Αναγνώστες

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Εναντίον της μελαγχολίας των αριστερών - 1. Ζίγκμουντ Μπάουμαν: Πως θα είναι η Αριστερά του μέλλοντος; αναδημοσιευση απο το ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Εναντίον της μελαγχολίας των αριστερών - 1. Ζίγκμουντ Μπάουμαν: Πως θα είναι η Αριστερά του μέλλοντος;

Ο Adam Puchejda (Kultura Liberalna, Βαρσοβία) συζητά με τον Zygmunt Bauman 
  
© Kultura Liberalna 241 (34/2013): Zygmunt Bauman, Krzysztof Pomian, Marcel Gauchet, Michael Kazin : The 21st Century. A World Without The Left? - 20.8.2013
   
Πως θα είναι κατά τη γνώμη σας, η Αριστερά του μέλλοντος; Συντηρητική όσον αφορά τις κοινωνικές νοοτροπίες, με έμφαση στην ανακατανομή του πλούτου και δύσπιστη προς την Ευρώπη; Ή μήπως παράταξη με πρωτοποριακές θέσεις, με ριζοσπαστικές οικολογικές απόψεις και μαχητική υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων;
Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Τα χαρακτηριστικά που αναφέρατε δεν περιλαμβάνουν όλη την πολυπλοκότητα που περιέχεται στην έννοια της σύγχρονης Αριστεράς. Επί πολύ καιρό είχαμε δύο προσεγγίσεις για την οικοδόμηση της Αριστεράς, που είναι δυστυχώς και οι δύο λανθασμένες. Ακόμη και τώρα ασκεί μεγαλύτερη επιρροή η ιδέα να δημιουργηθεί η Αριστερά καθ' εικόνα και ομοίωση της Δεξιάς, προσθέτοντας βέβαια την υπόσχεση ότι θα κάνουμε ό,τι κάνει και η Δεξιά, απλώς θα το κάνουμε καλύτερα και πιο αποτελεσματικά. Ας ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι πιο δραστικές κινήσεις για την διάλυση του κοινωνικού κράτους έλαβαν χώρα υπό σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση. Παρά το γεγονός ότι η προφήτισσα και η ιεραπόστολος της νεοφιλελεύθερης θρησκείας ήταν η Μάργκαρετ Θάτσερ, αυτός που έκανε τη θρησκεία αυτή κρατική θρησκεία ήταν ο Τόνι Μπλερ, ένα μέλος του Εργατικού Κόμματος.  
Η δεύτερη μέθοδος οικοδόμησης της Αριστεράς βασίστηκε στην ιδέα του λεγόμενου «συνασπισμού - ουράνιο τόξο». Η σύλληψη αυτή προϋποθέτει το εξής: αν όλοι οι δυσαρεστημένοι καταφέρουν να ενωθούν μαζί, κάτω από την ίδια ομπρέλα, ανεξάρτητα από το τι τους δυσαρεστεί, τότε θα προκύψει μια ισχυρή πολιτική δύναμη. Όμως, ανάμεσα στους απογοητευμένους και δυσαρεστημένους αναπτύσσονται έντονες εσωτερικές συγκρούσεις συμφερόντων και αρχών. Για παράδειγμα, το να φαντάζεται κανείς μιαν Αριστερά που θα συμπεριλαμβάνει αφενός τους υποστηρικτές του γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, που βλέπουν ως κοινωνική διάκριση την επικράτηση της αντίθετης πεποίθησης, και αφετέρου την Πακιστανική μειονότητα που θεωρεί ότι βρίσκεται υπό διωγμό, αυτό είναι μια λύση που οδηγεί σε αποσύνθεση και σε αδυναμία και όχι σε συμμετοχή και σε ισχύ για αποτελεσματική δράση. Η ιδέα ενός «συνασπισμού - ουράνιο τόξο» οδηγεί κατευθείαν σε διάλυση της αριστερής ταυτότητας, σε νόθευση του προγράμματος και σε αποδυνάμωση της υποτιθέμενης «πολιτικής δύναμης», ήδη από τη στιγμή της γέννησής της.
Σε τι μπορεί να βασίσει το πρόγραμμά της η Αριστερά; Ο Jacques Julliard, ο οποίος στο τελευταίο βιβλίο του Les gauches Françaises 1762-2012), αναλύει κριτικά την κληρονομιά της γαλλικής αριστεράς, ισχυρίζεται ότι η Αριστερά μπορεί να αναφέρεται μόνον στην ιδέα της δικαιοσύνης. Δεν μπορεί να μιλά πια για πρόοδο, δεδομένου ότι βλέπει με ανήσυχη ματιά την τεχνολογία, με την οποία η πρόοδος ταυτίζεται, ενώ δείχνει φιλική διάθεση προς την οικολογία, η οποία ex definitione στοχεύει στη διατήρηση και όχι στην αλλαγή.
Ασφαλώς, η κατάρρευση του κομμουνισμού είχε σημαντικό αντίκτυπο στο δυναμικό της Αριστεράς. Επί δεκαετίες, την «ημερήσια διάταξη» για τον υπόλοιπο κόσμο την προδιέγραφε το απλό γεγονός της ύπαρξης του κομμουνισμού, ο οποίος προπαγάνδιζε ένα εναλλακτικό πρόγραμμα για την κοινωνία. Αυτός, καθοδηγούμενος από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης του και ανεξάρτητα από το αν το έκανε με επιμονή ή όχι, δραστηριοποιούνταν ή συμμετείχε σε πρωτοβουλίες που περιλαμβάνονταν στο εν λόγω πρόγραμμα, όπως π.χ. για την καταπολέμηση της δυστυχίας, της ταπείνωσης και της ανθρώπινης ανέχειας, για τη δίκαιη αποζημίωση της εργατικής τάξης, την ανάλογη με το ρόλο της στη διαδικασία της συσσώρευσης του πλούτου, για την καταπολέμηση των ανισοτήτων. Δραστηριοποιούνταν σε αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη, για παιδεία και υγειονομική περίθαλψη προσβάσιμες από όλους, για εξασφάλιση του γήρατος και για ασφάλεια από τα ατυχήματα της ζωής που βιώνουν τα άτομα. Συνεπώς, η σοσιαλδημοκρατία είχε, κατά παράδοξο τρόπο, ως επικίνδυνο ανταγωνιστή της έναν ισχυρό σύμμαχο και έτσι ήταν πιο εύκολο να διεκδικεί αποτελεσματικά ένα κοινωνικό πρόγραμμα. Πρέπει επίσης να παραδεχτούμε ότι «ο υπόλοιπος κόσμος» εκπλήρωνε τα καθήκοντα που του επέβαλλε η κομμουνιστική απειλή, με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία από τον ίδιο τον κομμουνισμό! Σήμερα δεν υπάρχει κανένας κομμουνιστικός «μπαμπούλας» και έτσι τα προγράμματα για βελτίωση της ποιότητας της ανθρώπινης ζωής βρίσκονται σε υποχώρηση...
Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ (Gerhard Schroeder) το είχε θέσει ευθέως και με λακωνικό τρόπο: «Δεν υπάρχει καπιταλιστική οικονομία ούτε σοσιαλιστική οικονομία. Υπάρχει είτε καλή είτε κακή οικονομία». Υπ' αυτή την έννοια, οι κυβερνήσεις της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να κερδίσουν την εύνοια του πιο πιστού εκκλησιάσματος στην Εκκλησία που έχει ως θεό το ΑΕΠ. Και η μία και η άλλη πτέρυγα της πολιτικής βεντάλιας, όταν έχουν στα χέρια τους το κυβερνητικό πηδάλιο, θεωρούν εξίσου την οικονομική ανάπτυξη ως φάρμακο για όλες τις κοινωνικές ασθένειες και την αύξηση της κατανάλωσης ως τον καθοριστικό παράγοντα για μια καλή διακυβέρνηση. Τα υπόλοιπα είναι μόνον προπαγάνδα για τις εκλογές. Με άλλα λόγια, μιλώντας πρακτικά, η Αριστερά δεν έχει άλλο πολιτικό πρόγραμμα, παρά μόνον το να στοιχηματίζει ενάντια στη δεξιά, σ' έναν ανταγωνισμό για το ποια από τις δυό θα επιταχύνει τη διαδικασία απόσυρσης από τα προγράμματα βελτίωσης της ζωής και ποια θα κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές. Δεν αναφέρεται τίποτε για το πως θα συγκροτηθεί μια εναλλακτική λύση, που θα αντικαταστήσει τα κοινωνικά μέσα και εργαλεία που είναι «άρρωστα» και έχουν γίνει εχθρικά προς το λαό.
Ήρθε λοιπόν η λοιπόν η ώρα για τον ενταφιασμό της Αριστεράς; 
Σε καμιά περίπτωση. Η Αριστερά δεν έχει χάσει την ικανότητά της να διατηρεί και να ενισχύει την ταυτότητα της. Ας αναφέρω μόνο δύο κανόνες αδιαχώριστους από την «αριστερή» προσέγγιση της ανθρώπινης συμβίωσης. Το πρώτο είναι η ευθύνη της κοινότητας για το σύνολο των μελών της και συγκεκριμένα για την εξασφάλιση του κάθε μέλους από τις ατυχίες της ζωής, αλλά και για την προστασία του από προσβολές της αξιοπρέπειας του ή από ταπεινώσεις. Το κοινωνικό μοντέλο το οποίο τηρεί αυτόν τον κανόνα, τουλάχιστον στις προθέσεις του και στην αρχική του μορφή, είναι το μοντέλο του «κράτους πρόνοιας». Αυτό δεν είναι μια συνταγή που βασίζεται σε παροχή μεγάλων εισοδημάτων, αλλά κυρίως προβλέπει μια στήριξη τηε κοινωνίας σε σταθερούς πυλώνες: θεσπίζει την αλληλεξάρτηση των μελών της κοινότητας και την καθολικότητα της νομοθεσίας για κοινωνική αναγνώριση και αξιοπρεπή ζωή, ως αποτέλεσμα δε αυτών την κοινωνική αλληλεγγύη. Έτσι, θα ήταν πιο λογικό να το αποκαλούμε «κοινωνικό κράτος». Ο δεύτερος κανόνας είναι η αποτίμηση της ποιότητας μιας κοινωνίας με μέτρο όχι το μέσο εισόδημα, αλλά την ευημερία των πιο αδύναμων μερών της: κάθε κοινωνία μοιάζει με αλυσίδα, της οποίας η αντοχή δεν μετριέται από τον μέσο όρο της αντίστασης του κρίκων της, αλλά από την αντοχή του πιο αδύναμου κρίκου.  
Ποιος θα μπορέσει να εφαρμόσει ένα τέτοιο πρόγραμμα; Όσα αριστερά κόμματα τα προηγούμενα χρόνια αναφέρονταν στα συμφέροντα της εργατικής τάξης, έχουν εξαφανιστεί στην πράξη από την πολιτική σκηνή. Από την άλλη πλευρά, τα νέα κόμματα της Αριστεράς αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στον πολιτισμό και στα κοινωνικά ήθη και όχι στην οικονομία και στην αναδιανομή. Μέχρι τώρα, κάθε προσπάθεια να συνδεθεί ένα είδος ηθικού φιλελευθερισμού με την ρύθμιση της οικονομίας απέτυχε. Η παλιά εργατική τάξη φαίνεται στα μάτια της αριστοκρατικής Αριστεράς πολύ συντηρητική και οπισθοδρομική. Από τη δική της πλευρά, η Αριστερά η προσανατολισμένη στα ατομικά δικαιώματα φοβάται τον κολεκτιβισμό της εργατικής τάξης, τον εθνικισμό, την επιφυλακτικότητα προς οτιδήποτε διαφορετικό και έχει και άλλες παρόμοιες ανησυχίες. Πώς μπορεί η Αριστερά να βρει το δρόμο της και να ελευθερωθεί από αυτή την παγίδα;
Το φαινόμενο που περιγράψατε έχει ακόμη πιο βαθιές ρίζες. Αυτό που έχει αλλάξει, δεν είναι οι αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ της «Αριστεράς» και «της εργατικής τάξης», αλλά τα περιεχόμενα των σχέσεων αυτών. Οι αριθμοί έχουν αλλάξει, η κοινωνική σπουδαιότητα και η «μορφολογία» του βασικού εκλογικού σώματος της Αριστεράς, που ήταν κάποτε η εργατική τάξη. Στον καιρό του Μαρξ, τα πιο λαμπρά μυαλά ανέμεναν ότι ο κόσμος οδεύει προς το διχασμό σε εργάτες και σε αφεντικά τους. Υπέθεταν ότι σ' αυτόν τον κόσμο δεν θα υπάρχει χώρος για την τρίτη κατηγορία ανθρώπων. Όμως, η βιομηχανική εργατική τάξη υφίσταται τώρα την ίδια διαδικασία από την οποία πέρασαν οι εργάτες γης τον 19ο αιώνα: στις αρχές εκείνου του αιώνα αποτελούσαν το 90 % του πληθυσμού και στο τέλος του αιώνα μόνον το 9 %. Σήμερα βλέπουμε ότι η τάξη των βιομηχανικών εργατών είναι μάλλον παρελθόν. Εξακολουθεί να υπάρχει μόνον μακριά από την Ευρώπη, στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες. Ακόμη και εκεί είναι παρούσα μόνον προς το παρόν. Γιατί από τη στιγμή που η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου φτάσει στο τέλος της και η φτηνή εργατική δύναμη παύσει να λειτουργεί αποθαρρυντικά για επενδύσεις σε μηχανικό εξοπλισμό, η εργατική τάξη θα αρχίσει και εκεί να συρρικνώνεται γρήγορα. Λέγεται σήμερα, μισοσοβαρά μισοαστεία, αλλά ίσως το σοβαρό είναι περισσότερο από το μισό, ότι σε κάθε μελλοντική βιομηχανική εγκατάσταση θα εργάζονται μόνον ένας άνθρωπος και ένας σκύλος. Η δουλειά του ανθρώπου θα είναι να ταΐζει το σκυλί, ενώ του σκυλιού να περιφρουρεί τον άνθρωπο για να μην αγγίζει τίποτε.

Κατά τον Jacques Julliard, ένα από τα πρώτα βήματα για τη διέξοδο από αυτή την κατάσταση είναι η αλλαγή του τρόπου σκέψης για το πως συγκροτείται μια κοινωνία. Αντί να την κατανοούμε ως σύνολο κοινωνικών ομάδων, που έχουν η καθεμιά τα συμφέροντά της, να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε την κοινωνία ως σύνολο ατόμων που δεν έχουν μόνον οικονομικές, αλλά επίσης θρησκευτικές και πολιτισμικές ανάγκες. Με άλλα λόγια, υποθέτει πως η Αριστερά θα πρέπει να χτίσει μια γέφυρα για να ενώσει τις κοινοτικές απαιτήσεις και τις προσδοκίες των ατόμων.
Προς το παρόν μια τέτοια κοινωνία φαίνεται να είναι μόνον όνειρο. Οι μορφολογικές προϋποθέσεις για συλλογική, συνεπώς και αλληλέγγυα δράση, εξαφανίστηκαν στην πορεία της διαδικασίας εξατομίκευσης. Κάποτε, οι χώροι εργασίας, ανεξάρτητα από το τι παρήγαγαν, ήταν και εγκαταστάσεις που παρήγαγαν αλληλεγγύη, όπως ήταν οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις της Ford στη Βρετανία ή τα ναυπηγεία του Γκντάνσκ (Gdańsk) στην Πολωνία. Αντίθετα, τη στιγμή αυτή είναι εργοστάσια που παράγουν ανταγωνισμό και αμοιβαία δυσπιστία. Ορισμένοι παρατηρητές μετέθεσαν πολύ βιαστικά στους δημόσιους χώρους, στις πλατείες, ελπίδες για πολιτικές δραστηριότητες αλληλεγγύης σύμφωνα με τον κανόνα «ένας για όλους και όλοι για έναν». Δηλαδή για δραστηριότητες που κάποτε «είχαν την έδρα τους» σε μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αλλά σήμερα είναι άστεγες. Σ' αυτές τις συγκεντρώσεις σε πλατείες ή σε δημόσια πάρκα [βλ. Πάρκο Γκεζί, Κωνσταντινούπολη] που πρόσφατα συμβαίνουν συχνά, κατασκηνώνοντας μάλιστα για αρκετές ημέρες ή και εβδομάδες, μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος της κινητοποίησης, εκδηλώνονται προσπάθειες για να εξευρεθούν ή για να «πλασθούν εκ του μηδενός» εναλλακτικοί τρόποι αποτελεσματικής δράσης, μέσα σε συνθήκες μαρασμού της εμπιστοσύνης στο κράτος και αμφισβήτησης της ικανότητάς του «να κάνει καλά τη δουλειά του». Εξαφανίζεται η ελπίδα ότι η σωτηρία θα έλθει από την κορυφή, μπορεί όμως άραγε να έλθει η σωτηρία αν εμείς οι ίδιοι συμβάλλουμε με τις προσπάθειές μας, χωρίς μεσάζοντες;
Πάντως εκείνες οι εκδηλώσεις ήταν εκφράσεις αλληλεγγύης που λειτούργησαν, κυρίως, ως «εκρήξεις» ή ως «κανάλια» εκτόνωσης της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας. Ήταν διαμαρτυρίες εναντίον της ανυπόφορης πορείας των πραγμάτων, όμως το μόνο αποτέλεσμα ήταν η βύθιση και πάλι στην καθημερινή ζωή, σε μια ζωή που παρέμεινε αμετάβλητη και τόσο αφόρητη όπως και πριν.
Όμως, τέτοιες πρωτοβουλίες δεν βοηθούν την οικοδόμηση αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών; Δεν μπορούν να γίνουν ένα προοίμιο για μελλοντικά, καλύτερα οργανωμένα κινήματα;  
Θα ήθελα να προειδοποιήσω να μη βγαίνουν τόσο αισιόδοξα, βιαστικά και πρόωρα συμπεράσματα από τέτοια πειράματα. Μέχρι τώρα, τα εναλλακτικά κινήματα απέδειξαν μόνον, ότι ίσως μπορέσουν (αλλά όχι πάντα!) να καταργήσουν κάθε τι, που όλοι οι συμμετέχοντες, συναινετικά και ανεξάρτητα από τις διαφορετικές απόψεις και συμφέροντα που τους χωρίζουν, θεωρούν ως απαράδεκτο ή ανυπόφορο. Αν το καταφέρουν, το μέγιστο που θα επιτύχουν, μεταφορικά μιλώντας, θα είναι «να καθαρίσουν το οικόπεδο για να είναι έτοιμο να δεχτεί άλλες κατασκευές»...
Αλλά τι άλλες κατασκευές; Κανένα τέτοιο κίνημα δεν έχει γίνει γνωστό επειδή έβαλε κάτι καινούργιο πάνω στο έδαφος που κατάφερε να «αδειάσει». Στην πραγματικότητα, πολύ λίγα από αυτά τα κινήματα κατάφεραν έστω και μόνον «να καθαρίσουν το οικόπεδο». Το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, που καταλήφθηκε μόνον μέσα στο μυαλό των καταληψιών, ήταν το πρώτο χρηματιστήριο που έφθασε σε κέρδη μεγαλύτερα από τις τιμές των δεικτών του προ της κρίσης. Η πολιτική που καταδικάστηκε από τους διαδηλωτές δεν άλλαξε καθόλου. Πιθανότατα, σε αντίθεση με τους δημοσιογράφους τους διψασμένους για εντυπωσιακά γεγονότα και τους κοινωνιολόγους τους πεινασμένους για ιστορικές ανακαλύψεις, το ίδιο το Χρηματιστήριο ήταν το μόνο που δεν πρόσεξε ότι ήταν κατειλημμένο.
Επομένως, δεν υπάρχει σήμερα ομάδα ή θεσμός που μπορεί να κινήσει κάποιες σοβαρές αλλαγές. Επιπλέον, αντιμετωπίζουμε μια βαθιά κρίση της ιδέας της αντιπροσώπευσης, στο βαθμό που μεγάλος αριθμός ανθρώπων δεν λαμβάνουν καθόλου μέρος στις διαδικασίες της πολιτικής. 
Το βλέπετε και μόνος σας, ότι περιγράφετε μια κοινωνία και μια πολιτική που αποτελούν την απόλυτη αντίθεση αυτών που υπήρχαν πριν. Σήμερα η κοινωνία βαδίζει μάλλον προς την εξατομίκευση, προς την εσωτερική διχόνοια και διαφωνία, παρά προς την αλληλεγγύη. Αποσυντίθεται κάτι, για το οποίο οι παππούδες μας και οι προ-παππούδες αγωνίστηκαν επί μεγάλο χρονικό διάστημα. Αγωνίστηκαν επί δεκαετίες για να ολοκληρωθεί και εξαπλωθεί το έργο της κοινωνικής ένταξης και της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή η συνεργασία που αρχίζει στην τοπική κοινότητα, την ενορία ή από τον προγονικό πλούτο, να εξαπλωθεί μέχρι και στα πολύ ευρύτερα πεδία «του φαντασιακού όλου», δηλαδή του κράτους / έθνους. Για να το κάνουν αυτό, οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες. Συγκρούσεις που δεν ήταν λιγότερο φρικτές και επώδυνες για τις γενιές εκείνες, που εκτέθηκαν σ' αυτές, συγκρινόμενες με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Το αντίθετο ισχύει. Χρειάστηκε να περάσει ολόκληρος ο 19ος αιώνα για να αυξηθεί αρκετά η δύναμη και οι ικανότητες του σύγχρονου κράτους, ώστε να περιοριστεί η ανεξέλεγκτη ελευθερία των επιχειρήσεων, οι οποίες είχαν διαφύγει από τον έλεγχο των οικογενειών και των τοπικών κοινοτήτων και είχαν γίνει τότε πραγματικοί κύριοι ολόκληρων περιοχών, πολιτικά και θεσμικά υπανάπτυκτων.
Σήμερα ζούμε στην εποχή της «απορρύθμισης». Αυτή η εκ πρώτης όψεως ουδέτερη λέξη, της οποίας πιο εκφραστικό (και δικαιότερο) ισοδύναμο θα ήταν η «αποδιοργάνωση», συγκαλύπτει τη διασπορά της ευθύνης και την αντικατάσταση των σχετικά προβλέψιμων και συνεπώς διαρθρωμένων καταστάσεων, με καταστάσεις απρόβλεπτες, γεμάτες αβεβαιότητα, φόβο για το άγνωστο αύριο και άλλα παρόμοια. Η «απορρύθμιση» προωθείται μέσα σε μια διαφημιστική συσκευασία που δηλώνει ότι κάνει, δήθεν, κάθε άτομο ή ομάδα ατόμων κύριο της μοίρας το. Όμως, στην πράξη, έκανε κύριους της μοίρας τους μόνον λίγα επιλεγμένα άτομα (κάνοντάς τους ταυτόχρονα αφέντες της μοίρας άλλων ανθρώπων) και εγκατέλειψε τους υπόλοιπους στα καπρίτσια της τύχης που κανείς δεν ξέρει πώς να τα αντιμετωπίσει. Αφήνοντας τα άτομα να έχουν την αποκλειστική ευθύνη του εαυτού τους, τα μετατρέπει σε ανταγωνιστές αλλήλων. Αντί να προωθεί την αλληλεγγύη, η θέση τους δημιουργεί αμοιβαία δυσπιστία και ανταγωνισμό. Σε μια τέτοια κατάσταση, «το να συσπειρώνεσαι», το να στέκει ο ένας στο πλευρό του άλλου, παύει να έχει εμφανές νόημα. Δεν μπορείς πια να διακρίνεις ότι με την σύμπραξη των επιμέρους συμφερόντων μπορούν να προκύψουν καλύτερες ευκαιρίες και για την εκπλήρωση των συμφερόντων του καθενός ατομικά.
Ποιο δίδαγμα πρέπει να αντλήσει η Αριστερά;
Σε περιβάλλον δυσμενές για συλλογική εργασία, που δεν εμπνέει ελπίδα, η Αριστερά αντιμετωπίζει μια μεγάλη πρόκληση: να αναγάγει και αναβαθμίσει τις πολιτικές που έχουν μέχρι στιγμής μόνον μια τοπική διάσταση, σε επίπεδο παγκόσμιων ζητημάτων, εκεί που είναι το πεδίο του αγώνα για τους συγχρόνους μας. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός, ότι η Αριστερά δεν τολμά να πει ανοιχτά στους συμπολίτες της, συμπεριλαμβανομένων και των δικών της ψηφοφόρων, ότι αντιμετωπίζουν, όπως και το υπόλοιπο της ανθρωπότητας, την πρόκληση να ανακατασκευάσουν το μεγάλο επίτευγμα των προγόνων μας, της εποχής που δομήθηκαν τα εθνικά κράτη. Όμως με την εξής μεγάλη διαφορά: θα πρέπει να το κάνουν σε ασύγκριτα μεγαλύτερη κλίμακα, στην οικουμενική κλίμακα της ανθρωπότητας. Όμως, αυτό το μέγεθος και η δυσκολία δεν σημαίνει ότι η Αριστερά θα πρέπει να απαλλαγεί από την κατηγορία ότι της λείπει το θάρρος (και το αίσθημα της ευθύνης!): Στερείται των αρετών του θάρρους, της επιμονής και της ακαταπόνητης ελπίδας. Οι πρόγονοί της, ευτυχώς γι' αυτούς και για το υπόλοιπο ανθρώπινο είδος, αυτές τις αρετές τις είχαν σε αφθονία.
Ο Zygmunt Bauman  γεννήθηκε στο Πόζναν της Πολωνίας το 1925. Σε ηλικία 18 ετών κατετάγη στον ανταρτικό Ελεύθερο Πολωνικό Στρατό, πολέμησε ενάντια στη ναζιστική κατοχή και τιμήθηκε με στρατιωτικές διακρίσεις. Παρέμεινε στο στρατό και μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου - τελικά αποστρατεύτηκε εξαιτίας  αντισημιτικής εκκαθάρισης το 1953. Oλοκλήρωσε μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών στις κοινωνικές επιστήμες, το 1954 έγινε λέκτορας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Ζει από το 1968 στην Αγγλία. Από το 1972 μέχρι το 1990 ήταν καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Leeds. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας (Πανεπιστήμια Λιντς και Βαρσοβίας). Η σκέψη του έχει δεχτεί επιρροές από πολλές και διαφορετικές πηγές του 19ου αιώνα, όπως τους Κάρολο Μαρξ και Μαξ Βέμπερ, αλλά και από νεότερες του 20ού αιώνα, π.χ. Τέοντορ Αντόρνο, Γκέοργκ Ζίμμελ, Αντόνιο Γκράμσι, Κορνήλιο Καστοριάδη, Εμμανουέλ Λεβινάς. 

Ο Μπάουμαν πιστεύει ότι η κοινωνιολογία είναι υπόθεση ηθική: «Το να σκεφτόμαστε κοινωνιολογικά σημαίνει ότι καταλαβαίνουμε περισσότερο τους ανθρώπους γύρω μας, κατανοούμε τις ελπίδες τους και τις επιθυμίες τους, τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους». Έχει τιμηθεί με το βραβείο European Amalfi Prize for Sociology & Social Sciences (1990) για το έργο του Νεοτερικότητα και ολοκαύτωμα (1989), με το Βραβείο Theodor Adorno της Πόλης της Φρανκφούρτης (1998) ενώ το 2000 έλαβε το Βραβείο Πρίγκιπας των Αστούριας, το λεγόμενο και «Ισπανικό Βραβείο Νόμπελ». Το Πανεπιστήμιο του Λίντς ίδρυσε προς τιμήν του το Ινστιτούτο Bauman.
Ποτέ άλλοτε δεν γινόταν τόσος λόγος για ανθρώπινες σχέσεις ή απλώς για σχέση (εννοώντας στην περίπτωση αυτή τη σχέση άντρα και γυναίκας), και ποτέ άλλοτε όσο σήμερα οι σχέσεις αυτές δεν ήταν τόσο ασταθείς και εύθραυστες. Ο άνθρωπος της ρευστής νεωτερικότητας (Liquid Modernity) - όπως αποκαλεί ο Ζ. Μπάουμαν τη μετανεωτερικότητα, την κοινωνία δηλαδή των τελευταίων δεκαετιών, με τους ραγδαίους ρυθμούς αλλαγής, διακρίνοντάς την από την καθαυτό νεωτερικότητα (Solid Modernity) - δημιουργεί δεσμούς εξαρχής χαλαρούς, ώστε να μπορούν να λύνονται εύκολα, γρήγορα, δίχως πόνο, κάθε φορά που αλλάζουν οι περιστάσεις. Η κεντρική μορφή της ρευστής μοντέρνας εποχής μας είναι ακριβώς ο άνθρωπος χωρίς μόνιμους, σταθερούς, διαρκείς, ανθεκτικούς δεσμούς. Γεγονός που αφενός τον οδηγεί σε απελπισμένη αναζήτηση ταυτότητας, αυτοπροσδιορισμού και αυτοκατάφασης, αφετέρου του προκαλεί βαθύ αίσθημα ανασφάλειας. 

Ο θρίαμβος του ατομικισμού κατά τη μετανεωτερικότητα οδήγησε τελικά στο θάνατο το αυτόνομο άτομο της νεωτερικότητας και έβαλε στη θέση του ένα άλλο, ανίκανο να εμπιστεύεται και να δεσμεύεται, βουτηγμένο στον κομφορμισμό και το φόβο.
Άννα Λυδάκη, Ρευστοί καιροί, ρευστή αγάπη, www.protagon.gr
http://www.biblionet.gr/book/137759/Bauman,_Zygmunt/%CE%96%CF%89%CE%AE_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7http://www.biblionet.gr/book/86658/Bauman,_Zygmunt/%CE%97_%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1,_%CE%BF_%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BB%CF%89%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%BF%CE%B9_%CE%BD%CE%B5%CF%8C%CF%80%CF%84%CF%89%CF%87%CE%BF%CE%B9http://www.biblionet.gr/book/101012/Bauman,_Zygmunt/%CE%A3%CF%80%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CF%82_%CE%B6%CF%89%CE%AD%CF%82
  
http://www.biblionet.gr/book/146712/Bauman,_Zygmunt/%CE%A1%CE%B5%CF%85%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%AF_%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CF%81%CE%BF%CE%AFhttp://www.biblionet.gr/book/84196/Bauman,_Zygmunt/%CE%A0%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%B9%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7http://www.biblionet.gr/book/74240/Bauman,_Zygmunt/%CE%9A%CE%B1%CE%B9_%CF%80%CE%AC%CE%BB%CE%B9_%CE%BC%CF%8C%CE%BD%CE%BF%CE%B9
http://www.biblionet.gr/book/184353/Bauman,_Zygmunt/%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%AC%CF%80%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%81%CE%B5%CF%82_%CE%B1%CF%80%CF%8E%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B5%CF%82http://www.biblionet.gr/book/72324/Bauman,_Zygmunt/%CE%97_%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CF%89%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%84%CE%B1_%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%AC_%CF%84%CE%B7%CF%82http://www.biblionet.gr/book/126005/Bauman,_Zygmunt/%CE%A1%CE%B5%CF%85%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%82_%CF%86%CF%8C%CE%B2%CE%BF%CF%82
Print Friendly and PDF

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Περί σκλάβων και κυρίων στο Οθωμανικό παρελθόν της Βουλγαρίας: διαμάχες για την ιστορία, το έθνος, την εκπαίδευση και η κομμουνιστική περίοδος της Ζάνα Τσόνεβα αναδημοσιευση απο το Μετα την κριση -

Παρασκευή, 25 Μαρτίου 2016

Περί σκλάβων και κυρίων στο Οθωμανικό παρελθόν της Βουλγαρίας: διαμάχες για την ιστορία, το έθνος, την εκπαίδευση και η κομμουνιστική περίοδος

© Bilten, Ζάγκρεμπ - Žana Coneva:Školski udžbenici i sukob bugarskih nacionalizama, 9.2.2016 - Αναδημοσίευση σε Αγγλική μετάφραση στον ιστότοπο © Lefteast, A Nation of Masters? Dispatches from the Frontlines of the Bulgarian Memory Wars,12.3.2016

  
    «Οι κοινοί τόποι της μνήμης δεν είναι τόποι κοινής μνήμης»
Λιλιάνα Ντεγιάνοβα, καθηγήτρια κοινωνιολογίας

στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας «Άγ. Κλήμης Αχρίδας» (Obektiv, Οκτώβριος 2012)

Πριν από μερικά χρόνια, ο Βούλγαρος κοινωνιολόγος Αντρέι Ράιτσεφ υποστήριξε ότι μετά την αποκατάσταση μιας ευρείας συναίνεσης μεταξύ όλων των [βουλγαρικών] κομμάτων για την αναγκαιότητα φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων υπέρ της αγοράς, ίσως το μόνο πεδίο που απέμεινε ελεύθερο για πραγματικούς πολιτικούς ανταγωνισμούς είναι το παρελθόν. Αν το μέλλον είναι αμετάκλητα δεσμευμένο στη φιλελεύθερη δημοκρατία, τότε ένα πεδίο στο οποίο τα κόμματα μπορούν να προβάλουν τις διαφορές τους και να τις μετατρέπουν σε πολιτική, είναι το πεδίο των αντικρουόμενων ερμηνειών του παρελθόντος. Για παράδειγμα, το 1990 ξέσπασε μια δημόσια συζήτηση για το αν είχε υπάρξει [π.χ. στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο] ενδογενής φασισμός στη Βουλγαρία ή αν ο φασισμός ήταν απλώς μια αναδρομική εφεύρεση του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος προκειμένου να αντλήσει νομιμοποίηση για τη δική παράνομη κατάληψη της εξουσίας. Στη μετα-πολιτική κατάσταση, η πολιτική δεν είναι πολιτική άν δεν είναι πολιτική της μνήμης. 
Τους τελευταίους μήνες, η Βουλγαρία έχει περάσει σε μιαν άλλη φάση συγκρουσιακού αναστοχασμού για βασικά επεισόδια της ιστορίας του έθνους. Σε αυτό το άρθρο θα επικεντρωθώ σε δύο παραδείγματα: Το παρόν πρώτο μέρος αφορά τη μάχη για τον προσδιορισμό της οθωμανικής περιόδου. Το δεύτερο, τον αγώνα για τη διατήρηση στοιχείων της πολιτισμικής κληρονομιάς, όπως λόγου χάρη είναι τα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας ή τα κτίρια που δημιούργησε η αρχιτεκτονική του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Ας μην μας εξαπατά η τεράστια χρονική απόσταση μεταξύ αυτών των δύο ιστορικών περιόδων. Φαίνεται πως η πολιτική της μνήμης έχει ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα: συμπυκνώνει τον ιστορικό χρόνο σε ένα ενιαίο σύμπλεγμα εκδηλώσεων που επικεντρώνονται όλες σε ένα και μόνον πρόβλημα. Ο κοινός παρονομαστής που ισοπεδώνει όλες αυτές τις διακριτές ιστορικές περιόδους είναι η περίοδος του κομμουνισμού. Ο κοινός στόχος στην σημερινή τάση ιστορικού αναθεωρητισμού είναι η απο-κομμουνιστικοποίηση της μνήμης. 
Ο ιστοριογράφος μοναχός Παΐσιος Χιλανδαρινός
[Τα διδακτικά βιβλία του μαθήματος της Ιστορίας στη Μέση Εκπαίδευση]
Ας αρχίσουμε με την «Οθωμανική διαμάχη». Έχει δύο συνιστώσες. Η πρώτη είναι η εξής: Τον Ιανουάριο του 2016, το Υπουργείο Παιδείας πρότεινε αλλαγές στα σχολικά προγράμματα διδασκαλίας. Εκτός από την εισαγωγή της «επιχειρηματικότητας» στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (η οποία έγινε ένθερμα δεκτή από τα Μέσα ενημέρωσης, πράγμα που αποτελεί κατά τη γνώμη μου το πραγματικό σκάνδαλο), το υπουργείο πρότεινε ως εκπαιδευτικό υλικό για τις σχολικές τάξεις έκτη έως ένατη μια μελέτη της πρώιμης Οθωμανικής περιόδου στη Βουλγαρία, γραμμένη τον 18ο αιώνα από τον Αγιορείτη μοναχό και ιστοριογράφο Παΐσιο Χιλανδαρινό. Ωστόσο, σύμφωνα με την αξιολόγηση του υπουργείου, το έργο αυτό είναι πάρα πολύ περίπλοκο και θα ήταν καλύτερο, για γίνει κατανοητό, να διδάσκεται σε μεγαλύτερους μαθητές. Όμως η ερμηνευτική εγκύκλιος έφτασε στα σχολεία πολύ αργά και μόνον αφού κάποια εθνικιστικά μέσα ενημέρωσης είχαν προλάβει να χαρακτηρίσουν την κίνηση του υπουργείου να μεταθέσει τη διδασκαλία σε μεγαλύτερες τάξεις, ως «αντικατάσταση του Παΐσιου από τον Ροβινσώνα Κρούσο»! Αυτό πυροδότησε μια σειρά από εντελώς ακραίες διαμαρτυρίες, μεταξύ των οποίων έναν διαγωνισμό χειρόγραφης αντιγραφής του έργου του Παΐσιου από μαθητές των σχολείων.
Το περιεχόμενο των διδακτικών βιβλίων είναι ευαίσθητο θέμα και δεν είναι η πρώτη φορά που οι αλλαγές στα προγράμματα διδασκαλίας εκλαμβάνονται ως «απειλή για την εθνική ταυτότητα», ως «αποβουλγαρισμός των παιδιών μας» ή άλλα παρόμοια. Ο πρωθυπουργός Μπόικο Μπορίσοφ αντέδρασε στο σκάνδαλο ζητώντας την παραίτηση του Υπουργού Παιδείας μέσω του facebook (ο ίδιος υπουργός έχει εμπλακεί σε μια σειρά από σκάνδαλα: για παράδειγμα, είχε δηλώσει στους φοιτητές της χημείας ότι ο Frédéric Joliot-Curie δεν ήταν πραγματικός επιστήμονας, αλλά τον εκτιμούσαν στην κομμουνιστική περίοδο της Βουλγαρίας απλά και μόνον λόγω της συμμετοχής του στην Γαλλική Αντίσταση).
Η δεύτερη συνιστώσα του σκανδάλου περί την Οθωμανική ιστορία πυροδοτήθηκε από την εγκύκλιο του υπουργείου για τη διαδικασία της διδασκαλίας στην έκτη τάξη και την αξιολόγησή της στις εξετάσεις. Το υπουργείο αναμένει από τους μαθητές να γνωρίζουν στο τέλος του σχολικού έτους τα εξής:
Να μπορούν να περιγράψουν τη δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Να μπορούν να περιγράψουν τη θέση των Βουλγάρων μέσα στο πλαίσιο του συστήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Να συζητήσουν τη βουλγαρική αντίσταση ενάντια στις Οθωμανικές αρχές.
[..]
Να δώσουν παραδείγματα για την συμβίωση μεταξύ των παραδόσεων των χριστιανών και των μουσουλμάνων στην καθημερινή ζωή: εορτές και έθιμα, στην κατοικία, στην ενδυμασία, στην διατροφή.
Να ανακαλύψουν, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που δίνει το υπουργείο, την ασυγχρονία μεταξύ των κοινωνιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των κοινωνιών της Δυτικής Ευρώπης τον 15ο Αιώνα (έμφαση δική μου).
Το προτελευταίο χωρίο περί «συμβίωσης» προκάλεσε αγανάκτηση, καθώς τα εθνικιστικά μέσα ενημέρωσης το ερμήνευσαν ως μια προσπάθεια να αντικατασταθεί η έκφραση «τουρκική σκλαβιά», που χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για την Οθωμανική περίοδο, με την θεωρούμενη ως «πολιτικά ορθή» αντίληψη της «συγκατοίκησης». Η πατριωτική αγανάκτηση ήταν και πάλι έντονη και παρακίνησε έναν αριθμό φιλελεύθερων διανοουμένων, δημοσιογράφων και ιστορικών να αντιπαρατεθούν στους εθνικιστές. 
Σόφια, Καθεδρικός Ναός Aγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι
Μερικοί ιστορικοί δημοσίευσαν μια ενυπόγραφη αναφορά, υπερασπιζόμενοι την ελευθερία έκφρασης και την ανεξαρτησία από πολιτικές παρεμβάσεις στον επιστημονικό τους κλάδο (ωστόσο, όταν ο Πρόεδρος Πλεβνέλιεφ ηγήθηκε μιας εκστρατείας για ένταξη στα σχολικά εγχειρίδια της ορθής ερμηνείας των «εγκλημάτων του κομμουνισμού», αυτό δεν πυροδότησε μιαν αντίστοιχη αμυντική αντίδραση από την πλευρά των ιστορικών). Επίσης, πρότειναν μια διδακτική θέση, η οποία εξηγούσε προς πάσα κατεύθυνση το εξής: επειδή οι Βούλγαροι υπό Οθωμανική κυριαρχία πλήρωναν φόρους και κατείχαν ιδιοκτησίες, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο δεν ήταν πραγματικά σκλάβοι από «τεχνική» άποψη. Η «σκλαβιά» στην περίπτωσή μας νοείται απλά με μεταφορικό τρόπο. Ήταν το σύνθημα των διανοουμένων του 19ου αιώνα και των ηρώων της εθνικής απελευθέρωσης, ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη με κυριολεκτικό τρόπο. 
Οι φιλελεύθεροι δημοσιογράφοι κράτησαν επίσης μια στάση που φώτιζε την πραγματικότητα. Υποστήριξαν ότι το υπουργείο δεν είχε ως στόχο αυτό που εκλήφθηκε ως αντικατάσταση των όρων, δεδομένου ότι η «συμβίωση» στην εγκύκλιο αναφέρεται αποκλειστικά και μόνον στην καθημερινή ζωή, ενώ από την άλλη πλευρά, η αντίσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθεί να κατέχει σημαντική θέση στα σχολικά προγράμματα και στα διδακτικά βιβλία. Ο δημοσιογράφος Ιβάν Μπέντροφ συνόψισε το όλο σκάνδαλο ως «περί όνου σκιάς». Ωστόσο ο ίδιος αποτόλμησε μιαν «εξήγηση» για την κρίση: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε μόλις δημοσιεύσει μια πολύ αρνητική έκθεση για την πρόοδο της Βουλγαρίας στο θέμα της καταπολέμησης της διαφθοράς και η πολεμική αυτή μάλλον δημιουργήθηκε σκόπιμα, για να αποσπάσει την προσοχή του κοινού από «αυτό που πραγματικά έχει σημασία». 
Βουλγαρία, Ιβάνοβο: Ναός της Παρθένου των Βράχων
[Λαός σκλάβων και ελίτ κυρίων: στην Οθωμανική εποχή και στην περίοδο του κομμουνισμού] 
Ορισμένοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι είδαν το θέμα από κανονιστική οπτική γωνία. Αντιμετώπισαν με ηθικούς όρους το υποτιθέμενο πάθος του βουλγαρικού λαού για τις ιστορίες περί σκλαβιάς. Υποστήριξαν ότι οι Βούλγαροι δεν θέλουν να εγκαταλείψουν το status του σκλάβου, γιατί αυτό τους δίνει βολικές δικαιολογίες ώστε να μην αναλαμβάνουν προσωπικά την ευθύνη για τη ζωή τους και για τη χώρα τους. Με βάση αυτή την κριτική, ορισμένοι ακαδημαϊκοί, για παράδειγμα, ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Ιβαΐλο Ντίτσεφ, υποστήριξαν ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί η εθνική εξύμνηση των σκλάβων με μια πιο θετική αναγνώριση των βουλγαρικών ανώτερων κοινωνικών τάξεων στην περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την ευθύνη για την εξύμνηση των σκλάβων την επέρριψε στον βουλγαρικό κομμουνισμό:
«είναι η μεγαλύτερη ζημία που προκλήθηκε από την κομμουνιστική ιδεολογία. Επιφόρτησε τον εαυτό της να ανακαλύψει προγόνους του προλεταριάτου, πράγμα που σημαίνει εκείνους τους πιό φτωχούς, τους πιο δυστυχισμένους, ανθρώπους, αυτούς που υφίσταντο την μεγαλύτερη εκμετάλλευση, από τους οποίους αναμένεται η αλλαγή της ιστορίας [..] Οι σκλάβοι είναι το μελλοντικό προλεταριάτο - παρεμπιπτόντως αναφέρονται και στον Ύμνο της Διεθνούς ως “Stand up! Ye wretched ones who labor,/ Stand up! Ye galley-slaves of want” [μια από τις αγγλικές μεταφράσεις]
Έτσι, αντ' αυτής της κομμουνιστικής ταυτότητας που αυτο-θυματοποιείται, πρέπει να μάθουμε να ταυτιζόμαστε με τη βουλγαρική ελίτ της Οθωμανικής περιόδου: «...έμποροι, τεχνίτες, δάσκαλοι, συγγραφείς».
Ο Ντίτσεφ μας προτρέπει να «φανταζόμαστε ότι οι τσορμπατζήδες [οι Βούλγαροι πρωτο-καπιταλιστές του αγροτικού χώρου] δεν ήταν απαραίτητα τα αρπακτικά που εννοούμε συνήθως, αλλά ήταν και αυτοί που έδιναν στους εργαζόμενούς τους σούπα [τσορμπά είναι η τουρκική λέξη για τη σούπα], πράγμα που τους παρουσιάζει ως φιλάνθρωπους». Την υπόθεση ότι χωρίς σκλαβιά δεν θα μπορούσε να υπάρξει εθνική επανάσταση, την αποκαλεί «λενινιστική». Ο Ντίτσεφ αναφέρει ότι ιστορικά, σκλάβοι, όπως και προλετάριοι, είναι λιγότερο πιθανό να οργανώσουν μιαν εξέγερση. Στην πραγματικότητα, οι εξεγέρσεις είναι υπόθεση των μορφωμένων και των μεσαίων τάξεων, που μόνον αυτές έχουν φθάσει σε ένα ορισμένο «κοινωνικο-πολιτισμικό επίπεδο», το οποίο τους βοηθά να «αναγνωρίζουν τους ηγέτες και να οικοδομούν πολιτικά όργανα». Σε ποιο επίπεδο; Ο Ντίτσεφ εξηγεί ότι από τον 19ο αιώνα, οι βουλγαρικές περιοχές της αυτοκρατορίας παρουσίασαν ξαφνικά μια ταχύτερη καπιταλιστική (και πολιτισμική) ανάπτυξη συγκρινόμενες με άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, και γι' αυτόν τον λόγο, οι τάξεις που επωφελήθηκαν περισσότερο από αυτή την εξέλιξη ανέλαβαν έναν αγώνα για να αποδεσμευθούν από τους «οπισθοδρομικούς Ανατολίτες».
Το βιβλίο Ιστορίας του μοναχού Παΐσιου Χιλανδαρινού
[Λενινιστική ερμηνεία των εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων από φιλελεύθερους διανοούμενους] 
Το πιο ενδιαφέρον σ' αυτή την ουτοπική φαντασίωση, που έχει ως στόχο να αναπροσανατολίσει την εθνική ταυτότητα από τον σκλάβο στον κύριο, είναι η κατά λέξη αναπαραγωγή δύο βασικών θεμάτων τόσο του εθνικιστικού όσο και του κομμουνιστικού τρόπου σκέψης (άν και κατά τα άλλα ο Ντίτσεφ δηλώνει ρητά αντίπαλος και των δύο). Το ένα είναι το υποτιμητικό παρωνύμιο «Ανατολίτες», που χρησιμοποιείται από τους εθνικιστές για να εξισώσει την Τουρκία με την περιοχή της που θεωρείται η πιο υπανάπτυκτη. Και το δεύτερο, η ιδέα ότι «οι πιο προοδευτικές κοινωνικές τάξεις» στις βουλγαρικές περιοχές της αυτοκρατορίας εξαπέλυσαν το εθνικό-απελευθερωτικό κίνημα, είναι στην πραγματικότητα ένας συνηθισμένος τρόπος ερμηνείας αυτών των γεγονότων από μια μαρξιστική σκοπιά τυπική για την επίσημη κομμουνιστική ιστοριογραφία. Η ιδέα αυτή, για να περιγράψει την Οθωμανική αυτοκρατορία, βασίστηκε άκριτα στην έννοια του «ασιατικού τρόπου παραγωγής», την οποία είχε διατυπώσει ο Μαρξ. Φαίνεται ότι ο κομμουνισμός πράγματι συνεχίζει να ζεί. Όμως όχι εκεί όπου τον φαντάζονται οι αντίπαλοί του. Ζει μάλλον μέσα στις δικές τους μη αναστοχαστικές και μη επεξεργασμένες εικασίες, παρά στην υποτιθέμενη «κομμουνιστική νοοτροπία των μαζών», την οποία αποκηρύσσουν τακτικά αυτοί οι διανοούμενοι.
Την κομμουνιστική νοοτροπία αυτών των διανοουμένων την επισήμανε και ένας άλλος σχολιαστής. Ο Ντανιέλ Σμίλοφ, πολιτικός επιστήμονας που υποστηρίζει καθιερωμένες απόψεις, καταλόγισε ευθέως στον μαρξισμό την επιμονή του όρου «δουλεία». Ωστόσο, όπως υποστηρίζει, γι' αυτό δεν ευθύνεται ο μαρξισμός [του Μαρξ] «ως θεωρία», αλλά τα «απομεινάρια στο ασυνείδητο» της μαρξιστικής μεταφορικής ιδέας περί βάσης-εποικοδομήματος, τα οποία έχουν οδηγήσει πολλούς ιστορικούς να χρησιμοποιούν τον ανακριβή όρο «δουλεία», ο οποίος αναφέρεται σε έναν τρόπο παραγωγής και όχι σε «πολιτική εξουσία» (π.χ. της «Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας»). 
Σχολιάζοντας την αντιπαράθεση περί τον Παΐσιο, ο Ντίτσεφ υποστηρίζει το εξής: Άν υποθέσουμε ότι αφαιρείται από την διδακτέα ύλη το μάθημα για τον Διαφωτισμό, αυτό δεν θα προκαλέσει αντιδράσεις από γονείς με εθνικιστικές απόψεις και από δασκάλους. Προσθέτει επίσης, ότι ο ίδιος προτιμά να βλέπει τους μαθητές να γνωρίζουν θέματα όπως π.χ. το [ευρωπαϊκό] ρεύμα του Ρομαντισμού, παρά όλα αυτά τα «εθνικά πράγματα». Αυτή ήταν και η άποψη του Κριστιάν Τάκοφ, καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου και κορυφαίου ακτιβιστή των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων του 2013. Η πρόταση του Τάκοφ που έγινε πιο γνωστή, επ' ευκαιρία της πολιτικής κρίσης στη Βουλγαρία μετά το 2013, ήταν να ιδιωτικοποιηθεί η Κρατική Εισαγγελία. Συνέδεσε την ιδέα για μια λιγότερο εθνικιστική εκπαίδευση με την επιθυμία να γνωρίσουν οι μαθητές και την κλασική ευρωπαϊκή λογοτεχνία, αντί να περιορίζονται στους τοπικούς Βουλγάρους κλασικούς συγγραφείς. 
[Οθωμανικός κόσμος χωρίς Αναγέννηση, με καθυστερημένο Διαφωτισμό: Δυτικο-κεντρικές προκαταλήψεις στα προγράμματα διδασκαλίας; ]
Αυτό που λησμονούν οι εκκλήσεις για περισσότερο εξευρωπαϊσμό, είναι ότι τα βουλγαρικά προγράμματα διδασκαλίας ήδη κλίνουν έντονα προς τα δυτικοευρωπαϊκά. Για παράδειγμα, οι μαθητές διδάσκονται μεν για τις «Μεγάλες Γεωγραφικές Ανακαλύψεις», αλλά σχεδόν τίποτε για τον ευρωπαϊκό αποικισμό όπως γίνεται αντιληπτός από τη σκοπιά των πρώην αποικιών. Επίσης αξίζει να προσεχτεί το απόσπασμα της υπουργικής εγκυκλίου που αναφέραμε προηγουμένως, για την υποτιθέμενη «ασυγχρονία» μεταξύ της Δύσης και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για μια καθαρά δυτικο-κεντρική προκατάληψη, που βλέπει εκείνη την Αυτοκρατορία ως ένα φυτώριο του «οπισθοδρομικού Ασιατικού δεσποτισμού». Ένα άρθρο ιστορικού στο περιοδικό νεολαίας klinklin.org, ομοίως υποστήριξε ότι είχαμε μια «καθυστερημένη» Αναγέννηση εξαιτίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λές και η «Αναγέννηση» εκφράζει κατά κάποιο τρόπο την αντικειμενική λογική της ιστορίας ως τέτοια και είναι κάτι το οποίο ώφειλε να περάσει κάθε έθνος, και όχι μια συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία της Ιταλίας. Αυτή ήταν η λογική που επικράτησε και στις συζητήσεις μετά  τις δολοφονίες στο Charlie Hebdo, στις οποίες κατηγορήθηκε άμεσα το Ισλάμ για τις επιθέσεις και οι λόγοι γι' αυτές αναζητήθηκαν στην υποτιθέμενη έλλειψη εκσυγχρονισμού του, κατά τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης.
Ως συμπέρασμα, αυτές οι συζητήσεις μπορούν να θεωρηθούν ως σύγκρουση μεταξύ δύο εθνικισμών: Ένας φιλελεύθερος, φιλοευρωπαϊκός και ελιτίστικος εθνικισμός θέλει να βάλει «ένα έθνος των καπιταλιστών» στη θέση του λαϊκού, «χαμηλού» εθνικισμού των «σκλάβων-προλετάριων», θεωρώντας ότι οι πολίτες εξακολουθούν να εμμένουν στην ανορθολογική προσήλωσή τους στην «δουλεία», την κληρονομημένη από τον κομμουνισμό, προκειμένου να απαλλαγούν από την ανάληψη της ευθύνης για τη ζωή τους.
Στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου θα συζητήσουμε την διαμάχη μεταξύ τής εθνικιστικής και της φιλελεύθερης πλευράς για ό,τι αφορά την προστασία και διατήρηση του δομημένου περιβάλλοντος και τον ρόλο του κομμουνισμού σ' αυτό το θέμα.
 [Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο μετά την Κρίση] 
Ζλάτκο Μπογιατζίεφ: Η πριγκίπισσα Ατέχ και οι Oνειροκυνηγοί
Η Ζάνα Τσόνεβα είναι μεταπτυχιακή ερευνήτρια στην κοινωνιολογία και κοινωνική ανθρωπολογία (Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης - Βουδαπέστη). Στο ερευνητικό αντικείμενό της περιλαμβάνονται οι κινητοποιήσεις δiαμαρτυρίας στη Βουλγαρία των τελευταίων χρόνων και η μελέτη των θεωριών περί λαικισμού, ιδεολογίας και κοινωνίας των πολιτών.


  
Ο Βούλγαρος πολιτικός επιστήμονας Ιβάν Κράστεφ στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
  
Οι ελίτ καταστρέφουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πως να καταπολεμηθεί η λογική της αποσύνθεσης;
  
Το παράδοξο της δημοκρατίας και η κρίση στην Ευρώπη



Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:  
   
Emma Dummett: Λε Κορμπυζιέ, «Ταξίδι στην Ανατολή» και στη Βουλγαρία: Βαλκανικές και ανώνυμες πηγές του αρχιτεκτονικού Μοντερνισμού

Τα url του θείου Ισιδώρα