Η εξέταση ενός ιστορικού γεγονότος ή ενός
ευρύτερου ιστορικού πλαισίου, οι συνέπειες του οποίου εξακολουθούν να
επηρεάζουν τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, από τις διαστάσεις του
παρελθόντος και του παρόντος, έχει πάντα να προσφέρει στην κατανόηση των
διαδικασιών της κατασκευής και της αναπαραγωγής του (1). Εκείνο που ενδιαφέρει
στην προκειμένη περίπτωση είναι η κατανόηση του σκοπού που εξυπηρετεί η συχνή
αναφορά στο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο του εμφυλιοπολεμικού διχασμού και οι
επιδράσεις του στις σύγχρονες πρακτικές του στιγματισμού πολιτικών απόψεων που
έχουν ως αποτέλεσμα τον διαχωρισμό των πολιτών. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η
συγκριτική προσέγγιση αυτών των πρακτικών σε δύο διαφορετικές χρονικές
περιόδους, τη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική, οι οποίες θεωρούνται
«εξαιρετικές» γιατί αφορούν στις συνέπειες μιας πολεμικής αναμέτρησης, και
συγκεκριμένα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου που τον
ακολούθησε, καθώς και της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης που
επέφεραν οι πολιτικές των μνημονίων «συνεργασίας».
Στο πλαίσιο αυτό ο Εμφύλιος πόλεμος, από
την άποψη ενός ευρύτερου ιστορικού πλαισίου στο οποίο περιλαμβάνονται οι
διαδικασίες ειρήνευσης και ομαλοποίησης της πολιτικής ζωής, που αποτυπώθηκαν
στη Συμφωνία της Βάρκιζας,
αντιμετωπίζεται, ως αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης, από την οποία επιχειρήθηκε η
ανάδειξη του μεταπολεμικού συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων. Το ζητούμενο αυτής
της σύγκρουσης ήταν η ανασυγκρότηση του
πολιτικού συστήματος, με την ηγεμονία της Δεξιάς, και ο πολιτικός αποκλεισμός των
οργανώσεων της Αριστεράς, που είχε αποτέλεσμα τις διώξεις αριστερών πολιτών. Το παραπάνω
ιστορικό πλαίσιο εξετάζεται ως παράδειγμα, γιατί συμβάλλει στην κατανόηση της
σύγκρουσης, καθώς και της συνολικότερης λειτουργίας των μηχανισμών του πολιτικού
αποκλεισμού που καθορίζουν, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, ακόμα και σήμερα, τις σχέσεις
ανάμεσα στις παρατάξεις της Δεξιάς και της Αριστεράς.
Η κατανόηση του εμφυλιοπολεμικού πλαισίου
και της συμβολής του στις διαδικασίες ανασυγκρότησης του μεταπολεμικού
πολιτικού συστήματος δεν περιορίζεται στην ιστορική αφήγηση και, κατά συνέπεια,
δεν ακολουθεί αποκλειστικά την ιστορική μέθοδο και την ανάλυση περιεχομένου των
ιστορικών και βιβλιογραφικών πηγών. Στην προκειμένη περίπτωση η ανάγνωση της
ιστορίας δανείζεται επιχειρήματα και έννοιες από την κοινωνιολογία και την εγκληματολογία,
προκειμένου να κατανοήσει τη ρητορική του διχασμού που κατασκεύασε το αριστερό
«μειονέκτημα» (2), καθώς και τις πρακτικές του διαχωρισμού των πολιτών και του πολιτικού
και κοινωνικού αποκλεισμού που ασκήθηκαν σε βάρος των «αντιφρονούντων», για να
φωτίσει το πλαίσιο της σύγκρουσης ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις της Δεξιάς
και της Αριστεράς, στη διάρκεια των τελευταίων εξήντα και πλέον ετών που
μεσολάβησαν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
1. Οι
αφετηρίες του μεταπολεμικού πολιτικού πλαισίου
Σε αντίθεση με ότι συνέβη στις περισσότερες
χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης που γνώρισαν την ιταλική και γερμανική
κατοχή, και όπου η απελευθέρωση σήμανε την ειρήνευση και οδήγησε στην
οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότησή τους, στην Ελλάδα η αποχώρηση των
Γερμανών άνοιξε ένα νέο κύκλο αίματος ανάμεσα στις δυνάμεις του παλαιού
πολιτικού συστήματος και την Αριστερά (3). Κατά την έννοια αυτή η περίπτωση της
Ελλάδας αποτέλεσε μια εξαίρεση στην οποία συνέβαλαν εξωτερικοί και εσωτερικοί
πολιτικοί παράγοντες. Στην αφήγηση της ελληνικής εξαίρεσης το «πέρασμα» στην
ειρήνευση υπήρξε προϋπόθεση μιας νέας αναμέτρησης, αυτή τη φορά ανάμεσα στο
ΕΑΜ- ΕΛΑΣ- που συνέβαλε με τις αντάρτικες ομάδες και τον τακτικό στρατό στην
απελευθέρωση της χώρας-, τις κυβερνητικές δυνάμεις και τους Άγγλους συμμάχους,
από την οποία θα αναδεικνυόταν ο τελικός νικητής, ο οποίος θα αναλάμβανε και την
ευθύνη της ανασυγκρότησης του πολιτικού συστήματος.
Στο παραπάνω πλαίσιο, το Δεκέμβριο του
1944, η Αθήνα μεταβλήθηκε σε ένα πραγματικό και συμβολικό πεδίο μάχης ανάμεσα στο
ΕΑΜ- ΕΛΑΣ- που διεκδικούσε να έχει λόγο στις μεταπολεμικές εξελίξεις-, και τη
συμμαχία μεταξύ των Άγγλων και των κυβερνητικών δυνάμεων, που μάχονταν για την
αναπαραγωγή του συσχετισμού δυνάμεων, ο οποίος, επιπροσθέτως, θα εξυπηρετούσε
και τα σχέδια των συμμαχικών δυνάμεων της εποχής, των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας και
της ΕΣΣΔ για τον διαχωρισμό των σφαιρών επιρροής (4). Έτσι, στην πρώτη
περίπτωση, η απελευθέρωση της Αθήνας και στη δεύτερη η αποτροπή εισόδου του
ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα πόλη άνοιξαν το νέο γύρο αίματος. Από τις κυβερνητικές
δυνάμεις και τους Άγγλους συμμάχους η στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ αντιμετωπίστηκε
σε πολιτική- ιδεολογική βάση και αποσκοπούσε στην αφαίρεση του πολιτικού
πλεονεκτήματος που απέκτησαν οι εαμικές και, ευρύτερα, οι αριστερές δυνάμεις
από τη συμμετοχή τους στην Εθνική Αντίσταση και την απελευθέρωση της χώρας.
Στην πραγματικότητα το πολιτικό πλεονέκτημα αφορούσε στη σχέση ταύτισης της
Αριστεράς με την υλική και φαντασιακή- ιδεολογική υπόσταση του έθνους (5), το
οποίο απομείωνε τη σημασία της de facto μονοπώλησής του από τις δυνάμεις του
συστήματος και, κυρίως, τη Δεξιά. Στην ίδια κατεύθυνση η υπεράσπιση της εθνικής
ανεξαρτησίας δεν αφορούσε πλέον αποκλειστικά στις «εθνικόφρονες» δυνάμεις και
γινόταν, εξίσου ή και περισσότερο, υπόθεση της Αριστεράς. Εν προκειμένω η
διάσταση ανάμεσα στην εθνική δράση του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ και τη στάση των κυβερνητικών
δυνάμεων, εκπρόσωποι των οποίων συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς και Γερμανούς
κατακτητές, άφησε πολλαπλά εκτεθειμένη τη Δεξιά, ακόμα και στους οπαδούς της,
πολλοί εκ των οποίων εντάχθηκαν και πολέμησαν με το ΕΑΜ- ΕΛΑΣ (6).
Σε αυτές τις συνθήκες η αντιστροφή του
πολιτικού πλεονεκτήματος εξυπηρετούσε τους στόχους της ηθικής- ιδεολογικής
αποκατάστασης και της πολιτικής και πολιτισμικής ηγεμονίας της Δεξιάς, μέσω της
ανάκτησης της σχέσης ταύτισης με το έθνος. Στο ίδιο πλαίσιο ο υπαρκτός ή
φαντασιακός κίνδυνος του κομμουνισμού, με τον οποίο επιχειρήθηκε να ταυτιστεί η
δράση του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ, και των μεταπολεμικών αριστερών δυνάμεων θεωρήθηκε ως ο
μεγαλύτερος εσωτερικός εχθρός για την καταπολέμηση του οποίου το ΚΚΕ οδηγήθηκε
στην παρανομία και επιβλήθηκαν σε βάρος των αριστερών πολιτών ποινικά, πολιτικά
και διοικητικά μέτρα, που είχαν στόχο την ηθική- κοινωνική και πολιτική εξόντωσή
τους. Οι παραπάνω στοχεύσεις εκφράστηκαν στις διαπραγματεύσεις και το
περιεχόμενο της Συμφωνίας της Βάρκιζας που υπογράφτηκε στις 12.02.1945.
2. Τα
διακυβεύματα και το πλαίσιο της Συμφωνίας της Βάρκιζας
Η αντίθεση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στη
Δεξιά και την Αριστερά καθόρισε τις διεκδικήσεις και τα διακυβεύματα που τέθηκαν
αναφορικά με την κατεύθυνση και τις διαδικασίες ανασυγκρότησης του πολιτικού
συστήματος.
Η παράταξη της Δεξιάς εξαρχής επεδίωξε τη
μεγιστοποίηση της σημασίας που είχε η στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα και
απαίτησε την αποστράτευσή του, με σκοπό να περιοριστεί η επιρροή του στην
επαρχία, τη συγκρότηση εθνικού στρατού- ο οποίος θα βοηθούσε στην ανασύνταξη
των εθνικοφρόνων δυνάμεων-, και την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος, ώστε
να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των νικητών στη νέα περίοδο. Κατά συνέπεια, οι
δυνάμεις της Δεξιάς επεδίωξαν εξ αρχής τον περιορισμό της επιρροής που απέκτησε
η Αριστερά, μέσω της απονομιμοποίησης των αριστερών οργανώσεων και εντύπων. Η
δε αποτροπή της νομιμοποίησης του ΚΚΕ υπήρξε αποτέλεσμα μιας ευρύτερης
συμφωνίας ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις της Δεξιάς και του Κέντρου, αλλά και
τους Βρετανούς και Αμερικανούς επικυρίαρχους, που, σε ένα μεγάλο βαθμό,
κατηύθυναν τις μεταπολεμικές εξελίξεις. Ο Γ. Παπανδρέου, μάλιστα, εκ των ηγετών
της παράταξης του Κέντρου, υποστήριξε ότι «η αναγνώριση του ΚΚΕ ως νομίμου
πολιτικού κόμματος σημαίνει την συνθηκολόγηση του έθνους» (7).
Στην αντίθετη κατεύθυνση, οι δυνάμεις της
Αριστεράς, από τη θέση, πλέον, του ηττημένου, προέβαλαν τα αιτήματα της
εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού από τα φασιστικά στοιχεία που λειτουργούσαν
ανεξέλεγκτα και την τιμωρία των πολιτικά υπευθύνων, της προστασίας των
πολιτικών και ατομικών ελευθεριών, της άρσης του στρατιωτικού νόμου, της κατάργησης
των ανελεύθερων νομοθετημάτων και της νομιμοποίησης του ΚΚΕ και των εαμικών
οργανώσεων.
Η συμφωνία των «εθνικών» πολιτικών δυνάμεων
και των άγγλων συμμάχων τους με τις εαμικές οργανώσεις κατέληξε σε ένα κοινά
αποδεκτό πλαίσιο, στο οποίο διασφαλιζόταν, καταρχήν, η προστασία των πολιτικών
και των ατομικών ελευθεριών καθώς και η ελεύθερη έκφραση του φρονήματος, η άρση
του στρατιωτικού νόμου που επεβλήθη από τους άγγλους προκειμένου να
αναχαιτιστεί η είσοδος και επικράτηση του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, η αποστράτευση των
ενόπλων τμημάτων της Αριστεράς και του ΕΛΑΣ, η απόλυση των ομήρων του πολέμου
και η αμνήστευση των πολιτικών κρατουμένων, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που
αφορούσαν σε αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας. Ωστόσο, η εξαίρεση
αυτή επέτρεψε τη σύζευξη της πολιτικής πρακτικής με την ποινική μεταχείριση και
οδήγησε στην ποινικοποίηση της Αριστεράς και τη δίωξη των αριστερών για τη
δράση τους.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας συνάντησε ισχυρές
αντιστάσεις από μέλη και στελέχη της Αριστεράς, γιατί δεν διασφάλιζε την
ειρήνευση και το πέρασμα στην μεταπολεμική ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής. Ο Τ.
Βουρνάς θα υποστηρίξει σχετικά ότι «το κίνημα της εθνικής αντίστασης
παραδινόταν χωρίς όρους στη διάθεση του αντιπάλου και οι νικητές του πολέμου
έγιναν οι ηττημένοι της περιόδου της νίκης» (8).
3. Τα
αποτελέσματα της Συμφωνίας της Βάρκιζας και οι πρακτικές ανάκτησης της
πολιτικής ηγεμονίας στο μεταπολεμικό πολιτικό σύστημα
Η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, και
περισσότερο ο τρόπος που εφαρμόστηκε, απέτυχε να οδηγήσει στην ειρήνευση και
την ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής με την αποκατάσταση της ενότητας του κράτους
και τη συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Θα μπορούσε μάλιστα να
υποστηριχθεί ότι η Συμφωνία αυτή αποτέλεσε ένα προκάλυμμα προκειμένου να ανασυνταχθεί
και να δράσει απροκάλυπτα το δεξιό κράτος, υποβοηθούμενο από το παράλληλο
θεσμικό πλαίσιο του παρασυντάγματος και τους μηχανισμούς του παρακράτους. Έτσι
οι μαχητές του ΕΛΑΣ και τα πολιτικά στελέχη του ΕΑΜ περιθωριοποιήθηκαν και
διώχθηκαν. Σε αυτό το πλαίσιο ο εμφύλιος πόλεμος έμοιαζε αναπότρεπτος, αφού
έπρεπε να ανακαθοριστούν οι συσχετισμοί δυνάμεων από τους οποίους θα αναδεικνυόταν
ο τελικός νικητής, που θα έπαιρνε ως λάφυρο το κράτος και τους θεσμούς του.
Στο επίπεδο των πρακτικών η ανάκτηση της πολιτικής
ηγεμονίας της Δεξιάς επιχειρήθηκε με τον απόλυτο έλεγχο του πολιτικού
συστήματος. Ειδικότερα, ο έλεγχος αυτός αφορούσε στο εκλογικό σύστημα, στο
πλαίσιο του στιγματισμού και της ποινικής μεταχείρισης των αντιφρονούντων και
στη δράση των παρακρατικών μηχανισμών και οργανώσεων.
Ι) Τα
εκλογικά πλειοψηφικά συστήματα
Η προτίμηση και συμφωνία των παρατάξεων της
Δεξιάς και του Κέντρου σε πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα αφενός συνέβαλε στη
συσπείρωση των δυνάμεών τους σε ενιαίες πολιτικές και οργανωτικές δομές και
αφετέρου εξυπηρέτησε την ανάγκη ελέγχου και περιορισμού της πολιτικής επιρροής
της Αριστεράς. Επιπλέον, η κατευθυνόμενη πριμοδότηση των δύο μεγαλύτερων
κομμάτων συνέβαλε στην διασφάλιση ενός συστήματος κυβερνητικής εναλλαγής που
δεν θα έθιγε τους πολιτικούς και εθνικούς στόχους (9).
Από τις διαδικασίες της κυβερνητικής
εναλλαγής εξαιρέθηκε η Αριστερά και η εκπροσώπηση των δυνάμεών της περιορίστηκε
ποσοτικά. Ο κανόνας της εκλογικής εξαίρεσης της Αριστεράς «παραβιάστηκε», στις
εθνικές εκλογές του 1958, από την πολιτική πραγματικότητα που διαμόρφωσαν η
παρατεταμένη οικονομική ύφεση, η αυξημένη ανεργία, η φτώχεια του πληθυσμού και
η αυταρχική διοίκηση. Στις εκλογές αυτές η ΕΔΑ ήλθε δεύτερο κόμμα. Η ανάδειξη
της ΕΔΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντιμετωπίστηκε ως εξαίρεση
εναντίον της οποίας κινητοποιήθηκαν οι μηχανισμοί του στιγματισμού (2) και της
δίωξης των μελών και των στελεχών της. Το πρόσχημα που προβλήθηκε, προκειμένου
να τύχουν κοινωνικής δικαιολόγησης οι διώξεις των αριστερών, ήταν ότι στις
γραμμές της ΕΔΑ φιλοξενούνταν στελέχη του παράνομου ΚΚΕ (10), και, επομένως,
αποτελούσε και αυτή εθνικό κίνδυνο.
Εν κατακλείδι, η εκλογική «μεταχείριση» της
ΕΔΑ αποτέλεσε συνισταμένη ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων που αφορούσαν στον περιορισμό
της πολιτικής και, κυρίως, της ηθικής- πολιτισμικής επιρροής της, με στόχο την
απομάκρυνση του κινδύνου της επικράτησης και της ανάληψης της εξουσίας.
ΙΙ)
Το πλαίσιο του στιγματισμού και της ποινικής μεταχείρισης των αριστερών
Το ειδικότερο πλαίσιο του στιγματισμού και
της ποινικοποίησης της δράσης των μελών και των στελεχών της Αριστεράς αποτελεί
συνέπεια του διαχωρισμού των πολιτών σε «εθνικόφρονες» και «αντιφρονούντες».
Έτσι, η κατάληψη της εξουσίας από τα «εθνικόφρονα» κόμματα της Δεξιάς και του
Κέντρου θεωρήθηκε περίπου αυτοδίκαιη, αφού συνδέθηκε με την υπόσταση του έθνους
και τους στόχους της καπιταλιστικής οικονομίας, η υλοποίηση των οποίων
προϋποθέτει ακόμα και σήμερα την εθνική επικράτεια, έστω και υπό περιορισμό (11).
Η ταύτιση των παρατάξεων της Δεξιάς και του
Κέντρου με την υπόσταση του έθνους (5) επιχείρησε να αφαιρέσει το σχετικό πολιτικό
πλεονέκτημα από την Αριστερά, ανοίγοντας, παράλληλα, το δρόμο στο στιγματισμό
των αριστερών πολιτών (2). Το «στίγμα» του αριστερού συνδέθηκε με τον κίνδυνο επικράτησης
του κομμουνισμού, δηλαδή αφορούσε σε μια αρνητική ταυτότητα. Η ταύτιση του
αριστερού με τον κίνδυνο ανατροπής του κοινωνικού συστήματος- το οποίο, σε ένα
άρρητο επίπεδο, ταυτίζεται με το έθνος-, εξυπηρέτησε τις ανάγκες μιας «εθνικής»
συσπείρωσης, σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, στη βάση της οποίας βρισκόταν η
πολιτική και πολιτισμική απομείωση του ρόλου της Αριστεράς και η
περιθωριοποίησή της.
Στην πραγματικότητα η διαδικασία
στιγματισμού της Αριστεράς αφορούσε στην εγκατάσταση ενός καθεστώτος διπλού, πολιτικού
και κοινωνικού αποκλεισμού που εξηγούσε και δικαιολογούσε τη διαφορετική
μεταχείριση γενικότερα των «αντιφρονούντων» και ειδικότερα των αριστερών. Εν
κατακλείδι ο στιγματισμός της Αριστεράς άνοιξε το δρόμο στην ποινικοποίηση των
πολιτικών πεποιθήσεων και της πολιτικής δράσης των αριστερών πολιτών, που στο
πλαίσιο του ποινικού νόμου αντιμετωπίστηκαν ως επικίνδυνοι (12). Η
επικινδυνότητα αφορούσε στις πεποιθήσεις και την πολιτική δράση τους, η οποία
αποσκοπούσε στην ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος και την εγκατάσταση ενός
άλλου καθεστώτος (του κομμουνισμού), το οποίο, επιπροσθέτως, θεωρούνταν απειλή
για το (καπιταλιστικό) έθνος. Ο βαθμός επικινδυνότητας δικαιολογούσε, επίσης, την
αυστηρότητα της ποινικής μεταχείρισης που στόχευε είτε στην εξόντωση, μέσω της
εκτέλεσης, είτε στην τιμωρία, μέσω της φυλάκισης, είτε στην απομόνωση, μέσω της
διοικητικής εκτόπισης (7, 8).
ΙΙΙ)
Η δράση των παρακρατικών οργανώσεων
Το αυταρχικό κράτος, που οικοδομήθηκε
μεταπολεμικά, στηρίχθηκε στην κατασταλτική δράση των μηχανισμών του επίσημου
και ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου (13), που ανέλαβαν το καθήκον της επιτήρησης
και της τρομοκράτησης των αντιφρονούντων, με σκοπό την ηθική, κυρίως, εξόντωση
των οπαδών, των μελών και των στελεχών της Αριστεράς, και τον εκφοβισμό της
κοινωνίας.
Ειδικότερα, η δράση των μηχανισμών του
επίσημου κοινωνικού ελέγχου, της δικαιοσύνης και της αστυνομίας, αφορούσε στη
θυματοποίηση των αντιφρονούντων και δη των αριστερών πολιτών που είχαν
χαρακτηριστεί ως εθνικά επικίνδυνοι. Μέσω της θυματοποίησης επιδιώκετο η
«εγκατάσταση» του στίγματος που συνέδεε την αρνητική ταυτότητα του αριστερού με
τις πεποιθήσεις και τη δράση του. Το καθήκον αυτό απαίτησε έναν πολυπρόσωπο
μηχανισμό, ο οποίος αντλήθηκε από τους «εθελοντές» συνεργάτες των επίσημων
μηχανισμών καταστολής και των εκπροσώπων τους (14).
Η δράση ενός παράλληλου και αυτόνομου, ως
προς τη συγκρότηση, τις διαδικασίες και τις πρακτικές του, μηχανισμού
καταστολής, που ήταν δομημένος σε παρακρατικές οργανώσεις, διευκόλυνε το έργο
της «επιτήρησης» και της «τιμωρίας», με τη χρήση «τεχνικών» και «μεθόδων» που
δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος της Συμφωνίας της Βάρκιζας, γιατί δεν θα
γίνονταν αποδεκτές τόσο από τον επίσημο κρατικό μηχανισμό και τους εκπροσώπους
του, τουλάχιστον στο επίπεδο των ρηματικών ανακοινώσεων, όσο και από το
αριστερό και, ευρύτερα, δημοκρατικό ακροατήριο.
Κύριες δράσεις των παρακρατικών οργανώσεων,
σε όλο το διάστημα από το 1945 έως το 1967, οπότε η επιβολή της δικτατορίας
ανέστειλε τις πολιτικές ελευθερίες και, ως εκ τούτου, απαγόρευσε την ελεύθερη
έκφραση της γνώμης και του φρονήματος, ήταν η στενή παρακολούθηση των
αντιφρονούντων, ιδιαιτέρως, των αριστερών, και η παροχή σχετικών πληροφοριών
στους επίσημους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου, η διάλυση των πολιτικών και
κοινωνικών συγκεντρώσεων με την οργάνωση αντισυγκεντρώσεων και οι σωματικές
επιθέσεις, μέχρι σημείου φυσικής εξόντωσης των θυμάτων (15). Η επιλογή αυτών
των μεθόδων μπορεί να εξηγήσει τη στρατολόγηση «εθελοντών» από το κοινωνικό
περιθώριο, ανάμεσα στο οποίο περιλαμβάνονταν και εγκληματικές αφηγήσεις ζωής,
με αντάλλαγμα είτε το ακαταδίωκτο της προηγούμενης εγκληματικής δράσης είτε μια
«νομιμοφανή» λειτουργία στις παρυφές της κοινωνίας, ώστε να γίνεται ανεκτή από
τους διωκτικούς μηχανισμούς, η οποία, συνήθως, αφορούσε σε δραστηριότητες της
παράλληλης ή και της παράνομης οικονομίας (16).
Η δράση των παρακρατικών οργανώσεων
διευκόλυνε την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος στη μεταπολεμική περίοδο,
υπό την ηγεμονία των πολιτικών δυνάμεων του παλιού πολιτικού συστήματος, γιατί
μετέθεσε το πεδίο της κοινωνικής σύγκρουσης από το αίτημα της ειρήνευσης και
της πολιτικής ομαλοποίησης σε εκείνο της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ένα κοινωνικό
και ένα πολιτικό περιθώριο, η κατασκευή του οποίου εξυπηρετούσε την αναπαραγωγή
του συσχετισμού δυνάμεων.
4) Το
πλαίσιο της σύγκρουσης ανάμεσα στην Δεξιά και την Αριστερά από τη μεταπολίτευση
έως σήμερα
Στη μεταπολιτευτική περίοδο και αυτή που
ακολουθεί με την ένταξη της χώρας στο Μηχανισμό Στήριξης, η σύγκρουση ανάμεσα
στη Δεξιά και την Αριστερά κυριαρχείται από τον ίδιο στόχο, τον περιορισμό της
επιρροής της Αριστεράς, ώστε να μην ανατραπούν οι συσχετισμοί δυνάμεων και το
σύστημα εναλλαγής των δεξιών και κεντρώων κομμάτων στην εξουσία. Μπορεί,
λοιπόν, στο διάστημα που μεσολάβησε, να μεταβλήθηκε το περιεχόμενο της
σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, αλλά διατηρήθηκαν οι βασικοί πυλώνες
της, το εκλογικό σύστημα και η δράση των παρακρατικών οργανώσεων, όπως επίσης
και οι πρακτικές του στιγματισμού των αριστερών ιδεών και πολιτικών.
Α) Το
εκλογικό σύστημα
Η ένταξη στοιχείων απλής αναλογικής στα
μεταπολιτευτικά εκλογικά συστήματα, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1990 έως
σήμερα, είχε σκοπό την συμπερίληψη και την συνευθύνη της Αριστεράς με τη
συμμετοχή της στη διακυβέρνηση της χώρας, είτε μέσω της «αξιοποίησης» στελεχών της
σε θέσεις του κρατικού μηχανισμού είτε μέσω της συγκρότησης κυβερνήσεων
συνεργασίας (17). Ωστόσο τα χαρακτηριστικά των κυβερνήσεων στα οποία συμμετείχαν
πολιτικά κόμματα της Αριστεράς- όπως συνέβη την περίοδο 1989- 1990 με τη
συμμετοχή του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ στην «κυβέρνηση Τζανετάκη» και, ακολούθως, την
οικουμενική, αλλά και το 2012 με τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση «εθνικού
σκοπού»- αποτελούν εξαιρέσεις που συνδέονται με την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πολιτικών
σκοπών και στόχων, οι οποίοι προϋποθέτουν ευρύτερες «συναινέσεις» και
προσβλέπουν στον περιορισμό της κοινωνικής αντίδρασης με την περαιτέρω απομείωση
του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς, το οποίο εξακολουθεί να αφορά στον
ενεργό ρόλο της στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.
Γενικότερα, σε όλη την μεταπολιτευτική
περίοδο, τα κόμματα εξουσίας, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, πέτυχαν να περιορίσουν την
εκλογική επιρροή της Αριστεράς σε ποσοστά που, συνολικά, δεν υπερέβησαν το 10- 15%.
Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποτέλεσαν οι περίοδοι 1989-
1990 και 2012 έως σήμερα, στις οποίες το άθροισμα των αριστερών κομμάτων
υπερέβαινε το 20%.
Ωστόσο, στους παράγοντες που ευθύνονται για
τον περιορισμό της πολιτικής και εκλογικής επιρροής της Αριστεράς θα πρέπει να
περιληφθούν και εσωγενείς αδυναμίες, που, κυρίως, αφορούν στην πολυδιάσπαση των
δυνάμεών της, εξαιτίας των διαφορετικών προσεγγίσεων και των αποκλίσεων που
δημιουργήθηκαν στους στρατηγικούς στόχους και την προοπτική των αριστερών
οργανώσεων. Οι αδυναμίες αυτές προσέθεσαν ένα επιπλέον πεδίο σύγκρουσης, το
οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον περαιτέρω περιορισμό του ρόλου και του εκλογικού
μεγέθους της Αριστεράς στη νέα περίοδο.
Μετά την ένταξη της χώρας στον Μηχανισμό
Στήριξης και, κυρίως, τις συνέπειες από την εφαρμογή των μέτρων που
περιλαμβάνονται στα μνημόνια «συνεργασίας», η εκλογική επιρροή της Αριστεράς
παρουσιάζει σημαντική διεύρυνση, η οποία εκφράστηκε με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ
στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στις εθνικές εκλογές του 2012. Η δε προοπτική
ανάδειξής της στην εξουσία δημιουργεί ένα καινούργιο πεδίο σύγκρουσης με τη
Δεξιά, όσο και με τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα που αθροίζονται στην κυβέρνηση
«εθνικού σκοπού», το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, στο οποίο περιλαμβάνεται και το
εκλογικό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι
τέθηκε, κυρίως από τη ΔΗΜΑΡ, το ζήτημα καθιέρωσης της απλής αναλογικής, με το
επιχείρημα ότι αποτελεί πάγιο αίτημα της Αριστεράς.
Στην προκειμένη περίπτωση η απλή αναλογική αποτελεί
το πρόσχημα, μέσω του οποίου προσδοκάται η διάχυση της κοινωνικής διαμαρτυρίας
και η διασπορά της ψήφου σε περισσότερα κόμματα, γεγονός που από τη μια θα
δυσχεράνει την ανάδειξη της Αριστεράς στην εξουσία και από την άλλη θα
δημιουργήσει νέες προοπτικές συσπείρωσης πολιτικά συγγενών ιδεών σε ενιαίες
οργανωτικές δομές, από τις οποίες θα προκύψουν νέες ισχυρές κυβερνήσεις που θα
αναδειχθούν από πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα.
Β) Το
πλαίσιο του στιγματισμού και της ενοχοποίησης της Αριστεράς
Στη διάρκεια της μεταπολίτευσης ο
στιγματισμός της Αριστεράς, των μελών και των στελεχών της παραμένει ισχυρός
και τροφοδοτεί τη συλλογική συνείδηση με τις αναπαραστάσεις μιας αρνητικής
ταυτότητας. Ωστόσο τα αρνητικά στοιχεία αυτής της ταυτότητας μεταβάλλονται και
προσλαμβάνουν περισσότερο πολιτισμικά παρά πολιτικά χαρακτηριστικά. Στα χαρακτηριστικά
αυτά εντάσσεται και ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας και της σημασίας του
εθνικού κινδύνου, ο οποίος, μετά την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού
σοσιαλισμού, δεν αφορά πλέον στην ανατροπή του κοινωνικοοικονομικού
οικοδομήματος και την κατάλυση των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων και
διαδικασιών, αλλά στην υπεράσπιση της εθνικής υπόστασης, στο περιβάλλον της παγκοσμιοποιημένης
οικονομίας, όπου οι ανάγκες της κινητικότητας του κεφαλαίου περιορίζουν τα όρια
και τη σημασία της εθνικής επικράτειας (11, 18).
Στο παραπάνω πλαίσιο ο στιγματισμός των
ιδιαίτερων πολιτικών εκφράσεων της Αριστεράς, καθώς και της δράσης των μελών
και των στελεχών της, αφορά περισσότερο σε μια διαδικασία ενοχοποίησης θέσεων
και στάσεων που δεν οδηγεί πάντα στην ποινικοποίηση και τη δίωξη, αλλά
διασπείρεται στο κοινωνικό σώμα για να τροφοδοτήσει την αντίδρασή του, που
κυμαίνεται από την απαξίωση έως τον φόβο της κοινωνικής ανισορροπίας και της
εκτροπής. Αυτό γίνεται εμφανέστερο μετά την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού
σοσιαλισμού.
Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού
χρέωσε την Αριστερά με μια μεγάλη ήττα στρατηγικής και πολιτικής, με αποτέλεσμα
αυτή να εκτεθεί ακόμα περισσότερο σε πρακτικές πολιτικού περιορισμού. Παράλληλα
η μονοκρατορία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού- στον οποίο κυριάρχησε η
ιδιωτικότητα και η ατομική ευθύνη- ισχυροποίησε τη σημασία της ισορροπίας του
συστήματος και από αυτήν την άποψη οι συνέπειες του στιγματισμού εμφανίζονται
μεγαλύτερες και διαρκέστερες, εφόσον συνεπάγονται την περαιτέρω ηθική απομείωση
των αριστερών ιδεών και των φορέων τους. Στο πλαίσιο αυτό η επικινδυνότητα
αντιμετωπίζεται, πλέον, αυστηρά στην εγκληματολογική της διάσταση και συνδέεται
με την αντικοινωνική συμπεριφορά και δράση που οδηγεί στην ποινική καταδίκη και
τον εγκλεισμό (12, 13). Η σχέση επικινδυνότητας και εγκληματικότητας, καθώς και
η συνταύτισή τους με τις πολιτικές αντιλήψεις και επιλογές, κυρίως, του ΣΥΡΙΖΑ,
υποστηρίζεται από ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικών λιτότητας, στο οποίο
περιλαμβάνονται η μείωση των εισοδημάτων, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους,
η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Στην
πραγματικότητα ο λόγος του πολιτικού
αυταρχισμού και οι πρακτικές της επιτήρησης και της τιμωρίας επικρατούν και προτάσσονται
εκείνων της αναδιανομής και της κοινωνικής ένταξης ή επανένταξης των χαμηλών,
κυρίως, κοινωνικών στρωμάτων.
Στο σύγχρονο πλαίσιο, το εγχείρημα της
«εγκληματοποίησης» των πολιτικών επιλογών και εκφράσεων της Αριστεράς
εξελίσσεται σε ένα διευρυμένο πεδίο, στο οποίο συμμετέχουν το κράτος και οι
θεσμοί του, καθώς και τα mas media, τα οποία, από τη θέση του διαμορφωτή γνώμης, έχουν
αναλάβει τη διαχείριση της «ποινικής» εικόνας της Αριστεράς, με σκοπό τον
περαιτέρω περιορισμό της επιρροής της. Ο ειδικότερος ρόλος των media αφορά στην ανα- κατασκευή της εικόνας του επικίνδυνου
αριστερού, στην οποία το πρόσωπο «προεξέχει» των ιδεών και του πολιτικού φορέα
που εκπροσωπεί. Η μεσολάβηση των media στην κατασκευή του
επικίνδυνου αριστερού προβάλλει ένα ισχυρό μήνυμα αποτροπής- και ντροπής, που
συνδέεται με ακραίες και εν ολίγοις εγκληματικές συμπεριφορές-, με αποδέκτη το
κοινωνικό- εκλογικό σώμα. Επομένως, στο σύγχρονο πλαίσιο, η επικινδυνότητα του
αριστερού έχει διαφύγει από τη σχέση ανάμεσα στο κράτος, το πολιτικό σύστημα
και τον πολίτη για να περιοριστεί σ’ εκείνη ανάμεσα στους μηχανισμούς του
άτυπου και του επίσημου κοινωνικού ελέγχου και τα μέλη και στελέχη αριστερών
οργανώσεων που θεωρήθηκαν ύποπτα για τις πολιτικές θέσεις και απόψεις τους (13).
Ωστόσο, στις δύο περιόδους που εξετάζονται,
τη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική, ο διαχωρισμός των πολιτών και των
πολιτικών κομμάτων παραμένει το κρίσιμο στοιχείο της αναπαραγωγής του συσχετισμού
δυνάμεων. Ειδικότερα, στη μεταπολεμική περίοδο αυτός ο διαχωρισμός έχει
πολιτικές- ιδεολογικές βάσεις, ενώ στη μεταπολιτευτική περίοδο επικρατούν τα
πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Στην ουσία πρόκειται για ένα διαχωρισμό που αφορά
στην τήρηση κανόνων (19) και διακρίνει τους πολίτες σε ενσωματωμένους-
προσαρμοσμένους και συμμορφωμένους, δηλαδή συντηρητικούς- δεξιούς, και περιθωριακούς-
δυσπροσάρμοστους και παραβατικούς,
δηλαδή αριστερούς. Η συνισταμένη της τήρησης των κανόνων αξιολογεί το επίπεδο
της πολιτικής κοινωνικοποίησης, δηλαδή της εσωτερίκευσης των βασικών αξιών του
υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, διαδικασία που στο συγκείμενο της κρίσης
δεσμεύει εξίσου τις παρατάξεις της Δεξιάς και της Αριστεράς. Εφόσον αυτή η
δέσμευση αφορά στο πλαίσιο του υπάρχοντος πολιτικού σσυτήματος δημιουργεί
περιθώρια συγκλίσεων στον πολιτικό λόγο και τις πρακτικές της Δεξιάς και της
Αριστεράς. Στην προκειμένη περίπτωση η Αριστερά ελέγχεται για την ικανότητα
προσαρμογής της στις συστημικές αξιώσεις, από την οποία θα εξαρτηθεί είτε η
ανάδειξή της στην εξουσία είτε η περιθωριοποίησή της.
Γ) Η
περίπτωση της «Χρυσής Αυγής»: Ακροδεξιά έκφραση και παρακρατική δράση
Το πνεύμα του εκδημοκρατισμού, που
κυριάρχησε με την πτώση της δικτατορίας και το οποίο επέδρασε στην
ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος, απέκλεισε τις ακροδεξιές αντιλήψεις και
πρακτικές από την οργάνωση και λειτουργία των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών.
Η περιθωριοποίηση των ακροδεξιών ιδεών και πρακτικών έγινε ιδιαίτερα εμφανής
στην ανασυγκρότηση της Δεξιάς παράταξης που επέλεξε να μην διαφοροποιηθεί από
το γενικότερο αίτημα του εκδημοκρατισμού της κοινωνίας και της πολιτικής. Θα
μπορούσε, μάλιστα, να υποστηριχθεί ότι το αποκαλούμενο «κλίμα της
μεταπολίτευσης» επέδειξε μεγαλύτερη αποδοχή στις ιδέες της Αριστεράς, οι
οποίες, σε ένα μεγάλο βαθμό, επηρέασαν τις δομές και τις αντιλήψεις της
ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτό η ανασυγκρότηση των
ακροδεξιών οργανώσεων αποτέλεσε μια διαδικασία που εξελίχθηκε στο περιθώριο της
επίσημης πολιτικής, έξω από τους επίσημους μηχανισμούς του κράτους, παρόλο που
στις παρυφές τους διατηρήθηκαν οι μεταξύ τους παράλληλοι δεσμοί. Οι οργανώσεις
αυτές αξιοποίησαν τις αδυναμίες και τις παραλείψεις του μεταπολιτευτικού
οικοδομήματος για να εδραιώσουν σταδιακά την παρουσία τους στις παρυφές της
πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Και παρά το γεγονός ότι οι πρακτικές τους έχουν
πολλά κοινά στοιχεία με τις δραστηριότητες των παρακρατικών οργανώσεων της
μεταπολεμικής περιόδου, εν τούτοις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιες.
Τα στοιχεία που διαφοροποιούν την
φυσιογνωμία και τη δράση της «Χρυσής Αυγής», που αποτελεί τη μεγαλύτερη
ακροδεξιά οργάνωση, από τις παρακρατικές οργανώσεις της μεταπολεμικής περιόδου μπορούν
να εντοπιστούν στην κομματική συγκρότηση, την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση,
καθώς και τη διαδικασία θυματοποίησης. Η «Χρυσή Αυγή» αποτελεί κόμμα με
στρατοκρατική δομή που εισήγαγε την βία στην πολιτική έκφραση και δράση. Η δράση
αυτή ασκείται αυτόνομα και όχι παράλληλα προς τους μηχανισμούς του επίσημου
κοινωνικού ελέγχου, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα της κοινωνικής και πολιτικής
εδραίωσης και της κοινοβουλευτικής της εκπροσώπησης. Αντλεί τους στόχους των
επιθέσεών της από το πολιτικό σύστημα, στρεφόμενη κατά των οργανώσεων, των
στελεχών και των μελών των κομμάτων της Αριστεράς, και τα θύματά της από το
κοινωνικό περιθώριο, κυρίως, από τις «μειονότητες» των μεταναστών και των
αθιγγάνων. Η αναζήτηση των πολιτικών στόχων και των θυμάτων της από
συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτικά περιβάλλοντα εξυπηρετεί τους στόχους μιας
διπλής θυματοποίησης που αφορά στην ανακατασκευή του εσωτερικού εχθρού και την
αναζήτηση των ενόχων- υπευθύνων από τους «αντιφρονούντες» και τους
«αλλογενείς». Από αυτήν την άποψη η δράση της «Χρυσής Αυγής», που εντοπίζεται,
κυρίως, στον εκφοβισμό και την τρομοκράτηση των πολιτών, γίνεται πιο ισχυρή από
εκείνη των παρακρατικών οργανώσεων, αφού η τρομοκράτηση των παραπάνω κοινωνικών
κατηγοριών από ένα κοινοβουλευτικό κόμμα συμβάλλει στην ενίσχυση του αυταρχισμού
της εξουσίας και την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος σε συντηρητική και αυταρχική
κατεύθυνση.
5. Επίλογος
Στην εποχή της κρίσης η «ελαστικοποίηση»
των πολιτικών ταυτοτήτων και των ορίων που χωρίζουν τους παραδοσιακούς
αντιπάλους, τη Δεξιά και την Αριστερά, ανατρέπει το οικοδόμημα της
ιδιαιτερότητας που δημιούργησε το πλαίσιο της σύγκρουσης στη μεταπολεμική
περίοδο. Το διακύβευμα της νέας περιόδου, που ακολούθησε τη μεταπολίτευση,
αφορά πλέον στην πλήρη απομείωση του ηθικού πλεονεκτήματος που διατήρησε η
Αριστερά με την ενσωμάτωσή της στο σύστημα διακυβέρνησης.
Στο περιβάλλον της οικονομικής, πολιτικής
και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, η απομείωση του ηθικού- πολιτισμικού
πλεονεκτήματος της Αριστεράς και η προοδευτική ιδεολογική και πολιτική σύγκλιση
με τη Δεξιά εξελίσσεται στο επίπεδο της διαχείρισης των κοινωνικών προβλημάτων
και της τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων και δεσμεύσεων που συνάπτονται στο
πλαίσιο της μονοκρατορίας του καπιταλισμού. Η συμμετοχή πολιτικών κομμάτων και
εκπροσώπων της Αριστεράς στους μηχανισμούς εξουσίας αποδεικνύεται εξίσου
καταπιεστική, εφόσον συμπράττει σε πολιτικές που καταργούν το δικαίωμα στην
εργασία, μειώνουν το εργατικό εισόδημα, συρρικνώνουν τις κοινωνικές παροχές και
περιστέλλουν τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών. Το στοιχείο που
κυριαρχεί στις τρέχουσες αντιλήψεις και τις πρακτικές των παρατάξεων της Δεξιάς
και Αριστεράς αφορά στην αποδοχή του γενικότερου πλαισίου της παγκοσμιοποίησης,
το οποίο διακρίνεται από την «ελεύθερη» και απεριόριστη κινητικότητα του
κεφαλαίου και του ανθρώπινου δυναμικού, με την απομείωση του ρόλου του κράτους
και των εθνικών πολιτικών.
Μπορεί στο νέο περιβάλλον που δημιούργησε η
παγκόσμια οικονομική κρίση και η ανάγκη αντιμετώπισης των συνεπειών της σε
εθνικό επίπεδο να επετεύχθη η πολιτική σύγκλιση ανάμεσα στη Δεξιά και την
Αριστερά, αλλά η σύγκρουση παραμένει βασικό στοιχείο στη μεταξύ τους σχέση. Στις
παρούσες συνθήκες η σύγκρουση θεωρείται απόρροια των ανισορροπιών που
δημιούργησε στο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα η ένταξη της χώρας στον
Μηχανισμό Στήριξης. Οι δε ανισορροπίες αφορούν στην ουσιαστική διάλυση του
ΠΑΣΟΚ, που μεταπολιτευτικά αποτέλεσε τη συγκροτημένη έκφραση του χώρου του
πολιτικού κέντρου και τη μετατόπιση προς αυτό δυνάμεων της Αριστεράς, δηλαδή του
ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να ανακτηθεί σε μια νέα βάση και με άλλους συσχετισμούς η ηγεμονία
του αριστερού και δημοκρατικού ακροατηρίου, παράλληλα με την κατάθεση μιας
εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης. Το εγχείρημα ανασυγκρότησης του αριστερού
και δημοκρατικού ακροατηρίου σε συλλογικό υποκείμενο δημιουργεί αντίστοιχες
πολιτικές μετατοπίσεις στην παράταξη της Δεξιάς που επιστρέφει στην πολιτική
παράδοσή της προκειμένου να αντλήσει επιχειρήματα και πρακτικές για να
ανακατασκευάσει τον «εθνικό» εχθρό και να «αναχαιτίσει» τον αριστερό κίνδυνο.
Στο εγχείρημα αυτό συμβάλλει η ενσωμάτωση εθνικιστικών και ακροδεξιών εκφράσεων
(λ.χ. Μ. Βορίδης, Θ. Πλεύρης, Χ. Λαζαρίδης, Φ. Κρανιδιώτης κ.α.) στο κυρίαρχο
δεξιό μέτωπο, που, στην ουσία, ανασυγκροτεί το κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας»,
αλλά και η διακριτή και συγκροτημένη παρουσία της ακροδεξιάς έκφρασης, μέσω της
«Χρυσής Αυγής» (20).
Οι μετατοπίσεις και οι ανακατατάξεις που
εξελίσσονται στο δεξιό και ακροδεξιό «στρατόπεδο» αφορούν σε ιδεολογικές
επιλογές, οι οποίες επιχειρούν να επαναφέρουν τη σύγκρουση της Δεξιάς με την
Αριστερά στο ηθικό- πολιτισμικό και ιδεολογικό επίπεδο της μεταπολεμικής
περιόδου, όπου κυριαρχούσαν οι πρακτικές εξόντωσης ή του πολιτικού αποκλεισμού
των αντιφρονούντων. Η επαναφορά αυτή δεν είναι προσχηματική αλλά ουσιαστική,
αφού αξιοποιεί την πολιτική και ιδεολογική φθορά, καθώς και την ηθική-
πολιτισμική απαξίωση της Αριστεράς. Σε κάθε περίπτωση η επιστροφή της πολιτικής
αντιπαράθεσης στο μετεμφυλιακό πλαίσιο και η έμφαση στη ρητορική του διχασμού
διευκολύνει την πολιτική πόλωση, στη βάση της οποίας ανατροφοδοτείται και αναζωπυρώνεται
η ιδεολογική- πολιτική και ηθική- πολιτισμική σύγκρουση ανάμεσα στη Δεξιά και
την Αριστερά και επιχειρείται η ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος σε
συντηρητική κατεύθυνση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1)
Μπέργκερ, Π. & Λούκμαν, Τ. (2003) Η
κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας, Μετάφραση. Κ. Αθανασίου,
Επιμέλεια: Γ. Κουζέλης, Δ. Μακρυνιώτη, Νήσος, Αθήνα
(2)
Goffman, E. (2000) Στίγμα, Σημειώσεις για τη διαχείριση της
φθαρμένης ταυτότητας, Εισαγωγή- Μετάφραση: Δ. Μακρυνιώτη, Αλεξάνδρεια,
Αθήνα
(3) Λιναρδάτος
Σ. (1977) Από τον εμφύλιο στη χούντα,
Τόμος Α΄, 1949- 1952, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Παπαζήσης, Αθήνα
(4) Μαργαρίτης, Γ. (2009) Γενική Επισκόπηση
του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, στο «Εμφύλιος Πόλεμος, 60 χρόνια από τη λήξη
του», Ιστορικά, Ελευθεροτυπία, σελ. 9-36
(5) Γουργουρής, Σ. (2007) Έθνος- όνειρο, Διαφωτισμός και θέσμιση της
σύγχρονης Ελλάδας, Μετάφραση: Α. Κατσίκερος, Κριτική, Αθήνα
(6) Σαμπατακάκης, Θ. (2010) Από τα
Δεκεμβριανά, στη Συμφωνία της Βάρκιζας και την προκήρυξη των εκλογών του 1946, Ελευθεροτυπία,
Ιστορικά, σελ. 33- 56
(7) Λιναρδάτος Σ. (1977) Από τον εμφύλιο στη χούντα, Τόμος Α΄,
1949- 1952, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Παπαζήσης, Αθήνα, σελ. 54-56
(8) Βουρνάς,
T. (2009, 1981) Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης
Ελλάδας, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, ο Εμφύλιος, Τόμος Δ΄, Πατάκης, σελ.
5
(9)
Νικολακόπουλος, Η. (1985) Κόμματα και
βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα 1946-1964. Η εκλογική γεωγραφία των πολιτικών
δυνάμεων, ΕΚΚΕ, Αθήνα
(10) Λιναρδάτος Σ. (1978) Από τον εμφύλιο στη χούντα, Τόμος Γ΄,
1955- 1961, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Παπαζήσης, Αθήνα
(11) Hobsbawm,
E. (2006) Η εποχή
των άκρων, Ο σύντομος 20ος αιώνας 1914- 1991, Μετάφραση: Β.
Καπετανγιάννης, Θεμέλιο, Αθήνα.
(12) Αλεξιάδης Στ., Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1996
(13) Λαμπροπούλου Ε., Κοινωνικός έλεγχος του εγκλήματος, Παπαζήσης, Αθήνα 1994
(14)
Λιναρδάτος Σ. (1986) Από τον εμφύλιο στη
χούντα, Τόμος Δ΄, 1961- 1964, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Παπαζήσης, Αθήνα
(15) Βουρνάς, Τ. (2007, 1986) Ιστορία
της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, 1967-
1974, Χούντα, Φάκελος της Κύπρου, Τόμος Στ΄, Πατάκης
(16) Σακελλαρόπουλος Θ., Υπερεθνικές Κοινωνικές Πολιτικές την Εποχή
της Παγκοσμιοποίησης, Κριτική, Αθήνα 2001
(17) Wallerstein,
I. (2011) Σύγκρουση
Πολιτισμών; Η Μεγάλη Εικόνα και το Μελλοντικό Σύστημα, Πρόλογος: Σπ.
Μαρκέτος, Μετάφραση: Σπ. Μαρκέτος, Ελ. Φωτεινού, Θύραθεν, Αθήνα
(18) Williams, R. (1994) «The Sociology of Ethnic Conflict: Comparative International
Perspectives», Annual Review
of Sociology, Vol. 20, σελ. 49-79
(19) Sellin,
T. (2003) Πολιτισμική
σύγκρουση και έγκλημα, Μετάφραση: Η Σαγκουνίδου- Δασκαλάκη, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα
(20) ΙΟΣ, «Οι κρυφές συνιστώσες» της ΝΔ, Η
κατάληψη της κυβέρνησης από την ακροδεξιά», Η
εφημερίδα των συντακτών, www.efsyn.gr, 20/01/2013
ΣΤΕΛΛΑ ΝΙΩΤΗ