Παρασκευή, Απριλίου 28, 2006

Η Eλλάδα θα αναβάλει την εφαρμογή της Οδηγίας Διατήρησης Δεδομένων

Η Οδηγία 2006/24/ΕΚ που καθιστά υποχρεωτική τη διατήρηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων για κάθε επικοινωνία μέσω σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας και κάθε επικοινωνίας μέσω Διαδικτύου, δημοσιεύθηκε στις 13.4.2006 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεκαέξι χώρες της ΕΕ, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα, έκαναν χρήση του δικαιώματός τους να αναβάλουν την εφαρμογή της Οδηγίας ως προς τη διατήρηση των δεδομένων που αφορά την πρόσβαση στο Ίντερνετ, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και την τηλεφωνία μέσω Ίντερνετ για 18 μήνες μετά τη θέση της σε εφαρμογή (3.5.2006).

Παρατηρούμε δηλαδή ότι αυτό το απαράδεκτο μέτρο που παραβιάζει τα δικαιώματα της ιδιωτικότητας, της ελευθερίας της έκφρασης, της προστασίας δεδομένων, της ιδιοκτησίας και του απορρήτου των επικοινωνιών, αποτυγχάνει ακόμη και σε επίπεδο εναρμόνισης των νομοθεσιών των κρατών μελών (άρθρο 95 ΣυνθΕΚ), ο οποίος υποτίθεται ότι είναι ο αρχικός στόχος του. Διαμορφώνεται μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων, ως προς τους παρόχους Ίντερνετ: αφενός αυτοί που δραστηριοποιούνται σε μία απο τις 16 χώρες που ανέβαλαν την εφαρμογή της Οδηγίας (οπότε για 18 μήνες δεν έχουν υποχρεώσεις διατήρησης δεδομένων) και στις υπόλοιπες χώρες στις οποίες απο τις 3.5.2006 πρέπει να κάνουν τεράστιες επενδύσεις ώστε να αποθηκεύουν όλα τα δεδομένα κίνησης των επικοινωνιών μέσω διαδικτύου.

Κι όλα αυτά, για να έχουν ανά πάσα στιγμή οι διωκτικές αρχές δυνατότητα πρόσβασης σε κάποιο τηλεφώνημα που έκανε κάποιος (όχι στο περιεχόμενο ομως, λες και μπορείς να βγαλεις άκρη μονο από τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας) που μπορεί να εμπλακεί στο μέλλον σε κάποια οργάνωση κλπ. Καταστρέφουμε την ούτως ή άλλως χαμηλής ανταγωνιστικότητας σε επίπεδο υπηρεσιών διαδικτύου ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, προκειμένου να παρακολουθούμε όλους τους πολίτες...

Πρώτα συμφωνούν οι 25 στο Συμβούλιο ΕΕ και μετά οι 16 βγάζουν απέξω την ουρά τους. Η απόλυτη υποβάθμιση της ΕΕ, ως το προπέτασμα καπνού όσον δεν τολμούν τα κράτη μέλη να επιβάλουν ευθέως...

Πέμπτη, Απριλίου 27, 2006

H συγκατάθεση ως προϋπόθεση χρήσης προσωπικών δεδομένων

Η έννοια της συγκατάθεσης, όπως διαπλάσθηκε από τα νομοθετικά συστήματα προστασίας δεδομένων, αποτελείται από προϋποθέσεις που εγγυώνται την πλήρη επίγνωση και άρα την πλήρη ελευθερία, βάσει της οποίας το άτομο προβαίνει στην συγκεκριμένη επιλογή. Οι εγγυήσεις επίγνωσης, ειδικότητας, πανηγυρικότητας που περιβάλλουν την συγκατάθεση εξασφαλίζουν για το άτομο ένα πραγματικό δικαίωμα επιλογής: η επεξεργασία των δεδομένων βασίζεται στην ελεύθερη βούλησή του και δεν είναι αποτέλεσμα άγνοιας ή πίεσης. Από την άλλη πλευρά, το σύστημα αυτό αφαιρεί από το υποκείμενο το δικαίωμα συνειδητής και επιθυμητής άγνοιας ή το «δικαίωμα» υπόκυψης σε πίεση.

Ορισμός συγκατάθεσης από το ελληνικό και το κοινοτικό δίκαιο:

«Κάθε δήλωση βούλησης, ελεύθερης, ρητής και εν πλήρει επίγνωση, με την οποία το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν»

(άρθρο 2, στ. η΄ Οδηγία 95/46/ΕΚ για την προστασία προσωπικών δεδομένων).

«Κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή, και εν πλήρει επιγνώσει, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για τον σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα.»

(άρθρο 2 στ. ια΄ Ν.2472/1997 για την προστασία προσωπικών δεδομένων).

«Κάθε ελεύθερη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει δήλωση βουλήσεως, με την οποία το υποκείμενο δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.»

(Άρθρο 2 στ η΄ Κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 για την προστασία προσωπικών δεδομένων).

Η συγκατάθεση που δεν δόθηκε κατόπιν πλήρους ενημέρωσης για την τύχη των προσωπικών δεδομένων ή που δόθηκε ενόψει της στέρησης ενός προνομίου δεν θεμελιώνει τη νομιμότητα της επεξεργασίας, ακόμη κι αν το ίδιο το υποκείμενο το επιθυμεί. Η νόμιμη συγκατάθεση δεν μπορεί επίσης να καταστήσει νόμιμη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων όταν με αυτή θίγεται κάποια από τις αρχές των ποιοτικών χαρακτηριστικών των δεδομένων (π.χ. συγκατάθεση για την επεξεργασία ανακριβούς δεδομένου), ακριβώς επειδή οι αρχές αυτές απηχούν αναγκαστικό δίκαιο, από τις οποίες η ιδιωτική βούληση δεν επιτρέπεται να παρεκκλίνει. Επιπρόσθετα, κατά το εσωτερικό δίκαιο, η συγκατάθεση, ακόμη κι αν δόθηκε σύμφωνα με τους όρους αυτούς δεν νομιμοποιεί την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, αν δεν είναι έγγραφη και αν δεν υπάρχει άδεια της Αρχής (άρθρο 7§2 στ. α΄ ν.2472/1997).


H συγκατάθεση ως νομιμοποιητικός λόγος της επεξεργασίας εντάσσεται στον σκληρό πυρήνα του δικαιώματος προστασίας δεδομένων, ενώ προβλέπεται και ρητά από το άρθρο 8§2 εδ. α΄ του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Άρθρο 8 Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

2. Η επεξεργασία αυτών των δεδομένων πρέπει να γίνεται νομίμως, για καθορισμένους σκοπούς και με βάση τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για άλλους θεμιτούς λόγους που προβλέπονται από τον νόμο. Κάθε πρόσωπο δικαιούται να έχει πρόσβαση στα συλλεγέντα δεδομένα που το αφορούν και να επιτυγχάνει τη διόρθωσή τους.

3. Ο σεβασμός των κανόνων αυτών υπόκειται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής.

Η λήψη συγκατάθεσης αποτελεί τον κανόνα-προϋπόθεση για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.

«Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του» (άρθρο 5§1 Ν.2472/1997).

Κατ’ εξαίρεση, η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων επιτρέπεται και για άλλους 5 λόγους:

  1. Όταν είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης στην οποία συμβαλλόμενο είναι το υποκείμενο.
  2. Όταν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση νομικής υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας.
  3. Όταν είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων, όταν δεν τελεί σε νομική ή φυσική αδυναμία να δώσει τη συγκατάθεσή του.
  4. Όταν είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημόσιου συμφέροντος.
  5. Όταν είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων του υποκειμένου και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες του

(άρθρο 5§2 Ν.2472/1997).

Αυτοί οι 5 νόμιμοι λόγοι που επιτρέπουν επίσης την συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων είναι οι μόνες περιπτώσεις σύννομης συμπεριφοράς, σύμφωνα με το ελληνικό και το ευρωπαϊκό δίκαιο. Ισχύουν και στα 25 κράτη μέλη της ΕΕ, έχουν αναγνωριστεί ως οι μόνοι έγκυροι από το Συμβούλιο της Ευρώπης (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία προσωπικών δεδομένων), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τις 25 ανεξάρτητες Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων των κρατών μελών.

Επειδή ορισμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ειδικά σε χώρες που δεν είχαν παράδοση στην προστασία προσωπικών δεδομένων πριν το 1995 που εκδόθηκε η σχετική Οδηγία, διαμαρτυρήθηκαν για περιορισμό της ελευθερίας της πληροφόρησης, λόγω του ειδικού καθεστώτος των προσωπικών πληροφοριών, η Οδηγία και οι Νόμοι Προστασίας Δεδομένων, περιλαμβάνουν ορισμένες προνομιακές ρυθμίσεις για το δημοσιογραφικό επάγγελμα:

  1. Δεν είναι υποχρεωτική η προηγούμενη ενημέρωση των υποκειμένων όταν η συλλογή και η επεξεργασία αφορά δημόσια πρόσωπα και γίνεται αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς.
  2. Επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η επεξεργασία ακόμη και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (υγεία, ερωτική ζωή, φυλετική καταγωγή, ποινικές καταδίκες, θρησκευτικές πεποιθήσεις), αλλά μόνο για δημόσια πρόσωπα, μόνο για λόγους ενημέρωσης του κοινού, εφόσον δεν θίγεται ο πυρήνας των ατομικών τους δικαιωμάτων.

Η αφαίρεση της υποχρέωσης ενημέρωσης δημόσιων προσώπων συνεπάγεται και αφαίρεση της υποχρέωσης λήψης συγκατάθεσης για την μετάδοση των δεδομένων τους (αφού η κατά νόμο συγκατάθεση προϋποθέτει ενημέρωση). Έτσι, όμως, πάμε στην εξαίρεση νο 5, κατά την οποία η επεξεργασία των δεδομένων δεν είναι απλώς αναγκαία αλλά «απολύτως αναγκαία» και το έννομο συμφέρον που επιδιώκουν τα μ.μ.ε. «υπερέχει προφανώς» των δικαιωμάτων των δημόσιων προσώπων. Κατ’ αντιδιαστολή, οτιδήποτε άλλο (π.χ. αν δεν είναι και τόσο "προφανές" ότι υπερέχει το έννομο συμφέρον πληροφόρησης του κοινού): απαγορεύεται.

Σχετική σύσταση για τις σταθμίσεις ανάμεσα σε προστασία προσωπικών δεδομένων και στην ελευθερία έκφρασης έχει εκδοθεί από την Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29 (την μόνιμη πλατφόρμα συνάντησης και γνωμοδότησης των ευρωπαϊκών Αρχών Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων) από το 1997 (επί προεδρίας P.Hustinx), που αναγνωρίζει τις επιτρεπτές αποκλίσεις υπέρ των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Recommendation 1/97, Data protection law and the media

Adopted by the Working Party on 25 February 1997

http://europa.eu.int/comm/justice_home/fsj/privacy/docs/wpdocs/1997/wp1_en.pdf

Στο έγγραφο αυτό διακηρύσσεται ξεκάθαρα ότι οι νόμοι προστασίας δεδομένων εφαρμόζονται στα μ.μ.ε., για τα οποία ισχύουν οι ειδικές εξαιρέσεις που κατοχυρώνουν. Η στάθμιση μάλιστα γίνεται σε διαρκή αντιπαραβολή προς το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), η οποία όπως παντού κατοχυρώνεται με την επιφύλαξη της προστασίας όλων των άλλων ατομικών δικαιωμάτων.

Τρίτη, Απριλίου 25, 2006

Δημοσίευση video από το πάρτι των bloggers

Παρακολουθήσαμε στο http://www.nylon.gr/index.php το θέμα της ανάρτησης ενός video το οποίο γυρίστηκε κατά τη διάρκεια του πάρτυ που διοργανώθηκε από bloggers με σκοπό να γνωριστούμε από κοντά και να διασκεδάσουμε. Όπως διαβάζουμε σε αυτό το blog που ανάρτησε τελικά το video, υπήρξαν ορισμένες αντιδράσεις από πρόσωπα που εικονίζονται στο video και δεν ήθελαν να αναρτηθεί αυτό στον internet (δικαίωμα αντίρρησης). Τα πρόσωπα αυτά χλευάστηκαν, καθυβρίστηκαν μάλιστα από κάποια άλλη blogger (“Στο διάλο με την ανωνυμία σας”, http://annasfe.blogspot.com/) και ο κάτοχος του video περιφρόνησε κάθε αντίρρηση, σταθμίζοντας ότι το δικαίωμά του να κάνει χρήση του υλικού που συνέλεξε είναι υπέρτερο του δικαιώματος των προσώπων να μην περιληφθούν στο υλικό αυτό.
Διάβασα μάλιστα σε κάποιο άλλο blog ότι το να μη θέλεις να αναρτηθεί ένα video σου σχετίζεται με την έλλειψη ωριμότητας της ελληνικής ιστολογόσφαιρας. Το κείμενο αυτό έχει διαγραφεί από το blog που ανέβηκε.


Πρόκειται για τη διαχείριση ενός συνόλου πληροφοριών. Διαχείριση για την οποία αναπτύσσονται πέραν της μία απόψεις και συνεπώς αναδύεται μία διαφορά. Τα θέματα που προκύπτουν είναι εξαιρετικά γοητευτικά και αξίζει να εξεταστούν από όλες τις πλευρές.

1. Το context της λήψης του video.


Οι παρακάτω πέντε παρατηρήσεις αναφέρονται στις συνθήκες εντός των οποίων έγινε η λήψη του video.

1.1. Ένα πάρτι στα όρια του ιδιωτικού και του δημόσιου.

Την κάμερα που συνέλεξε την πληροφορία έφερε ένας blogger ο οποίος πήρε μέρος σε ένα πάρτι. Το πάρτι αυτό, όπως γνωρίζουμε, είχε οργανωθεί από bloggers για bloggers, σε έναν χώρο που άνοιξε ειδικά για την περίσταση, με dj έναν γνωστό blogger, σε μία όχι και τόσο κεντρική γειτονιά της πόλης – σίγουρα όχι σε έναν δρόμο με πολλά μπαράκια.

Εύλογα μπορούσε να αναμένει κανείς ότι τα πρόσωπα που πήραν μέρος σε αυτό το πάρτι είναι bloggers ή έστω φίλοι προσκεκλημένοι κάποιου από τους bloggers. Αυτό έχει στο μυαλό του όποιος προσέρχεται σε αυτό το πάρτι, αναμένοντας ότι θα εκθέσει τον εαυτό του σε έναν δεδομένο βαθμό δημοσιότητας (ο κύκλος των 900 bloggers – το πολύ), αλλά αξιώνοντας ταυτόχρονα –εκ του αντιστρόφου- ένα επίπεδο ιδιωτικότητας. Το πάρτι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί κλειστό, αφού δεν υπήρχαν μέτρα ελέγχου της εισόδου και εν πάσει περιπτώσει έγινε σε έναν χώρο ελεύθερης προσέλευσης του κοινού, από την άλλη δεν μπορεί να θεωρηθεί και ανοιχτό, αφού το μόνο ενδιαφερόμενο κοινό που μπορεί να προσέλθει είναι το κοινό της μπλογκόσφαιρας.

Συνεπώς, η λήψη του video συντελέστηκε σε ένα χώρο που καλύπτεται από μία σφαίρα χαλαρής ιδιωτικότητας, μία ιδεατή ζώνη στην οποία παράγονται ορισμένες πληροφορίες, ορισμένες από τις οποίες επιτρέπεται να διαχυθούν περαιτέρω, ενώ ορισμένες όχι.

1.2.Πάντως: ένα πάρτι με πολύ κόσμο.

Σε κάθε πάρτι, όσο «κλειστό» ή «ανοικτό» κι αν είναι, περιμένει κανείς εύλογα ότι θα υπάρχουν φωτογραφικές μηχανές. Ακόμη και video κάμερες (βλ. κινητά τηλέφωνα). Προσερχόμενος μάλιστα σε ένα πάρτι που ξέρεις ότι θα υπάρχουν bloggers, δηλαδή άτομα εξοικειωμένα με την διαχείριση πληροφοριών, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος 100% για την περίπτωση ατόμων που θα συλλέγουν φωτογραφίες ή video.

Ακόμη κι αν η «κλειστότητα» του πάρτι διαμορφώνει μία σφαίρα χαλαρής ιδιωτικότητας, είναι εύλογο ότι το πάρτι θα σχολιαστεί την επόμενη μέρα, αφού συμμετέχει πολύς κόσμος σε αυτό και για τα σχόλια θα υπάρχει ενδιαφέρον ιδίως για τα πρόσωπα τα οποία δεν συμμετείχαν σε αυτό, παρόλο που ενδεχομένως να το επιθυμούσαν. Υπάρχει εύλογο ενδιαφέρον ΑΥΤΟΥ του κοινού (σίγουρα όχι του συνολικού κοινού του διαδικτύου) να λάβει γνώση των πληροφοριών που παρήχθησαν ή διαδόθηκαν μέσα στο πάρτι.

1.3. Η λήψη του video είναι ανοιχτή.

Το video φαίνεται ότι δεν έχει γυριστεί με κρυφή κάμερα. Αυτό σημαίνει ότι ο λήπτης ήταν ορατός από τα πρόσωπα τα οποία θα καταγράφονταν. Όχι απόλυτα, όμως: υπάρχουν εικόνες που είναι σαφές ότι ο βιντεοσκοπούμενος δεν έχει προσέξει την κάμερα. Αν την είχε προσέξει θα ήταν αλλιώς.

Επίσης, το γεγονός ότι η λήψη του video είναι ορατή δεν σημαίνει ότι ο βιντεοσκοπούμενος έχει πάντοτε τη δυνατότητα να εξαιρέσει τον εαυτό του από την εικόνα, αποφεύγοντας τον λήπτη. Ακόμη και για λόγους αβρότητας και ευγένειας, ενδεχομένως μερικοί να ντραπούν να ζητήσουν από τον λήπτη να αποφύγει να τους καταγράψει, παρόλο που τον έχουν μπροστά τους - παρόλο που είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους. Είμαστε bloggers, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι βρισκόμαστε ανά πάσα στιγμή σε θέση να μπορούμε να εκφραζόμαστε ανοιχτά, χωρίς περιστροφές: ταυτόχρονα είμαστε και άνθρωποι που συναντιόμαστε για πρώτη φορά στη ζωή μας. Επομένως, το γεγονός ότι ο λήπτης είναι ορατός δεν αφαιρεί τα χαρακτηριστικά ιδιωτικότητας που έχει προσλάβει το γεγονός. Αντιθέτως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί η εκδοχή ότι η ίδια η ορατότητά του εκβιάζει την ανοχή και τη σιωπηρή συναίνεση.
Τέλος, το γεγονός ότι βλέπουμε τον λήπτη δεν σημαίνει ότι τον γνωρίζουμε, όπως δεν γνωρίζουμε και σε τι χρήση της πληροφορίας θα προβεί. Άλλωστε, ούτε και ο ίδιος ενημερώνει για την χρήση την οποία προτίθεται να κάνει. Η χρήση αυτή δυνητικά εκτείνεται από την καταχώρηση σε προσωπικό αρχείο (ιδιωτική χρήση), την καταστροφή την επόμενη μέρα, την αποστολή προς συγκεκριμένους αποδέκτης (κάλυψη από το απόρρητο της επικοινωνίας), έως την δημοσίευση στο internet και τη μετάδοση από την τηλεόραση (απόλυτη δημοσιότητα).

1.4.Ορισμένοι ποζάρουν στον λήπτη.

Ανεξάρτητα από το αν τον γνωρίζουν ή όχι, εκείνη τη στιγμή που κάποιος ποζάρει στον λήπτη, αποδέχεται την καταγραφή από μία κάμερα, κάποιου που κατά πάσα πιθανότητα έχει ένα blog. Την ίδια στιγμή, η αποδοχή της καταγραφής γίνεται σε ένα χώρο χαλαρής ιδιωτικότητας, την οποία εύλογα ο καταγραφόμενος αναμένει ότι θα τηρηθεί: η πληροφορία που παράγεται σε αυτόν τον χώρο πρέπει να παραμείνει σε αυτόν τον χώρο, εκτός αν υπάρχει ένα αντίρροπο υπέρτερο συμφέρον που υπερέχει προφανώς από την απαίτησή του για ιδιωτικότητα.
Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι ο κάτοχος της κάμερας ενδεχομένως να είναι blogger, οδηγεί σε σκέψεις χρήσης αυτού του υλικού on-line. Το γεγονός όμως ότι αυτή η δημοσίευση, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να θεμελιώνεται σε ένα ειδικό υπέρτερο ενδιαφέρον -όχι και τόσο προφανές και αυτονόητο τη δεδομένη στιγμή- που υπερακοντίζει πέρα από κάθε αμφιβολία (δηλαδή: κατ’ εξαίρεση κι όχι κατά κανόνα) τις συνθήκες χαλαρής ιδιωτικότητας, οδηγεί αυτόν που ποζάρει στον εύλογο εφησυχασμό.

1.5.Ορισμένοι ζητούν επί τόπου την μη χρήση του υλικού.


Υπήρχε και η περίπτωση παρατήρησης επί τόπου. Πρόσωπα εντός του πάρτι, τα οποία ποζάρουν, ζήτησαν να μη γίνει χρήση του υλικού που συλλέχθηκε στο internet. Η συλλογή έχει ήδη δεσμευθεί από ρητή δήλωση των προσώπων που αφορούν τα δεδομένα.


2. Η χρήση του video ως δικαίωμα του λήπτη και το εύλογο ενδιαφέρον του κοινού για ενημέρωση.

Ο λήπτης του video έχει κάθε δικαίωμα να προβεί σε συλλογή πληροφοριών, να τις επεξεργαστεί και να τις διακινήσει ηλεκτρονικά. Εντάσσεται στο συνταγματικό του δικαίωμα για έκφραση, ενεργητική πληροφόρηση, συμμετοχή στην κοινωνία της πληροφορίας. Το κοινό επίσης έχει δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες που συλλέχθησαν: το video είναι το τεκμήριο ενός πολυδιαφημισμένου –στην μπλογκόσφαιρα- πάρτι και ορισμένοι δεν μπόρεσαν να έρθουν παρ’ όλο που θα το ήθελαν και επιθυμούν να πάρουν μια γεύση από την ατμόσφαιρα.
Τόσο ο λήπτης του video όσο και το ενδιαφερόμενο κοινό που κατεβάζει το video κάνουν χρήση της ελευθερίας που περιγράφεται στο άρθρο 5Α του Συντάγματος:

1. Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων.
2. Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α

Όπως προκύπτει βέβαια από την απλή ανάγνωση του άρθρου, τα δικαιώματα αυτά περιορίζονται από άλλα, αντίρροπα και ανταγωνιστικά προτάγματα του Συντάγματος. Ανάμεσα σε αυτά είναι η προστασία δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων και οι εγγυήσεις των άρθρων 9 (απαραβίαστο ιδιωτικής ζωής), 9Α (προστασία προσωπικών δεδομένων), 19 (απόρρητο επικοινωνίας). Το ίδιο το Σύνταγμα περιορίζει τα δικαιώματα διάδοσης της πληροφορίας, αφήνοντας έξω από το περιεχόμενο της νόμιμα διακινούμενης πληροφορίας κάθε στοιχείο που είναι απολύτως αναγκαίο, ώστε να προστατευθούν και αυτά τα αντίρροπα αγαθά.
Όπως προεκτέθηκε, το context λήψης του video προσδιορίζεται από μία σφαίρα χαλαρής ιδιωτικότητας: παρ’ όλο που αφορά τη δημόσια ζωή μας, η ελεγχόμενη δημοσιότητα που αναμένουμε προσερχόμενοι σε αυτό το πάρτι είναι εκείνη που προσδιορίζει το κριτήριο του αν θα παρεβρεθούμε και πως. Το προσδόκιμο ιδιωτικότητας είναι αυτό που επιδρά όχι μόνο στην συμπεριφορά μας, αλλά και στη συμπεριφορά του διαχειριστή της πληροφορίας (λήπτης) και το «εύλογο» του ενδιαφέροντος του κοινού. Αλλιώς θα συμπεριφερθώ όταν θα είμαι μόνος μου στην τουαλέτα του μπαρ, αλλιώς στην πίστα, αλλιώς σε μια γωνίτσα με ένα αγαπημένο πρόσωπο και με τον ίδιο τρόπο έχω αξίωση να συμπεριφέρεται και η κάμερα, αλλά και ανάλογο και αντίστοιχο να είναι το ενδιαφέρον του κοινού. Το κριτήριο για το σωστό ή το λάθος (για όλους) είναι η αρχή της αναλογικότητας που επιβάλλει την ενημέρωση με τη μικρότερη δυνατή προσβολή:

- Μπορείς να ενημερωθείς μόνο με κείμενο; Περιττεύει η ανάρτηση της αντίστοιχης φωτογραφίας.
- Μπορείς να ενημερωθείς μόνο με φωτογραφία; Περιττεύει η ανάρτηση του βίντεο.
- Μπορείς να ενημερωθείς μόνο με ήχο; Περιττεύει η ανάρτηση της εικόνας του βίντεο.
- Μπορείς να ενημερωθείς μόνο με εικόνα; Περιττεύει η ανάρτηση του ήχου του βίντεο.
- Μπορείς να ενημερωθείς με 2-3 λεπτά υλικού; Περιττεύει η ανάρτηση των τυχόν 2-3 ωρών που έχουν συλλεχθεί.

Κι όταν λέμε «περιττεύει», εννοούμε ότι, στο μέτρο που υπάρχουν και προσωπικά δεδομένα μέσα σε αυτό το υλικό, ό,τι ξεπερνάει το «απολύτως αναγκαίο» για την ενημέρωση πρέπει να γίνεται μόνο με τη συγκατάθεση του προσώπου που αφορά το υλικό. Κάθε χρήση περαιτέρω υλικού, χωρίς συγκατάθεση, όχι μόνο συνιστά παραβίαση δικαιωμάτων –και μάλιστα συνταγματικών- αλλά αποτελεί και σοβαρή περιφρόνηση μιας πολιτισμικής κατάκτησης: της ευχέρειας του καθένα μας να συμπροσδιορίζει ποιες πληροφορίες για το άτομό του θα αποσπασθούν από τον ίδιο και το άμεσο περιβάλλον του (ακεραιότητα της πληροφορίας) και θα περάσουν αποκομμένες (με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την εγκυρότητά τους) σε άλλο context, τον έλεγχο του οποίου δεν έχει ο ίδιος. Με λίγα λόγια, περιφρόνηση του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού, καταστρατήγηση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης. Μην ξεχνάμε ότι όποιος δεν γνωρίζει και δεν είναι σε θέση να συμπροσδιορίζει ποιες πληροφορίες που τον αφορούν είναι γνωστές στον κοινωνικό περίγυρο, είναι δυνατόν να περιορίζεται σημαντικά στην ελευθερία του να προγραμματίζει και να αποφασίζει αυτόνομα…

3. Η φύση των πληροφοριών που περιέχει το video ως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Είναι όμως προσωπικά δεδομένα οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτό το video; Πως είναι δυνατόν ένα δημόσιο γεγονός (έστω και χαλαρής ιδιωτικότητας) να καλύπτεται από δικαιώματα που έχουν σχέση με τα προσωπικά δεδομένα;

Ας δούμε τον ορισμό που δίνει ο ίδιος ο νόμος:

Προσωπικά δεδομένα: κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε εξατομικευμένο πρόσωπο, δηλαδή άτομο που μπορεί να προσδιοριστεί άμεσα ή έμμεσα με βάση τα στοιχεία της ταυτότητάς του ή βάσει ενός ή περισσότερων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτική ή κοινωνική

(άρθρο 2 στ. α΄ και γ΄ Ν.2472/1997).

Μέσα σε αυτό το video που αναρτήθηκε υπάρχουν απεικονίσεις προσώπων των οποίων η ταυτότητα μπορεί να προσδιοριστεί άμεσα, λόγω της εμφάνισής τους. Άρα «κάθε πληροφορία» που αναφέρεται σε αυτούς, όχι μόνο δηλαδή τα πρόσωπά τους, αλλά και το γεγονός ότι πήγαν σε αυτό το πάρτι και όλα όσα εικονίζονται να πράττουν σε αυτό το πάρτι, εντάσσονται στην έννοια της προστασίας προσωπικών δεδομένων.

Αυτό δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται η χρήση προσωπικών δεδομένων. Προσωπικά δεδομένα δεν σημαίνει απόρρητα, σημαίνει πληροφορία που αναφέρεται σε προσδιορίσιμο φυσικό πρόσωπο. Δεν σημαίνει καν «ευαίσθητα» ή «ιδιωτικά» δεδομένα (αυτά είναι τα σχετιζόμενα με την υγεία, την ερωτική ζωή, τις πεποιθήσεις κλπ και κατ’ αρχήν απαγορεύεται η συλλογή τους). Λόγω της ανθρωποπαγούς φύσης της πληροφορίας αυτής όμως, και των συνεπειών που μπορούν να επέλθουν στο πρόσωπο από την χρήση της, η πληροφορία αυτή υπόκειται σε ειδικό καθεστώς και πρέπει να τηρούνται ειδικοί όροι για την συλλογή και τη διαχείρισή της.
Οι όροι αυτοί που έχουν αναπτυχθεί στο δίκαιο της προστασίας προσωπικών δεδομένων περιλαμβάνουν το ουσιαστικό περιεχόμενο της αυτοδιάθεσης των πληροφορίών. Συνιστούν έμπρακτη εφαρμογή των ίδιων πολιτισμικών κατακτήσεων που προεκτέθηκαν παραπάνω. Κάθε υποτίμηση αυτών των αξιών, αποκαλύπτει άγνοια βασικών συνιστωσών του επιπέδου ανοχής και σεβασμού που πρέπει να επιδικνύεται σε κάθε πληροφοριακή συμβίωση. Αποτελεί περιφρόνηση θεμελιωδών αξιών της κοινωνίας μας.

4. Οι υποχρεώσεις του κατόχου των πληροφοριών.

Όποιος συλλέγει προσωπικά δεδομένα («υπεύθυνος επεξεργασίας») πρέπει πρώτ’ απ’όλα, κατά το στάδιο της συλλογής, και πριν την μετάδοσή τους, να ενημερώνει το πρόσωπο που αφορούν τα δεδομένα («υποκείμενο των δεδομένων») για:
· την ταυτότητά του.
· τον σκοπό της επεξεργασίας.
· του αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων.
· την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης

(άρθρο 11 Ν.2472/1997)
Η μόνη εξαίρεση από την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης γίνεται όταν γίνεται αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς και μόνο εφόσον αφορά δημόσια πρόσωπα (σ.σ. κατά τον ίδιο νόμο, στο σημείο αυτό δημόσια πρόσωπα είναι όσα συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας ή διαχειρίζονται συμφέροντα τρίτων – όχι δηλαδή γενικά οι «επώνυμοι», ούτε τα πρόσωπα σχετικής δημοσιότητας).

Δηλαδή εφόσον η συλλογή δεν αφορά δημόσια πρόσωπα ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούνται και για δημοσιογραφικούς ακόμη σκοπούς να ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων

Περαιτέρω, η συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων πρέπει να γίνεται σε κάθε περίπτωση μόνο για έναν από τους 6 νόμιμους λόγους που επιτρέπονται:

Α. Κατ’ αρχήν η συγκατάθεση. Κανόνας είναι ότι πρέπει να υπάρχει συγκατάθεση για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Η συγκατάθεση αποτελεί θετική εκδήλωση του δικαιώματος του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού και το να ζητάται πριν από κάθε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων αποτελεί στοιχείο πολιτισμού: η πληροφορία δεν "ανήκει" σε κάποιον μόνο και μόνο επειδή τη βρήκε διαθέσιμη. Πρέπει να ρωτάει και αν μπορεί να την χρησιμοποιεί.

Β. Υπάρχουν κι άλλοι λόγοι, όπως η προστασία του ζωτικού συμφέροντος του προσώπου, όταν δεν μπορεί να δώσει τη συγκατάθεσή του. Όπως λόγοι δημοσίου συμφέροντος, για να μην παρεμποδίζεται η λειτουργία του κράτους. Τέλος, υπάρχει ως λόγος επεξεργασίας η προφανής υπεροχή ενός αντίθετου έννομου συμφέροντος του υπεύθυνου επεξεργασίας ή τρίτου, το οποίο μπορεί να εκτοπίζει τα δικαιώματα του υποκειμένου. Παραδοσιακά ένα τέτοιο έννομο συμφέρον είναι η ελευθερία της έκφρασης και ενεργητικής πληροφόρησης (media) και η ελευθερία λήψης πληροφορίας (κοινό). Εδώ η στάθμιση πρέπει να γίνεται με πολύ προσοχή, ώστε τα δικαιώματα να μην βρίσκονται σε σχέση έντασης. Κριτήρια στάθμισης είναι τα εξής:

1. Μήπως το κοινό μπορεί να ενημερωθεί χωρίς χρήση προσωπικών δεδομένων; Αν ναι, δεν επιτρέπεται η χρήση των δεδομένων αυτών (αρχή της αναλογικότητας).

2. Μήπως το κοινό μπορεί να ενημερωθεί και με τη χρήση λιγότερων προσωπικών δεδομένων (αντί για βίντεο: ήχος, αντί για ήχο: κείμενο κλπ). Αν ναι, για το επιπλέον πρέπει να ζητηθεί η συγκατάθεση των ίδιων των υποκειμένων των δεδομένων.

-Στη συγκεκριμένη περίπτωση με το video , η αλήθεια είναι ότι κατ’ αρχήν για το πάρτι εκείνο έγραψαν όλοι σχεδόν οι bloggers που παραστάθηκαν. Οπότε, το εύλογο ενδιαφέρον του κοινού ικανοποιήθηκε εν μέρει με τα κείμενα αυτά.

-Για το υπόλοιπο ποσοστό του εύλογου ενδιαφέροντος που δεν ικανοποιήθηκε, επιστρατεύεται η εικόνα. Η μεταφορά της «ατμόσφαιρας του πάρτι» δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη τη δημοσίευση αναγνωρίσιμων προσώπων. Στο μέτρο μάλιστα που επήλθε επεξεργασία με μοντάζ, θα ήταν πολύ εύκολο για τον κάτοχο του video να ελαχιστοποιήσει ή και να εξαλείψει τα πλάνα σε πρόσωπα που καθιστούν προσδιορίσιμα τα άτομα που συμμετέχουν στο πάρτι.

-Αν υποθέσουμε ότι και πάλι το εύλογο ενδιαφέρον του κοινού δεν έχει ικανοποιηθεί και αν υποθέσουμε ότι η είδηση είναι τα ίδια τα πρόσωπα των bloggers, φτάνουμε σε γκρίζα ζώνη δικαιωμάτων: το δικαίωμα του κοινού δεν υπερέχει «προφανώς» των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των προσώπων που εικονίζονται στο video. Τα πρόσωπα αυτά, προκειμένου να περιληφθούν στο video που θα αναρτηθεί στο ίντερνετ, πρέπει να ερωτηθούν και να ληφθεί η ρητή, ειδική και κατηγορηματική (και ανά πάσα στιγμή ελεύθερα ανακλητή, λέει ο νόμος) συγκατάθεσή τους με την οποία αποδέχονται τα προσωπικά τους δεδομένα να μεταδοθούν στο internet.

Τέλος, εφόσον προτίθεται ο υπεύθυνος να διατηρήσει το υλικό, πρέπει να γνωστοποιήσει τη σύσταση αρχείου στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 6.

5. Τα δικαιώματα των προσώπων που περιλαμβάνονται στην καταγραφή.

Τα πρόσωπα που περιλήφθηκαν στο video και είναι προσδιορίσιμα, έχουν δικαίωμα αντίρρησης στην ανάρτηση αυτών των εικόνων.
Συγκεκριμένα, έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από τον υπεύθυνο να κατεβάσει τα τμήματα του video που περιέχουν καταγραφές του προσώπου τους, να τα διαγράψει από κάθε αρχείο στο οποίο τα έχει διασώσει, να μην τα ξαναχρησιμοποιήσει. Και μάλιστα, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστούν κανέναν απολύτως λόγο για τον οποίον επιθυμούν να ασκήσουν αυτό το δικαίωμά τους. (Τα ατομικά δικαιώματα είναι αυτοσκοποί: η άσκησή τους έχει σκοπό μόνο την άσκησή τους, όχι την επίτευξη κάποιου άλλου στόχου. Αυτή είναι και η έννοια της τοποθέτησής τους στο Σύνταγμα, δηλαδή στην κορυφή της κανονιστικής πυραμίδας: δεν υπάρχει κάτι άλλο πιο πάνω, μόνο αυτό.)

Ας δούμε τι πρέπει να πράξει ο υπεύθυνος όταν λάβει την αίτηση διαγραφής (άρθρο 13§1 Ν.2472/1997):

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει την υποχρέωση να απαντήσει εγγράφως επί των αντιρρήσεων μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. Στην απάντησή του οφείλει να ενημερώσει το υποκείμενο για τις ενέργειες στις οποίες προέβη ή, ενδεχομένως, για τους λόγους που δεν ικανοποίησε το αίτημα. Η απάντηση σε περίπτωση απόρριψης των αντιρρήσεων πρέπει να κοινοποιείται και στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.


Σύμφωνα με τον ίδιο Νόμο, αν ο υπεύθυνος δεν απαντήσει εμπρόθεσμα ή ικανοποιητικά, το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή και να ζητήσει την εξέταση των αντιρρήσεών του.

Η Αρχή μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις, όπως: προειδοποίηση με αποκλειστική προθεσμία για άρση της παράβασης, πρόστιμο (900 ευρώ-150.000 ευρώ), καταστροφή των σχετικών δεδομένων (άρθρο 21).

Τέλος, ένα ακόμη δικαίωμα είναι η απαίτηση αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης. Σύμφωνα με το άρθρο 23§2 του Ν.2472/1997, η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του νόμου ορίζεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των 6.000 ευρώ, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια.


6. Υπάρχει κουλτούρα σεβασμού των δικαιωμάτων των άλλων στην ελληνική μπλογκόσφαιρα;

Όλη η συζήτηση ξεφεύγει φυσικά από το επίπεδο των δικαιωμάτων ή και της ίδιας ακόμη της δεοντολογίας (για την οποία πολλές φορές έχω μιλήσει από αυτό το βήμα και βλέπετε τώρα τα χάλια μας, όσοι ήσασταν αρνητικοί) και εκτείνεται τελικά στην διαμόρφωση μιας κουλτούρας του κυβερνοχώρου.

Ας θυμηθούμε πρωτ’ απ’ όλα ότι εδώ δεν μιλάμε για hackers ή για μη mainstream καταστάσεις που θα μπορούσαν μέσα στο μεταμοντερνισμό του διαδικτύου να δικαιολογήσουν και συμπεριφορές «παραβατικές» ή απλώς μη πολιτικά ορθές. Εδώ μιλάμε για μια διαδικασία που χαίρει καθολικής αποδοχής, νομιμοποίησης, ευσήμων και λοιπά. Αυτός που ανέβασε το video το κάνει για να του πουν μπράβο, όχι για να θίξει, να πειράξει, να αποκαλύψει, να σατιρίσει κάποια πρόσωπα ή καταστάσεις. Συνεπώς, μιλάμε για το πώς αντιλαμβανόμαστε το mainstream ως μπλογκόσφαιρα σήμερα.

Όταν μιλάμε για δικαιώματα στην μπλογκόσφαιρα, το πρώτο απ’ όλα είναι το δικαίωμα στην ψευδωνυμία (δεν λέω στην ανωνυμία, γιατί εκεί περνάμε σε μία άλλη κατηγορία). Ακόμη και στις ΗΠΑ με τη γνωστή παράδοση σε θέματα ελευθερίας λόγου, με την γνωστή απουσία νομοθεσίας για προστασία προσωπικών δεδομένων, έχει επισημανθεί από τα δικαστήρια (και σε ανώτατο επίπεδο) ότι το δικαίωμα του blogger στο να μην αποκαλυφθεί το όνομά του είναι ουσιώδες στοιχείο της ελευθερίας της έκφρασης και της ζωντάνιας που προϋποθέτει ένας ενεργητικός ιντερνετικός διάλογος (Δείτε εδώ την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Delaware http://elawyer.blogspot.com/2005/10/bloggers.html). Μαζί έρχεται η προστασία της εμπιστευτικότητας των επιστολών - δηλαδή το στοιχειώδες ότι δεν πρέπει να αποκαλύπτουμε την πληροφορία που μεταδόθηκε ατομικά μόνο σε μας από κάποιον άλλο, ο οποίος έχει την ΑΥΤΟΝΟΗΤΗ αξίωση να μην σπάσουμε τη σφαίρα απορρήτου που διαμορφώνεται . Μαζί και η προστασία κάθε πληροφορίας που αναφέρεται σε πρόσωπο προσδιορίσιμο, η οποία επιτρέπεται να αναπαράγεται μόνο βάσει συγκατάθεσης και μόνο κατ’ εξαίρεση για άλλους νόμιμους λόγους. Παράδοση 35 ετών στην ευρωπαϊκή ήπειρο και πρωτοπορία παγκοσμίως – σε εμάς μερικοί επιμένουν να αδυνατούν να κατανοήσουν την επαύξηση των συνταγματικών ελευθεριών που επέρχεται με την καθιέρωση της προστασίας προσωπικών δεδομένων.

Το corpus αυτό δεν είναι ένα νομικίστικο κατασκεύασμα όπως ενδεχομένως ακόμη μερικοί θεωρείτε. Έχει δουλευτεί επί δεκαετίες στην πράξη, πολύ πριν το δίκτυο ενσωματώσει σε ενιαίες εφαρμογές έννοιες όπως επικοινωνία, ψευδωνυμία, αμεσότητα επεξεργασίας πληροφοριών, διάδραση, εξαγωγή πληροφοριών από το περιβάλλον παραγωγής τους, εύλογο ενδιαφέρον για ενημέρωση.
Οι κανόνες αυτοί έχουν εγγραφεί πλέον ως minimum αποδεκτότητας της επικοινωνιακής λειτουργίας μιας κοινωνίας και αποτελούν ένα κεκτημένο που προσδιορίζει την «ωριμότητα» -που τόσο βάναυσα διαστρεβλώθηκε ως κριτήριο- και τη διαχωρίζει από την ωμότητα της αρένας των λιονταριών που οδηγεί, τηρουμένων των αναλογιών, η άλλη οπτική σε αυτά τα θέματα. Ο αντίποδας στο σεβασμό αυτών των δικαιωμάτων είναι το διαδικτυακό και πληροφοριακό Κολοσσαίο, η Κοινωνία της Πληροφορίας ως κοινωνία της αρένας.

Κι επειδή κάτι ειπώθηκε για «υπερβολική ευαισθησία σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα», θα κλείσω λέγοντας ότι στα θεμελιώδη δικαιώματα δεν υπάρχει «υπερβολική» ή «κανονική» ευαισθησία. Υπάρχει μόνο σεβασμός ή παραβίαση.

Πέμπτη, Απριλίου 20, 2006

Η δράση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων κατά το 2005

Δημοσιεύθηκε χτες η Ετήσια Έκθεση 2005 για τις δραστηριότητες του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

http://www.edps.eu.int/publications/annual_report_en.htm

Ο κ. Peter Hustinx είναι η ανεξάρτητη αρχή για την προστασία των πολιτών από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων την οποία διενεργούν τα όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωβουλή, το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής και οι περίπου 15 αποκεντρωμένες υπηρεσίες της Κοινότητας σε όλη την Ευρώπη).

Από τα γραφεία του στις Βρυξέλλες, στα οποία εργάζονται νομικοί από πολλές χώρες της ΕΕ (δεν λείπει και η ελληνική παρουσία) ο κ. Hustinx ασκεί την απαραίτητη εποπτεία που απαιτείται προκειμένου τα όργανα αυτά να μην παραβιάζουν τους κανόνες προστασίας προσωπικών δεδομένων. Απευθύνει συστάσεις, ενεργεί ελέγχους στα αρχεία τους και , όταν χρειαστεί έχει την αρμοδιότητα να απαγορεύσει επεξεργασίες προσωπικών δεδομένων, καταγγέλλοντας παράνομες πράξεις στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Μία από αυτές τις περιπτώσεις ήταν η γνωστή υπόθεση για την διαβίβαση προσωπικών δεδομένων επιβατών πτήσεων από Ευρώπη προς ΗΠΑ, στην οποία ο Επόπτης άσκησε παρέμβαση στο Δικαστήριο υπέρ των δικαιωμάτων των πολιτών (η απόφαση αναμένεται).

Ο Επόπτης σε μια εκτενή γνωμοδότησή του ήταν αρνητικός για την θέσπιση της Οδηγίας για την διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. Επίσης παρακολουθεί όλες τις τεχνολογικές εξελίξεις που έχουν επιπτώσεις στην προστασία της ιδιωτικότητας, προσανατολιζόμενος πάντα στην υπόδειξη λύσεων ώστε να μην παρεμποδίζεται αφενός η τεχνολογική εξέλιξη, αλλά αφετέρου να προστατεύονται κατά το δυνατόν τα ατομικά δικαιώματα.

Σε αυτήν την Ετήσια Έκθεση (θα ακολουθήσει η έκδοσή της και στα ελληνικά, στο site που παραπέμπω) παρουσιάζεται αναλυτικά η δράση του για το έτος 2005, την δεύτερη επιχειρησιακή χρονιά του Επόπτη.

Σημειώνεται ότι ο κ. Hustinx ήταν από τη δεκαετία του 1970 εμπειρογνώμονας του Συμβουλίου της Ευρώπης (του θεσμού από τον οποίο προέρχεται η πρώτη σχετική Ευρωπαϊκή Σύμβαση) σε θέματα προστασίας προσωπικών δεδομένων, διετέλεσε επί 15 έτη πρόεδρος της Ολλανδικής Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και προεδρεύων της Ομάδας Εργασίας για την προστασία προσωπικών δεδομένων (άρθρο 29 Οδηγίας 95/46) που αποτελεί την πλατφόρμα συνάντησης όλων των Αρχών Δεδομένων των κρατών μελών της ΕΕ.

Τρίτη, Απριλίου 04, 2006

Συνταγματικές αστοχίες από τον Καθηγητή κ. Μανιτάκη

Ο καθηγητής Μανιτάκης είναι αντίθετος στην ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου με την επικείμενη αναθεώρηση.

http://www.enet.gr/online/online_text/c=110,id=55548568

Είναι κάθε δικαίωμά του και μπορεί να υποστηρίζει ό,τι θέλει. Όταν όμως χρησιμοποιεί συνταγματολογικά επιχειρήματα για να θεμελιώσει την υποτιθέμενη απαγόρευση , δηλαδή την αντισυνταγματικότητα της ίδρυσης, πρέπει να έχει υπόψη του ότι εκτίθεται στην δημόσια κριτική. Γεγονός που μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα επαχθές λόγω της ιδιότητάς του ως καθηγητής, όχι τόσο για τον ίδιο, όσο για την εικόνα που αποκτά η κοινή γνώμη για την επιστήμη του συνταγματικού δικαίου.

Ο Μανιτάκης προσπαθεί να υποστηρίξει ότι η ανάθεση του ελέγχου της συνταγματικότητας σε ένα κεντρικό δικαστικό όργανο μέσα από μία αναθεώρηση του συντάγματος δεν είναι επιτρεπτή. Κι αυτό διότι (δική του διατύπωση, σύμφωνα με το άρθρο που παραπέμπεται εδώ) “προσκρούει και αντίκειται στη δικαιοδοτική μορφή του πολιτεύματος, δηλαδή σε θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος και άρα είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτη”. Αναφέρει επίσης ότι η ίδρυση ΣΔ προσκρούει στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26).

Ο Καθηγητής παραπέμπει εμμέσως στο άρθρο 110§1 του Συντάγματος, περί μη αναθεωρήσιμων διατάξεων. Με το άρθρο αυτό πράγματι απαγορεύεται η αναθεώρηση των διατάξεων “που καθορίζουν τη βάση και την μορφή του Πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας”. Αυτό είναι το γενικό τμήμα της απαγόρευσης, όπου χωρίς να απαριθμούνται συγκεκριμένα άρθρα του συντάγματος, το ίδιο το Σύνταγμα “κλειδώνει” την αναθεώρηση των δομικών συστατικών του πολιτεύματος.

[Υπενθυμίζεται εδώ ότι αυτό δεν εμπόδισε τον αναθεωρητικό νομοθέτη να εκτοπίσει τη διάταξη κατά την οποία ο Πρόεδρος της δημοκρατίας κυρώνει τους νόμους του κράτους, ότι μπορεί να διαλύσει τη Βουλή όταν αυτή βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα και ότι μπορεί να προκηρύξει δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα. Επίσης καταργήθηκε το "Συμβούλιο της Δημοκρατίας", ένα όργανο που αποτελείτο από τους ηγέτες κυβέρνησης, αντιπολίτευσης και διατελέσαντες προέδρους και πρωθυπουργούς το οποίο θα επικουρούσε τον ΠτΔ στις αρμοδιότητές του. Αυτές οι διατάξεις θεωρήθηκε ότι δεν καθορίζουν την βάση και την μορφή του πολιτεύματος, σύμφωνα με τον αναθεωρητικό νομοθέτη του 1986. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι επιστημονιά ορθό, υπάρχει ήδη ένα "δεδικασμένο" που επιτρέπει την πολύ στενή προσέγγιση της έννοιας "διατάξεις που καθορίζουν την βάση και την μορφή του πολιτεύματος". Γι' αυτό παλαιότερα είχα υποστηρίξει ότι και η άμεση εκλογή του ΠτΔ δεν θα επηρεάσει την μορφή του πολιτεύματος ως προεδρευόμενης δημοκρατίας, αφού χωρίς αναθεώρηση των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ δεν υπάρχει μετάβαση σε "προεδρικό" ή "ήμι-προεδρικό" σύστημα.]


Στο επόμενο εδάφιο, το 110 αναφέρει και συγκεκριμένα άρθρα που δεν πρέπει να αναθεωρηθούν: 2§1 (σεβασμος και προστασία της ανθρώπινης αξίας), 4§1,4,7 (ισότητα), 5§1 και 3 (προστασία της ελεύθερης ανάπτυξης προσωπικότητας), 13§1 (ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης) και 26 (διάκριση των λετουργιών). Αυτά είναι όλα κι όλα που ΔΕΝ επιτρέπεται να αναθεωρηθούν.

Παρ' όλ' αυτά, ο καθηγητής Μανιτάκης λέει ότι δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα η ίδρυση ΣΔ.
  • Ο καθηγητής λέει ότι η ίδρυση ΣΔ προσκρούει στη δικαιοδοτική μορφη του πολιτεύματος και γι’ αυτό το λόγο δεν επιτρέπεται (προφανώς λόγω 110§1). Όμως το άρθρο 110§1 δεν αναφέρεται σε καμία “δικαιοδοτική μορφή του πολιτεύματος” (νεολογισμός), αλλά στις δομικές του πολιτεύματος διατάξεις, ως προς τη ΜΟΡΦΗ του, ως προς δηλ. το χαρακτήρα του ως: 1. Προεδρευόμενη, 2. Κοινοβουλευτική, 3. Δημοκρατία. Η μορφή και η δομή αυτή δεν επηρεάζεται από το αν ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι διάχυτος ή κεντρικός.
  • Ο καθηγητής λέει ότι η ίδρυση ΣΔ προσκρούει σε “θεμελιώδεις διατάξεις του συντάγματος”. Μα κάθε διάταξη του συντάγματος είναι εξ ορισμού θεμελιώδης, λόγω της φύσης του Συντάγματος ως lex fundamentalis (το γερμανικό σύνταγμα λέγεται "Θεμελιώδης Νόμος"). Κάθε διάταξή του είναι ένα αυτοσκοπός της πολιτείας . Εφόσον η αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων επιτρέπεται, το “θεμελιώδες” ή μη του χαρακτήρα τους δεν μπορεί να συνδεθεί με απαγορευτικά επιχειρήματα, εκτός αν μιλάμε για τις κατηγορίες του άρθρου 110§1.
  • Ο καθηγητής λέει ότι η ίδρυση ΣΔ προσκρούει στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Μα η αρχή αυτή, ως προς τη δικαιοσύνη που μας αφορά εδώ, αναφέρει ότι η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια. Το αν ο έλεγχος της συνταγματικότητας από αυτά είναι εμπίπτων ή διάχυτος δεν σημαίνει ότι θα μετατεθεί η δικαστική λειτουργία στις άλλες δύο λειτουργίες. Ούτε αναφέρει το σύνταγμα ότι τα μόνα όργανα που μπορούν να ελέγχουν την συνταγματικότητα είναι τα δικαστήρια: το κάνει και η Βουλή για τα interna corporis της (βλ. ψήφος Αλευρά και χρόνοι παραγραφής των υπουργικών αδικημάτων), το κάνει ο Πρόεδρος της Δημορατίας εκδίδοντας τους νόμους. Και εν πάσει περιπτώσει, ως προς αυτό το θέμα η προηγούμενη αναθεώρηση ήταν πολύ πιο δραστική, εισάγοντας και τον θεσμό των ανεξάρτητων αρχών στο Σύνταγμα, οι οποίες επίσης προβαίνουν σε έλεγχο συνταγματικότητας, χωρίς να “πάθει” τίποτα το άρθρο 26, το οποίο πλέον ερμηνεύεται κάπως πιο λειτουργικά και με την ευρύτητα που επιβάλλει ένα μη φορμαλιστικό κράτος δικαίου [βλ. επ' αυτού Βιδάλη "Τυπική ή ουσιαστική διάκριση των λειτουργιών; Το θεμέλιο των ανεξάρτητων αρχών στο Σύνταγμα",http://tosyntagma.ant-sakkoulas.gr/theoria/item.php?id=936) .
Εντυπωσιάζει επίσης, πως ο Καθηγητής ξεπερνά ότι ήδη οι συγκρούσεις ανάμεσα σε ανώτατα δικαστήρια ως προς τη συνταγματικότητα λύνονται (εδώ και 30 χρόνια) από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (περίπτωση κεντρικού και τελικού ελέγχου συνταγματικότητας) και ότι τα τμήματα των Ανώτατων Δικαστηρίων έχουν την υποχρέωση να παραπέμπουν ζητήματα συνταγματικότητας στις Ολομέλειες (το οποίο θεσπίστηκε με την προηγούμενη αναθεώρηση, το 2001). Εκεί πως και δεν υπήρχε θέμα “διάκρισης λειτουργιών” κλπ, όταν ο Ειρηνοδίκης, ο Πρωτοδίκης και ο Εφέτης μπορούν να ελέγχουν συνταγματικότητα, αλλά ο Σύμβουλος της Επικρατείας, ο Αρεοπαγίτης και ο Σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ΔΕΝ μπορούν (σε ένα σύστημα διάχυτου ελέγχου) και οφείλουν να παραπέμψουν το θέμα στην Ολομέλεια;
Πως και δεν μας λέτε κ. Καθηγητά ότι πρέπει να επανέλθουμε στο καθεστώς προ του 2001, αφού είστε τόσο υπέρ του διάχυτου;

Υποσημείωση: ο κ. Μανιτάκης εκδήλωσε την αντίθεσή του στην κυβερνητική εξαγγελία 2 βδομάδες μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της επιτροπής σοφών για το απόρρητο, στην οποία συμμετείχε ύστερα από πρόσκληση του πρωθυπουργού. Να τα είπε άραγε και στον ίδιο τον πρωθυπουργό; Και αν ναι, γιατί άργησε τόσο πολύ να τα πει και στην Ελευθεροτυπία; Η συζήτηση έχει ανοίξει εδώ και μήνες...

Πείτε ό,τι θέλετε, λοιπόν, αγαπητοί κ. Καθηγητές στις εφημερίδες, αλλά μην νομίζετε ότι το Σύνταγμα είναι ένα σκονισμένο φυλλαδιάκι στις βιβλιοθήκες μας. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο σιχαμένο από το να χρησιμοποιείται η επιστημονική αυθεντία ως μέσο πολιτικης χειραγώγησης της κοινής γνώμης.

Επίσης: θαυμάσια ευκαιρία αυτή η περίοδος για εκδήλωση υποψηφιοτήτων στις θέσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Αναμένουμε τη σχετική αρθρογραφία από άλλους συνταγματολόγους.

Σάββατο, Απριλίου 01, 2006

Μετρήσεις επισκεψιμότητας blogs: η νομική διάσταση

Αναφέρεται ότι οι μετρήσεις επισκεψιμότητας των ιστολογίων γίνεται για την τιμή των όπλων, μιας και δεν υπάρχει -κατά κανόνα- διαφημιστικό και άρα οικονομικό διακύβευμα (Νίκος Δήμου). Νομικά, δεν είναι ακριβές.
Οι πληροφορίες που αναφέρονται σε ένα προσωπικό ιστολόγιο όπως τα στατιστικά στοιχεία που μεταδίδει κάποιος τρίτος για ένα blog, αποτελούν δεδομένα τα οποία αναφέρονται σε φυσικό πρόσωπο η ταυτότητα του οποίου μπορεί να προσδιοριστεί (έστω και με τη χρήση ψευδωνύμου).
Συνεπώς, η πληροφορία για ένα ιστολόγιο, όπως η σχετική με την επισκεψιμότητά του, αποτελεί πληροφορία που αναφέρεται στον ίδιο τον διαχειριστή του. Με αυτή τη συλλογιστική, τα στατιστικά επισκεψιμότητας αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (σύμφωνα με τον ορισμό που είναι δεκτός από όλες τις χώρες με νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων).

Ανάμεσα στις υποχρεώσεις που έχει όποιος επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εντάσσεται και η αρχή της ακρίβειας: για να είναι νόμιμη η επεξεργασία, τα δεδομένα θα πρέπει να είναι ακριβή, δηλαδή να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα (για το ελληνικό δίκαιο η διάταξη βρίσκεται στο άρθρο 4§1 Ν.2472/1997, ενώ αντίστοιχες διατάξεις βρίσκονται σε όλες τις νομοθεσίες των κρατών-μελών της ΕΕ, λόγω της ένταξής της στην Οδηγία 95/46 , αλλά και της πρόβλεψής της στην Σύμβαση 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης και τις σχετικές Guidelines του ΟΗΕ).

Κατ' αποτέλεσμα, αν μπορεί να αποδειχτεί ότι τα δεδομένα επισκεψιμότητας που μεταδίδονται από διάφορες πλευρές δεν είναι ακριβή, τότε ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει παραβιάσει τη σχετική υποχρέωσή του και υπάρχει δικαίωμα του blogger να ζητήσει διόρθωση της μεταδιδόμενης πληροφορίας. Εφόσον ο υπεύθυνος δεν συμμορφωθεί υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή/και ενώπιον των δικαστηρίων με αίτημα αποζημίωσης (το ελληνικό δίκαιο προβλέπει minimum αποζημίωσης 6.000 ευρώ).

Δευτέρα, Μαρτίου 27, 2006

H καθηγητοποίηση των ορθόδοξων ιερέων

Σας έχω πιο κάτω όλο τον νόμο για τις εκκλησιαστικές ακαδημίες. Προσπαθείστε να υπολογίσετε πόσες χιλιάδες θέσεις εργασίας για ιερείς δημιουργούνται. Οπότε, αφού θα αμείβονται σχεδόν όλοι ως καθηγητές, ανοίγει ο δρόμος για την αφαίρεση της κρατικής μισθοδοσίας τους ως κρατικών λειτουργών. Ή μήπως θα πρέπει να θυμηθούμε τις διατάξεις για την πολυθεσία στο Δημόσιο;;;


ΝΟΜΟΣ 3432/2006 - ΦΕΚ 14/Α'/3.2.2006
Δομή και λειτουργία της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ


Αρθρο 1

Διάρθρωση της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης

1. Η Εκκλησιαστική Εκπαίδευση παρέχεται στα Εκκλη­σιαστικά Γυμνάσια (Ε.Γ.), στα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύ­κεια (Ε.Ε.Λ.), στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες (Α.Ε.Α.) και στα Ιερατικά Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας (Ι.Σ.Δ.Ε.). Οι εκπαιδευτικές αυτές μονάδες είναι παραγω­γικές σχολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα και εποπτεύονται από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων.

2. Τα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια και τα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια ανήκουν στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες στην Ανώτατη Εκπαίδευση και τα Ιερατικά Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας αποτελούν φορείς δια βίου εκπαίδευσης.


Αρθρο 2

Σκοπός της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης

Σκοπός της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης είναι η ανάδειξη και κατάρτιση Κληρικών και Λαϊκών Στελεχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, υψηλού μορφωτικού επιπέδου και χριστιανικού ήθους.


Αρθρο 3

Οργάνωση - Αποστολή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
ΑΝΩΤΑΤΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ

1. Οι Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Βελλάς Ιωαννίνων και Ηρακλείου Κρήτης με­τονομάζονται σε Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες (Α.Ε.Α.). Οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες καταρ­τίζουν στελέχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, παρέχουν εκπαίδευση και χορηγούν πτυχία ισότιμα με εκείνα των Ιδρυμάτων της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η λειτουργία των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών αρχίζει από το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008.

2. Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρότα­ση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εθνι­κής Παιδείας και θρησκευμάτων, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου του άρθρου 6 του νόμου αυτού, μπορεί να ιδρύονται και άλλες, να συγχωνεύονται ή να καταργούνται Ανώτα­τες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες και να ρυθμίζεται κάθε σχετικό θέμα.

3. Στα πλαίσια του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδη­μίες έχουν ως αποστολή:
α) να καταστήσουν τους φοιτητές τους κοινωνούς των αξιών της Ορθόδοξης Πίστης και του Χριστιανισμού,
β) να παράσχουν στους φοιτητές τους την κατάλληλη αγωγή και τις αναγκαίες γνώσεις, μέσω θεωρητικής και πρακτικής εκπαίδευσης, σε ανώτατο μορφωτικό και πνευματικό επίπεδο,
γ) να προβάλλουν και να αξιοποιούν τις ιστορικές πηγές της Ορθόδοξης Πίστης και Παράδοσης, τα μνημεία και κειμήλια της Ορθοδοξίας και γενικά τους θησαυρούς της πνευματικής δημιουργίας και πολιτιστικής κληρονομιάς της Εκκλησίας της Ελλάδος και της απανταχού Ορθοδοξίας, με σκοπό να υπηρετήσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία,
δ) να αναπτύξουν στους φοιτητές τους πνεύμα ενότητας, αγάπης, συνεργασίας, το οποίο αυτοί με τη σειρά τους θα μεταλαμπαδεύσουν στους πιστούς της Ορθοδοξίας και σε κάθε άτομο στον κοινωνικό περίγυρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, με βασικό στόχο την ειρηνική και αρμονική συμβίωση τόσο σε εθνικό όσο και οικουμενικό επίπεδο.


Αρθρο 4

Πρόσβαση στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες

1. Πρόσβαση στα προγράμματα σπουδών των Ανωτά­των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών έχουν οι κάτοχοι απολυτηρίου Ενιαίου Λυκείου ή άλλου ισότιμου σχολείου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τους όρους του συστήματος εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, εφόσον είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ειδικά δε για τα Προγράμματα Ιερατικών Σπουδών γίνονται δεκτοί μόνο άρρενες υποψήφιοι.

2. Κριτήριο επιπλέον των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο, αποτελεί η επιτυχής προκαταρτική εξέταση του υποψηφίου η οποία συνίσταται σε προφορική συνέντευξη που δίδεται ενώπιον Επιτροπής. Ειδικά για την εισαγωγή στο πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών, η Επιτροπή συνεκτιμά σχετική συστατική επιστολή του Επισκόπου του τόπου κατοικίας του υποψηφίου και διαπιστώνει εάν υπάρχει έφεση του υποψηφίου και εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για το ιερατικό λειτούργημα. Μετά το πέρας της εξέτασης, η Επιτροπή υποβάλλει στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καταστάσεις αποτελεσμάτων. Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων με βάση την κατάσταση και αφού λάβει υπόψη τις δηλώσεις προτίμησης των υποψηφίων και τη συνολική βαθμολογία στις εξετάσεις συντάσσει την τελική κατάσταση επιτυχόντων.

3. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ύστερα από εισήγηση του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν στη συγκρότηση της Επιτροπής, στο περιεχόμενο της συστατικής επιστολής, στα κριτήρια της προφορικής συνέντευξης και κάθε άλλη λεπτομέρεια.

4. Πρόσβαση στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες έχουν οι κάτοχοι απολυτηρίου Ενιαίων Εκκλησιαστικών Λυκείων σε ποσοστό 10% επιπλέον του αριθμού των εισακτέων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.


Αρθρο 5

Προγράμματα Σπουδών

1. Τα Προγράμματα Σπουδών των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών είναι διάρκειας οκτώ ακαδημαϊκών εξαμήνων και η φοίτηση σε αυτά είναι υποχρεωτική.

2. Σε κάθε Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία μπορούν να οργανώνονται και να λειτουργούν περισσότερα του ενός Προγράμματα Σπουδών κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού. Τα Προγράμματα αυτά καλλιεργούν επιστήμες που έχουν σχέση με την Ορθοδοξία. Κάθε Πρόγραμμα χορηγεί ένα ενιαίο πτυχίο, για το οποίο μπορεί να καθορίζονται ειδικεύσεις. Για κάθε Πρόγραμμα ορίζεται χωριστός αριθμός εισακτέων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του νόμου αυτού. Στα Προγράμματα μπορεί να προβλέπονται κοινά μαθήματα, όπως και συνδιδασκαλία αυτών, ιδίως κατά τα πρώτα εξάμηνα σπουδών.

3. Σε κάθε Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία ιδρύεται, οργανώνεται και λειτουργεί Πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών, οι απόφοιτοι του οποίου εντάσσονται σε μισθολογική βαθμίδα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Για τις ανάγκες των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών ιδρύονται τα ακόλουθα επιπλέον προγράμματα σπουδών: Διοίκησης και Οργάνωσης Εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων, Παλαιογραφίας, Διοικητικής Υποστήριξης Ιερών Μητροπόλεων και Ενοριών, Εκκλησιαστικής Μουσικής και Ψαλτικής, Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Ο χρόνος έναρξης λειτουργίας των Προγραμμάτων του προηγούμενου εδαφίου, η Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία στην οποία εντάσσονται, η μισθολογική βαθμίδα των αποφοίτων και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από γνώμη του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου. Με την ίδια διαδικασία μπορεί να αναστέλλεται η λειτουργία ενός Προγράμματος Σπουδών ή να μεταφέρεται η λειτουργία του και να συγχωνεύεται με όμοιο πρόγραμμα σε άλλη Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία ή και να καταργείται. Με την έκδοση της σχετικής υπουργικής απόφασης ρυθμίζονται ταυτόχρονα και τα φοιτητικά ζητήματα που ανακύπτουν σχετικά με τη φοίτηση, τα υπολειπόμενα εξάμηνα φοίτησης, την κατοχύρωση της βαθμολογίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου, εγκρίνεται ενιαίος Κανονισμός Λειτουργίας των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, με τον οποίο ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα εσωτερικής οργάνωσης, δομής και λειτουργίας στα οποία περιλαμβάνονται ιδίως:
α) Οι κανόνες λειτουργίας των συλλογικών οργάνων.
β) Τα καθήκοντα, το έργο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του προσωπικού, με εναρμόνιση προς τις πανεπιστημιακές διατάξεις που διέπουν τις αντίστοιχες κατηγορίες προσωπικού (ωράριο, όροι πλήρους και μερικής απασχόλησης, πρόσθετα καθήκοντα, άδειες).
γ) Τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των φοιτητών (εγγραφή, παρακολούθηση μαθημάτων, βραβεία, συνεργασία με το διδακτικό και λοιπό προσωπικό).
δ) Η οργάνωση της ακαδημαϊκής, διοικητικής και οικονομικής λειτουργίας (θερινές διακοπές, αργίες).
ε) Ο κανονισμός σπουδών (τρόπος και διαδικασία εξετάσεων, βαθμολογία, τύπος πτυχίων, ορκωμοσία).
στ) Η διαδικασία χορήγησης κοινωνικών παροχών προς τους φοιτητές (κοινωνική ασφάλιση, υγειονομική περίθαλψη, στέγη, σίτιση, συγγράμματα).
ζ) Οι κανόνες εθιμοτυπίας τελετουργικού χαρακτήρα και δημοσίων σχέσεων.
η) Η διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου των μελών των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών και οι αρμοδιότητες των οικείων οργάνων.

5. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου και σύμφωνη γνώμη των ενδιαφερόμενων πανεπιστημίων, μπορεί να οργανώνονται και λειτουργούν, συγχωνεύονται ή καταργούνται προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών σε γνωστικά αντικείμενα σχετικά με τις εκπαιδευτικές, ερευνητικές και λειτουργικές ανάγκες της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα. Τα προγράμματα αυτά οργανώνονται από τα πανεπιστήμια σε συνεργασία με τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες. Την αρμοδιότητα χορήγησης των μεταπτυχιακών τίτλων έχουν τα πανεπιστήμια.

6. Με αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από πρόταση του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου, μπορεί να ιδρύονται βιβλιοθήκη και εργαστήρια σε κάθε Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία και να ρυθμίζονται τα θέματα οργάνωσης, διοίκησης και εν γένει λειτουργίας αυτών. Με όμοια διαδικασία μπορεί να συγχωνεύονται, μετονομάζονται ή καταργούνται υφιστάμενα εργαστήρια.


Αρθρο 6

Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο

1. Συνιστάται Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο, το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου ορίζεται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και μπορεί να είναι Ιεράρχης ή Καθηγητής Πανεπιστημίου ή Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου ή επιστήμονας αναγνωρισμένου κύρους προερχόμενος από το χώρο των επιστημών και των γραμμάτων.

2. Το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο συγκαλείται από τον Πρόεδρο του και απαρτίζεται από τρεις Καθη­γητές Ανώτατης Εκπαίδευσης που ορίζονται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και τρεις εκπροσώπους της Εκκλησίας που ορίζονται δύο από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και ένας από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ένα από τα μέλη του Συμβουλίου ορίζεται ως Αντιπρόεδρος.

3. Το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο για:
α) το συντονισμό των δραστηριοτήτων των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών με σκοπό τη συνεχή αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης,
β) την αξιολόγηση και την αναθεώρηση, όποτε απαιτείται, της παρεχόμενης εκπαίδευσης, με κριτήριο την Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση και τα ευρήματα της διαδικασίας αξιολόγησης της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού,
γ) τον καθορισμό κατευθύνσεων επιστημονικής έρευνας για γνωστικά αντικείμενα που ενδιαφέρουν την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα,
δ) τη διατύπωση θέσεων, απόψεων, εισηγήσεων, προτάσεων και τη λήψη αποφάσεων κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού.

4. Η θητεία των μελών του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου είναι τριετής.

5. Ειδικότερα θέματα σχετικά με τη λειτουργία και την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από εισήγηση του Συμβουλίου αυτού.

6. Οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες υπόκεινται σε αξιολόγηση. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ρυθμίζονται οι σχετικές λεπτομέρειες.


Αρθρο 7

Όργανα Διοίκησης των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών

1. Όργανα Διοίκησης των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών είναι το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο, ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και ο Διευθυντής Σπουδών.

2. Το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο αποτελείται από το σύνολο των μελών του Διδακτικού Προσωπικού και ασκεί τις ακόλουθες αρμοδιότητες και όσες άλλες προβλέπονται από επί μέρους διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας:
α) καταρτίζει ή και αναθεωρεί τα προγράμματα σπουδών και τα υποβάλλει στο Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο,
β) εκλέγει το Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό και Ειδικό Τεχνικό και Εργαστηριακό Προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών,
γ) υποβάλλει στο Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο προτάσεις για την πρόσκληση επισκεπτών καθηγητών και την πρόσληψη του έκτακτου διδακτικού προσωπικού,
δ) επιλαμβάνεται κάθε σπουδαστικού θέματος, όπως εγγραφών, μετεγγραφών, φοίτησης, φοιτητικής μέριμνας και πειθαρχικών κυρώσεων κατά φοιτητών,
ε) υποβάλλει προτάσεις για σύσταση θέσεων προσωπικού, καθώς και την ίδρυση, κατάργηση ή μετονομασία εργαστηρίων και λοιπών μονάδων,
στ) εκλέγει μεταξύ των μελών του τον Διευθυντή Σπουδών κατά τις διατάξεις της παραγράφου 3(β) του άρθρου αυτού.

3. Ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και ο Διευθυντής Σπουδών είναι Καθηγητές ή Αναπληρωτές Καθηγητές της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Δεν μπορεί το ίδιο πρόσωπο να κατέχει ταυτόχρονα τη θέση του Προέδρου του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και του Διευθυντή Σπουδών.
α) Ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου ορίζεται από το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο. Αν ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου ελλείπει ή παραιτείται, το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο ορίζει για το υπόλοιπο της θητείας νέο Πρόεδρο εντός δέκα (10) ημερών από τη σχετική διαπίστωση ή από την παραίτηση. Δεν μπορεί να οριστεί το ίδιο πρόσωπο στη θέση του Προέδρου του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου περισσότερες από δύο φορές.
β) Ο Διευθυντής Σπουδών εκλέγεται από το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο σε ειδική συνεδρίαση, την οποία συγκαλεί ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν από τη λήξη του τελευταίου ακαδημαϊκού έτους της θητείας του. Αν ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου δεν συγκαλέσει εμπροθέσμως το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο, τότε την ειδική αυτή συνεδρίαση συγκαλεί ο Πρόεδρος του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου. Αν ο Διευθυντής Σπουδών ελλείπει ή παραιτείται, η ειδική αυτή συνεδρίαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου συγκαλείται από τον Πρόεδρο του Ανώτα­του Επιστημονικού Συμβουλίου εντός δέκα (10) ημερών από τη σχετική διαπίστωση ή από την παραίτηση. Στην περίπτωση αυτή ο Διευθυντής Σπουδών εκλέγεται για το υπόλοιπο της θητείας. Δεν μπορεί να εκλεγεί το ίδιο πρόσωπο στη θέση του Διευθυντή Σπουδών περισσότερες από δύο φορές.

4. Η θητεία του Προέδρου του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και του Διευθυντή Σπουδών είναι τριετής και αρχίζει από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος από τον ορισμό ή την εκλογή του.

5. Ο ορισμός του Προέδρου του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και η εκλογή του Διευθυντή Σπουδών υποβάλλονται από το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος, εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και στη συνέχεια εκδίδει τις σχετικές διαπιστωτικές πράξεις διορισμού που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

6. Ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου ασκεί τις ακόλουθες αρμοδιότητες και όσες άλλες προβλέπονται από επί μέρους διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας:
α) διευθύνει την Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία και την εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως, επιβλέπει την τήρηση των νόμων και του Κανονισμού λειτουργίας της και μεριμνά για την καλή συνεργασία διδασκόντων και φοιτητών,
β) συγκαλεί το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο, καταρτίζει την ημερήσια διάταξη, προεδρεύει των εργασιών του και μεριμνά για την εφαρμογή των αποφάσεων του,
γ) χορηγεί τις κάθε είδους άδειες στο προσωπικό της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας,
δ) εισηγείται θέματα προς εξέταση στο Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του,
ε) εισηγείται στο Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο τον προϋπολογισμό και συντάσσει τον απολογισμό της Ακαδημίας, είναι διατάκτης των δαπανών της εντός των πιστώσεων του προϋπολογισμού και έχει την ευθύνη για τη διοίκηση και διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας της,
στ) προκηρύσσει τις θέσεις του διδακτικού προσωπικού όλων των κατηγοριών της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας,
ζ) υπογράφει τους τίτλους, τα πιστοποιητικά και τις βεβαιώσεις σπουδών,
η) κατευθύνει και συντονίζει το έργο της Γραμματείας και είναι υπεύθυνος για την τήρηση των βιβλίων και των αρχείων της Ακαδημίας.

7. Τον Πρόεδρο του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, ελλείποντα, απόντα ή κωλυόμενο, αναπληρώνει προσωρινά ο Διευθυντής Σπουδών του Προγράμματος Ιερατικών Σπουδών.

8. Ο Διευθυντής Σπουδών συντονίζει το διδακτικό έργο του προγράμματος σπουδών και εισηγείται στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο κάθε θέμα που κρίνεται αναγκαίο για την απρόσκοπτη λειτουργία του προγράμματος. Αν στην ίδια Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία οργανωθούν και λειτουργήσουν περισσότερα του ενός προγράμματα σπουδών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του νόμου αυτού, το οικείο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο εκλέγει τον Διευθυντή Σπουδών του αντίστοιχου προγράμματος.

9. Τη διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη κάθε Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας εξασφαλίζει η Γραμματεία της. Η Γραμματεία είναι οργανική διοικητική μονάδα σε επίπεδο Διεύθυνσης και αυτής προΐσταται ο Γραμματέας της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Ο Γραμματέας της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας παρίσταται στις Συνεδριάσεις του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου. Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου, ορίζονται τα Τμήματα από τα οποία συγκροτείται κάθε Γραμματεία και οι αρμοδιότητες αυτών.

10. Ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου με απόφαση του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να μεταβιβάζει στον Γραμματέα το δικαίωμα να υπογράφει «με εντολή Προέδρου του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου» αποφάσεις, έγγραφα, εντάλματα μέχρι του ποσού των πενήντα χιλιάδων ευρώ, εντολές ή πράξεις που εκδίδονται, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.


Αρθρο 8

Προσωπικό Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών

1. Το προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών διακρίνεται σε τακτικό και έκτακτο. Το τακτικό προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες και διορίζεται με σχέση δημοσίου δικαίου σε κενές οργανικές θέσεις.

2. Στο τακτικό προσωπικό ανήκουν:
α) το Διδακτικό Προσωπικό,
β) το Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό (Ε.ΔΙ.Π.) και Ειδικό Τεχνικό και Εργαστηριακό Προσωπικό (Ε.Τ.Ε.Π.),
γ) το Διοικητικό Προσωπικό.

3. Στο έκτακτο προσωπικό ανήκουν:
α) οι Επισκέπτες Καθηγητές και
β) οι Ειδικοί Επιστήμονες.

4. Το προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, εκτός από τα ειδικά τυπικά προσόντα, που ορίζονται αναλόγως της κατηγορίας, της βαθμίδας ή του κλάδου που διορίζεται ή προσλαμβάνεται, πρέπει να έχει τα γενικά προσόντα που ορίζονται από τον Υπαλληλικό Κώδικα και τα άρθρα 7 και 8 του Κανονισμού 5/1978 (ΦΕΚ 48 Α').

5. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρότα­ση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου:
α) ιδρύονται, καταργούνται, συγχωνεύονται ή μετονομάζονται κλάδοι ή ειδικότητες του προσωπικού κάθε Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας και
β) συνιστώνται, καταργούνται, συγχωνεύονται, μεταφέρονται ή ανακατανέμονται οι θέσεις προσωπικού κάθε Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, ορίζονται τα προσόντα διορισμού κατά κατηγορία, κλάδο ή ειδικότητα και ρυθμίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

6. Με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδεται το αργότερο μέχρι το Μάρτιο κάθε έτους, μετά από αιτιολογημένη γνώμη του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας και πρόταση του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου, ορίζονται οι θέσεις προσωπικού, ανά κατηγορία, κλάδο ή ειδικότητα, σε κάθε Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία, που μπορούν να πληρωθούν μέσα στο έτος.


Αρθρο 9

Διδακτικό Προσωπικό

1. Το Διδακτικό Προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών αποτελείται από Καθηγητές, Αναπληρωτές Καθηγητές, Επίκουρους Καθηγητές και Λέκτορες. Οι θέσεις των μελών του Διδακτικού Προσωπικού είναι ενιαίες.

2. Τα μέλη του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών είναι δημόσιοι λειτουργοί, οι οποίοι απολαμβάνουν λειτουργικής ανεξαρτησίας, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Τα μέλη έχουν την υποχρέωση να παρέχουν διδακτικό, ερευνητικό - επιστημονικό και διοικητικό έργο, σύμφωνα με το νόμο αυτόν.
α) Οι Καθηγητές και οι Αναπληρωτές Καθηγητές εκλέγονται ως μόνιμοι, οι Επίκουροι Καθηγητές και οι Λέκτορες με τριετή θητεία.
β) Οι Λέκτορες, μετά τη συμπλήρωση τριών (3) ετών στη βαθμίδα αυτή και πριν από τη συμπλήρωση επτά (7) ετών, έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την προκήρυξη της θέσης τους στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή, η κρίση για την οποία γίνεται με ανοικτές διαδικασίες, μέχρι δύο φορές υπό τις εξής προϋποθέσεις: Αν κατά την πρώτη κρίση εκλεγεί άλλος υποψήφιος λήγει αυτοδικαίως η θητεία τους, ενώ αν η κρίση αποβεί άγονη παραμένουν στη θέση τους και δικαιούνται μέσα στον υπόλοιπο χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση των επτά (7) ετών από τον αρχικό διορισμό τους να ζητήσουν για δεύτερη φορά την προκήρυξη της θέσης στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή. Αν και κατά τη δεύτερη κρίση η διαδικασία αποβεί άγονη ή εκλεγεί άλλος υποψήφιος, λήγει αυτοδικαίως η θητεία τους.
γ) Οι Επίκουροι Καθηγητές, μετά από τη συμπλήρωση τριών (3) ετών παραμονής στη βαθμίδα αυτή, έχουν δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για μονιμοποίηση στη βαθμίδα αυτή το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από τη συμπλήρωση της τριετίας. Αν δεν υποβάλλουν αίτηση ή δεν μονιμοποιηθούν, λήγει αυτοδικαίως η θητεία τους. Εάν υπάρξει θετική κρίση μονιμοποιούνται στη βαθμίδα αυτή και στη συνέχεια έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την προκήρυξη της θέσης τους στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή μέχρι δύο φορές που θα απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον τρία (3) έτη. Εάν η δεύτερη κρίση για εξέλιξη είναι αρνητική, λήγει η θητεία τους και μπορούν να ζητήσουν μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών (3) μηνών από την ημερομηνία της διεξαγωγής της κρίσης αυτής, με αίτηση τους, τη μετάταξη τους με βαθμό Α' σε κενή οργανική θέση της δημόσιας εκπαίδευσης, κατά προτεραιότητα της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης ή του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στην οποία διορίζονται κατά προτεραιότητα.
δ) Οι Αναπληρωτές Καθηγητές, μετά από τη συμπλήρωση τριών (3) ετών στη βαθμίδα αυτή, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την προκήρυξη της θέσης τους στη βαθμίδα του Καθηγητή μέχρι δύο φορές, που θα απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον τρία (3) έτη.

3. Το Διδακτικό Προσωπικό, ανάλογα με το καθεστώς απασχόλησης, εντάσσεται στις κατηγορίες:
α) της πλήρους απασχόλησης και
β) της μερικής απασχόλησης.


Αρθρο 10

Προσόντα διορισμού διδακτικού προσωπικού

1. Για εκλογή σε θέση διδακτικού προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών αναγκαία προϋπόθεση είναι η κατοχή διδακτορικού διπλώματος σχετικού με το γνωστικό αντικείμενο της προκηρυσσόμενης θέσης. Για τη διαπίστωση της συνάφειας του αντικειμένου της διδακτορικής διατριβής ή του όλου ερευνητικού ή επιστημονικού εν γένει έργου των υποψηφίων με το γνωστικό αντικείμενο της υπό πλήρωση θέσης, αποφαίνεται το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο μετά από γνώμη του οικείου Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, η οποία διατυπώνεται μετά από εισήγηση Τριμελούς Επιτροπής που συγκρο­τείται με απόφαση του από μέλη του ίδιου ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας ή, εφόσον δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν, από μέλη του διδακτικού προσωπικού των λοιπών Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, ή, εφόσον και στην περίπτωση αυτή δεν επαρκούν, από μέλη του διδακτικού προσωπικού των Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης, κατά προτεραιότητα των βαθμίδων Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή. Με την απόφαση ορισμού της Τριμελούς Επιτροπής ορίζεται και ο Πρόεδρος της.

2. Η προϋπόθεση κατοχής διδακτορικού διπλώματος δεν ισχύει κατ' εξαίρεση, για γνωστικά αντικείμενα εξαιρετικής και αδιαμφισβήτητης ιδιαιτερότητας, για τα οποία δεν είναι δυνατή ή συνήθης η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου, καθορίζονται τα γνωστικά αντικείμενα, τα προσόντα και οι προϋποθέσεις, που μπορούν να υποκαθιστούν το διδακτορικό δίπλωμα.

3. α) Για εκλογή σε θέση Λέκτορα απαιτούνται:
αα) Τουλάχιστον διετής εκπαιδευτική εμπειρία σε ελληνικό Ίδρυμα Ανώτατης Εκπαίδευσης ή ομοταγές του εξωτερικού ή τετραετής εκπαιδευτική πείρα σε Ανώτε­ρες Εκκλησιαστικές Σχολές της ημεδαπής ή αναγνωρισμένες της αλλοδαπής ή αναγνωρισμένο επαγγελματικό έργο σε σχετικό επιστημονικό πεδίο ή πενταετές ποιμαντικό έργο και πιστοποιημένη παιδαγωγική επάρκεια ή συνδυασμός των παραπάνω.
ββ) Δύο τουλάχιστον πρωτότυπες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά, εκτός από τη διδακτορική διατριβή, είτε αυτοδύναμες είτε σε συνεργασία με άλλους επιστήμονες, που να προάγουν την επιστήμη στο αντίστοιχο γνωστικό αντικείμενο ή διαζευκτικώς μία τουλάχιστον δημοσίευση της ίδιας ποιότητας και ετήσια τουλάχιστον αυτοδύναμη διδασκαλία σε ελληνικό Ίδρυμα Ανώτατης Εκπαίδευσης ή ομοταγές του εξωτερικού, συμπληρωμένη κατά το χρόνο της κρίσης. Για την εκλογή θα συνεκτιμάται κατά πόσο το συνολικό έργο του υποψηφίου τον καθιστά ικανό για αυτοδύναμη διδασκαλία και παρέχει προοπτικές για παραπέρα εξέλιξη του.
β) Για εκλογή ή εξέλιξη σε θέση Επίκουρου Καθηγητή απαιτούνται:
αα) Τουλάχιστον δύο (2) χρόνια αυτοδύναμης διδασκαλίας, μετά την απόκτηση του διδακτορικού διπλώματος στο γνωστικό αντικείμενο της προκηρυσσόμενης θέσης ή τουλάχιστον δύο (2) χρόνια εργασίας σε αναγνωρισμένα ερευνητικά κέντρα της χώρας ή της αλλοδαπής ή αναγνωρισμένο επαγγελματικό έργο σε σχετικό επιστημονικό πεδίο ή συνδυασμός των παραπάνω.
ββ) Πρωτότυπες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά είτε αυτοδύναμες είτε σε συνεργασία με άλλους επιστήμονες ή πρωτότυπη επιστημονική μονογραφία, πέρα από τη διδακτορική διατριβή ή συνδυασμός των παραπάνω. Για την εκλογή θα συνεκτιμάται κατά πόσο το συνολικό έργο του υποψηφίου θεμελιώνει προοπτικές ακαδημαϊκής εξέλιξης του, ενώ για την εξέλιξη του θα πρέπει ικανό μέρος του επιστημονικού ή συγγραφικού έργου να έχει εκπονηθεί στη βαθμίδα αυτή.
γ) Για εκλογή ή εξέλιξη σε θέση Αναπληρωτή Καθηγητή απαιτούνται:
αα) Τουλάχιστον τέσσερα (4) χρόνια αυτοδύναμης διδασκαλίας, μετά την απόκτηση του διδακτορικού διπλώματος στο γνωστικό αντικείμενο της προκηρυσσόμενης θέσης ή τουλάχιστον τέσσερα (4) χρόνια εργασίας σε αναγνωρισμένα ερευνητικά κέντρα της χώρας ή της αλλοδαπής ή αναγνωρισμένο επαγγελματικό έργο σε σχετικό επιστημονικό πεδίο ή συνδυασμός των παραπάνω.
ββ) Πρωτότυπες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά, από τις οποίες ένας αριθμός πρέπει να είναι αυτοδύναμες ή πρωτότυπες επιστημονικές μονογραφίες. Για την εκλογή συνεκτιμάται κατά πόσο το συνολικό έργο του υποψηφίου έχει συμβάλει στην πρόοδο της επιστήμης και αναγνωρίζεται από άλλους ερευνητές, ενώ για την εξέλιξη θα πρέπει ικανό μέρος του επιστη­μονικού ή συγγραφικού έργου να έχει εκπονηθεί στη βαθμίδα αυτή.
δ) Για εκλογή ή εξέλιξη σε θέση Καθηγητή απαιτούνται:
αα) Τουλάχιστον έξι (6) χρόνια αυτοδύναμης διδασκαλίας, μετά την απόκτηση του διδακτορικού διπλώματος στο γνωστικό αντικείμενο της προκηρυσσόμενης θέσης, με τεκμηριωμένη συμβολή στη διαμόρφωση και διδασκαλία της ύλης δύο τουλάχιστον μαθημάτων ή τουλάχιστον έξι (6) χρόνια διδακτικού έργου σε Θεολογικές Σχολές της χώρας ή της αλλοδαπής, με τεκμηριωμένη συμβολή στην εμβάθυνση και θεολογικών ζητημάτων ή εκτεταμένο επαγγελματικό έργο σε σχετικό επιστημονικό πεδίο ή συνδυασμός των παραπάνω.
ββ) Πρωτότυπες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά από τις οποίες ένας αριθμός πρέπει να είναι αυτοδύναμες ή πρωτότυπες επιστημονικές μονογραφίες. Για την εκλογή του θα συνεκτιμάται κατά πόσο το συνολικό επιστημονικό έργο του υποψηφίου έχει αναγνωριστεί διεθνώς για τη συμβολή του στην πρόοδο της επιστήμης.

4. Εάν το ερευνητικό και το γενικότερο επιστημονικό έργο ενός υποψηφίου είναι υψηλής στάθμης και διεθνώς αναγνωρισμένο ή ο υποψήφιος είναι ή έχει διατελέσει Καθηγητής Πανεπιστημίου της ημεδαπής ή ομοταγούς Σχολής του εξωτερικού, επιτρέπεται κατ' εξαίρεση η εκλογή ή εξέλιξη κατά τις προηγούμενες παραγράφους, χωρίς τον περιορισμό του απαιτούμενου ελάχιστου χρόνου διδασκαλίας ή εκπαιδευτικής πείρας μετά από αιτιολογημένη πρόταση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και ανεξαρτήτως χρόνου απόκτησης των προσόντων, εφόσον λαμβάνεται ειδική απόφαση με πλειοψηφία τουλάχιστον πέντε μελών του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου, ως προς τη συνδρομή των ανωτέρω εξαιρετικών προϋποθέσεων.

5. Στοιχεία τα οποία συνεκτιμώνται ιδιαίτερα κατά την κρίση για την κατάληψη θέσεως διδακτικού προσωπικού είναι το χριστιανικό και δημοκρατικό ήθος, η προσωπικότητα του υποψηφίου και η κοινωνική του προσφορά.


Αρθρο 11

Διαδικασία πλήρωσης θέσεων διδακτικού προσωπικού

1. Η πλήρωση κενών θέσεων διδακτικού προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών γίνεται με προκήρυξη, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

2. Η προκήρυξη γίνεται με απόφαση του Προέδρου του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, μετά από πρόταση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της οικείας Ακαδημίας. Στην προκήρυξη αναφέρεται η βαθμίδα και το γνωστικό αντικείμενο της υπό πλήρωση θέσης. Η προκήρυξη μπορεί να αναφέρεται μόνο σε μία βαθμίδα ή σε συνδυασμό βαθμίδων είτε Καθηγητή και Αναπληρωτή Καθηγητή είτε Επίκουρου Καθηγητή και Λέκτορα.

3. Ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της οικείας Ακαδημίας μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τη γνωστοποίηση του Φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως ανακοινώνει στον ημερήσιο τύπο, σε δύο εφημερίδες των Αθηνών και από μία στις πόλεις όπου εδρεύει Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία, περίληψη της προκήρυξης με τον αριθμό του ΦΕΚ και την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας υποβολής υποψηφιοτήτων. Η προκήρυξη καταχωρείται στο Διαδίκτυο, στην ιστοσελίδα της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, καθώς και στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η προθεσμία υποβολής υποψηφιοτήτων ορίζεται σε τριάντα (30) ημέρες και αρχίζει από την επομένη της ημερομηνίας της τελευταίας δημοσίευσης στον τύπο. Μέσα στην αποκλειστική προθεσμία των τριάντα (30) ημερών υποβάλλονται στην οικεία Ακαδημία οι αιτήσεις των υποψηφίων μαζί με τα αναγκαία για την κρίση δικαιολογητικά, μεταξύ των οποίων το βιογραφικό σημείωμα, αντίγραφο των τίτλων σπουδών (προπτυχιακών και μεταπτυχιακών) των υποψηφίων, αναλυτικό υπόμνημα για τα υποβαλλόμενα πρωτότυπα επιστημονικά δημοσιεύματα, σε έξι αντίγραφα, καθώς και δύο αντίγραφα των πρωτότυπων επιστημονικών δημοσιευμάτων.

4. Για την αξιολόγηση των υποψηφίων για τις προκηρυχθείσες θέσεις του διδακτικού προσωπικού αποφαίνεται το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση Τριμελούς Επιτροπής που συγκροτείται με απόφαση του από μέλη του ίδιου ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου της οικείας Ακαδημίας ή, εφόσον δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν, από μέλη του διδακτικού προσωπικού των λοιπών Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, ή, εφόσον και στην περίπτωση αυτή δεν επαρκούν, από μέλη του διδακτικού προσωπικού των Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης, κατά προτεραιότητα των βαθμίδων Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή. Με την απόφαση ορισμού της Τριμελούς Επιτροπής ορίζεται και ο Πρόεδρος της.
5. Η Τριμελής Εισηγητική Επιτροπή μέσα σε προθεσμία σαράντα (40) ημερών από τον ορισμό της υποβάλλει στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο ειδικά αιτιολογημένη έκθεση που περιλαμβάνει:
α) αναλυτική παρουσίαση και αξιολόγηση του έργου και της προσωπικότητας των υποψηφίων και κρίση για την προσφορά τους στην πρόοδο της επιστήμης,
β) γνώμη για το βαθμό ανταπόκρισης των υποψηφίων στα απαιτούμενα νόμιμα προσόντα και
γ) αξιολογική κατάταξη των υποψηφίων.

6. Αν μέσα στην οριζόμενη προθεσμία δεν κατατεθεί η σχετική έκθεση, το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο αποφασίζει για τη διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων και επιλέγει τον επικρατέστερο με ειδική, σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση. Το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο συνέρχεται σε ειδική προς τούτο συνεδρίαση στην οποία, εάν δεν επιτευχθεί απαρτία, επαναλαμβάνεται υποχρεωτικώς εντός δεκαπέντε (15) ημερών.

7. Η απόφαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου με τα σχετικά πρακτικά διαβιβάζονται στο Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο, το οποίο ελέγχει τη νομιμότητα της διαδικασίας και μετά διαβιβάζει την απόφαση του και τα σχετικά έγγραφα στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος αφού προβεί εκ νέου σε έλεγχο νομιμότητας εκδίδει τη σχετική πράξη του διο­ρισμού, η οποία και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αν διαπιστωθεί έλλειψη νομιμότητας στην όλη διαδικασία εκλογής, η απόφαση αναπέμπεται στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο, από το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο ή τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, αναλόγως του σταδίου της διαδικασίας.

8. Όσοι διορίζονται σε θέση διδακτικού προσωπικού, οφείλουν μέσα σε τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης διορισμού να αναλάβουν τα καθήκοντα τους. Η σχετική με την ανάληψη των καθηκόντων πράξη εκδίδεται από τον Πρόεδρο του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής θεωρείται ότι οι παραπάνω δεν έχουν αποδεχτεί το διορισμό τους, οπότε και ανακαλείται η σχετική απόφαση διορισμού. Μετά τη δημοσίευση της ανάκλησης, η υπόθεση επαναφέρεται στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο, εφόσον υπάρχουν υποψήφιοι που είχαν λάβει μέρος στη σχετική διαδικασία εκλογής και είχαν τα νόμιμα προσόντα. Εάν ανακληθεί ο διορισμός, η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς να απαιτείται νέα έγκριση ή πίστωση για πλήρωση της θέσεως.

9. Θέσεις του διδακτικού προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, που κενώνονται για οποιαδήποτε αιτία, προκηρύσσονται, εκτός προγραμματισμού, σε οποιαδήποτε βαθμίδα και χωρίς να απαιτείται προηγούμενη έγκριση, εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται η πίστωση.

10. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου, ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα, που τυχόν ανακύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου αυτού.


Αρθρο 12

Πειθαρχικές διατάξεις

1. Τα μέλη του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών παύονται εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος, ύστερα από απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου αυτού.

2. α. Πειθαρχικά παραπτώματα μελών του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών είναι:
αα) η παράβαση των νόμιμων υποχρεώσεων τους,
ββ) η επίδειξη διαγωγής που δεν αρμόζει στην αξιοπρέπεια του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών ή επιδεικνύει διαγωγή που αντίκειται στην αποστολή των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών,
γγ) η ανακριβής ή μη πλήρης χρήση του καθηγητικού τίτλου των μελών του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών από τα ίδια τα μέλη,
δδ) η κατά τη διάρκεια του διδακτικού έτους υπαίτια απουσία μέλους του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες χωρίς άδεια,
εε) η παράβαση των ασυμβιβάστων που αφορούν στο Διδακτικό Προσωπικό.
β. Πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται σε μέλη του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών είναι:
αα) έγγραφη επίπληξη,
ββ) πρόστιμο, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο του ενός δεκάτου ούτε ανώτερο ολοκλήρου του μηνιαίου μισθού,
γγ) προσωρινή παύση διάρκειας ενός μηνός μέχρις ενός έτους,
δδ) οριστική παύση.
Οι ανωτέρω πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται ανάλογα με τη σοβαρότητα του παραπτώματος. Η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης επιβάλλεται σε ιδιαιτέρως σοβαρές περιπτώσεις, κατά τις οποίες διαπιστώνεται έλλειψη συνείδησης των βασικών υποχρεώσεων του μέλους του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών ή η τέλεση πράξεων που πλήττουν σοβαρά το κύρος του σώματος των Ακαδημαϊκών Δασκάλων. Οι ανωτέρω ποινές επιβάλλονται μετά από προηγούμενη έγγραφη απολογία. Η οριστική παύση ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

3. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αναφοράς και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση από τον Πρόεδρο του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου ή τον Διευθυντή Σπουδών της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας ή το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο. Ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μπορεί να ασκήσει πειθαρχική δίωξη, μετά από γνώμη του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Η πειθαρχική ποινή επιβάλλεται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο εντός αποκλειστικής προθεσμίας έξι (6) μηνών από την παραπομπή της υπόθεσης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται πενταμελής ως εξής:
α) 'Ενας Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας.
β) Ένας Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου.
γ) 'Ενας Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
οι οποίοι εάν ελλείπουν, απουσιάζουν ή κωλύονται, αναπληρούνται από τους νόμιμους αναπληρωτές τους.
δ) Ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας και εάν κωλύεται αναπληρώνεται από τον Διευθυντή Σπουδών της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας.
ε) Ένας Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου από άλλη Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία, οριζόμενος με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου. Πρόεδρος του Συμβουλίου είναι ο αρχαιότερος εκ των αντιπροέδρων του Συμβουλίου Επικρατείας και του Αρείου Πάγου που μετέχουν στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ο Γραμματέας του Συμβουλίου Επικρατείας ή ο νόμιμος αναπληρωτής του.

4. Στα μέλη και τον γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου καταβάλλεται αμοιβή κατά συνεδρίαση, το ύψος της οποίας ορίζεται με τη διαδικασία της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α').

5. Η παράλειψη άσκησης πειθαρχικής δίωξης από τα αρμόδια όργανα της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.

6. Η πειθαρχική δίωξη δεν αναστέλλεται από την άσκηση ποινικής δίωξης, εκτός εάν το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά. Σε αυτήν την περίπτωση το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να απέχει ο εγκαλούμενος από την άσκηση των καθηκόντων του. Το μέλος Διδακτικού Προσωπικού υποχρεούται να απέχει από την άσκηση των καθηκόντων του εάν εκδοθεί κατ' αυτού αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα για κακούργημα ή πλημμέλημα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 37 παρ. 1 περ. ε' του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 252 Α') ή ένταλμα προσωρινής κράτησης και του καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του. Η αποχή από την άσκηση των καθηκόντων παύει είτε με απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είτε με αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου είτε με βούλευμα με το οποίο αποφασίζεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία. Σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί να αποδοθεί στο μέλος Διδακτικού Προσωπικού, το υπόλοιπο ήμισυ των αποδοχών του ή μέρος αυτού, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας από τότε που τελέσθηκαν, εκτός εάν αποτελούν και αξιόποινες πράξεις, οπότε πα­ραγράφονται, με τη συμπλήρωση των χρονικών ορίων παραγραφής που ορίζει ο Ποινικός Κώδικας.

7. Οι λεπτομέρειες της πειθαρχικής διαδικασίας για τα μέλη του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών προβλέπονται στον Κανονισμό Λειτουργίας τους.


Αρθρο 13

Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό και Ειδικό Τεχνικό και Εργαστηριακό Προσωπικό

1. Το Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό και Ειδικό Τεχνικό και Εργαστηριακό Προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών επιτελεί ειδικό ή και εργαστηριακό διδακτικό έργο και διακρίνεται:
α) Στο Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό (Ε.ΔΙ.Π.), τα μέλη του οποίου επιτελούν ειδικό διδακτικό έργο, που συνίσταται, κατά κύριο λόγο, στη θεωρητική διδασκαλία των αντικειμένων των ξένων γλωσσών, του σχεδίου, των εφαρμοσμένων τεχνών, της μουσικής και της φυσικής αγωγής και
β) Στο Ειδικό Τεχνικό και Εργαστηριακό Προσωπικό (Ε.Τ.Ε.Π.), τα μέλη του οποίου επιτελούν εργαστηριακό - εφαρμοσμένο διδακτικό έργο, που συνίσταται, κατά κύριο λόγο, στη διεξαγωγή εργαστηριακών και πρακτικών ασκήσεων στα πεδία των επιστημών που καλλιεργούνται από τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες.

2. α) Οι θέσεις ορίζονται χωριστά για το Ε.ΔΙ.Π. και το Ε.Τ.Ε.Π.. Στην προκήρυξη των θέσεων αναφέρονται η ειδικότητα ή ο κλάδος στον οποίο ανήκουν και τα ειδικότερα τυπικά προσόντα διορισμού.
β) Για τις θέσεις του Ε.ΔΙ.Π. απαιτείται:
αα) Πτυχίο Ιδρύματος ή Σχολής Ανώτατης Εκπαίδευσης, σχετικού με το αντικείμενο της διδασκαλίας και
ββ) Συναφές διδακτορικό δίπλωμα ή εάν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με διδακτορικό δίπλωμα, συναφές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης ή εάν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με συναφή μεταπτυχιακό τίτλο, τριετής τουλάχιστον εκπαιδευτική ή επαγγελματική προϋπηρεσία, σε πεδίο σχετικό με το προς διδασκαλία αντικείμενο.
γ) Για τις θέσεις του Ε.Τ.Ε.Π. απαιτείται πτυχίο Ιδρύματος ή Σχολής Ανωτάτης Εκπαίδευσης των κατηγοριών ΠΕ και ΤΕ ή εάν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με αυτά τα προσόντα, δίπλωμα Επαγγελματικής Κατάρτισης Ι.Ε.Κ. ή πτυχίο Β' Κύκλου σπουδών τεχνικού επαγγελματικού εκπαιδευτηρίου και τριετής τουλάχιστον εκπαιδευτική ή επαγγελματική προϋπηρεσία, σε πεδίο σχετικό με το εφαρμοσμένο διδακτικό έργο.

3. Η πειθαρχική διαδικασία για τα μέλη του Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού (Ε.ΔΙ.Π.) και Ειδικού Τεχνικού και Εργαστηριακού Προσωπικού (Ε.Τ.Ε.Π.) των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών είναι η προβλεπόμενη στα άρθρα 106-147 του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως κάθε φορά ισχύουν τα άρθρα αυτά.


Αρθρο 14

Διοικητικό Προσωπικό

1. Το Διοικητικό Προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών αποτελείται από τους διοικητικούς υπαλλήλους, που υπηρετούν στις διοικητικές τους υπηρεσίες και παρέχουν διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη στο εν γένει εκπαιδευτικό και διοικητικό έργο της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας.

2. Για το διορισμό, τη βαθμολογική εξέλιξη και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση του Διοικητικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, καθώς και για τα θέματα πειθαρχικού δικαίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα και για τη μισθολογική εξέλιξη τους οι διατάξεις του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α').

3. Για το Διοικητικό Προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών ως υπηρεσιακό και πειθαρχικό Συμβούλιο λειτουργεί το Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης του άρθρου 24 του νόμου αυτού.

4. Με πρόταση του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου, μετά από σχετική εισήγηση του Προέδρου του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της οικείας Εκκλησιαστικής Ακαδημίας και απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων επιτρέπεται να προσλαμβάνεται Διοικητικό Προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου.


Αρθρο 15

Έκτακτο Διδακτικό Προσωπικό

1. Για την κάλυψη ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών επιτρέπεται, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και πρόταση του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου, να προσκαλούνται ή να προσλαμβάνονται για ένα (1) ακαδημαϊκό έτος, με δυνατότητα ανανέωσης μέχρι δύο (2) ακόμη ακαδημαϊκά έτη ως Επισκέπτες Καθηγητές ή ως Ειδικοί Επιστήμονες, Έλληνες ή αλλοδαποί, που έχουν θέση ή ισοδύναμα προσόντα μέλους του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών. Τα μέλη του έκτακτου διδακτικού προσωπικού συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου μόνο για θέματα που αφορούν στην κατάρτιση και υλοποίηση των προγραμμάτων σπουδών, για φοιτητικά εν γένει θέματα, καθώς και για θέματα έρευνας.

2. Το έκτακτο διδακτικό προσωπικό προσκαλείται ή προσλαμβάνεται μετά από αιτιολογημένη εισήγηση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου. Η σχετική πρόταση μπορεί να κατατίθεται από ένα μέλος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και να υποβάλλεται εγκαίρως στον Πρόεδρο του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου ώστε να διανέμεται στα μέλη του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν τη συζήτηση της. Η πρόταση πρέπει να περιλαμβάνει αναλυτική έκθεση ως προς το έργο, την ικανότητα και την εν γένει προσφορά του προτεινομένου. Η απόφαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου υποβάλλεται ως εισήγηση στο Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο.

3. Η αμοιβή του έκτακτου διδακτικού προσωπικού είναι ίση με την αμοιβή του αντίστοιχου προσωπικού του άρθρου 16 του νόμου αυτού.


Αρθρο 16

Αποδοχές Μελών Τακτικού Διδακτικού και Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού

1. Ο βασικός μηνιαίος μισθός των μελών του τακτικού Διδακτικού και Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών αυτών καθορίζεται με βάση το βασικό μηνιαίο μισθό του Λέκτορα, ο οποίος πολλαπλασιάζεται με τους παρακάτω συντελεστές και στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ:
α. Καθηγητής 1,50
β. Αναπληρωτής Καθηγητής 1,30
γ. Επίκουρος Καθηγητής 1,15
δ. Λέκτορας 1,00
ε. Μέλος Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού 0,90
Ο βασικός μηνιαίος μισθός του Λέκτορα ορίζεται σε εννιακόσια σαράντα ένα (941) ευρώ.

2. Πέρα από το βασικό μισθό της προηγούμενης παραγράφου παρέχονται τα εξής επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις κατά μήνα:
α. Χρόνου υπηρεσίας, με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2.α. του άρθρου 36 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α').
β. Διδακτικής προετοιμασίας και εξωδιδακτικής απασχόλησης εντός των Α.Ε.Α., οριζόμενο, ως ακολούθως:
αα. Καθηγητής 558 ΕΥΡΩ
ββ. Αναπληρωτής Καθηγητής 499 ΕΥΡΩ
γγ. Επίκουρος Καθηγητής 382 ΕΥΡΩ
δδ. Λέκτορας 264 ΕΥΡΩ
εε. Μέλος Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού 117 ΕΥΡΩ
Το ανωτέρω επίδομα, καταβάλλεται στους δικαιούχους και κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής τους άδειας.
γ. Πάγια αποζημίωση για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, και για συμμετοχή σε συνέδρια, οριζόμενη ως ακολούθως:
αα. Καθηγητής 323 ΕΥΡΩ
ββ. Αναπληρωτής Καθηγητής 264 ΕΥΡΩ
γγ. Επίκουρος Καθηγητής 176 ΕΥΡΩ
δδ. Λέκτορας 147 ΕΥΡΩ
εε. Μέλος Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού 88 ΕΥΡΩ
δ. Ερευνητικό επίδομα, οριζόμενο, ως ακολούθως:
Για τους κατέχοντες μεταπτυχιακούς τίτλους σπου­δών:
αα. Καθηγητής 364 ΕΥΡΩ
ββ. Αναπληρωτής Καθηγητής 322 ΕΥΡΩ
γγ. Επίκουρος Καθηγητής 267 ΕΥΡΩ
δδ. Λέκτορας 178 ΕΥΡΩ
Για τους μη κατέχοντες μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών:
αα. Καθηγητής 210 ΕΥΡΩ
ββ. Αναπληρωτής Καθηγητής 210 ΕΥΡΩ
γγ. Επίκουρος Καθηγητής 170 ΕΥΡΩ
δδ. Λέκτορας 125 ΕΥΡΩ
ε. Οικογενειακή παροχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α').
στ/Εξοδα παράστασης στον Πρόεδρο του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και στον Διευθυντή Σπουδών οριζόμενα, κατά μήνα, ως ακολούθως:
αα. Πρόεδρος Ακαδημαϊκού Συμβουλίου 382 ΕΥΡΩ
ββ. Διευθυντής Σπουδών 323 ΕΥΡΩ
ζ/Εξοδα εορτών και αδείας, χορηγούμενα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α').

3. Τα ποσά των περιπτώσεων αα' των στοιχείων β', γ' και δ' της προηγούμενης παραγράφου αυτής προσαυξάνονται κατά ογδόντα οκτώ (88) ευρώ με τη συμπλήρωση είκοσι πέντε (25) ετών υπηρεσίας.

4. Πέραν των παροχών και αποζημιώσεων του άρθρου αυτού δε δικαιολογείται, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος και εφεξής, η χορήγηση άλλων μισθολογικών παροχών, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδή­ποτε πηγή, για τα μέλη Τακτικού Διδακτικού και Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού των Α.Ε.Α.

5. Οι μηνιαίες αποδοχές των μελών Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, μερικής απασχόλησης ορίζονται στο ένα τρίτο (1/3) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών και των επιδομάτων αντίστοιχης βαθμίδας πλήρους απασχόλησης με τα ίδια έτη υπηρεσίας. Η οικογενειακή παροχή καταβάλλεται στο ακέραιο.

6. Οι αποδοχές και τα επιδόματα περικόπτονται κατά τις ημέρες της συλλογικής ή ατομικής αποχής από τα καθήκοντα τους (διδακτικά ή εξεταστικά).

7. Για τη χορήγηση των επιδομάτων των στοιχείων β', γ' και δ' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου καταβάλλονται με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι προβαίνουν στις ενέργειες και ασκούν τις δραστηριότητες που προβλέπονται για τη χορήγηση τους.

8. Στα μέλη Ε.ΔΙ.Π. χορηγείται, επίσης, επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου Α.1. του άρθρου 8 του ν. 3205/ 2003 (ΦΕΚ 297 Α').

9. Για το λοιπό τακτικό προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών ισχύουν οι διατάξεις του Μέ­ρους Α' του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α').

10. θέματα που τυχόν ανακύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών.

11. Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου αυτού προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μικρότερες από αυτές που ελάμβαναν οι δικαιούχοι πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η τυχόν διαφορά διατηρείται ως προσωπική μέχρι την κάλυψη της από οποιαδήποτε αύξηση των νέων αποδοχών. Για τον υπολογισμό της τυχόν προσωπικής διαφοράς δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποσά της οικογενειακής παροχής.


Αρθρο 17

Δικαιώματα και Υποχρεώσεις Φοιτητών και Αποφοίτων των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών

1. Οι φοιτητές των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών δικαιούνται τις παροχές και τις διευκολύνσεις, που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις για τους φοιτητές των Ιδρυμάτων Ανωτάτης Εκπαίδευσης ιδίως σε ό,τι αφορά στη χορήγηση δωρεάν διδακτικών βιβλίων ή άλλων βοηθημάτων, στις μετακινήσεις, στις υποτροφίες και στην ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου, προσαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών.

2. Η ιδιότητα του φοιτητή αποκτάται με την εγγραφή του σε Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία και αποβάλλεται με τη λήψη του πτυχίου ή τη διαγραφή του, λόγω πειθαρχικού παραπτώματος. Οι φοιτητές δικαιούνται να κάνουν χρήση των εγκαταστάσεων και των μέσων, με τα οποία είναι εξοπλισμένη η Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία για την εκπλήρωση του εκπαιδευτικού της έργου.

3. Οι πτυχιούχοι των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, χειροτονούμενοι, κατατάσσονται στην Α' μισθολογική κατηγορία Εφημερίων και εξελίσσονται στα μισθολογικά κλιμάκια της κατηγορίας ΠΕ. Ειδικά οι κάτοχοι πτυχίου του Προγράμματος Ιερατικών Σπουδών μπορούν να εγγραφούν στον κατάλογο των προς Αρχιερατεία εκλόγιμων.

4. Το πτυχίο των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών δεν παρέχει δικαίωμα διορισμού στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Δημόσια Εκπαίδευση. Οι απόφοιτοι των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών προσλαμβάνονται αποκλειστικώς στις υπηρεσίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα.


Αρθρο 18

Σύσταση θέσεων

1. Σε κάθε Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία, συνιστώνται οι ακόλουθες θέσεις προσωπικού:
α) δέκα (10) θέσεις Διδακτικού Προσωπικού,
β) δέκα (10) θέσεις Ειδικού Διδακτικού και Ειδικού Τε­χνικού και Εργαστηριακού Προσωπικού, από τις οποίες πέντε θέσεις Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού και πέντε Ειδικού Τεχνικού και Εργαστηριακού Προσωπικού και
γ) οκτώ (8) θέσεις διοικητικού προσωπικού, από τις οποίες τέσσερις ΠΕ κατηγορίας και τέσσερις ΤΕ κατηγορίας. Η κατανομή σε επί μέρους κλάδους ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου.

2. Για την επικουρία του προέδρου του Ανωτάτου Επι­στημονικού Συμβουλίου στην άσκηση των καθηκόντων του, συνιστώνται τέσσερις θέσεις ειδικών συμβούλων και δύο θέσεις ειδικών συνεργατών, η πρόσληψη των οποίων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 55 της κωδικοποιημένης νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98 Α'), όπως τούτο ισχύει κάθε φορά.


Αρθρο 19

Εκκλησιαστικά Γυμνάσια

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ

1. Τα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια εξακολουθούν να διέπονται ως προς την εν γένει οργάνωση και λειτουργία τους από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 69 του ν. 1566/1985 (ΦΕΚ 167 Α').

2. Τα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια μπορούν να λειτουργούν μαζί με τα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια έχοντας ενιαία διοίκηση, κατά τα οριζόμενα, με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.

3. Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την ίδρυση, οργάνωση και εν γένει λειτουργία των Ενιαίων Εκκλησιαστικών Λυκείων έχουν εφαρμογή και για τα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια.


Αρθρο 20

Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια και Εκκλησιαστικά Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης

1. Τα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια διέπονται ως προς την ίδρυση, οργάνωση και εν γένει λειτουργία τους από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2525/1997 (ΦΕΚ 188 Α'), όπως ισχύουν κάθε φορά, και των προεδρικών διαταγμάτων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού. Για την έκδοση των προεδρικών αυτών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων απαιτείται σύμφωνη γνώμη του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.

2. Η φοίτηση στα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια ορίζεται σε τρία (3) έτη. Στους αποφοίτους χορηγείται απολυτήριο ισότιμο με αυτό των Ενιαίων Λυκείων, παρέχοντας τους δικαίωμα συμμετοχής στο εκάστοτε ισχύον σύστημα εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση.

3. Θεσμοθετούνται Εκκλησιαστικά Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης τα οποία οργανώνονται και λειτουργούν σύμφωνα με το ν. 2009/1992 (ΦΕΚ 18 Α') και τον Κανονισμό Επαγγελματικής Κατάρτισης και Λειτουργίας των Δημόσιων Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης. Ο ακριβής αριθμός των ιδρυόμενων Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης και οι έδρες αυτών καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Είναι δυνατόν αντί της ίδρυσης Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης, ύστερα από γνώμη του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού, να οργανώνονται και να λειτουργούν σε Δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ειδικά προγράμματα εκκλησιαστικής κατάρτισης διάρκειας δύο (2) εξαμήνων. Το κόστος λειτουργίας των Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης καλύπτεται από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

4. Διευθυντές στα Εκκλησιαστικά Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στο οποίο, για τη συγκεκριμένη λειτουργία, μετέχει και εκπρόσωπος του Οργανισμού Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης.

5. Οι σπουδαστές των Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης καταβάλλουν εξέταστρα, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για τους σπουδαστές των Δημόσιων Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης. Στους αποφοίτους των Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης χορηγείται Δίπλωμα Επαγγελματικής Κατάρτισης, το οποίο τους παρέχει τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 8 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α') και το π.δ. 50/2001 (ΦΕΚ 39 Α'). Οι απόφοιτοι των Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης, χειροτονούμενοι, κατατάσ­σονται στη Β' μισθολογική κατηγορία Εφημερίων.

6. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στο οποίο, για τη συγκεκριμένη λειτουργία, μετέχει και εκπρόσωπος του Οργανισμού Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, ρυθμίζονται τυχόν λεπτομέρειες για τα Εκκλησιαστικά Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης.


Αρθρο 21

Ιερατικά Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας

1. Θεσμοθετούνται Ιερατικά Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας. Τα Σχολεία αυτά ιδρύονται με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών, κατόπιν γνώμης του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, έχουν δε ως ειδικότερο σκοπό να καταρτίζουν κληρικούς ή υποψήφιους κληρικούς.

2. Στα Ιερατικά Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας εφαρμόζονται προγράμματα διετούς κύκλου εκκλησιαστικής εκπαίδευσης και μπορούν να εγγράφονται και να φοιτούν κληρικοί ή και λαϊκοί που έχουν υπερβεί το 18ο έτος της ηλικίας τους, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. Στον Α' κύκλο εγγράφονται και φοιτούν κληρικοί ή και λαϊκοί, απόφοιτοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι απόφοιτοι του Α' κύκλου χειροτονούμενοι, κατατάσσονται στη Γ' μισθολογική κατηγορία Εφημερίων.
β. Στο Β' κύκλο εγγράφονται και φοιτούν κληρικοί ή και λαϊκοί, απόφοιτοι της υποχρεωτικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και Μέσων Εκκλησιαστικών Φροντιστηρίων, καθώς και απόφοιτοι του Α' κύκλου εκκλησιαστικής εκπαίδευσης των Ιερατικών Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας. Οι απόφοιτοι του Β' κύκλου έχουν δικαίωμα εγγραφής στα Εκκλησιαστικά Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης και αφού αποκτήσουν το Δίπλωμα Επαγγελματικής Κατάρτισης, κατατάσσονται στη Β' μισθολογική κατηγορία Εφημερίων.

3. Διευθυντές στα Ιερατικά Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στο οποίο, για τη συγκεκριμένη λειτουργία, μετέχει και εκπρόσωπος της Γενικής Γραμματείας Εκπαίδευσης Ενηλίκων.

4. Οι ανάγκες των Ιερατικών Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας σε εκπαιδευτικό προσωπικό καλύπτονται με αποσπάσεις, κατά προτεραιότητα από εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκκλησιαστικής εκπαίδευσης και εφόσον αυτοί δεν επαρκούν από εκπαιδευτικούς της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οι αποσπάσεις διενεργούνται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων, κατόπιν γνώμης του Υπηρεσιακού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στο οποίο, για τη συγκεκριμένη λειτουργία, μετέχει εκπρόσωπος της Γενικής Γραμματείας Εκπαίδευσης Ενηλίκων.

5. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Επο­πτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στο οποίο, για τη συγκεκριμένη λειτουργία, μετέχει εκπρόσωπος της Γενικής Γραμματείας Εκπαίδευσης Ενηλίκων, ρυθμίζονται τυχόν λεπτομέρειες για τα Ιερατικά Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας.


Αρθρο 22

Δικαιώματα μαθητών Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και Ιερατικών Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας

Οι μαθητές των σχολικών μονάδων της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και όσοι φοιτούν στα Ιερατικά Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας δικαιούνται τις παροχές και τις διευκολύνσεις, που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις για τους μαθητές της δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης και για όσους φοιτούν σε Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας αντιστοίχως, ιδίως σε ό,τι αφορά στη χορήγηση δωρεάν διδακτικών βιβλίων ή άλλων βοηθημάτων, στις μετακινήσεις και στις υποτροφίες. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Εποπτικού Συμβουλίου Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στο οποίο συμμετέχει κατά περίπτωση και εκπρόσωπος της Γενικής Γραμματείας Εκπαίδευσης Ενηλίκων, προσαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας των σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και των Ιερατικών Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας.


Αρθρο 23

Εκπαιδευτικό Προσωπικό

1. Το μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης κατέχει οργανικές θέσεις, που ανήκουν σε κλάδους αντίστοιχους με τους προβλεπόμενους στη Δημόσια Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τους κλάδους, τα τυπικά προσόντα, τα θέματα βαθμολογικής, μισθολογικής και εν γένει υπηρεσιακής κατάστασης και εξέλιξης, όπως και τα θέματα πειθαρχικού δικαίου του εκπαιδευτικού προσωπικού Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, εφαρμόζονται αναλόγως και στο εκπαιδευτικό προσωπικό της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.

2. Οι διορισμοί του εκπαιδευτικού προσωπικού της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης πραγματοποιούνται από πίνακες διοριστέων, που καταρτίζονται ανά κλάδο, μετά από σχετική δημόσια προκήρυξη. Οι πίνακες που καταρτίζονται διακρίνονται σε πίνακες διοριστέων, πίνακες επιτυχόντων και πίνακες απορριπτέων. Οι πίνακες διοριστέων ισχύουν για δύο (2) σχολικά έτη, οι πίνακες επιτυχόντων για τρία (3) σχολικά έτη και ο διορισμός γίνεται ανάλογα με τις υφιστάμενες ανάγκες και τον εγκεκριμένο κάθε φορά προγραμματισμό πλήρωσης των θέσεων.

3. Η αξιολόγηση των υποψηφίων γίνεται από εννεαμελές ειδικό Συμβούλιο το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία ορίζεται και ο γραμματέας του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο απαρτίζεται: α) από τρία (3) μέλη που ορίζονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα, δύο από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκ των οποίων το ένα Αρχιερέας, ο οποίος και προεδρεύει του Συμβουλίου, και ένα από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης και β) τέσσερα (4) μέλη που ορίζονται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μεταξύ μελών Δ.Ε.Π. ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, Συμβούλων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Σχολικών Συμβούλων και Διευθυντών Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και γ) τους δύο (2) αιρε­τούς εκπροσώπους του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης. Η θητεία του Συμβουλίου είναι διετής.

4. Από τους πίνακες διοριστέων και επιτυχόντων προσλαμβάνονται και οι αναπληρωτές και ωρομίσθιοι καθηγητές για την κάλυψη των αναγκών των σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.

5. Για το διορισμό μόνιμων εκπαιδευτικών και τις προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών στην Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία από τους πίνακες διοριστέων και επιτυχόντων απαιτείται και έγκριση της Ιεράς Επιστασίας του Αγίου Όρους, σύμφωνα με την Υ.Α. Φ.7626/6/ ΑΣ/1785/1987 (ΦΕΚ 765 Β').

6. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρό­ταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από σύμφωνη γνώμη του Εποπτικού Συμβουλίου Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις διενέργειας της προκήρυξης διορισμού εκπαιδευτικού προσωπικού, τα κριτήρια επιλογής, στα οποία υποχρεωτικώς συμπεριλαμβάνεται ως πρόκριμα και συνέντευξη, καθώς και οι συντελεστές βαρύτητας, η διαδικασία επιλογής και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα.

7. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρό­ταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από σύμφωνη γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και με προσαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για το εκπαιδευτικό προσωπικό της Δευτεροβάθμιας Δημόσιας Εκπαίδευσης ρυθμίζονται οι μεταθέσεις, αποσπάσεις, μετατάξεις, εκπαιδευτικές άδειες, επιμόρφωση, μετεκ­παίδευση και αξιολόγηση των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και λοιπά θέματα υπηρεσιακής κατάστασης αυτών.

8. Η επιλογή Διευθυντών και Υποδιευθυντών στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης γίνεται από το Συμβούλιο της παραγράφου 3 του άρ­θρου αυτού. Για τα προσόντα, τα κριτήρια και τη διαδικασία επιλογής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που εκάστοτε ισχύουν για την επιλογή Διευθυντών και Υποδιευθυντών της Δημόσιας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Με τη διαδικασία της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού προσαρμόζονται οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας των σχολείων.


Αρθρο 24

Εποπτικό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης

1. Συνιστάται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Εποπτικό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, το οποίο αποτελείται από:
α) έναν (1) Αρχιερέα, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως Πρόεδρο,
β) έναν (1) Αρχιερέα, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης,
γ) έναν (1) Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ή Σχολικό Σύμβουλο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ειδικότητας ή κλάδου Θεολόγων, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων,
δ) ένα (1) μέλος της Συνοδικής Επιτροπής Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως και Επιμορφώσεως του Εφημεριακού Κλήρου, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος,
ε) έναν (1) καθηγητή Ανώτατης Εκπαίδευσης, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων,
στ) ένα (1) Διευθυντή σχολικής μονάδας της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και
ζ) τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και Θρησκευτικής Αγωγής του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή το νόμιμο αναπληρωτή του.

2. Τα μέλη του Συμβουλίου διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Με την απόφαση διορισμού ορίζεται και ο γραμματέας του Συμβουλίου, ο οποίος είναι μόνιμος διοικητικός υπάλληλος του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατά προτίμηση της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων.

3. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου είναι τριετής.

4. Το Εποπτικό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης είναι αρμόδιο να προτείνει ή να γνωμοδοτεί για θέματα σχολικών μονάδων Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης σχετικά με:
α) την ίδρυση, συγχώνευση, κατάργηση και μεταφορά της έδρας σχολικών μονάδων,
β) την κατάρτιση ή αναθεώρηση των προγραμμάτων σπουδών,
γ) την προκήρυξη και συγγραφή ειδικών βιβλίων για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς,
δ) τις εγγραφές, μετεγγραφές, φοίτηση, ποινές, εξετάσεις, διαδικασία αξιολόγησης των μαθητών και την οργάνωση της μαθητικής ζωής εν γένει,
ε) τη μελέτη κάθε εκπαιδευτικού θέματος, το οποίο παραπέμπεται σε αυτό από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και αφορά γενικώς στη λειτουργία της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και
στ) κάθε άλλο συναφές θέμα.


Αρθρο 25

Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης

1. Συνιστάται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, το οποίο αποτελείται από:
α) έναν (1) Αρχιερέα, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως Πρόεδρο,
β) έναν (1) Αρχιερέα, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης,
γ) έναν (1) Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, από τους υπηρετούντες στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
δ) έναν (1) Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ή Σχολικό Σύμβουλο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ειδικότητας ή κλάδου Θεολόγων, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων,
ε) τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Εκκλησιαστικής Εκ­παίδευσης και Θρησκευτικής Αγωγής του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή το νόμιμο αναπληρωτή του και
στ) δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους του Εκπαιδευτικού Προσωπικού της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης κατά προτίμηση με βαθμό Α'. Όταν συζητείται θέμα διοικητικού προσωπικού, αντί των παραπάνω αιρετών μελών, συμμετέχουν δύο (2) αιρετοί εκπρόσωποι του διοικητικού προσωπικού της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης. Οι αιρετοί εκπρόσωποι εκλέγονται με ισάριθμους αναπληρωτές, κατά τις κείμενες διατάξεις.

2. Τα μέλη του Συμβουλίου διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Με την απόφαση διορισμού ορίζεται και ο γραμματέας του Συμβουλίου, ο οποίος είναι μόνιμος διοικητικός υπάλληλος του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

3. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου είναι διετής.

4. Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης έχει γενική αρμοδιότητα επί υπηρεσιακών και πειθαρχικών θεμάτων του εκπαιδευτικού προσωπικού των σχολικών μονάδων της δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, καθώς και του διοικητικού προσωπικού όλων των βαθμίδων της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης. Ειδικότερα το Συμβούλιο είναι αρμόδιο για θέματα σχετικά με:
α) τις μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των εκπαιδευτικών από μία σχολική μονάδα σε άλλη ή κατά περίπτωση σε υπηρεσίες και φορείς, όπου τούτο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις,
β) τη χορήγηση εκπαιδευτικών αδειών,
γ) τη βαθμολογική και εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση όλου του διοικητικού προσωπικού της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, καθώς και τα θέματα μετατάξεων,
δ) τα θέματα πειθαρχικού δικαίου για το προσωπικό της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης των πιο πάνω κατηγοριών,
ε) κάθε άλλο θέμα που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.



Αρθρο 26

Ίδρυση Εστίας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
ΕΣΤΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ

1. Ιδρύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «Εστία Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης» και έδρα την Αθήνα.

2. Η Εστία Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης τελεί υπό την ευθύνη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα και έχει ως σκοπό τη μέριμνα για σίτιση και διαμονή φοιτητών και μαθητών σχολικών μονάδων της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης. Για την εκπλήρωση του σκοπού της η Εστία Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης οργανώνει και λειτουργεί φοιτητικές και κατά περίπτωση μαθητικές εστίες στις πόλεις που λειτουργούν μονάδες της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης ή αναθέτει σε τρίτους τη σίτιση ή και τη διαμονή φοιτητών και μαθητών. Η Εστία Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης οφείλει να εξασφαλίζει διαμονή και σίτιση σε φοιτητές των Προγραμμάτων Ιερατικών Σπουδών και μαθητές των Ιερατικών Σχολών Δεύτερης Ευκαιρίας που το επιθυμούν. Οι δαπάνες εξοπλισμού και λειτουργίας των εστιών για τις κατηγορίες αυτές των φοιτητών και μαθητών καλύπτονται από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων με επιχορήγηση της Εστίας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης. Εστίες μπορούν να λειτουργούν και στα Ενιαία Εκκλη­σιαστικά Λύκεια και στα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια. Στις εστίες αυτές μπορούν να διαμένουν και οι σπουδαστές των Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης και το κόστος λειτουργίας τους καλύπτεται από τον προϋπολογισμό της Εκκλησίας της Ελλάδος ή τον προϋπολογισμό της Εκκλησιαστικής Αρχής στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγεται η εστία.

3. Η διοίκηση της Εστίας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης ασκείται από:
α) Το Διοικητικό Συμβούλιο και
β) τον Διευθυντή. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από επτά (7) μέλη και ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από πρόταση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου μεταξύ των μελών του. Ο Διευθυντής είναι καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, κατά προτίμηση από την Εκκλησιαστική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, και επιλέγεται από το Διοικητικό Συμβούλιο για θητεία τριών (3) ετών, κατόπιν ανοικτής προκήρυξης. Με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται η αποζημίωση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, του Γραμματέα αυτού και του Διευθυντή.

4. Το ημερήσιο σιτηρέσιο για τους φοιτητές και μαθητές εκκλησιαστικής εκπαίδευσης ορίζεται και αναπροσαρμόζεται με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από πρόταση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.

5. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κυρώνεται ο Κανονισμός της Εστίας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης που καταρτίζεται το αργότερο μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο και με τον οποίο ρυθμίζονται θέματα εν γένει οργάνωσης και λειτουργίας, ιδίως δε: οι αρμοδιότητες των οργάνων διοίκησης και οι κανόνες λειτουργίας αυτών, ο τρόπος οργάνωσης, διοίκησης και λειτουργίας των φοιτητικών ή μαθητικών εστιών, η διαδικασία ανάθεσης σε τρίτους της διαμονής ή της σίτισης φοιτητών ή μαθητών, η διαδικασία διαχείρισης και κατανομής των πόρων, η διαδικασία πρόσληψης του προσωπικού, η διαδικασία προμήθειας, παρασκευής και διανομής των συσσιτίων, ο καθορισμός των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας των εγκαταστάσεων των εστιών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

6. Ο εξοπλισμός των υφιστάμενων κατά τη δημοσίευση του νόμου οικοτροφείων παραχωρείται με τη λήξη του τρέχοντος σπουδαστικού ή σχολικού έτους κατά περίπτωση στην Εστία Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης κατά προτεραιότητα για τις ανάγκες της Εστίας της οικείας σχολικής μονάδας. Ομοίως, το υπηρετούν προσωπικό στα υφιστάμενα οικοτροφεία που λειτουργούν κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού διατίθεται στην Εστία Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.

7. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα που τυχόν ανακύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου αυτού.


Αρθρο 27

Σχολή Εκκλησιαστικής Διακονίας

1. Ιδρύεται και λειτουργεί Σχολή Εκκλησιαστικής Διακονίας (Σ.Ε.Δ.), ως υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, με έδρα την Αθήνα, σκοπός της οποίας είναι η κατάρτιση και η δια βίου επιμόρφωση στελεχών, Κληρικών ή Λαϊκών, της Εκκλησίας της Ελλάδος, Πτυχιούχων Ανωτάτης Εκπαίδευσης.

2. Όργανα της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας είναι η Εφορεία, ο Έφορος και το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο.

3. Η Εφορεία είναι ανώτατο όργανο της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας, το οποίο έχει γενική αρμοδιότητα επί όλων των διοικητικών και εκπαιδευτικών θεμάτων. Συγκροτείται με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και αποτελείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος ως Πρόεδρο, τρεις (3) Μητροπολίτες ή άλλους Κληρικούς, εκ των οποίων ο αρχαιότερος αναπληρώνει τον Πρόεδρο, όταν αυτός κωλύεται ή απουσιάζει, και τρεις (3) Καθηγητές Ανωτάτης Εκπαίδευσης, εν ενεργεία ή ομότιμους, εκ των οποίων οι δύο (2) τουλάχιστον θεολογικών μαθημάτων Θεολογικών Σχολών.

4. Ο 'Εφορος ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από πρόταση της Εφορείας. Ο Έφορος διευθύνει τις Διοικητικές Υπηρεσίες της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας και συντονίζει το διδακτικό της έργο, προτείνει στην Εφορεία τον προϋπολογισμό και συντάσσει τον απολογισμό της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας, εκτελεί τις δαπάνες της εντός των πιστώσεων του προϋπολογισμού και έχει την ευθύνη για τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας της.

5. Ο Πρόεδρος της Εφορείας, με απόφαση του, κατόπιν εισήγησης της Εφορείας, συγκροτεί επταμελές Ακαδημαϊκό Συμβούλιο από Καθηγητές Πανεπιστημίου εν ενεργεία ή ομότιμους, εκ των οποίων οι τέσσερις (4) τουλάχιστον εκ των Θεολογικών Σχολών, με προεδρεύοντα τον αρχαιότερο από αυτούς. Ο Έφορος, του οποίου η θητεία είναι τριετής, συμμετέχει στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο χωρίς δικαίωμα ψήφου.

6. Το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο καταρτίζει τα προγράμματα δια βίου επιμόρφωσης και κατάρτισης, τα οποία κατόπιν εγκρίνονται από την Εφορεία, αναθέτει και επιμερίζει καθήκοντα στο κάθε είδους εκπαιδευτικό προσω­πικό της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας, αποφασίζει επί κάθε εκπαιδευτικού, σπουδαστικού ή πειθαρχικού θέματος σπουδαστών και γενικώς έχει την ευθύνη για κάθε άλλο θέμα σχετικό με τη λειτουργία της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας.

7. Η θητεία των μελών της Εφορείας και του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου είναι τριετής, οι σχετικές δε υπηρε­σίες τους παρέχονται χωρίς αμοιβή. Ο 'Έφορος μπορεί να λαμβάνει μηνιαία αποζημίωση, το ύψος της οποίας ορίζεται με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, μετά από πρόταση της Εφορείας. Η αποζημίωση αυτή, καθώς και τα λειτουργικά έξοδα της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Εκκλησίας της Ελλάδος.

8. Εκπαιδευτικές ανάγκες της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας δύναται να καλύπτονται με αποσπάσεις καθηγητών της δημόσιας εκπαίδευσης, κατά κανόνα κατόχων διδακτορικού διπλώματος. Η απόσπαση ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η απόσπαση έχει διάρκεια ένα (1) σχολικό έτος και μπορεί να ανανεώνεται. Στη Σχολή Εκκλησιαστικής Διακονίας προσκαλούνται και διδάσκουν κατά βάσιν και εν ενεργεία μέλη του διδακτικού προσωπικού των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης ή ομότιμοι καθηγητές των Θεολογικών Σχολών της ημεδαπής ή Ορθοδόξων ομοταγών της αλλοδαπής.

9. Με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κυρώνεται ο Κανονισμός της Σχολής που καταρτίζεται από κοινού από την Εφορεία και το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο. Με τον Κανονισμό ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν στα όργανα διοίκησης της Σχολής, στις αρμοδιότητες και στους κανόνες λειτουργίας αυτών, στην καθόλου οργάνωση της Σχολής, στη διαδικασία κατάρτισης των προγραμμάτων δια βίου επιμόρφωσης και κατάρτισης, στους οικονομικούς πόρους και στη διαχείριση αυτών, στις υποχρεώσεις του προσωπικού, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των σπουδαστών, ιδίως σε ό,τι αφορά στην επιλογή-εγγραφή, παρακολούθηση μαθημάτων, διαδικασία εξετάσεων, βαθμολογία, στα χορηγούμενα πιστοποιητικά, στην οργάνωση της λειτουργίας της Σχολής, ιδίως σε ό,τι αφορά σε αργίες, θερινές διακοπές, στη διαδικασία χορήγησης παροχών, ιδίως σε ό,τι αφορά σε συγγράμματα και λοιπά βοηθήματα, καθώς και σε κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με την ίδια διαδικασία, μετά από πρόταση των οργάνων της Σχολής, μπορούν να αναθεωρούνται διατάξεις του Κανονισμού.



Αρθρο 28

Μεταβατικές διατάξεις για τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες και τις Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ, ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1. Οι σπουδαστές των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών, που ολοκληρώνουν επιτυχώς τα μαθήματα του προγράμματος σπουδών το ακαδημαϊκό έτος 2006-2007, κατατάσσονται αυτοδικαίως από την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους 2007-2008 στο Πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών της οικείας Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Κατ' εξαίρεση, οι απόφοιτοι του ακαδημαϊκού έτους 2005-2006 μπορούν, ύστερα από αίτηση - δήλωση να συνεχίσουν τη φοίτηση στο 7ο εξάμηνο σπουδών ή να καταστούν πτυχιούχοι της οικείας Ανώτερης Εκκλησιαστικής Σχολής. Οι φοιτητές του Προγράμματος Ιερατικών Σπουδών διατηρούν την εκπαιδευτική τους κατάσταση σε σχέση με τα υπολειπόμενα εξάμηνα σπουδών και κατοχυρώνουν τα μαθήματα στα οποία έχουν εξεταστεί επιτυχώς, εφόσον περιλαμβάνονται στο νέο πρόγραμμα σπουδών. Οι υπόλοιποι σπουδαστές των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών, που δεν ολοκληρώνουν επιτυχώς τα μαθήματα, κατατάσσονται στο οικείο κατά περίπτωση εξάμηνο σπουδών, με απόφαση του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου, μετά από εισήγηση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της οικείας Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Με την ίδια διαδικασία ρυθμίζεται οποιοδήποτε ζήτημα προκύπτει σε σχέση με την εκπαιδευτική κατάσταση των φοιτητών, λόγω οποιασδήποτε αλλαγής του προγράμματος σπουδών.

2. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου, καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία εξομοίωσης των πτυχίων των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών με τα πτυχία του Προγράμματος Ιερατικών Σπουδών των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών.

3. Όσοι κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού υπηρετούν ως καθηγητές στις Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές κρίνονται, με κλειστή διαδικασία, για ένταξη σε μόνιμες θέσεις διδακτικού προσωπικού, ύστερα από αίτηση τους που υποβάλλεται το αργότερο μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη δημοσίευση του νόμου, ως ακολούθως: οι υπηρετούντες στην Α' βαθμίδα για θέση Αναπληρωτή Καθηγητή, οι υπηρετούντες στη Β' βαθμίδα για θέση Επίκουρου Καθηγητή και οι υπηρετούντες στη Γ' βαθμίδα για θέση Λέκτορα. Το γνωστικό αντικείμενο των αντίστοιχων θέσεων καθορίζεται από το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο. Η κρίση γίνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10, αφού ληφθεί υπόψη το ευδόκιμο της υπηρεσίας τους. Αν η κρίση είναι θετική, ο κρινόμενος εντάσσεται σε μόνιμη θέση Διδακτικού Προσωπικού, στη βαθμίδα για την οποία κρίθηκε με μετατροπή αυτοδικαίως της θέσης που κατέχει σε θέση διδακτικού προσωπικού. Αν η κρίση είναι αρνητική τότε παραμένουν σε προσωποπαγείς θέσεις και η υπηρεσιακή τους κατάσταση διέπεται από το προηγούμενο νομικό και μισθολογικό καθεστώς /Εχουν δικαίωμα να ζητήσουν μία μόνο νέα κρίση τουλάχιστον δύο (2) χρόνια μετά την πρώτη κρίση.
Διαδικασίες κρίσεως καθηγητών των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών που βρίσκονται σε εξέλιξη, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου, ολοκληρώνονται με βάση το προϊσχύσαν καθεστώς και στη συνέχεια εφαρμόζεται η παραπάνω διαδικασία.

4. Για τις κρίσεις του άρθρου αυτού συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και κατόπιν εισήγησης του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου, ειδικό επταμελές εκλεκτορικό σώμα, στο οποίο μετέχουν τέσσερις (4) Καθηγητές ή Αναπληρωτές Καθηγητές Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης του ίδιου ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου ή, στην περίπτωση που δεν υπάρχουν αυτοί, επιστήμονες της ημεδαπής αντίστοιχων προσόντων και αντίστοιχης ή συγγενούς ειδικότητας προς τη θέση που κατά περίπτωση πρόκειται να μετατραπεί και πληρωθεί, και τρεις (3) ιεράρχες, κάτοχοι διδακτορικών τίτλων. Εάν δεν υπάρχουν ιεράρχες με τα ανωτέρω προσόντα, μπορούν να ορίζονται ως μέλη του εκλεκτορικού σώματος του προηγούμενου εδαφίου και ιεράρχες κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και ο Πρόεδρος αυτού του εκλεκτορικού σώματος.

5. Για την κατά το άρθρο 7 του νόμου αυτού συγκρότηση και λειτουργία Ακαδημαϊκού Συμβουλίου κάθε Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας απαιτείται ο διορισμός σε αυτήν επτά (7) τουλάχιστον μελών διδακτικού προσωπικού, από τα οποία τρία (3) τουλάχιστον στις βαθμίδες του Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή/ Εως ότου διοριστούν τα επτά (7) αυτά μέλη κάθε Ανώτα­της Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, τις αρμοδιότητες του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου ασκεί επταμελής Διοικούσα Επιτροπή. Ο Πρόεδρος και τα μέλη κάθε Διοικούσας Επιτροπής ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου. Ως μέλη των Διοικουσών Επιτροπών ορίζονται επιστήμονες εγνωσμένου κύρους με θεολογική κατάρτιση και ιεράρχες, κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων.

6. Η περιουσία, καθώς και το αρχείο που διαχειρίζονται οι Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Ηρακλείου Κρήτης και Βελλάς Ιωαννίνων περιέρχονται με τη λήξη του ακαδημαϊκού έτους 2006-2007 αυτοδικαίως στη διαχείριση των αντίστοιχων Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών.

7. Οι υφιστάμενες κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού κενές θέσεις Καθηγητών των Ανώτερων Εκκλησιαστικών Σχολών μετατρέπονται αυτοδικαίως σε ενιαίες θέσεις διδακτικού προσωπικού κατά το άρθρο 9 του νόμου αυτού, επιπλέον των θέσεων του άρθρου 18 του νόμου αυτού.

8. Με τη λήξη του ακαδημαϊκού έτους 2006-2007 λήγει η θητεία των οργάνων διοίκησης των Ανώτερων Εκκλησιαστικών Σχολών και η λειτουργία του προγράμματος σπουδών των Σχολών αυτών περιέρχεται στα αρμόδια όργανα των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, τα οποία εφεξής χορηγούν τους τίτλους και τα κάθε είδους πιστοποιητικά και βεβαιώσεις. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.

9. Οι υφιστάμενες κενές θέσεις διοικητικού προσωπικού των μετονομαζόμενων Ανώτερων Εκκλησιαστικών Σχολών θεωρούνται οργανικές θέσεις αντίστοιχων κατηγοριών, της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, επιπλέον των προβλεπόμενων θέσεων στο άρθρο 18 του νόμου αυτού. Οι υπηρετούντες διοικητικοί υπάλληλοι των Ανώτερων Εκκλησιαστικών Σχολών κατατάσσονται αυτοδικαίως σε προσωποπαγείς θέσεις, στις οποίες με­τατρέπονται οι θέσεις που κατέχουν, θεωρούμενοι υπάλληλοι της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Ειδικώς, το προσωπικό που απασχολείται στα Οικοτροφεία διατίθεται, έως ότου αποχωρήσει με οποιονδήποτε τρόπο από την υπηρεσία, για τη λειτουργία των Οικοτροφείων του άρθρου 26 του νόμου αυτού.

10. Το διοικητικό προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Υπηρεσιακού Συμβουλίου του άρθρου 25 του νόμου αυτού, εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα του υφιστάμενου Υπηρεσιακού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.

11. Στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του νόμου αυτού εντάσσονται και οι κάτοχοι απολυτηρίου Δ' Τάξης Ενιαίων Εκκλησιαστικών Λυκείων που υπάρχουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.


Αρθρο 29

Μεταβατικές διατάξεις για τα Ιερατικά Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας και τα Μέσα Εκκλησιαστικά Φροντιστήρια

1. Η Δ' τάξη των Ενιαίων Εκκλησιαστικών Λυκείων καταργείται με τη λήξη του σχολικού έτους 2005-2006. Στους μαθητές που δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής για τελευταία φορά στις επα­ναληπτικές εξετάσεις Σεπτεμβρίου του έτους 2006.

2. Τα Ιερατικά Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας του άρθρου 21 του νόμου αυτού αρχίζουν τη λειτουργία τους από το σχολικό έτος 2006-2007. Το σχολικό έτος 2005-2006 εγγράφονται για τελευταία φορά μαθητές στην πρώτη τάξη των Μέσων Εκκλησιαστικών Φροντιστηρίων, οι οποίοι από το σχολικό έτος 2006-2007 θα εντάσσονται στον Α' κύκλο σπουδών των Ιερατικών Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας. Οι απόφοιτοι της Β' τάξεως των Μέσων Εκκλησιαστικών Φροντιστηρίων του σχολικού έτους 2005 - 2006 εγγράφονται στο Β' έτος του Α' κύκλου σπουδών των Ιερατικών Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας. Τα υφιστάμενα, κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, Μέσα Εκκλησιαστικά Φροντιστήρια καταργούνται με τη λήξη του σχολικού έτους 2005-2006. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από γνώμη του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, ρυθμίζονται οι κάθε είδους μαθητικές εκκρεμότητες ως προς τη φοίτηση τους και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

3. Οι υφιστάμενες κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού κενές οργανικές θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού όλων των κλάδων και ειδικοτήτων της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης ανακατανέμονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στις σχολικές μονάδες της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, όπως αυτές προβλέπονται από το νόμο αυτόν, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας κάθε σχολείου και τον αριθμό μαθητών που φοιτούν σε αυτά. Οι υπηρετούντες στα Μέσα Εκκλησιαστικά Φροντιστήρια εκπαιδευτικοί έχουν το δικαίωμα να αποσπαστούν κατά τη διαδικασία του άρθρου 21 του νόμου αυτού ή να μετατεθούν σε άλλα εκκλησιαστικά σχολεία ή να μεταταγούν στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε σχολεία της Διεύθυνσης που έχει την έδρα της στην ίδια πόλη όπου λειτουργεί το Μέσο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο από το οποίο προέρχονται. Οι καθηγητές των σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης που αναστέλλουν τη λειτουργία τους και όσοι βρεθούν υπεράριθμοι λόγω κατάργησης της Δ' τάξης των Ενιαίων Εκκλησιαστικών Λυκείων μετατίθενται, εφόσον υπάρχει δυνατότητα, σε άλλο σχολείο της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης ή μετατάσσονται υποχρεωτικά σε σχολεία της Διεύθυνσης που έχει την έδρα της στην πόλη όπου λειτουργεί το σχολείο από το οποίο προέρχονται. Με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζονται τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης των διοικητικών υπαλλήλων που προκύπτουν από την κατάργηση των Μέσων Εκκλησιαστικών Φροντιστηρίων και την παύση λειτουργίας σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.

4. Μέχρις ότου επιλεγούν οι Διευθυντές στα Ιερατικά Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας, κατά το άρθρο 21 του νόμου αυτού, καθήκοντα Διευθυντών στις Σχολές αυτές ανατίθενται από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης σε υπηρετούντες εκπαιδευτικούς κλάδου ΠΕ1 Θεολόγων με δεκαετή τουλάχιστον εκπαιδευ­τική υπηρεσία κατά προτεραιότητα της Εκκλησιαστικής, άλλως της Δευτεροβάθμιας Δημόσιας Εκπαίδευσης.

5. Η βιβλιοθήκη, το αρχείο και ο εξοπλισμός των Μέσων Εκκλησιαστικών Φροντιστηρίων περιέρχονται στο πλησιέστερο Ιερατικό Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.


Αρθρο 30

α) Η περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν. 1951/1991 (ΦΕΚ 84 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

«Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος μπορεί, με απόφαση της, να ανυψώσει όλους τους Βοηθούς Επισκόπους και Τιτουλάριους σε Τιτουλάριους Μητροπολίτες με τον τίτλο που φέρουν.»

β) Από τις θέσεις που συστήθηκαν με το άρθρο 1 του ν.δ. 1399/1973 (ΦΕΚ 112 Α') μεταφέρονται από την Ιερά Μητρόπολη Ρόδου στην Ιερά Μητρόπολη Σύμης μια θέση Διακόνου και μια Ιεροκήρυκα, η οποία μετατρέπεται σε θέση λαϊκού υπαλλήλου κλάδου ΠΕ Διοικητικού.


Αρθρο 31

Εξουσιοδοτικές διατάξεις

1. Ειδικότερα θέματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του νόμου αυτού ρυθμίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, μετά από γνώμη του αρμόδιου κατά περίπτωση συλλογικού οργάνου.

2. Όπου από τις διατάξεις του νόμου αυτού απαιτείται γνώμη, σύμφωνη γνώμη ή πρόταση αρμόδιου οργάνου, αυτή θα πρέπει να διατυπωθεί, εφόσον δεν ορίζεται από επί μέρους διατάξεις διαφορετικά, το αργότερο μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή του σχετικού ερωτήματος. Σε αντίθετη περίπτωση η πράξη εκδίδεται απευθείας από το αποφασίζον όργανο.

3. Στον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων εγγράφονται κατ' έτος οι αναγκαίες πιστώσεις για την κάλυψη των πάσης φύσεως δαπανών λειτουργίας όλων των σχολικών μονάδων της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.

4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Πολυμελούς Συμβουλίου της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, μπορεί να ρυθμίζονται στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί Εθνικών Κληροδοτημάτων τα θέματα που αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία του εκπαιδευτικού γενικώς έργου της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής.


Αρθρο 32

Τελικές διατάξεις

1. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται οι διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας για την Εκκλησιαστική Εκπαίδευση, οι οποίες είναι αντίθετες με τις διατάξεις του νόμου αυτού ή ρυθμίζουν κατά τρόπο διαφορετικό τα ίδια θέματα.

2. Οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν θίγουν τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που ορίζουν τους απαραίτητους τίτλους σπουδών για το διορισμό κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος.


Αρθρο 33

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Κώστας Σημίτης και κράτος δικαίου

Κατά την εποχή της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κ. Σημίτη (1996 – 2004), η Ελλάδα απέκτησε ορισμένους θεσμικούς πυλώνες που θα έπρεπε να ...