοι στο έδαφος. Αναχωρήσαμε μέσω Κύπρου μια μέρα μετά.
Στην Κύπρο θυμήθηκα τον Τόνι, υπάλληλο, στα τουριστικά ξενοδοχεία. Ονειρευόταν να αγαπήσει μια ξένη γυναίκα. Μια Ελληνίδα ίσως. Λίγο δύσκολο, ε, Τόνι; Ποια θα ερχόταν να ζήσει στη Δαμασκό, επειδή εσύ έχεις αναλάβει μάνα και αδελφή;
Φθάνοντας στην Αθήνα τους ξέχασα για λίγο ώσπου μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν αυτός! Με παρακαλούσε να του στείλω -έγκαιρα- ένα δισκάκι με τα καινούργια τραγούδια της γνωστής αοιδού προτού κάνουν τον γύρο της Μεσογείου. Με χυμένα μούτρα μπήκα σε ένα δισκοπωλείο και αγόρασα το καινούργιο CD της ΄Άντζελας και του το έστειλα.
Στο ευχαριστήριο τηλεφώνημα, που ακολούθησε, ο Τόνι μου αποκάλυψε κάτι που, όπως μου είπε διστακτικά, δεν το είχε πει σε κανέναν ως τώρα. Το έλεγε σε μένα επειδή κατάλαβε ότι μου άρεσαν οι ξένες ιστορίες: Η μάνα του είχε γνωρίσει τον πατέρα του χορεύοντας. Η θεία της, που φρόντιζε την δεκαεξάχρονη ορφανή, κρατούσε ένα μπαρ για ναυτικούς στο λιμάνι. Έβαζε τη μικρή να χορεύει εκεί μέσα -μια σταλιά κοριτσάκι...
«Ύστερα από σαράντα χρόνια χόρεψε ξανά. Μαζί σου», είπε ο Τόνι. «Ο Αλλάχ να σε φυλάει».
Και έκλεισε βουρκωμένος το τηλέφωνο.
Σημειώσεις:
1, Κανείς μας δυστυχώς δεν κληρονόμησε τα πράσινα μάτια του παρά μόνον τα κουσούρια του: έβριζε (στα τουρκικά) και κάπνιζε πολύ.
2, Έπαιζε ούτι που, επίσης, κανείς μας δεν έμαθε.
Πρώτη γραφή Νέα Σμύρνη 1998
Πρώτη δημοσίευση στην “Οδό Πανός”, τ.116, Απρίλιος-Ιούνιος 2002
Περιλαμβάνεται στην συλλογή διηγημάτων “Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου” Πατάκης 2018.