Αναγνώστες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εμφυλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εμφυλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Μαΐου 2016

Ντέιβιντ Αρμιτατζ: «Επανάσταση και εμφύλιος πόλεμος είναι σιαμαίοι δίδυμοι»/ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΗΜΑ


Ντέιβιντ Αρμιτατζ: «Επανάσταση και εμφύλιος πόλεμος είναι σιαμαίοι δίδυμοι»

Ντέιβιντ Αρμιτατζ: «Επανάσταση και εμφύλιος πόλεμος είναι σιαμαίοι δίδυμοι»
Ο θάνατος του ταγματάρχη Πίρσον στη μάχη της Υερσέης το 1871, πίνακας του Τζον Σίνγκλετον Κόπλεϊ

6

εκτύπωση 
 
Ο Ντέιβιντ Αρμιτατζ

Η διανοητική ιστορία (intellectual history), η ιστοριογραφία του χώρου των ιδεών και των εκφραστών τους, αποτελεί τo πλατύ πεδίο στο οποίο κινείται ο Ντέιβιντ Αρμιτατζ, ο 51χρονος βρετανός καθηγητής της έδρας Λόιντ Κ. Μπλάνκφαϊν του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Στο «The History Manifesto» (εκδ. Cambridge University Press), το οποίο συνέγραψε το 2014 από κοινού με την ιστορικό Τζο Γκάλντι και συζητήθηκε ευρέως στη διεθνή ιστορική κοινότητα, εισηγείται την επιστροφή στη μελέτη της «μακράς διάρκειας» του Φερνάν Μπροντέλ ως αντίδοτο στη στρεβλή κυριαρχία του βραχυπρόθεσμου στοιχείου στη σύγχρονη κοινωνία, ενώ στο αναμενόμενο για το 2017 «Civil War: Α History in Ideas» (εκδ. Knopf) αποτυπώνει τη γενεαλογία της έννοιας του εμφυλίου πολέμου και διερευνά τη στενή σχέση του αφηγήματός του με εκείνο της επανάστασης. Λίγο πριν από τον ερχομό του στην Αθήνα για μια διάλεξη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο μοιράζεται μαζί μας τους προβληματισμούς του για τη «μακρά διάρκεια», την Ιστορία, τον λόγο περί κρίσης.

Γιατί μια επιστροφή στη «μακρά διάρκεια σήμερα» και με ποιες προϋποθέσεις;
«Οταν ο Φερνάν Μπροντέλ, ο μεγάλος γάλλος ιστορικός της Μεσογείου, υιοθέτησε την έννοια της "μακράς διάρκειας" το έκανε γιατί τη θεωρούσε εναλλακτική πρόταση ως προς την κυριαρχία του βραχυπρόθεσμου στον λόγο των δημοσιογράφων και των κοινωνικών επιστημόνων της εποχής του, αλλά και επειδή υπενθύμιζε σε όλους πως οι κρίσεις έχουν πολλά επίπεδα, πολλές διαστάσεις που λειτουργούν σε διαφορετικές χρονικές κλίμακες: ετών, δεκαετιών ή χιλιετιών.

Σήμερα, στη συγκυρία του 24ωρου ειδησεογραφικού κύκλου, της άμεσης επικοινωνίας και της ενδημικής κυριαρχίας του βραχυπρόθεσμου στοιχείου παντού, από τη διακυβέρνηση ως τον εταιρικό προγραμματισμό, η προσέγγιση αυτή είναι το ίδιο ή και περισσότερο επίκαιρη ακόμη. Σε αυτή την επικράτηση του βραχυπρόθεσμου είναι συνένοχοι και οι ιστορικοί: αποσύρθηκαν από τη μεγάλη εικόνα και τα μεγάλα αφηγήματα αφήνοντας τους μη επαγγελματίες συγγραφείς και άλλους επιστήμονες, όπως οι οικονομολόγοι, να προσφέρουν στο κοινό τις αφηγήσεις εκείνες που ζητεί επίμονα προκειμένου να κατανοήσει τις κρίσεις και τις μεταβολές του κόσμου. Πιστεύουμε ότι οι ιστορικοί μπορούν να ανακτήσουν ένα μέρος της δημόσιας αποστολής τους επιστρέφοντας στη "μακρά διάρκεια" και ότι ακριβώς η διαθεσιμότητα των μακρόχρονων στοιχείων και των μεγάλης κλίμακας βάσεων δεδομένων ψηφιοποιημένων πηγών παρέχει το υλικό για κάτι τέτοιο».

Πρόκειται για μια προσέγγιση που απαντάται και σε άλλους χώρους - θυμίζει το χρονικό εύρος που επιζήτησε συνειδητά ο Τομά Πικετί για «Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα».
«Το πολύ επιτυχημένο βιβλίο του Πικετί υπήρξε μεγάλη έμπνευση για τη στροφή μας προς μια μακρότερη διάρκεια. Επανεξετάζει τα διάσημα ευρήματα του Σάιμον Κούζνετς για τη σχέση μεταξύ αυξανόμενης ευμάρειας και μειούμενης ανισότητας αποδεικνύοντας ότι επρόκειτο για μια ψευδαίσθηση για την οποία ευθυνόταν το γεγονός ότι ο Κούζνετς έγραφε στη διάρκεια της "ένδοξης τριακονταετίας", τα χρόνια της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης. Σε πιο μακρόχρονη προοπτική αυτή η βραχεία περίοδος μοιάζει με παρέκκλιση και ο σύνδεσμος ανάμεσα στην ευμάρεια και στην εξίσωση συγκυριακός μάλλον παρά αναγκαίος - ένα εξαιρετικό παράδειγμα τόσο του πώς η επέκταση της χρονικής κλίμακας μπορεί να μεταβάλει θεμελιωδώς ένα επιχείρημα όσο και του πώς μεγαλύτερα σύνολα στοιχείων ενδέχεται να ανατρέψουν αποφασιστικά τα ως τώρα αποδεκτά συμπεράσματα».

Εξ ου και η ανάγκη της προοπτικής, του εξορκισμού του «φάσματος του βραχυπρόθεσμου»;
«Ξεκινάμε το "The History Manifest" επισημαίνοντας ότι το φάσμα του βραχυπρόθεσμου βρίσκεται παντού στην κουλτούρα μας, σε κυβερνήσεις, επιχειρήσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις που λειτουργούν σε κύκλους εξαρτώμενους από τον χρόνο των εκλογών, τον ρυθμό των προϋπολογισμών, τα αιτήματα της λογοδοσίας προς τους ψηφοφόρους και τους μετόχους. Αυτό οδηγεί σε μιαν αίσθηση μόνιμης κρίσης, μιαν αίσθηση της κάθε δράσης, ιδιαίτερα της πολιτικής δράσης, ως τακτικής μάλλον παρά στρατηγικής, προσωρινής και όχι θεμελιώδους σημασίας ως μέσου για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η υιοθέτηση μιας μακρότερης προοπτικής στον χρόνο μπορεί να αναχαιτίσει επιχειρήματα με άξονα την υπεράσπιση κομματικών γραμμών ή το κέρδος, ανοίγοντας παράλληλα έναν ευρύτερο ορίζοντα όρασης περισσότερων πιθανών μελλόντων μέσα από την ποικιλία των πιθανών ανασυγκροτήσεων του παρελθόντος».

Ποιες στάσεις θα έκανε κανείς σε μια σύντομη γενεαλογία της έννοιας και του αφηγήματος περί «εμφυλίου πολέμου»;
«Οσον αφορά τη διαμόρφωση του πολιτικού μας λεξιλογίου πολλοί δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη - και ο "εμφύλιος πόλεμος" είναι ένας από αυτούς. Bellum civile είναι ο "πόλεμος μεταξύ πολιτών". Επιβίωσε ως τα μέσα του 19ου αιώνα μέσα από μια σειρά ρωμαϊκών αφηγημάτων για τα χρόνια της ύστερης ρωμαϊκής δημοκρατίας τα οποία ασχολήθηκαν με την τακτική του επανάληψη, την καταστρεπτικότητα και τις αθεράπευτες πληγές που άφηνε πίσω του. Μόλις στον 19ο αιώνα ο εμφύλιος πόλεμος κατέστη νομική κατηγορία, στα χρόνια του Αμερικανικού Εμφυλίου (1861-1865), δίνοντας το έναυσμα για τον διάλογο περί "εκπολιτισμού" του, αρχικά διά της εφαρμογής του πολεμικού δικαίου και στη συνέχεια, μετά το 1945 και τη Συνθήκη της Γενεύης, με τη συμπερίληψή του σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Στη δεκαετία του 1960 και μετέπειτα υπήρξαν κι άλλες συζητήσεις και ορισμοί του, κυρίως από πολιτικούς επιστήμονες και οικονομολόγους, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως τις μέρες μας. Από αυτήν τη σύγκρουση ιστορίας, εικονογραφίας, νομικών και πολιτικών ορισμών προέρχονται η σύγχυση και οι διενέξεις περί του τι εστί εμφύλιος σήμερα, με παραδείγματα όπως αυτά του Ιράκ και της Συρίας».

«Ολες οι επαναστάσεις είναι εμφύλιοι πόλεμοι», για να θυμηθούμε τον τίτλο ενός παλαιότερου άρθρου σας;
«Δεν είναι όλες ανεξαιρέτως οι επαναστάσεις εμφύλιοι πόλεμοι. Ο εμφύλιος πόλεμος όμως βρέθηκε στην καρδιά των περισσότερων από τις μεγάλες σύγχρονες επαναστάσεις - θυμηθείτε την Αμερικανική, τη Γαλλική, τη Ρωσική, την Κινεζική Επανάσταση. Ως έννοια, ως λεξιλόγιο, η ουτοπική, προοδευτική, θετική μεταβολή της "επανάστασης" έχει σβήσει σε μεγάλο βαθμό τις μνήμες του δυστοπικού, οπισθοδρομικού, πλήρως καταστρεπτικού "εμφυλίου πολέμου". Πιστεύω ότι αν και ως τώρα υπάρχει απόσταση στη μελέτη των δύο αυτών κατηγοριών συγκρούσεων, στην πραγματικότητα θα πρέπει να μελετώνται σε στενή συνάρτηση μεταξύ τους. Και αυτό γιατί έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε τις μορφές βίας που συχνά συνοδεύουν τις ριζοσπαστικές πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές. Επίσης, θα αντιληφθούμε καλύτερα πώς οι σύγχρονοι με τα γεγονότα άνθρωποι βιώνουν τον αποπροσανατολισμό, το κόστος και τη φαντασιακή έκβαση της επαναστατικής δράσης. Η γλώσσα του εμφυλίου πολέμου χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις μεγάλες επαναστάσεις, και μάλιστα όχι αποκλειστικά από την πλευρά της αντεπανάστασης. Για μεγάλο μέρος του 19ου αιώνα, ακόμη και του 20ού, το λεγόμενο "σενάριο" της επανάστασης ακολουθούσε ένα παλαιότερο "σενάριο" που οι απαρχές του έφταναν ως τη Ρώμη: αυτό της βίαιης μεταβολής που ονομάζεται "εμφύλιος πόλεμος". Το βρίσκει κανείς στον λόγο του Τόμας Πέιν και του Ροβεσπιέρου, στο "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" και στη σκέψη του Λένιν. Ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι το αντίθετο της επανάστασης - επανάσταση και εμφύλιος είναι σιαμαίοι δίδυμοι».

Βρίσκει κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ αυτού του αφηγήματος περί εμφυλίου και του υπό διαμόρφωση αφηγήματος περί κρίσης;
«Ο όρος "κρίση" είναι φυσικά μια λέξη με ελληνική προέλευση. Σημαίνει το σημείο καμπής, ειδικά σε ιατρικά συμφραζόμενα όπου η ζωή ή ο θάνατος ενός ασθενούς εξαρτάται από αυτήν την κρίσιμη στιγμή. Το ενδιαφέρον με τη γλώσσα της κρίσης είναι ότι επανέρχεται διαρκώς, καθίσταται επαναλαμβανόμενη, σε μια "μακρά διάρκεια", θα έλεγε κανείς. Η "κρίση" δεν είναι πια στιγμιαία αλλά παρατεταμένη και αγωνιώδης, περισσότερο σαν την ίδια την ασθένεια παρά σαν την καμπή προς τη ζωή ή τον θάνατο. Κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά αναγνωρίζονται στον εμφύλιο πόλεμο, από ένα επεισόδιο ασυγχώρητης, ανυπόφορης σύγκρουσης σε έναν κρίκο μιας αλυσίδας, μια ημιμόνιμη κατάσταση "παγκόσμιου εμφύλιου", όπως λένε κάποιοι σχολιαστές - η διαρκής κρίση μιας διχασμένης ανθρωπότητας, ενός διχασμένου Ισλάμ, μιας τρομοκρατίας δίχως σύνορα, μιας κυριαρχίας υπό πολιορκία. Αυτό που οι ιστορικοί, ιδίως οι διανοητικοί ιστορικοί, μπορούν να αντιπαρατάξουν είναι το πώς λειτουργεί αυτού του είδους η γλώσσα, πώς μεταλλάσσεται και ποιες θα μπορούσαν να είναι οι εναλλακτικές απέναντί της. Κανένας δεν θέλει να ζει σε καθεστώς διαρκούς κρίσης ή συνεχούς εμφυλίου: η γνώση του παρελθόντος μπορεί να μας βοηθήσει να φανταστούμε ξανά ένα μέλλον πέρα από αυτές τις απολιθωμένες κατηγορίες».

Ο Ντέιβιντ Αρμιτατζ θα βρίσκεται στην Αθήνα τη Δευτέρα 9 Μαΐου, προσκεκλημένος του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και του Κέντρου Ερευνας Νεότερης Ιστορίας, για μια ομιλία με θέμα «Three Concepts of Civil War» (Αμφιθέατρο Σάκη Καράγιωργα ΙΙ, Συγγρού 136, Αθήνα, ώρα 7 μ.μ.).

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝA ΘΕΜΑΤΑ:Για το βιβλίο: Ν. Δεμερτζής / Ε. Πασχαλούδη / Γ. Αντωνίου (επιμ.), Εμφύλιος. Πολιτισμικό τραύμα Θάνος Λίποβατς

ΣΥΓΧΡΟΝA

ΘΕΜΑΤΑ

Τριμηνιαία Έκδοση Επιστημονικού Προβληματισμού και Παιδείας

Για το βιβλίο: Ν. Δεμερτζής / Ε. Πασχαλούδη / Γ. Αντωνίου (επιμ.), Εμφύλιος. Πολιτισμικό τραύμα

Δημοσιεύτηκε | Δεκεμβρίου 25, 2013 | Χωρίς Σχόλια
Θάνος Λίποβατς
τχ. 122-123, σ. 163-168 (pdf)
Η έννοια του πολιτισμικού τραύματος είναι πρόσφατη. Ο Ν. Δεμερτζής («Το πολιτισμικό τραύμα στις συλλογικές ταυτότητες: περιπέτειες της μνήμης και διαδρομές της συγκίνησης», σ. 19) αναφέρει πως η ανάπτυξη αυτής της έννοιας εντάσσεται (από τη δεκαετία του 1990) στην πρόσφατη ανακάλυψη της σημασίας των συγκινήσεων, των συναισθημάτων και των παθών από την κοινωνιολογία. Αυτό δεν εκπλήσσει, αν σκεφθεί κανείς ότι παραδοσιακά η θετικιστική κοινωνική επιστήμη χαρακτηρίζεται από έναν λογοκεντρισμό. ΄Ολα εκείνα τα φαινόμενα που δεν απορροφούνται από έναν εργαλειακό, ωφελιμιστικό, λειτουργικό, συμπεριφοριστικό και φορμαλιστικό-εμπειριστικό Λόγο θεωρούνται «παράλογα».
Αυτό που εκπλήσσει, όμως, είναι ότι ο J. Alexander στον οποίον αναφέρεται ο Δεμερτζής, τονίζει ιδιαίτερα ότι πρέπει ν’ αναγνωριστεί η αυτονομία της κουλτούρας και της θρησκείας ως θεμελιακός παράγοντας για την εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων (σ. 25). Δηλ. οι κοινωνικο/οικονομικές δομές δεν έχουν προτεραιότητα έναντι των πολιτισμικών (αξιακών) δομών. Εκπλήσσει, γιατί εδώ και πάνω από 100 χρόνια ο Μ. Weber είχε επισημάνει το ίδιο πράγμα, ιδιαίτερα στην κοινωνιολογία της θρησκείας.
Ο Alexander αναφέρει (σ. 26), ότι το πολιτισμικό τραύμα παραπέμπει πριν απ’ όλα στη μνήμη. Σε άτομα, ομάδες και λαούς, που έχουν υποφέρει από ένα φρικτό γεγονός, το τελευταίο αφήνει μέσα τους ίχνη (σημεία), αναμνήσεις/ενθυμήσεις, οι οποίες αλλάζουν τη μελλοντική τους ταυτότητα. Ο Δεμερτζής μιλά παραπέρα για μία διαγενεακή οπτική: μία ομάδα η οποία νοιώθει θύμα, «επιλέγει» ασυνείδητα να προσθέσει στην ταυτότητά της, τη νοητική αναπαράσταση ενός γεγονότος, το οποίο οι προηγούμενες γενεές έχουν βιώσει ως απώλεια.
Ο Δεμερτζής αναφέρει (σ. 24) επίσης τον ψυχαναλυτή J. Hassoun, ο οποίος αναλύει διεξοδικά τη δομή και τη διαδικασία κατασκευής της μνήμης: «Η μνήμη ξεχνά για να θυμάται και θυμάται για να ξεχνά». Είναι μία αέναη σύνθετη διαδικασία απώθησης, απόρριψης και λησμοσύνης, και συγχρόνως παρακράτησης και επεξεργασίας στοιχείων του παρελθόντος, στο πλαίσιο της ζωντανής κουλτούρας του παρόντος. Πρόκειται για μία συμβολική κατασκευή της μνήμης: όσο θέλουμε να ξεχνάμε τις δεινοπάθειες, τόσο οι ασυνείδητα απωθημένες μνήμες επανέρχονται στη συνείδηση, με την παραλλαγμένη μορφή των μύθων και των ιδεολογημάτων. Η κοινωνιολογία του πολιτισμού τονίζει τη διαδικασία της συμβολικής και κοινωνικής κατασκευής του πολιτισμικού τραύματος, ως μιας δομής με τρεις διαστάσεις: μνήμη, ταυτότητα, συναίσθημα.
Ο Δεμερτζής περιγράφει το πέρασμα από τις συμβολικές στις κοινωνικές κατασκευές (σ. 27): ένα γεγονός, όσο ολέθριο και να είναι, θα παραγάγει πολιτισμικό τραύμα, όταν συνδεθεί με τους ερμηνευτικούς ορίζοντες της κοινωνικής δράσης. Πρόκειται για τη συνειδητοποίηση μιας κοινής δοκιμασίας δεινών, για έναν συλλογικό ορισμό, που αναφέρεται σ’ ένα «ολικό κοινωνικό γεγονός» και όχι στην απλή συνάθροιση ατομικών οδυνηρών εμπειριών. Αυτό γίνεται όταν αυτές μεταφέρονται στη δημόσια σφαίρα (ως μύθοι και ως ιδεολογήματα), αλλά μπορούν στη συνέχεια να εξηγηθούν, να αναλυθούν, να αναπαρασταθούν και να διαμεσολαβηθούν από τον δημόσιο Λόγο.
Ο Δεμερτζής υπογραμμίζει δε, ότι δεν υπάρχουν εδώ μονοδρομικές αιτιότητες: π.χ. ένας εμφύλιος πόλεμος ή μία σφαγή δεν συνιστούν από μόνα τους ένα πολιτισμικό τραύμα. Στον δημόσιο Λόγο «διαγκωνίζονται» ποικίλα ενδιαφέροντα και συμφέροντα. Αλλά, όπως ισχύει και στην ψυχαναλυτική εμπειρία, η τραυματική ιδιότητα ενός γεγονότος επιβάλλεται ως τέτοια μόνον εκ των υστέρων. Οι συμβολικές και φαντασιακές κατασκευές γεφυρώνουν το χάσμα μεταξύ ενός άπιαστου πραγματικού γεγονότος του παρελθόντος και των φαντασιώσεων εκείνων, που το «δείχνουν» στον βαθμό που το «κρύβουν».
Ο Δεμερτζής περιγράφει παραπέρα, πως η πολιτισμική κατασκευή ξεκινά με καταγωγικές επιλεγμένες αφηγήσεις π.χ. περί (ανα-)γέννησης του έθνους, κ.τ.λ., που εμφανίζουν ως αίτιο μία πρωταρχική πληγή, ένα πλήγμα, μέσα στο πλαίσιο της μυθικής, ιδεολογικής εξιστόρησης ενός τρομακτικού γεγονότος, και καταλήγουν στο αίτημα για συναισθηματική (και ορμική), θεσμική και συμβολική αποζημίωση/αποκατάσταση (compensation) των παθόντων. Στρατηγικό ρόλο παίζουν εδώ οι διάφορες αντικρουόμενες ομάδες διανοούμενων, οι οποίοι γίνονται οι δημιουργοί και οι φορείς των κατασκευών αυτών.
Στη συνέχεια, ο Δεμερτζής αναλύει τις ομοιότητες και τις διαφορές (σ. 29 κ.εξ.) ανάμεσα στο κλινικό και στο πολιτισμικό τραύμα. Μεταξύ άλλων τονίζουμε τα εξής κοινά σημεία: 1. Η ασυνείδητη συμβολική και κοινωνική κατασκευή (σ. 31) μετατρέπει το πραγματικό γεγονός σε «τραύμα». Οι εμπειρίες στην οικογένεια και στην κοινωνία μπορούν να επιδράσουν μερικώς, θετικά ή αρνητικά στην ανάπτυξη της ικανότητας συμβολικής επεξεργασίας και πραγματικής ανάλωσης του τραύματος. 2. Αμφότεροι οι τύποι του τραύματος συνοδεύονται από αρνητικά και αμφίρροπα συναισθήματα, μεταξύ των οποίων θεμελιακό ρόλο παίζει το άγχος. 3. Λειτουργούν (σ. 30) οι ίδιοι αμυντικοί μηχανισμοί άρνησης, απώθησης, απάρνησης και απόρριψης, καθώς και αντίδρασης, μετάθεσης ευθύνης, εκλογίκευσης και αμφιθυμίας. Εδώ ανήκουν η δαιμονοποίηση του ΄Αλλου, η κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων, εξιλαστήριων θυμάτων, θεωριών της συνωμοσίας, κ.τ.λ.
Οι διαφορές εντοπίζονται μεταξύ άλλων στα εξής (σ. 32): 1. Το πολιτισμικό τραύμα δεν χρειάζεται να βιωθεί άμεσα και από όλους, λειτουργεί διαγενεακά (Το διαγενεακό στοιχείο ισχύει και στο ατομικό τραύμα). 2. Οι μηχανισμοί (σ. 33) θέσπισης και υπόθαλψης είναι ρηματικής (ιδεολογικής), και εξουσιαστικής φύσης, και αποτέλεσμα κινητοποίησης από αντίπαλες ομάδες. 3. Σε αντίθεση με το κλινικό τραύμα, το πολιτισμικό τραύμα «υπήρξε» «πραγματικά», «αντικειμενικά».
Ο Δεμερτζής (σ. 34-35) τελικά υπογραμμίζει ότι η κοινωνιολογία οφείλει να υιοθετήσει την ψυχαναλυτική πρόσβαση στο ιστορικό υλικό για να κατανοήσει ουσιαστικά το πολιτισμικό τραύμα. ΄Ηδη αυτό αποτελεί μία πρόκληση απέναντι στην παραδοσιακή απόρριψη της ψυχανάλυσης από την ποζιτιβιστική επιστήμη, η οποία δεν μιλά για το υποκείμενο. ΄Ηδη η ίδια η βιβλιογραφία της κοινωνιολογίας των συναισθημάτων, διαιωνίζει εκτός εξαιρέσεων αυτή τη στάση. Αυτό, γιατί αναπαράγει τη ρομαντική απολυτοποίηση των συναισθημάτων και την αποκοπή τους από τη συμβολική και την ηθική διάσταση, καθώς και από τη θέληση, προωθώντας τον ατομικισμό και τον υποκειμενισμό. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι αγνοεί τελείως τη θεμελιακή σημασία του υπαρξιακού άγχους, καθώς και το έργο του Kierkegaard, του Freud και του Lacan σχετικά με τα συναισθήματα και τα πάθη.
Ο Δεμερτζής ολοκληρώνει το εισαγωγικό του κείμενο με τον προβληματισμό της συγχώρησης, δηλ. της δυνατότητας και της αναγκαιότητάς της. Αναφέρεται στη σύγχρονη συζήτηση στα πλαίσια της φιλοσοφίας και της θεολογίας. Τονίζει δε ότι η συγχώρηση είναι μέρος της «θεραπευτικής διαδικασίας» (σ. 36), η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη της ελεύθερης θέλησης (που αμφισβητούν όλες οι θετικιστικές επιστήμες). Η συγχώρηση είναι η μόνη δυνατότητα των υποκειμένων ν’ απελευθερωθούν από την επαναληπτική εκδίκηση. Όμως, η διαδικασία της συγχώρησης συνεπάγεται δύσκολα και λεπτά διλήμματα (σ. 38) (Arendt, Derrida, Ricoeur): δεν μπορεί να είναι «εύκολη» και «ανώδυνη», αλλά «δύσκολη» και όχι σε βάρος της αξιοπρέπειας και της δικαιοσύνης (σ. 37, 41-42).
ΙΙ
Οι μέχρι τούδε παρατηρήσεις παραπέμπουν στον ασυνείδητο χαρακτήρα της «κατασκευής». Ωστόσο, η ψυχανάλυση μιλά για «συμβολική», ενώ η κοινωνιολογία για «κοινωνική» κατασκευή. Η συμβολική κατασκευή λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τους ασυνείδητα εγγεγραμμένους στον ψυχισμό κανόνες της γλώσσας και του λόγου, καθώς και σύμφωνα με το μνημονικό υλικό σημαινόντων, ακουσμάτων, εικονικών ιχνών και πράξεων, που παραπέμπουν σε δοκιμασίες οδύνης και ηδονής, καθώς και σε επιθυμίες, φαντασιώσεις, πάθη, άγχη, αποφάσεις και πράξεις. Η τριαδική δομή του πολιτισμικού τραύματος ισχύει, υπό την προϋπόθεση να αναφερθούν ρητώς όλα τα αναφερθέντα δομικά στοιχεία που τη συνοδεύουν.
Η συμβολική κατασκευή ενυπάρχει σε κάθε κοινωνική κατασκευή, αλλά δεν ταυτίζεται μαζί της. Αυτό, γιατί η πρώτη παραπέμπει στη θεμελιακή δομή του ψυχισμού: στο πραγματικό, το συμβολικό και το φαντασιακό (Λακάν), που αποτελεί την προϋπόθεση ύπαρξης και για κάθε κοινωνική κατασκευή. Η αυτονομία του ψυχισμού πρέπει εξαρχής να εξασφαλισθεί, για να μην αναχθεί κοινωνιολογίστικα ο ψυχισμός σ’ ένα «εποικοδόμημα» της «κοινωνίας» και της «κουλτούρας».
Ο ατομικός ψυχισμός «προϋπάρχει» δομικά και ασυνείδητα των κοινωνικών και πολιτισμικών δομών, ενώ η «κοινωνία» και ο «πολιτισμός» προϋπάρχουν ιστορικά του κάθε ατόμου. Ο ψυχισμός δεν «εξηγείται» από τις κοινωνικές και πολιτισμικές δομές μέσα στις οποίες ζουν. Υφίσταται μεταβολές, όχι μόνο παθητικά, αλλά απαντώντας δημιουργικά και ενεργά στους ΄Αλλους/ στον Άλλο, που απαιτούν ή δεν απαιτούν «κάτι».
Η ανάλυση των κοινωνικών και ιστορικών φαινομένων ξεκινά από την εξωτερική παρατήρησή τους και παραμένει αναγκαστικά εξωτερική για τον ψυχισμό των ατόμων. Ωστόσο, στη συνέχεια, η παραμέληση της υποκειμενικής και συμβολικής διάστασης οδηγεί στην απώθηση και παραγνώριση ενός «υπόλοιπου», που συσσωρευμένο ως «δυσφορία», αγανάκτηση, διαμαρτυρία, φθόνος, οδηγεί στην κρίση και στο διχασμό του κοινωνικού συνόλου. Η ανάλυση των ψυχικών φαινομένων αρχίζει αντίστροφα με τη διερεύνηση των εσωτερικών ψυχικών δομών, της ασυνείδητης μνήμης, των ασυνείδητων φαντασιώσεων και επιθυμιών, που είναι αυτόνομες σε σχέση με τις κοινωνικές, με τις οποίες συνυπάρχουν. Το βλέμμα και η ακοή του ερευνητή ξεκινούν από «μέσα»: ακούει τους λόγους και διαβάζει τα συμπτώματα και τις φαντασιώσεις των υποκειμένων, που συνοδεύουν τα συναισθήματα, τα πάθη, τις αποφάσεις, και τις πράξεις τους.
Κάθε κοινωνία ορίζεται από τις συλλογικές διαστάσεις της εργασίας και της εξουσίας, του λόγου και του νόμου. Τα υποκείμενα, ωστόσο, λησμονούν και απωθούν, μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, ένα βασικό κομμάτι του ψυχισμού τους, που το ξαναβρίσκουν μεταμορφωμένο μέσα στις συμβολικές κατασκευές της θρησκείας και της κουλτούρας. Αλλά αν τα υποκείμενα παραμείνουν εγκλωβισμένα είτε στον απόλυτο υποκειμενισμό τους (εσωτερίκευση), είτε στην απόλυτη αλλοτρίωση (εξωτερίκευση), τότε χάνουν κάθε αίσθηση και μέτρο της πραγματικότητας, την οποία διακρίνει, ως μία κατασκευή πραγματική, συμβολική και φαντασιακή, η διάσταση της έλλειψης και της περατότητας.
Ο Λόγος (discours) ως λέγειν και ως διάλογος/αντίλογος είναι εκείνη η συμβολικά οργανωμένη δομική Διαφορά, που μέσα στον χρόνο αποτελεί τη Διαμεσολάβηση, τον συμβολικό Τρίτο ανάμεσα στα υποκείμενα, ή ανάμεσα σε αυτά και στην ομάδα, ή ανάμεσα σε ομάδες. ΄Ετσι, κάθε ανάλυση συμπτωμάτων και φαντασιώσεων που συνοδεύουν βιώματα και μνήμες όπως και συναισθήματα και πάθη, ξεκινούν με μία ποιοτική, δομική και ιστορική ανάλυση Λόγου.
Η ψυχανάλυση ανακάλυψε αρχικά την αλλοτρίωση των υποκειμένων στο πλαίσιο της ύστερης νεωτερικότητας και της νεωτερικής επιστήμης, μέσα από τις νευρώσεις, τις διαστροφές και τις ψυχώσεις. Ξεκίνησε με τον εντοπισμό του δομικού διχασμού του ομιλούντος και επιθυμούντος υποκειμένου, καθώς και με τη θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στο ασυνείδητο και στο συνειδητό κομμάτι του ψυχισμού.
Το ασυνείδητο είναι καθολικής και ατομικής φύσης συγχρόνως: δεν υπάρχει ένα «συλλογικό ασυνείδητο» (μίας φυλής, ενός έθνους, μιας τάξης, κτλ.). Υπάρχουν όμως συλλογικές ταυτίσεις και φαντασιώσεις, οι οποίες διαπλέκονται με τα υλικά των υπαρχουσών πολιτισμικών και πολιτικών παραδόσεων. (Δεν υπάρχει επίσης κανένα «υποσυνείδητο», που είναι μία απόλυτη παρανόηση του φροϋδικού ασυνείδητου).
Ο Λακάν αμφισβητεί τόσο το ιδεαλιστικό, εγωκεντρικό, αυτο-κυρίαρχο εγώ, όσο και τη διαγραφή του από βιολογικούς ντετερμινισμούς και μεταμοντέρνες αποδομήσεις. Ο Φρόυντ από την άλλη, παρέμεινε μέσα στα πλαίσια μιας ουμανιστικής, καντιανής ηθικής του ηθικού Νόμου, την οποία αποδέχεται. Η κλινική εμπειρία και η κριτική διάσταση της ψυχανάλυσης αμφισβητούν όλες τις μορφές του εργαλειακού Λόγου, της ιδεολογικής ωραιοποίησης και υποκριτικής συγκάλυψης της απώθησης, καθώς και της εκλογίκευσης του κακού και της έλλειψης μέσω ενός θρησκευτικού και πολιτικού, ιδεολογικού (δεξιού ή αριστερού) Λόγου (discours).
Η ηθική της ψυχανάλυσης είναι η ηθική του λόγου και της αλήθειας: η αλήθεια είναι πάντα συγκλονιστική, γιατί κατονομάζει και παραπέμπει σε φαντασιώσεις και σε τραυματικές, ατομικές και συλλογικές εμπειρίες καταστροφής και αυτοκαταστροφής, σε εμπειρίες του κακού, του πόνου και της αλλοτρίωσης. Αντιστέκεται δε στην απόρριψη του ηθικού και του ορθού Λόγου στα πλαίσια της κρίσης της μετανεωτερικής, νεοφιλελεύθερης, ατομικιστικής και αμοραλιστικής κοινωνίας.
Η τελευταία ομνύει στο όνομα μίας ατομικιστικής, εγω-κεντρικής αυτονομίας, χωρίς ηθική δέσμευση απέναντι στον Άλλο. Αυτό δεν αποκλείει την παράλληλη ύπαρξη μίας ανήμπορης ιδεαλιστικής ηθικολογίας, καθώς και μίας μηδενιστικής και αριστερίστικης ερμηνείας της ψυχανάλυσης, η οποία οδηγεί σ’έναν αμοραλιστικό, επικίνδυνο ντεσιζιονισμό.
Ο Φρόυντ διαπιστώνει την ύπαρξη μιας δυσφορίας, και επιθετικότητας ενάντια στον πολιτισμό: μία «πλήρης», άμεση, ολική και ατελείωτη απόλαυση δεν είναι δυνατή. Αυτή η ανικανοποιησία μπορεί να γίνει πηγή καταστροφικότητας και αδικίας, μπορεί όμως να γίνει πηγή δημιουργικότητας. Τα συναισθήματα άγχους και ενοχής και η μετάθεση τους επάνω στον Άλλο, παίζουν βασικό ρόλο στις ιδεολογίες και στις θρησκείες, στον βαθμό που οι τελευταίες εκπίπτουν και λειτουργούν ως ιδεολογίες και μυθολογίες.
Η ηθική της ψυχανάλυσης αφήνει τον δρόμο ελεύθερο σε μετουσιωτικές μορφές της επιθυμίας, που αναγνωρίζουν τον ηθικό Νόμο, δίχως να τον καθιστούν ένα υπερ-εγώ, υποτασσόμενες σ’ αυτό. Οδηγεί δε τόσο σε μία ηθική της υπευθυνότητας, όσο και σε μία ηθική της πεποίθησης.
Αυτό μεταφράζεται πολιτικά σε μία ηθική της αλήθειας του Πολιτικού (Χ. ΄Αρεντ), τόσο ως μία κριτική, τόσο σε κάθε άμεση αμφισβήτηση της λειτουργίας του δημοκρατικού, φιλελεύθερου, κοινωνικού κράτους δικαίου, από τις ομάδες της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς, από τις θρησκευτικές φονταμενταλιστικές σέκτες, καθώς και από τις ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος, όσο και ως μία αποδόμηση των συγκεκριμένων αρνητικών συμπτωμάτων της υπαρκτής κοινωνίας. Η ψυχανάλυση, ωστόσο, δεν παίρνει θέση υπέρ μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής ή πολιτικής ομάδας (Σ. Φρόυντ, Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ, Αθήνα 1994· Θ. Λίποβατς, Η ψυχοπαθολογία του Πολιτικού, Αθήνα 2003· του ιδίου, Φαντασιακή και αληθής Ελευθερία, Αθήνα 2008).
ΙΙΙ
Το βίωμα και η δράση των υποκειμένων μορφοποιήθηκαν μέσα στα πλαίσια του ακραίου ιστορικού τραύματος του Εμφυλίου, ατομικά και συλλογικά. Ο Ν. Σιδέρης («Νηπενθή σημαίνοντα», σ. 91-92) τονίζει ότι η απαραίτητη συμβολική και συναισθηματική επένδυση και οι ψυχικές διαδικασίες που συνεπάγονται βρίσκουν στις φαντασιώσεις ένα προνομιακό πεδίο (σ. 94). Μπορούμε να εντοπίσουμε στο επίπεδο της θεμελιακής φαντασίωσης, σ’ ένα θεμελιακό στρώμα του ψυχισμού, την κεντρική φαντασίωση της αδελφοκτονίας, η οποία εμφανίζεται ήδη από το 1942-1943. Εδώ κυριαρχεί η έμμονη ιδέα, ότι οι «άλλοι» είναι ανάξια παιδιά των ίδιων γονέων. Δημιουργείται έτσι ένα δυϊστικό, μανιχαϊκό μοντέλο, δηλ. δύο διαφορετικά διανοητικά συστήματα αμοιβαίου αποκλεισμού και απαξίωσης, δίχως διαμεσολαβήσεις και κοινά σημεία.
Αυτή η παράνοια (σ. 96) εκφράζεται ως άρνηση δικαιώματος ύπαρξης στον αντίπαλο, ο οποίος γίνεται απόλυτος εχθρός. Βασίζεται επάνω στην απειλή υπαρξιακού αφανισμού και γεννά φόβο και τρόμο. Ο Σιδέρης εντοπίζει τη φαντασίωση στο επίπεδο του λόγου, όπου ο ακραίος αποκλεισμός του άλλου, εκφράζεται ως ο φόνος της κυριολεξίας (σ. 97-98) ως η (ψυχωτική) απόρριψη της μεταφορικότητας, και ως η ολική απώλεια αίσθησης της πραγματικότητας. (Η κανονική χρήση του λόγου προϋποθέτει την συνύπαρξη του μεταφορικού με τον κυριολεκτικό, αναλυτικό λόγο).
Ο Σιδέρης (σ. 99) κάνει μία μεθοδική ανάλυση του παρανοϊκού Λόγου, ο οποίος γίνεται ο φορέας των συναισθημάτων φόβου και τρόμου. Τονίζει ότι η ψυχική εσωτερίκευση της απόλυτης εχθρότητας βασίστηκε στην άρνηση της γνώσης και στον αποκλεισμό των συμβολικών αναφορών: στη βίαιη άρνηση της λέξης «΄Ελληνας» και της λέξης «Εμφύλιος». Τα άτομα εγκλωβίζονται μέσα σ’ ένα υπαρξιακά ανυπέρβλητο, (αυτο-)καταστροφικό δίλημμα: είτε είναι «΄Ελληνες» είτε είναι «αντίπαλοι (εχθροί)», δεν μπορούν ν’ αποδεχθούν ότι μπορεί να είναι και τα δύο.
Εδώ εμφανίζεται το άγχος εκμηδένισης, το βίωμα διωκτικής αίσθησης, και της ολικής απώλειας νοήματος της πραγματικότητας και του ατομικού ψυχισμού. Για τον Σιδέρη αυτό αποτέλεσε το ενδοψυχικό υπόβαθρο της μετεμφυλιακής πολιτικής κουλτούρας και ψυχολογίας (σ. 100), όπως εκφράστηκε μέσα από τη αποσιώπηση αυτών των στοιχείων. Η εσωτερίκευση (σ. 103) αυτής της κατάστασης, που έχει ως επίπτωση τη καλλιέργεια παραφροσύνης, μέσω της συγκινησιακής ψυχικής οικονομίας, εκδηλώνεται ως η άρνηση του δικαιώματος ύπαρξης του ηττημένου από το νικητή, καθώς και από την απάρνηση του φόβου από τον ηττημένο. Αυτό το παράδοξο επιβάλλει την ανάγκη υπέρβασης του αδιέξοδου, είτε μέσω της καταστροφής, είτε μέσω μία συμβολικά αρθρωμένης, προσωπικής ή/και πολιτισμικής καινοτομίας.
Το 1950 δεν σήμανε (σ. 104-105) τη λήξη του πολέμου: ο ιστορικός χρόνος αδρανοποιήθηκε, οι πληγές δεν βρήκαν αντιστοιχία στον λόγο. Οι ηττημένοι αρνούνται ν’ αναγνωρίσουν τον φόβο, οι νικητές ντρέπονται να γιορτάσουν τη νίκη (τη λήξη του πολέμου). Η διεργασία πένθους δεν μπορούσε ν’ αρχίσει: θα σήμαινε την αναγνώριση και από τις δύο πλευρές της φύσης του πλήγματος, την απόσπαση του πράγματος από την αναπαράστασή του. Μόνον τότε η μνήμη θα έπαυε πλέον να είναι τραύμα, και θα γινόταν μία ανάμνηση τραύματος. Αυτό θα σήμαινε επίσης (σ. 106) ότι δεν θα κυριαρχούσαν πλέον οι μυθοπλασίες, αλλά ότι οι τραυματικές εμπειρίες θα μετασχηματίζονταν σε στοιχείο επαναπροσανατολισμού των ταυτοτήτων και των φαντασιώσεων, των αφηγήσεων και των προσδοκιών, που δεν θα ήταν πλέον δέσμιες της μνησικακίας (σ. 107).
Η συγγνώμη και η συγχώρηση κατακτήθηκαν μόνο μετά το 1974/1989. Ο Εμφύλιος μεταπλάστηκε σε μία επιλεκτική κατασκευή, σε μία ανάμνηση και σε ένα πολιτισμικό τραύμα (όμως όχι ακόμα σε μία ανακλαστική κατασκευή). Οδηγήθηκε έτσι στον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας των αντιπάλων, σε μία κοινή κουλτούρα αναφοράς και ιστορικής αφήγησης (σ. 108-109). Ο Σιδέρης τονίζει, όμως, την πανουργία του λόγου και της ιστορίας (σ. 110-111), όπου η υπέρβαση του παράδοξου, καταστροφικού διλήμματος οδήγησε τελικά σε μία κρίση της κοινωνίας, για την οποίαν όλες οι πλευρές είναι συνένοχες. Πρόκειται για τη γενίκευση της άνομης ιδιοποίησης του δημόσιου πράγματος, του κοινού αγαθού, μέσω των πελατειακών σχέσεων στη συντεχνιακή και κομματική δημόσια διοίκηση. Αυτό, γιατί έλειψε η διανοητική και ηθική μεταρρύθμιση.
ΙV
Αναφορικά με την ανάλυση του τραύματος του εμφυλίου πολέμου, ο Δεμερτζής («Ο Εμφύλιος Πόλεμος: από τη συλλογική οδύνη στο πολιτισμικό τραύμα», σ. 43) δείχνει πολύ πειστικά το πώς έγινε το πέρασμα από τη συλλογική οδύνη στο συλλογικό τραύμα, όπου εδώ έπαιξαν σημαντικό ρόλο το ιστορικό πλαίσιο καθώς και οι πολιτικές και πολιτισμικές συνέπειες.
Η Αντίσταση δεν λειτούργησε ενωτικά (σ. 50-51) και ήδη από το 1943 ξεκίνησε η πρώτη φάση του Εμφυλίου. Οι άνθρωποι εξοικειώθηκαν με τη βία του ολοκληρωτικού πολέμου, ενώ οι τοπικές ιδιομορφίες πολιτικοποιήθηκαν και οδήγησαν στην ολέθρια πόλωση. Η φοβερή συνέπεια ήταν η εξαφάνιση των δημοκρατικών σοσιαλιστών και των φιλελεύθερων, προς όφελος των αντιδημοκρατικών άκρων της εθνικιστικής και φασίζουσας δεξιάς και της σταλινικής αριστεράς.
Οι ηττημένοι μέσα από τη μακρόχρονη αδυναμία δημόσιας έκφρασης και της αγανάκτησής τους για τον πολιτικό αποκλεισμό τους, ανέπτυξαν συναισθήματα μνησικακίας, η οποία μετά τη μεταπολίτευση οδήγησε σε συμβολική εκδίκηση, καθώς και στη δημιουργία κομματικών πελατειών. Αυτή η τροπή των πραγμάτων εμπόδισε και εμποδίζει μία συνεπή συμβολική επεξεργασία του παρελθόντος, καθώς και μία δίκαιη, δημοκρατική, ευρωπαϊκή μεταρρύθμιση των δομών του κράτους και της κοινωνίας. Η ανικανότητα και η ολιγωρία δημιούργησαν εδώ την κρίση.
Ο Δεμερτζής εντοπίζει τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου στο ότι ο τελευταίος συνεχίστηκε ως ένας ηθικός και συναισθηματικός πόλεμος, ως η προσκόλληση σε έναν οιωνεί θρησκευτικό, εγκοσμιοποιημένο, πολιτικό, ιδεολογικό φανατισμό και σε μία γενικευμένη, κυνική κακοπιστία και καχυποψία (σ. 58-61). Ο πολιτισμικός (εθνοτικός, φυλετικός) εθνικισμός και η παραδοσιοκρατία επικράτησαν σε μία κοινωνία, η οποία ήταν ακόμα σε ισχυρό βαθμό μία κλειστή, προνεωτερική, κοινότητα, παρά μία ανοιχτή κοινωνία (σ. 63).
Η κυριαρχία των οικογενειών και των σογιών εμπόδισε στο να αποκτήσει ο πόλεμος έναν πολιτικό και ταξικό χαρακτήρα, ενώ εκκλησία και κράτος ταυτίζονταν πλήρως και εμπόδισαν κάθε άνοιγμα σε μία νεωτερική, δημοκρατική κοινωνία πολιτών. Αρχικά, όμως, η λέξη «εμφύλιος» αποτέλεσε ένα ταμπού (σ. 64-65). Ο πόλεμος των ερμηνειών συνόδευσε από την αρχή τις φάσεις ονοματοδοσίας και νοηματοδότησης, που οδήγησαν από τη συλλογική οδύνη στο πολιτισμικό τραύμα (σ. 66-67).
Ο Δεμερτζής τονίζει εδώ ότι πρώτη η μεταπολίτευση έθεσε αναδρομικά σε λειτουργία (σ. 68) τη διαδικασία του τραύματος. Η επανερμηνεία της επίσημης συλλογικής μνήμης (των νικητών) οδήγησε δε σε μία αριστερή, ιδεολογική ηγεμονία. Ο Δεμερτζής αναλύει αυτή τη διαδικασία σύμφωνα με τον Alexander σε δύο φάσεις (σ. 69). Η διαφοροποίηση παραπέμπει στην ανάλυση των φαντασιώσεων και τη συμβολική κατασκευή του ασυνείδητου νοήματος, τις οποίες ανέπτυξε ο Φρόυντ για την κατανόηση του κλινικού τραύματος.
1. Η πρώτη φάση της επιλεκτικής κατασκευής (1974-1990) επικεντρώνεται στη λέξη-κλειδί «συμφιλίωση» και καλύπτει την ανάγκη ενός ιδρυτικού μύθου της Δημοκρατίας, ο οποίος βασίζεται στη συναίνεση. Η αντίσταση ανακηρύχθηκε έτσι σε «εθνική αντίσταση» και μυθοποιήθηκε. (σ. 70) Το υποκείμενο «λαός» αντιστάθηκε ηρωικά ενάντια στους «ξένους», πέραν των ταξικών διαφορών, απολιτικά και δίχως ηγέτες και κόμματα (σ. 73).
Ο Δεμερτζής συγκρίνοντας τη δομή των ατομικών με τα συλλογικά τραύματα, τονίζει ότι η πολιτική της λήθης του Εμφυλίου βασίστηκε επάνω σε δύο ασυνείδητους ψυχικούς μηχανισμούς: τη μετάθεση και την προβολή, αναφορικά με την απόδοση ευθυνών και την εκλογίκευση του τραύματος (σ. 74-75). Κατασκευάστηκε έτσι μία εξιδανικευμένη εικόνα της αριστεράς ως ενός αθώου θύματος, μέσω της απάρνησης των ακραίων βιαιοτήτων της ιδίας εις βάρος του εχθρού.
Η συμφιλίωση είχε εδώ ως συνέπεια την απώθηση και την απόρριψη ενός πολιτικού, ιστορικού συμβιβασμού μέσω της χρήσης του ορθού, κριτικού Λόγου (σ. 76). Η υπεράσπιση της Αντίστασης αποσκοπούσε δε στον αποστιγματισμό των κομμουνιστών (της λενινιστικής, σταλινικής αριστεράς), και λειτούργησε ως ένα συμβολικό μέσο μετατροπής του τραύματος ταπείνωσης σε υπερηφάνεια μέσω εκκοσμικευμένων θρησκευτικών (γνωστικών) μεταφορών (σ. 77-78).
2. Η φάση της ανακλαστικής/αναστοχαστικής κατασκευής (1990-2010), ως αποδόμησης της μυθολογικής/ιδεολογικής πρώτης φάσης, έλαβε χώρα μέσα σ’ ένα κλίμα «δανεικής», υλιστικής ευημερίας, μίας μη παραγωγικής οικονομίας, μίας μη ορθολογικής δημόσιας διοίκησης, της απογοήτευσης για τα κοινά, της έξαρσης του αντικοινωνικού ατομικισμού, της αποπολιτικοποίησης, της κυριαρχίας του μετανεωτερικού μηδενισμού και του αμοραλισμού (σ. 79-80).
Παρ’ όλα αυτά μπόρεσε να εμφανιστεί για πρώτη φορά μία κριτική αντιμετώπιση του ιστορικού παρελθόντος. Η κοινωνική ανακλαστικότητα (reflection) (σ. 81) προσέκρουε συνεχώς στις αντιστάσεις αναδυόμενων, ειδικών, συντεχνιακών, αντιδραστικών και λαϊκίστικων συμφερόντων, που αναπαρήγαγαν κατεστημένα συμφέροντα. Όμως υπήρξε και μία «έκρηξη της μνήμης», μία ανάδυση της «δημόσιας» ιστορίας ενάντια στη μεταμοντέρνα συλλογική αμνησία.
Η αμφισβήτηση (σ. 83) της ιδεολογίας της συμφιλίωσης οδήγησε συγχρόνως και σ’ έναν οιωνεί «επαναστατικό» αριστερισμό, στην εκλογίκευση της αριστερίστικης και αναρχικής τρομοκρατίας, στη νέα «αντισιωνιστική» εβραιοφοβία, στον εθνολαϊκίστικο αντιευρωπαϊσμό, στη διγλωσσία. Πρόκειται για μία παλινδρόμηση ως μία ατυχή και ατελέσφορη αντίδραση στο έλλειμμα νοήματος της υπαρκτής δημοκρατίας (σ. 84 κ.εξ.). Συνέπεια αυτών υπήρξε η απάρνηση της πραγματικότητας, η έλλειψη αξιοπιστίας, συνεργασιμότητας και αξιοκρατίας, οι οποίες οδήγησαν στην κρίση και στη μετάθεση των ευθυνών στον ΄Αλλον.
O Δεμερτζής τονίζει (σ. 90) ότι ένα άνοιγμα προς το μέλλον θα υπάρξει μόνον ως μία καθολική αναγνώριση της αλήθειας, μέσα από μία εργασία ενθύμησης και «δύσκολης» συγχώρησης, η οποία θα οδηγήσει στην ρήξη με τους μύθους και τα ιδεολογήματα, καθώς και στην αποδοχή μίας ηθικής της υπευθυνότητας στην καθημερινότητα και στην πολιτική. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό, αν η αλήθεια που προωθούν η κοινωνική επιστήμη, η ψυχανάλυση και η κριτική φιλοσοφία, μπορεί να επιδράσει θετικά στην πολιτική.
V
Ο Π. Παναγιωτόπουλος («Πολιτικές χρήσεις της ιστορίας 2010-2012: ριζοσπαστική Αριστερά και αλυσιτελής νοηματοδότηση του τραύματος», σ. 251-252) τονίζει πως η κρίση από το 2010 μέχρι σήμερα σημαίνει την αμφισβήτηση της μέχρι τούδε συναίνεσης, και η υπαρξιακή οδύνη εκφράζεται συλλογικά ως αντίσταση στις ορθολογικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό συνοδεύεται από τη διασάλευση του συμβολικού και συναισθηματικού προσανατολισμού των κοινωνικών θεσμών εμπρός σ’ ένα ανήμπορο πελατειακό κράτος (σ. 253-254).
Σημαίνει, επίσης, μία απομάγευση των προτύπων (μέσω της κρίσης των προσδοκιών αυξανόμενης καταναλωτικής απόλαυσης, πελατειακής προστασίας, και ατιμώρητης ανομίας), την κατάρρευση του εθνικού αφηγήματος (σ. 255), τη συλλογική και ατομική ταυτοτική απώλεια συμβολικής αναφοράς, καθώς και την αποσταθεροποίηση των νοημάτων. Η κρίση απαιτεί μία νοηματοδότηση του τραύματος.
Ο Παναγιωτόπουλος περιγράφει (σ. 256) τρία ιδεολογικά υποκατάστατα των ταυτοτήτων που χάνονται. Αυτά είναι: 1) Η φαντασιακή ενίσχυση και φετιχοποίηση της εθνικής ταυτότητας και η παράλληλη αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Αυτό γίνεται μέσω της καταγγελίας της «οικονομικής εξάρτησης» και της συνωμοσιολογικής ερμηνείας της κρίσης.
2) Η αύξηση και η διασπορά (σ. 257) της βίας (ακροδεξιά και ακροαριστερή/αναρχική, κοινωνική ανομία), όπως και η ανοχή και η εκλογίκευσή της ήδη από το 2008, που συνοδεύονται από την καταστροφική απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και στον Νόμο, και παράλληλα από την αναξιοπιστία και την αυθαιρεσία σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Ορθά ο Παναγιωτόπουλος υπογραμμίζει ότι η βία εδώ δεν έχει πλέον έναν αντι-δραστικό, απαντητικό χαρακτήρα, αλλά μετασχηματίζεται, ως το Κακό, σε ταυτότητα.
3) Η προσφυγή στην πολιτική ιστορία (σ. 259) μέσω μίας λαϊκίστικης ιδεολογικής επανερμηνείας επιπόλαιων πολιτικών αναλογιών. Εδώ επικράτησε μία αριστερή ηγεμονία (σταλινικού/τριτοκοσμικού τύπου) (σ. 260), η οποία εκμεταλλεύθηκε με επιτυχία την ανικανότητα των ήδη φθαρμένων κυβερνώντων κομμάτων να ασχοληθούν με την κατανόηση και τη δημόσια επεξήγηση της κρίσης.
Ο Παναγιωτόπουλος πολύ ορθά αναφέρει (σ. 261-263) εδώ τρία χαρακτηριστικά αυτής της χρήσης και κατάχρησης της ιστορίας που είναι: α) η αριστερή ηγεμόνευση μέσω μίας διγλωσσίας, η οποία προσπαθεί ν’ απαντήσει συγχρόνως στα δομικά διλήμματα της λενινιστικής αριστεράς: εκφράζεται υπέρ της (αριστερής, «καλής») βίας και ενάντια στη δημοκρατία, ενώ συγχρόνως «διαμαρτύρεται», ότι «δεν το εννοεί έτσι», β) η ανάγκη μίας νέας ιστορικής αφήγησης, γ) η εργαλειακή, μεροληπτική, μερική ερμηνεία. Εδώ πρόκειται για τον μύθο περί του «αντιστασιακού χαρακτήρα του ελληνικού λαού» (από το 1940 και έπειτα), ενάντια στις αιώνιες επιβουλές των ξένων και την επιβολή ξένων μοντέλων.
Περιέργως (σ. 264) αυτή η αφήγηση δεν ανατρέχει ούτε σε οικονομικές κρίσεις, ούτε σε κοινωνικές δυνάμεις: ιδιαίτερα το ΚΚΕ επικυρώνει εδώ επανειλημμένα τις πιο (αυτο-)καταστροφικές επιλογές του παρελθόντος. Σε αντίθεση με αυτό (σ. 265), η πλειοψηφική αριστερά καλλιεργεί την αίσθηση αντίστασης, μέσω της μυθοποίησης της εθνικής/λαϊκής ενότητας, μακριά από την ανάμνηση του εμφυλίου πολέμου. Πρόκειται για μία φρασεολογία (σ. 266), η οποία όμως δίνει την εντύπωση μίας μνησίκακης, τριτοκοσμικής και αντιευρωπαϊκής επιθυμίας εκδίκησης για την ήττα του 1949. Η κυρίαρχη διγλωσσία όμως αποφεύγει την αριστερίστικη /αναρχική διολίσθηση σε μία γλώσσα εμφυλίου πολέμου, και εκμεταλλεύεται ανενόχλητα τον αντιγερμανισμό, τον αντιευρωπαϊσμό και τον αντιφιλελευθερισμό.
Ο Παναγιωτόπουλος (σ. 268) εντοπίζει τρία ρητορικά σχήματα που συμπυκνώνουν την ιδεολογική χρήση της ιστορίας από την πλειοψηφική αριστερά, με στόχο τη διεργασία του τραύματος της κρίσης:
Α) Η μεταφορική αναλογία της γερμανικής κατοχής αποτελεί την πιο διαδεδομένη «αντιμνημονιακή» χρήση της ιστορίας, από τη λαϊκίστικη, ριζοσπαστική αριστερά, καθώς και από την άκρα νεο-ναζιστική δεξιά. Ο μύθος εδώ είναι ότι «η κρίση επιβλήθηκε λόγω του μνημονίου» (στην πραγματικότητα η κρίση οδήγησε στο μνημόνιο).
Εδώ υποφώσκει ένας νέος εθνικός διχασμός, ο οποίος μιλά για «συνεργάτες» και «δωσίλογους» μνημονιακούς. Επικρατεί επίσης (σ. 269-270) και ο άλλος εθνο-ρομαντικός μύθος της «αντιστασιακής φύσης του λαού», καθώς και της φαντασιακής επαναφοράς της «γερμανικής κατοχής». Ο Παναγιωτόπουλος τονίζει πολύ ορθά (σ. 271-272) ότι αυτή η ιστορική αναλογία δεν παρήγαγε εικόνες ενότητας, αλλά μόνον ένα ανερμάτιστο, χαοτικό, ετερογενές «πλήθος» αγανακτισμένων, καθώς και ένα διχαστικό σχήμα για το μέλλον, μέσα από τη μνησικακία.
Β) Το ρητορικό σχήμα της χούντας και οι («χαμένες») προσδοκίες της μεταπολίτευσης (σ. 273) λειτουργούν κυρίως ως κινηματικό, αντιευρωπαϊκό σύνθημα ενάντια στο μνημόνιο. Το τελευταίο δαιμονοποιείται, στον βαθμό που δεν αφορά τους εγγενείς όρους των κοινωνικών μηχανισμών και συμβιβασμών, και εμφανίζεται απλοϊκά ως μία «έξωθεν» πράξη πολιτικής επιβολής. Ο «λαός» (σ. 276) είναι συγχρόνως «θύμα» και «αγωνιστής». Με αυτή η μυθική ταυτότητα του «λαού», επέκεινα ταξικών και άλλων διαφορών, η πλειοψηφική αριστερά ανανέωσε παλαιά ρομαντικά, εθνοτικά ιδεολογήματα. ΄Ετσι συναρθρώθηκαν (σ. 277) ετερόκλητες δυνάμεις από οργανωμένα συμφέροντα, που ήταν και είναι σε θέσεις νομής προσόδων από το κράτος.
Γ) Το σχήμα του ελεγχόμενου ριζοσπαστισμού (μνήμες του 1981) (σ. 278-280). Από το δίλημμα που προαναφέρθηκε προέρχεται η διγλωσσία της πλειοψηφικής αριστεράς, που «ενσωματώνει» επαναστατικά κηρύγματα περί επαναστατικής βίας. Εδώ έγινε η προσπάθεια να μεταβληθεί η ρήξη σε νοηματοδοτημένο τραύμα. Ως πρότυπο επιλέχθηκε η διγλωσσία του Α. Παπανδρέου, που συνεπάγετο την εξαφάνιση του πολίτη πίσω από την «επαναστατική πρωτοκαθεδρία του λαού». Στην πράξη (σ. 284) συγκάλυψε μία διαρκή αναπροσαρμογή της ριζοσπαστικής ατζέντας στην καθημερινότητα και συνέβαλε στην κοινωνική άνοδο. Η κοινωνική ενσωμάτωση έγινε, όμως, μέσω μίας κρατικής επέκτασης, που βασιζόταν στον συνεχή δανεισμό, στο πλαίσιο μίας μη παραγωγικής οικονομίας. Φυσικά και αυτή η αναλογία (όπως όλες οι ιδεολογικές αναλογίες) είναι ψευδής.
Η κρίση επανάφερε παλαιούς εθνοτισμούς, τοπικισμούς, ρατσισμούς και προκαταλήψεις. ΄Ολα αυτά τα ρητορικά σχήματα διαιωνίζουν το τραύμα μέσα από την άρνηση της συμβολικής διεργασίας, που θα αποδέχονταν την κριτική ανάλυση και την αποδοχή της αλήθειας.
Η ανωτέρω επιλεκτική παρουσίαση κειμένων, δεν σημαίνει καθόλου, ότι τα υπόλοιπα κείμενα συγκεκριμένης ιστορικής φύσης, δεν διακρίνονται εξ ίσου από εξαιρετική ποιότητα οξυδερκών αναλύσεων. Το σύνολο των κειμένων του βιβλίου χαρακτηρίζεται από μία σπάνια ποιότητα, και ελπίζω να τύχει μίας πλατιάς αποδοχής εκ μέρους του αναγνωστικού κοινού.

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Αναδημοσιευση απο την Εφημεριδα των Συντακτων :Δημήτρης Κουφοντίνας «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» Λιβάνης, 2014, σελ. 480 Του Νικόλα Σεβαστάκη Ενας φονικός ιδεαλισμός

15/03/14 

Ενας φονικός ιδεαλισμός

Δημήτρης Κουφοντίνας «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» Λιβάνης, 2014, σελ. .
      Pin It
Δημήτρης Κουφοντίνας
«Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη»
Λιβάνης, 2014, σελ. 480

Του Νικόλα Σεβαστάκη

Γιατί να γράψει κανείς για το βιβλίο του Κουφοντίνα; Δεν θα ήταν προτιμότερη η εκδήλωση απαξίας και η αποσιώπηση ως ένα είδος ηθικής διαμαρτυρίας;

Οποιος όμως διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο με τον τίτλο «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» αισθάνεται ότι υπάρχουν πολλά που μπορεί να ειπωθούν τα οποία υπερβαίνουν τα στενά χωράφια της τρομοκρατίας ή των πρωταγωνιστών της. Το «βιβλίο του τρομοκράτη» είναι και μια ιδιόρρυθμη εισαγωγή σε όψεις της ελληνικής μεταπολιτευτικής κοινωνικής και πολιτισμικής συνθήκης, στις υπόγειες βιωματικές διαδρομές που υπήρξαν για κάποιους η πολιτική τους εμπειρία και ζωή. Με αυτή την έννοια, η αφήγηση του εγκλείστου της 17Ν είναι αποκαλυπτική, παρότι ανασκαλεύει κυρίως έναν κόσμο ψευδωνύμων, συνωμοτισμού και αποκρύψεων. Τι αποκαλύπτει όμως; Θα έλεγα τη σταδιακή καταβύθιση ενός ριζοσπαστικοποιημένου νέου της δεκαετίας του ’70 σε έναν μυθολογικό ιστό πλεγμένο από οικεία υλικά. Ο Κουφοντίνας προβάλλει τη γέννηση και την ενηλικίωσή του στον καθρέφτη μιας ολοκληρωτικής πολιτικής θεολογίας. Από τη μια βρίσκεται ο λαός και από την άλλη οι υποκριτές και φαρισαίοι, οι προδότες των δικαίων του, οι ανεπαρκείς, φαύλοι ή μικροί ηγήτορες. Το ίδιο σχήμα επιστρέφει σε χίλιες δυο εκδοχές. Διατρέχει μια αισθητική που τρέφεται με δημοτικό τραγούδι και λατινοαμερικάνικους ρυθμούς. Φτάνει ώς την επίκληση της μαοϊκής λατρείας για την αγροτιά απέναντι στον χαλασμένο κόσμο της μεγάλης πόλης και τα αλλοτριωμένα του ήθη.

Η είσοδος στα άδυτα των ένοπλων οργανώσεων είναι έτσι η έμπρακτη, δραστική αφοσίωση σε αυτή την ιδεολογία που λειτουργεί ως μια ολοκληρωτική ηθική. Ο «Αντώνης», το ψευδώνυμο του Κουφοντίνα της παρανομίας, θέλει να συγχωνευτεί στον ρου των ιστορικών ενσαρκώσεων της εκάστοτε Αντίστασης. Σε κάθε του βήμα ανακαλεί την εικόνα της κοινότητας των κλεφτών, των ανταρτών, της αδικαίωτης Ιστορίας. Και ο ένοπλος δρόμος που παίρνει παρουσιάζεται ως κομμάτι μιας ιστορικής κυοφορίας η οποία αγνοεί τα μέτρα της ηθικής της συμπόνιας ή τις συμβάσεις της «αστικής νομιμότητας».

Η καρδιά της μυθολογίας του «Αντώνη» είναι όμως ο ένοπλος λαός. Το μοτίβο στοιχειώνει την αφήγηση μέχρι το τέλος. Είναι, με άλλα λόγια, η εμμονή των ένοπλων της μεταπολίτευσης στη συνέχιση του ’21, της Αντίστασης, του Εμφυλίου. Στον βαθμό που ο «Αντώνης» πιστεύει ότι η ουσία της πολιτικής είναι ένας πόλεμος μέχρις εσχάτων, ότι, με άλλα λόγια, η αστική δημοκρατία είναι δικτατορία, περιφρονεί βαθιά τη συμβολική τομή του ’74 και δεν αντιλαμβάνεται την αλλαγή εποχής μετά τη δεκαετία του ’80. Οι αμφιβολίες κάποιων άλλων στον ίδιο χώρο θεωρούνται τελικά λιγοψυχία ή αυτοσυντήρηση που καμώνεται την πολιτική διαφωνία. Διότι βεβαίως τα κελεύσματα της Ιστορίας τοποθετούνται πάνω από όλες τις αμφιβολίες, τα διλήμματα και τις δεύτερες σκέψεις.

Η 17Ν προβάλλει στην αφήγηση ως μια ομάδα ανθρώπων που πιστεύει ότι είναι πολιτικό κόμμα της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Πολύ περισσότερο όμως φαντάζονται ότι ενεργοποιούν το εμφύλιο σχίσμα ως εθνική-κοινωνική αντίσταση στον αιώνιο δωσιλογισμό και τους φορείς του. Κάτι ανάμεσα στις αναλύσεις του Κυριάκου Σιμόπουλου και τον Ντεμπρέ της «Επανάστασης μέσα στην Επανάσταση». Από αυτή τη ριζική αυταπάτη ξεκινούν οι ατομικές διαδρομές οι οποίες καταλήγουν και στο «αστυνομικό» μέρος της αφήγησης, δηλαδή στις «ενέργειες». Τα αίμα εδώ απωθείται ή αγγίζεται ελάχιστα. Κρύβεται πίσω από τον τεχνικό όρο «μεγάλες ενέργειες». Ο «Αντώνης»-Κουφοντίνας βλέπει τα αποτελέσματα της ένοπλης δράσης όπως ο υποκειμενικός ιδεαλιστής τα φυσικά αντικείμενα: η ύπαρξη των συγκεκριμένων θυμάτων χάνεται κάτω από τα πέπλα μιας Ιστορίας συρρικνωμένης σε επικά στοιχήματα και άφθονο λυρισμό. Και τελικά το ίδιο το πολιτικό αδιέξοδο γίνεται μια λεπτομέρεια που υποχωρεί κάτω από τις εμμονές του αντάρτη πόλης.

Εχει νόημα να ασχολείται κανείς με αυτή την ιστορία που πολλοί ισχυρίζονται ότι αφορά μόνο το πεδίο του ποινικού δικαίου;

Εχω την εντύπωση πως το ίδιο το ερώτημα είναι λάθος. Γιατί τα σχήματα του πολιτικού κακού, και ιδίως αυτές οι εκτροπές που επενδύθηκαν σε μια μυθολογία της χειραφέτησης, αποτελούν τεκμήρια πραγματικής ιστορίας. Η ολοκληρωτική αντίληψη της πολιτικής, ο ηθικός αυταρχισμός, η ακραία περιφρόνηση για τα διλήμματα και τις αγωνίες των πραγματικών ανθρώπων, ο μυστικισμός του λαού-θύματος, όλα αυτά δεν είναι περιθωριακά ζητήματα ή αρμοδιότητα της εγκληματολογίας.

Για όλα τα παραπάνω το βιβλίο του Κουφοντίνα έχει να μας πει πολλά, όχι όμως στην κατεύθυνση και με τους όρους που θα ήθελε ο συγγραφέας του.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

ΣΤΕΛΛΑ ΝΙΩΤΗ :Το ιστορικό πλαίσιο και οι κοινωνικές πρακτικές της σύγκρουσης ανάμεσα στην «Δεξιά» και την «Αριστερά»: Κοινωνιολογικές και Εγκληματολογικές προσεγγίσεις της ρητορικής του διχασμού /αναδημοσίευση απο το crimevssocialcontrol

Το ιστορικό πλαίσιο και οι κοινωνικές πρακτικές της σύγκρουσης ανάμεσα στην «Δεξιά» και την «Αριστερά»: Κοινωνιολογικές και Εγκληματολογικές προσεγγίσεις της ρητορικής του διχασμού



Η εξέταση ενός ιστορικού γεγονότος ή ενός ευρύτερου ιστορικού πλαισίου, οι συνέπειες του οποίου εξακολουθούν να επηρεάζουν τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, από τις διαστάσεις του παρελθόντος και του παρόντος, έχει πάντα να προσφέρει στην κατανόηση των διαδικασιών της κατασκευής και της αναπαραγωγής του (1). Εκείνο που ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση είναι η κατανόηση του σκοπού που εξυπηρετεί η συχνή αναφορά στο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο του εμφυλιοπολεμικού διχασμού και οι επιδράσεις του στις σύγχρονες πρακτικές του στιγματισμού πολιτικών απόψεων που έχουν ως αποτέλεσμα τον διαχωρισμό των πολιτών. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η συγκριτική προσέγγιση αυτών των πρακτικών σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, τη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική, οι οποίες θεωρούνται «εξαιρετικές» γιατί αφορούν στις συνέπειες μιας πολεμικής αναμέτρησης, και συγκεκριμένα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου που τον ακολούθησε, καθώς και της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης που επέφεραν οι πολιτικές των μνημονίων «συνεργασίας».  
Στο πλαίσιο αυτό ο Εμφύλιος πόλεμος, από την άποψη ενός ευρύτερου ιστορικού πλαισίου στο οποίο περιλαμβάνονται οι διαδικασίες ειρήνευσης και ομαλοποίησης της πολιτικής ζωής, που αποτυπώθηκαν στη  Συμφωνία της Βάρκιζας, αντιμετωπίζεται, ως αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης, από την οποία επιχειρήθηκε η ανάδειξη του μεταπολεμικού συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων. Το ζητούμενο αυτής της σύγκρουσης ήταν η  ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος, με την ηγεμονία της Δεξιάς, και ο πολιτικός αποκλεισμός των οργανώσεων της Αριστεράς, που είχε αποτέλεσμα τις  διώξεις αριστερών πολιτών. Το παραπάνω ιστορικό πλαίσιο εξετάζεται ως παράδειγμα, γιατί συμβάλλει στην κατανόηση της σύγκρουσης, καθώς και της συνολικότερης λειτουργίας των μηχανισμών του πολιτικού αποκλεισμού που καθορίζουν, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, ακόμα και σήμερα, τις σχέσεις ανάμεσα στις παρατάξεις της Δεξιάς και της Αριστεράς.
Η κατανόηση του εμφυλιοπολεμικού πλαισίου και της συμβολής του στις διαδικασίες ανασυγκρότησης του μεταπολεμικού πολιτικού συστήματος δεν περιορίζεται στην ιστορική αφήγηση και, κατά συνέπεια, δεν ακολουθεί αποκλειστικά την ιστορική μέθοδο και την ανάλυση περιεχομένου των ιστορικών και βιβλιογραφικών πηγών. Στην προκειμένη περίπτωση η ανάγνωση της ιστορίας δανείζεται επιχειρήματα και έννοιες από την κοινωνιολογία και την εγκληματολογία, προκειμένου να κατανοήσει τη ρητορική του διχασμού που κατασκεύασε το αριστερό «μειονέκτημα» (2), καθώς και τις πρακτικές του διαχωρισμού των πολιτών και του πολιτικού και κοινωνικού αποκλεισμού που ασκήθηκαν σε βάρος των «αντιφρονούντων», για να φωτίσει το πλαίσιο της σύγκρουσης ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις της Δεξιάς και της Αριστεράς, στη διάρκεια των τελευταίων εξήντα και πλέον ετών που μεσολάβησαν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
1. Οι αφετηρίες του μεταπολεμικού πολιτικού πλαισίου
Σε αντίθεση με ότι συνέβη στις περισσότερες χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης που γνώρισαν την ιταλική και γερμανική κατοχή, και όπου η απελευθέρωση σήμανε την ειρήνευση και οδήγησε στην οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότησή τους, στην Ελλάδα η αποχώρηση των Γερμανών άνοιξε ένα νέο κύκλο αίματος ανάμεσα στις δυνάμεις του παλαιού πολιτικού συστήματος και την Αριστερά (3). Κατά την έννοια αυτή η περίπτωση της Ελλάδας αποτέλεσε μια εξαίρεση στην οποία συνέβαλαν εξωτερικοί και εσωτερικοί πολιτικοί παράγοντες. Στην αφήγηση της ελληνικής εξαίρεσης το «πέρασμα» στην ειρήνευση υπήρξε προϋπόθεση μιας νέας αναμέτρησης, αυτή τη φορά ανάμεσα στο ΕΑΜ- ΕΛΑΣ- που συνέβαλε με τις αντάρτικες ομάδες και τον τακτικό στρατό στην απελευθέρωση της χώρας-, τις κυβερνητικές δυνάμεις και τους Άγγλους συμμάχους, από την οποία θα αναδεικνυόταν ο τελικός νικητής, ο οποίος θα αναλάμβανε και την ευθύνη της ανασυγκρότησης του πολιτικού συστήματος.
Στο παραπάνω πλαίσιο, το Δεκέμβριο του 1944, η Αθήνα μεταβλήθηκε σε ένα πραγματικό και συμβολικό πεδίο μάχης ανάμεσα στο ΕΑΜ- ΕΛΑΣ- που διεκδικούσε να έχει λόγο στις μεταπολεμικές εξελίξεις-, και τη συμμαχία μεταξύ των Άγγλων και των κυβερνητικών δυνάμεων, που μάχονταν για την αναπαραγωγή του συσχετισμού δυνάμεων, ο οποίος, επιπροσθέτως, θα εξυπηρετούσε και τα σχέδια των συμμαχικών δυνάμεων της εποχής, των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας και της ΕΣΣΔ για τον διαχωρισμό των σφαιρών επιρροής (4). Έτσι, στην πρώτη περίπτωση, η απελευθέρωση της Αθήνας και στη δεύτερη η αποτροπή εισόδου του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα πόλη άνοιξαν το νέο γύρο αίματος. Από τις κυβερνητικές δυνάμεις και τους Άγγλους συμμάχους η στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ αντιμετωπίστηκε σε πολιτική- ιδεολογική βάση και αποσκοπούσε στην αφαίρεση του πολιτικού πλεονεκτήματος που απέκτησαν οι εαμικές και, ευρύτερα, οι αριστερές δυνάμεις από τη συμμετοχή τους στην Εθνική Αντίσταση και την απελευθέρωση της χώρας. Στην πραγματικότητα το πολιτικό πλεονέκτημα αφορούσε στη σχέση ταύτισης της Αριστεράς με την υλική και φαντασιακή- ιδεολογική υπόσταση του έθνους (5), το οποίο απομείωνε τη σημασία της de facto μονοπώλησής του από τις δυνάμεις του συστήματος και, κυρίως, τη Δεξιά. Στην ίδια κατεύθυνση η υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας δεν αφορούσε πλέον αποκλειστικά στις «εθνικόφρονες» δυνάμεις και γινόταν, εξίσου ή και περισσότερο, υπόθεση της Αριστεράς. Εν προκειμένω η διάσταση ανάμεσα στην εθνική δράση του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ και τη στάση των κυβερνητικών δυνάμεων, εκπρόσωποι των οποίων συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές, άφησε πολλαπλά εκτεθειμένη τη Δεξιά, ακόμα και στους οπαδούς της, πολλοί εκ των οποίων εντάχθηκαν και πολέμησαν με το ΕΑΜ- ΕΛΑΣ (6).
Σε αυτές τις συνθήκες η αντιστροφή του πολιτικού πλεονεκτήματος εξυπηρετούσε τους στόχους της ηθικής- ιδεολογικής αποκατάστασης και της πολιτικής και πολιτισμικής ηγεμονίας της Δεξιάς, μέσω της ανάκτησης της σχέσης ταύτισης με το έθνος. Στο ίδιο πλαίσιο ο υπαρκτός ή φαντασιακός κίνδυνος του κομμουνισμού, με τον οποίο επιχειρήθηκε να ταυτιστεί η δράση του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ, και των μεταπολεμικών αριστερών δυνάμεων θεωρήθηκε ως ο μεγαλύτερος εσωτερικός εχθρός για την καταπολέμηση του οποίου το ΚΚΕ οδηγήθηκε στην παρανομία και επιβλήθηκαν σε βάρος των αριστερών πολιτών ποινικά, πολιτικά και διοικητικά μέτρα, που είχαν στόχο την ηθική- κοινωνική και πολιτική εξόντωσή τους. Οι παραπάνω στοχεύσεις εκφράστηκαν στις διαπραγματεύσεις και το περιεχόμενο της Συμφωνίας της Βάρκιζας που υπογράφτηκε στις 12.02.1945.
2. Τα διακυβεύματα και το πλαίσιο της Συμφωνίας της Βάρκιζας
Η αντίθεση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά καθόρισε τις διεκδικήσεις και τα διακυβεύματα που τέθηκαν αναφορικά με την κατεύθυνση και τις διαδικασίες ανασυγκρότησης του πολιτικού συστήματος.
Η παράταξη της Δεξιάς εξαρχής επεδίωξε τη μεγιστοποίηση της σημασίας που είχε η στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα και απαίτησε την αποστράτευσή του, με σκοπό να περιοριστεί η επιρροή του στην επαρχία, τη συγκρότηση εθνικού στρατού- ο οποίος θα βοηθούσε στην ανασύνταξη των εθνικοφρόνων δυνάμεων-, και την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος, ώστε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των νικητών στη νέα περίοδο. Κατά συνέπεια, οι δυνάμεις της Δεξιάς επεδίωξαν εξ αρχής τον περιορισμό της επιρροής που απέκτησε η Αριστερά, μέσω της απονομιμοποίησης των αριστερών οργανώσεων και εντύπων. Η δε αποτροπή της νομιμοποίησης του ΚΚΕ υπήρξε αποτέλεσμα μιας ευρύτερης συμφωνίας ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις της Δεξιάς και του Κέντρου, αλλά και τους Βρετανούς και Αμερικανούς επικυρίαρχους, που, σε ένα μεγάλο βαθμό, κατηύθυναν τις μεταπολεμικές εξελίξεις. Ο Γ. Παπανδρέου, μάλιστα, εκ των ηγετών της παράταξης του Κέντρου, υποστήριξε ότι «η αναγνώριση του ΚΚΕ ως νομίμου πολιτικού κόμματος σημαίνει την συνθηκολόγηση του έθνους» (7).
Στην αντίθετη κατεύθυνση, οι δυνάμεις της Αριστεράς, από τη θέση, πλέον, του ηττημένου, προέβαλαν τα αιτήματα της εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού από τα φασιστικά στοιχεία που λειτουργούσαν ανεξέλεγκτα και την τιμωρία των πολιτικά υπευθύνων, της προστασίας των πολιτικών και ατομικών ελευθεριών, της άρσης του στρατιωτικού νόμου, της κατάργησης των ανελεύθερων νομοθετημάτων και της νομιμοποίησης του ΚΚΕ και των εαμικών οργανώσεων.
Η συμφωνία των «εθνικών» πολιτικών δυνάμεων και των άγγλων συμμάχων τους με τις εαμικές οργανώσεις κατέληξε σε ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο, στο οποίο διασφαλιζόταν, καταρχήν, η προστασία των πολιτικών και των ατομικών ελευθεριών καθώς και η ελεύθερη έκφραση του φρονήματος, η άρση του στρατιωτικού νόμου που επεβλήθη από τους άγγλους προκειμένου να αναχαιτιστεί η είσοδος και επικράτηση του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, η αποστράτευση των ενόπλων τμημάτων της Αριστεράς και του ΕΛΑΣ, η απόλυση των ομήρων του πολέμου και η αμνήστευση των πολιτικών κρατουμένων, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αφορούσαν σε αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας. Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή επέτρεψε τη σύζευξη της πολιτικής πρακτικής με την ποινική μεταχείριση και οδήγησε στην ποινικοποίηση της Αριστεράς και τη δίωξη των αριστερών για τη δράση τους.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας συνάντησε ισχυρές αντιστάσεις από μέλη και στελέχη της Αριστεράς, γιατί δεν διασφάλιζε την ειρήνευση και το πέρασμα στην μεταπολεμική ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής. Ο Τ. Βουρνάς θα υποστηρίξει σχετικά ότι «το κίνημα της εθνικής αντίστασης παραδινόταν χωρίς όρους στη διάθεση του αντιπάλου και οι νικητές του πολέμου έγιναν οι ηττημένοι της περιόδου της νίκης» (8).
3. Τα αποτελέσματα της Συμφωνίας της Βάρκιζας και οι πρακτικές ανάκτησης της πολιτικής ηγεμονίας στο μεταπολεμικό πολιτικό σύστημα  
Η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, και περισσότερο ο τρόπος που εφαρμόστηκε, απέτυχε να οδηγήσει στην ειρήνευση και την ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής με την αποκατάσταση της ενότητας του κράτους και τη συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι η Συμφωνία αυτή αποτέλεσε ένα προκάλυμμα προκειμένου να ανασυνταχθεί και να δράσει απροκάλυπτα το δεξιό κράτος, υποβοηθούμενο από το παράλληλο θεσμικό πλαίσιο του παρασυντάγματος και τους μηχανισμούς του παρακράτους. Έτσι οι μαχητές του ΕΛΑΣ και τα πολιτικά στελέχη του ΕΑΜ περιθωριοποιήθηκαν και διώχθηκαν. Σε αυτό το πλαίσιο ο εμφύλιος πόλεμος έμοιαζε αναπότρεπτος, αφού έπρεπε να ανακαθοριστούν οι συσχετισμοί δυνάμεων από τους οποίους θα αναδεικνυόταν ο τελικός νικητής, που θα έπαιρνε ως λάφυρο το κράτος και τους θεσμούς του.
Στο επίπεδο των πρακτικών η ανάκτηση της πολιτικής ηγεμονίας της Δεξιάς επιχειρήθηκε με τον απόλυτο έλεγχο του πολιτικού συστήματος. Ειδικότερα, ο έλεγχος αυτός αφορούσε στο εκλογικό σύστημα, στο πλαίσιο του στιγματισμού και της ποινικής μεταχείρισης των αντιφρονούντων και στη δράση των παρακρατικών μηχανισμών και οργανώσεων.  
Ι) Τα εκλογικά πλειοψηφικά συστήματα
Η προτίμηση και συμφωνία των παρατάξεων της Δεξιάς και του Κέντρου σε πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα αφενός συνέβαλε στη συσπείρωση των δυνάμεών τους σε ενιαίες πολιτικές και οργανωτικές δομές και αφετέρου εξυπηρέτησε την ανάγκη ελέγχου και περιορισμού της πολιτικής επιρροής της Αριστεράς. Επιπλέον, η κατευθυνόμενη πριμοδότηση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων συνέβαλε στην διασφάλιση ενός συστήματος κυβερνητικής εναλλαγής που δεν θα έθιγε τους πολιτικούς και εθνικούς στόχους (9).
Από τις διαδικασίες της κυβερνητικής εναλλαγής εξαιρέθηκε η Αριστερά και η εκπροσώπηση των δυνάμεών της περιορίστηκε ποσοτικά. Ο κανόνας της εκλογικής εξαίρεσης της Αριστεράς «παραβιάστηκε», στις εθνικές εκλογές του 1958, από την πολιτική πραγματικότητα που διαμόρφωσαν η παρατεταμένη οικονομική ύφεση, η αυξημένη ανεργία, η φτώχεια του πληθυσμού και η αυταρχική διοίκηση. Στις εκλογές αυτές η ΕΔΑ ήλθε δεύτερο κόμμα. Η ανάδειξη της ΕΔΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντιμετωπίστηκε ως εξαίρεση εναντίον της οποίας κινητοποιήθηκαν οι μηχανισμοί του στιγματισμού (2) και της δίωξης των μελών και των στελεχών της. Το πρόσχημα που προβλήθηκε, προκειμένου να τύχουν κοινωνικής δικαιολόγησης οι διώξεις των αριστερών, ήταν ότι στις γραμμές της ΕΔΑ φιλοξενούνταν στελέχη του παράνομου ΚΚΕ (10), και, επομένως, αποτελούσε και αυτή εθνικό κίνδυνο.
Εν κατακλείδι, η εκλογική «μεταχείριση» της ΕΔΑ αποτέλεσε συνισταμένη ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων που αφορούσαν στον περιορισμό της πολιτικής και, κυρίως, της ηθικής- πολιτισμικής επιρροής της, με στόχο την απομάκρυνση του κινδύνου της επικράτησης και της ανάληψης της εξουσίας.
ΙΙ) Το πλαίσιο του στιγματισμού και της ποινικής μεταχείρισης των αριστερών
Το ειδικότερο πλαίσιο του στιγματισμού και της ποινικοποίησης της δράσης των μελών και των στελεχών της Αριστεράς αποτελεί συνέπεια του διαχωρισμού των πολιτών σε «εθνικόφρονες» και «αντιφρονούντες». Έτσι, η κατάληψη της εξουσίας από τα «εθνικόφρονα» κόμματα της Δεξιάς και του Κέντρου θεωρήθηκε περίπου αυτοδίκαιη, αφού συνδέθηκε με την υπόσταση του έθνους και τους στόχους της καπιταλιστικής οικονομίας, η υλοποίηση των οποίων προϋποθέτει ακόμα και σήμερα την εθνική επικράτεια, έστω και υπό περιορισμό (11). 
Η ταύτιση των παρατάξεων της Δεξιάς και του Κέντρου με την υπόσταση του έθνους (5) επιχείρησε να αφαιρέσει το σχετικό πολιτικό πλεονέκτημα από την Αριστερά, ανοίγοντας, παράλληλα, το δρόμο στο στιγματισμό των αριστερών πολιτών (2). Το «στίγμα» του αριστερού συνδέθηκε με τον κίνδυνο επικράτησης του κομμουνισμού, δηλαδή αφορούσε σε μια αρνητική ταυτότητα. Η ταύτιση του αριστερού με τον κίνδυνο ανατροπής του κοινωνικού συστήματος- το οποίο, σε ένα άρρητο επίπεδο, ταυτίζεται με το έθνος-, εξυπηρέτησε τις ανάγκες μιας «εθνικής» συσπείρωσης, σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, στη βάση της οποίας βρισκόταν η πολιτική και πολιτισμική απομείωση του ρόλου της Αριστεράς και η περιθωριοποίησή της.
Στην πραγματικότητα η διαδικασία στιγματισμού της Αριστεράς αφορούσε στην εγκατάσταση ενός καθεστώτος διπλού, πολιτικού και κοινωνικού αποκλεισμού που εξηγούσε και δικαιολογούσε τη διαφορετική μεταχείριση γενικότερα των «αντιφρονούντων» και ειδικότερα των αριστερών. Εν κατακλείδι ο στιγματισμός της Αριστεράς άνοιξε το δρόμο στην ποινικοποίηση των πολιτικών πεποιθήσεων και της πολιτικής δράσης των αριστερών πολιτών, που στο πλαίσιο του ποινικού νόμου αντιμετωπίστηκαν ως επικίνδυνοι (12). Η επικινδυνότητα αφορούσε στις πεποιθήσεις και την πολιτική δράση τους, η οποία αποσκοπούσε στην ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος και την εγκατάσταση ενός άλλου καθεστώτος (του κομμουνισμού), το οποίο, επιπροσθέτως, θεωρούνταν απειλή για το (καπιταλιστικό) έθνος. Ο βαθμός επικινδυνότητας δικαιολογούσε, επίσης, την αυστηρότητα της ποινικής μεταχείρισης που στόχευε είτε στην εξόντωση, μέσω της εκτέλεσης, είτε στην τιμωρία, μέσω της φυλάκισης, είτε στην απομόνωση, μέσω της διοικητικής εκτόπισης (7, 8).   
 
ΙΙΙ) Η δράση των παρακρατικών οργανώσεων
Το αυταρχικό κράτος, που οικοδομήθηκε μεταπολεμικά, στηρίχθηκε στην κατασταλτική δράση των μηχανισμών του επίσημου και ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου (13), που ανέλαβαν το καθήκον της επιτήρησης και της τρομοκράτησης των αντιφρονούντων, με σκοπό την ηθική, κυρίως, εξόντωση των οπαδών, των μελών και των στελεχών της Αριστεράς, και τον εκφοβισμό της κοινωνίας.
Ειδικότερα, η δράση των μηχανισμών του επίσημου κοινωνικού ελέγχου, της δικαιοσύνης και της αστυνομίας, αφορούσε στη θυματοποίηση των αντιφρονούντων και δη των αριστερών πολιτών που είχαν χαρακτηριστεί ως εθνικά επικίνδυνοι. Μέσω της θυματοποίησης επιδιώκετο η «εγκατάσταση» του στίγματος που συνέδεε την αρνητική ταυτότητα του αριστερού με τις πεποιθήσεις και τη δράση του. Το καθήκον αυτό απαίτησε έναν πολυπρόσωπο μηχανισμό, ο οποίος αντλήθηκε από τους «εθελοντές» συνεργάτες των επίσημων μηχανισμών καταστολής και των εκπροσώπων τους (14).
Η δράση ενός παράλληλου και αυτόνομου, ως προς τη συγκρότηση, τις διαδικασίες και τις πρακτικές του, μηχανισμού καταστολής, που ήταν δομημένος σε παρακρατικές οργανώσεις, διευκόλυνε το έργο της «επιτήρησης» και της «τιμωρίας», με τη χρήση «τεχνικών» και «μεθόδων» που δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος της Συμφωνίας της Βάρκιζας, γιατί δεν θα γίνονταν αποδεκτές τόσο από τον επίσημο κρατικό μηχανισμό και τους εκπροσώπους του, τουλάχιστον στο επίπεδο των ρηματικών ανακοινώσεων, όσο και από το αριστερό και, ευρύτερα, δημοκρατικό ακροατήριο.
Κύριες δράσεις των παρακρατικών οργανώσεων, σε όλο το διάστημα από το 1945 έως το 1967, οπότε η επιβολή της δικτατορίας ανέστειλε τις πολιτικές ελευθερίες και, ως εκ τούτου, απαγόρευσε την ελεύθερη έκφραση της γνώμης και του φρονήματος, ήταν η στενή παρακολούθηση των αντιφρονούντων, ιδιαιτέρως, των αριστερών, και η παροχή σχετικών πληροφοριών στους επίσημους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου, η διάλυση των πολιτικών και κοινωνικών συγκεντρώσεων με την οργάνωση αντισυγκεντρώσεων και οι σωματικές επιθέσεις, μέχρι σημείου φυσικής εξόντωσης των θυμάτων (15). Η επιλογή αυτών των μεθόδων μπορεί να εξηγήσει τη στρατολόγηση «εθελοντών» από το κοινωνικό περιθώριο, ανάμεσα στο οποίο περιλαμβάνονταν και εγκληματικές αφηγήσεις ζωής, με αντάλλαγμα είτε το ακαταδίωκτο της προηγούμενης εγκληματικής δράσης είτε μια «νομιμοφανή» λειτουργία στις παρυφές της κοινωνίας, ώστε να γίνεται ανεκτή από τους διωκτικούς μηχανισμούς, η οποία, συνήθως, αφορούσε σε δραστηριότητες της παράλληλης ή και της παράνομης οικονομίας (16).
Η δράση των παρακρατικών οργανώσεων διευκόλυνε την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος στη μεταπολεμική περίοδο, υπό την ηγεμονία των πολιτικών δυνάμεων του παλιού πολιτικού συστήματος, γιατί μετέθεσε το πεδίο της κοινωνικής σύγκρουσης από το αίτημα της ειρήνευσης και της πολιτικής ομαλοποίησης σε εκείνο της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ένα κοινωνικό και ένα πολιτικό περιθώριο, η κατασκευή του οποίου εξυπηρετούσε την αναπαραγωγή του συσχετισμού δυνάμεων.
4) Το πλαίσιο της σύγκρουσης ανάμεσα στην Δεξιά και την Αριστερά από τη μεταπολίτευση έως σήμερα
Στη μεταπολιτευτική περίοδο και αυτή που ακολουθεί με την ένταξη της χώρας στο Μηχανισμό Στήριξης, η σύγκρουση ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά κυριαρχείται από τον ίδιο στόχο, τον περιορισμό της επιρροής της Αριστεράς, ώστε να μην ανατραπούν οι συσχετισμοί δυνάμεων και το σύστημα εναλλαγής των δεξιών και κεντρώων κομμάτων στην εξουσία. Μπορεί, λοιπόν, στο διάστημα που μεσολάβησε, να μεταβλήθηκε το περιεχόμενο της σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, αλλά διατηρήθηκαν οι βασικοί πυλώνες της, το εκλογικό σύστημα και η δράση των παρακρατικών οργανώσεων, όπως επίσης και οι πρακτικές του στιγματισμού των αριστερών ιδεών και πολιτικών. 
Α) Το εκλογικό σύστημα
Η ένταξη στοιχείων απλής αναλογικής στα μεταπολιτευτικά εκλογικά συστήματα, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα, είχε σκοπό την συμπερίληψη και την συνευθύνη της Αριστεράς με τη συμμετοχή της στη διακυβέρνηση της χώρας, είτε μέσω της «αξιοποίησης» στελεχών της σε θέσεις του κρατικού μηχανισμού είτε μέσω της συγκρότησης κυβερνήσεων συνεργασίας (17). Ωστόσο τα χαρακτηριστικά των κυβερνήσεων στα οποία συμμετείχαν πολιτικά κόμματα της Αριστεράς- όπως συνέβη την περίοδο 1989- 1990 με τη συμμετοχή του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ στην «κυβέρνηση Τζανετάκη» και, ακολούθως, την οικουμενική, αλλά και το 2012 με τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση «εθνικού σκοπού»- αποτελούν εξαιρέσεις που συνδέονται με την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πολιτικών σκοπών και στόχων, οι οποίοι προϋποθέτουν ευρύτερες «συναινέσεις» και προσβλέπουν στον περιορισμό της κοινωνικής αντίδρασης με την περαιτέρω απομείωση του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς, το οποίο εξακολουθεί να αφορά στον ενεργό ρόλο της στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.
Γενικότερα, σε όλη την μεταπολιτευτική περίοδο, τα κόμματα εξουσίας, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, πέτυχαν να περιορίσουν την εκλογική επιρροή της Αριστεράς σε ποσοστά που, συνολικά, δεν υπερέβησαν το 10- 15%. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποτέλεσαν οι περίοδοι 1989- 1990 και 2012 έως σήμερα, στις οποίες το άθροισμα των αριστερών κομμάτων υπερέβαινε το 20%.
Ωστόσο, στους παράγοντες που ευθύνονται για τον περιορισμό της πολιτικής και εκλογικής επιρροής της Αριστεράς θα πρέπει να περιληφθούν και εσωγενείς αδυναμίες, που, κυρίως, αφορούν στην πολυδιάσπαση των δυνάμεών της, εξαιτίας των διαφορετικών προσεγγίσεων και των αποκλίσεων που δημιουργήθηκαν στους στρατηγικούς στόχους και την προοπτική των αριστερών οργανώσεων. Οι αδυναμίες αυτές προσέθεσαν ένα επιπλέον πεδίο σύγκρουσης, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον περαιτέρω περιορισμό του ρόλου και του εκλογικού μεγέθους της Αριστεράς στη νέα περίοδο.
Μετά την ένταξη της χώρας στον Μηχανισμό Στήριξης και, κυρίως, τις συνέπειες από την εφαρμογή των μέτρων που περιλαμβάνονται στα μνημόνια «συνεργασίας», η εκλογική επιρροή της Αριστεράς παρουσιάζει σημαντική διεύρυνση, η οποία εκφράστηκε με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στις εθνικές εκλογές του 2012. Η δε προοπτική ανάδειξής της στην εξουσία δημιουργεί ένα καινούργιο πεδίο σύγκρουσης με τη Δεξιά, όσο και με τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα που αθροίζονται στην κυβέρνηση «εθνικού σκοπού», το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, στο οποίο περιλαμβάνεται και το εκλογικό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι τέθηκε, κυρίως από τη ΔΗΜΑΡ, το ζήτημα καθιέρωσης της απλής αναλογικής, με το επιχείρημα ότι αποτελεί πάγιο αίτημα της Αριστεράς.
Στην προκειμένη περίπτωση η απλή αναλογική αποτελεί το πρόσχημα, μέσω του οποίου προσδοκάται η διάχυση της κοινωνικής διαμαρτυρίας και η διασπορά της ψήφου σε περισσότερα κόμματα, γεγονός που από τη μια θα δυσχεράνει την ανάδειξη της Αριστεράς στην εξουσία και από την άλλη θα δημιουργήσει νέες προοπτικές συσπείρωσης πολιτικά συγγενών ιδεών σε ενιαίες οργανωτικές δομές, από τις οποίες θα προκύψουν νέες ισχυρές κυβερνήσεις που θα αναδειχθούν από πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα.  
Β) Το πλαίσιο του στιγματισμού και της ενοχοποίησης της Αριστεράς
Στη διάρκεια της μεταπολίτευσης ο στιγματισμός της Αριστεράς, των μελών και των στελεχών της παραμένει ισχυρός και τροφοδοτεί τη συλλογική συνείδηση με τις αναπαραστάσεις μιας αρνητικής ταυτότητας. Ωστόσο τα αρνητικά στοιχεία αυτής της ταυτότητας μεταβάλλονται και προσλαμβάνουν περισσότερο πολιτισμικά παρά πολιτικά χαρακτηριστικά. Στα χαρακτηριστικά αυτά εντάσσεται και ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας και της σημασίας του εθνικού κινδύνου, ο οποίος, μετά την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν αφορά πλέον στην ανατροπή του κοινωνικοοικονομικού οικοδομήματος και την κατάλυση των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων και διαδικασιών, αλλά στην υπεράσπιση της εθνικής υπόστασης, στο περιβάλλον της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, όπου οι ανάγκες της κινητικότητας του κεφαλαίου περιορίζουν τα όρια και τη σημασία της εθνικής επικράτειας (11, 18).
Στο παραπάνω πλαίσιο ο στιγματισμός των ιδιαίτερων πολιτικών εκφράσεων της Αριστεράς, καθώς και της δράσης των μελών και των στελεχών της, αφορά περισσότερο σε μια διαδικασία ενοχοποίησης θέσεων και στάσεων που δεν οδηγεί πάντα στην ποινικοποίηση και τη δίωξη, αλλά διασπείρεται στο κοινωνικό σώμα για να τροφοδοτήσει την αντίδρασή του, που κυμαίνεται από την απαξίωση έως τον φόβο της κοινωνικής ανισορροπίας και της εκτροπής. Αυτό γίνεται εμφανέστερο μετά την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού.  
Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού χρέωσε την Αριστερά με μια μεγάλη ήττα στρατηγικής και πολιτικής, με αποτέλεσμα αυτή να εκτεθεί ακόμα περισσότερο σε πρακτικές πολιτικού περιορισμού. Παράλληλα η μονοκρατορία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού- στον οποίο κυριάρχησε η ιδιωτικότητα και η ατομική ευθύνη- ισχυροποίησε τη σημασία της ισορροπίας του συστήματος και από αυτήν την άποψη οι συνέπειες του στιγματισμού εμφανίζονται μεγαλύτερες και διαρκέστερες, εφόσον συνεπάγονται την περαιτέρω ηθική απομείωση των αριστερών ιδεών και των φορέων τους. Στο πλαίσιο αυτό η επικινδυνότητα αντιμετωπίζεται, πλέον, αυστηρά στην εγκληματολογική της διάσταση και συνδέεται με την αντικοινωνική συμπεριφορά και δράση που οδηγεί στην ποινική καταδίκη και τον εγκλεισμό (12, 13). Η σχέση επικινδυνότητας και εγκληματικότητας, καθώς και η συνταύτισή τους με τις πολιτικές αντιλήψεις και επιλογές, κυρίως, του ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζεται από ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικών λιτότητας, στο οποίο περιλαμβάνονται η μείωση των εισοδημάτων, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Στην πραγματικότητα ο λόγος  του πολιτικού αυταρχισμού και οι πρακτικές της επιτήρησης και της τιμωρίας επικρατούν και προτάσσονται εκείνων της αναδιανομής και της κοινωνικής ένταξης ή επανένταξης των χαμηλών, κυρίως, κοινωνικών στρωμάτων.
Στο σύγχρονο πλαίσιο, το εγχείρημα της «εγκληματοποίησης» των πολιτικών επιλογών και εκφράσεων της Αριστεράς εξελίσσεται σε ένα διευρυμένο πεδίο, στο οποίο συμμετέχουν το κράτος και οι θεσμοί του, καθώς και τα mas media, τα οποία, από τη θέση του διαμορφωτή γνώμης, έχουν αναλάβει τη διαχείριση της «ποινικής» εικόνας της Αριστεράς, με σκοπό τον περαιτέρω περιορισμό της επιρροής της. Ο ειδικότερος ρόλος των media αφορά στην ανα- κατασκευή της εικόνας του επικίνδυνου αριστερού, στην οποία το πρόσωπο «προεξέχει» των ιδεών και του πολιτικού φορέα που εκπροσωπεί. Η μεσολάβηση των media στην κατασκευή του επικίνδυνου αριστερού προβάλλει ένα ισχυρό μήνυμα αποτροπής- και ντροπής, που συνδέεται με ακραίες και εν ολίγοις εγκληματικές συμπεριφορές-, με αποδέκτη το κοινωνικό- εκλογικό σώμα. Επομένως, στο σύγχρονο πλαίσιο, η επικινδυνότητα του αριστερού έχει διαφύγει από τη σχέση ανάμεσα στο κράτος, το πολιτικό σύστημα και τον πολίτη για να περιοριστεί σ’ εκείνη ανάμεσα στους μηχανισμούς του άτυπου και του επίσημου κοινωνικού ελέγχου και τα μέλη και στελέχη αριστερών οργανώσεων που θεωρήθηκαν ύποπτα για τις πολιτικές θέσεις και απόψεις τους (13).
Ωστόσο, στις δύο περιόδους που εξετάζονται, τη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική, ο διαχωρισμός των πολιτών και των πολιτικών κομμάτων παραμένει το κρίσιμο στοιχείο της αναπαραγωγής του συσχετισμού δυνάμεων. Ειδικότερα, στη μεταπολεμική περίοδο αυτός ο διαχωρισμός έχει πολιτικές- ιδεολογικές βάσεις, ενώ στη μεταπολιτευτική περίοδο επικρατούν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Στην ουσία πρόκειται για ένα διαχωρισμό που αφορά στην τήρηση κανόνων (19) και διακρίνει τους πολίτες σε ενσωματωμένους- προσαρμοσμένους και συμμορφωμένους, δηλαδή συντηρητικούς- δεξιούς, και περιθωριακούς- δυσπροσάρμοστους και  παραβατικούς, δηλαδή αριστερούς. Η συνισταμένη της τήρησης των κανόνων αξιολογεί το επίπεδο της πολιτικής κοινωνικοποίησης, δηλαδή της εσωτερίκευσης των βασικών αξιών του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, διαδικασία που στο συγκείμενο της κρίσης δεσμεύει εξίσου τις παρατάξεις της Δεξιάς και της Αριστεράς. Εφόσον αυτή η δέσμευση αφορά στο πλαίσιο του υπάρχοντος πολιτικού σσυτήματος δημιουργεί περιθώρια συγκλίσεων στον πολιτικό λόγο και τις πρακτικές της Δεξιάς και της Αριστεράς. Στην προκειμένη περίπτωση η Αριστερά ελέγχεται για την ικανότητα προσαρμογής της στις συστημικές αξιώσεις, από την οποία θα εξαρτηθεί είτε η ανάδειξή της στην εξουσία είτε η περιθωριοποίησή της.
Γ) Η περίπτωση της «Χρυσής Αυγής»: Ακροδεξιά έκφραση και παρακρατική δράση
Το πνεύμα του εκδημοκρατισμού, που κυριάρχησε με την πτώση της δικτατορίας και το οποίο επέδρασε στην ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος, απέκλεισε τις ακροδεξιές αντιλήψεις και πρακτικές από την οργάνωση και λειτουργία των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών. Η περιθωριοποίηση των ακροδεξιών ιδεών και πρακτικών έγινε ιδιαίτερα εμφανής στην ανασυγκρότηση της Δεξιάς παράταξης που επέλεξε να μην διαφοροποιηθεί από το γενικότερο αίτημα του εκδημοκρατισμού της κοινωνίας και της πολιτικής. Θα μπορούσε, μάλιστα, να υποστηριχθεί ότι το αποκαλούμενο «κλίμα της μεταπολίτευσης» επέδειξε μεγαλύτερη αποδοχή στις ιδέες της Αριστεράς, οι οποίες, σε ένα μεγάλο βαθμό, επηρέασαν τις δομές και τις αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτό η ανασυγκρότηση των ακροδεξιών οργανώσεων αποτέλεσε μια διαδικασία που εξελίχθηκε στο περιθώριο της επίσημης πολιτικής, έξω από τους επίσημους μηχανισμούς του κράτους, παρόλο που στις παρυφές τους διατηρήθηκαν οι μεταξύ τους παράλληλοι δεσμοί. Οι οργανώσεις αυτές αξιοποίησαν τις αδυναμίες και τις παραλείψεις του μεταπολιτευτικού οικοδομήματος για να εδραιώσουν σταδιακά την παρουσία τους στις παρυφές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Και παρά το γεγονός ότι οι πρακτικές τους έχουν πολλά κοινά στοιχεία με τις δραστηριότητες των παρακρατικών οργανώσεων της μεταπολεμικής περιόδου, εν τούτοις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιες.   
Τα στοιχεία που διαφοροποιούν την φυσιογνωμία και τη δράση της «Χρυσής Αυγής», που αποτελεί τη μεγαλύτερη ακροδεξιά οργάνωση, από τις παρακρατικές οργανώσεις της μεταπολεμικής περιόδου μπορούν να εντοπιστούν στην κομματική συγκρότηση, την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, καθώς και τη διαδικασία θυματοποίησης. Η «Χρυσή Αυγή» αποτελεί κόμμα με στρατοκρατική δομή που εισήγαγε την βία στην πολιτική έκφραση και δράση. Η δράση αυτή ασκείται αυτόνομα και όχι παράλληλα προς τους μηχανισμούς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα της κοινωνικής και πολιτικής εδραίωσης και της κοινοβουλευτικής της εκπροσώπησης. Αντλεί τους στόχους των επιθέσεών της από το πολιτικό σύστημα, στρεφόμενη κατά των οργανώσεων, των στελεχών και των μελών των κομμάτων της Αριστεράς, και τα θύματά της από το κοινωνικό περιθώριο, κυρίως, από τις «μειονότητες» των μεταναστών και των αθιγγάνων. Η αναζήτηση των πολιτικών στόχων και των θυμάτων της από συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτικά περιβάλλοντα εξυπηρετεί τους στόχους μιας διπλής θυματοποίησης που αφορά στην ανακατασκευή του εσωτερικού εχθρού και την αναζήτηση των ενόχων- υπευθύνων από τους «αντιφρονούντες» και τους «αλλογενείς». Από αυτήν την άποψη η δράση της «Χρυσής Αυγής», που εντοπίζεται, κυρίως, στον εκφοβισμό και την τρομοκράτηση των πολιτών, γίνεται πιο ισχυρή από εκείνη των παρακρατικών οργανώσεων, αφού η τρομοκράτηση των παραπάνω κοινωνικών κατηγοριών από ένα κοινοβουλευτικό κόμμα συμβάλλει στην ενίσχυση του αυταρχισμού της εξουσίας και την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος σε συντηρητική και αυταρχική κατεύθυνση.
5. Επίλογος
Στην εποχή της κρίσης η «ελαστικοποίηση» των πολιτικών ταυτοτήτων και των ορίων που χωρίζουν τους παραδοσιακούς αντιπάλους, τη Δεξιά και την Αριστερά, ανατρέπει το οικοδόμημα της ιδιαιτερότητας που δημιούργησε το πλαίσιο της σύγκρουσης στη μεταπολεμική περίοδο. Το διακύβευμα της νέας περιόδου, που ακολούθησε τη μεταπολίτευση, αφορά πλέον στην πλήρη απομείωση του ηθικού πλεονεκτήματος που διατήρησε η Αριστερά με την ενσωμάτωσή της στο σύστημα διακυβέρνησης.
Στο περιβάλλον της οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, η απομείωση του ηθικού- πολιτισμικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς και η προοδευτική ιδεολογική και πολιτική σύγκλιση με τη Δεξιά εξελίσσεται στο επίπεδο της διαχείρισης των κοινωνικών προβλημάτων και της τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων και δεσμεύσεων που συνάπτονται στο πλαίσιο της μονοκρατορίας του καπιταλισμού. Η συμμετοχή πολιτικών κομμάτων και εκπροσώπων της Αριστεράς στους μηχανισμούς εξουσίας αποδεικνύεται εξίσου καταπιεστική, εφόσον συμπράττει σε πολιτικές που καταργούν το δικαίωμα στην εργασία, μειώνουν το εργατικό εισόδημα, συρρικνώνουν τις κοινωνικές παροχές και περιστέλλουν τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών. Το στοιχείο που κυριαρχεί στις τρέχουσες αντιλήψεις και τις πρακτικές των παρατάξεων της Δεξιάς και Αριστεράς αφορά στην αποδοχή του γενικότερου πλαισίου της παγκοσμιοποίησης, το οποίο διακρίνεται από την «ελεύθερη» και απεριόριστη κινητικότητα του κεφαλαίου και του ανθρώπινου δυναμικού, με την απομείωση του ρόλου του κράτους και των εθνικών πολιτικών.
Μπορεί στο νέο περιβάλλον που δημιούργησε η παγκόσμια οικονομική κρίση και η ανάγκη αντιμετώπισης των συνεπειών της σε εθνικό επίπεδο να επετεύχθη η πολιτική σύγκλιση ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά, αλλά η σύγκρουση παραμένει βασικό στοιχείο στη μεταξύ τους σχέση. Στις παρούσες συνθήκες η σύγκρουση θεωρείται απόρροια των ανισορροπιών που δημιούργησε στο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα η ένταξη της χώρας στον Μηχανισμό Στήριξης. Οι δε ανισορροπίες αφορούν στην ουσιαστική διάλυση του ΠΑΣΟΚ, που μεταπολιτευτικά αποτέλεσε τη συγκροτημένη έκφραση του χώρου του πολιτικού κέντρου και τη μετατόπιση προς αυτό δυνάμεων της Αριστεράς, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να ανακτηθεί σε μια νέα βάση και με άλλους συσχετισμούς η ηγεμονία του αριστερού και δημοκρατικού ακροατηρίου, παράλληλα με την κατάθεση μιας εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης. Το εγχείρημα ανασυγκρότησης του αριστερού και δημοκρατικού ακροατηρίου σε συλλογικό υποκείμενο δημιουργεί αντίστοιχες πολιτικές μετατοπίσεις στην παράταξη της Δεξιάς που επιστρέφει στην πολιτική παράδοσή της προκειμένου να αντλήσει επιχειρήματα και πρακτικές για να ανακατασκευάσει τον «εθνικό» εχθρό και να «αναχαιτίσει» τον αριστερό κίνδυνο. Στο εγχείρημα αυτό συμβάλλει η ενσωμάτωση εθνικιστικών και ακροδεξιών εκφράσεων (λ.χ. Μ. Βορίδης, Θ. Πλεύρης, Χ. Λαζαρίδης, Φ. Κρανιδιώτης κ.α.) στο κυρίαρχο δεξιό μέτωπο, που, στην ουσία, ανασυγκροτεί το κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας», αλλά και η διακριτή και συγκροτημένη παρουσία της ακροδεξιάς έκφρασης, μέσω της «Χρυσής Αυγής» (20).   
Οι μετατοπίσεις και οι ανακατατάξεις που εξελίσσονται στο δεξιό και ακροδεξιό «στρατόπεδο» αφορούν σε ιδεολογικές επιλογές, οι οποίες επιχειρούν να επαναφέρουν τη σύγκρουση της Δεξιάς με την Αριστερά στο ηθικό- πολιτισμικό και ιδεολογικό επίπεδο της μεταπολεμικής περιόδου, όπου κυριαρχούσαν οι πρακτικές εξόντωσης ή του πολιτικού αποκλεισμού των αντιφρονούντων. Η επαναφορά αυτή δεν είναι προσχηματική αλλά ουσιαστική, αφού αξιοποιεί την πολιτική και ιδεολογική φθορά, καθώς και την ηθική- πολιτισμική απαξίωση της Αριστεράς. Σε κάθε περίπτωση η επιστροφή της πολιτικής αντιπαράθεσης στο μετεμφυλιακό πλαίσιο και η έμφαση στη ρητορική του διχασμού διευκολύνει την πολιτική πόλωση, στη βάση της οποίας ανατροφοδοτείται και αναζωπυρώνεται η ιδεολογική- πολιτική και ηθική- πολιτισμική σύγκρουση ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά και επιχειρείται η ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος σε συντηρητική κατεύθυνση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) Μπέργκερ, Π. & Λούκμαν, Τ. (2003) Η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας, Μετάφραση. Κ. Αθανασίου, Επιμέλεια: Γ. Κουζέλης, Δ. Μακρυνιώτη, Νήσος, Αθήνα
(2) Goffman, E. (2000) Στίγμα, Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, Εισαγωγή- Μετάφραση: Δ. Μακρυνιώτη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα
 (3) Λιναρδάτος Σ. (1977) Από τον εμφύλιο στη χούντα, Τόμος Α΄, 1949- 1952, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Παπαζήσης, Αθήνα
(4) Μαργαρίτης, Γ. (2009) Γενική Επισκόπηση του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, στο «Εμφύλιος Πόλεμος, 60 χρόνια από τη λήξη του», Ιστορικά, Ελευθεροτυπία, σελ. 9-36
(5) Γουργουρής, Σ. (2007) Έθνος- όνειρο, Διαφωτισμός και θέσμιση της σύγχρονης Ελλάδας, Μετάφραση: Α. Κατσίκερος, Κριτική, Αθήνα
(6) Σαμπατακάκης, Θ. (2010) Από τα Δεκεμβριανά, στη Συμφωνία της Βάρκιζας και την προκήρυξη των εκλογών του 1946, Ελευθεροτυπία, Ιστορικά, σελ. 33- 56
(7) Λιναρδάτος Σ. (1977) Από τον εμφύλιο στη χούντα, Τόμος Α΄, 1949- 1952, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Παπαζήσης, Αθήνα, σελ. 54-56
(8)  Βουρνάς, T. (2009, 1981) Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, ο Εμφύλιος, Τόμος Δ΄, Πατάκης, σελ. 5
(9) Νικολακόπουλος, Η. (1985) Κόμματα και βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα 1946-1964. Η εκλογική γεωγραφία των πολιτικών δυνάμεων, ΕΚΚΕ, Αθήνα
(10) Λιναρδάτος Σ. (1978) Από τον εμφύλιο στη χούντα, Τόμος Γ΄, 1955- 1961, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Παπαζήσης, Αθήνα
(11) Hobsbawm, E. (2006) Η εποχή των άκρων, Ο σύντομος 20ος αιώνας 1914- 1991, Μετάφραση: Β. Καπετανγιάννης, Θεμέλιο, Αθήνα.
(12) Αλεξιάδης Στ., Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1996
(13) Λαμπροπούλου Ε., Κοινωνικός έλεγχος του εγκλήματος, Παπαζήσης, Αθήνα 1994
(14) Λιναρδάτος Σ. (1986) Από τον εμφύλιο στη χούντα, Τόμος Δ΄, 1961- 1964, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Παπαζήσης, Αθήνα
(15) Βουρνάς, Τ. (2007, 1986) Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, 1967- 1974, Χούντα, Φάκελος της Κύπρου, Τόμος Στ΄, Πατάκης
(16) Σακελλαρόπουλος Θ., Υπερεθνικές Κοινωνικές Πολιτικές την Εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Κριτική, Αθήνα 2001
(17) Wallerstein, I. (2011) Σύγκρουση Πολιτισμών; Η Μεγάλη Εικόνα και το Μελλοντικό Σύστημα, Πρόλογος: Σπ. Μαρκέτος, Μετάφραση: Σπ. Μαρκέτος, Ελ. Φωτεινού, Θύραθεν, Αθήνα  
(18) Williams, R. (1994) «The Sociology of Ethnic Conflict: Comparative International Perspectives», Annual Review of Sociology, Vol. 20, σελ. 49-79
(19) Sellin, T. (2003) Πολιτισμική σύγκρουση και έγκλημα, Μετάφραση: Η Σαγκουνίδου- Δασκαλάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
(20) ΙΟΣ, «Οι κρυφές συνιστώσες» της ΝΔ, Η κατάληψη της κυβέρνησης από την ακροδεξιά», Η εφημερίδα των συντακτών, www.efsyn.gr, 20/01/2013 

ΣΤΕΛΛΑ ΝΙΩΤΗ

Τα url του θείου Ισιδώρα