Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Ένα αφήγημα για την 25η Μαρτίου


Θεόδωρος Γρηγοριάδης


"25 Μαρτίου 1967".


Ενώνουν πάλι τις δυο μεγάλες τάξεις. Ανοίγει η μεσαία πόρτα διάπλατα, αυτή που χωρίζει την Πέμπτη από την Τετάρτη. 'Υστερα ανεβάζουν τα καδρόνια. Τα ίδια πράγματα κάθε χρόνο. Ο επιστάτης ανεβάζει τα πιο βαριά και οι Εκταίοι τα μικρότερα. Τα κορίτσια φροντίζουν τις στολές και τις φουστανέλες.

Εγώ φέτος σαν πιο μεγάλος θα κουβαλήσω εκείνα που λαχταρούσα από την Πρώτη τάξη. Τα μεγάλα χαρτιά. Είναι τυλιγμένα σαν τα χαλιά που μαζεύει η μαμά το καλοκαίρι. Σκληρά χαρτόνια απ' την πολλή μπογιά που 'χουν πάνω τους. Τα βάζουν στην αποθήκη όρθια όλο τον χρόνο και τα προσέχουν μη μουσκέψουν ή μη τα φάνε κάτι παχουλά ποντίκια που τριγυρίζουν στο χωριό.

Εκεί μέσα βλέπεις πολλές σημαιούλες και χάρτινες λωρίδες μπλε άσπρο που γράφουν: «Ζήτω το Εθνος», «Ζήτω η Πατρίς», «Ζήτω ο Βασιλεύς».

Ξετυλίγω το πρώτο χαρτόνι. Ζωγραφισμένο ένα τζάκι με ένα πελώριο παράθυρο στον τοίχο και μπροστά μια κόκκινη πουάν κουρτίνα. Απέξω φαίνονται άδεια τα δένδρα. Γυμνά σαν τα δένδρα του χωριού τον χειμώνα που βλέπω από το παράθυρο της κουζίνας. Στην κουζίνα κοιμάμαι εγώ και λουζόμαστε εκεί μέσα, είναι το μόνο ζεστό δωμάτιο.

Πάνω στη σκηνή δεν είμαι μικρός. Είμαι ένας μεγάλος αλλά δεν έχω σπουδαίο ρόλο, «πρωτοπαλίκαρο» με λένε. Ο ξάδελφός μου πήρε τον πρώτο ρόλο, αφού όλοι οι δάσκαλοι ψωνίζουν από το μπακάλικο του θείου Χαρίλαου και κάνουν χατίρια πιο πολύ στον Χρήστο.

«O Xρήστος είναι πιο ζωηρός απ' τον δικό σας» λέει στη μαμά μου ο δάσκαλος, ο κύριος Λάζαρος, στη γιορτή μου. Είχαν έρθει επίσκεψη είκοσι τρία άτομα, τα μέτρησα.

«Ο Χρήστος τρέχει στην αυλή, ο δικό σας κάθεται στα πεζουλάκια και κοιτάζει τα άλλα παιδιά».

Δεν μπορώ να ακούσω άλλο γιατί με στέλνουν μέσα να κοιμηθώ, στο πίσω δωμάτιο το σκοτεινό. Ακούγεται το ρέμα, τρέχουν πολλά νερά από το βουνό.

Πρωτοπαλίκαρο, άρα δεν φοβάμαι κανέναν, αλλά μου φαίνεται πως θέλω να πάω προς νερού μου. Ετσι το λέμε ευγενικά. Ανοίγω το παράθυρο και ίσα κάτω. Φτύνω τρεις φορές για να μη μου συμβεί κακό. Στο σαλόνι ακούγονται να πίνουν και να τραγουδάνε. Ετσι μαζεύονται στη γιορτή μου κάθε χρόνο, οι καλύτεροι του χωριού, πρόεδρος, δάσκαλοι.

«Θα πιω κρασί ένα βαρέλι» λέω δυνατά στη σκηνή και κοιτάζω τον κόσμο κάτω.

Ο ξάδελφος εξόντωσε όλους τους Τουρκαλάδες και έχουμε πανηγύρι. Μόνον αυτό λέω: «Θα πιω κρασί ένα βαρέλι». Δυο ώρες έργο. Η μαμά ήταν στεναχωρημένη, την έβλεπα κρυμμένος πίσω απ' τις κουρτίνες.

Ξέρω όλα τα λόγια του Χρήστου. Τα ακούω κάθε μέρα στην πρόβα. Στο σπίτι τα ξαναλέω, μόνος, απέξω. Κρεμάω και μια χρωματιστή κουρελού για σκηνικό. ΄Ερχεται την κατεβάζει η μαμά. «Ολο χαζομάρες κάνεις».

Πουθενά δεν μου δίνουν καλό ρόλο.

Στο δεύτερο χαρτόνι είναι ζωγραφισμένο ένα τοπίο με πλάτανο και μια βαθιά ρεματιά. Εκεί μπροστά αναπαύονται τα παλικάρια μετά τη μάχη. Από τον γκρεμό πέφτουν τα κορίτσια του Ζαλόγγου. Κάτω από τον πλάτανο ξαπλώνει ο ξάδελφος και μιλάει, ενώ τα παλικάρια τον κοιτάμε.

Σε ένα τέταρτο θα γυρίσει ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΗΣ στο σπίτι για το πανηγύρι. Εκεί θα γιορτάσουμε τη νίκη πίνοντας. Μόνον εκεί μιλάω ότι θα πιω κρασί ένα βαρέλι. Αν όμως πλακώνανε τώρα οι Τούρκοι και πληγώνανε τον ξάδελφο, θα έβγαινα στη σκηνή. Θα τους κυνήγαγα μέχρι τον γκρεμό, να τους γκρεμοτσακίσω. Παίρνω στον ώμο τον ξάδελφο και τον φέρνω πίσω. Ολοι στο σπίτι μ' αγκαλιάζουν που τον έσωσα και τους διηγούμαι το κατόρθωμά μου. Χειροκροτούν από κάτω οι χωριανοί. Η μαμά είναι ευχαριστημένη που είμαι πρωταγωνιστής.

«Μπράβο» μου λέει ο κύριος Λάζαρος. «'Ησουν υπέροχος. Του χρόνου θα σε βάλουμε στον ρόλο του Μεγαλέξανδρου».

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ λέγεται ο σινεμάς. Εκεί μας πηγαίνουν με γραμμή, όταν φτάνει διαταγή για να δούμε ταινία. Εχουμε δει τη «Βίβλο». Την «Οδύσσεια» με Αμερικανούς. Ομως εγώ πάω και μόνος μου κρυφά ή με τον θείο Αντώνη που με βάζει τζάμπα. Αυτός δεν χάνει έργα. Να μη χάνω έργα.

«Οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου» λέγεται ο δρόμος από την πλατεία μέχρι το τελευταίο προσφυγικό σπίτι ανεβαίνοντας προς το κάστρο. Εκεί είναι το κάστρο του, όμως Αλέξανδρος είναι και ο φίλος μου ο Αλέκος, μικρός όμως.

Ρωτάω τον Ουζούν Σάββα που έχει δει τόσους βασιλιάδες.

«Σίγουρα» μου λέει «ο Αλέξανδρος έζησε κοντά στο χωριό. Ο προπάππος μου τον είχε δει όταν περνούσε από την Ασία».

Ο Ουζούν Σάββας είναι αδελφός της γιαγιάς και ήρθανε από τη Σαμψούντα. Ουζούν στα τουρκικά σημαίνει ψηλός. Ο παππούς δεν τον χωνεύει και του πετάει άσχημες λέξεις. Η γιαγιά κατεβάζει τα μούτρα της. Μιλάνε με τούρκικες παροιμίες. 'Οταν θέλουν να πούνε κάτι δικό τους, το λένε μόνο στα τούρκικα. Ακόμη κι ο μπαμπάς με τον παππού έτσι συνεννοούνται. Σκάνε στα γέλια.

«Αυτή είναι η γλώσσα των εχθρών μας» τους λέω. «Αφού στη σχολική γιορτή σκοτώνουμε συνέχεια τους Τουρκαλάδες».

'Ομως αυτός λέει, «μια χαρά ήμασταν όλοι μαζί κάποτε».

'Υστερα πιάνει το ούτι και αρχίζει να τραγουδάει, ποιος ξέρει σε ποια γλώσσα.



Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, στις ΝΗΣΙΔΕΣ,  Μάρτιος 2019

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

Η όαση Σίουα και ένα διήγημα από τους "Χάρτες"..

 Ο  ΗΛΙΟΣ  ΤΗΣ  ΕΡΗΜΟΥ



Από την Αλεξάνδρεια στην Μάρσα Ματρούχ νύχτα φτάσανε. Η πόλη, Φεβρουάριο μήνα, χωρίς την καλοκαιρινή της στολή, έμοιαζε αφημένη, κακοφωτισμένη. Λακκούβες στους δρόμους, απόνερα, στυμένα και πατημένα φρούτα, ένα δρόμος μακρόστενος το παζάρι με γλόμπους για τους νυχτερινούς πελάτες. Θλιμμένο μισοάδειο ξενοδοχείο. Δεν τους αρέσει. Άντε να ξημερώσει να μπούνε και πάλι στο φορτηγάκι και να φτάσουνε στην Όαση. Είμαστε αρχές του ενενήντα-έχει σημασία. Σε δέκα χρόνια η όαση Σίουα θα είναι κόλαση, γεμάτη εξοχικά και βίλες. Μια φήμη που έλεγε ότι ο τάφος του Μεγαλέξανδρου κείται εκείθε, έφερε κόσμο, λεφτά και τσιμέντο. Ο Στέργιος τελεί χρέη κάμεραμαν, ο Διονύσης συντονίζει, γράφει κείμενα, διεκπεραιώνει την έρευνα.

Στη θέση του οδηγού λαγοκοιμάται ο Αιγύπτιος οδηγός καθώς μπαίνουν στην στεππώδη έρημο ΄ δρόμος χαραγμένος σε μια ευθεία, κιτρινισμένο δέρμα φιδιού, ένας ορίζοντας, ένα αβαθές τοπίο. Ο Διονύσης κοιμάται κι ας κουνάει συνεχώς το νοικιασμένο λεωφορειάκι. Ο Στέργιος άγρυπνος, με την κάμερα παραδίπλα, μην προκύψει πλάνο ΄ άλλοι βλέπουν με τα μάτια και άλλοι με την κάμερα. Τρεισήμιση ώρες ταξίδι. Τίποτε στον ορίζοντα. Κιτρινίλα, θαμπή χειμωνιάτικη μέρα που δεν ολοκληρώθηκε στην καρδιά της Σαχάρας.

Γιατί να’ ρχόταν ως εδώ ο Αλέξανδρος; Οι μύθοι κι οι πηγές τον έχουν σίγουρο επισκέπτη, όσο για τον τάφο του, κι αυτός σαν μύθος φυτρώνει παντού. Και ιδού μια νησίδα στη μέση του πουθενά, με χαμηλούς λόφους, φοίνικες που τους κατατρώγει ύπουλα η έρημος και κόκκο κόκκο ετοιμάζεται να απορροφήσει οποιαδήποτε μορφή βλάστησης. Περήφανη κατάρα, έρημος, μεταλλασσόμενη. Πλίνθινα σπίτια, κάρα, ζώα στους δρόμους, χαλασμένα ποδήλατα, μισόγυμνα παιδιά, η πισίνα της Κλεοπάτρας, μια στέρνα με στάσιμα νερά. Ένα καφενείο παράγκα, ένα τεράστιο τσουκάλι που χωράει ολόκληρον άνθρωπο και όπου βράζει συνεχώς το ρύζι ΄ μαύρο τσάι: σφίγγει το έντερο.

Ο τόπος του τάφου σαν πλάνη. Οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι εδώ. Μια Ελληνίδα ουρλιάζει ότι ξέρει για Εκείνον, για την Ταφή του, μια Ελληνίδα αρχαιολόγος στην έρημο αντί σε άσυλο. Την φωτογραφίζουν, τριγύρω…

Απέμεινε ο ναός του Άμμωνος Διός, από εκεί που πήρε τον χρησμό ο Αλέξανδρος για να κατακτήσει τον μισό κόσμο για να χάσει μια ολόκληρη ζωή. Ανηφοριά: άμμος, πέτρες και χώμα. Ερειπωμένα κτίρια. Άντε μια ανάσα μέχρι την κορυφή. Το μονοπάτι ήσυχο, ένα σκυλί γαυγίζει στην άκρη της λίμνης που στερεύει, που μαζεύεται. Ο Διονύσης ανεβαίνει και χώνεται ανάμεσα στα μισογκρεμισμένα δώματα. Είναι πολλοί οι αιώνες, πάρα πολλοί και πάλι καλά που απέμειναν και αυτά τα ντουβάρια. Τριγύρω η όαση, στο βάθος, όπου και να δει ως προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, το άδειο.

Κουράζεται και κάθεται καταγής με το φόβο κάποιος σκορπιός ή ένα φίδι, που δεν κοιμήθηκε ποτέ, να του επιτεθεί.  Δεν μπορεί κάτι θα έπαθε, εδώ και λίγα λεπτά αφουγκράζεται κάθε χτύπο, κάθε ήχο από παντού, έχει διευρυνθεί η ακοή, η αίσθησή της τεταμένη. Λένε πως τα σκυλιά μυρίζοντας αναγνωρίζουν από δεκάδες μέτρα. Κι άλλοι, αγγίζοντας στα σκοτάδια, υφαίνουν την χαμένη όραση. 

Όμως αυτός, μάτια έχει, μυρωδιά δεν του λείπει αλλά ακούει, ακούει συνεχώς, λες και οι ήχοι, που γυροφέρνουν τον τόπο, ξαναγυρνούν, δεν πάνε χαμένοι. «Τίποτε δεν πάει χαμένο στον κόσμο μας», ομολογεί και κλείνει τα μάτια. Κάθε μόριο, κάθε πληροφορία, κάθε χτύπος περιμένουν να τα περισυλλέξεις και να τα σμίξεις σε νόημα.

Και τι δεν ακούει που δεν ακούμε εμείς. Τι γδούπους, τι οιμωγές, τι προσευχές, τι γλώσσες-αλήθεια τι γλώσσες, πώς προφέρονταν οι γλώσσες; Είχαμε τα ίδια δόντια, τα ίδια χείλη για να συλλαβίσουν τα δικά μας νοήματα; Είχαμε τα ίδια νοήματα; Κι όμως νομίζει ότι αναγνωρίζει τους σπασμούς που όλο και τον πλησιάζουν εκκωφαντικά.

«Πείτε του την αλήθεια, μην προχωρήσει παρά πέρα. Ας χτίσει μια πόλη κι ας βασιλεύσει ήσυχα».

Ποιος μιλάει; Μα ο ίδιος! Ποιος τον αναγκάζει να μιλήσει στη γλώσσα του και να προειδοποιήσει τον Βασιλιά; Να λοιπόν τι ήταν οι μαντείες: ήταν λόγια γυρισμένα στη γλώσσα που ήθελαν να ακουστεί ώστε να περάσει το μήνυμα. Που συνέλλεγαν τους σκορπισμένους ήχους και τις πληροφορίες σε μια στιγμή, τη δεδομένη στιγμή, την επερχόμενη, όταν θα επιτελούνταν οι πράξεις των ανθρώπων.

Ο Διονύσης κατηφόρισε στο κέντρο του χωριού. Σκοτείνιαζε και μόνον το τριώροφο ξενοδοχείο-μπετόν σκέτο-είχε δική του γεννήτρια. Ο Στέργιος τον περίμενε στο καφενείο με ρύζια βρασμένα, τσάγια πολλά και καναδυό ντόπιους να προσπαθούν να συννενοηθούν μαζί του. Κάθισε δίπλα τους σκεπτικός.

«Έχεις κάτι;» τον ρώτησε ο Στέργιος.

«Τίποτε δεν έχω». 

Άρχισε να τρώει ρύζι και η ακοή του μίκρυνε, το τούνελ έκλεινε και ξαφνικά μόνον ο θόρυβος του πηρουνιού ακουγόταν. Δεν είχε λόγο να εξηγήσει οτιδήποτε, ΄Ηταν πολύ αργά πια για να προειδοποιήσει.





Από την συλλογή διηγημάτων ΧΑΡΤΕΣ, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, 2007










Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Ελληνοτουρκικό βιβλίο



Tufan Erbaristiran

Karsi kiyinin Yankisi 

("Ο αντίλαλος της απέναντι όχθης")

Ανάλυση ενός διηγήματος του Θεόδωρου Γρηγοριάδη και ενός της Μαρίας Σκιαδαρέση. 


Κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Τουρκία από τις εκδόσεις doruk το βιβλίο του συγγραφέα και κριτικού λογοτεχνίας Τουφάν Ερμπαριστιράν (γεν. 1957 στην Σμύρνη). Αναλύει ένα δικό μου διήγημα και ένα της Μαρίας Σκιαδαρέση, τα οποία και δημοσιεύονται, δίνοντας γενικότερα στοιχεία για την ελληνική λογοτεχνία. Τα δύο ελληνικά διηγήματα ήταν ήδη μεταφρασμένα στα Τουρκικά και δημοσιευμένα το 2022  στο λογοτεχνικό περιοδικό  Virüs.

Πρόκειται για μια ιδιωτική εκδοτική πρωτοβουλία η οποία παράλληλα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τσουκάτος σε μετάφραση του συγγραφέα και μεταφραστή Θάνου Ζαράγκαλη . Μια λογοτεχνική χειρονομία φιλίας από την απέναντι όχθη.


Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

Διήγημα στον Αναγνώστη

Θεόδωρος Γρηγοριάδης



Christmas dysphoria

    Καθώς έμπαινε ο Νοέμβριος τίποτε δεν τον φόβιζε περισσότερο, ούτε η γρίπη που ενσκήπτει στα μέσα του μήνα, ούτε τα πρώτα κρύα και η υγρασία, όσο η προχριστουγεννιάτικη περίοδος που φυσιολογικά θα κορυφωνόταν τον Δεκέμβριο. Οι πρώτες διαφημίσεις με τζινγλ μπελς είχαν αρχίσει να κατακλύζουν την τηλεόραση και τα μαγαζιά ενώ τα λαμπιόνια κρεμόντουσαν σαν ψεύτικα αστεράκια στις πλατείες και τις κολόνες, θολώνοντας κι άλλο την όρασή του. Όταν μάλιστα είδε στην είσοδο της πολυκατοικίας και το δικό τους δέντρο να το στολίζει η διαχειρίστρια μαζί με μια άλλη κυρία, χαμογέλασε διάπλατα, το θαύμασε υποκριτικά και μπήκε μέσα στο διαμέρισμα όπου δεν περίσσευε χώρος για καμιά εορταστική διακόσμηση εκτός από τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες που φώλιαζαν στις σελίδες κάποιων βιβλίων.

Αν υπήρχε μια διαδικτυακή πλατφόρμα όπου μάζευαν υπογραφές για την απαγόρευση των χριστουγεννιάτικων τραγουδιών πρώτος θα έβαζε το όνομά του · ειδικά εκείνο, του Γιωργάκη Μιχαήλ, του αγγλοκύπριου, κάθε φορά που τ΄ άκουγε ανέβαζε παλμούς και άναβαν τα αιμοφόρα του λαμπάκια. Δεν ήταν πάντως έτσι: παιδί απολάμβανε τα Χριστούγεννα, αλλά δεν είναι και της ώρας να αναλυθεί φροϋδικά ή ντελεζικά η δυσφορία των Χριστουγέννων.

Γι αυτό και, όταν άνοιξε τον υπολογιστή του και μπήκε στην -ελεγχόμενη από την Google- αλληλογραφία του, είδε έντρομος το μήνυμα με θέμα “Χριστουγεννιάτικο διήγημα”. Αποστολέας ένα διαδικτυακό περιοδικό που εκτιμούσε και με το οποίο κατά καιρούς είχε συνεργαστεί. Δίσταζε… Διαισθάνθηκε τί του ζητούσαν… Όχι, παιδιά, όχι κι εσείς, γιατί μου το κάνετε αυτό; Μπα, δεν θα το άνοιγε το μήνυμα, θα το παρέκαμπτε και, αν ποτέ συναντούσε τους εκδότες, θα τους έλεγε ότι… Μα πώς θα ήξεραν εκείνοι ότι το μήνυμα πήγε κατευθείαν στα spam; Γιατί, γιατί, του το ‘καναν αυτό;

Μέχρι το απόγευμα στεκόταν αναποφάσιστος μπροστά στο μήνυμα αλλά κατά τις πέντε, μετά τον τελευταίο του καφέ (δέκα λεπτά αργότερα αν τον έπινε θα ξημερωνόταν) πάτησε τον κέρσορα και έλαμψε η αλήθεια σαν το αστέρι στην  κορυφή του στολισμένου δέντρου. Με πολύ ευγενικό τρόπο του ζητούσαν, όπως το είχε προβλέψει, ένα σύντομο διήγημα με θέμα “Χριστουγεννιάτικες ευχές και πρωτοχρονιάτικες επιθυμίας που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ”. Μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου το ήθελαν.

Κατέρρευσε πάνω στην ανατομική καρέκλα του γραφείου την οποία υποψιαζόταν για κάποιες ενοχλήσεις στον προστάτη. Ήπιε μια γουλιά καφέ αλλά τον άφησε στην άκρη μην ανεβάσει κι άλλο πίεση- το πιεσόμετρο βρισκόταν στο διπλανό ράφι με τα μολύβια και τα post it για να καταγράφει τις αυξομειώσεις. Γιατί μου το κάνανε αυτό; Πώς να εμπνευστεί ένα θέμα που σαν καλικάντζαρος εισέβαλε στο σπιτικό για να τον βουρλίσει;

Να απαντήσει ευγενικά και όμορφα ως άλλος Μπάρτλεμπι, θα προτιμούσα όχι; Άραγε θα το εκλάμβαναν στο περιοδικό ως σνομπισμό ή μισανθρωπισμό; Έπειτα, αν απουσίαζε από το αφιέρωμα, τι θα σκέφτονταν οι άλλοι του χώρου, ότι δεν του πρότειναν να γράψει;

Ένα ήταν σίγουρο, του μαύρισαν τη διάθεση είτε έγραφε είτε όχι. Είχε καταπέσει στην ίδια εορταστική παγίδα που επί χρόνια πρόσεχε μην πιαστεί. Και τι θέμα ήταν αυτό; Τι θα πει “επιθυμίες που δεν πραγματοποιήθηκαν;”  Ποιοι είναι αυτοί, αυτές και αυτ@ (ας βάλω και το “@” για κάθε ενδεχόμενο) που θα τον προτρέψουν να ανασκάψει το παρελθόν του και να αναδυθούν όσα απωθημένα δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν; Εντάξει, στα γραπτά μιλάει για τη ζωή του, είναι κι αυτός ένας ακόμη αυτομυθοπλαστικός γραφιάς, αλλά με κάποιους αυτοπεριορισμούς, δεν είναι δα και ο Έντουαρντ Λουί. Όμως, αυτή τη φορά, κάτι τον εμπόδιζε να γράψει ή να σκεφτεί, γιατί πράγματι υπήρχε κάτι που ακύρωνε την επιθυμία του και σχετιζόταν με το πνεύμα των Χριστουγέννων.

Ήταν μια αληθινή ιστορία, είκοσι δύο Χριστούγεννα πριν, είχαν συμβεί κάποια πράγματα που οδήγησαν σε μια άτυχη κατάληξη. Λένε ότι στις διακοπές δοκιμάζονται οι σχέσεις των ανθρώπων ενώ στις γιορτές δοκιμάζεται η μοναξιά τους. Να έγραφε άραγε εκείνη τη ιστορία, σαν “το αγοράκι με τα σπίρτα”; Μα εκείνη τη φάση την κρατούσε βαθιά κρυμμένη, δεν τόλμησε ποτέ να την μεταπλάσει σε κείμενο, θα καθόταν τώρα να την κάνει διήγημα “από 500 έως 1000 λέξεις”; Για λίγες λέξεις θα την ξεπουλούσε; Μήπως να τις κάνουμε 666;


Όχι, αγαπητό μου περιοδικό. Θα προτιμούσα, όχι. Αν και έχω μια ιστορία που ανταποκρίνεται στο θέμα σας θα ήθελα να την ξεγράψω. Μακάρι να ξαναβρεθούμε σε ένα επόμενο αφιέρωμα, αντιεορταστικό, ουδέτερο,  κατευναστικό. Λυπάμαι που δεν πραγματοποιήθηκε η χριστουγεννιάτικη επιθυμία σας, σας εύχομαι καλές γιορτές, με εμπνεύσεις και


(Εδώ σταματάει το μήνυμα που στάλθηκε στο περιοδικό. Ο συντάκτης του μηνύματος, σύμφωνα με πληροφορίες, κρύβεται ή νοσηλεύεται κάπου μέχρι πέρατος της εορταστικής περιόδου).



Αφιέρωμα Ο Αναγνώστης "Μια ευχή που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ"

Δεκέμβριος 2023

Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

Το καλοκαίρι των λογοτεχνών

Στην Καθημερινή , Δεκαπενταύγουστο 2023, δημοσιεύεται ένα αφιέρωμα στο καλοκαίρι των λογοτεχνών από τον Δημήτρη Αθηνάκη με αναφορά σε ένα δικό μου διήγημα "Το τελευταίο καλοκαίρι τους" από τους "Χάρτες", το καλοκαίρι μιας βορειοελλαδίτικης παρέας στα παράλια της Τουρκίας το 1982. Το παραθέτω ολόκληρο:

"ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΟΥ"
Πώς τις έσερναν τις βαλίτσες από λεωφορείο σε ταξί κι από εκεί σε λεωφορείο – ξανά και ξανά. Δέκα μέρες τι τα ήθελαν τόσα λούσα, καλοκαιριάτικα, στα παράλια της Ιωνίας. Αυτές χαμογελούσαν, η Μαρία και η Σάσα, εικοσιπεντάχρονες. Δεν τις ένοιαζε τίποτε, ούτε είχαν συναίσθηση πού βρίσκονταν. Από την άλλη, οι άλλοι τρεις της παρέας γνώριζαν πολύ καλά γιατί είχαν έρθει εδώ. Έκαναν τις βόλτες τους τα βράδια στα πάρκα της Σμύρνης, γνώριζαν αγόρια κι έτρεχαν μαζί τους σε φτωχόσπιτα, σε παράγκες, σε ξενοδοχεία χωρίς κατηγορία. Μόλις έφευγε ο καλεσμένος, έμπαινε στο δωμάτιο και ο ρεσεψιονίστ, να μη μείνει παραπονεμένος κανένας περιτμημένος.
Η Σάσα έφερε κι έναν καινούριο στην παρέα, τον ξαδελφούλη της, τον Άγγελο, ακόμη με την ακμή στο πρόσωπο, γλυκούλης, μόλις τελείωσε το λύκειο και θέλει να πάει σε σχολή μονίμων υπαξιωματικών. Όταν σπάζει ο πάγος, ομολογεί ότι θέλει να ζει μόνο με αγόρια και μόνον ανάμεσά τους. Νωρίς νωρίς βγήκε έξω από την ντουλαπίτσα του.
Η Σάσα γελάει. Χίλια εννιακόσια ογδόντα δύο, καλοκαίρι. Οι άλλοι δύο είναι φίλοι της Μαρίας, ο ένας δουλεύει σε τράπεζα, ο άλλος κρατάει το μαγαζί του πατέρα του στην Καβάλα, γεμάτο υφάσματα για κουρτίνες. Γελάνε. Ο Άγγελος είναι πρώτη φορά που ταξιδεύει εκτός Ελλάδας.
«Μα δεν είναι εκτός» μονολογεί βλέποντας γύρω του τόσα οικεία πρόσωπα.
Κάτω από μια ψάθινη τέντα στο Αϊβαλί, χαλαρωμένοι, χωρίς την ανάγκη ακόμη του αλκοόλ, άντε ένα ρακί. Χωρίς τη βουλιμία του φαγητού, που είκοσι χρόνια μετά θα οδηγήσει τους μισούς σε ανεπνευστήρες. Με τον ήλιο χορτασμένοι και τα γέλια.
«Κι οι Τούρκοι σαν κι εμάς» λένε.
Γελάνε.
Ο Άγγελος έχει ακούσει ότι το καλύτερο μέρος της Ελλάδας και όλου του κόσμου είναι η Μύκονος. Εκεί υπηρετούσε στα ραντάρ ένας γείτονάς του και του περιέγραψε πόσο μοντέρνο και ξακουστό είναι το νησί, γεμάτο ξένους, απελευθερωμένους.
«Του χρόνου το καλοκαίρι θα μαζέψω λεφτά και θα πάω…»
Οι άλλοι δύο, ελαφρώς μεγαλύτεροί του, κοιτάζονται μεταξύ τους΄ δεν τους ενδιαφέρει η Μύκονος, γι’ αυτούς όλα τα μέρη είναι ξακουστά, όπου υπάρχουν άνθρωποι οι τόποι είναι διασκεδαστικοί και ζωντανοί. Θα συνεχίσουν να ταξιδεύουν και την επόμενη δεκαετία, άλλοτε έχοντας τη Σάσα μαζί τους και άλλοτε τη Μαρία. Κι εκείνες θα σέρνουν τη βαλίτσα και θα τους ακολουθούν σε ανύποπτες διαδρομές, σε μέρη χωρίς διάσημους. Ο Άγγελος δεν θα ξαναπάει μαζί τους. Το επόμενο καλοκαίρι θα αράξει στη Μύκονο και τέλος Σεπτεμβρίου θα τους συναντήσει για καφέ στην παραλιακή καφετερία της Καβάλας.
«Είμαι ευτυχισμένος, πέρασα στην Αθήνα, στη σχολή υπαξιωματικών. Το πιο ωραίο, γνώρισα στη Μύκονο έναν σαραντάρη από το Σαν Φρανσίσκο. Κόλλησε πάνω μου, με κάλεσε να πάω Αμερική. Ήταν τέλεια στη Μύκονο».
Το Πάσχα της επόμενης χρονιάς ταξίδευαν οι τέσσερις για Αίγυπτο. Αγοράζοντας εφημερίδες στο αεροδρόμιο, μια αγγλική, έτσι, για να υπάρχει ένας κοσμοπολιτισμός στο ταξίδι τους, το μάτι του Μάρκου έπεσε πάνω σε ένα ανησυχητικό δημοσίευμα:
«Ντίνο, για δες εδώ…»
Μιλούσε για μιαν αρρώστια που θέριζε στην Αμερική και είχε αρχίσει να έρχεται και στην Ευρώπη. Κοιτάχτηκαν ανήσυχοι. Δεν ομολόγησαν τους φόβους τους΄ κάτι θα άλλαζε στο εξής, κανένα καλοκαίρι δεν θα ήταν το ίδιο.
Τα κορίτσια ακόμη και στην έρημο έσερναν τις βαλίτσες με τις ρόδες, έτοιμες να αλλάξουν κάθε τρεις ώρες.
«Τι κάνει ο Άγγελος στην Αθήνα;» ρώτησε η Μαρία.
«Περιμένει τον φίλο του από το Σαν Φρανσίσκο».
«Μια χαρά…» είπε η Μαρία.
Οι δύο άλλοι δεν μίλησαν. Μέσα στους τάφους των Φαραώ η ατμόσφαιρα βάραινε σαν να αφαιρούσες τον αέρα. Οι Αιγύπτιοι τα είχαν βρει με τον θάνατο. Οι τέσσερις δεν είχαν ακόμη αρχίσει να τον σκέφτονται. Ο Άγγελος ήδη τον είχε συναντήσει. Τρία χρόνια μετά το καλοκαίρι του στη Μύκονο, έλιωσε. Μόλις είκοσι τριών. Ένας από τους πρώτους που έφυγαν άδικα. Μπορεί και ο πρώτος. Πάντως στον θάνατο κανείς δεν καμαρώνει την πρωτιά.
Τα καλοκαίρια των τεσσάρων σκοτείνιασαν. Οι φίλες αρραβωνιάστηκαν και οι φίλοι κοίταζαν ένοχα γύρω τους. Μια ανάσχεση του κόσμου που ήξεραν.
«Έκλεισε ο κόσμος γύρω μου» έλεγε ο Κλέων. «Ο έρωτας πεθαίνει τον κόσμο. Φρόντισαν να το χαλάσουν κι αυτό…»



Μου αρέσει!
Σχόλιο

Τρίτη 1 Αυγούστου 2023

"Γράμματα στον Frank"

Το έγραψα ειδικά για την Bookpress  αλλά το είχα κρατημένο για καιρό μέσα μου. Διαβάστε το μέχρι τέλους και θα καταλάβετε γιατί. Και δεν θα ναι το πρώτο γράμμα στον φίλο μου Frank.


"Γράμματα στον Frank"

«Πειράζοντας» λίγο το περίφημο «Je est un autre» [«Εγώ είναι ένας άλλος»] του Arthur Rimbaud, λέμε: «Εγώ είναι ένα άλλ@». Ζητήσαμε από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς ιστορίες που έχουν στο κέντρο τους θέματα σχετικά με το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ιστορίες ισότητας και αποδοχής, δεύτερων και τρίτων ευκαιριών στην αγάπη, αλλά και ιστορίες για τη στοχοποίηση του διαφορετικού ή της ελεύθερης έκφρασης. Ξεκινάμε με το διήγημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

14 Ιουλίου 2023

Dear Frank

Εδώ είμαστε πάλι – πενήντα χρόνια μετά. Για την ακρίβεια εγώ είμαι εδώ πενήντα τρία χρόνια μετά. Εσύ άραγε πού βρίσκεσαι; Ήθελα να σου γράψω από καιρό αυτό το γράμμα, το είχα ανάγκη όπως τότε.

Θυμάσαι πώς γνωριστήκαμε, όταν βρέθηκε στα χέρια μου το βιβλίο της Άννας και μου άλλαξε τον τρόπο να εκφράζομαι γράφοντας ημερολόγιο. Στα δεκατέσσερα είχα διαβάσει πολλά βιβλία, κυρίως μυθιστορήματα, που τα δανειζόμουν ή μου τα αγόραζε ο πατέρας μου. Διάβαζα πολύ κι ας είχα τα μαθήματα, τις δουλειές στο μαγαζί μας και στα καπνοχώραφα. Έκλεβα χρόνο για το διάβασμα, υπογράμμιζα φράσεις που μπορεί να τις χρησιμοποιούσα ως καλολογικά στοιχεία στις εκθέσεις μου· τέτοια μας ζητούσαν στο γυμνάσιο.

Και ξαφνικά αυτό το βιβλίο –δεν θυμάμαι πώς ήρθε στα χέρια μου– με συγκλόνισε. Η αγωνία μιας συνομήλικης, κρυμμένης σε ένα δωμάτιο, με τον φόβο αν θα υπάρξει η επόμενη μέρα. Ένιωθα την ανάγκη της να εκφραστεί, να μιλήσει σε μια φίλη, να επινοήσει την ζωή που την στερήθηκε τόσο νέα.

Σάββατο 3-1-1970

Αγαπητέ Frank

Το χαρτί νιώθει τον άνθρωπο λέγει στο ημερολόγιό της η Άννα Φρανκ. Είναι αλήθεια αυτό. Το έχω διαπιστώσει. Αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω... Γι’ αυτό από δω και πέρα θα γίνει η ζωή μου γραμένη, οι εντυπώσεις μου οι επιθυμίες μου.

Η Άννα με το ημερολόγιο ήταν ό,τι χρειαζόμουν: η γραφή, η κρυφή παρέα και ένας φίλος που θα στεκόταν απέναντί μου –ιδεατά– στον οποίο απευθυνόμουν κάθε μέρα. Χρειαζόμουν έναν ξένο φίλο, έναν άνθρωπο να έρχεται απ’ αλλού, γιατί δεν μπορούσα να μιλήσω ανοιχτά με τους συνομήλικούς μου. Παίζαμε, τρέχαμε, όλα όμως σταματούσαν μπροστά σε ένα εμπόδιο, σαν τα ντουβάρια που σκαρφαλώναμε στα μισογκρεμισμένα σπίτια.

Εδώ τα παιδιά του χωριού μου μαζί μεγαλώσαμε και δεν έχει εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον. Γι’ αυτό δημιούργησα εσένα Frank...

Έπειτα, ήταν από καιρό και ορισμένες κραυγές, κάτι λέξεις που εκτοξεύονταν σαν πετραδάκια εναντίον μου κι ακούγονταν βίαια στα αυτιά και στην ψυχή μου· ένας-δύο ήταν αυτοί, τα περισσότερα παιδιά με αγαπούσαν γιατί τους έδινα ιδέες στο παιγνίδι και τους βοηθούσα στα μαθήματα. Όμως φτάνει ένας κακός σπόρος για να χαλάσει τον μπαχτσέ. Κι εγώ δεν καταλάβαινα τι κακό είχα κάνει, ναι, δεν ήμουν ακριβώς σαν κι αυτούς, αλλά μήπως κι εκείνοι ήταν σαν τους άλλους; Πέρασε πολύς καιρός να αντιληφθώ πού ακριβώς διαφέραμε και γιατί δεν ήταν αποδεκτό απ’ όλους. Όμως τότε δεν το γνώριζα κι αναζητούσα έναν δικό μου άνθρωπο. Καθώς είχαμε στρατιωτική χούντα, για έξι ολόκληρα χρόνια στο γυμνάσιο, οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις επέτειναν την προσωπική μου μοναξιά. Απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις 8:00 το βράδυ, υποχρεωτικός εκκλησιασμός, αποβολές για το μακρύ μαλλί ή το φαρδύ παντελόνι, ειδική άδεια για να πάω στον κινηματογράφο που τόσο αγαπούσα. Και από την άλλη μια κρυφή απροσδιόριστη ανησυχία που είχε να κάνει με την αγάπη, την επιθυμία, τον αυτοπροσδιορισμό ενός εφήβου. Αβοήθητος μέσα κι έξω.

Dear Frank

Προέκυψες από το επώνυμο της Άννας – από το άλλο της μισό: βγάζοντας το όνομα, κρατούσα την ιδέα της και ένα ακόμη φασματικό σχήμα. Η Άννα ήταν κορίτσι, όμως το «Φρανκ» μπορούσε να’ ναι και ένα αγόρι, πιο κοντά στο δικό μου φύλο. Έτσι ξεκίνησε το πρώτο μου ημερολόγιο απευθυνόμενος σε σένα και μάλιστα με την προσφώνηση Dear Frank. Γραμμένη στα αγγλικά πρόσθετε ένα ακόμη στοιχείο ξενικότητας, άλλη μια «παρανομία» γιατί έπρεπε να κρύβω το τετράδιο σε ειδικά μέρη μέσα στο σπίτι. Κατά βάθος ήταν μια πράξη αντίστασης, θα ενοχλούσε αν γνώριζαν ότι ένα παιδί δεκατεσσάρων ετών γράφει μυστικά, απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο.

Θυμάσαι τι σου έγραφα... Καθώς είχες μπει πρόσφατα στη ζωή μου, σου περιέγραφα με λεπτομέρειες το σπίτι μου, το χωριό, το σχολείο, την καθημερινότητα, τα κουτσομπολιά που άκουγα, πράγματα που δεν ήθελα να ξεστομίσω, μα έβρισκα πάντα τρόπο να καταγράψω με υπαινιγμούς, με συνθηματικές λέξεις, με σύμβολα αλλά και σε αγγλικά, πρωτόλεια αγγλικά. Άλλωστε πόσο παρελθόν να κουβαλούσε ένας δεκατετράχρονος; Για τον παππού μου, τον Πόντιο πρόσφυγα, σου έλεγα τις ιστορίες που άκουγα απ’ αυτόν, ιστορίες διωγμού και εξόντωσης σαν εκείνες που υπέφερε η φίλη μας. Πάντως την φρικαλεότητα του ολοκαυτώματος δεν την είχα αντιληφθεί τότε ούτε μας διδάχτηκε στο χουντικό γυμνάσιο· μόνον μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη κατανόησα την ασύλληπτη τραγωδία· έκανα μάλιστα παρέα με έναν συμφοιτητή μου από εβραϊκή οικογένεια της πόλης που διασώθηκε από τον εκτοπισμό.

Δευτέρα 19-1-70

Αγαπητέ Φρανκ

Συγχώρησέ μου που έχω να σου γράψω τόσες μέρες. Έχω πάρα πολλά να σου πω. Χθες πήγα στον κινηματογράφο...

Η σχέση μας γινόταν ολοένα και πιο φιλική. Λίγους μήνες μετά (και λίγες σελίδες παρακάτω), ερχόσουν στο χωριό, κατέβαινες από το λεωφορείο, σε φιλοξενήσαμε στο σπίτι, βγήκαμε στο ζαχαροπλαστείο για μια πάστα, ανεβήκαμε στο κάστρο, μιλούσαμε μόνον αγγλικά· ήσουν απ’ αλλού, διαφορετικός, όλοι μας κοίταζαν και μας ζήλευαν μα πιο πολύ εκείνοι οι λίγοι που μ’ ενοχλούσαν. Πόσες φορές δεν ονειρεύτηκα να φύγουμε μαζί, να ταξιδέψουμε μακριά από τον μικρό τόπο που με στένευε όσο μεγάλωνα.

Πέμπτη 5-3-70

Dear Frank

Σήμερα σου ετοιμάζω μιαν έκπληξιν σου γράφω από την εκδρομήν που ήλθαμε και σκοπεύω να μεταφέρω στο κύριο ημερολόγιο αυτάς τας σελίδας.

Μιλούσα μαζί σου, σε ρωτούσα πώς θα ένιωθες κι εσύ σε αντίστοιχες καταστάσεις, προσπαθούσα να σε καταστήσω συνένοχο στις δικές μου ατασθαλίες και πονηριές. Και έφτασα στο σημείο, στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, να ταχυδρομώ δήθεν δικά σου γράμματα, που τα έγραφα ο ίδιος και τα έστελνα σε μένα από την διπλανή κωμόπολη. Πολύ θα ήθελα να τα είχες γράψει πραγματικά εσύ και τη στιγμή που αντιλήφθηκα ότι γίνομαι παράλογος, τα σταμάτησα. Ύστερα χαθήκαμε· τέλειωσα το γυμνάσιο, πέρασα στο πανεπιστήμιο. Συνέχισα να γράφω στο ημερολόγιο αλλά σταδιακά δεν απευθυνόμουν σε σένα. Ως φοιτητής σ’ αναζητούσα ανάμεσα στους συμφοιτητές, στις συνοικίες και στις πλατείες της Θεσσαλονίκης, στις βόλτες στην επαρχία. Γινόμουν πιο εξομολογητικός, είχα στρέψει την φωνή μου εντός μου. Ταυτόχρονα, κυκλοφορώντας στον κόσμο, αισθανόμουν πιο απελευθερωμένος –ίσως πιο θαρραλέος–, με περισσότερη γνώση και πείσμα. Όμως γι’ αυτά θα σου γράψω σε ένα επόμενο γράμμα...

Μια μέρα, περπατώντας στη γειτονιά των Εβραίων, κατευθυνόμενος στον Βαρδάρη, σκέφτηκα την Άννα και τον κόσμο που τα φόρτωναν στα τρένα από την Θεσσαλονίκη προς τα ναζιστικά στρατόπεδα. Τον εκτοπισμό, την εξόντωση κάθε Άννας, την απόλυτη φρίκη της ανθρώπινης ιστορίας αλλά και τις καθημερινές εκτοπίσεις της δικής μου γενιάς, τον ρατσισμό που παραμόνευε από τότε μέχρι σήμερα. Ταυτιζόμουν μαζί τους και μαζί σας. Μου δώσατε φωνή, μου δώσατε ταυτότητα. Εκείνο το βράδυ μέθυσα σε μια υπόγεια ταβέρνα.

Σήμερα, που όλοι μιλάνε για το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, σκέφτομαι πόσο κοντά της βρέθηκα, το 1970, τριάντα χρόνια αφότου το έγραφε, όταν ξεκινούσα κι εγώ –εξαιτίας της– το δικό μου ημερολόγιο που κράτησε χρόνια και με βοήθησε να βρω την προσωπική, συγγραφική μου, φωνή. Τα ημερολόγια γράφονται κρυφά, μα σε κανέναν μην τύχει να το αφήσει πίσω του, με μια λευκή σελίδα, μια άδεια ημερομηνία, με μια ανεπίδοτη προσφώνηση, γιατί τον άρπαξαν και τον έκλεισαν σε ένα στρατόπεδο θανάτου. Φρανκ, εσένα σε γλίτωσα, όχι όμως την Άννα. Ελπίζω να με θυμάσαι, υπάρχεις ακόμη στα δικά μου τετράδια όπως κι εκείνη στην καρδιά μου.

Θάθελα νάμουν μαζί σου Φρανκ στην φανταστική σου χώρα να παίζουμε να βλέπουν και οι άλλοι και να ζηλεύουν. Διότι αυτοί δεν με πολυλογαριάζουν παρά μόνο στην ανάγκη. Ελπίζω με σένα Φρανκ (όχι ελπίζω αλλά είναι) ότι θα με νιώθεις για κάθε τι πράγμα.

Φιλικώτατα Θεόδωρος.

 

grigoriadis agapite frank 1


Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΦΛΟΥΡΙΑ, διήγημα

Για τα 10 χρόνια του "Αναγνώστης"




                    "Τα χρυσά φλουριά"


    Ο ξάδελφος στο μαγαζί τους μου δείχνει τα χρυσά φλουριά. “Δεν είναι μαστίχες”, λέει. “Δεν τις μασάς. Τις φοράνε οι μπαμπάδες εδώ (μου δείχνει πάλι) όταν δεν θέλουν να κάνουν παιδιά”.

    Είμαστε στο μπακάλικο του θείου Αχιλλέα. ‘Ενα μαγαζί με χιλιάδες πράγματα. Τσουβάλια με φασόλια και φακές, πατάτες και ρύζια, κρεμμύδια, χαρούπια, τενεκέδες με βούτυρο, τυριά, σαλάμια… Ξύλινα ράφια γεμάτα κονσέρβες, η ζυγαριά που κουνιέται σαν τραμπάλα, το καντάρι για το βαρύ ζύγισμα, οι καφέ χαρτοσακούλες.

    Και ψηλά, ψηλότερα, πάνω από τα ράφια, κρεμασμένα τα κάδρα. Τοπία με θάλασσες και βουνά, με σκηνές από την Καινή Διαθήκη. Με παλιές γυναίκες που ακουμπάνε σε μπαλκόνια, λουλούδια και πουλιά κρέμονται από τα χέρια τους, αγγελούδια τραγουδάνε γύρω τους. Χαζεύω με τις ώρες τα κάδρα που τα αγοράζουν στους γάμους για δώρα. Μακάρι να’ταν δικό μας το μαγαζί.

    “Να το αγοράσουμε, αλλιώς θα μας φάει και μας η Γερμανία” είπε ο μπαμπάς το βράδυ που ξεσηκώθηκε να φύγει το μισό χωριό με το τρένο από την Δράμα και την Θεσσαλονίκη.

    Τελικά θα αγοράσουμε το μπακάλικο του θείου Αχιλλέα και θα έχουμε δύο δουλειές. ΄Αρα πιο πλούσιοι. Ο μπαμπάς μου λέει ότι περιμένει μεγάλη βοήθεια από μένα στο μέλλον. “Το μαγαζί θα το κρατάς εσύ” μου λέει σοβαρά. “΄’Είσαι πια δέκα χρονών, να το φροντίζεις. Να σέβεσαι τα χρήματα που βγάζουμε”.

    Βγάζει δύο τραπεζικά βιβλιάρια και αρχίζει τους υπολογισμούς.  

    Σπουδαία τα χρήματα. Ανοίγω το συρτάρι και τα μετράω. Τα χάρτινα έχουν μεγάλη αξία. Με ένα κατοστάρικο γεμίζεις μία τσάντα τρόφιμα για ένα μήνα. ΄Ομως οι περισσότεροι δεν έχουν χρήματα. Ψωνίζουν βερεσέ. “Γράψ’ τα” λένε με κατεβασμένο κεφάλι. Φέρνουν το τεφτεράκι, εμείς έχουμε το χοντρό βιβλίο και περνάμε εκεί τα βερεσέδια. Είναι πολλοί χρεωμένοι και θα μας πληρώσουν όταν πουλήσουν τα  καπνά. Καμιά φορά λυπάμαι που είναι  πιο φτωχοί από εμάς.

    Επίσης μου αρέσουν τα νομίσματα.΄Οχι όμως οι δεκάρες. Είναι ελαφριές και τρύπιες, δεν αγοράζεις τίποτε με δεκάρες. Τα άλλα νομίσματα έχουν πάνω τους το κεφάλι του Βασιλιά και από την άλλη μεριά ένα πουλί που τσουρουφλίζεται στις φλόγες.

    Και ξαφνικά θυμάμαι τα χρυσά φλουριά. Οι στρογγυλές τσίχλες βρίσκονται στη βιτρίνα με τα σοκολατάκια, τα πτι μπερ Παπαδοπούλου και τα λουκούμια. Τις ανοίγεις στα δύο και μασάς. Κάνεις  φουσκάλες. Πατ! Σκάνε και κολλάνε στα χείλη. Όμως οι άλλες, τα πονηρά χρυσά φλουριά, σκάω να μάθω τι έχουν μέσα. Τις μασάνε ή τις φοράνε; Τις λένε καπότες, λέξη κακή.

    Σηκώνομαι στις έξι το πρωί και έρχομαι στο μαγαζί γιατί από φέτος δεν με παίρνουν στα καπνά. Βγάζω έξω τα πράγματα, κουβάδες, σύρματα περίφραξης, σκούπες, κοντάρια, φιάλες υγραερίου, τσάπες, όλα βαριά κι ασήκωτα. Όταν δεν έχω δουλειά διαβάζω βιβλία και ακούω ραδιόφωνο. Αν έρθει πελάτης λίγο συγχύζομαι αλλά δεν πρέπει.

    Δεν μπορεί, κάπου τις έκρυψε ο μπαμπάς. Λέω τη λέξη δυνατά και με τρομάζει, γιατί ξέρω… Ξέρω τι τις κάνουν, όμως θέλω να τις δω και από μέσα. Μια μέρα ένας άντρας από τον πάνω μαχαλά με ρώτησε, “πότε έρχεται ο μπαμπάς σου, Θοδωράκη; Θέλω κάτι, εκείνος ξέρει”. Μου έκλεισε το μάτι με νόημα. Εγώ κατάλαβα. Λένε ότι γκαστρώνει κορίτσια.

    Τις βρήκα! Πίσω από τις χτένες και τα τσιμπιδάκια, κάτω από τις κρέμες NIVEA και τα ξυραφάκια ASTOR. Βαλμένες σε ένα χάρτινο κουτί που γράφει “πινέλα”. Ανοίγω προσεκτικά το κουτί και φυσικά δεν έχει πινέλα. Αστράφτουν στο φως. Τρέμω που τις πιάνω. Γεμάτο το κουτί, αν πάρω μία ποιος θα το καταλάβει; Τη χώνω στην τσέπη μου και περπατάω αργά λες και κρύβω πέτρα βαριά.

    Την ανοίγω στα δύο. Τη βάζω στο στόμα, φουσκώνει σαν μπαλόνι,  μεγαλώνει, μακραίνει, ξεφεύγει και πετάει μέσα στο δωμάτιο, προσγειώνεται πάνω στην ντουλάπα. Αυτό μας έλειπε. Να κυνηγάω τώρα και καπότες. Βάζω μια καρέκλα και την κατεβάζω, μαράθηκε. Θα τη τιμωρήσω, την πετάω στην τρύπα της χέστρας, βαθιά μέσα στον βόθρο.

    Κι αν πάρω άλλη μία τι θα γίνει; Θέλω να δω κάτι ακόμη. Την χώνω πάλι στην τσέπη μου, ελαφρόπετρα. Πρέπει να βρω μια ώρα που λείπουν όλοι από το σπίτι. Σκέφτομαι και κάτι άλλο. Να τη γεμίσω με νερό. Μέχρι επάνω. Έτσι μεγαλώνει περισσότερο και γίνεται σαν μπαλόνι. Πλαφ! Σκάει, χύνεται το νερό πάνω στον λουλουδάτο μουσαμά.

    Κι αν τις έχει μετρημένες ο μπαμπάς;

    Ο μπαμπάς με κοιτάζει παράξενα. “Καλά είναι που ψάχνεις και μαθαίνεις το μαγαζί. Αλλά άσε και καμία μέσα, δεν είναι παιχνιδάκι. Τις πουλάμε. Θα τις χρειαστείς κι εσύ μια μέρα”.

    Σιγά σιγά αδειάζει το κουτί και γεμίζει με πινέλα. Όμως και οι στρογγυλές καπότες άλλαξαν συσκευασία, έγιναν τετράγωνες. STOP τις λένε τώρα και τις πουλάει ο ανάπηρος πολέμου στο περίπτερο της πλατείας. Μάλιστα δεν τις κρύβει, τις έχει πάνω στο ραφάκι, δίπλα στα τσιγάρα και τις βλέπουμε πια όλοι, μικροί και μεγάλοι.

 

 

“Οι περιπέτειες ενός μικρού κειμένου” γράφτηκαν το 1980-3 και δημοσιεύονται σποραδικά σε λογοτεχνικά περιοδικά. Τα πρώτα αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στο “Υπόστεγο” της Καβάλας (1988 και 1997). 

Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

"Τσιφτετέλι στην Συρία". Πασχαλινό διήγημα


 

Θεόδωρος Γρηγοριάδης  


        Τσιφτετέλι στην Συρία



            Ακόμα αντηχεί στα αυτιά μου η φωνή του ιμάμη να μας ξυπνάει από τα χαράματα. Φωνή και μιναρές  να διαπερνάνε τον  ορίζοντα  της πόλης,  απέναντι από το ξενοδοχείο Alaa Tower, στο κέντρο της Δαμασκού... Κάτι δεν μας άρεσε στην πασχαλιάτικη  διαμονή μας. Το ταξιδιωτικό γραφείο  μάς πάσαρε το Alaa Tower ως ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων ενώ θύμιζε σκηνικό  ταινιών της δεκαετίας του εβδομήντα. Βελούδινα σαλονάκια και βαριές κουρτίνες παντού. 

Πάντως ο  μάνατζερ του ξενοδοχείου, ο  «Τόνι», όπως  αυτοσυστήθηκε, υπήρξε πολύ φιλικός μαζί μας και αφάνταστα διαχυτικός. Μελαχρινός,  με λευκό  δέρμα, δεν έμοιαζε καθόλου για Άραβας  και ορισμένες στιγμές μου θύμιζε έναν ξένο ηθοποιό-να δεις πώς τον λέγανε...Μιλούσε  με ευχέρεια τα ελληνικά και αυτό το στοιχείο μας  εντυπωσίασε το ίδιο   με  το-καθόλου- αραβικό όνομά του. Ο Τόνι από την πρώτη στιγμή επέμενε να πάμε για φαγητό στο σπίτι του, πράγμα που αρνηθήκαμε, γιατί δεν θέλαμε να  στερηθούμε ούτε μια νύχτα κλεισμένοι σε ένα  συγκεκριμένο χώρο. 

Αρχίσαμε τις βόλτες στους δρόμους, στα σούκς και στα παζάρια. Παζαρεύαμε άχρηστα αντικείμενα και δοκιμάζαμε φεσάκια και κελεμπίες. Παράξενο! Κάθε φορά που  φορούσα την παραδοσιακή στολή των αράβων διαπίστωνα πόσο τους μοιάζω, κι αυτό μ’ ανησυχούσε ιδιαίτερα  γιατί ως τότε πίστευα ότι  υπερίσχυε το ευρωπαϊκό μου προφίλ.  

Ήρεμες φυσιογνωμίες οι Σύροι, κάπως κλειστοί χαρακτήρες,  δεν ενοχλούσαν τους ξένους  ούτε έπεφταν πάνω τους  πιεστικά όπως γινόταν στις Βορειοαφρικάνικες χώρες.  Εδώ δεν συναντούσες τη φτώχεια της Αιγύπτου αλλά ούτε και την γραφικότητά της. Σαφώς η επίδραση του στρατιωτικού καθεστώτος ήταν ανεξίτηλα αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους.

Ήμασταν τρεις: Ο Χρόνης φωτογράφιζε σπίτια και μαγαζιά για ένα  περιοδικό  αρχιτεκτονικής, επιμένοντας στην ανατολίτικη αισθητική. Ο  Δημήτρης έτρεχε στα χαμάμ και στις γειτονιές  αναζητώντας τις συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων, και εγώ  έψαχνα ματαίως στα μικρά φτωχικά βιβλιοπωλεία  καμιά σπάνια έκδοση που να με αφορά. Ήθελα να βρω Έλληνες συγγραφείς μεταφρασμένους στα αραβικά για μια έρευνα που είχα ήδη ξεκινήσει. Υπήρχε μια αρμονία στα ενδιαφέροντα  και στις προθέσεις  της παρέας και σε ένα  συμφωνούσαμε απόλυτα: Αφού  διαλέξαμε να επισκεφθούμε Πάσχα την Συρία θα μπαίναμε στο πνεύμα της Μεγάλης Εβδομάδας μέσα από τις  ακολουθίες στις εκκλησίες των Σύρων Χριστιανών που δεν ήταν και λίγοι όπως μαθαίναμε. 

Γκρίζα και  ατημέλητη η Δαμασκός, ασφυκτιούσε μέσα στην απολυταρχικότητα του καθεστώτος. Το μονοδιάστατο βλέμμα του Προέδρου μάς κάρφωνε  από κάθε πιθανή γωνιά. Οι μεγάλες χρωματιστές αφίσες, με  την φυσιογνωμία του,  εμπόδιζαν το τοπίο στερώντας μας το βάθος του ορίζοντα. Με το ζόρι έψαχνες  μια όμορφη γωνιά για να φωτογραφηθείς, χωρίς να  έχεις  τον ηγέτη  μέσα στο κάδρο.  Σε πολλές άλλες αφίσες φιγουράριζε  ο γιος του, που θύμιζε  τον Σταλόνε με γυαλιά ρέιμπαν, ενώ ένας άλλος του γιος, ο μικρότερος, είχε σκοτωθεί κάνοντας ιππασία. 

Τη τρίτη μέρα της παραμονής μας στο ξενοδοχείο ο Τόνι μας κοίταξε ικετευτικά: «Πότε θα έρθετε σπίτι;» ρώτησε σε κυματιστά ελληνικά  που έγερναν προς τα νησιώτικα. Εμείς αρνηθήκαμε ξανά, κι αυτός ανασήκωσε χαριτωμένα τα  τοξωτά του φρύδια.               

Αντί να αποδεχθούμε την πρόσκλησή του τον ρωτήσαμε ποιον Επιτάφιο να ακολουθήσουμε. Στη Συρία επιβιώνουν όλες  θρησκείες του κόσμου και όλες  Εκκλησίες. Τέτοια κοιτίδα πολύ-θρησκευτικότητας αποκλείεται να στέριωνε στην μονόχνωτη πατρίδα μας. Ο Τόνι μας έδωσε οδηγίες πώς να φτάσουμε σε μια μακρινή χριστιανική γειτονιά. 

«Μπορεί να’ ρθω κι εγώ να σας βρω στις εννιά κι αργότερα πάμε σπίτι».

«Μα  γιατί επιμένει τόσο πολύ γι αυτή την επίσκεψη;» αναρωτήθηκε ο Δημήτρης. 

Μεσημέρι βρεθήκαμε στην «Πύλη του Θωμά» και από κει χωθήκαμε στην γειτονιά των Ορθοδόξων Χριστιανών. Μεγάλη Παρασκευή. Στα στενοσόκακα, και μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες, ακουγόταν η Λιβανέζα  Φαϊρούζ να ψάλλει  την «Ζωή εν Τάφω» στα ελληνικά, με την συνοδεία πολυμελούς ορχήστρας και χορωδίας. Η εκπομπή του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού αναμεταδιδόταν ταυτόχρονα από κάθε σπίτι. ΄Όσα  σπιτικά, τόσα ραδιόφωνα και άλλα τόσα τα συναισθήματα που  προκαλούσε η ανατολίτικη και βυζαντινή συνάμα ψαλμωδία.  Βιώναμε ένα πρωτόγνωρο θρησκευτικό συναίσθημα που δεν το είχαμε ξαναζήσει στο δικό μας σαματατζίδικο Πάσχα. 

Συνεχίσαμε τον ποδαρόδρομο. Στην αυλή μιας αρμένικης εκκλησίας ετοίμαζαν έναν Επιτάφιο-τον στόλιζαν με σοβαρό ύφος δυο αδύνατα αγόρια και μια κοπέλα με υπέροχα σχιστά μάτια.  Οι κινήσεις τους υπάκουαν σε μια θρησκευτική τελετουργικότητα. 

Το βράδυ πήγαμε στην εκκλησία των Σύρων Ορθοδόξων, όπως μας υπέδειξε ο Τόνι, και ακολουθήσαμε  τον Επιτάφιο. Προπορευόταν η μπάντα  παίζοντας ένα θλιβερό μονότονο σκοπό που έδινε και τον αργό  βηματισμό.    Ακολουθούσαν  οι πρόσκοποι και στη συνέχεια οι πιστοί. Ο  μακρύς ξύλινος Σταυρός, χωρίς Εσταυρωμένο, αποτελούσε  σημάδι αναγνώρισης της ακολουθίας. Κόσμος πολύς, περιποιημένος, και ανάμεσά τους πολλά νέα άτομα με καθαρά και λαμπερά πρόσωπα. Ταμπούρλα,  ύμνοι και ψαλμωδίες σε κάθε στάση της περιφοράς ΄  δεκαπέντε Φαϊρούζ μαζί και η Καϊρούζ από δίπλα, η ανιψιά της. Δροσερή η βραδιά. Σταυροκοπήθηκα ανυπόκριτα.        

 Στο μεταξύ, καθώς εμείς βρισκόμασταν ήδη ανάμεσα στο πλήθος,  εντοπίσαμε τον Τόνι  να  περιμένει διακριτικά στο απέναντι πεζοδρόμιο. Με ένα νεύμα προστέθηκε στην παρέα μας,  πήρε  ένα κερί στο χέρι, και προχώρησε μαζί μας σιωπηλός,  αψηφώντας την μουσουλμανική του πίστη. Όταν τελείωσε η  περιφορά του Επιταφίου, ξέραμε ότι δεν θα γλυτώναμε την πρόσκλησή του. Μας έβαλε σε ένα ταξί και ύστερα από λίγη ώρα φτάσαμε στα προάστια της πόλης, σε μια καινούργια σχετικά συνοικία, πυκνή και απρόσωπη. Ο Τόνι  ζούσε με την οικογένειά του σε μια τριώροφη πολυκατοικία, χωρίς ασανσέρ. Μια τσιμεντένια στριφογυριστή σκάλα μας ανέβασε στο διαμέρισμα.  


Μας υποδέχτηκε μια λεπτή ασκεπής κοπέλα.  Η αδελφή του. Πίσω της ξεπρόβαλε   μια ευτραφής γυναίκα τυλιγμένη με άσπρη μαντίλα -η μάνα τους.  Σε λίγο παρατηρούσα τη μάνα πιο εξεταστικά: Μελαγχολική και καταβεβλημένη γυναίκα με όμορφα χαρακτηριστικά που δεν  τα αδίκησε τόσο ο χρόνος-άντε να πλησίαζε τα πενήντα-όσο η απομόνωση και η παραίτηση από κάτι... Όσο εμείς μιλούσαμε εκείνη καθόταν στην πολυθρόνα,  απέναντι στην τηλεόραση, και έψαχνε απεγνωσμένα στα δορυφορικά κανάλια σαν να ήθελε να βρει κάτι συγκεκριμένο. Το σπίτι λιτό - με  όλα όμως τα απαραίτητα - δείγμα μιας σχετικής οικονομικής ευμάρειας. Είχα χρόνια να δω  μωσαϊκό δάπεδο. Το σαλόνι διαχωριζόταν από την τραπεζαρία με γύψινες κολώνες «ελληνιστικού ρυθμού». Ο βερνικωμένος μπουφές, με το συρόμενο τζαμάκι, ήταν γεμάτος αναμνηστικά και μικρά χρυσοστολισμένα ποτηράκια. Κατακόκκινες πολυθρόνες και μπαουλοντίβανα παντού. 

Η αδελφή του Τόνι έστρωσε  το τραπέζι με φελάφελ και χούμους και εκείνος έφερε άγευστες μπύρες. Αγριοκοιτάξαμε και οι τρεις την σαλάτα με τα ωμά λαχανικά  και το τυρί. Προσπαθήσαμε να τα αποφύγουμε   κάνοντας πάσα ο ένας στον άλλον: «Μα νηστεύω, δεν θα φάω τυρί, αποκλείεται...»

 Πάνω στη συζήτηση μάθαμε αρκετά για τον Τόνι. Ο Τόνι  είχε δουλέψει για δυο χρόνια σε ξενοδοχεία  της Κύπρου, γι’ αυτό μιλούσε τα ελληνικά με την ιδιαίτερη (άρα Κυπριώτικη) προφορά. Ως μάνατζερ ξενοδοχείου έβγαζε γύρω στις εξήντα χιλιάδες ελληνικές. Λάτρευε τον ελληνικό πολιτισμό και το όνειρό του ήταν να ταξιδέψει  στην Αθήνα και να πάει διακοπές στην Μύκονο, την Μέκκα του τουρισμού, όπως την αποκάλεσε. Είχε ακουστά πως αν πας έστω και μια φορά εκεί, δεν χρειάζεται να δεις άλλο τόπο.  

Ζαλιστήκαμε  με τις μπύρες. Ο Τόνι έβαλε στο κασετόφωνο «ελληνικά» τραγούδια (ντίσκο-τσιφτετέλια)  που γνώριζαν μεγάλη επιτυχία στην ανατολική μεσόγειο. Τις επόμενες μέρες, όπου και αν βρισκόμασταν (μαγαζιά, σινεμά, καφενεία), η συριστική φωνή μιας ελληνίδας  αοιδούς μας εκδικιόταν για την περιφρόνηση που της είχαμε δείξει στην πατρίδα μας! 

«Να χορέψουμε!» φώναξε ο Τόνι. 

Κανείς μας δεν κουνήθηκε. Μεγάλη Παρασκευή να στήσουμε χορό σε μουσουλμανικό σπίτι! Ο Χρόνης κρυφογελούσε, ενώ ο Δημήτρης παρακολουθούσε άφωνος τον Τόνι που έριχνε ήδη μια ζεϊμπεκιά με την συνοδεία  ενός άλλου συμπατριώτη μας τραγουδιστή -του ιδίου φυράματος με την πετυχημένη που λέγαμε... Ελληνικές δρασκελιές με δερβίσικη περιστροφή! 

Η μάνα του Τόνι τσίτωσε το κεφάλι της   χαμογελώντας. Έλυσε την μαντίλα της και την άφησε να πέσει στους ώμους. Τα γκριζαρισμένα μαλλιά της πλαισίωσαν ένα στρογγυλό πρόσωπο όπου διαγράφονταν δυο αμυγδαλωτά μελαγχολικά μάτια, όμοια με του γιου της. Βλέπαμε καθαρά μια όμορφη γυναίκα που ασφυκτιούσε πίσω από τον φερετζέ και την  καθιερωμένη φορεσιά των μουσουλμανίδων. Με το βλέμμα της ενθάρρυνε τη διασκέδασή μας,  ξεπερνώντας προφανώς κάθε συμβατικό κώδικα φιλοξενίας. 

Ο Τόνι σχολίασε ότι δεν φιλοξενούσαν συχνά ξένους. Τον παρακάλεσε όμως η μάνα του να τους φέρει   στο σπίτι. «Γιατί;» ρωτήσαμε.  Εκείνος, αντί για απάντηση, με τράβηξε πρώτο στο σαλόνι παραμερίζοντας τις καρέκλες και το τραπέζι.

Βλέποντας τη χαρά στο πρόσωπο της μεσήλικης γυναίκας   αποφάσισα να ενδώσω. Άλλωστε δεν είμαι και από αυτούς που δεν χορεύουν στη ζωή τους και μην σας πω ότι το βάζω και λίγο τάμα, όποτε βρεθώ εκτός Ελλάδας, να ρίξω -δοθείσης ευκαιρίας-και έναν πατροπαράδοτο χορό.

Έτσι βρέθηκα στην «πίστα», ο Τόνι να βαράει παλαμάκια, η μάνα του να κουνάει  τα χέρια και  το κεφάλι της και η αδελφή του να κοιτάζει τρυφερά τη μάνα  που το γλεντούσε. Μία από τις δύο γυναίκες μού πέταξε και ένα μαντήλι να το τυλίγομαι και να το κουνάω ρυθμικά. Θυμήθηκα ένα άλλο τσιφτετέλι πάνω σε  κρουαζιερόπλοιο στο Νείλο- εκεί μάλιστα φορούσα κελεμπία που δεν την έβγαλα μέρες μετά... Να μην ξεχάσω και τους χορούς της Τυνησίας, στο μπαρ  του Ματζέστικ, με ζωντανή ορχήστρα, ενώ είχε σημάνει το τέλος του ραμαζανιού... Τέλος πάντως, τέλος δεν έχουν οι χοροί...Φαίνεται πήρα  το ρόλο μου στα σοβαρά και τα έδωσα όλα. Φέραμε την Ανάσταση δυο μέρες νωρίτερα αλλά -τι πειράζει;-είχαμε πενθήσει δεόντως. 

Ξαφνικά εκεί όπως χορεύαμε  λικνιστά με τον Τόνι πετάγεται η μάνα του και χώνεται ανάμεσά μας. Πρόλαβα να διακρίνω το ξαφνιασμένο βλέμμα της κόρης της που δεν πρόλαβε να την συγκρατήσει. Ήταν αργά για όλη την οικογένεια, από την οποία  έλειπε ο πατέρας, να αναχαιτίσουν την κεφάτη μάνα, που κουνούσε τους γλουτούς, τους ώμους και τη μέση, με τόσο μα με τόσο ρυθμό που θα’ έλεγες ότι  χόρευε μια ζωή.  

Τέτοια τσαλίμια δεν έχω ξαναδεί, όπως θα’ λεγε ο συχωρεμένος, ο παππούς μου, και ξαφνικά μου’ ρθε στο μυαλό  μια καταχωνιασμένη ιστορία που η ανήσυχη μνήμη την επανέφερε καθόλου τυχαία στη δεδομένη στιγμή.   

 Δεκαετία εξήντα, στο χωριό μου, στο Παγγαίο. Εμφανίζεται ένας περιοδεύον θίασος με τουρκάλες χορεύτριες-έτσι τουλάχιστον δήλωναν- για να δώσουν μια παράσταση στο κινηματοθέατρο «Μέγας Αλέξανδρος». Πλήθος οι άνδρες να κατηφορίζουν στο σινεμά για το μπουλούκι. Και ενώ,  πάνω στην   σκηνή, χορεύουν οι ζουμερές μουσουλμάνες, πετάγεται ο πρόσφυγας παππούς μου-όμορφος πενηντάρης και κοτσανάτος1, και αρχίζει να λικνίζεται μαζί τους ξεσηκώνοντας τους υπόλοιπους αρσενικούς από χαρά και οργή. Γιατί, οι άλλοι, παρά το γεγονός ότι διασκέδαζαν με τις αλλόφυλες χορεύτριες δεν τολμούσαν να τις αγγίξουν μην και «μολυνθούν». Μόνον ένας τις έπιανε και τις πιλάτευε. Ποιος άλλος; Ο Θόδωρος, ο ουτσής!2. Βούιξε το χωριό την άλλη μέρα: ακούς εκεί να χορέψει με τουρκάλα! Να πάει να ξαναβαπτισθεί! Η γιαγιά έπεσε σε μελαγχολία. Για καιρό  τον έβλεπαν ως μιασμένο. 

 Έτσι τώρα κι εγώ χόρευα με μια αλλόπιστη που θα μπορούσε να ήταν μάνα μου-λίγο δύσκολο γιαγιά μου-αν και θα το’ θελα να  είχα μια τέτοια γλεντζού συγγενή. Με τι κέφι χόρευε αυτή η γυναίκα! Τι  στριφογυρίσματα, τι ρυθμικότητα! Για μια στιγμή, καθώς ακουγόταν ένα «λάτιν-τσιφτετέλι» ελληνικής επινόησης,  με άρπαξε  από τα χέρια  προσπαθώντας να με οδηγήσει στα βήματα  του ταγκό.

Χορέψαμε αρκετή ώρα μέσα σε ένα πανδαιμόνιο χαράς ώσπου η γυναίκα αποτραβήχτηκε με μια υπόκλιση. Ξαναφόρεσε τη μαντίλα της, τυλίχτηκε στα μακροφόρια και, αφού μας καληνύχτισε όλους, αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαρά της. Δεν παρέλειψε να μας ξανακαλέσει, μιλώντας άψογα αραβικά, στο σπιτικό τους. Όρκο δεν παίρνω-μέρες άγιες ήταν-αλλά μου φάνηκε ότι μου έκλεισε και λίγο το ματάκι, όχι τίποτε πονηρό αλλά σαν σινιάλο ευχαρίστησης...

«Και γιατί  σε φωνάζουνε Τόνι;»  ρώτησα τον γιο που έδειχνε ευτυχισμένος με το απροσδόκητο γλέντι της βραδιάς.  Ξεκουραζόμασταν  σε ένα μπαουλοντίβανο απ’ όπου ξεχείλιζαν μαξιλαράκια κεντημένα με δαιδαλώδη διακοσμητικά μοτίβα. Η αδελφή, ελαφρώς αμήχανη από το ξέσπασμα της μάνας της,  αφού μάζεψε πρώτα το τραπέζι, έφυγε να κοιμηθεί.  

«Επειδή είμαι μισός Σύρος και μισός Αργεντινός», δήλωσε αυτός   ελαφρά συγκινημένος.

Εμείς μείναμε εμβρόντητοι.  Έτσι εξηγιόταν η άνεση και το μπρίο για Μουσουλμάνο. Ναι, τώρα θυμήθηκα ποιον χολιγουντιανό ηθοποιό μου θύμιζε. Εκείνον που έπαιζε τους λατινοαμερικάνους... Πώς τον έλεγαν όμως; 

«Και ποιος απ’ τους δυο  είναι  Αργεντινός;», ρωτήσαμε με μια φωνή. 

«Η μάνα μου!»

Η μάνα του! Εκείνη  μάλλον θα κοιμόταν ευτυχισμένη. Ο Τόνι  έβγαλε τα παπούτσια του και έμεινε με τις άσπρες κάλτσες που τόσο πολύ τις φοράνε  στα μέρη του. Χαλάρωνε. Σίγουρος ότι θα μας ενδιέφερε η ιστορία του  ζήτησε ένα τσιγάρο κι ας μην κάπνιζε ποτέ. 

«Ο πατέρας μου  ήταν ναυτικός...» 

Ταξίδευε με εμπορικά πλοία σε όλο τον κόσμο. Έφευγε από το λιμάνι της Λατάκειας και περνούσε χρόνος για να επιστρέψει στην   πατρίδα του. Σε ένα από τα μακρινά του ταξίδια, στην Αργεντινή, γνώρισε μια όμορφη κοπέλα, μόλις δεκάξι χρόνων. Ήταν κι αυτός όμορφος-γύρω στα εικοσιπέντε-«εμένα έμοιαζε», τόνισε ο Τόνι χωρίς δισταγμό- και την κουβάλησε στην Συρία. Βέβαια υπήρξαν κάποιες δυσκολίες μέχρι να διευθετηθεί ο γάμος, αλλά φαίνεται πως και οι δυο τους ήταν τρελά ερωτευμένοι. 

«Και πώς έτυχε να γνωριστεί με ένα τόσο μικρό κορίτσι;» ρωτήσαμε και οι τρεις μαζί, οι φιλοξενούμενοι.

 Ο Τόνι δεν γνώριζε  τις επακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες γνωρίστηκαν οι γονείς του. Η μικρή κοπέλα έδειχνε ενθουσιασμένη που έφευγε από την άλλη άκρη της γης. Κάπου στον χάρτη έβλεπε μια χώρα,  κοντά στην θάλασσα και πολλές άλλες χώρες τριγύρω. Δυο ήπειροι μαζί,  Ασία και Ευρώπη και η Αφρική παρακάτω... Πού να ‘ξερε όμως η μικρή νοτιοαμερικάνα ότι θα έμπαινε σε μια εντελώς διαφορετική ζωή. Στην αρχή άντεξε υπομονετικά όλη την αλλαγή, βλέπεις  η αγάπη  είναι μεγάλο στήριγμα.  Όμως πρακτικά δυσκόλευαν τα πράγματα: άλλαζε πίστη, συμπεριφορά, καθημερινότητα.  Με τον καιρό μεταμορφωνόταν σε ντόπια,  καλυπτόμενη κάτω από την καινούργια   της αμφίεση, ώσπου  αφομοιώθηκε στο καινούργιο περιβάλλον και  ξέχασε εντελώς την πατρίδα της. Ξεχνιέται όμως μια πατρίδα; 

«Μεταξύ μας» είπε ο Τόνι χρησιμοποιώντας σωστά ακόμη και αυτή την φράση, «μαράζωνε από νοσταλγία αλλά δεν το έλεγε. Είναι πολύ περήφανη και υπομονετική γυναίκα. Ο πατέρας μου συνέχισε να ταξιδεύει και της υποσχόταν ότι θα την έπαιρνε μαζί του, να ξαναδεί τα μέρη της. Όμως, καθώς την παντρεύτηκε, έπαψε να ταξιδεύει σ’ εκείνες τις θάλασσες. Προτίμησε τις πιο κοντινές. Η μάνα μου το κατάλαβε.  Της έταζε ότι θα πήγαιναν αεροπορικώς. Με τον καιρό η μάνα μου σταμάτησε  κάθε επαφή με τους δικούς  της. Δεν ήταν και καμιά μεγάλη οικογένεια. Είχε μεγαλώσει με μια θεία της. Αληθινούς γονείς δεν γνώρισε ποτέ. Όταν πέθανε ο πατέρας μου από κακιά αρρώστια...»

  Ο Τόνι βούρκωσε στην αναφορά του πατέρα του. Παράξενη αντίδραση, έβγαλε τις κάλτσες του και αφού τις έκανε ένα πάνινο μπαλάκι τις πέταξε στην άλλη άκρη του δωματίου.  Τα ποτά τον  ζάλισαν κανονικά. Όταν πέθανε λοιπόν ο πατέρας του εκείνη βυθίστηκε στη θλίψη. Δεν έβγαινε ούτε  έξω στη γειτονιά. Ποιος θα την πήγαινε να ξαναδεί την πατρίδα της;  Βρισκόταν τόσο μακριά. Και δεν ήταν  μόνον αυτό. Καταλάβαινε ότι κάπου εδώ τελείωνε για πάντα η ζωή της ως γυναίκα. Και ήταν τόσο νέα και μόνη...

«Εγώ της το υποσχέθηκα» είπε ο Τόνι ξεκουμπώνοντας τώρα το πουκάμισό του, «να την πάω έστω για μια φορά  στην Αργεντινή. Έχω κι εγώ περιέργεια να δω πώς είναι η χώρα που ανήκω μισός. Όμως πρέπει να δουλέψω   πολύ για να βρεθούν τόσα χρήματα. Το ταξίδι είναι μακρινό, είναι δύσκολο. Δεν ξέρω αν μας δώσουν   βίζα. Και να πάμε, ποιον ξέρουμε; Θα είμαστε σαν τουρίστες, μάνα και γιος. Μήπως θα ζει η θεία; Θα την θυμούνται τα ξαδέλφια της;  Μπορεί να μην την συγχώρεσαν από τότε που  έφυγε...».

 Λίγο πριν βγάλει και το λευκό φανελάκι του, αργά, μετά τα μεσάνυχτα, σηκωθήκαμε να φύγουμε. Μας έβαλε σε ένα ταξί και γυρίσαμε στο ξενοδοχείο σκεπτικοί. Πρώτος ο Χρόνης άρχισε να τρέχει στην τουαλέτα και εγώ περίμενα την σειρά μου αναπηδώντας στους ίδιους ρυθμούς που χόρευα δυο ώρες πριν. Μαλώναμε ποιος έκανε την αρχή και έφαγε ωμά λαχανικά. Όταν πέσαμε για ύπνο η ιστορία της Αργεντινής κοπέλας στροβίλιζε στο κεφάλι μου και έπαιρνε άλλες διαστάσεις. Ξανάβλεπα τα μελαγχολικά μάτια της  γυναίκας  που ζωντάνεψαν στη θέα των ξένων επισκεπτών. Ξανάβλεπα με τι χαρά-κοριτσίστικη- χόρευε και λικνιζόταν. Ήμουνα πια σίγουρος ότι αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που ο Τόνι επέμενε να επισκεφθούμε το σπίτι του- δεν ήταν μόνο επειδή αγαπούσε τη ράτσα μας. 

«Ελπίζω να μην κουβαλάει τακτικά τουρίστες για να την ψυχαγωγούν!» είπε  ο Δημήτρης πικρόχολα μέσα στο σκοτάδι.  

«Σιγά μην βρίσκει χορευταράδες Ευρωπαίους!» είπε ο Χρόνης που είχε χωθεί για τρίτη φορά στην τουαλέτα απελπισμένος. Τρικούβερτο γλέντι της εντεροκολίτιδας!  



Ανάσταση δεν κάναμε. Στα ερείπια της Παλμύρας και στο διπλανό  χωριό  δεν υπήρχε εκκλησία. Οι λίγοι χριστιανοί έφυγαν σε γειτονική πόλη για το βράδυ της Ανάστασης.  Την επομένη, καθ’ οδόν προς το Χαλέπι, χάλασε το αυτοκίνητο στην ερημιά. Στον γυρισμό, και ενώ περιμέναμε την επιβίβασή μας με την πτήση της Συριακής αεροπορικής γραμμής, ακυρώθηκαν ανεξήγητα οι θέσεις μας. Έξαλλοι βλέπαμε  τους  Μουσουλμάνους προσκυνητές, που ερχόντουσαν από την Μέκκα, να επιβιβάζονται με τις μποτίλιες του ιερού νερού στη δική μας πτήση και εμείς να παραμένουμε καθηλωμένοι στο έδαφος. Αναχωρήσαμε μέσω Κύπρου μια μέρα μετά. 

Στην Κύπρο θυμήθηκα τον Τόνι,  υπάλληλο, στα τουριστικά ξενοδοχεία. Ονειρευόταν να αγαπήσει μια  ξένη γυναίκα.  Μια Ελληνίδα ίσως. Λίγο δύσκολο, ε, Τόνι; Ποια θα ερχόταν να ζήσει στη Δαμασκό, επειδή εσύ έχεις αναλάβει μάνα και αδελφή;

Φθάνοντας στην Αθήνα τους ξέχασα για λίγο ώσπου  μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν αυτός! Με παρακαλούσε να του στείλω -έγκαιρα- ένα δισκάκι με τα καινούργια τραγούδια της γνωστής αοιδού  προτού κάνουν τον γύρο της Μεσογείου. Με χυμένα μούτρα μπήκα σε ένα δισκοπωλείο και αγόρασα το καινούργιο CD της ΄Άντζελας και του το έστειλα. 

Στο ευχαριστήριο τηλεφώνημα, που ακολούθησε, ο Τόνι μου αποκάλυψε κάτι που, όπως μου είπε διστακτικά, δεν το είχε πει σε κανέναν ως τώρα. Το έλεγε σε μένα επειδή κατάλαβε ότι μου άρεσαν οι ξένες ιστορίες: Η μάνα του είχε γνωρίσει τον πατέρα του χορεύοντας. Η θεία της, που  φρόντιζε την δεκαεξάχρονη ορφανή,  κρατούσε ένα μπαρ για ναυτικούς στο λιμάνι. Έβαζε τη μικρή να χορεύει εκεί μέσα -μια σταλιά κοριτσάκι...

«Ύστερα από σαράντα χρόνια χόρεψε ξανά.  Μαζί σου», είπε ο Τόνι. «Ο Αλλάχ να σε φυλάει». 

Και έκλεισε βουρκωμένος το τηλέφωνο.  

 




Σημειώσεις: 

1, Κανείς μας δυστυχώς δεν  κληρονόμησε τα πράσινα μάτια του παρά μόνον τα κουσούρια του: έβριζε (στα τουρκικά) και κάπνιζε πολύ.

 2, Έπαιζε ούτι που, επίσης, κανείς μας δεν έμαθε.



 Πρώτη γραφή Νέα Σμύρνη 1998

Πρώτη δημοσίευση στην “Οδό Πανός”, τ.116, Απρίλιος-Ιούνιος 2002

Περιλαμβάνεται στην συλλογή διηγημάτων “Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου” Πατάκης 2018.

Ίαν ΜακΓιούαν «Εξιλέωση»

Ρομάντζο πέρα από διδακτισμούς και ηθικολογίες Μετάφραση: Γιάννης Σκαρπέλος, εκδόσεις Πατάκης, 2024    Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης Στην Εξ...