Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεσμικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεσμικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιουνίου 30, 2012

Η "προεδροποίηση" του πολιτεύματος

Από την συνταγματική αναθεώρηση του 1986, με την οποία αφαιρέθηκαν ορισμένες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως η διάλυση της Βουλής εάν διαπίστωνε την δυσαρμονία της με την λαϊκή βούληση, το ελληνικό πολίτευμα χαρακτηρίστηκε "πρωθυπουργοκεντρικό". Ήταν η περίοδος που τα πολιτικά συμφραζόμενα έθεταν στο επίκεντρο τον παντοδύναμο αρχηγό μιας μονοκομματικής  κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, την οποίο αντιπολιτευόταν μια επίσης ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση - εν αναμονή κυβέρνηση, ενώ ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας περιοριζόταν στον συμβολικό εγγυητικό ρόλο της εθιμοτυπίας των ορκωμοσιών και της υπογραφής των νομοθετικών προϊόντων της Βουλής. Οι κυβερνήσεις εναλλάσσονταν με την λογική του "ώριμου φρούτου", με την εξουσία να αφορά μόνο δύο πολιτικούς φορείς, υποστηριζόμενους από τις πλατειές εκλογικές πελατείες τους. 

Ο όρος "προεδρευόμενη" που συνοδεύει τον χαρακτηρισμό του πολιτεύματος ως "κοινοβουλευτικής δημοκρατίας", είχε προκαλέσει ορισμένες ενστάσεις κατά την θέσπιση του Συντάγματος του 1975. Η δημοκρατία μας δεν είναι "προεδρική", καθώς την κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας τυπικά μόνον ενσαρκώνει ο Πρόεδρος, ενώ το σύνολο των πολιτικών αποφάσεων έχει απορροφηθεί από τις αρμοδιότητες του Πρωθυπουργού. Οι ενστάσεις για τον όρο "προεδρευόμενη" σχετίζονταν με το δυσμετάφραστο του σε άλλες γλώσσες. Στην πραγματικότητα όμως, νομίζω ότι ο όρος ήταν η μετάφραση του αγγλικού ρήματος "chair", που αποδίδει το ρόλο του συντονιστή - όχι όμως και του πρωταγωνιστή- μιας συζήτησης. Το αμιγώς κοινοβουλευτικό σύστημα είναι εκείνο στο οποίο όλες οι δημόσιες εξουσίες απορρέουν άμεσα ή έμμεσα από το κοινοβούλιο κι όχι από τις αποφάσεις του ανώτατου άρχοντα. Η παλιά διαπάλη πρωθυπουργού - βασιλιά, δεν αφορούσε ένα γνήσιο κοινοβουλευτικό σύστημα, αφού η Βουλή δεν διέθετε τον πρωτεύοντα σημερινό ρόλο. Ο ανώτατος άρχοντας τότε μπορούσε να διορίσει και να παύσει "τους υπουργούς αυτού" κι έπρεπε να κατοχυρωθεί η απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης για να λήξει αυτός ο συνταγματικός κύκλος. Στο σύστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η διαπάλη έχει μετατοπιστεί στο δίπολο κυβέρνηση - αντιπολίτευση. Οπότε ο ρόλος του Προέδρου είναι απλώς να "προεδρεύει" κι όχι να κυβερνά. Είναι περισσότερο "Προεδρεύων" και λιγότερο "Πρόεδρος". 

Τον τελευταίο χρόνο όμως, τα πολιτικά συμφραζόμενα έχουν μεταβληθεί σημαντικά. Η σοβαρότατη κρίση εμπιστοσύνης των δύο πολιτικών φορέων που εναλλάσσονταν στην μονοκομματική κυβερνητική εξουσια, όπως αυτή εκφράστηκε με τις μετακινήσεις αρχικά των βουλευτών και την μετάθεση αυτής της δυσπιστίας σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, κόστισε σημαντικά στο "πρωθυπουργοκεντρικό" σύστημα, αναδεικνύοντας τις σοβαρές στρεβλώσεις που επέφερε μέσα στα χρόνια, στον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Όταν έγινε αντιληπτό ότι μια μονοκομματική κυβέρνηση, παρά την τυπική δεδηλωμένη, αδυνατεί να απορροφήσει τους κοινωνικούς κραδασμούς και να χτίσει τις ευρείες συναινέσεις που επιβάλλονταν για την λήψη εξαιρετικά επαχθών και αντιλαϊκών μέτρων, η πολιτική λύση αναζητήθηκε στην τρικομματική συμπόρευση. Στο επίκεντρο λοιπόν ήρθε ο συντονιστής, ο "ρυθμιστής του πολιτεύματος", κατά την συνταγματική ορολογία. Ο οποίος παρείχε το forum, τις εγκαταστάσεις και την υψηλή επιστασία της Προεδρίας της Δημοκρατίας, για τις συζητήσεις που κατέληξαν στον διορισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου. 

Μετεκλογικά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλήθη να ασκήσει την αρμοδιότητα της ανάθεσης των διερευνητικών εντολών και, όταν αυτές απέβησαν άκαρπες, να οργανώσει τις συζητήσεις μεταξύ των πολιτικών αρχηγών για τον σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης. Τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν στο προεδρικό μέγαρο με πρωτόγνωρο τρόπο, επιβεβαιώνοντας, για μια ακόμη φορά, ότι δεν επρόκειτο για μια ήρεμη θητεία επισφράγισης της πολιτικής σταδιοδρομίας ενός παλαιού κοινοβουλευτικού. Ο Πρόεδρος εκλήθη να λύσει προβλήματα που δεν είχε αντιμετωπίσει κανένας προκάτοχός του, όπως ο προσδιορισμός του κύκλου των πολιτικών αρχηγών που θα έπρεπε να υποδεχθεί στο προεδρικό μέγαρο, ο χειρισμός μιας κατηγορίας για "πλαστογραφία", η πίεση ηγετών άλλων χωρών για σχηματισμό κυβέρνησης, η δυστοκία των πολιτικών αρχηγών να χειριστούν ένα πολυσήμαντο εκλογικό αποτέλεσμα και η δυσανεξία τους στην συνεννόηση για την αντιστοίχιση της λαϊκής εντολής με πρόσωπα στελέχωσης ενός κυβερνητικού σχήματος. Μετά τις διαπιστώσεις αυτές, ο Πρόεδρος άσκησε άλλη μια σπανίως εφαρμοζόμενη αρμοδιότητα, διορίζοντας πρωθυπουργό τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας με εντολή να σχηματίσει μια υπηρεσιακή κυβέρνηση. Μετά τις επόμενες εκλογές, ο Πρόεδρος περιορίστηκε στη διαπίστωση της ανάγκης ανάθεσης μιας διερευνητικής εντολής, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό άλλης μιας τρικομματικής κυβέρνησης, όχι όμως "ειδικού σκοπού" και με επικεφαλής τον αρχηγό του πρώτου σε έδρες κόμματος. 

Η ασθένεια του Πρωθυπουργού έφερε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας συγκυριακά στη θέση της επίσημης εκπροσώπησης της χώρας σε μια κρίσιμη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι ενώ τυπικά μια τέτοια εκπροσώπηση προβλέπεται, στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει μια σύγκλιση του ρόλου του Προέδρου με αυτόν του Πρωθυπουργού - ας μη χρησιμοποιήσω πιο άκομψους όρους, όπως "αναπλήρωση" ή "υποκατάσταση". Ο Πρόεδρος υποχρεώθηκε για λίγο,  να κάνει κάτι περισσότερο από το να προεδρεύσει απλώς κι αυτό νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Είναι μεν συγκυριακό, αλλά να που οι συγκυρίες μπορεί να επιφυλάξουν στον Πρόεδρο και έναν κάπως πιο σύνθετο ρόλο από αυτόν του τυπικού διαβιβαστή εντολών σχηματισμού κυβέρνησης. 

Μέσα σε αυτά τα πολιτικά συμφραζόμενα, μπορούμε νομίζω σταδιακά να υποδεχθούμε το τέλος της φιλολογίας περί "πρωθυπουργοκεντρικού" συστήματος. Σε συνθήκες πολυκομματικής κυβέρνησης, ο ρόλος του Πρωθυπουργού είναι που γίνεται συντονιστικός, ενώ, αντίθετα, ο ρόλος του Προέδρου κάποτε μπορεί να αποδεικνύεται και ως πιο πολιτικός απ' όσο τον έχουμε συνηθίσει. Δεν νομίζω ότι πρόκειται πλέον για πολλά "μεμονωμένα περιστατικά", αλλά για μια σταδιακή μετάβαση, η οποία μπορεί κάποια στιγμή να "συναντηθεί" και με ένα παλαιότερο φιλελεύθερο συνταγματικό αίτημα για μια πιο κάθετη διάκριση των λειτουργιών. Σε ένα προεδρικό σύστημα, στο οποίο η κυβέρνηση δεν μετέχει αποφασιστικά στο νομοθετικό έργο,  η αντιπροσώπευση τοποθετείται σε πιο ξεκάθαρες διαστάσεις, αφού το εκλογικό σώμα καλείται να αναδείξει με διακριτό τρόπο την στελέχωση των δύο αιρετών κρατικών λειτουργιών. Με το ισχύον Σύνταγμα, όσο κι αν το πολίτευμα συγκυριακά "προεδροποιείται", το αίτημα αυτό δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Ιδίως όταν ο Πρόεδρος, παρά την εξάντληση των ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων, αποφεύγει πεισματικά - κατά την πάγια μεταπολιτευτική παράδοση - να ασκήσει την πιο σοβαρή και πιο ουσιαστική απ' όλες τις εξουσίες του: την αναπομπή αντισυνταγματικού νομοσχεδίου στη Βουλή. Ακόμη κι όταν η αντισυνταγματικότητα τεκμηριώνεται σε εύθετο χρόνο από ανεξάρτητες αρχές (συνέβη το καλοκαίρι του 2009 με το νομοσχέδιο για τις κάμερες και την λήψη του DNA). 

Μια συζήτηση για το ενδεχόμενο μετάβασης σε ένα προεδρικό σύστημα, όμως, δεν θα πρέπει να επιβαρύνεται από τους συνειρμούς που προκαλούν τα πρόσωπα που ήδη θητεύουν στα αντίστοιχα αξιώματα. Αντίθετα, θα πρέπει να είναι προσανατολισμένη στις ανάγκες της κοινωνίας και στην αξιολόγηση της αντοχής του υπάρχοντος συστήματος, σε σχέση με τα ωφέλη που θα αποκομίζονταν από τέτοιες θεμελιώδεις θεσμικές ανακατατάξεις. 

Κυριακή, Μαρτίου 18, 2012

Στις εκλογές δεν ψηφίζουμε κυβέρνηση, αλλά νομοθέτες κι ελεγκτές

Υπάρχει διάχυτη η άποψη ότι η ψήφος στις εθνικές εκλογές εκδηλώνει την επιλογή της παράταξης που ο ψηφοφόρος επιθυμεί να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας. Και ότι η ψήφος σε μικρότερα πολιτικά κόμματα είναι μια υπεκφυγή, όπως κάθε διαμαρτυρία που αποφεύγει την θετική πρόταση. Πρόκειται περί απόψεων που παρακάμπτουν την διάκριση των λειτουργιών στο κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά και την πραγματική έννομη συνέπεια της εκλογικής διαδικασίας. Κυρίως, διότι παρεξηγούν το ρόλο του κοινοβουλίου.

Το αποτελέσμα της εκλογικής διαδικασίας δεν είναι η ανάδειξη της κυβέρνησης, αλλά των αντιπροσώπων των πολιτών στο νομοθετικό σώμα. Η κύρια αποστολή του κοινοβουλίου είναι η νομοθεσία και η δευτερεύουσα αποστολή του είναι η άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου στην εκτελεστική εξουσία. Η κυβέρνηση αναδεικνύεται και στηρίζεται από τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, αλλά ουδόλως ταυτίζεται με την Βουλή ή τον νομοθέτη. Σε μια τέτοια περίπτωση θα υπήρχε σύγχυση ελέγχοντος - ελεγχόμενου, η οποία στην πράξη υπάρχει σε έναν βαθμό, αλλά μόνο ως στρέβλωση κι όχι ως καταστατική αποστολή και λειτουργία του κοινοβουλίου. Η κυβέρνηση ασκεί την εκτελεστική εξουσία, μαζί με την επικυρωτική εγγύηση του προέδρου της δημοκρατίας, ενώ η Βουλή ασκεί το νομοθετικό κι ελεγκτικό της κυβέρνησης έργο.

Αυτά μπορεί να ακούγονται θεωρητικά, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Αντιθέτως, τα αποτελέσματα των συγχύσεων το βλέπουμε στην καθημερινή πολιτική ζωή. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει το προνόμιο της νομοθετικής πρωτοβουλίας και την εγγύηση της επίτευξης των νομοθετικών της επιλογών λόγω της δεδηλωμένης πλειοψηφίας της στην Βουλή, δεν σημαίνει ότι ο ψηφοφόρος κατ΄αρχήν ψήφισε "κυβέρνηση", για τον απλούστατο λόγο ότι είναι βουλευτές εκείνοι που εισηγούνται το ένα ή το άλλο νομοσχέδιο προς ψήφιση στο νομοθετικό σώμα. Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να αναθέσει σε βουλευτές την εισήγηση της προτεινόμενης νομοθεσίας, δηλαδή άμεσους εκπροσώπους που ο πολίτης έχει επιλέξει με την εκλογική διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος του βουλευτή στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο σοβαρός απ' ό,τι νομίζουμε: υπάρχουν βουλευτές που, μολονότι μπορεί να εξελέγησαν με μια κυβερνητική παράταξη και παραμένουν μέλη της, δεν θα δέχονταν ποτέ να παίξουν το ρόλο του εισηγητή σε συγκεκριμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες. Και, φυσικά, υπάρχουν κι άλλοι βουλευτές, οι οποίοι πολύ ευχαρίστως θα εισηγούνταν το οτιδήποτε, αρκεί να διατηρήσουν την εύνοια της ηγεσίας ή την στήριξη της κυβέρνησης με οποιοδήποτε κόστος.

Έπειτα, το ελεγκτικό σκέλος της κοινοβουλευτικής διαδικασίας δεν είναι καθόλου αμελητέο. Ειδικά τα τελευταία χρόνια με τις εξαιρετικά πιεσμένες κοινοβουλευτικές ομάδες, είδαμε αρκετές φορές τα στελέχη της αντιπολίτευσης, ασκώντας έντονο έλεγχο, να επεμβαίνουν δραστικά στην διαμόρφωση της νομοθεσίας, παρόλο που δεν ήταν κυβερνητικοί βουλευτές. Είδαμε νομοσχέδια να αποσύρονται ή και να μην εισάγονται ποτέ στην Ολομέλεια της Βουλής, επειδή οι βουλευτές της αντιπολίτευσης άσκησαν έντονο κοινοβουλευτικό έλεγχο. Ανεξάρτητα από το εάν αυτό μας βρίσκει σύμφωνους ή όχι, η ελεγκτική κοινοβουλευτική εξουσία είναι μια πραγματικότητα και διαμορφώνεται επίσης ως αποτέλεσμα της εθνικής εκλογικής διαδικασίας.

Όταν λοιπόν ο πολίτης ψηφίζει έναν πολιτικό γιατί θέλει να τον δει στέλεχος της κυβέρνησης, διαπράττει ένα πολύ σοβαρό θεσμικό λάθος: ο βουλευτής πρέπει να επιλέγεται κατ' αρχήν για την ικανότητά του ως ελέγχων κι όχι ως διοικών. Oι "επώνυμοι" και δημοφιλείς συμπολίτες μας που διεκδικούν την ψήφο μας, συνήθως χωρίς να έχουν επιδείξει επαρκείς ελεγκτικές ικανότητες, είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση: ψηφίζονται συνήθως για καλλωπιστικούς λόγους. Συνήθως τοποθετούνται και στην κυβέρνηση επίσης για αντίστοιχους λόγους - αφου γι' αυτούς εξελέγησαν και θεωρείται ότι δεν θα αποτελέσουν συγκρουσιακές προσωπικότητες. Η αποτελεσματικότητά τους, τόσο ως ελέγχοντες όσο και ως διοικούντες, είναι γνωστή, αλλά αυτό φυσικά δεν πρόκειται να αποθαρρύνει τις πολιτικές παρατάξεις από την διαρκή αναζήτηση δημοφιλών ασχέτων για να καλλωπίσουν τα ψηφοδέλτια, στη συνέχεια την Βουλή και ίσως και την κυβέρνηση.

Ένας γνώμονας για μια ψήφο με νόημα είναι ο εντοπισμός προσώπων που μπορούν να αποδώσουν με επάρκεια ως ελεγκτές και να συμβάλλουν με γνώση στη διαμόρφωση μιας δίκαιης νομοθεσίας και, κατ' επέκταση, μιας δίκαιης ενάσκησης της εξουσίας από την κυβέρνηση. Οι ξεκάθαρες θέσεις, η συνέπεια και η έλλειψη "κρυφής ατζέντας" είναι το ζητούμενο και το νόημα μιας λειτουργικής προεκλογικής περιόδου είναι ακριβώς η ανάδειξη αυτών των προσώπων και η απόσπαση όσων περισσότερων διαφανών δεσμεύσεων για την τήρησή τους.




Πέμπτη, Μαρτίου 15, 2012

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: η Ελλάδα δεν παραβιάζει το δικαίωμα ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού

Με τη σημερινή απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης στις υποθέσεις Σιταρόπουλος και Γιακουμόπουλος εναντίον Ελλάδας, η οποία είναι τελική, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ομόφωνα ότι δεν παραβιάστηκε το Άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου 1 (δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Η υπόθεση αφορούσε Έλληνες που ζουν στη Γαλλία, οι οποίοι προσέφυγαν για την έλλειψη διαδικασίας συμμετοχής τους στις εθνικές εκλογές από την χώρα στην οποία κατοικούν.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι ούτε το σχετικό διεθνές και περιφερειακο δίκαιο, ούτε οι διάφορες πρακτικές των κρατών μελών σχετικά με αυτό το θέμα, περιείχαν κάποια υποχρέωση ή απηχούσαν μια ομοφωνία που να επέβαλε στα Κράτη να λαμβάνουν μέτρα για την ενάσκηση των δικαιωμάτων ψήφου των πολιτών που ζουν στο εξωτερικό.

Οι προσφεύγοντες, ο Νικόλαος Σιταρόπουλος και ο Χρίστος Γιακουμόπουλος είναι Έλληνες πολίτες που γεννήθηκαν το 1967 και το 1958 αντίστοιχα και ζουν στο Στρασβούργο (Γαλλία). Είναι Ευρωπαίοι δημόσιοι υπάλληλοι.

Στις 10 Σεπτεμβρίου 2007 οι προσφεύγοντες εξέφρασαν την επιθυμία τους να ψηφίσουν από την χώρα της κατοικίας τους για τις κοινοβουλευτικές εκλογές της Ελλάδας που θα γίνονταν στις 16 Σεπτεμβρίου 2007. Η αίτησή τους απορρίφθηκε από τον Έλληνα Πρέσβη στη Γαλλία, με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχαν κανόνες που να ορίζουν τις πρακτικές προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου από Έλληνες ψηφοφόρους οι οποιοι ζούσαν στο εξωτερικό.

Επικαλούμενοι το Άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 (δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές) της Σύμβασης, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η έλλειψη δυνατότητας για τους Έλληνες του εξωτερικού να ψηφίσουν από τα μέρη της κατοικίας τους συνιστούσε δυσανάλογη παρέμβαση στην ενάσκηση του δικαιώματος ψήφου.

Η προσφυγή κατατέθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 20 Σεπτεμβρίου 2007.

Στις 8 Ιουλίου 2010, το Δικαστήριο, σε σχηματισμό Τμήματος, έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αρ. 1, λαμβάνοντας υπόψη ότι η απουσία μέτρων για την πρακτική διασφάλιση των δικαιωμάτων ψήφου στους κατοίκους εξωτερικού αποτελούσε μάλλον άδικη μεταχείριση των Ελλήνων του εξωτερικού.

Στις 5 Οκτωβρίου 2010, η Κυβέρνηση της Ελλάδας ζήτησε την επανεξέταση της υπόθεσης από το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, σύμφωνα με το Άρθρο 43 (παραπομπή στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης). Στις 22 Νοεμβρίου 2010, μια επιτροπή του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης έκανε δεκτή την αίτηση. Στις 4 Μάη 2011 διεξήχθη δημόσια ακροαματική διαδικασία στο Κτίριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο (δείτε εδώ το σχετικό video της δίκης).

Η απόφαση εκδόθηκε από το 17μελές Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης (με τη συμμετοχή του Σπυρίδωνος Φλογαϊτη, ως ad hoc δικαστή. Ο κ. Φλογαϊτης είχε μειοψηφίσει στην αρχική απόφαση).

Με την αρχική απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η μη λήψη μέτρων για την ψήφο των κατοίκων εξωτερικού, παρόλο που το Σύνταγμα της Ελλάδας εδώ και 35 χρόνια προβλέπει αυτό το δικαίωμα, συνιστούσε μάλλον άδικη μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών που ζούσαν στο εξωτερικό. Το Δικαστήριο ανέφερε ότι το Άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 δεν επιβάλλει μόνο μια υποχρέωση για τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη να διενεργούν εκλογές υπό όρους που διασφαλίζουν την ελεύθερη έκφραση και γνώμη του λαού, αλλά επίσης επέβαλε ατομικά δικαιώματα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το δικαίωμα ψήφου.

Έργο του Δικαστηρίου είναι να ελέγξει κατά πόσον οι προϋποθέσεις που ισχύουν για το δικαίωμα ψήφου δεν περιορίζουν το δικαίωμα αυτό σε τέτοια έκταση ώστε να θίγουν την ουσία του και να ακυρώνουν την πρακτική ενάσκησή του.

Η υπόθεση αφορούσε το παράπονο των προσφευγόντων ότι η Ελληνική νομοθεσία δεν περιείχε τις αναγκαίες προβλέψεις που θα επέτρεπαν στους Έλληνες πολίτες που ζουν στο εξωτερικό να ψηφίζουν στις κοινβοουλευτικές εκλογές από τα μέρη της κατοικίας τους. Έτσι, η προσφυγή δεν σχετίζεται με την αναγνώριση δικαιώματος ψήφου στους κατοίκους εξωτερικού, ως τέτοιο, αλλά περισσότερο στις προϋποθέσεις που διέπουν την ενάσκηση αυτού του δικαιώματος. Το ζήτημα ήταν εάν το Άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου 1 επιβάλλει στα Κράτη μια υποχρέωση να εισάγουν ένα σύστημα που να επιτρέπει στους πολίτες που ζουν στο εξωτερικό να ασκούν τα εκλογικά τους δικαιώματα από το εξωτερικό.

Προκειμένου να εξετάσει αυτό το ζήτημα, το Δικαστήριο ερμήνευσε τις διατάξεις του Άρθρου 3 του πρωτοκόλλου 1 υπό το φως των σχετικών διεθνών νομοθετικών κειμένων, των πρακτικών των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης και των διατάξεων του Ελληνικού εσωτερικού δικαίου. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ούτε το σχετικό διεθνές και περιφερειακό δίκαιο, ούτε οι ποικίλες πρακτικές των κρατών μελών σχετικά με αυτό το θέμα περιέχουν κάποια υποχρέωση ή ομοφωνία που θα επέβαλε στα κράτη να διασφαλίζουν τα εκλογικά δικαιώματα των πολιτών που ζουν στο εξωτερικό. Ενώ το Συμβούλιο της Ευρωπης είχε καλέσει τα κράτη μέλη να διευκολύνουν τους κατοίκους τους στο εξωτερικό να συμμετέχουν με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο στην εκλογική διαδικασία,η Επιτροπή της Βενετίας ήταν της άποψης ότι η διευκόλυνση της ενάσκης του εν λόγω δικαιώματος ήταν επιθυμητή, αλλά όχι υποχρεωτική για τα Κράτη.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης επιτρέπει στους πολίτες τους να ψηφίζουν από το εξωτερικό, κάποια κράτη δεν το προβλέπουν. Περαιτέρω σε αυτά τα κράτη που επιτρέπεται η ψήφος από το εξωτερικό, τα πρακτικά μέτρα ποικίλουν.

Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι αν και το Σύνταγμα της Ελλάδας περιλαμβάνει μια διάταξη που ενθαρρύνει τον νομοθέτη να οργανώσει την ενάσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων των κατοίκων του εξωτερικού, δεν του επέβαλε να το πράξει. Παρατηρώντας ότι διάφορες προσπάθειες για ψήφιση νομοθεσίας σχετικά με την ενάσκηση του δικαιώματος ψήφου των Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό απέτυχαν να συγκεντρώσουν πολιτική συμφωνία, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν δική του δουλειά να υποδείξει στις εθνικές αρχές πότε και πώς θα ενεργοποιήσει αυτή τη διάταξη.

Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διατάραξη της οικονομικής, οικογενειακής κι εργασιακής ζωής των προσφευγόντων που θα προκαλείτο επειδή θα έπρεπε να ταξιδεύσουν στην Ελλάδα για να ψηφίσουν, δεν ήταν τόσο δυσανάλογη ώστε να θεωρηθεί ότι παραβίαζε το δικαίωμά τους. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι δεν υπήρχε παραβίαση του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου αρ. 1.

____________


Σχόλιο:

Προσωπικά διαφωνώ με αυτήν την απόφαση του Δικαστηρίου και συμφωνώ με την πρωτόδικη απόφασή του. Από την στιγμή που το δικαίωμα συμμετοχής σε ελεύθερες εκλογές έχει αναγνωριστεί ως ανθρώπινο δικαίωμα, αναπόσπαστο τμήμα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, τα κράτη πρέπει να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη άσκησή του. Παρατηρείται για άλλη μια φορά ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σε επίπεδο "Τμήματος" λειτουργεί με πιο νομικούς και ξεκάθαρους όρους. Ενώ στο "Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης", ως συνήθως, όταν διαπιστώνει κάποια έλλειψη γενικής "ομοφωνίας" στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης (47 κράτη!), τότε θεωρεί ότι δεν παραβιάζεται η Σύμβαση. Έτσι όμως η απονομή δικαιοσύνης γίνεται τελικά θέμα "πλειοψηφικό". Τι να την κάνουμε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση αν οι αποφάσεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου λαμβάνονται με βάση την πλειοψηφία των εσωτερικών νομοθεσιών των κρατών μελών; Γι' αυτό τελικά οι αποφάσεις της Ευρείας Σύνθεσης έχουν ένα χαρακτήρα τήρησης πολιτικών ισορροπιών, χαμηλώνοντας το επίπεδο της απονομής δικαιοσύνης στο στάδιο της δημοσκοπικής καταγραφής.

Μια δεύτερη παρατήρησή μου είναι η ντροπή του να αναγνωρίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι το Σύνταγμά μας επί 35 χρόνια αναφέρει το δικαίωμα ψήφου των κατοίκων του εξωτερικού, ενώ δεν υπάρχει πολιτική συμφωνία για την νομοθετική κατοχύρωση του δικαιώματος. Και θεωρώ πραγματικά αποτυχία του συνταγματικού νομοθέτη, να αναγνωρίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι οι διατάξεις του είναι ευχολόγια, χωρίς νομική δεσμευτικότητα, αλλά ως παροχή "ευχέρειας" στον κοινό νομοθέτη να διευκολύνει την ψήφο των πολιτών που ζουν στο εξωτερικό. Ή είναι νομικά δεσμευτικό το Σύνταγμα ή ας αναγνωρίσουμε ότι εντάσσεται στις εικαστικές τέχνες.

Η Ελλάδα δεν θα πρέπει να επαναπαυθεί με αυτήν την απόφαση. Αντίθετα, θα πρέπει να λάβει μέτρα για να υλοποιήσει την συνταγματική επιταγή και να δώσει την δυνατότητα στους Έλληνες κι Ελληνίδες πολίτες του εξωτερικού να ασκούν τα εκλογικά δικαιώματά τους στις πρεσβείες των χωρών που κατοικούν, όπως κάθε πολιτισμένο και δημοκρατικό κράτος.


Παρασκευή, Φεβρουαρίου 24, 2012

Είναι τελικά αποτελεσματική η δημοσιοποίηση ονομάτων οφειλετών;

Είμαι αντίθετος στη δημοσιοποίηση καταλόγων ονομάτων πολιτών από το κράτος, είτε αυτοί είναι οφειλέτες του Δημοσίου, είτε "έβγαλαν" χρήματα στο εξωτερικό, είτε έχουν συμμετοχή σε "off-shore", είτε γενικώς υπάρχει ένα ερωτηματικό για την νομιμότητα της δράσης τους. Εάν υπάρχει "ερωτηματικό", να κινηθούν οι σχετικές διαδικασίες που έχει το Κράτος για την είσπραξη των ποσών που οφείλονται ή για την νόμιμη φορολόγηση. Εάν δεν υπάρχουν διαδικασίες, ας θεσπιστούν αυτές οι διαδικασίες. Η ίδια η δημοσιοποίηση δεν νομίζω ότι είναι λύση, πέρα από την παραγωγή αποδιοπομπαίων τράγων. Εξαιρούνται βεβαίως τα δημόσια πρόσωπα που ασκούν εξουσία: εκεί υπερέχει η αρχή της διαφάνειας.

Έχει περάσει πια σημαντικό διάστημα από το οποίο είδαν το φως της δημοσιότητας τέτοιες λίστες. Κάποιες μάλιστα και με την σύμφωνη γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Προϋπόθεση όμως της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα, είναι να εξυπηρετείται ένας θεμιτός στόχος, να είναι δηλαδή αποτελεσματική η δημοσιοποίηση των στοιχείων. Ήρθε λοιπόν η ώρα, να εξετάσουμε πια αυτό το στοιχείο, αφού έχει περάσει τόσος χρόνος από τις πρώτες δημοσιοποιήσεις. Οι ερωτήσεις είναι: πόσες εισπράξεις δημοσίων εσόδων είχαμε μετά την δημοσιοποίηση; Ποιος είναι ο αριθμός των οφειλετών κλπ που συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις του; Ποιο είναι το τελικό ποσό το οποίο εισήλθε στα ταμεία του Δημοσίου, λόγω του μέτρου της δημοσιοποίησης;

Θα ήθελα δηλαδή να δω μια έκθεση, η οποία να παρουσιάζει την αποτελεσματικότητα. Δεχθήκαμε μια υποχώρηση της νομικής προστασίας των προσωπικών δεδομένων, να δούμε τώρα εάν αυτή η υποχώρηση έπιασε τόπο ενόψει του σκοπού τον οποίο επιδίωκε. Γιατί αλλιώς, δεν θα πρόκειται παρά για μια ακόμη επικοινωνιακή δράση χωρίς περιεχόμενο, αλλά και με κόστος για την ιδιωτικότητα και κυρίως την κουλτούρα μιας κοινωνίας στην οποία θριαμβεύει ο καννιβαλισμός κι όχι η αναζήτηση εφικτών λύσεων.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 12, 2012

Το χρέος της κοινωνικής κι εθνικής αλληλεγγύης


Σε αυτές τις οριακές στιγμές, ολοένα και περισσότερο αναζητούμε τα θεμέλια και τις υπαρξιακές μας βάσεις. Η επίκληση του Συντάγματος γίνεται καθημερινότητα, με διαφορετικές ενδεχομένως προσεγγίσεις και συχνά για να υποστηριχθούν διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα.

Στις καταστατικές βάσεις του πολιτεύματος περιλαμβάνεται και μια έννοια που δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής: το χρέος της κοινωνικής κι εθνικής αλληλεγγύης. Πέρα από τις εθνικιστικές κορώνες, τις κρατικίστικες επικλήσεις του "δημοσίου συμφέροντος", και άλλες, υποκριτικές στην πραγματικότητα, συγκαλύψεις του περιορισμού της ατομικότητας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, έχουμε επιλέξει - άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο- ότι θα συνυπάρξουμε ως κοινωνία. Το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αναφέρει ότι το κράτος (και μάλιστα με "Κ" κεφαλαίο) δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες το χρέος την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης. Ας ξεχάσουμε για λίγο την αδυναμία του κράτους να "αξιώνει" πια το οτιδήποτε - πολύ περισσότερο μια "αλληλεγγύη" που είναι κατάσταση ενδιάθετη κι έμπρακτη και εκπληρώνεται μόνο ex gratia. Ας ξεχάσουμε και το "εθνικής", αφού η ιδιότητα του πολίτη δεν φέρει πια τα συμφραζόμενα του 1975, όταν δηλαδή ψηφίστηκε το Σύνταγμα. Απομένει ένα "χρέος", ένα καθήκον κοινωνικής αλληλεγγύης. Ένα minimum ανθρωπιάς και συμπαράστασης που οφείλουμε απέναντι στην ολότητα για να υπάρχει η κοινωνία μας.

Ο αναχωρητισμός και η εγκατάλειψη είναι μια επιλογή, ίσως και μια ανάγκη. Εάν όμως επιλέξει κάποιος να παραμείνει, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οφείλει να συμπαραστέκεται στους υπόλοιπους. Επιβάλλεται από την ίδια την ιδιότητά του πολίτη.

Δεν θα το βάλουμε κάτω, ούτε θα λιποτακτήσουμε. Θα παραμείνουμε εδώ και θα αγωνιστούμε, σε πείσμα όσων γκρεμίζουν και καταστρέφουν, για να ανοικοδομήσουμε μια κοινωνία ευημερίας, κατανόησης και συνύπαρξης, όπως επιβάλλει το Σύνταγμα. Από την ταπεινή θέση του καθένας και καθεμιά.




Τετάρτη, Νοεμβρίου 09, 2011

Η παραίτηση του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης

Όταν ο πρωθυπουργός παραιτηθεί, εφόσον το κόμμα από το οποίο προέρχεται διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία στην Βουλή, δηλαδή 151+ βουλευτές, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει πρωθυπουργό "αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος" του απερχόμενου, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 2 του Συντάγματος.

Εάν η Κυβέρνηση παραιτηθεί, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλάσσει αυτήν από τα καθήκοντά της. Σε αυτήν την περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 1 του Συντάγματος, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 37. Αυτό σημαίνει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να διορίσει πρωθυπουργό τον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει στην Βουλή την πλειοψηφία των εδρών. Εάν δεν υπάρχει τέτοια πλειοψηφία, ακολουθείται η διαδικασία των διερευνητικών εντολών. Η σύγκληση των αρχηγών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας προϋποθέτει ακριβώς την τυχόν έλλειψη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Επομένως, η παράκαμψη του σταδίου των διερευνητικών εντολών δεν νομιμοποιεί την σύγκληση των πολιτικών αρχηγών, τουλάχιστον κατά το γράμμα του Συντάγματος.

Επομένως, το Σύνταγμα αναγνωρίζει έναν συγκεκριμένο ρόλο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη συνέχεια στην κοινοβουλευτική ομάδα του πλειοψηφούντος κόμματος. Είναι λοιπόν θέμα Βουλής κι όχι απευθείας πολιτικών αρχηγών. Άλλο αν πολιτικά οι αρχηγοί των κομμάτων "δεσμεύουν" τις κοινοβουλευτικές τους ομάδες - εάν εξακολουθούν να τις δεσμεύουν...




Πέμπτη, Νοεμβρίου 03, 2011

Συνταγματικές δυνατότητες για μεταβατική κυβέρνηση

Στην περίπτωση που η κυβέρνηση χάσει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής, τότε αναπτύσσονται οι εξής συνταγματικές δυνατότητες:

α) αν παραιτηθεί η κυβέρνηση ή αποσύρει η Βουλή την εμπιστοσύνη της σε αυτή (κατά το άρθρο 84 περί ψήφου εμπιστοσύνης), ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάσσει αυτήν από τα καθήκοντά της και ακολουθεί την διαδικασία των διερευνητικών εντολών (άρθρο 38 παρ. 1). Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητικές εντολές σχηματισμού κυβέρνησης πρώτα στο πρώτο σε έδρες κόμμα. Εάν δεν σχηματιστεί κυβέρνηση, ο ΠτΔ δίνει εντολή στο δεύτερο σε πλειοψηφία εδρών κόμμα της Βουλής και εάν αυτή δεν τελεσφορήσει, στο τρίτο (άρθρο 37). Εάν υπάρχει κάποιο θέμα ίσου αριθμού εδρών ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο ή το τρίτο και το τέταρτο κόμμα, το maximum των εντολών είναι τέσσερις, σύμφωνα με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 37. Εάν δεν προκύψει κυβέρνηση, ο ΠτΔ καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων με σκοπό τη δημιουργία υπηρεσιακής κυβέρνησης, υπό την προεδρία ενός από τους προέδρους των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, προκειμένου να οδηγήσει σε εκλογές.

β) αν παραιτηθεί ο πρωθυπουργός, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει πρωθυπουργό αυτόν που θα προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος στο οποίο ανήκει ο απερχόμενος πρωθυπουργός, εφόσον αυτό το κόμμα διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, δηλ. 151 βουλευτές (άρθρο 38 παρ. 2). Εδώ πρέπει να γίνει η εξής επισήμανση: το Σύνταγμα αναγνωρίζει ότι το κυβερνών κόμμα μπορεί να διαθέτει 151 βουλευτές, αλλά και να αποσύρει την εμπιστοσύνη του στη συγκεκριμένη κυβέρνηση. Εάν όμως το κόμμα αυτό δεν διαθέτει πια 151 βουλευτές, τότε ο ΠτΔ δεν διαθέτει αυτή τη δυνατότητα διορισμού. Άλλο λοιπόν η "ανεξαρτητοποίηση" βουλευτή από την κοινοβουλευτική ομάδα κι άλλο η παραμονή στην κοινοβουλευτική ομάδα με απόσυρση της εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Επίσης σε αυτήν την περίπτωση υποστηρίζεται ότι μπορεί να υπάρξει εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός. Εάν δεν υπάρχει κόμμα με απόλυτη πλειοψηφία εδρών, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο πρόσωπο που θα υποδείξει το κόμμα που διαθέτει την σχετική πλειοψηφία των εδρών (κι εδώ εισέρχονται οι ερμηνείες για την ανάθεση σε εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό, λύση που δεν προβλέπεται ρητά από το Σύνταγμα). Εάν δεν τελεσφορήσει, ακολουθείται η διαδικασία των διερευνητικών εντολών.


Τετάρτη, Νοεμβρίου 02, 2011

Το δημοψήφισμα ως επικύρωση διεθνούς συμφωνίας

Οι διεθνείς συμφωνίες αποκτούν ισχύ όχι από τη στιγμή της υπογραφής τους, αλλά μετά την κύρωση τους κατά τις εσωτερικές συνταγματικές διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο κάθε συμβαλλόμενης χώρας και σύμφωνα και με τυχόν άλλους όρους που προβλέπουν αυτές (όπως λ.χ. η κύρωση από συγκεκριμένο αριθμό κρατών). Κατά το Σύνταγμα της Ελλάδας, οι διεθνείς συμβάσεις κυρώνονται με νόμο που ψηφίζεται από 151 βουλευτές (άρθρο 28 παρ. 1). Εάν με μια σύμβαση αναγνωρίζονται σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα, τότε απαιτούνται 180 βουλευτές (άρθρο 28 παρ. 2).Και εάν προβλέπονται περιορισμοί στην εθνική κυριαρχία αρκούν και πάλι οι 151 βουλευτές (άρθρο 28 παρ. 3). Με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, προστέθηκε στο άρθρο 28 μια ερμηνευτική δήλωση, σύμφωνα με την οποία το άρθρο αυτό αποτελεί το θεμέλιο για την συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες της "ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης".

Πέρα όμως από αυτές τις εσωτερικές συνταγματικές διαδικασίες για την ενσωμάτωση διεθνούς συμφωνίας στο εσωτερικό δίκαιο, το Σύνταγμα προβλέπει και την επιλογή της προσφυγής στο δημοψήφισμα για την περίπτωση "κρίσιμου εθνικού θέματος" ή ψηφισμένου νομοσχεδίου που αφορά "σοβαρό κοινωνικό ζήτημα" (πλην των δημοσιονομικών). Πρόκειται για την διάταξη του άρθρου 44, η οποία υπάρχει στο Σύνταγμα από το 1975 και αναθεωρήθηκε το 1986. Ο συνταγματικός νομοθέτης του 1975 γνώριζε την επικείμενη πολιτική προσπάθεια για την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και διαμόρφωσε διατάξεις που δεν θα δυσχέραιναν αυτή την πορεία. Από την άλλη πλευρά, η Ε.Ε. γνωρίζει ότι υπάρχει η συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη στην Ελλάδα και παρ' όλο που δεν έχει χρησιμοποιηθεί, το κυβερνών κόμμα έχει εξαγγείλει τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, στα δύο χρόνια που κυβερνά την Ελλάδα, ότι πρόκειται να ενεργοποιήσει αυτή τη δυνατότητα. Πρόσφατα μάλιστα ψηφίσθηκε και ο σχετικός νόμος που παρέχει ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος στην Ελλάδα.

Αντίθετα, οι εκλογές γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια σύμφωνα με το Σύνταγμα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να διαλύσει την Βουλή εάν έχουν καταψηφιστεί από αυτήν δύο κυβερνήσεις και εάν η σύνθεσή της δεν μπορεί να εξασφαλίσει κυβερνητική σταθερότητα. Εάν δηλαδή χαθεί η "δεδηλωμένη" της κυβέρνησης (άρθρο 41 παρ. 1). Κατ' εξαίρεση από τον κανόνα της τετραετίας, ο ΠτΔ διαλύει τη Βουλή και μετά από πρόταση της κυβέρνησης για την ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί "εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας" (άρθρο 41 παρ 2). Οι εκλογές που ακολουθούν σε αυτήν την περίπτωση, υποτίθεται ότι παρουσιάζουν έναν "δημοψηφισματικό" χαρακτήρα. Η πολιτική πρακτική και εμπειρία βέβαια έχει δείξει ότι το "εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας" έχει κατά κόρον χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα όταν η κυβέρνηση το μόνο που επιθυμεί είναι είτε να αποδράσει είτε να ανανεώσει τη λαϊκή εντολή. Σπάνια χρησιμοποιήθηκε όντως το άρθρο 41 παρ. 2 ως υποκατάστατο δημοψηφίσματος.

Διαχρονικά η Ε.Ε. έχει περάσει μέσα από μεγάλες περιπέτειες λόγω δημοψηφισμάτων. Το 2005 οι λαοί της Γαλλίας και της Ολλανδίας καταψήφισαν την "Συνθήκη για την θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης" σε σχετικά δημοψηφίσματα. Την περίοδο εκείνη, η ελληνική κυβέρνηση ήταν από τις πρώτες που προχώρησε σε κύρωση του Ευρωσυντάγματος με νόμο, με την απλή πλειοψηφία του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Η τότε αξιωματική αντιπολίτευση επέμενε ότι η κύρωση από την Ελλάδα έπρεπε να είχε γίνει με δημοψήφισμα. Μετά το γαλλικό και ολλανδικό "όχι", δεν εκδιώχθηκαν βέβαια αυτές οι χώρες από την ΕΕ, ούτε διαλύθηκε φυσικά η ΕΕ, αλλά απλώς το Ευρωσύνταγμα ουσιαστικά αποσύρθηκε και άρχισε η διαδικασία για ένα επόμενο, πιο ήπιο στάδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το οποίο οδήγησε στην Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισαβόνας, το σημερινό πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Ούτε και η Συνθήκη της Λισαβόνας αποτέλεσε ελληνική δημοψηφισματική ύλη, αλλά ακολουθήθηκε η κλασική νομοθετική κύρωσή της.

Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας ενισχύονται οι εσωτερικές συνταγματικές διαδικασίες των χωρών, ιδίως ο ρόλος των εθνικών κοινοβουλίων. Επίσης εισάγονται θεσμοί άμεσης δημοκρατίας, όπως η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών της ΕΕ. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά της Συνθήκης της Λισαβόνας κατατείνουν στην εμβάθυνση της δημοκρατίας, αλλά αναγνωρίζουν και τον αυξημένο ρόλο των λαών της Ευρώπης, οι οποίοι πρέπει να συμμετέχουν στην λήψη των αποφάσεων είτε ευθέως (δημοψήφισμα) είτε μέσω των εθνικών αντιπροσώπων τους (εθνικά κοινοβούλια).

Πέρα όμως και από αυτές τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις της Λισαβόνας, παρατηρούμε ότι ο ρόλος εσωτερικών συνταγματικών διαδικασιών έχει ήδη καταστεί σχεδόν αποφασιστικός για την λήψη αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αποφάσεις εθνικών κοινοβουλίων, αλλά και εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων (όπως το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης) έχουν καταστεί εξίσου σημαντικές με τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, όσον αφορά τις εξελίξεις σε επίπεδο Ε.Ε.

Μέσα σε αυτό το θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο ολοένα επεκτεινόμενης αναγνώρισης των εθνικών συνταγματικών διαδικασιών ως προς την κύρωση ή την λήψη των αποφάσεων, προκαλεί αλγεινή εντύπωση η αντίδραση των ηγετών της Ευρωζώνης εναντίον της απόφασης της κυβέρνησης να αναζητήσει την γνώμη του Ελληνικού λαού. Προκαλεί κατάπληξη η αντίδραση των ηγετών της Ολλανδίας και της Γαλλίας, χωρών που το 2005 φρέναραν την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα δημοψηφίσματά τους, να επιπλήττουν την Ελλάδα επειδή επιθυμεί να ακολουθήσει τις εσωτερικές συνταγματικές διαδικασίες για την κύρωση της συμφωνίας της Ευρωζώνης.

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η εξαγγελία του δημοψηφίσματος προκάλεσε προς το παρόν σοβαρές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, γιατί δημιούργησε την εντύπωση ότι οι ληφθείσες προ ημερών αποφάσεις της Ευρωζώνης τινάχθηκαν στον αέρα. Σε αυτό φταίει η Κυβέρνηση, γιατί θα μπορούσε να είχε ξεκαθαρίσει προσερχόμενη στης διαπραγματεύσεις, εκ των προτέρων, ότι πρόκειται να θέσει το ζήτημα σε δημοψήφισμα. Δηλαδή υπάρχει ένα στοιχείο αιφνιδιασμού, το οποίο έχει προκαλέσει τριγμούς σε χρηματιστήρια, αγορές κλπ. και δείχνει ότι οι τέσσερις άνθρωποι που αποφάσισαν την εξαγγελία του δημοψηφίσματος στο συγκεκριμένο χρόνο και τόπο δεν είχαν αξιολογήσει της σοβαρότατες και βαρύτατες επιπτώσεις σε μια συμφωνία από την οποία εξαρτάται η άμεση επιβίωση της χώρας και η εκταμίευση της 6ης δόσης του δανείου από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Από την άλλη πλευρά, η θέση της Ελλάδας ενδέχεται να ήταν χειρότερη εάν πήγαινε στην σύνοδο κορυφής προεξαγγέλλοντας ότι θα θέσει το προϊόν της σε δημοψήφισμα. Εξάλλου, η πρόκληση τόσο σοβαρών τριγμών από μόνη την εξαγγελία του δημοψηφίσματος, δείχνει τα δόντια της Ελλάδας στις αγορές, ασκώντας τεράστια πίεση για το που μπορεί να φτάσουν τα πράγματα, αν αποφασίσει η χώρα να παίξει τον ρόλο της μαύρης τρύπας που θα συμπαρασύρει την παγκόσμια οικονομία σε ένα διεθνές κραχ. Αν δηλαδή παίξει το χαρτί του εκβιασμού: "ή θα μας σώσετε με όρους που θα συνδιαμορφώσουμε, ή θα σας πάρουμε μαζί μας στην άβυσσο".

Ως προς το εσωτερικό της χώρας, η απόφαση για την εξαγγελία δημοψηφίσματος, ταυτόχρονα με την εξαγγελία της ψήφου εμπιστοσύνης, θεωρώ ότι δεν πέτυχε τον στόχο που ενείχε ως πολιτική τακτική. Εκτιμώ ότι η εξαγγελία της διπλής απόφασης είχε σκοπό να τεκμηριωθεί η αποφυγή των εκλογών και να αποσυμπιέσει τους βουλευτες για να δώσουν ευκολότερα την ψήφο εμπιστοσύνης, αφού το βασικό βάρος της απόφασης θα έχει ήδη μεταβιβαστεί στους πολίτες με το δημοψήφισμα. Ούτε και σε αυτό πέτυχε μάλλον η κυβερνητική εξαγγελία, αφού υπάρχουν εντονότατες διαμαρτυρίες βουλευτών που απειλούν ακόμη και την δεδηλωμένη της Κυβέρνησης στην Βουλή. Η όποια εκτίμηση επιπτώσεων έγινε - εάν έγινε- μάλλον δεν είχε λάβει υπόψη της ούτε την εσωτερική παράμετρο. Από την άλλη πλευρά όμως και οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος θα έπρεπε να θεωρούν ως δεδομένο ότι αναπόσπαστο στοιχείο του προεκλογικού προγράμματος του ΠΑΣΟΚ για την διακυβέρνηση της χώρας αποτελεί και η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων. Και θα έπρεπε να θυμούνται ότι το 2005 ζητούσαν από την ΝΔ να διενεργηθεί δημοψήφισμα για την κύρωση του Συντάγματος της Ευρώπης. Βεβαίως, είναι πολύ εύκολος ο αντίλογος ότι η κυβέρνηση δεν έχει τηρήσει σε πολλά θέματα το προεκλογικό της πρόγραμμα, αλλά αυτός ο αντίλογος είναι του ίδιου επιπέδου με το επιχείρημα ότι το Σύνταγμα παραβιάζεται καθημερινά, οπότε γιατί να το επικαλούμαστε. Αυτή είναι μια κατ' επιλογήν παρουσίαση της πραγματικότητας, κατά την οποία κλείνουμε τα μάτια εκεί που δεν μας συμφέρει και επιλέγουμε ότι υπάρχει μόνον ό,τι μας αρέσει. Αυτά για τις εγχώριες επιπτώσεις που δεν φαίνεται ότι είχαν αξιολογηθεί ορθά εκ των προτέρων.

Νομίζω πάντως ότι οι αντιδράσεις των εταίρων μας δείχνουν ότι θεωρούσαν την χώρα έναν αμέτοχο παρατηρητή που θα ακολουθήσει πειθήνια τις αποφάσεις τους, επειδή είμαστε "ο ασθενής", κατά την γνωστή αυταρχική ρητορική που εσχάτως είδαμε να αναπαράγεται. Οι ίδιοι αναγνωρίζουν στους λαούς τους το δικαίωμα να απορρίπτουν το Ευρωσύνταγμα και στα συνταγματικά δικαστήριά τους να αποφασίζουν αν θα θεσπιστούν οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί στήριξης, αλλά δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν στην Ελλάδα τις εσωτερικές συνταγματικές διαδικασίες για την κύρωση των συμφωνιών που πρόκειται να μας δεσμεύσουν όλους για τουλάχιστον τα επόμενα 10 χρόνια. Αναρωτιέμαι βέβαια, ποια θα ήταν η στάση μας εάν μας ανακοινωνόταν ότι το συγκεκριμένο θέμα θα τεθεί σε ένα πανευρωπαϊκό δημοψήφισμα κι όχι σε ένα απλό εθνικό δημοψήφισμα. Εάν για πρώτη φορά στην ιστορία του καλείτο ο Ευρωπαίος και η Ευρωπαία να αποφασίσουν, με αυτήν την ιδιότητά τους, εάν εγκρίνουν τη συγκεκριμένη ευρωπαϊκή συμφωνία, θα αντιμετωπίζαμε εντελώς διαφορετικά το ζήτημα ως κοινή γνώμη. Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας ευρωπαϊκός ελιγμός που θα κατάπινε εντελώς την πρωτοτυπία του ελληνικού εγχειρήματος, με εντελώς απρόβλεπτες συνέπειες βέβαια για τις χρηματαγορές και τα περίεργα προϊόντα τους που φαίνεται ότι εκτόπισαν πλήρως την πολιτική, τα συντάγματα και τις λαϊκές βουλήσεις. Γιατί κάποτε πρέπει να αποφασίσουν ευθέως οι πολίτες εάν όντως είναι ή όχι Ευρωπαίοι κι Ευρωπαίες.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 31, 2011

Ο νόμος για το δημοψήφισμα


Ο Ν.4023/2011 ("Διεύρυνση της άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας με την διενέργεια δημοψηφίσματος", ΦΕΚ Α'220/24.10.2011) θέτει τους όρους της διαδικασίας για την διεξαγωγή δημοψηφισμάτων.

Πρόκειται για νόμο, ο οποίος εξειδικεύει και προσδιορίζει την διαδικασία για την εφαρμογή του άρθρου 44 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος.

Το Σύνταγμα προβλέπει δύο περιπτώσεις δημοψηφισμάτων, τα οποία σε κάθε περίπτωση προκηρύσσονται με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας:

α) Δημοψήφισμα για "κρίσιμο εθνικό θέμα". Για αυτή την περίπτωση απαιτείται πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου και απόφαση από 151 βουλευτές.

β) Δημοψήφισμα για "ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμιζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά". Για αυτή την περίπτωση απαιτείται πρόταση 120 βουλευτών και απόφαση 180 βουλευτών. Σε αυτή την περίπτωση δημοψηφίσματος, εάν το νομοσχέδιο υπερψηφιστεί, ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 42 παρ. 1 του Συντάγματος (έκδοση και δημοσίευση του νομοσχεδίου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εντός μηνός, με δυνατότητα αναπομπής του στη Βουλή) .

Στο αρχικό νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών υπήρχαν ορισμοί για τις έννοιες "κρίσιμο εθνικό θέμα" και "σοβαρό κοινωνικό ζήτημα". Αυτοί οι ορισμοί απαλείφθηκαν από το νόμο που ψηφίστηκε τελικά στη Βουλή (δηλ. τον Ν.4023/2011)

Πάντως, για την έννοια του "δημοσιονομικού νομοσχεδίου" υπάρχουν κρίσιμες παρατηρήεις στην Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο, μετα την απάλειψη των "ορισμών":

"Παρατηρείται, κατ’ αρχάς, ότι δηµοσιονοµικό δεν είναι κάθε νοµοσχέδιο που συνεπάγεται δηµοσιονοµική επιβάρυνση, δεδοµένου ότι όλα σχεδόν τα νοµοσχέδια έχουν τέτοιες επιπτώσεις. Ως δηµοσιονοµικά νοούνται, εν προκειµένω, τα stricto sensu δηµοσιονοµικά νοµοσχέδια των άρθρων 78-80 του Συντάγµατος, που συνθέτουν το έκτο κεφάλαιο του Γ΄ Τµήµατος του Συντάγµατος, καθώς και όσα έχουν αποκλειστικώς ή προεχόντως δηµοσιονοµικό χαρακτήρα (βλ. Αντ. Παντελή, όπ. π., σελ. 423, Ευ. Βενιζέλο, όπ. π., σελ. 364, Αθ. Ράϊκο, όπ. π., σελ. 309). Περαιτέρω, επισηµαίνεται η εγγενής αοριστία των εννοιών «κρίσιµο εθνικό θέµα» και «ψηφισµένο νοµοσχέδιο που ρυθµίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτηµα», η οποία καθιστά ευρεία τη διακριτική ευχέρεια της Βουλής. Σε κάθε περίπτωση, οι έννοιες δύνανται να τέµνονται, καθώς το κρίσιµο εθνικό θέµα µπορεί να αποτελεί και «σοβαρό κοινωνικό ζήτηµα» ή να ρυθµίζεται µε ψηφισµένο νοµοσχέδιο ή να πρόκειται να ρυθµισθεί νοµοθετικώς (βλ., όµως, και περιοριστική ανάγνωση των εννοιών σε Ευ. Βενιζέλο, όπ. π., σελ. 360). "

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.4023/2011, το ερώτημα ή τα ερωτήματα, στα οποία καλείται να αποφασίσει ο ψηφοφόρος, αποτελεί αντικείμενο απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής με την οποία γίνεται δεκτή η πρόταση για το δημοψήφισμα.

Σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.4023/2011, με κριτήριο τη θέση τους στο ερώτημα ή στα ερωτήματα που τίθενται στην κρίση των ψηφοφόρων, τα πολιτικά κόμματα, οι ενώσεις προσώπων, οι επαγγελματικές ή οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και κάθε άλλη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών συμμετέχουν στην αντίστοιχη "Επιτροπή Υποστήριξης", ενημερώνοντας με δήλωσή τους τον Υπουργό Εσωτερικών εντός τριών ημερών από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Σε αυτές τις Επιτροπές Υποστήριξης κατανέμεται ο χρόνος προβολής σε ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης και σε υπαίθριους χώρους, κατά τους ορισμούς του άρθρου 9. Οι Επιτροπές Υποστήριξης διορίζουν τους εκλογικούς αντιπροσώπους τους στα εκλογικά τμήματα της χώρας, από έναν σε κάθε τμήμα για κάθε Επιτροπή.

Σχετικά με τις "Επιτροπές Υποστήριξης", υπάρχουν ορισμένες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις στην Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής:

"Επισηµαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, από τη διατύπωση της διάταξης συνάγεται ότι µία µόνον «Επιτροπή Υποστήριξης» ανά απάντηση δύναται να συσταθεί, ενώ δεν διευκρινίζεται εάν µπορεί να συσταθεί «Επιτροπή Υποστήριξης» υπέρ του λευκού. Περαιτέρω, δεδοµένης της αρχής της υποχρεωτικότητας της ψήφου (άρθρο 52 παρ. 5 του Συντάγµατος), σηµειώνεται ότι δεν δύναται να συσταθεί «Επιτροπή Υποστήριξης» υπέρ της µη συµµετοχής στην ψηφοφορία. Τέλος, ερωτάται εάν η συµµετοχή στις «Επιτροπές Υποστήριξης» αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση προκειµένου τα πολιτικά κόµµατα, οι ενώσεις προσώπων, οι επιστηµονικές, οι επαγγελµατικές ή οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και κάθε άλλη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών να συµµετάσχουν στο δηµόσιο διάλογο επί του ερωτήµατος (ή των ερωτηµάτων) που τίθενται σε ψηφοφορία, συµφώνως προς το άρθρο 5 του Νσχ. Το ζήτηµα χρειάζεται, ενδεχοµένως, να διευκρινισθεί και εκ του ότι, συµφώνως προς το άρθρο 10 παρ. 3 του Νσχ, «Ο χρόνος που διατίθεται µε τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 9 για την προβολή µηνυµάτων και την παρουσίαση της δραστηριότητας, καθώς επίσης οι χώροι υπαίθριας προβολής της παραγράφου 5 του άρθρου 9 κατανέµονται µεταξύ όσων συµµετέχουν στην αντίστοιχη «Επιτροπή Υποστήριξης» µε απόφασή τους»."

Το άρθρο 16 του Ν.4023/2011 λύνει -σε νομοθετικό επίπεδο- το μεγάλο ερωτηματικό συνταγματικου δικαίου περί του εάν η πρώτη μορφή δημοψηφίσματος οδηγεί σε "δεσμευτικό" ή "συμβουλευτικό" αποτέλεσμα. Σύμφων με το νόμο, και οι δύο μορφές δημοψηφίσματος οδηγούν σε δεσμευτικό αποτέλεσμα, εάν,για την πρώτη μορφή συμμετάσχει το 40% του εκλογικού σώματος και, εάν, για την δεύτερη μορφή συμμετάσχει το 50% του εκλογικού σώματος. Ενώ στην αρχική μορφή του άρθρου, όταν τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, είχε αποσιωπηθεί η δεσμευτικότητα του δημοψηφίσματος πρώτης μορφής, γεγονός που είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. H Oικονομική και Κοινωνική Επιτροή, στη γνώμη της επί του νομοσχεδίου, θεωρεί αντιφατικό να απαιτείται 40% για το σοβαρότερο που είναι το κρίσιμο εθνικό θέμα και 50% για ψηφισμένο ν0μοσχέδιο, ζητώντας να εξισωθούν τα ποσοστά στο 50%.

Ως προς το θέμα, όμως, της δεσμευτικότητας του αποτελέσματος επί ερωτήματος για κρίσιμο εθνικό θέμα υπάρχει μια ένσταση από την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής:

"υπό την εκδοχή ότι το δηµοψήφισµα του άρθρου 44 παρ. 2 εδ. α΄ είναι συµβουλευτικό και δεν παράγει κανόνες δικαίου, η χρήση του όρου «δεσµευτικό» είναι, ενδεχοµένως, νοµικώς άστοχη. Περαιτέρω, εγείρεται προβληµατισµός ως προς το εάν σε καθαρώς συµβουλευτική µορφή δηµοψηφίσµατος, που δεν παράγει έννοµα αποτελέσµατα, δύναται να προβλέπεται ποσοστό συµµετοχής."

Αλλά αυτή είναι απλώς μια "εκδοχή" της ερμηνείας του Συντάγματος, όπως επισημαίνει και η ίδια η Έκθεση.

Κατά το άρθρο 20, ο έλεγχος του κύρους του δημοψηφίσματος και του αποτελέσματος ανήκει στην αρμοδιότητα του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 του Συντάγματος. Κατά την Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας:

"Αυτονόητο είναι ότι, το κατά πόσο υφίσταται «κρίσιµο εθνικό θέµα» ή ένα ψηφισµένο νοµοσχέδιο ρυθµίζει κοινωνικό ζήτηµα όντως «σοβαρό», ώστε να δικαιολογείται η προσφυγή σε δηµοψήφισµα, δεν ελέγχεται από το Α.Ε.Δ. κατ’ εφαρµογή του άρθρου 100 παρ. 1 περ. β΄ του Συντάγµατος και των άρθρων 35 επ. του ν. 345/1976."

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το κόστος του δημοψηφίσματος εκτιμάται από την Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους στο ποσό των 110.000.000 ευρώ.




Τετάρτη, Οκτωβρίου 26, 2011

Η ψήφιση από 180 βουλευτές

Το Σύνταγμα είναι σαφές ως προς το αν απαιτείται απόλυτη ή αυξημένη πλειοψηφία βουλευτών για την έγκριση μιας διεθνούς συνθήκης ή συμφωνίας. Το άρθρο 28 προβλέπει τις εξής κατηγορίες:

1. Οι διεθνείς συμβάσεις κυρώνονται με νόμο. Αυτό σημαίνει ότι για την απλή περίπτωση μιας διεθνούς σύμβασης, αρκούν οι 151 βουλευτές.

2. Η αναγνώριση, με διεθνή σύμβαση ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα, διενεργείται με ψήφιση νόμου για την οποία απαιτείται η αυξημένη πλειοψηφία των 3/5, δηλαδή 180 βουλευτές.

3. Οι περιορισμοί ως προς την εθνική κυριαρχία, εφόσον πληρούνται και οι άλλοι όροι του άρθρου 28 του Συντάγματος, επιβάλλονται με νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών, δηλαδή και πάλι από 151 βουλευτές. [Με τον ίδιο αριθμό μπορεί να ψηφιστεί μεταβολή στα όρια της επικράτειας καθώς και αποδοχή ξένης στρατιωτικής δύναμης, κατά το άρθρο 27 του Συντάγματος].

Συνεπώς, από τις τρεις αυτές περιπτώσεις που προβλέπει το Σύνταγμα για τις σχέσεις εθνικού με διεθνές συμβατικό δίκαιο, μόνο στην περίπτωση αναγνώρισης συνταγματικών αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνούς οργανισμού απαιτούνται οι 180 βουλευτές. Στις άλλες περιπτώσεις, ακόμη και για επιβολή περιορισμών ως προς την εθνική κυριαρχία, αρκούν οι 151 βουλευτές.

Αυτό σημαίνει ότι εάν δεν έχουμε κάποια διεθνή συμφωνία που αναγνωρίζει συνταγματικές αρμοδιότητες σε όργανα διεθνών οργανισμών, δεν απαιτείται η ψήφισή της από 180 βουλευτές, αλλά αρκούν οι 151 βουλευτές. Εάν βέβαια η κυβέρνηση θέσει ως πολιτικό όρο την ψήφιση της με αυξημένη πλειοψηφία, για εξωνομικούς λόγους, αυτό δεν θα έχει καμία επίπτωση εάν τελικά το νομοσχέδιο ψηφιστεί από την προβλεπόμενη πλειοψηφία των 151, αλλά όχι και το πολιτικό πλαφόν των 180. Ανεξάρτητα από το τι θα κάνει η κυβέρνηση σε αυτήν την περίπτωση (λ.χ. μπορεί να παραιτηθεί κλπ), το νομοσχέδιο θα έχει ψηφισθεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και θα πρέπει να ακολουθήσει την πορεία προς τον πρόεδρο της δημοκρατίας και το φύλλο της εφημερίδας της κυβερνήσεως.

Ένα ζήτημα νομικής ερμηνείας είναι το τι συνιστά "αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα" και τι συνιστά "εθνική κυριαρχία", καθώς οι δύο έννοιες φαίνεται να αλλεπικαλύπτονται σε έναν βαθμό, καθώς δύσκολα μπορούμε να εντοπίσουμε αρμοδιότητες που προβλέπονται σε κρατικά όργανα από το Σύνταγμα, χωρίς να αφορούν και ένα στοιχείο εθνικής κυριαρχίας. Ωστόσο, δεν είναι αυτονόητο ότι κάθε "περιορισμός εθνικής κυριαρχίας" θα αφορά και "αναγνώριση σε όργανα διεθνών οργανισμών" αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Είναι σαφές ότι αυτή η αναγνώριση είναι μια νομικά συγκεκριμένη πράξη που απαιτεί κάτι πέραν του απλού "περιορισμού" της εθνικής κυριαρχίας.


Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 08, 2011

H Ελλάδα δέκα χρόνια μπροστά: μια έκθεση για τη διέξοδο

Διαβάζοντας την σύνοψη μιας αναλυτικής έκθεσης που εκπόνησε η εταιρία McKinsey&Company για λογαριασμό του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών και της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών (βλ. εδώ), διαπιστώνει κανείς ότι χρειάζεται στην ουσία μια μεταβολή του ελληνικού νομικού συστήματος. Η ίδια η Έκθεση είναι όμως αρκετά διστακτική στις προτάσεις της σχετικά με αυτό το κεφάλαιο.

Η Έκθεση διαπιστώνει ότι οι τεράστιες καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης οφείλονται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν κριτήρια με βάση τα οποία θα μπορούσαν να ιεραρχηθούν οι υποθέσεις. Η παρατήρηση είναι σωστή: με την εξαίρεση ελάχιστων περιπτώσεων για τις οποίες η νομοθεσία προβλέπει εκδίκαση από εξειδικευμένους δικαστές (λ.χ. στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας), κατά τ' άλλα, οι υποθέσεις στα πολιτικά δικαστήρια ταξινομούνται με βάση την διάρθρωση των "βιβλίων" του Αστικού Κώδικα (του 1946) σε αντίστοιχα τμήματα ("ενοχικό", "εμπράγματο" κλπ). Είναι λυπηρό ότι, στην πρόσφατη αναθεώρηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τελικά δεν προστέθηκε το κεφάλαιο για την "πιλοτική" δίκη, και είναι ακόμη πιο λυπηρό που δεν έχει προχωρήσει η αντίστοιχη διαδικασία, παρά την σχετική τροποποίηση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (όπου το πρόβλημα των καθυστερήσεων είναι ακόμη πιο σοβαρό). Το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει προχωρήσει πάντως στη σύσταση μιας επιτροπής για να φέρει προτάσεις σχετικά με το θέμα των καθυστερήσεων.

Πρόταση της έκθεσης είναι η δημιουργία ενός 7ου τμήματος στο Συμβούλιο της Επικρατείας που να ασχολείται αποκλειστικά με στρατηγικές επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, αλλά και η θέσπιση κριτηρίων για την υπαγωγή των υποθέσεων με σκοπό την ταχύτερη εκδίκασή τους. Επίσης εισηγείται την τοποθέτηση πρόσθετων δικαστών με οικονομική εξειδίκευση στα διοικητικά πρωτοδικεία και εφετεία "με στόχο τη μείωση των υποθέσεων που εκκρεμούν και τη μείωση του χρόνου που απαιτείται για τη μείωση μιας απόφασης μέσω της προτεραιοποίησης και εκδίκασης των υποθέσεων σε χαμηλότερα δικαστικά επίπεδα".

Η Έκθεση θεωρεί δηλαδή ότι η πρόσληψη άλλων επτά δικαστών στο Συμβούλιο της Επικρατείας (τόσους αριθμεί ένα τμήμα) θα λύσει το πρόβλημα της καθυστέρησης των αποφάσεων, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι εάν το τμήμα διαπιστώσει ένα ζήτημα συνταγματικότητας οφείλει, ούτως ή άλλως, να παραπέμψει την υπόθεση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Περίπτωση δηλαδή που οδηγεί σε υπέρμετρη καθυστέρηση για την τελική απόφαση.

Ούτε νέο τμήμα στο ΣτΕ χρειάζεται, ούτε νέοι δικαστές με "οικονομική εξειδίκευση". Για να λυθεί το πρόβλημα των καθυστερήσεων στη Δικαιοσύνη (ώστε να υπάρχει αποτέλεσμα και σε ορίζοντα δεκαετίας όπως ευαγγελίζεται η έκθεση) δεν αρκούν βελτιώσεις και τομές, αλλά πρέπει να επανασχεδιαστεί συνολικά το δικαστικό οικοδόμημα της χώρας.

Πρέπει να καταργηθεί κάθε είδους πολυμελές πρωτοβάθμιο δικαστήριο ουσίας, ώστε οι υπάρχοντες δικαστές να "απλωθούν" σε περισσότερες έδρες. Η οικονομική εξειδίκευση πρέπει να αποτελέσει ειδικό μάθημα στην σχολή δικαστών και να αφορά όλους τους δικαστές, αλλά και οι εν ενεργεία να περάσουν υποχρεωτικά από τμήματα επιμόρφωσης, όχι μόνο στα οικονομικά αλλά και στους νέους κλάδους του δικαίου. Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε "πολιτική" και "διοικητική" δικαιοσύνη είναι επίσης εντελώς φορμαλιστικός και πρέπει να καταργηθεί: ενιαία δικαιοδοσία και συγχώνευση των εν λόγω δικαστηρίων. Έτσι κι αλλιώς και τώρα τα πολιτικά δικαστήρια, λόγω του "οργανικού" κριτηρίου που μαστίζει από πάντα το σύστημά μας, είναι υποχρεωμένα να εφαρμόζουν και αρχές διοικητικού δικαίου εκδικάζοντας υπόθέσεις εναντίον κρατικών φορέων που έχουν "βαφτιστεί" ιδιωτικοί (ο ευρύτερος δημόσιος τομέας). Ενιαία δικαιοδοσία λοιπόν, και με ακυρωτική αρμοδιότητα: δεν χρειάζεται να έχουμε ολόκληρο ανώτατο δικαστήριο για να ακυρώνει την κάθε διοικητική πράξη.

Και βέβαια χρειαζόμαστε ένα κανονικό Συνταγματικό Δικαστήριο (όχι ενισχυμένο Α.Ε.Δ.) με δικαίωμα ατομικής συνταγματικής προσφυγής, για να επιλύει τα ζητήματα συνταγματικότητας κατ΄ αποκλειστικότητα, με την ταχύτητα και το κύρος που χρειάζεται για τέτοιου είδους διαφορές.

Δεν χρειάζεται φυσικά να αναφέρω ότι όλα αυτά προϋποθέτουν αναθεώρηση του Συντάγματος. Αλλά κάποιες από τις αλλαγές μπορούν να γίνουν και σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας, ιδίως αυτές για τα κατώτερα δικαστήρια - είναι μια τάση που είδαμε να εκδηλώνεται εν μέρει και στη θερινή αναθεώρηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.


Κυριακή, Ιουλίου 31, 2011

Συμβουλευτικό ή δεσμευτικό δημοψήφισμα;

Η πρόταση της κυβέρνησης για ένα συμβουλευτικού χαρακτήρα δημοψήφισμα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, θεωρώντας ότι κατ΄αυτόν τον τρόπο μια προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία θα είχε τα χαλαρά αποτελέσματα μιας επίσημης δημοσκόπησης. Δηλαδή ότι θα συνιστούσε περιφρόνηση προς την ίδια την λαϊκή κυριαρχία.

Ωστόσο, η πρόταση της κυβέρνησης δεν είναι πρωτότυπη, όχι μόνο γιατί συμβουλευτικά δημοψηφίσματα υπάρχουν και στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά κυρίως επειδή από την θέσπιση του Συντάγματος το 1975 (και την αναθεώρηση του περί δημοψηφίσματος άρθρου το 1986) υποστηρίζεται ότι η μία από τις δύο μορφές του θεσμού που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα είναι συμβουλευτικού χαρακτήρα.

Αν διαβάσουμε το άρθρο 44 θα δούμε ότι σε αυτό προβλέπονται δύο περιπτώσεις δημοψηφισμάτων: η πρώτη περίπτωση αφορά δημοψήφισμα για "κρίσιμο εθνικό θέμα" και η δεύτερη αφορά δημοψήφισμα για "ψηφισμένο νομοσχέδιο που αφορά σοβαρό κοινωνικό ζήτημα" (πλην των δημοσιονομικών).

Το 1975, το Σύνταγμα προέβλεπε μόνο την πρώτη μορφή, δημοψήφισμα για "κρίσιμο εθνικό θέμα" που αποτελούσε μάλιστα και μια από τις αποκλειστικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Σ' εκείνη τη φάση άρχισε ήδη να αναπτύσσεται η θεωρία ότι το δημοψήφισμα αυτό δεν είναι δεσμευτικό. Το ίδιο το κείμενο του Συντάγματος δεν ξεκαθάριζε (ούτε ξεκαθαρίζει) αν είναι δεσμευτικό το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Ωστόσο, κάποιοι θεωρητικοί του συνταγματικού δικαίου υποστήριξαν ότι δεν μπορεί σε ένα σύστημα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ο λαός να νομοθετεί ευθέως, γιατί έτσι θα παραβιαζόταν και το άρθρο 26 του Συντάγματος που αναφέρει ότι η νομοθετική λειτουργία ασκείται από την Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (κι όχι και από το λαό). Θεωρήθηκε λοιπόν από αυτούς τους θεωρητικούς ότι η σύμφωνη με το άρθρο 26 ερμηνεία της έννοιας "δημοψήφισμα" δεν θα επέτρεπε να αποδεχθούμε ότι ο θεσμός προβλέπει άμεση νομοθεσία από το λαό. Υπήρξε βέβαια και η άλλη άποψη που έλεγε ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν μπορεί παρά να είναι νομικά δεσμευτικό όταν αποφαίνεται ο λαός, αφού κατά το άρθρο 1 "θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία" και "όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα".

Από τα πρακτικά της θέσπισης του Συντάγματος το 1975 δεν προκύπτει με σαφήνεια αν οι συντάκτες του ήθελαν να εισάγουν ένα συμβουλευτική ή ένα δεσμευτικό δημοψήφισμα. Ωστόσο, κάποιες αγορεύσεις βουλευτών που μιλούν για "απόφαση του λαού", σε συνδυασμό με την νωπή εμπειρία από το πρόσφατο τότε δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος συμβάλλουν στην διαμόρφωση της εντύπωσης ότι ανεξάρτητα από την τυπική νομική δύναμη του αποτελέσματος, οι βουλευτές θεωρούσαν τουλάχιστον πολιτικά "αποφασιστική" τη λαϊκή ετυμηγορία.

Έπειτα, όλη η ερμηνεία της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης από τους συνταγματολόγους της εποχής ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη από την πολιτική τους στάση όσον αφορά τις "υπερεξουσίες" του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ως προεδρική αρμοδιότητα, η διεξαγωγή δημοψηφίσματος, έδινε εξ αυτού του λόγου συγκεκριμένες ερμηνευτικές τάσεις στους συνταγματολόγους εκείνους που θα ήθελαν να περιορίσουν το εύρος της εξουσίας του Προέδρου της Δημοκρατίας, θεωρώντας το δημοψήφισμα "του" συμβουλευτικό. Αντίστροφα, οι συνταγματολόγοι που έβλεπαν πιο ευνοϊκά αυτές τις προεδρικές αρμοδιότητες, θεωρούσαν οτι το δημοψήφισμα δεν θα μπορούσε παρά να είναι δεσμευτικό.

Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986, με γενικότερο στόχο την αποψίλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας από τις "υπερεξουσίες" του έθεσε στο στόχαστρο και το άρθρο 44. Μετριάζοντας την πρωτοβουλία του Προέδρου για την κήρυξη δημοψηφίσματος, πρόκρινε την έγκριση του εγχειρήματος από τη Βουλή. Παράλληλα, προσέθεσε τη δεύτερη μορφή δημοψηφίσματος, η οποία αφορά την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία για ένα ήδη ψηφισμένο νομοσχέδιο που αφορά σοβαρό κοινωνικό ζήτημα. Ψηφισμένο είναι το νομοσχέδιο το οποίο έχει ήδη μεν θεσπιστεί από τη Βουλή, αλλά δεν έχει ακόμη εκδοθεί και δημοσιευθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μεταξύ δηλαδή αυτών των δύο πράξεων (ψήφιση από τη Βουλή, έκδοση από τον ΠτΔ) παρεμβάλλεται το δημοψήφισμα, με το οποίο ο λαός θα εγκρίνει ή θα απορρίψει το συγκεκριμένο νομοθέτημα. Το Σύνταγμα αναφέρει όταν εάν το νομοσχέδιο υπερψηφισθεί, τότε ο μήνας εντός του οποίου ο ΠτΔ πρέπει να εκδώσει και να δημοσιεύσει το νόμο εκκινεί από την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος (κι όχι από την ψήφισή του από τη Βουλή).

Αυτή η τελευταία παράγραφος αναγνωρίζεται από τους συνταγματολόγους ως καθοριστική για την φύση αυτής της δεύτερης μορφής δημοψηφίσματος: αφού το ίδιο το Σύνταγμα επιβάλλει στον πρόεδρο την έκδοση και δημοσίευση του εγκριθέντος από το λαό νομοσχεδίου, το δημοψήφισμα δεν μπορεί παρά να είναι δεσμευτικό. Έτσι, οι συνταγματολόγοι που δεν θεωρούσαν δεσμευτική την πρώτη μορφή δημοψηφίσματος, βρήκαν ένα a contrario επιχείρημα: αφού το ίδιο το Σύνταγμα αναγνωρίζει ως δεσμευτική την δεύτερη μορφή δημοψηφίσματος, εκ του αντιστρόφου η πρώτη μορφή δημοψηφίσματος (για κρίσιμο εθνικό θέμα) είναι συμβουλευτική. Η άλλη μερίδα συνταγματολόγων όμως, που θεωρούσε δεσμευτικό και το δημοψήφισμα για εθνικό θέμα, εξέλαβε την συνταγματική αναθεώρηση ως επιβεβαιωτική της δικής της θέσης κι όχι ως a contrario εσφαλμένη: αφού το ίδιο το Σύνταγμα αναγνωρίζει την δεσμευτικότητα έστω και της δεύτερης μορφής δημοψηφίσματος, ενισχύεται η άποψή τους ότι ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος δεν είναι αμιγής αλλά μικτός κι ως εκ τούτου και το πρώτο δημοψήφισμα ήταν και είναι δεσμευτικό.

Και οι δύο απόψεις έχουν τα υπέρ και τα κατά τους. Η πρώτη άποψη, που υποστηρίζει ότι το δημοψήφισμα για εθνικό θέμα είναι συμβουλευτικό, αντλεί ένα a contrario επιχείρημα από τη δεύτερη περίπτωση που όμως δεν είναι η ακριβώς αντίστροφη από την πρώτη. Όταν έχουμε ένα νομοσχέδιο υπάρχει ήδη έτοιμη μια νομοθετική ύλη, επί της οποίας απολύτως συγκεκριμένα αποφαίνεται ο λαός. Άρα η δεσμευτικότητα της δεν μπορεί παρά να διατυπώνεται ως συνέχιση της κλασικής νομοθετικής διαδικασίας με την δημοσίευση από τον ΠτΔ. Ένα ερώτημα όμως για κρίσιμο εθνικό θέμα δεν είναι αυτονόητο ότι θα αποτυπώνεται σε ένα συγκεκριμένο νομοθέτημα, γιατί η φύση αυτού του ερωτήματος δεν είναι εξ ορισμού και άρρηκτα συνδεδεμένη με την νομοθετική διαδικασία. Για παράδειγμα, όταν ο λαός αποφάσισε την αβασίλευτη δημοκρατία, εάν θεωρήσουμε ότι το αποτέλεσμα ήταν δεσμευτικό, έθεσε πρωτογενώς έναν συνταγματικό κανόνα, ο οποίος μπορεί να αποτυπώθηκε μετά στο Σύνταγμα του 1975, αλλά θα εξακολουθούσε να υπάρχει στο νομικό κόσμο και χωρίς την "ρητή" αντανάκλασή του στον συνταγματικό χάρτη. Πουθενά στο Σύνταγμα αναγράφεται ότι "καταργείται η βασιλευομένη δημοκρατία" ή "θεσπίζεται η αβασίλευτη δημοκρατία", για να χρησιμοποιήσουμε τους συγκεκριμένους όρους εκείνου του δημοψηφίσματος (το οποίο δεν ανέφερε κάτι για "προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία"). Υπ' αυτή την έννοια, ο κανόνας που θέτει ένα δεσμευτικό δημοψήφισμα δεν χρειάζεται τυπικά ένα νομοθέτημα για την εφαρμογή του, γιατί υφίσταται ως πρωτογενής κανονας δικαίου. Η δεσμευτικότητα του δημοψηφισματικού αποτελέσματος σε τέτοιες περιπτώσεις δεν εξαρτάται από την θέσπιση ενός εφαρμοστικού νομοθετήματος: απλώς υπάρχει. Αντίθετα, σε ένα δημοψήφισμα για την έγκριση ενός νομοσχεδίου, η λαϊκή ετυμηγορία δεν είναι αυτοτελής και δεν υλοποιείται εάν το εν λόγω νομοσχέδιο δεν είχε ψηφιστεί πρώτα από τη Βουλή και τελικά δεν περάσει κι από την δημοσίευση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε αυτή την δεύτερη περίπτωση ο λαός με το δημοψήφισμα έχει την ευχέρεια να ασκήσει ένα δικαίωμα νομοθετικής αρνησικυρίας (veto) επί ήδη υφιστάμενου και ψηφισμένου νομοσχεδίου, χωρίς να θεσπίζει έναν πρωτογενή κανόνα, όπως στην πρώτη περίπτωση. Πρακτικά, απαγορεύει στον Πρόεδρο την δημοσίευση ενός ψηφισμένου νομοσχεδίου. Εξάλλου και τεχνικά αν το δει κανείς, η απάντηση του λαού ένα κρίσιμο εθνικό θέμα μπορεί να υλοποιηθεί από την εξουσία με μια σειρά μέτρων εφαρμογής, ακόμη και μη νομικών (λ.χ. εάν το ερώτημα αφορά την "στήριξη" μιας άλλης χώρας στην ενταξιακή της διαδικασία για την ΕΕ ή το ΝΑΤΟ). Οπότε η δεσμευτικότητα ή μη αυτού του αποτελέσματος δεν μπορεί να εξαρτηθεί από το αν θα δημοσιευθεί στο ΦΕΚ κάποιο νομοσχέδιο, αφού μπορεί να αφορά μια εθνική πολιτική σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα πέραν της νομοθεσίας. Γι' αυτό δεν θεωρώ ότι το γεγονός πως η δεύτερη περίπτωση προβλέπει ένα δεσμευτικό δημοψήφισμα μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα πειστικό επιχείρημα ώστε η πρώτη περίπτωση να θεωρηθεί συμβουλευτικό δημοψήφισμα. Το επιχείρημα "όταν το Σύνταγμα θέλει δεσμευτικότητα, το λέει ρητά" δεν μπορεί να λειτουργήσει σε αυτήν την περίπτωση εκ μόνης της μνείας της συνέχισης της νομοθετικής διαδικασίας για την περίπτωση των ψηφισμένων νομοσχεδίων.

Η άλλη πλευρά συνταγματολόγων (ανάμεσα στους οποίους και ο νυν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Ευάγγελος Βενιζέλος) υποστηρίζουν ότι το δημοψήφισμα για εθνικό θέμα είναι δεσμευτικό. Μετά την αναθεώρηση του 1986 θεώρησαν ότι αφού αναγνωρίζεται ρητά η δεσμευτικότητα για την δεύτερη μορφή δημοψηφίσματος, ήταν ορθή η θέση τους ότι και η πρώτη μορφή δημοψηφίσματος είναι δεσμευτική, αφού τελικά το ίδιο το Σύνταγμα δεν προβλέπει ένα αμιγώς αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, αλλά μία μικτή μορφή του που προβλέπει και εξαιρέσεις ως προς την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας. Ωστόσο, δεν μπορούν να ξεπεράσουν το επιχείρημα ότι στην δεύτερη περίπτωση η δεσμευτικότητα προβλέπεται με ρητό τρόπο. Ακόμη δηλαδή κι αν δεν γίνει δεκτό το επιχείρημα ως a contrario, υπάρχει μια περίπτωση που το Σύνταγμα προβλέπει τη διαδικασία για την υλοποίηση της δεσμευτικότητας του δημοψηφισματικού αποτελέσματος. Οι εξαιρέσεις από έναν κανόνα πρέπει να προβλέπονται με ρητό τρόπο. Εκτός βέβαια, αν δεν είναι εξαιρέσεις, αλλά η ίδια η γενική μορφολογία του πολιτεύματος τέτοια που επιτρέπει κι άλλες -ίσως μη εξαντλητικά απαριθμούμενες- μήτρες νομοθέτησης (όπως γίνεται και με τις κανονιστικές πράξεις της διοίκησης, ίσως και με τις ανεξάρτητες αρχές).

Το βέβαιο είναι ότι η λαϊκή ετυμηγορία για ένα κρίσιμο εθνικό θέμα βρίσκεται εξ ορισμού στο σημείο συνάντησης της νομικής με την πολιτική. Το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος για εθνικό θέμα δεν μπορεί να είναι a priori ούτε αμιγώς νομικός κανόνας, ούτε βέβαια μόνο πολιτική τοποθέτηση. Στα νομικά λέμε ότι ένας κανόνας είναι "ατελής" όταν η παράβασή του δεν προβλέπει κάποια μορφής κύρωση. Στην περίπτωση της "παράβασης" ενός δημοψηφισματικά θεσπισθέντος κανόνα, η κύρωση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική: το πολιτικό κόστος της εξουσίας που θα παραβιάσει τη λαϊκή βούληση (στην περίπτωση βέβαια που έχουμε έγκριση ή απόρριψη νομοσχεδίου και ο ΠτΔ δεν πράξει τα δέοντα θα έχουμε και άλλες κυρώσεις, αλλά εδώ εξετάζουμε το αμφισβητούμενο θέμα του δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα). Είναι δεδομένο ότι συμβουλευτικό ή μη, το δημοψήφισμα έχει αυξημένη πολιτική βαρύτητα. Το πολιτικό κόστος για την περιφρόνηση της λαϊκής βούλησης που εκφράζεται για ένα θέμα με τον πιο πανηγυρικό, δημόσιο, επίσημο και θεσμικό τρόπο, θα είναι τεράστιο και αναπόφευκτο. Στη Σουηδία, το Σύνταγμα της οποίας κατοχυρώνει με ρητό τρόπο τον συμβουλευτικό χαρακτήρα του δημοψηφίσματος, μια λαϊκή γνώμη για ένα έλασσον ζήτημα (λωρίδες κυκλοφορίας) ανατράπηκε μόνο αφού παρήλθαν δέκα χρόνια από το δημοψήφισμα.

Tα όρια της δεσμευτικότητας ελέγχονται βέβαια δικαστικά, από φορείς που δεν υπόκεινται σε πολιτικό κόστος: τους θεσμούς του κράτους δικαίου. Ένα δικαστήριο έχει κάθε νομιμοποίηση να ελέγξει την νομιμότητα ενός δημοψηφίσματος όταν με αυτό καταργούνται θεμελιώδεις κανόνες όπως η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Το δημοψήφισμα του 2008 στην Καλιφόρνια για την απαγόρευση των γάμων ομοφύλων ανατράπηκε δικαστικά, επειδή το δικαστήριο έκρινε ότι παραβίαζε την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα. Αλλά μέχρι την ακύρωσή του, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν τυπικά νομικά δεσμευτικό.

Η τελική απάντηση στο ερώτημα περί του αν το δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα είναι τελικά δεσμευτικό ή συμβουλευτικό θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να εξαρτάται από το ίδιο το ερώτημα που τίθεται κάθε φορά και κατά πόσον η απάντηση του εκλογικού σώματος θεσπίζει ή όχι έναν κανόνα δικαίου. Το Σύνταγμα σιωπά, επιτρέποντας τα πάντα. Αυτό μπορεί να ακούγεται σαν "λήψη του ζητουμένου", στην πραγματικότητα όμως δεν είναι και έχει περισσότερο σχέση με την ίδια την φύση των κανόνων ως νομικά δεσμευτικών ή μη. Εάν το ερώτημα λοιπόν για το κρίσιμο εθνικό θέμα επιδέχεται απάντησης με τη θέσπιση ενός κανόνα δικαίου (όπως λ.χ. θα ήταν η καταγγελία της Σύμβασης για την Ευρωπαϊκή Ένωση) το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι νομικά δεσμευτικό και η απάντηση του λαού παράγει το συγκεκριμένο κανόνα που δεσμεύει τα κρατικά όργανα να τον υλοποιήσουν, χωρίς περιθώρια απόκλισης. Εάν όμως τίθεται ένα επί της αρχής ερώτημα για εθνικό θέμα (όπως λ.χ. η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου στο Αιγαίο), η υλοποίηση του οποίου εξαρτάται από μία δέσμη πολιτικών που θα πρέπει να τεθούν ως προτεραιότητες, η ίδια η απάντηση δεν μπορεί να έχει τη φύση ενός δεσμευτικού κανόνα δικαίου, αφού δεν παράγει δέσμια αρμοδιότητα ως προς την επιλογή των μέσων υλοποίησης, όπως στο προηγούμενο παράδειγμα. Σε αυτή την περίπτωση, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν μπορεί παρά να είναι μια γενική κατευθυντήρια γραμμή, μια πολιτική απόφαση μη επιδεχόμενη νομικής δεσμευτικότητας.

Γι' αυτό θεωρώ ότι ο υπερτονισμός του δίπολου "συμβουλευτικό - δεσμευτικό" έχει μικρή πρακτική σημασία όσον αφορά την πολιτική εφαρμογή του όποιου δημοψηφισματικού αποτελέσματος. Το κέντρο βάρους θα έπρεπε να πέσει στο φορέα διαμόρφωσης του ερωτήματος και στο αν θα επιλεγεί η πρώτη ή η δευτερη μορφή δημοψηφίσματος, πράγμα που μάλλον θα αποτελέσει όντως και το κεντρικό ερώτημα εάν πράγματι δρομολογηθούν οι εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση.



Πέμπτη, Ιουλίου 28, 2011

To νομοσχέδιο για τα δημοψηφίσματα

Δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο για τα δημοψηφίσματα (βλ. εδώ) και η αιτιολογική του έκθεση (βλ. εδώ).

Ανοίγει έτσι ένας δημόσιος διάλογος για έναν συνταγματικό θεσμό, ο οποίος δεν έχει λειτουργήσει κατά τις 3,5 δεκαετίες ισχύος του Συντάγματος. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, το εκλογικό σώμα εκφράζεται μεν στιγμαία με την ψήφο στις βουλευτικές εκλογές, αλλά δεν αποκλείεται να χρειάζεται και κατά την εκάστοτε κοινοβουλευτική περίοδο μια "νωπή νομιμοποίηση για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων", όπως αναφέρει. Ο όρος "νωπή νομιμοποίηση" είναι μόνο πολιτικός (παρά την ετυμολογία) κι όχι νομικός. Κατά την πρόσφατη συνταγματική ιστορία, η επίκληση "νωπής λαϊκής εντολής" οδηγούσε παραδοσιακά σε πρόωρες εκλογές, κατά παρέκκλιση του άρθρου 53 παράγραφος 1 του Συντάγματος (βλ. εδώ) περί εκλογής βουλευτών για τέσσερα συνεχή έτη.

Στη συνταγματική θεωρία, τρεις ορίζονται ως θεσμοί "άμεσης δημοκρατίας": το δημοψήφισμα, η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών και η ανάκληση (αξιωματούχου από το αξίωμά του). Το Σύνταγμα της Ελλάδας προβλέπει μόνο την περίπτωση του δημοψηφίσματος. Η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει επίσης και την πρωτοβουλία πολιτών, ως μοχλό πίεσης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για πρόταση σχεδίου ευρωπαϊκού νομοθετήματος.

Στην ελληνική συνταγματική πρακτική και ιστορία, το δημοψήφισμα χρησιμοποιήθηκε για την επίλυση του "πολιτειακού" ζητήματος, δηλαδή για την επιλογή της μορφής του πολιτεύματος. Δημοψηφίσματα έγιναν το 1862 (που ανέδειξε ως επιθυμητό βασιλιά της Ελλάδας τον Αλφρέδο, δευτερότοκο γιο της Βικτώριας της Αγγλίας), το 1920 (υπέρ της επανόδου του Κωνσταντίνου στο θρόνο), το 1924 (ανακήρυξη αβασίλευτης δημοκρατίας), το 1926 (ανάδειξη Θ. Πάγκαλου ως Προέδρου της Δημοκρατίας), το 1935 (επάνοδος στην βασιλευομένη δημοκρατία), το 1946 (επάνοδος Γεωργίου Β'), το 1968 (έγκριση σχεδίου "συντάγματος" της δικτατορίας), το 1973 (επικύρωση της δικτατορικής "προεδρικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας") και το 1974 (επιλογή αβασίλευτης μορφής του πολιτεύματος). Ο θεσμός δεν χρησιμοποιήθηκε λοιπόν σε περιόδους συνταγματικής ομαλότητας. Ακόμη και για τα δημοψηφίσματα που έγιναν σεβαστά και θεωρείται ότι αντανακλούν τις απόψεις του λαού, υπάρχουν πολιτικές ενστάσεις.

Πιο πρόσφατα, το αίτημα για δημοψήφισμα υποστηρίχθηκε από την Εκκλησία για το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες (ένα θέμα που ανέδειξε ότι τα ατομικά δικαιώματα δεν επιτρέπεται να αποτελέσουν ύλη για άμεση προσφυγή στην λαϊκή βούληση), αλλά και το αίτημα του ΠΑΣΟΚ για την κύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας κατόπιν δημοψηφίσματος. Άλλες πλευρές είχαν ζητήσει δημοψήφισμα για το κοινωνικοασφαλιστικό και για άλλα επί μέρους μείζονα ζητήματα πολιτικής απόφασης. Οι απορρίψεις των σχετικών αιτημάτων βασίστηκε στην επίκληση των συνταγματικών διαδικασιών κύρωσης ή θέσπισης των σχετικών κανονιστικών κειμένων. Η επίκληση αυτή ανέδειξε ότι το δημοψήφισμα θεωρείται μια εναλλακτική (όχι υποχρεωτική πολιτικά και νομικά) διαδικασία για τις σημαντικές πολιτικές αποφάσεις κι ότι η λαϊκή ετυμηγορία γι' αυτές πρέπει να αναζητείται μέσω των γενικών εκλογικών διαδικασιών. Η άποψη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απηχεί πλήρως το πνεύμα του Συντάγματος, καθώς περιφέρει σε πλήρη αχρησία έναν θεσμό ρητά προβλεπόμενο από αυτό, εις βάρος τελικά ενός άλλου θεσμού: της τετραετούς ισχύος της λαϊκής εντολής.

Από την άλλη πλευρά, η λαϊκή εντολή που δίνεται για την ανάδειξη της κυβέρνησης μέσω της επιλογής των μελών του κοινοβουλίου είναι διαφορετικής φύσης από την λαϊκή ετυμηγορία σε ένα μονοθεματικό ερώτημα που το εκλογικό σώμα καλείται να απαντήσει μονολεκτικά. Τα μεγάλα πολιτικά ερωτήματα στη σύγχρονη εποχή δεν μπορούν βέβαια να αποτελέσουν αντικείμενο μονολεκτικής απάντησης. Οι πολιτικές αποφάσεις όμως, δηλαδή οι επεξεργασμένες απαντήσεις σε αυτά - όπως λ.χ. αποτυπώνονται σε ένα νομοσχέδιο ή σε μια πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος- μπορούν. Η πολιτική διαδικασία και ο δημόσιος διάλογος που διεξάγεται πριν το δημοψήφισμα εστιάζει στα υπέρ και τα κατά όσον αφορά το συγκεκριμένο ερώτημα, με τρόπο εντελώς διαφορετικό απ' ό,τι θα συνέβαινε σε μια προεκλογική περίοδο ενόψει βουλευτικών εκλογών. Από αυτή την άποψη, το δημοψήφισμα ως συνολική πολιτική επιλογή ευνοεί την κάθετη εμβάθυνση, σε αντίστοιξη προς τις γενικές εκλογές όπου όλα τα θέματα τίθενται οριζόντια.

Η κυβερνητική πρόταση έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η προσφυγή στα δημοψηφίσματα έχει παρατηρηθεί ότι γίνεται ολοένα και συχνότερα στα κράτη της Ευρώπης. Το 2007 η Eυρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου ("Venice Commission"), το συμβουλευτικό όργανο για ζητήματα συνταγματικού δικαίου που λειτουργεί στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, εξέδωσε τον Κώδικα Καλών Πρακτικών για τα Δημοψηφίσματα (Code on Good Practice on Referendums). To 2008 η Επιτροπή Υπουργών καλεί τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης να λάβουν υπόψη τον Κώδικα κατά τον σχεδιασμό σχετικών μέτρων (βλ. εδώ).

Ας δούμε την συγκεκριμένη κυβερνητική πρόταση για το θεσμικό πλαίσιο των δημοψηφισμάτων, ιδίως υπό το πρίσμα του Κώδικα Καλών Πρακτικών για τα Δημοψηφίσματα.

Άρθρο 2

Στο νομοσχέδιο δίνονται ορισμοί για τις συνταγματικές έννοιες "κρίσιμο εθνικό θέμα", "σοβαρό κοινωνικό ζήτημα" και "δημοσιονομικό ζήτημα". Οι ορισμοί έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί από το βάθος τους θα προσδιορισεί και το εύρος των θεμάτων που μπορούν να τεθούν σε δημοψήφισμα. Το Σύνταγμα προβλέπει δύο κατηγορίες δημοψηφισμάτων: το "προληπτικό" (για κρίσιμο εθνικό θέμα) και το "επικυρωτικό" (για ψηφισμένο νομοσχέδιο που αφορά σοβαρό κοινωνικό ζήτημα). Ένα ερώτημα είναι εάν αυτή η διάκριση είναι μόνο διαδικαστική, δηλαδή αν επιτρέπει ένα "σοβαρό κοινωνικό ζήτημα" που δεν έχει ενσωματωθεί σε "ψηφισμένο νομοσχέδιο" να αποτελέσει αντικείμενο προληπτικού δημοψηφίσματος, ως "κρίσιμο εθνικό θέμα". Η καταφατική απάντηση σημαίνει εκτός των άλλων ότι με 151 ψήφους στη Βουλή μπορεί να προκηρυχθεί δημοψήφισμα για οποιοδήποτε θέμα που μπορεί να θεωρηθεί "κρίσιμο εθνικό" ακόμη κι αν αποτελεί "σοβαρό κοινωνικό ζήτημα. Η αποφατική απάντηση σημαίνει ότι για "σοβαρό κοινωνικό ζήτημα" επιτρέπεται να γίνει δημοψήφισμα μόνον εφόσον αποτελεί αντικείμενο ψηφισμένου νομοσχεδίου, με τις αυξημένες όμως πλειοψηφίες που απαιτεί αυτό (απόφαση 180 βουλευτών) κατά το άρθρο 44 του Συντάγματος (βλ. εδώ).

Το νομοσχέδιο προκρίνει την θετική απάντηση: "κρίσιμο εθνικό ζήτημα" δεν θεωρείται μόνο αυτό που έχει σχέση με τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας και την εθνική ασφάλεια, αλλά και με την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή. Άρα η Κυβέρνηση δεν θα χρειάζεται 180 βουλευτές για να προκηρύξει προληπτικό δημοψήφισμα ακόμα και για "σοβαρό κοινωνικό ζήτημα". Η αντίθετη προσέγγιση θα σήμαινε ότι η Βουλή πρέπει να ψηφίσει πρώτα το αμφισβητούμενο θέμα και μετά να το θέσει σε δημοψήφισμα. Αυτή η δυσκαμψία θα εμπόδιζε την κυβέρνηση να προσφύγει άμεσα στο λαό, πριν ψηφίσει το νομοσχέδιο. Οπότε η προκριθείσα νομοθετική επιλογή είναι υπέρ του εκλογικού σώματος.

Σε επικυρωτικό δημοψήφισμα δεν μπορούν κατά το Σύνταγμα να τεθούν τα "δημοσιονομικά" θέματα. Το νσχ δίνει έναν ορισμό των "δημοσιονομικών θεμάτων". Αλλά, με τη προκριθείσα επιλογή (κρίσιμο εθνικό θέμα = οικονομικό/κοινωνικό/πολιτικό θέμα) δεν φαίνεται να εμποδίζεται η κυβέρνηση να προσφύγει σε προληπτικό δημοψήφισμα και για δημοσιονομικό θέμα., το οποίο μπορεί να καταστεί "κρίσιμο εθνικό".

Υπάρχει ένας περιορισμός που δεν προβλέπεται ρητά στο άρθρο 44 του Συντάγματος, αλλά πηγάζει από την δομή της έννομης τάξης: αντικείμενο δημοψηφίσματος δεν μπορούν να αποτελέσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς και γενικότερα οι θεσμοί του κράτους δικαίου. Αυτό έχει επισημανθεί και στην Σύσταση 1704 (2005) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (βλ. εδώ), και στον Κώδικα Καλών Πρακτικών για τα Δημοψηφίσματα, ενώ αποτέλεσε κι επισήμανση του Συμβουλίου της Ευρώπης όσον αφορά το δημοψήφισμα της Ελβετίας για τους μιναρέδες.

Ο Κώδικας Καλών Πρακτικών αναφέρει ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δημοψηφίσματος ζητήματα:
α) δικαίου αυξημένης τυπικής ισχύος
β) διεθνούς δικαίου ή καταστατικών αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης (ανθρώπινα δικαιώματα, κράτος δικαιου, δημοκρατίας)

Για παράδειγμα, δεν μπορεί να τεθεί σε δημοψήφισμα ένα αίτημα επαναφοράς της θανατικής ποινής, καθώς αυτό θα έθετε στην ψήφο μια διεθνή δέσμευση της χώρας σύμφωνα με πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα για την κατάργηση της θανατικής ποινής.

Η εξαίρεση αυτή θα πρέπει για λόγους ασφάλειας δικαίου να επισημανθεί στο νομοσχέδιο. Καθώς όμως πηγάζει από υπερκείμενους συνταγματικούς και διεθνείς κανόνες, ακόμη κι αν ο περιορισμός δεν προβλεφθεί ρητώς στο νόμο, θα εξακολουθεί φυσικά να ισχύει.

Άρθρο 4

Στο προεδρικό διάταγμα με το οποίο προκηρύσσεται το δημοψήφισμα και το οποίο δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως θα πρέπει να περιλαμβάνεται και η διατύπωση του ερωτήματος / των ερωτημάτων, καθώς και οι δυνατές απαντήσεις. Δεν αρκεί όμως η τήρηση μόνο αυτής της υποχρέωσης δημοσιότητας.

Σύμφωνα με το άρθρο 3.1 του Κώδικα Καλών Πρακτικών για Δημοψηφίσματα, μαζί με το ερώτημα θα πρέπει να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και μια επεξηγηματική έκθεση (explanatory memorandum) που θα παρουσιάζει με ισορροπημένο τρόπο τις απόψεις υπέρ και κατά για το επίμαχο θέμα. Επίσης η επεξηγηματική έκθεση θα πρέπει να αποσταλεί σε όλους τους πολίτες και θα πρέπει να διατυπωθεί και σε γλώσσες εθνικών μειονοτήτων.

Ο Κώδικας αναφέρει ότι θα πρέπει να προβλέπονται και κυρώσεις για παραβίαση του καθήκοντος ουδετερότητας.


Άρθρο 6

Το άρθρο 6 εισάγει τα κόμματα στην δημοψηφισματική διαδικασία, προβλέποντας μάλιστα "εκλογικές δαπάνες". Τα κόμματα είναι οι κατ' εξοχήν φορείς των προνομίων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και δεν θα έπρεπε να έχουν καμία κρατικά επιχορηγούμενη εμπλοκή στην προδημοψηφισματική περίοδο. Δεν εξυπηρετεί ούτε τη λογική του δημοψηφίσματος, αλλά ούτε και την απρόσκοπτη διαμόρφωση της λαϊκής ετυμηγορίας η εμπλοκή των κομματικών παραμορφώσεων και των μικροπολιτικών τους επιρροών σε ζητήματα που ήδη χαρακτηρίζονται "κρίσιμα εθνικά θέματα" ή "σοβαρά κοινωνικά ζητήματα".

Καμία "εκλογική" δαπάνη λοιπόν για τα κόμματα κατά την περίοδο πριν το δημοψήφισμα.

Άρθρο 7

Κατά την παρ. 7 συγκροτείται μια Διακομματική Επιτροπή με Πρόεδρο τον Υπουργό Εσωτερικών και μέλη εκπροσώπους των κομμάτων. Η Επιτροπή έχει ως αποστολή την λήψη ορισμένων αποφάσεων για την πολυφωνία κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου καθώς και για την διατύπωση προτάσεων σχετικά με την εφαρμογή του νόμου.

Ο Κώδικας αναφέρει ότι η διοργάνωση του δημοψηφίσματος πρέπει να διενεργηθεί από ένα ανεξάρτητο όργανο. Ο κώδικας αναφέρει ότι η κεντρική Επιτροπή για τη διενέργεια του δημοψηφίσματος θα πρέπει να περιέχει και:
1. Τουλάχιστον έναν δικαστή ή ένα ανεξάρτητο ειδικό νομικό.
2. Εκπροσώπους των κομμάτων και, προαιρετικά,
3. Εκπρόσωπο του υπουργείου Εσωτερικών και
4. Εκπρόσωπο των εθνικών μειονοτήτων

Άρθρο 12

Ο Κώδικας Καλών Πρακτικών αναφέρει ότι δεν πρέπει να προβλέπεται ένα ποσοστό - κατώφλι για τη δεσμευτικότητα του δημοψηφίσματος γιατί υπάρχει ο πολιτικός κίνδυνος της δημοψηφισματικής έγκρισης από μία πλειοψηφία η οποία όμως δεν θα έχει καλύψει το "κατώφλι".

Ο Κώδικας αναφέρει για τα δεσμευτικά δημοψηφίσματα ότι εάν ένα θέμα έχει απορριφθεί δεν επιτρέπεται να εγκριθεί εάν δεν περάσει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και δεν υποβληθεί πάλι σε δημοψήφισμα. Αντίστοιχα, μια διάταξη που έχει εγκριθεί δημοψηφισματικά, δεν επιτρέπεται -για το ίδιο χρονικό διάστημα- να μεταβληθεί με άλλον τρόπο.

Tέλος ο Κώδικας αναφέρει ότι τα αποτελέσματα των δεσμευτικών δημοψηφισμάτων πρέπει να προβλέπονται με σαφήνεια από το νόμο.



Για περαιτέρω ανάγνωση:

2010. Handbook on direct democracy, του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για το Δημοψήφισμα και την Πρωτοβουλία (εδώ).

2005. Μια εξαιρετική ανάλυση του γενικότερου ζητήματος (με αναφορές και σε διαβόητα δημοψηφίσματα όπως αυτό που επέτρεψε στον Χίτλερ να καταλάβει τη θέση του Καγκελάριου και του Προέδρου της Γερμανίας) βρίσκεται στην έκθεση του φινλανδού βουλευτή Miko Elo (βλ. εδώ).


Κυριακή, Ιουνίου 19, 2011

Η ψήφος εμπιστοσύνης της Βουλής

Αυτό που διαφοροποιεί το κοινοβουλευτικό σύστημα από άλλες παραλλαγές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι ότι η Κυβέρνηση πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής. Οι βουλευτές δεν αρκεί να περιορίζονται στο νομοθετικό ή ελεγκτικό τους έργο, πρέπει να έχουν και λόγο για την ανάδειξη και διατήρηση της εκτελεστικής λειτουργίας. Γι' αυτό όλα τα χρόνια στα οποία η αρχή της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας δεν ήταν ένας συνταγματικά κατοχυρωμένος κανόνας, δεν ίσχυε στην Ελλάδα κοινοβουλευτικό σύστημα, αφού ο αρχηγός του κράτους μπορούσε κατά το δοκούν να διορίζει "τους υπουργούς αυτού". Ακόμη κι αν δεν προέρχονταν από πλειοψηφικές κοινοβουλευτικές παρατάξεις. Ακόμη και αν αυτοί ήταν οι κηπουροί του, σύμφωνα με τη "θεωρία" του κηπουρού που δεν αναγνώριζε κανονιστικό χαρακτήρα στην αρχή της δεδηλωμένης.

Η αρχή της δεδηλωμένης παρ' όλο που ακολουθείται από το 1875 ως συνθήκη του πολιτεύματος, γνώρισε νομική κατοχύρωση μόλις το 1927. Ακόμα και το Σύνταγμα του 1975 στην αρχική του μορφή πρόβλεπε μια εξαίρεση: στο αρχικό αρθρο 37 παρ. 4, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούσε να διορίσει μετά από γνώμη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας (μια επιτροπή αποτελούμενη από τους πρώην πρωθυπουργούς κλπ που παλαιότερα λεγόταν Συμβούλιο του Στέμματος) ως πρωθυπουργό μέλος ή μη της Βουλής που κατά την κρίση του θα μπορούσε να τύχει ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής (δηλαδή ακόμη και τον κηπουρό του). Η κατάργηση αυτής της διάταξης με την αναθεώρηση του 1986 καθιερώνει σε νομικό επίπεδο την απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης. Από αυτή την άποψη, κατά νομική ακριβολογία, το αμιγώς κοινοβουλευτισμό σύστημα στην Ελλάδα δεν έχει κλείσει τριάντα χρόνια.

Η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στη Κυβέρνηση είναι λοιπόν μια κορυφαία διαδικασία του κοινοβουλευτικού συστήματος και ρυθμίζεται από το άρθρο 84 του Συντάγματος (βλ. εδώ). Η πρόταση εμπιστοσύνης ζητείται κατά κανόνα εντός 15 ημερών από την ορκωμοσία του πρωθυπουργού, αλλά μπορεί να ζητηθεί "και οποτεδήποτε άλλοτε", όπως γίνεται αυτές τις μέρες. Κρίσιμη είναι η διάταξη της παραγράφου 4 που ορίζει ότι η πρόταση εμπιστοσύνης γίνεται δεκτή μετά από ψήφο της απόλυτης πλειοψηφίας των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη των 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών. Αυτό σημαίνει ότι ο μικρότερος αριθμός βουλευτών που μπορεί να διατηρήσει μια κυβέρνηση στην εξουσία είναι 120. Στην ψηφοφορία μετέχουν και υπουργοί-υφυπουργοί που είναι βουλευτές (όχι οι εξωκοινοβουλευτικοί). Η αποχώρηση αντιπολιτευόμενων ή αντικυβερνητικών βουλευτών από τη διαδικασία της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης διευκολύνει τον σχηματισμό της απόλυτης πλειοψηφίας των παρόντων.

Σύμφωνα με το άρθρο 141 του Κανονισμού της Βουλής (βλ. εδώ), η συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης δεν μπορεί να διαρκέσει πέραν των τριών ημερών και ακολουθεί η ψηφοφορία, εκτός αν η Κυβέρνηση ζητήσει προθεσμία 48 ωρών μέχρι την έναρξη της ψηφοφορίας. Η ψηφοφορία είναι πάντοτε ονομαστική.


Απαγόρευση λειτουργίας καμπάνας ναού λόγω ηχορύπανσης

  Σε υπόθεση που εκπροσωπώ τον θιγόμενο πολίτη, μετά από 2 προσωρινές διαταγές, το Πρωτοδικείο Καλαμάτας εξέδωσε και απόφαση ασφαλιστικών μ...