Από την συνταγματική αναθεώρηση του 1986, με την οποία αφαιρέθηκαν ορισμένες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως η διάλυση της Βουλής εάν διαπίστωνε την δυσαρμονία της με την λαϊκή βούληση, το ελληνικό πολίτευμα χαρακτηρίστηκε "πρωθυπουργοκεντρικό". Ήταν η περίοδος που τα πολιτικά συμφραζόμενα έθεταν στο επίκεντρο τον παντοδύναμο αρχηγό μιας μονοκομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, την οποίο αντιπολιτευόταν μια επίσης ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση - εν αναμονή κυβέρνηση, ενώ ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας περιοριζόταν στον συμβολικό εγγυητικό ρόλο της εθιμοτυπίας των ορκωμοσιών και της υπογραφής των νομοθετικών προϊόντων της Βουλής. Οι κυβερνήσεις εναλλάσσονταν με την λογική του "ώριμου φρούτου", με την εξουσία να αφορά μόνο δύο πολιτικούς φορείς, υποστηριζόμενους από τις πλατειές εκλογικές πελατείες τους.
Ο όρος "προεδρευόμενη" που συνοδεύει τον χαρακτηρισμό του πολιτεύματος ως "κοινοβουλευτικής δημοκρατίας", είχε προκαλέσει ορισμένες ενστάσεις κατά την θέσπιση του Συντάγματος του 1975. Η δημοκρατία μας δεν είναι "προεδρική", καθώς την κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας τυπικά μόνον ενσαρκώνει ο Πρόεδρος, ενώ το σύνολο των πολιτικών αποφάσεων έχει απορροφηθεί από τις αρμοδιότητες του Πρωθυπουργού. Οι ενστάσεις για τον όρο "προεδρευόμενη" σχετίζονταν με το δυσμετάφραστο του σε άλλες γλώσσες. Στην πραγματικότητα όμως, νομίζω ότι ο όρος ήταν η μετάφραση του αγγλικού ρήματος "chair", που αποδίδει το ρόλο του συντονιστή - όχι όμως και του πρωταγωνιστή- μιας συζήτησης. Το αμιγώς κοινοβουλευτικό σύστημα είναι εκείνο στο οποίο όλες οι δημόσιες εξουσίες απορρέουν άμεσα ή έμμεσα από το κοινοβούλιο κι όχι από τις αποφάσεις του ανώτατου άρχοντα. Η παλιά διαπάλη πρωθυπουργού - βασιλιά, δεν αφορούσε ένα γνήσιο κοινοβουλευτικό σύστημα, αφού η Βουλή δεν διέθετε τον πρωτεύοντα σημερινό ρόλο. Ο ανώτατος άρχοντας τότε μπορούσε να διορίσει και να παύσει "τους υπουργούς αυτού" κι έπρεπε να κατοχυρωθεί η απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης για να λήξει αυτός ο συνταγματικός κύκλος. Στο σύστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η διαπάλη έχει μετατοπιστεί στο δίπολο κυβέρνηση - αντιπολίτευση. Οπότε ο ρόλος του Προέδρου είναι απλώς να "προεδρεύει" κι όχι να κυβερνά. Είναι περισσότερο "Προεδρεύων" και λιγότερο "Πρόεδρος".
Τον τελευταίο χρόνο όμως, τα πολιτικά συμφραζόμενα έχουν μεταβληθεί σημαντικά. Η σοβαρότατη κρίση εμπιστοσύνης των δύο πολιτικών φορέων που εναλλάσσονταν στην μονοκομματική κυβερνητική εξουσια, όπως αυτή εκφράστηκε με τις μετακινήσεις αρχικά των βουλευτών και την μετάθεση αυτής της δυσπιστίας σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, κόστισε σημαντικά στο "πρωθυπουργοκεντρικό" σύστημα, αναδεικνύοντας τις σοβαρές στρεβλώσεις που επέφερε μέσα στα χρόνια, στον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Όταν έγινε αντιληπτό ότι μια μονοκομματική κυβέρνηση, παρά την τυπική δεδηλωμένη, αδυνατεί να απορροφήσει τους κοινωνικούς κραδασμούς και να χτίσει τις ευρείες συναινέσεις που επιβάλλονταν για την λήψη εξαιρετικά επαχθών και αντιλαϊκών μέτρων, η πολιτική λύση αναζητήθηκε στην τρικομματική συμπόρευση. Στο επίκεντρο λοιπόν ήρθε ο συντονιστής, ο "ρυθμιστής του πολιτεύματος", κατά την συνταγματική ορολογία. Ο οποίος παρείχε το forum, τις εγκαταστάσεις και την υψηλή επιστασία της Προεδρίας της Δημοκρατίας, για τις συζητήσεις που κατέληξαν στον διορισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου.
Μετεκλογικά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλήθη να ασκήσει την αρμοδιότητα της ανάθεσης των διερευνητικών εντολών και, όταν αυτές απέβησαν άκαρπες, να οργανώσει τις συζητήσεις μεταξύ των πολιτικών αρχηγών για τον σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης. Τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν στο προεδρικό μέγαρο με πρωτόγνωρο τρόπο, επιβεβαιώνοντας, για μια ακόμη φορά, ότι δεν επρόκειτο για μια ήρεμη θητεία επισφράγισης της πολιτικής σταδιοδρομίας ενός παλαιού κοινοβουλευτικού. Ο Πρόεδρος εκλήθη να λύσει προβλήματα που δεν είχε αντιμετωπίσει κανένας προκάτοχός του, όπως ο προσδιορισμός του κύκλου των πολιτικών αρχηγών που θα έπρεπε να υποδεχθεί στο προεδρικό μέγαρο, ο χειρισμός μιας κατηγορίας για "πλαστογραφία", η πίεση ηγετών άλλων χωρών για σχηματισμό κυβέρνησης, η δυστοκία των πολιτικών αρχηγών να χειριστούν ένα πολυσήμαντο εκλογικό αποτέλεσμα και η δυσανεξία τους στην συνεννόηση για την αντιστοίχιση της λαϊκής εντολής με πρόσωπα στελέχωσης ενός κυβερνητικού σχήματος. Μετά τις διαπιστώσεις αυτές, ο Πρόεδρος άσκησε άλλη μια σπανίως εφαρμοζόμενη αρμοδιότητα, διορίζοντας πρωθυπουργό τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας με εντολή να σχηματίσει μια υπηρεσιακή κυβέρνηση. Μετά τις επόμενες εκλογές, ο Πρόεδρος περιορίστηκε στη διαπίστωση της ανάγκης ανάθεσης μιας διερευνητικής εντολής, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό άλλης μιας τρικομματικής κυβέρνησης, όχι όμως "ειδικού σκοπού" και με επικεφαλής τον αρχηγό του πρώτου σε έδρες κόμματος.
Η ασθένεια του Πρωθυπουργού έφερε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας συγκυριακά στη θέση της επίσημης εκπροσώπησης της χώρας σε μια κρίσιμη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι ενώ τυπικά μια τέτοια εκπροσώπηση προβλέπεται, στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει μια σύγκλιση του ρόλου του Προέδρου με αυτόν του Πρωθυπουργού - ας μη χρησιμοποιήσω πιο άκομψους όρους, όπως "αναπλήρωση" ή "υποκατάσταση". Ο Πρόεδρος υποχρεώθηκε για λίγο, να κάνει κάτι περισσότερο από το να προεδρεύσει απλώς κι αυτό νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Είναι μεν συγκυριακό, αλλά να που οι συγκυρίες μπορεί να επιφυλάξουν στον Πρόεδρο και έναν κάπως πιο σύνθετο ρόλο από αυτόν του τυπικού διαβιβαστή εντολών σχηματισμού κυβέρνησης.
Μέσα σε αυτά τα πολιτικά συμφραζόμενα, μπορούμε νομίζω σταδιακά να υποδεχθούμε το τέλος της φιλολογίας περί "πρωθυπουργοκεντρικού" συστήματος. Σε συνθήκες πολυκομματικής κυβέρνησης, ο ρόλος του Πρωθυπουργού είναι που γίνεται συντονιστικός, ενώ, αντίθετα, ο ρόλος του Προέδρου κάποτε μπορεί να αποδεικνύεται και ως πιο πολιτικός απ' όσο τον έχουμε συνηθίσει. Δεν νομίζω ότι πρόκειται πλέον για πολλά "μεμονωμένα περιστατικά", αλλά για μια σταδιακή μετάβαση, η οποία μπορεί κάποια στιγμή να "συναντηθεί" και με ένα παλαιότερο φιλελεύθερο συνταγματικό αίτημα για μια πιο κάθετη διάκριση των λειτουργιών. Σε ένα προεδρικό σύστημα, στο οποίο η κυβέρνηση δεν μετέχει αποφασιστικά στο νομοθετικό έργο, η αντιπροσώπευση τοποθετείται σε πιο ξεκάθαρες διαστάσεις, αφού το εκλογικό σώμα καλείται να αναδείξει με διακριτό τρόπο την στελέχωση των δύο αιρετών κρατικών λειτουργιών. Με το ισχύον Σύνταγμα, όσο κι αν το πολίτευμα συγκυριακά "προεδροποιείται", το αίτημα αυτό δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Ιδίως όταν ο Πρόεδρος, παρά την εξάντληση των ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων, αποφεύγει πεισματικά - κατά την πάγια μεταπολιτευτική παράδοση - να ασκήσει την πιο σοβαρή και πιο ουσιαστική απ' όλες τις εξουσίες του: την αναπομπή αντισυνταγματικού νομοσχεδίου στη Βουλή. Ακόμη κι όταν η αντισυνταγματικότητα τεκμηριώνεται σε εύθετο χρόνο από ανεξάρτητες αρχές (συνέβη το καλοκαίρι του 2009 με το νομοσχέδιο για τις κάμερες και την λήψη του DNA).
Μια συζήτηση για το ενδεχόμενο μετάβασης σε ένα προεδρικό σύστημα, όμως, δεν θα πρέπει να επιβαρύνεται από τους συνειρμούς που προκαλούν τα πρόσωπα που ήδη θητεύουν στα αντίστοιχα αξιώματα. Αντίθετα, θα πρέπει να είναι προσανατολισμένη στις ανάγκες της κοινωνίας και στην αξιολόγηση της αντοχής του υπάρχοντος συστήματος, σε σχέση με τα ωφέλη που θα αποκομίζονταν από τέτοιες θεμελιώδεις θεσμικές ανακατατάξεις.